ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Ειδοποίησης Πτώχευσης: 6/2023

Εις Πτώχευσιν

 

Επί τοις αφορώσι την ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ, [ ] 10, [ ], Λευκωσία, [ ] (ΑΔΤ [ ])

 

Αίτηση παραμερισμού της Ειδοποίησης Πτώχευσης

 

Ημερομηνία: 15 Μαρτίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια/ Χρεώστιδα: κα Χ. Χριστοδούλου για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ

Για την Καθ’ ης η Αίτηση/ Πιστωτή: Δικηγορικό Γραφείο Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σια ΔΕΠΕ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στις 14.2.2023, η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρησε την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Ειδοποίηση Πτώχευσης (στο εξής «η Ειδοποίηση Πτώχευσης»), η οποία απευθύνεται προς την Αιτήτρια και την καλεί όπως, εντός 7 ημερών από την επίδοση της, καταβάλει τα ποσά που αναφέρονται σε αυτήν, τα οποία είναι οφειλόμενα δυνάμει της δικαστικής απόφασης ημερ. 30.1.2015 η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια των συνεκδικαζόμενων αγωγών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με αρ. 698/2010 και 700/2010[1] (στο εξής «η Δικαστική Απόφαση»).

 

Για σκοπούς ευκολότερης κατανόησης, κρίνω σκόπιμο να καταγράψω, εξ αρχής, τι προνοούσε η Δικαστική Απόφαση. Σε αυτήν, το Δικαστήριο σε ότι αφορά την απαίτηση, μεταξύ άλλων, της Αιτήτριας εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, διέταξε την ειδική εκτέλεση των επίδικων πωλητηρίων εγγράφων που ήταν κατατεθειμένα στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας, ενώ σε ότι αφορά την ανταπαίτηση της Καθ’ ης η Αίτηση εναντίον, μεταξύ άλλων, της Αιτήτριας, το Δικαστήριο επιδίκασε την καταβολή συγκεκριμένων ποσών, πλέον τόκους, σε σχέση με κάθε διαμέρισμα για το οποίο είχε διατάξει την ειδική εκτέλεση των εν λόγω πωλητηρίων εγγράφων.

 

Η εν λόγω Ειδοποίηση Πτώχευσης επιδόθηκε προσωπικά στην Αιτήτρια στις 6.3.2023. Στις 13.3.2023, η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση επιζητώντας τον παραμερισμό και/ή την ακύρωση της Ειδοποίησης Πτώχευσης, υποστηρίζοντας ότι:

 

(1)  Η Ειδοποίηση Πτώχευσης είναι παράτυπη, καθότι ελλείπει από αυτήν η νομική βάση στην οποία στηρίζεται.

(2)  Η Καθ’ ης η Αίτηση απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι η Αιτήτρια καταχώρησε έφεση εναντίον της Δικαστικής Απόφασης, η εκδίκαση της οποίας ακόμη εκκρεμεί και επομένως η Δικαστική Απόφαση δεν είναι τελεσίδικη.

(3)  Η Ειδοποίηση Πτώχευσης έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση, αλλότριους σκοπούς, καταχρηστικά και εκβιαστικά εναντίον της Αιτήτριας.

 

Οι ως άνω λόγοι εξειδικεύονται και αναλύονται με λεπτομέρεια στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση και αναφορά σε αυτούς θα γίνει κατωτέρω κατά το στάδιο εξέτασης της υπό κρίση Αίτησης.

 

Η Καθ' ης η Αίτηση καταχώρισε Ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση, προβάλλοντας 10 συνολικά λόγους ένστασης, τους οποίους δεν προτίθεμαι να επαναλάβω, καθότι αυτοί, ως έχουν αποκρυσταλλωθεί στην αγόρευση των συνηγόρων τους, έχουν ως εξής: (1) η Αιτήτρια προωθεί λανθασμένο ένδικο μέσο και (2) η υπό κρίση Αίτηση πάσχει και/ή είναι παράτυπη, καθότι η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει είναι προγενέστερης ημερομηνίας.

 

Ακροαματική Διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του, και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Νομική Πτυχή

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 (στο εξής «ο Νόμος»), χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης εάν εντός 7 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτόν της Ειδοποίησης Πτώχευσης που αφορά χρέος, το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, δεν συμμορφωθεί με αυτήν ή δεν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή για τουλάχιστον ισάξιο ποσό του χρέους και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση.

 

Η διαδικασία της ειδοποίησης πτώχευσης ρυθμίζεται από το Μέρος ΙΙΙ των Πτωχευτικών Κανονισμών και ειδικότερα από τους Κανονισμούς 38-43 αυτών. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 40(2), ο χρεώστης έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ένορκη δήλωση με την οποία να προβάλλει ότι έχει ανταπαίτηση, ανταγωγή ή συμψηφισμό που ισοδυναμεί ή υπερβαίνει το εξ αποφάσεως χρέος και η οποία δεν μπορούσε να εγερθεί στη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση που αφορά την ειδοποίηση. Η ένορκη αυτή δήλωση λειτουργεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό 41, ως αίτηση παραμερισμού της ειδοποίησης πτώχευσης και, σύμφωνα με τον Κανονισμό 40(3), θα πρέπει να καταχωρείται, σε περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται στη Δημοκρατία, εντός τριών ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης στον χρεώστη.

 

Η Ειδοποίηση Πτώχευσης μπορεί να παραμερισθεί και για λόγους άλλους από αυτούς που αναγράφονται στον Κανoνισμό 40(2). Σε εκείνες όμως τις περιπτώσεις, θα πρέπει να καταχωρείται ξεχωριστή αίτηση και, σε τέτοια περίπτωση, σχετικός καθίσταται πλέον ο Κανονισμός 16 των περί Πτωχευτικών Κανονισμών (βλ. In Re Costas Louca (1986) 2 J.S.C. 365 και Επί της Αφορώσι τον Λουκή ΑττεσλήΠολ. Έφεση 109/08, απόφαση ημερ. 20/12/2010). Η ορθή επιλογή του εναρκτήριου μέσου για ακύρωση ή παραμερισμό μιας Ειδοποίησης Πτώχευσης κρίνεται σημαντική, μιας και άπτεται του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εξετάσει το αίτημα επί της ουσίας του.

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

(1)   Το προγενέστερο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση

 

Προχωρώ κατ’ αρχάς να εξετάσω τον ισχυρισμό της Καθ’ ης η Αίτηση ότι η υπό κρίση Αίτηση πάσχει και είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, καθότι η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, προηγείται χρονικά[2] της ημερομηνίας καταχώρισης της εν λόγω Αίτησης, η οποία αποτελεί εναρκτήριο δικονομικό διάβημα. Είναι η θέση της ότι κατά το χρόνο όμνυσης της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, η εν λόγω Αίτηση δεν ήταν εν ζωή (εφόσον δεν είχε ακόμη καταχωρηθεί) και επομένως η εν λόγω ένορκη δήλωση δεν μπορεί να αποτελέσει πραγματικό υπόβαθρο για την εξέταση της.

 

Με κάθε σεβασμό προς την πιο πάνω θέση, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνη, για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως. Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρονται οι συνήγοροι της Καθ’ ης η Αίτηση στην αγόρευση τους[3], όπου κρίθηκε ότι ένορκη δήλωση προγενέστερη της καταχώρησης της αγωγής δεν μπορεί να αποτελέσει πραγματικό υπόβαθρο για τη χορήγηση της θεραπείας που ζητείται, αφορά υποθέσεις στις οποίες η ένορκη δήλωση προηγήθηκε της καταχώρισης δικαστικής διαδικασίας, ήτοι αγωγής ή πρωτογενούς αίτησης.

 

Εντούτοις, στην παρούσα περίπτωση, είχε προηγηθεί η καταχώρηση της Ειδοποίησης Πτώχευσης εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση (ως πιστωτής), η οποία έλαβε τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και η οποία προσδιόριζε επαρκώς τις ιδιότητες των διαδίκων. Σύμφωνα με την Δ.39 θ. 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κάθε ένορκη δήλωση πρέπει να τιτλοφορείται in the cause or matter in which it is sworn. Εδώ, κατά το χρόνο που έγινε η ένορκη δήλωση, βρισκόταν εν ζωή η με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Ειδοποίηση Πτώχευσης και επομένως, η εν προκειμένω ένορκη δήλωση, συναρτάται με καθ’ όλα υπαρκτή διαδικασία, ενώ η όποια αναφορά σε αυτήν στις ιδιότητες των διαδίκων συναρτάται απόλυτα με τις ιδιότητες που αυτοί έχουν από την καταχώριση της Ειδοποίησης Πτώχευσης.

 

Επομένως, ο πιο πάνω λόγος ένστασης κρίνεται αβάσιμος και, ως τέτοιος, απορρίπτεται.

 

(2)   Η υπό κρίση Αίτηση αποτελεί λανθασμένο ένδικο μέσο

 

Στη συνέχεια προχωρώ να εξετάσω τη θέση της Καθ’ ης η Αίτηση ότι η υπό κρίση Αίτηση έχει προωθηθεί με λανθασμένο ένδικο μέσο, καθότι εκείνο που ουσιαστικά προβάλλει η Αιτήτρια μέσω αυτής, είναι συμψηφισμό του μέρους της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ της και της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση, δυνάμει της Δικαστικής Απόφασης και, επομένως, τυχόν παραμερισμός της Ειδοποίησης Πτώχευσης θα έπρεπε να γίνει με ένορκη δήλωση και όχι με αίτηση, εντός της καθορισμένης προθεσμίας που θέτει ο Νόμος. Με κάθε σεβασμό, ούτε αυτή η θέση με βρίσκει σύμφωνη. Και εξηγώ.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια δεν επιζητεί τον οποιοδήποτε συμψηφισμό που «δεν μπορούσε να εγερθεί στη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση που αφορά την ειδοποίηση»[4]. Η όποια αναφορά της Αιτήτριας (στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση) ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν συμμορφώθηκε με το μέρος της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της βάσει της Δικαστικής Απόφασης (δηλαδή την ειδική εκτέλεση των πωλητηρίων εγγράφων), δεν αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αίτημα για συμψηφισμό, αλλά αναφέρεται ως στοιχείο το οποίο κατά την Αιτήτρια δεικνύει την κατάχρηση και κακοπιστία της Καθ’ ης η Αίτηση στην προώθηση της Ειδοποίησης Πτώχευσης[5]. Δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει αίτημα για συμψηφισμό, εφόσον η όποια απαίτηση της Αιτήτριας εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση συνεκδικάστηκε με την ανταπαίτηση της τελευταίας έναντι της πρώτης, στην διαδικασία που οδήγησε στην Δικαστική Απόφαση.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, ως είναι προφανές από το περιεχόμενο της ένορκης της δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, η Αιτήτρια επιθυμεί να εγείρει και λόγους άλλους από αυτούς που αναγράφονται στον Κανονισμό 40(2), αφού επιζητεί τον παραμερισμό της Ειδοποίησης Πτώχευσης, μεταξύ άλλων, στη βάση του ότι εκκρεμεί έφεση εναντίον της Δικαστικής Απόφασης, ότι υπάρχουν ζητήματα παρατυπίας της Ειδοποίησης Πτώχευσης, ως επίσης και στη βάση του ότι η πτωχευτική διαδικασία  χρησιμοποιείται καταχρηστικά, εκδικητικά και για αλλότριους σκοπούς από την Καθ’ ης η Αίτηση εναντίον της. Δεδομένων λοιπόν των ζητημάτων που εγείρει η Αιτήτρια, τα οποία πρόδηλα εκφεύγουν από τα όσα ρητά προβλέπει ο Κανονισμός 40(2), κρίνω ότι ορθά επέλεξε η Αιτήτρια την καταχώριση της υπό κρίση Αίτησης[6], και επομένως ούτε αυτός ο λόγος ένστασης εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση ευσταθεί και συνεπώς απορρίπτεται.

 

Σε τέτοια, όμως, περίπτωση το βάρος απόδειξης ότι συντρέχει λόγος ακύρωσης της Ειδοποίησης Πτώχευσης είναι επί των ώμων της Αιτήτριας (Βλ. Re A. Debtor (1963) 1 W.L.R. 51 και In re A Debtor (No. 75 of 1982) Ex Parte The Debtor v. National Westminster Bank Plc (1984) 1 W.L.R.Το ερώτημα, επομένως, που εγείρεται είναι αν στην παρούσα περίπτωση, η Αιτήτρια έχει αποσείσει αυτό το βάρος και στη βάση των λόγων που έχει προωθήσει, θα πρέπει να ακυρωθεί η Ειδοποίηση Πτώχευσης.

 

(3)   Παρατυπία της Ειδοποίηση Πτώχευσης - ελλείπει από αυτήν η νομική βάση στην οποία στηρίζεται.

 

Προβάλλει η Αιτήτρια ως λόγο ακύρωσης της Ειδοποίησης Πτώχευσης ότι τούτη είναι παράτυπη διότι απουσιάζει από το σώμα της η νομική βάση επί της οποίας εδράζεται. Με κάθε σεβασμό στην εν λόγω θέση της, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνη. Εν προκειμένω, η Ειδοποίηση Πτώχευσης είναι καθόλα νομότυπη, πληροί τις προϋποθέσεις των κανονισμών 38 και 39 των Πτωχευτικών Κανονισμών και είναι σύμφωνη με το έντυπο 3 του Παραρτήματος Α των εν λόγω Κανονισμών, το οποίο αποτελεί την παράκληση (request) για έκδοση της Ειδοποίησης Πτώχευσης, ως επίσης και του εντύπου 4 του Παραρτήματος Α αυτών. Σημειώνεται δε ότι στους εν λόγω Κανονισμούς και έντυπα, καμία πρόνοια υπάρχει, στη βάση της οποίας επιβάλλεται να αναφέρεται η νομική βάση στο σώμα είτε της αίτησης για έκδοση της Ειδοποίησης Πτώχευσης είτε της ίδιας της Ειδοποίησης Πτώχευσης.

 

Εν πάση περιπτώσει, στη βάση του άρθρου 102(1) του Νόμου[7], καμία πτωχευτική διαδικασία δεν ακυρώνεται εξαιτίας τυπικού ελαττώματος ή αντικανονικότητας, εκτός αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι από αυτό προκλήθηκε ουσιαστική αδικία. Το καθοριστικό στοιχείο είναι κατά πόσο ο χρεώστης έχει με οποιοδήποτε τρόπο παραπλανηθεί ή υποστεί οποιαδήποτε βλάβη συνεπεία της εν λόγω παρατυπίας (βλ. Σιάτης ν. Λοϊζου (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 226). Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια δεν έχει παραπλανηθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε έχει υποστεί οποιαδήποτε βλάβη από την μη αναφορά, στην Ειδοποίηση Πτώχευσης, της νομικής βάσης στην οποία αυτή στηρίζεται. Ούτε, βεβαίως, προβάλλει οποιοδήποτε τέτοιο ισχυρισμό στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση της. Είναι δε προφανές ότι αντιλήφθηκε πλήρως το αίτημα της Καθ’ ης η Αίτηση, εξού και προχώρησε στην καταχώριση της υπό κρίση Αίτησης. Η δε αναφορά της ευπαίδευτης συνηγόρου της, στην αγόρευση της, στον Κανονισμό 16 των Πτωχευτικών Κανονισμών, το οποίο απαιτεί όπως κάθε αίτηση εκθέτει το Νόμο ή τους Κανονισμούς στους οποίους στηρίζεται, δεν τεκμηριώνει τη θέση της. Και τούτο γιατί ο εν λόγω Κανονισμός, διέπει τις αιτήσεις γενικά και όχι την Ειδοποίηση Πτώχευσης, η οποία διέπεται συγκεκριμένα από τους Κανονισμούς 38 και 39, ως ανέφερα ανωτέρω, ως επίσης και από τα έντυπα 3 και 4 του Παραρτήματος Α των Πτωχευτικών Κανονισμών, όπου, επαναλαμβάνω, καμία ρητή πρόνοια υπάρχει για αναφορά νομικής βάσης.

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι ο πιο πάνω λόγος παραμερισμού της Ειδοποίησης Πτώχευσης είναι ανυπόστατος και αβάσιμος, και, ως τέτοιος, απορρίπτεται.

 

(4)   Η Δικαστική Απόφαση δεν είναι τελεσίδικη

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω, τον ισχυρισμό που προβάλλει η Αιτήτρια περί του ότι η Δικαστική Απόφαση, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η Ειδοποίηση Πτώχευσης δεν είναι τελεσίδικη, καθότι εκκρεμεί έφεση εναντίον της, κάτι το οποίο η Καθ’ ης η Αίτηση απέκρυψε από το Δικαστήριο.

 

Εξ’ αρχής σημειώνω ότι ο πιο πάνω προβαλλόμενος λόγος για παραμερισμό της Ειδοποίησης Πτώχευσης δεν ευσταθεί. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Επί τοις Αφορώσι τον Τάκη Οικονομίδη v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 1255:

 

«Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" ("final judgment") εμφανίζεται και στο άρθρο 4(1)(g) της Αγγλικής Bankruptcy Act, 1883 (βλ. τώρα Bankruptcy Act, 1914, άρθρο 1(1) (g)). Έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Re Chinery, Ex p. Chinery [1884] 12 Q.B.D. 342, 345:

 

"I think we ought to give to the words 'final judgment' in this subsection their strict and proper meaning, i.e. a judgment obtained in an action by which a previously existing liability of the defendant to the plaintiff is ascertained or established."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε στις λέξεις 'τελεσίδικη απόφαση' σ' αυτό το εδάφιο την αυστηρή και σωστή έννοια τους. Είναι απόφαση που λαμβάνεται σε μια αγωγή με την οποία μια προϋπάρχουσα υποχρέωση του εναγομένου προς τον ενάγοντα εξακριβώνεται ή αποδεικνύεται."

 

Στην Huntly (Marchioness) v. Gaskell [1905] 2 Ch. (CA) 656, 667 ο όρος έχει ερμηνευθεί ως εξής:

 

"When the word 'final' is used, as I think it is in some authorities with reference to judgments, that does not mean, I apprehend, a judgment which is not open to appeal, but merely 'final' as opposed to 'interlocutory'. A judgment is, in my opinion, not the less an estoppel between the parties to the action because it may be reversed on appeal to the House of Lords."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Όπου η λέξη 'τελεσίδικη' χρησιμοποιείται, καθώς νομίζω, σε μερικές αυθεντίες σε σχέση με αποφάσεις, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν σημαίνει απόφαση η οποία δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά απλώς 'τελεσίδικη' σε αντίθεση με την 'ενδιάμεση'.  Κατά την γνώμη μου μια απόφαση δεν αποτελεί μικρότερο κώλυμα μεταξύ των μερών επειδή δυνατόν να ανατραπεί κατ' έφεση από την Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων."

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω ερμηνεία. Η καταχώριση έφεσης δεν έχει καταστήσει μη τελεσίδικη την απόφαση στην πιο πάνω αγωγή. Όπως και το ίδιο το άρθρο 3(1) (ζ) προβλέπει μόνο με την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης ο χρεώστης δεν διαπράττει πράξη πτωχεύσεως[8]. Ο δεύτερος λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται».

 

Εν προκειμένω, είναι η θέση της πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση και περί τούτου ουδέν αντίθετος ισχυρισμός έχει προβληθεί εκ μέρους της Αιτήτριας ότι η εκτέλεση της Δικαστικής Απόφασης δεν έχει ανασταλεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Επομένως, η Δικαστική Απόφαση είναι τελεσίδικη και η καταχώριση έφεσης εναντίον της δεν μεταβάλλει, με οποιονδήποτε τρόπο, το γεγονός αυτό. Συνεπώς, ούτε αυτός ο λόγος που προβάλλεται εκ μέρους της Αιτήτριας, για σκοπούς παραμερισμού της Ειδοποίησης Πτώχευσης ευσταθεί και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

(5)   Η Ειδοποίηση Πτώχευσης είναι καταχρηστική, κακόπιστη, εκβιαστική και προωθείται με αλλότρια κίνητρα.

 

Τέλος, προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι η Ειδοποίηση Πτώχευσης είναι καταχρηστική, κακόπιστη, εκβιαστική και έχει καταχωρηθεί με αλλότρια κίνητρα εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ισχυρίζεται η Αιτήτρια ότι η Καθ’ ης η Αίτηση ουδέν μέτρο εκτέλεσης προώθησε για να λάβει το εξ αποφάσεως χρέος της και προωθεί καταχρηστικά και εκδικητικά την διαδικασία της Ειδοποίησης Πτώχευσης, με σκοπό την είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους της. Περαιτέρω, αποτελεί ισχυρισμό της ότι η Καθ’ ης η Αίτηση προωθεί την διαδικασία πτώχευσης εναντίον της, με σκοπό την οικονομική καταστροφή της, ως επίσης και την παρεμπόδιση της στην απρόσκοπτη συνέχιση της έφεσης που καταχώρησε εναντίον της Δικαστικής Απόφασης. Είναι, επίσης, η συναφής της θέση ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της Καθ’ ης η Αίτηση διαφαίνεται και από το γεγονός ότι, παρά το ότι η Αιτήτρια κάλεσε αυτήν επανειλημμένα να προσέλθει στο Κτηματολόγιο Λάρνακας, ούτως ώστε να εκτελέσει το μέρος της Δικαστικής Απόφασης που αφορά την ειδική εκτέλεση των πωλητηρίων εγγράφων και ταυτόχρονα η Αιτήτρια να της καταβάλει τα ποσά που επιδικάστηκαν υπέρ της[9], η Καθ’ ης η Αίτηση αρνείται να πράξει τούτο, χωρίς να δώσει καμία αιτιολογία για την μη συμμόρφωση της με το μέρος της Δικαστικής Απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι η διαδικασία πτώχευσης δεν αποτελεί μέτρο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, αλλά ούτε προϋποθέτει την λήψη μέτρων εκτέλεσης πριν την κινητοποίηση της. Επίσης, η πτωχευτική διαδικασία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης και εκβιασμού για είσπραξη επιδικασθέντων ποσών. Τέτοια διαδικασία θεωρείται καταχρηστική και το Δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να την τερματίσει αλλά και να την στιγματίσει (βλ. μεταξύ άλλων, London Clubs v. Παπαδόπουλου (ανωτέρω) και Θεμιστοκλέους κ.α.v. Σιαμμά (2010) 1Γ ΑΑΔ 2114). Όπως τονίστηκε στην Οικονομίδης (ανωτέρω), οι μέθοδοι εκτέλεσης δικαστικής απόφασης προδιαγράφονται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 (και δη το άρθρο 14 αυτού), το οποίο δεν περιλαμβάνει τη διαδικασία πτώχευσης.

 

Στην υπόθεση Πετράκη v. Κίμωνος (2006) 1Β Α.Α.Δ 1311, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ο εφεσίβλητος είχε διαπράξει πράξη πτωχεύσεως. Η πράξη πτωχεύσεως συνίστατο στο ότι δεν συμμορφώθηκε με ειδοποίηση πτωχεύσεως η οποία του είχε δεόντως επιδοθεί και η οποία βασιζόταν σε απλήρωτο εξ αποφάσεως χρέος του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα. Το ότι ο εφεσίβλητος αμφισβητούσε το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους, για το οποίο εκδόθηκε απόφαση ερήμην, εναντίον του, δεν είναι σχετικός παράγοντας. Ούτε και το ότι ο εφεσείων επέλεξε να μην χρησιμοποιήσει τη διαδικασία των μηνιαίων δόσεων για την ικανοποίηση της υπέρ του απόφασης, ούτε και το ότι αυτός δεν χρησιμοποίησε τη διαδικασία έκδοσης εντάλματος κινητών εναντίον του εφεσιβλήτου ή τη διαδικασία δέσμευσης των ακινήτων του, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη εις βάρος του εφεσείοντα και να οδηγήσουν το πρωτόδικο δικαστήριο στα προαναφερόμενα συμπεράσματά του αφού οι διαδικασίες αυτές δεν προβλέπονται από τον περί Πτωχεύσεως Νόμο ως προϋπόθεση για καταχώριση αίτησης πτωχεύσεως.

[…]

Το όλο θέμα είναι θέμα γεγονότων. Εκεί όπου δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου αιτητή-πιστωτή και εις βάρος του χρεώστη και των άλλων πιστωτών του, αίτηση εκδόσεως διατάγματος παραλαβής δεν θεωρείται ότι γίνεται για παράλληλο και αθέμιτο σκοπό ή κατά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, έστω και αν έχει σαν συνεπαγόμενο αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για τον πιστωτή[10]».

 

Εξετάζοντας την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν εντοπίζονται στοιχεία καταχρηστικής ή εκβιαστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση. Ούτε εντοπίζονται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει δόλια συμπεριφορά εκ μέρους αυτής ή συμπεριφορά η οποία να τείνει στην αθέμιτη εξασφάλιση χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελός της και εις βάρος της Αιτήτριας ή άλλων πιστωτών. Εν προκειμένω, η επιλογή της Καθ’ ης η Αίτηση να επιδιώξει την προώθηση της διαδικασίας πτώχευσης της Αιτήτριας και να μην προχωρήσει σε μέτρα εκτέλεσης της Δικαστικής Απόφασης, δεν συνιστά, αφ’ εαυτής, μεμπτή ή καταχρηστική συμπεριφορά. Ο περί Πτωχεύσεως Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί, δεν επιβάλλουν στον πιστωτή οποιαδήποτε υποχρέωση να εξαντλήσει όλα τα δυνατά μέτρα εκτέλεσης, προτού τροχιοδρομήσει διαδικασία πτώχευσης εναντίον του εξ αποφάσεως οφειλέτη. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Μερκής v. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 788σε σχέση με ισχυριζόμενη κατάχρηση, με αναφορά στην υπόθεση London Clubs v. Παπαδόπουλου (2002) 1 ΑΑΔ 1699 «Δεν ασκείται έλεγχος εσωτερικών ελατηρίων και δεν είναι με αναφορά σε τέτοια αλλά στον τρόπο χρησιμοποίησης των διαδικασιών που παραπέμπει η πιο πάνω απόφαση».

 

Η δε θέση της Αιτήτριας ότι η πτωχευτική διαδικασία προωθείται εναντίον της κακόπιστα και καταχρηστικά από την Καθ’ ης η Αίτηση με σκοπό την είσπραξη του λαβείν της, ενώ η ίδια (η Καθ’ ης η Αίτηση) αναιτιολόγητα δεν συμμορφώθηκε μέχρι σήμερα με το μέρος της Δικαστικής Απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Αιτήτριας προς αυτήν, δεν υποστηρίζεται από την ενώπιον μου μαρτυρία. Από το λεκτικό της Δικαστικής Απόφασης, δεν προκύπτει ότι το μέρος της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση είναι αλληλένδετο με το μέρος της απόφασης που διατάσσει την Αιτήτρια να της καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος. Οι δύο αποφάσεις είναι ξεχωριστές και δεν αποτελεί προϋπόθεση στην Δικαστική Απόφαση ότι το εξ αποφάσεως χρέος θα καταβληθεί στην Καθ’ ης η Αίτηση ταυτόχρονα με την μεταβίβαση προς την Αιτήτρια των επίδικων ακινήτων. Είναι η ίδια η Αιτήτρια που συνδέει τα δύο, χωρίς όμως, επαναλαμβάνω, κάτι τέτοιο να αποτελεί μέρος της Δικαστικής Απόφασης. Επομένως, το γεγονός και μόνο ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν συμμορφώθηκε με το μέρος της Δικαστικής Απόφασης που την αφορά και παρά ταύτα προωθεί την παρούσα πτωχευτική διαδικασία εναντίον της Αιτήτριας, δεν συνιστά από μόνο του κατάχρηση της διαδικασίας, ούτε δεικνύει ότι τούτη η διαδικασία προωθείται εκ μέρους της για αλλότρια κίνητρα.

 

Σε ότι δε αφορά τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί του ότι η Καθ’ ης η Αίτηση εξέδωσε την Ειδοποίηση Πτώχευσης, με σκοπό να την εμποδίσει από του να προωθήσει την έφεση της εναντίον της Δικαστικής Απόφασης, τούτοι παρέμειναν παντελώς γενικοί και αόριστοι. Η εν λόγω έφεση, ως και η ίδια η Αιτήτρια αναφέρει, έχει καταχωρηθεί από το έτος 2015. Αν ο σκοπός της Καθ’ ης η Αίτηση ήταν αυτός που επικαλείται η Αιτήτρια, το λογικό θα ήταν ότι θα προωθούσε τη διαδικασία της Ειδοποίησης Πτώχευσης προηγουμένως.

 

Τέλος, τα όσα προβάλλονται, μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι η τελευταία έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος της, αναμφίβολα δεν αποτελούν μαρτυρία ενώπιον μου και επομένως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν ως προς την όποια ικανότητα της να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της. Είναι πάγια νομολογημένο ότι η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. Στέλιος Δημητρίου v. Κυπριακή Δημοκρατία (1998) 4 ΑΑΔ 719).

 

Ως εκ τούτου, ο πιο πάνω λόγος παραμερισμού της Ειδοποίησης Πτώχευσης, κρίνεται αβάσιμος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η Αιτήτρια έχει αποτύχει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υφίσταται οιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε τον παραμερισμό ή την ακύρωση της Ειδοποίησης Πτώχευσης.

 

Κρίνω περαιτέρω, ότι η Ειδοποίηση Πτώχευσης έχει καλώς εκδοθεί. Η πράξη πτώχευσης θεωρείται ότι διαπράττεται με την έκδοση της παρούσας απόφασης.

 

Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση/ Πιστωτή και εις βάρος της Αιτήτριας/ Χρεώστιδας, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

   

 

(Υπογρ.)…………………………..

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Η οποία αποτελεί το Τεκμήριο Α στην αίτηση για έκδοση Ειδοποίησης Πτώχευσης.

[2] Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση φέρει ημερ. 10.3.2023.

[3] Βλ. μεταξύ άλλων, Stavros Hotels Apartments κ.α. (Αρ. 2) (1994) 1 ΑΑΔ 836.

[4] Βλ. Κανονισμό 40(2) των Πτωχευτικών Κανονισμών.

[5] Ζήτημα και ισχυρισμοί οι οποίοι θα εξεταστούν κατωτέρω στην παρούσα Απόφαση.

[6] (βλ. William's Law and Practice in Bankruptcy, 18η έκδοση, σελ.44 και Καν.188 των Πτωχευτικών Κανονισμών, που προβλέπει ότι για θέματα που δεν προνοούν οι Πτωχευτικοί Κανονισμοί εφαρμόζονται ανάλογα οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί). 

[7] Το άρθρο 102(1) του Κεφ. 5 προνοεί τα εξής: «Καμιά πτωχευτική διαδικασία δεν ακυρώνεται εξαιτίας τυπικού ελαττώματος ή αντικανονικότητας, εκτός αν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε ένσταση εναντίον της διαδικασίας είναι της γνώμης ότι προκλήθηκε από το ελάττωμα ή την αντικανονικότητα ουσιαστική αδικία και ότι η αδικία δεν δύναται να θεραπευτεί από οποιοδήποτε διάταγμα του Δικαστηρίου εκείνου».

[8] Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.

[9] Βλ. παράγραφο 18 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση. Σχετικό είναι και το Τεκμήριο 3 που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση.

[10] Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο