ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1379/2020

 

SEA AMAZON SHIPPING LIMITED

Ενάγουσα

-και-

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

 

Εναγόμενη

Ημερομηνία: 29 Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια-Εναγόμενη: κ. Μ. Νικολάου για Τάσσο Παπαδόπουλο & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για την Καθ’ ης η Αίτηση-Ενάγουσα: κα. Σπηλιωτοπούλου για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(στην αίτηση ημερ. 13.10.2022 για εκδίκαση προδικαστικής ένστασης)

 

Με το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Ενάγουσας, αυτή επιζητεί εναντίον της Εναγόμενης, αποζημιώσεις ύψους €59.885 για τις ζημίες που υπέστη ένεκα, μεταξύ άλλων, κατ’ ισχυρισμόν παράβασης συμφωνίας μεταξύ της τελευταίας και της εταιρείας Mediterranean Car-Carriers Line SA (στο εξής η «πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία») και/ή της Ενάγουσας και/ή λόγω αμέλειας και/ή παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας που όφειλε η Εναγόμενη προς την Ενάγουσα και/ή την πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία.

 

Συνοπτικά, είναι η δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας ότι αυτή είναι ιδιοκτήτρια του εμπορικού φορτηγού πλοίου επ’ ονόματι M/V SEA AMAZON (στο εξής «το πλοίο»), το οποίο διαχειρίζεται η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία από το 2010 μέχρι και σήμερα, με την τελευταία να είναι πελάτης της Εναγόμενης και να διατηρούσε σε αυτήν, μεταξύ άλλων, τραπεζικό λογαριασμό με συγκεκριμένο αριθμό[1] (στο εξής «ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός»). Ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός, κατά την Ενάγουσα, διατηρείτο στην Εναγόμενη, μεταξύ άλλων, προς όφελος της πρώτης, αφού μέσω αυτού πληρώνονταν τα τρέχοντα έξοδα του πλοίου και κατατίθεντο τα ναύλα αυτού. Είναι δε η θέση της ότι η Εναγόμενη γνώριζε ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας και ότι ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός (μεταξύ άλλων) τηρείτο προς όφελος της Ενάγουσας και του πλοίου. Πάντα, κατά τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της, στα πλαίσια της πιο πάνω συνεργασίας με την Εναγόμενη, στις 17.1.2023, η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία έδωσε εντολή στην Εναγόμενη, για λογαριασμό της Ενάγουσας, για την πληρωμή του ποσού των €15.478,21 (στο εξής «η επίδικη τραπεζική εντολή») στον λογαριασμό των NICOLAS FRERES SAS (στο εξής «NICOLAS»), το οποίο ποσό αφορούσε την εξόφληση του τιμολογίου με αρ. 002/2020 (στο εξής «το επίδικο τιμολόγιο») για την εκφόρτωση, από τους NICOLAS, 407 οχημάτων από το πλοίο, στο λιμάνι της Τουλόν, στην Γαλλία. Αποτελεί επίσης δικογραφημένο ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι επειδή η αμοιβή των NICOLAS δεν είχε καταβληθεί εγκαίρως, λόγω του ότι η επίδικη τραπεζική εντολή δεν είχε εκτελεστεί από την Εναγόμενη πριν την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι της Τουλόν, η εκφόρτωση του πλοίου δεν πραγματοποιήθηκε κατά την εν λόγω άφιξη του. Είναι η συναφής της θέση ότι ένεκα της μη έγκαιρης εκτέλεσης της επίδικης τραπεζικής εντολής από την Εναγόμενη, η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία, για λογαριασμό της Ενάγουσας, αναγκάστηκε να εκτελέσει νέα τραπεζική εντολή, στις 24.1.2020, για την πληρωμή του πιο πάνω ποσού (€15.478,21) στους NICOLAS, μέσω άλλου τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε σε άλλη τράπεζα. Η δε Εναγόμενη, εν τέλει, εκτέλεσε, στις 28.1.2020, την επίδικη τραπεζική εντολή, ενώ το πλοίο είχε ήδη εκφορτωθεί και η αμοιβή της NICOLAS είχε καταβληθεί σε αυτούς μέσω του άλλου τραπεζικού λογαριασμού. Είναι ο ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι η Εναγόμενη κατά παράβαση της συμφωνίας της με την πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία και/ή με την Ενάγουσα δεν προέβη στην εκτέλεση της επίδικης τραπεζικής εντολής, παρά το ότι της είχαν καταβληθεί όλα τα σχετικά τέλη και χρεώσεις για να γίνει η επίδικη μεταφορά χρημάτων την ίδια μέρα, με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να υποστεί ζημία ύψους €59.885, εφόσον λόγω των ενεργειών και/ή παραλείψεων της Εναγόμενης, η εκφόρτωση του πλοίου καθυστέρησε για 1,5 μέρα. Διαζευκτικά, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη την λόγω ζημία λόγω της αμέλειας και/ή της παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας που όφειλε η Εναγόμενη στην Ενάγουσα και/ή στην πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία.

 

Στη Υπεράσπιση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης, τούτη απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, πλην του ισχυρισμού ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία ήταν η διαχειρίστρια του πλοίου, ενώ ισχυρίζεται ότι οποιαδήποτε πελατειακή και/ή συμβατική σχέση είχε, τούτη ήταν μόνο με την πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία, η οποία ήταν η δικαιούχος του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού. Εγείρει δε και προδικαστική ένσταση ότι «η Ενάγουσα δεν διατηρεί οποιονδήποτε αγώγιμο δικαίωμα σε βάρος της Εναγόμενης ή/και δεν έχει αποκαλυφθεί ή/και αναδειχθεί οποιαδήποτε αιτία αγωγής εναντίον της Εναγόμενης από την Ενάγουσα ή/και η παρούσα δικαστική διαδικασία εγείρεται ή/και προωθείται από λανθασμένο νομικό πρόσωπο ή/και από πρόσωπο που δεν έχει οποιανδήποτε σχέση με την Εναγόμενη και ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της από μέρους της Ενάγουσας σε βάρος της Εναγόμενης» [2].

 

Ακολούθως, η Ενάγουσα καταχώρησε Απάντηση στην Υπεράσπιση, στα πλαίσια της οποίας ουσιαστικά αρνείται τους ισχυρισμούς που η Εναγόμενη προβάλλει στην Υπεράσπιση της, ενώ σε ότι αφορά την προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την τελευταία, ισχυρίζεται ότι τούτη είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, αφού, μεταξύ άλλων, η Εναγόμενη καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους γνώριζε ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας, καθώς ο τραπεζικός λογαριασμός που τηρείτο από την πρώτη χρησιμοποιείτο αποκλειστικά προς όφελος της τελευταίας.

 

Η πορεία της παρούσας αγωγής, προκύπτει από τον δικαστικό φάκελο και δεν προτίθεμαι να την παραθέσω για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Αρκεί απλά να σημειώσω ότι μετά το κλείσιμο των δικογράφων και δη κατά το στάδιο των οδηγιών που προβλέπεται από την Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η Εναγόμενη-Αιτήτρια (στο εξής «η Εναγόμενη»), καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση, με την οποία επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την προδικαστική εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης που εγείρει στην Υπεράσπιση της.

 

Η υπό κρίση Αίτηση και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στην Δ.27 θ. 1-3, Δ.48 θ. 1-3, 7 και 9 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Σε ότι αφορά τα γεγονότα επί των οποίων αυτή εδράζεται, τούτα προκύπτουν από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της κας Λ. Μαραγκού, η οποία είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη (στο εξής «η ομνύουσα στην Αίτηση»), και η οποία, ως αναφέρει, γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης τόσο από ενημέρωση που έλαβε από τους δικηγόρους που χειρίζονται αυτή, όσο και από μελέτη του φακέλου της υπόθεσης, ενώ είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Εναγόμενη να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση.

 

Εν πολλοίς, η ομνύουσα στην Αίτηση αναφέρει ότι η Εναγόμενη, με την προδικαστική ένσταση που εγείρει στην Υπεράσπιση της, θέτει υπό σφοδρή αμφισβήτηση την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος εκ μέρους της Ενάγουσας εναντίον της. Είναι δε η θέση της ότι ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός ανήκει στην πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία, ότι είναι αυτή που έδωσε την επίδικη τραπεζική εντολή στην Εναγόμενη και ότι η Ενάγουσα δεν ήταν ποτέ δικαιούχος του εν λόγω τραπεζικού λογαριασμού. Ισχυρίζεται, επομένως, η ομνύουσα στην Αίτηση ότι το μόνο πρόσωπο που διατηρούσε συμβατική σχέση με την Εναγόμενη ήταν η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία και όχι η Ενάγουσα. Επισυνάπτει δε προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, το Τεκμήριο 1[3] (αντίγραφο κατάστασης του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα της πλοιοδιαχειρίστριας εταιρείας) και το Τεκμήριο 2[4] (αντίγραφο της επίδικης τραπεζικής εντολής). Είναι η θέση της ομνύουσας στην Αίτηση ότι, με δεδομένο και αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός ανήκει στην πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία και ότι η επίδικη τραπεζική εντολή δόθηκε από αυτήν, ακόμη κι αν ήθελε προκύψει ότι η Εναγόμενη παρέβηκε οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας (πράγμα που εν πάση περιπτώσει απορρίπτει), τέτοιο καθήκον (η Εναγόμενη) υπείχε μόνο έναντι της πλοιοδιαχειρίστριας εταιρείας και όχι έναντι της Ενάγουσας, εφόσον με την τελευταία δεν διατηρούσε οποιαδήποτε σχέση, είτε συμβατική είτε πελατειακή, στη βάση της οποίας θα μπορούσε να της προκαλέσει οποιαδήποτε ζημιά. Συνεπώς, ισχυρίζεται η ομνύουσα στην Αίτηση, η Ενάγουσα λανθασμένα ήγειρε και προωθεί την παρούσα αγωγή εναντίον της, η οποία δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας εναντίον της, εφόσον αν κάποιος δικαιούτο να καταχωρήσει την παρούσα αγωγή, αυτή είναι μόνο η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία. Αποτελεί, τέλος, θέση της ότι, η εξέταση της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος εκ μέρους της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης, είναι ζήτημα αμιγώς νομικό, το οποίο μπορεί να διαπιστωθεί από αυτό το στάδιο, χωρίς να χρειάζεται να οδηγηθεί η αγωγή σε ακρόαση και για αυτό το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, καθότι με την εκδίκαση και ενδεχόμενη επιτυχία της εν λόγω προδικαστικής ένστασης, η Εναγόμενη θα απαλλαγεί από μία δικαστική διαδικασία η οποία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει

 

Η Ενάγουσα-Καθ’ ης η Αίτηση (στο εξής «η Ενάγουσα») καταχώρησε Ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης στην υπό κρίση Αίτηση (στο εξής «η Ένσταση»), στην οποία προβάλλονται συνολικά 17 λόγοι ένστασης. Τούτοι, κατά το στάδιο της ακρόασης της υπό κρίση Αίτησης, περιορίστηκαν από τη συνήγορο της στους υπ’ αριθμόν 1, 2, 3, 4, 6, 7, 8, 11, 12 και 15 λόγους ένστασης[5]. Τούτοι, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ότι: (α) η υπό κρίση Αίτηση είναι νομικά αβάσιμη, λανθασμένη, παράτυπη και/ή πάσχει νομικά καθότι στερείται νομικού υπόβαθρου, (β) με την υπό κρίση Αίτηση, η Εναγόμενη επιδιώκει την έκδοση διατάγματος για διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας εύλογης αιτίας αγωγής, εντούτοις τούτη συνοδεύεται από ένορκη δήλωση και ως εκ τούτου η διερεύνηση τέτοιου αιτήματος επεκτείνεται πέραν της εξέτασης των δικογράφων, (γ) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, (δ) η προδικαστική ένσταση απαιτεί εκτεταμένη εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων, επιχειρηματολογία, περίσκεψη και ισοδυναμεί με ανεπίτρεπτη υπό τις περιστάσεις πρόωρη εκδίκαση της υπόθεσης, καθότι τα γεγονότα όπως εμφαίνονται στα δικόγραφα δεν είναι ικανά να δώσουν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο, (ε) το Δικαστήριο με την υπό κρίση Αίτηση καλείται να εκδικάσει και να αποφασίσει επί αμφισβητούμενων γεγονότων και περίπλοκων νομικών ζητημάτων για τα οποία απαιτείται παράθεση μαρτυρίας, (στ) τα νομικά ζητήματα της παρούσας αγωγής πρέπει να εκδικαστούν και να αποφασιστούν σε πλήρη ακροαματική διαδικασία, κατά την οποία θα δοθεί πρόσθετο φως στα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η παρούσα αγωγή με μαρτυρία, (ζ) η προδικαστική ένσταση δεν αφορά αμιγώς νομικά ζητήματα, (η) η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης δεν αποκρυσταλλώνεται σε αμιγώ νομικό ζήτημα.

 

Την Ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της κας Μ. Γεωργίου (στο εξής «η ομνύουσα στην Ένσταση»), η οποία, ως αναφέρει, είναι δικηγόρος η οποία εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα στην πιο πάνω αγωγή, γνωρίζει πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης από μελέτη του φακέλου αυτής, ως επίσης και από πληροφορίες που έλαβε από την Ενάγουσα, ενώ είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από αυτήν να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση. Μέσω της ένορκης της δήλωσης, η ομνύουσα στην Ένσταση, στην ουσία, επαναλαμβάνει, πλέον όμως πιο λεπτομερώς και με επιχειρήματα, τους λόγους ένστασης της Ενάγουσας. Είναι, επίσης, η θέση της ομνύουσας στην Ένσταση ότι περί το 2019, η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία, προσκόμισε στην Εναγόμενη, έγγραφο από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής της Ελλάδας, στο οποίο αναγράφεται ότι η πλοιοκτήτρια του πλοίου είναι η Ενάγουσα και ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία διαχειρίζεται, μεταξύ άλλων, και το εν λόγω πλοίο[6]. Ισχυρίζεται, επομένως, ότι η Εναγόμενη, στις 17.1.2020, γνώριζε ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας (η οποία ήταν η ιδιοκτήτρια του πλοίου) αναφορικά με την διαχείριση του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού και ότι η Ενάγουσα ήταν η δικαιούχος αυτού. Περαιτέρω, αναφέρει ότι σκοπός της επίδικης τραπεζικής εντολής ήταν η εξόφληση του επίδικου τιμολογίου, πράγμα που η Εναγόμενη γνώριζε, εφόσον υπάλληλος της πλοιοδιαχειρίστριας εταιρείας, η οποία συνομιλούσε μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας με υπάλληλο της Εναγόμενης[7], απέστειλε κατόπιν απαίτησης της τελευταίας διάφορες πληροφορίες και στοιχεία αναφορικά με την επίδικη τραπεζική εντολή, μεταξύ των οποίων ήταν και το επίδικο τιμολόγιο[8], από το οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι τούτο εκδόθηκε στο όνομα της Ενάγουσας, ενώ αναγράφεται και η σημείωση «C/O[9] MEDITERRANEEAN CAR-CARRIERS LINE». Συνεπώς, είναι η θέση της ομνύουσας στην Ένσταση ότι, η Εναγόμενη γνώριζε και/ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία, επ’ ονόματι της οποίας διατηρείτο ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας και επομένως ότι τούτος διατηρείτο προς όφελος της τελευταίας, η οποία ήταν και η δικαιούχος αυτού.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του, και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Νομική Πτυχή

 

Ως προανέφερα, η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στην Δ.27, θ. 1-3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προβλέπει τα εξής:

 

«1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.

2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.

3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

 

Από το λεκτικό της Δ.27, προκύπτει ότι η προδικαστική εξέταση νομικού σημείου εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, ασκείται βάσει των αρχών που έχουν νομολογιακά τεθεί.

 

Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για εκδίκαση προδικαστικού σημείου στη βάση της Δ.27, καταγράφηκαν σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Papamichael v. Haholiades (1970) 1 C.L.R. 306, Malachtou v. Armefti and another (1984) 1 C.L.R. 548Χαραλάμπους ν. Σόλωνος (1994) 1 ΑΑΔ 716Χρίστος Χατζηπαύλου και Υιοί Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1(Δ) ΑΑΔ 2046Karic Banka D.D. v. Χαρίλαος Αποστολίδης & Σία Λτδ (2001) 1(Α) ΑΑΔ 530Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.α. ν. Alpha Bank Ltd (2003) 1(B) ΑΑΔ 990, Σάββα ν. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2009) 1(Β) ΑΑΔ 1609).

 

Στην υπόθεση Ιωάννης Νικόλα Χ"Οικονόμου v. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949, κωδικοποιήθηκαν οι αρχές που καθορίζουν τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στη βάση τη Δ.27, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

 

(α) Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται.

 

(β) Η αίτηση πρέπει να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions). 

 

(γ) Η έκδοση διαταγής για εκδίκαση προδικαστικώς νομικού σημείου γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής. 

 

(δ) Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Όπου τα γεγονότα, ως αυτά εκτίθενται στις έγγραφες προτάσεις, είναι ικανά να δώσουν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο, τότε το Δικαστήριο υιοθετεί την διαδικασία της προδικαστικής επίλυσης. Σε περίπτωση όπου χρειάζεται, όμως, να δοθεί πρόσθετο φως στα γεγονότα με μαρτυρία, είναι ορθότερο όπως η υπόθεση προχωρήσει σε δίκη σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.33. Μόνο καθαρά νομικά ζητήματα μπορούν να τύχουν εξέτασης δυνάμει της Δ.27, θ. 1, τα οποία θα είναι καθοριστικά της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων. Σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ.229, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία η οποία διέπει τον καθορισμό και την επίλυση θέματος βάσει της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. μεταξύ άλλων, Western S.S. Co v. Amaral Sutherland & Co. (1914) 3 K.B. 55, Windsor Refrigerator Co. Ltd v. Branch Nominees Ltd (1961) Ch. 375Isaacs & Sons Ltd v. Cook (1925)2 K.B. 886, Anderson v. Midland Railway (1902)1 Ch. 374Papamichael v. Haholiades (1970) 1 C.L.R. 306Μalachtou v. Armefti & Another  (1984)1 C.L.R. 548). Ό,τι προκύπτει από τη νομολογία, είναι ότι η επίλυση θέματος προδικαστικά και, γενικότερα, η επίλυση θέματος έξω από το πλαίσιο της δίκης - το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση των γεγονότων και τον καθορισμό των δικαϊκών τους συνεπειών - αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, προσφυγή στο οποίο δικαιολογείται μόνο εφόσον τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά. Δικαιολογείται, συνεπώς, η επίκληση της Δ.27 εφόσον το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τα γεγονότα, άλλωστε, τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι, όπως υποδεικνύεται στη Sevegep Ltd v. United Sea Transport Ltd & Another (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729 εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση, και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαιτήσεως». 

 

Στην υπόθεση Hambou v. Thoma (1987) 1 CLR 379, αναφέρθηκε ότι σκοπός της Δ.27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων σε υποθέσεις όπου η προδικαστική επίλυση νομικού σημείου μπορεί να οδηγήσει σε επίλυση της ουσίας της υπόθεσης ή ενός σημαντικού ζητήματος και συνεπώς να μην χρειαστεί η προσκόμιση μαρτυρίας σε οποιαδήποτε πραγματικά ζητήματα.

 

Επίσης, στην Malachtou v. Armefti and another (1984) 1 CLR 548, τονίστηκε, μεταξύ άλλων ότι με βάση τη Δ.27 θ.1, αποφασίζονται αμιγώς νομικά θέματα όταν μια τέτοια απόφαση θα είναι καθοριστική για την τύχη της διαδικασίας μεταξύ των μερών, υπό τον όρο όμως ότι το πραγματικό υπόβαθρο δεν βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Προκύπτει, επομένως, ότι η εκδίκαση προκαταρκτικών νομικών σημείων γίνεται μόνο στη βάση παραδεκτού πραγματικού υπόβαθρου. 

 

Τέλος, στην υπόθεση Κυριάκος Σάββα  v Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ.609, λέχθηκε ότι:

 

".. Όπως αναφέρθηκε στην Χ'Οικονόμου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 A.A.Δ.949, διαταγή δυνάμει της Δ.27, θ.1 για εκδίκαση προδικαστικού νομικού σημείου εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στην περίπτωση σημείου που το εγειρόμενο θέμα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου θα πρέπει να αποφασίζεται κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Η παρούσα περίπτωση κατά την άποψη μας δεν ήταν καθαρή περίπτωση."

 

   

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Καθοδηγούμενη από τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές που έχει θέσει η νομολογία επί του ζητήματος, έχω εξετάσει με τη μέγιστη προσοχή τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στα δικόγραφα των διαδίκων, σε συνδυασμό πάντοτε με τις θέσεις και τους ισχυρισμούς που η κάθε πλευρά προβάλλει στην αγόρευση της, χωρίς βεβαίως να παραβλέπω τα όσα έχουν τεθεί στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τόσο την υπό κρίση Αίτηση όσο και την Ένσταση. Είναι στη βάση αυτών που προχωρώ να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση.

 

Επισημαίνω ότι το τι εξετάζεται στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης, είναι μόνο το κατά πόσο η εγειρόμενη στην Υπεράσπιση, προδικαστική ένσταση, θα πρέπει να αποφασιστεί πριν την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης και όχι το βάσιμο ή μη της εν λόγω προδικαστικής ένστασης. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αναφορά εκ μέρους των διαδίκων, η οποία έχει ως αντικείμενο την ουσία της εν λόγω προδικαστικής ένστασης, δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας απόφασης.

 

Προτού προχωρήσω, κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να σημειώσω το εξής. Είναι εμφανές από τη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης, ότι τούτη εδράζεται στο σύνολο των κανονισμών της Δ.27. Παρά το ότι τόσο στη βάση της Δ.27 θ. 1 και 2, όσο και στη βάση της Δ.27 θ. 3, η αγωγή δύναται να οδηγηθεί σε απόρριψη, εντούτοις με την Δ.27 θ. 1 και 2 εκείνο που σκοπείται είναι η προδικαστική εκδίκαση αμιγώς νομικού σημείου που καθορίζει ουσιωδώς την έκβαση της αγωγής ή μέρος αυτής, ενώ με την Δ.27 θ. 3, σκοπείται η διαγραφή δικογράφου για το λόγο ότι τούτο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία αγωγής ή ότι είναι ενοχλητική και/ή κακόπιστη. Ως λέχθηκε από τον Έντιμο αδελφό Δικαστή κ. Παντελή στην Αγωγή 5638/15, G. Alexandrou Construction Ltd v. Ιωσήφ Γιαλλούρη κ.α. (απόφαση ημερ. 15.4.2022), το οποίο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη και το οποίο υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας: «Κοινό σημείο των εν λόγω κανονισμών είναι πως και οι δυο (Δ.27 κκ 2 και 3) δύνανται να οδηγήσουν την αγωγή σε απόρριψη. Εντούτοις άλλη είναι η οδός που ακολουθεί ο κ.2 και άλλη εκείνη που ακολουθεί ο κ.3 της Δ.27. Οι δε διαφορές τους είναι τόσο ουσιαστικές όσο και δικονομικές. Για παράδειγμα. ο κ.3 της Δ.27 δεν εδράζεται σε γεγονότα, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, εξου και η αίτηση που υποβάλλεται δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση και η διερεύνηση τέτοιου αιτήματος δεν εξικνείται πέραν της εξέτασης του σχετικού δικογράφου. Για του λόγου το ασφαλές υποδεικνύεται πως ο κ.3 της Δ.27 εντοπίζεται στην παράγραφο (ο) του κ.9 της Δ.48, όπου παρατίθενται οι αιτήσεις που εκδίδονται δια κλήσεως αλλά δεν συνοδεύονται από ένορκη δήλωση. Εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο για τον κ.2 της Δ.27, γεγονός το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αίτημα τέτοιας φύσης δεν μπορεί να υποβληθεί άνευ ενόρκου δηλώσεως»[10].

 

Το γεγονός ότι η υπό κρίση Αίτηση στηρίζεται στο σύνολο των κανονισμών της Δ.27, εν προκειμένω δημιουργεί την εξής σύγχυση. Ενώ με την υπό κρίση Αίτηση, η Εναγόμενη επιζητεί διάταγμα για την προδικαστική εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης που εγείρει στην Υπεράσπιση της (αίτημα το οποίο εξετάζεται στη βάση της Δ.27 θ. 1 και 2), ανάγνωση του λεκτικού της εν λόγω προδικαστικής ένστασης δεικνύει ότι με αυτήν, στην ουσία, η Εναγόμενη επιζητεί την απόρριψη της αγωγής στη βάση του ότι αυτή δεν αποκαλύπτει αιτία αγωγής εναντίον της, εφόσον τούτη εγείρεται από λανθασμένο νομικό πρόσωπο και/ή πρόσωπο με το οποίο η Εναγόμενη δεν είχε οποιαδήποτε σχέση (αίτημα το οποίο εξετάζεται στη βάση της Δ.27 θ. 3).

 

Είναι στη βάση των πιο πάνω, που η Ενάγουσα προβάλλει και σχετικό λόγο ένστασης και ισχυρίζεται ότι αν η υπό κρίση Αίτηση ήθελε κριθεί ότι εδράζεται στην Δ.27 θ. 3, τούτη είναι δικονομικά λανθασμένη εφόσον συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, με αποτέλεσμα η διερεύνηση του κατά πόσο υπάρχει εύλογη αιτία αγωγής εναντίον της Εναγόμενης να επεκτείνεται πέραν της εξέτασης των δικογράφων.

 

Σημειώνω ότι έχει νομολογιακά κριθεί ότι αναφορικά με το ζήτημα της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος ή εύλογης αιτίας αγωγής, η δικανική κρίση ασκείται στη βάση των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης, χωρίς να τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας (Οverseas Shipping & Forwarding Co v. Kappa Shipping Co Ltd & others (1977) 1 C.L.R. 248, Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50, In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246). Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο αν οι ισχυρισμοί της έκθεσης απαίτησης αποδειχθούν, τούτοι αποτελούν παραδεκτή νομική βάση για τις επιδιωκόμενες θεραπείες ή για κάποιες εξ' αυτών. Στην περίπτωση που η απάντηση είναι αρνητική, τότε η διαδικασία θα πρέπει να τερματιστεί. Εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής ή έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο, επιβάλλει τη διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή, όσο κι αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη (Costas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as executor of the will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 C.L.R 176, Michael Papamichael v. Clitos Chaholiades (1970) 1 C.L.R. 305). Όπως δε προκύπτει από τη Δ.27 θ.3, η εξουσία του Δικαστηρίου, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να αναστείλει ή να απορρίψει μία αγωγή, αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο και θα πρέπει να ασκείται με φειδώ (βλ. μεταξύ άλλων, In Re Pelmaco Development Ltd (ανωτέρω) και Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Nada Terzian και τώρα Παναγιώτου κ.α., Πολιτική Έφεση 151/10, ημερ. 7/3/14).

 

Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι μόνο σε απλές και ξεκάθαρες περιπτώσεις δύναται το Δικαστήριο να διατάξει διαγραφή της αγωγής για το λόγο ότι δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα ή ότι η διαδικασία είναι κακόπιστη ή ενοχλητική.

 

Στρεφόμενη τώρα στο ζήτημα που εδώ ανακύπτει λόγω της συμπερίληψης του συνόλου των κανονισμών της Δ.27 στη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης, στην προκειμένη περίπτωση, εκείνο που επιζητεί η Εναγόμενη, με το διατακτικό της υπό κρίση Αίτησης της, δεν είναι η διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας εύλογης αιτίας αγωγής εναντίον της, αλλά την εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης που εγείρει στην Υπεράσπιση της, ήτοι ότι η Ενάγουσα δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, εφόσον αυτή δεν έχει καμία σχέση με την Εναγόμενη, ώστε, αν ήθελε κριθεί ότι η εν λόγω θέση ευσταθεί, η αγωγή να απορριφθεί ως μη αποκαλύπτουσα εύλογη αιτία. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι το σύνολο της νομολογίας που η Εναγόμενη επικαλείται στην αγόρευση της, δεν έχει να κάνει με την διαγραφή της αγωγής λόγω του ότι δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, αλλά με την εκδίκαση νομικού σημείου στη βάση της Δ.27 θ. 1 και 2, εξού και η υπό κρίση Αίτηση της συνοδεύεται από ένορκη δήλωση. Συνεπώς, στη βάση των ανωτέρω, η υπό κρίση Αίτηση θα αντιμετωπιστεί ως αίτηση με την οποία επιζητείται η προδικαστική εκδίκαση του προδικαστικού σημείου που εγείρει η Εναγόμενη στην Υπεράσπιση της και το Δικαστήριο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να εγκρίνει ή απορρίψει τούτη, αφού διαπιστώσει κατά πόσο, εν προκειμένω, αποκρυσταλλώνεται αμιγώς νομικό θέμα και κατά πόσο υπάρχει το πλαίσιο παραδεκτών και αδιαμφισβήτητων γεγονότων που επιτρέπουν την εκδίκαση του εν λόγω προδικαστικού σημείου.

 

Ενόψει των όσων αναφέρω ανωτέρω, οι όποιοι ισχυρισμοί προβάλλονται εκ μέρους της Ενάγουσας ότι η υπό κρίση Αίτηση, αφ’ ης στιγμής συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, είναι δικονομικά λανθασμένη και θα πρέπει να απορριφθεί, δεν μπορούν να επιτύχουν, εφόσον η υπό κρίση Αίτηση δεν θα αντιμετωπιστεί ως αίτηση στη βάση της Δ.27 θ. 3. Εν πάση όμως περιπτώσει, παρεμφερώς και μόνο αναφέρω ότι, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι η υπό κρίση Αίτηση θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως αίτηση για διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας εύλογης αιτίας αγωγής, το γεγονός και μόνο ότι τούτη συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, δεν θα οδηγούσε στη δίχως άλλο απόρριψη της. Τουναντίον, σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο θα εξέταζε την αίτηση στη βάση της Δ.27 θ.3 μόνο στη βάση του σχετικού δικογράφου και δεν θα επεκτείνετο στην εξέταση οποιωνδήποτε γεγονότων αναφέροντο στις ένορκες δηλώσεις (βλ. In Re Pelmaco Development Ltd (ανωτέρω)).

 

Προχωρώντας τώρα στην εξέταση της ουσίας της υπό κρίση Αίτησης και έχοντας κατά νου τις αρχές όπως κωδικοποιήθηκαν στην υπόθεση Χ’’Οικονόμου (ανωτέρω), σημειώνω πως η υπό κρίση Αίτηση καθορίζει το νομικό σημείο που επιζητείται να εκδικαστεί προδικαστικά, και τούτο αποκρυσταλλώνεται και μέσα από την αγόρευση των συνηγόρων της Εναγόμενης και δεν είναι άλλο από το ότι η Ενάγουσα δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα να εγείρει την παρούσα αγωγή εναντίον της, εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους. Η υπό κρίση Αίτηση υποβλήθηκε μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων και συγκεκριμένα στο στάδιο της Κλήσης για Οδηγίες, το δε νομικό σημείο που η Εναγόμενη εγείρει είναι σοβαρό και καταλυτικό, εφόσον αν ήθελε αποφασιστεί ότι η Ενάγουσα δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εναγόμενης, τούτο θα οδηγούσε σε απόρριψη της αγωγής.

 

Αυτό επομένως που μένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για να εξεταστεί το εν λόγω νομικό ζήτημα, προδικαστικά, ή κατά πόσο τα γεγονότα δεν είναι αρκούντος σαφή ή είναι αμφισβητούμενα για να αποφασιστεί τούτο. Σε αυτό το θέμα είναι άλλωστε που περιστρέφονται ουσιαστικά και όλοι οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης της Ενάγουσας, η οποία ισχυρίζεται ότι το νομικό σημείο που η Εναγόμενη εγείρει στην Υπεράσπιση της δεν μπορεί να ακουστεί και να αποφασιστεί προδικαστικά, εφόσον δεν υπάρχει το απαραίτητο παραδεκτό και αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο γεγονότων.

 

Είναι ο ισχυρισμός του συνηγόρου της Εναγόμενης, ως αυτός προβάλλεται μέσω της αγόρευσης του ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζει η Δ.27, εφόσον υπάρχει το απαιτούμενο πλαίσιο αδιαμφισβήτητων γεγονότων για να εκδικαστεί η προδικαστική της ένσταση πριν την ακρόαση της ουσίας της αγωγής. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης. Κατά την άποψη της, τα γεγονότα δεν είναι αδιαμφισβήτητα και/ή κοινώς αποδεκτά, εφόσον υπάρχει διάσταση απόψεων και/ή διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς το κατά πόσο η Ενάγουσα ήταν δικαιούχος του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού, κατά πόσο η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας, ως επίσης και κατά πόσο υπήρχε συμφωνία αντιπροσωπίας μεταξύ της Ενάγουσας και της πλοιοδιαχειρίστριας εταιρείας.

 

Είναι η κρίση μου ότι εν προκειμένω δεν εντοπίζονται και δεν υπάρχουν τα αναγκαία γεγονότα που θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να αποφανθεί προδικαστικώς επί του εν λόγω ζητήματος, ήτοι αναφορικά με το κατά πόσο η Ενάγουσα στερείται αγώγιμου δικαιώματος εναντίον της Εναγόμενης. Και εξηγώ.

 

Κατ’ αρχάς, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη η θέση της συνηγόρου της Ενάγουσας ότι σε καμία περίπτωση τα όσα αναφέρει στην παράγραφο 3 της Απάντησης στην Υπεράσπιση της δεν συνιστούν παραδοχή εκ μέρους της περί του ότι δικαιούχος του επίδικου λογαριασμού ήταν η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία. Τουναντίον, από την παράγραφο 3 της Απάντησης στην Υπεράσπιση, είναι εμφανές ότι εκείνο που ισχυρίζεται η Ενάγουσα είναι ότι η Εναγόμενη γνώριζε ότι η πλοιοδιαχειρίστρια ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πρώτης, καθότι ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός χρησιμοποιείτο προς όφελος της Ενάγουσας και/ή με κύριο σκοπό την πληρωμή των εξόδων του πλοίου το οποίο διαχειριζόταν η πλοιοδιαχειρίστρια προς όφελος της Ενάγουσας.

 

Προκύπτει, επίσης, μέσα από τα δικόγραφα των διαδίκων ότι ενώ η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι μοναδική δικαιούχος του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού ήταν η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία και ότι τούτος (ο λογαριασμός) διατηρείτο προς όφελος της, επισυνάπτοντας στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση τα Τεκμήρια 1 και 2, από την άλλη, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, μεταξύ άλλων, αυτή ήταν η δικαιούχος του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού αλλά και ότι η Εναγόμενη γνώριζε ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία διαχειριζόταν αυτόν προς όφελος της. Στη βάση δε των Τεκμηρίων 1 και 2 (επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση), ισχυρίζεται η Ενάγουσα ότι η Εναγόμενη γνώριζε ότι η πλοιοδιαχειρίστρια εταιρεία ενεργούσε προς όφελος της και ότι η επίδικη τραπεζική εντολή είχε δοθεί προς όφελος της εφόσον το επίδικο τιμολόγιο είχε εκδοθεί στο όνομα της.

 

Πέραν των πιο πάνω, στη βάση της Έκθεσης Απαίτησης, η Ενάγουσα επικαλείται σύμβαση αντιπροσώπου μεταξύ της και της πλοιοδιαχειρίστριας εταιρείας, την οποία η Εναγόμενη αγνοεί και απορρίπτει.

 

Όλα τα πιο πάνω δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμία συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς την ουσία των γεγονότων που οφείλουν να είναι παραδεκτά και αδιαμφισβήτητα ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι κατά πόσο η Ενάγουσα ήταν δικαιούχος του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού, κατά πόσο η Εναγόμενη είχε γνώση ότι τούτος χρησιμοποιείτο προς όφελος της Ενάγουσας, κατά πόσο υπάρχει σύμβαση αντιπροσωπίας μεταξύ Ενάγουσας και πλοιοδιαχειρίστριας εταιρείας και κατά πόσο η Εναγόμενη είχε γνώση ότι η επίδικη τραπεζική εντολή δόθηκε προς όφελος της Ενάγουσας. Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός ήταν στο όνομα της πλοιοδιαχειρίστριας εταιρείας και ότι αυτή έδωσε την επίδικη τραπεζική εντολή, γεγονότα όμως επί των οποίων το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί για να προχωρήσει στην εξέταση του νομικού σημείου που εγείρεται με την προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης, για όλους τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω.

 

Από τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι υπάρχει τέτοια διάσταση ως προς τα γεγονότα που αναπόφευκτα η υπόθεση θα πρέπει να οδηγηθεί σε ακρόαση για να δοθεί περισσότερο φως επ’ αυτών μέσω της ζώσας μαρτυρίας που θα προσφερθεί. Η διάσταση των θέσεων των διαδίκων αναφορικά με τα πιο πάνω ζητήματα σφραγίζει και το αποτέλεσμα της υπό κρίση Αίτησης. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Karik Banka D.D. v. Χαρίλαος Αποστολίδης Σία Λτδ (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 530:

 

«Συμφωνούμε με την πρωτόδικη άποψη ότι, εν προκειμένω, νομικό ζήτημα σε σχέση με αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο κατόπιν πλήρους διακρίβωσης του συνόλου των δεδομένων τα οποία συνέθεταν την περίπτωση και τα οποία δεν υπήρχαν στην ολότητά τους ως σταθερό σημείο αναφοράς σε εκείνο το στάδιο.»

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι η παρούσα δεν είναι κατάλληλη περίπτωση προκειμένου να ακουστεί προδικαστικά το νομικό ζήτημα που εγείρει η Εναγόμενη, αφού το υπόβαθρο των γεγονότων που θα ήταν απαραίτητο προκειμένου να αποφασιστεί, είναι αμφισβητούμενο.

 

Κατάληξη

 

Ως εκ των ανωτέρω, η υπό κρίση Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανέναν λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που θέλει τούτα να ακολούθουν το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας/ Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης/ Αιτήτριας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.

 

 

 

 

(Υπογρ.)…………………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 



[1] Τον αριθμό του οποίου δεν κρίνω σκόπιμο να καταγράψω για σκοπούς της παρούσας απόφασης.

[2] Βλ. παράγραφο 1 της Υπεράσπισης της Εναγόμενης.

[3] Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση.

[4] Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση.

[5] Βλ. πρακτικό Δικαστηρίου ημερ. 13.11.2023. Η δε αρίθμηση είναι ακριβώς αυτή που καταγράφεται στην Ένσταση της Ενάγουσας.

[6] βλ. Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση.

[7] βλ. Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση.

[8] βλ. Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση.

[9] Το οποίο ως αναφέρει η ομνύουσα σημαίνει «care of», δηλαδή υπόψιν.

[10] Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο