ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3762/18

Μεταξύ:

ΛΑΜΠΡΟΥ Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Ενάγοντα

-και-

 

ΣΠΥΡΟΥΛΛΑΣ ΜΑΥΡΟΜΑΤΤΗ

Εναγόμενης

 

 

Ημερομηνία: 8 Ιουλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: αυτοπροσώπως

Για Εναγόμενη: κ. Κ. Καντούνας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ / ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

1.    Με την παρούσα αγωγή του ο Ενάγων αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης «ως οφειλόμενο από την Εναγόμενη αναφορικά με την συμφωνηθείσα αμοιβή του» για δικηγορικές υπηρεσίες που της παρείχε.  Αξιώνει πρόσθετα τόκο προς 6% ετησίως, επί του πιο πάνω ποσού, από τις 28.7.16 και/ή από άλλη ημερομηνία, μέχρι εξόφλησης.

 

2.    Προβάλλει δια της Έκθεσης Απαίτησης του ότι είναι δικηγόρος και ότι κατά ή περί τις 6.7.2012 η Εναγόμενη υπέγραψε στο γραφείο του έγγραφο με τίτλο «Έγγραφο Αναγνώρισης Χρέους και Ανάληψης Υποχρέωσης Πληρωμής», δια του οποίου αναγνώρισε την τότε οφειλή της προς τον Ενάγοντα, για το ποσό των €8,800 πλέον Φ.Π.Α.

 

3.    Το ποσό αυτό αφορούσε, σύμφωνα με τους δικογραφημένους του ισχυρισμούς, «το συμφωνηθέν υπόλοιπο της αμοιβής του» για δικηγορικές υπηρεσίες που παρείχε στην Εναγόμενη στα πλαίσια εκπροσώπησης της σε διαδικασία αίτησης περιουσιακών διαφορών κατά του τέως συζύγου της Εναγόμενης η οποία καταχωρήθηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου («η Αίτηση για Επίλυση Περιουσιακών Διαφορών»). Η εν λόγω διαδικασία κατέληξε στην έκδοση εκ συμφώνου απόφασης με συγκεκριμένο περιεχόμενο («η εκ Συμφώνου Απόφαση»). Συνεχίζει ότι η Εναγόμενη ανέλαβε να εξοφλήσει «την οφειλή της» στον Ενάγοντα εντός εύλογου χρόνου πλην όμως του κατέβαλε το συνολικό ποσό των €700 μόνο, με επτά τμηματικές πληρωμές προς €100 εκάστη.

 

4.    Ως εκ τούτου, επειδή η Εναγόμενη καθυστέρησε υπερβολικά να εξοφλήσει την οφειλή της, ο Ενάγων την κάλεσε να δεσμευτεί εγγράφως για να του καταβάλλει συγκεκριμένη μηνιαία δόση εκ €100, υπό συγκεκριμένους όρους, συμπεριλαμβανομένων και προνοιών για επιβάρυνση με τόκο. Προς τούτο, η Εναγόμενη υπέγραψε με την ελεύθερη συναίνεση της κατά ή περί τις 28.7.2016 στο γραφείο του Ενάγοντα ενώπιον δύο ικανών μαρτύρων, έγγραφο με τον τίτλο «Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου» με το οποίο αναγνώρισε την οφειλή της προς τον Ενάγοντα για το συμφωνηθέν υπόλοιπο της αμοιβής του, ήτοι για το ποσό των €8.100 πλέον Φ.Π.Α. Περαιτέρω με το εν λόγω έγγραφο η Εναγόμενη δεσμεύτηκε να εξοφλήσει την οφειλή της με μηνιαίες δόσεις των €100 εκάστη, από την 1.8.2016 και κάθε 1ην ημέρα κάθε επόμενου μηνός, μέχρι εξόφλησης. Σε περίπτωση δε που παρέλειπε να καταβάλει το ποσό αυτό κατά τις ως άνω ημερομηνίες, συμφώνησε ότι ολόκληρο το ποσό θα καταστεί πληρωτέο και απαιτητό και ότι θα επιβαρυνθεί και τόκους προς 6% ετησίως επί οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού. Η Εναγόμενη παρέλειψε να τηρήσει τα συμφωνηθέντα και κατέβαλε στον Ενάγοντα το συνολικό ποσό των €440 μόνο, έναντι της οφειλής της, με οκτώ τμηματικές πληρωμές.  

 

5.    Η Εναγόμενη δια της Υπεράσπισης της προβάλλει ότι τις 6.7.2012 της δόθηκε προς υπογραφή ένα έγγραφο, χωρίς ωστόσο να της εξηγηθεί τί αφορούσε, αμέσως μετά την έκδοση της Εκ Συμφώνου Απόφασης. Η Εναγόμενη δίχως να έχει πλήρη αντίληψη τι της ζητήθηκε να υπογράψει και ευρισκόμενη σε κατάσταση πανικού και/ή φόβου και/ή σύγχυσης και/ή υπό το καθεστώς εξαναγκασμού υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο. Η Εναγόμενη αρνήθηκε τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι αναγνώρισε και/ή συμφώνησε ότι όφειλε στον ίδιο το ποσό των €8.800 πλέον ΦΠΑ, αφού ουδέποτε υπήρξε συμφωνημένη αμοιβή ως προς τις υπηρεσίες που ο Ενάγων της προσέφερε στα πλαίσια της Αίτησης για Επίλυση Περιουσιακών Διαφορών. Ισχυρίζεται ότι υπήρξε πελάτιδα του Ενάγοντα από το 2006. Κατά καιρούς η ίδια κατέβαλλε διάφορα ποσά έναντι των υποθέσεων για τις οποίες είχε διορίσει τον Ενάγοντα για να την εκπροσωπήσει, χωρίς ωστόσο να της δίνεται απόδειξη και χωρίς να υπάρχει συμφωνία για το συνολικό κόστος και/ή αμοιβή για τις υπηρεσίες του Ενάγοντα, ενώ η ίδια επανειλημμένα ζητούσε από τον ίδιο διευκρινήσεις για τις εκάστοτε χρεώσεις και τι αφορούσαν. Στις 6.7.12 εκδόθηκε η Εκ Συμφώνου Απόφαση με την οποία οι περιουσιακές διαφορές που εκκρεμούσαν μεταξύ αυτής και του τότε συζύγου της επιλύθηκαν οριστικά. Σε σχέση με την υπογραφή του εγγράφου ημερ. 28.7.16, ισχυρίζεται ότι εκείνη την ημέρα, μετά από την ψυχολογική πίεση του Ενάγοντα, μέσω των συνεχών και πιεστικών τηλεφωνημάτων που δεχόταν από τον ίδιο, μετέβηκε στα γραφεία του όπου κατόπιν ψυχικής πίεσης και εξαναγκασμού της δόθηκαν προς υπογραφή αρκετά έγγραφα. Κατά την υπογραφή του τελευταίου εγγράφου μετά από αρκετή επιμονή από τον ίδιο, παρόντες ήταν μόνο ο Ενάγων και η ίδια και ενώπιον της δεν υπέγραψαν το σχετικό έγγραφο μάρτυρες, ως ο ίδιος ισχυρίζεται. Απορρίπτει κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι υπέγραψε το σχετικό έγγραφο με ελεύθερη συναίνεση ισχυριζόμενη ότι ο Ενάγων εξανάγκασε την ίδια να υπογράψει το σχετικό έγγραφο, γνωρίζοντας ότι η αυτή ήταν άνεργη, συντηρείτο από τους γονείς της και ότι αντιμετώπιζε σοβαρό ιατρικό πρόβλημα.

 

ΙI. ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

6.    Προς υποστήριξη της υπόθεσης των διαδίκων εκατέρωθεν, κατέθεσαν οι ίδιοι. Αμφότεροι κατέθεσαν γραπτές δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους οι οποίες σημειώθηκαν ως Έγγραφα Α και Γ, αντίστοιχα. Προς υποστήριξη της υπόθεσης του Ενάγοντα κατέθεσε πρόσθετα και η κα Παναγιώτα Γεωργίου, τέως γραμματέας στο δικηγορικό οίκο του Ενάγοντα, η οποία επίσης κατέθεσε γραπτή δήλωση και σημειώθηκε ως Έγγραφο Β. Ο Ενάγων κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 μέχρι 7 και η Εναγόμενη τα Τεκμήρια 8 και 9.

 

(α)  Σύνοψη μαρτυρίας Ενάγοντα (ΜΕ1)

7.    Ο Ενάγων στα πλαίσια της δήλωσης του επανέλαβε κατ’ ουσίαν τις δικογραφημένες του θέσεις. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 το έγγραφο που τιτλοφορείται «Έγγραφο Αναγνώρισης Χρέους και Ανάληψης Υποχρέωσης Πληρωμής» με ημερ. 6.7.2012, επεξηγώντας πρόσθετα ότι: «προσθήκες / διαγραφές που φαίνονται με μελάνι στο εν λόγω έγγραφο έγιναν από εμένα, μετά από υπόδειξη της Εναγόμενης, η οποία έθεσε τις μονογραφές της και μετά το υπέγραψε. Επίσης, αναφέρω ότι την ημέρα που υπέγραψε δεν ήταν σε θέση να δεσμευτεί γραπτώς πότε θα εξοφλούσε την οφειλή της, όπως ζητούσε να κάνει, γι’ αυτό και μου ζήτησε να διαγράψω την τελευταία πρόταση.»

 

8.    Σε σχέση με τη διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου μεταξύ της Εναγόμενης και του τέως συζύγου της στα πλαίσια της οποίας την εκπροσώπησε ως δικηγόρος της, κατέθεσε ως Δέσμη Τεκμηρίων 2 τα εκεί δικόγραφα και διατάγματα.

 

9.    Ως Δέσμη Τεκμηρίων 3 κατέθεσε δέσμη επτά αποδείξεων είσπραξης εκ €100 έκαστη τονίζοντας ότι η Εναγόμενη τις υπέγραψε συμφωνώντας με το περιεχόμενο αυτών αναγνωρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η οφειλή της» ήταν €8.800 πλέον Φ.Π.Α. Συνεχίζει ότι με το ρυθμό που επέλεξε να πληρώνει τούτο σήμαινε ότι θα καθυστερούσε υπερβολικά να εξοφλήσει. Έτσι την κάλεσε να δεσμευτεί γραπτώς για να καταβάλλει συγκεκριμένη μηνιαία δόση των €100, υπό συγκεκριμένους όρους, συμπεριλαμβανομένης και πρόνοιας για επιβάρυνση με τόκο. Είναι στα πλαίσια αυτά που υπεγράφη το έγγραφο που τιτλοφορείται «Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου» με ημερ. 28.7.2016. Ειδικότερα, σε σχέση με την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου, ανέφερε ότι η Εναγόμενη προσήλθε στο γραφείο του στις 28.7.2016, το διάβασε και το υπέγραψε με την ελεύθερη της συναίνεση στην παρουσία της τότε δικηγόρου που εργαζόταν στο γραφεία του, κας Αγγέλας Λεωνίδου και της τότε γραμματέως του, κας Παναγιώτας Γεωργίου, οι οποίες υπέγραψαν το έγγραφο ως μάρτυρες υπογραφής της. Το Δεύτερο Έγγραφο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4. Η ίδια ζητούσε πίστωση χρόνου για την εξόφληση της οφειλής της, την οποία αναγνώριζε, πλην όμως, πρόβαλλε την οικονομική της αδυναμία ως τον μοναδικό λόγο μη αποπληρωμής. Η ίδια παρέλειψε να τηρήσει και αυτή τη φορά τα συμφωνηθέντα. Ειδικότερα, κατέβαλε το συνολικό ποσό των €440 μόνο, έναντι της οφειλής της, με οκτώ τμηματικές πληρωμές.

 

10. Συνεχίζει ότι στο οφειλόμενο υπόλοιπο της αμοιβής του περιλαμβάνεται ο μεγάλος χρόνος που ανάλωσε για το θέμα των περιουσιακών διαφορών, με επιτυχή κατάληξη. Αναφέρεται στη ωριαία του αμοιβή και παρουσίασε προς υποστήριξη του εύλογου της αμοιβής του τα Τεκμήρια 5 μέχρι 7 (έντυπα του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου και διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα με την Εναγόμενη).

 

11. Αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε στις συνθήκες υπογραφών του Τεκμηρίου 1. Σε υποβολή του κ. Καντούνα ότι ο ίδιος μαζί με τον αντίδικο συνάδελφο του κατά το χρόνο έκδοσης της Εκ Συμφώνου Απόφασης ανακοίνωσε μόνο στην Εναγόμενη το αποτέλεσμα της συμφωνίας, απάντησε ότι οι δηλώσεις έγιναν παρουσία των εκεί διαδίκων, γεγονός που προκύπτει και από το ίδιο το διάταγμα. Αρνήθηκε την υποβολή του κ. Καντούνα ότι της είπε «έκλεισε η υπόθεση και τώρα για να προχωρήσει το διαδικαστικό πρέπει να υπογράψεις αυτό το θέμα της αμοιβής» και ότι είχε ήδη έτοιμο το Τεκμήριο 1 και «της το παξιώσετε στο διάδρομο του Δικαστηρίου και δεν ήρθε στο γραφείο σας εκείνη την ημέρα». Ισχυρίστηκε  ότι «εγώ πήρα εκείνη τη μέρα το ποσό της οφειλής της, και είχαμε κατά νου ότι θα ζητούσαμε ποσά και από την άλλη πλευρά και είχε αποδειχθεί και να μην επιμένει. … τούτο το έγγραφο δεν είχα λόγο να το γράψω ότι έγινε στο γραφείο μου.» Ερωτηθείς κατά πόσο υπήρχε γραπτή συμφωνία με την Εναγόμενη για την αμοιβή του απάντησε ότι ο τύπος του Δικαστηρίου που θέλει τον Ενάγοντα με βάση τους Θεσμούς, υπήρχε. Ερωτηθείς κατά πόσο ζήτησε από την Εναγόμενη να αλλάξει εκείνη τη συμφωνία απάντησε ότι δεν τα διαχώρισε με αυτό τον τρόπο. Ακολούθως ο κ. Καντούνας παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε ηλεκτρονικά του μηνύματα επί της Δέσμη Τεκμηρίων 3, ζητώντας του διευκρινίσεις σε τί αφορούν οι εκεί αναφερόμενες χρεώσεις με τον ίδιο να αναφέρει ότι δεν θυμάται κατά πόσο είχε διευκρινίσει στην Εναγόμενη σε τί αφορούν αυτά. Ανέφερε δε ότι το ποσό που αξιώνει με την παρούσα αγωγή αφορά στις περιουσιακές διαφορές που είχε η Εναγόμενη με τον τέως σύζυγό της. Αναφέρθηκε στις πληρωμές που είχε ήδη καταβάλει η Εναγόμενη αναφέροντας ότι δεν βάσισε την απαίτηση του σε υπηρεσίες. Αρνήθηκε την υποβολή του κ. Καντούνα ότι είχε εκμαιεύσει την υπογραφή της Εναγόμενης επί του Τεκμηρίου 1  προσθέτοντας ότι ήταν πάντα δίπλα της. Ακολούθως αναφέρθηκε σε μέρος των εξωδικαστηριακών υπηρεσιών που παρείχε στην Εναγόμενη προβάλλοντας κάποια παραδείγματα. Ερωτηθείς για ποιον λόγο της ζητούσε να υπογράφει τις αποδείξεις αφού ο ίδιος εισέπραττε τα χρήματα, απάντησε ότι επειδή φαινόταν ότι είχε κάποιο πρόβλημα στις πληρωμές. Σε υποβολή του κ. Καντούνα ότι τα Τεκμήρια 3 και 4 υπεγράφησαν την ίδια ημέρα και ώρα κατόπιν παραστάσεων του Ενάγοντα ο ίδιος απάντησε ότι πρέπει να εξηγήσει ο συνήγορος για ποιον λόγο οι υπογραφές φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά στυλό. Πρόσθεσε ότι εκείνη την ημέρα έγινε μια καλή συζήτηση και υπέγραψε το Τεκμήριο 4, στην παρουσία δύο μαρτύρων τις οποίες κατονόμασε. Ερωτηθείς κατά πόσο εξέδωσε οιοδήποτε τιμολόγιο για την υπόθεση αυτή απάντησε «νομίζω πως όχι.» Σε υποβολή του κ. Καντούνα ότι όταν ήρθε στο γραφείο της υπέγραψε το Τεκμήριο 4 υπό το κράτος απειλής ότι θα λάμβανε νομικά μέτρα εναντίον της, απάντησε ότι το υπέγραψε κατόπιν φιλικής συζήτησης στην παρουσία δύο μαρτύρων.

 

(β)  Σύνοψη μαρτυρίας Παναγιώτας Γεωργίου (ΜΕ2)

12. Η ΜΕ2 ανέφερε στα πλαίσια της δήλωσης της ότι η ίδια δακτυλογράφησε τα διάφορα έγγραφα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων του Ενάγοντα. Η ίδια ήταν μάρτυρας μαζί με δικηγόρο που τότε εργαζόταν στο γραφείο του Ενάγοντα, την οποία και κατονόμασε, της υπογραφής της Εναγόμενης επί του Τεκμηρίου 4. Ανέφερε δε ότι το έγγραφο αυτό η Εναγόμενη το διάβασε χωρίς να της ασκηθεί οποιαδήποτε μορφής πίεση, εφόσον αποδεχόταν την οφειλή της. Εκείνη την ημερομηνία, η Εναγόμενη ήταν χαλαρή και φυσιολογική γιατί οι σχέσεις της με τον Ενάγοντα και την ΜΕ2 ήταν καλές και γενικά ήταν ευχαριστημένη για την κατάληξη της διαδικασίας περιουσιακών διαφορών. Συνεχίζει ότι ο Εναγών είναι πολύ τυπικός και σχολαστικός και ποτέ δεν της ζήτησε να υπογράψει εκ των υστέρων ως μάρτυρας σε οποιοδήποτε έγγραφο που η ίδια δεν ήταν παρούσα. Περιπλέον, τις πλείστες φορές η ίδια ήταν παρούσα που η Εναγόμενη υπέγραφε τα έγγραφα επί της Δέσμης Τεκμηρίων 3. Δια ζώσης αναγνώρισε επί του Τεκμηρίου 4 την υπογραφή της προσθέτοντας ότι η ίδια δακτυλογράφησε το εν λόγω έγγραφο. Η δε Εναγόμενη, ανέφερε, έθεσε την υπογραφή της αφού διάβασε το εν λόγω έγγραφο. Η ίδια δεν ήταν όλη την ώρα μέσα στο γραφείο του Ενάγοντα ώστε να γνωρίζει τί έλεγαν οι διάδικοι, αλλά την ώρα που μπήκαν οι δύο μάρτυρες δεν άκουσαν να της ασκείται οποιαδήποτε πίεση. Υποδεικνύοντας της τη Δέσμη Τεκμηρίων 3 και ερωτηθείσα κατά πόσο ισχύει ότι λήφθηκαν μετρητά, απάντησε ότι για να το γράφει εκεί, είχαν ληφθεί. Αντεξεταζόμενη σε σχέση με την Δέσμη Τεκμηρίων 3 ανέφερε ότι η Εναγόμενη «έφερνε τα χρήματα, μου τα έδινε, της τύπωνα αποδείξεις είσπραξης, και της έδινα ένα copy» και ότι φαίνεται ότι είναι διαφορετικές ημέρες που έγινε αυτό «γιατί είναι διαφορετική πένα, διαφορετικό μελάνι.» Τέλος, διαφώνησε με την υποβολή του κ. Καντούνα ότι την ημερομηνία που υπέγραψε το Τεκμήριο 4 η Εναγόμενη, προϋπήρχαν οι υπογραφές των μαρτύρων.

 

(γ)  Σύνοψη μαρτυρίας Σπυρούλας Μαυρομμάτη (ΜΥ1)

13. Η ΜΥ1 στα πλαίσια της δήλωσης της ανέφερε ότι ο Ενάγων ήταν ο δικηγόρος της τον οποίον εμπιστευόταν, παραθέτοντας λεπτομέρειες της συνεργασίας τους και της οικονομικής της κατάστασης κατά το χρόνο της συνεργασίας τους αλλά, και, σήμερα. Για τις περιουσιακές διαφορές που είχε με τον τέως σύζυγο της, συμφώνησε με τον Ενάγοντα να την εκπροσωπήσει και υπέγραψε σχετικό διοριστήριο δικηγόρου όπου αναφέρεται ότι θα τον πληρώσει σύμφωνα με τις κλίμακες των θεσμών. Το εν λόγω διοριστήριο έγγραφο κατέθεσε ως Τεκμήριο 8. Σε καμία περίπτωση δεν της ανέφερε ότι αυτό θα άλλαζε και η ίδια ουδέποτε συμφώνησε να πληρώσει περισσότερα. Ποτέ δεν συμφώνησε με τον Ενάγοντα συγκεκριμένο ποσό για τις υπηρεσίες του και ποτέ δεν της ανέφερε ότι η υπόθεση αυτή περιλαμβάνει και εξωδικαστηριακή εργασία.

 

14. Αποδέχθηκε ότι στις 6.7.12 υπέγραψε το Τεκμήριο 1, προβάλλοντας ότι το έγγραφο αυτό, ο Ενάγων το είχε έτοιμο και βγαίνοντας από το γραφείο του Δικαστή της ανέφερε ότι η υπόθεση έκλεισε και ότι συμφωνήθηκε η έκδοση διατάγματος, ως το Τεκμήριο 2. Της ανέφερε επίσης ότι για να μπορέσει να προχωρήσει η εκτέλεση των όσων συμφωνήθηκαν και θα περιλαμβάνονται στο διάταγμα, θα έπρεπε να είχε υπογράψει αμέσως το Τεκμήριο 1 χωρίς να της επεξηγήσει όμως το λόγο. Η ίδια θεώρησε ότι το ποσό εκείνο το είχε υπολογίσει σύμφωνα με τις κλίμακες των δικαστικών θεσμών. Εκείνη την ώρα η ίδια ήταν αγχωμένη, βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, φόβου και σύγχυσης. Η ίδια αισθάνθηκε ότι έπρεπε να υπογράψει το Τεκμήριο 1 χωρίς να της περνά από το μυαλό ότι ο δικηγόρος της θα την εξαπατούσε. Η ίδια θεωρούσε ότι ο ίδιος χρέωνε έντιμα.

 

15. Στον Ενάγοντα η ίδια κατέβαλε διάφορα ποσά, πριν την υπογραφή του Τεκμηρίου 1. Καμία απόδειξη έλαβε και κανένα τιμολόγιο εκδόθηκε. Τα ποσά αυτά ήταν πέραν των €2000 που ανέφερε ο ίδιος ο Ενάγων κατά την αντεξέταση του. Η ίδια βρήκε διάφορες αποδείξεις για το ποσό των €690 δέσμη των οποίων κατέθεσε ως Δέσμη Τεκμηρίων 9. Αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα ενώ μεταξύ των ετών 2014 και 2015 η ίδια ήταν λήπτρια του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Η ίδια του ζητούσε επανειλημμένα να της ετοιμάσει κάποια κατάσταση όπου να φαίνονται τα χρήματα που του έδωσε και ο ίδιος απέφευγε λέγοντας ότι θα την ετοίμαζε. Πριν τις 28.7.2016 η ίδια ήταν δέκτης συνεχών τηλεφωνημάτων από τον Ενάγοντα και την κοπέλα του γραφείου του. Ο ίδιος έγινε πολύ πιεστικός και της ανέφερε ότι αν δεν έβγαζαν πλάνο αποπληρωμής θα αναγκαζόταν να της κινήσει αγωγή. Ακολούθως περιέγραψε τις προσωπικές τις συνθήκες κατά τον ουσιώδη χρόνο, λεπτομέρειες των οποίων ήταν εις γνώση του Ενάγοντα. Ανέφερε ότι λόγω της ιδιότητας δια της οποίας συσχετιζόταν μαζί με τον Ενάγοντα, τον εμπιστευόταν απόλυτα. Υπό αυτές τις συνθήκες στις 28.7.2016 μετέβηκε στο γραφείο του για τα βρουν, όπως της είπε. Εκεί ο Ενάγων επέμεινε για πλάνο αποπληρωμής, ήταν μάλιστα τέτοια η πίεση του που είχε στη τσάντα της €100 που της τα είχαν δώσει οι γονείς της για να εξοφλήσει έναν λογαριασμό και αισθάνθηκε αναγκασμένη να του τα δώσει. Στη συνέχεια της έδωσε το Τεκμήριο 4 και ουδέποτε της εξήγησε τη διαφορά με το Τεκμήριο 1 απειλώντας την ότι εάν δεν υπέγραφε το γραμμάτιο τότε θα της κινούσε αγωγή. Όμως παρόλα αυτά, παρόλη την αγνωμοσύνη της, της ανέφερε ότι εάν υπέγραφε θα της έστελνε την κατάσταση που ζητούσε. Και έτσι υπέγραψε ενώ παράλληλα ο ίδιος της ανέφερε ‘δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;’ Κατάσταση πληρωμών ουδέποτε της έστειλε ούτε και οποιοδήποτε τιμολόγιο. Τα χρήματα που ζήτησε του τα κατέθετε σε προσωπικό του λογαριασμό και όχι σε λογαριασμό του δικηγορικού του γραφείου. Όταν της δόθηκε το Τεκμήριο 4 ήταν ήδη υπογεγραμμένο από τους μάρτυρες. Εξεταζόμενη δια ζώσης ανέφερε ότι εκείνο το χρονικό σημείο υπέγραψε και κάποια άλλα έγγραφα, τα οποία κατονόμασε. Αντεξεταζόμενη προέβαλε τη θέση στον Ενάγοντα ότι ο ίδιος όφειλε να την ενημερώσει ως προς τις νομικές επιπτώσεις υπογραφής ενός γραμματίου. Αναφέρθηκε στις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 1 η οποία έγινε, ως ανέφερε, εντός του χώρου του Δικαστηρίου. Ακολούθως ανέφερε ότι το έτος 2017 ζητούσε κατ’ επανάληψη κατάσταση των ποσών που κατέβαλε στον Ενάγοντα χωρίς όμως ανταπόκριση και είναι σε εκείνο το σημείο που αντιλήφθηκε ότι ο Ενάγων την εξαπάτησε. Ακολούθησε συζήτηση ως προς τον τρόπο δια τον οποίο ο ίδιος την χρέωνε και το κατά πόσο η διαδικασία περιουσιακών διαφορών κατέληξε σε επιτυχία. Ερωτηθείσα για ποιον λόγο δεν ζήτησε την κατάσταση των πληρωμών που είχε κάνει και γραπτώς απάντησε ότι το ζήτησε επανειλημμένα προφορικά. Ακολούθως αναφέρθηκε ξανά στις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 4 προβάλλοντας ότι ουδέποτε της λέχθηκε ότι επρόκειτο για γραμμάτιο. Ακολούθησε συζήτησε ως προς τα λεχθέντα μεταξύ των διαδίκων κατά το στάδιο υπογραφής του Τεκμηρίου 4 και για τις πληρωμές που κατέβαλε στον Ενάγοντα.

 

III.  ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡIΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

 

16. Από τις έγγραφες προτάσεις και από το σύνολο της μαρτυρίας, προκύπτουν τα πιο κάτω ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

 

17. Ο Ενάγων, δικηγόρος στο επάγγελμα, ενεργούσε ως δικηγόρος της Εναγόμενης στα πλαίσια της Αίτησης για Επίλυση Περιουσιακών Διαφορών. Ήταν όμως και ο δικηγόρος της και σε άλλες υποθέσεις. Ειδικότερα του είχε αναθέσει και το διαζύγιο της και μια υπόθεση αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Όλες αυτές οι υποθέσεις ήταν σημαντικές για την ίδια.

 

18. Ο Ενάγων καταχώρησε εκ μέρους της τη σχετική αίτηση στις 1.8.2008 στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα με ημερ. 5.8.2008 και, ακολούθως, η Εκ Συμφώνου Απόφαση στις 6.7.2012. Τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται επί του Τεκμηρίου 2.

 

19. Για την Αίτηση για Επίλυση Περιουσιακών Διαφορών υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων διοριστήριο δικηγόρου, ως το Τεκμήριο 8, όπου αναφέρεται ρητά ότι η Εναγόμενη θα πληρώσει τον Ενάγοντα σύμφωνα με τις κλίμακες των Δικαστικών Θεσμών.

 

20. Στις 6.7.2012 η Εναγόμενη υπέγραψε το Τεκμήριο 1.

 

21. Η Εναγόμενη στις 19.2.2015, 7.4.2015, 9.6.2015, 7.8.2015, 12.10.2015, 8.12.2015 και 28.7.2016 κατέβαλε στον Ενάγοντα ποσά εκ €100, ήτοι σύνολο €700 και υπέγραψε τα έγγραφα επί της Δέσμης Τεκμηρίων 3.

 

22. Στις 28.7.2016 η Εναγόμενη υπέγραψε το Τεκμήριο 4 στο δικηγορικό γραφείο του Ενάγοντα.

 

23. Μεταξύ της περιόδου 1.9.2016 και 10.11.2017, η Εναγόμενη κατέβαλε στον Ενάγοντα με τμηματικές πληρωμές το συνολικό ποσό των €440.

 

24. Για όλα τα πιο πάνω προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

IV.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ  

(α) Γενικές Παρατηρήσεις  

20. Ο Ενάγων δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Ο ίδιος παρά τη φύση των ισχυρισμών της Εναγόμενης, ουδόλως επιχείρησε να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τις ακριβείς περιστάσεις υπογραφής των Τεκμηρίων 1 και 4 με τις θέσεις του να παρουσιάζουν αοριστολογία και δικά του υποκειμενικά συμπεράσματα, ως θα διαφανεί στη συνέχεια. Η ουσία των θέσεων του παρουσίαζε μεταβολές με τον ίδιο να μην είναι σε θέση να τοποθετηθεί επί στοιχειωδών για την υπόθεση σημείων. Η μαρτυρία του βρίθει νομικών συμπερασμάτων και ως τέτοια αγνοούνται εφ’ όσον κατέθεσε ως μάρτυρας γεγονότων. Αγνοείται συνεπώς η θέση του δια το ότι, για παράδειγμα, η Εναγόμενη δια μέσου του Τεκμηρίου 4 «δεσμεύτηκε να εξοφλήσει την οφειλή της»[1] ή ότι υπέγραψε το Τεκμήριο 4 «με ελεύθερη συναίνεση»[2] ή ότι «το ποσό της οφειλής της Εναγόμενης» κατέστη «άμεσα πληρωτέο και απαιτητό».[3]

 

21. Από την αντίπερα όχθη, η Εναγόμενη παρέμεινε σταθερή στις απόψεις της καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, επιδεικνύοντας διάθεση να κατατοπίσει το Δικαστήριο ως προς όλες τις λεπτομέρειες και πτυχές της συνεργασίας της με τον Ενάγοντα. Από το εδώλιο του μάρτυρα η ίδια ήταν εμφανώς ταραγμένη και αναστατωμένη στην παρουσία του Ενάγοντα, με το αίσθημα της αδικίας να είμαι εμφανές. Η όλη της μαρτυρία από το εδώλιο του μάρτυρα, ο τόνος και η ένταση της φωνής της και στις κινήσεις της, η εμφανής της αναστάτωση όταν ερωτάτο ως προς τις συνθήκες υπογραφής των Τεκμήριων 1 και 4, αντανακλούσαν στο σύνολο τους πρόσωπο το οποίο γνησίως αισθάνεται ότι αδικήθηκε από τον δικηγόρο της.

 

22. Υπό το φως των πιο πάνω αλλά και των όσων καταγράφω αμέσως πιο κάτω αποδέχομαι τη μαρτυρία της Εναγόμενης σε όλα τα ουσιώδη σημεία της, ως αξιόπιστη. Η μαρτυρία του Ενάγοντα δεν είναι αποδεκτή ως αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτός στην έκταση που τα όσα ανέφερε συνάδουν με την ίδια τη μαρτυρία της Εναγόμενης, ως καταγράφεται στην Ενότητα ΙΙΙ πιο πάνω.  

 

23. Στρέφομαι στις επί μέρους ουσιώδεις θέσεις των μαρτύρων.

 

(β)   Αξιολόγηση μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 1

24. Αποτέλεσε τη θέση του Ενάγοντα ότι αφού εκδόθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο η Εκ Συμφώνου Απόφαση, το Τεκμήριο 1 υπεγράφη στο γραφείο του σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα και χαλαρή διάθεση. Η υπογραφή του Τεκμηρίου 1 στο γραφείο του, ακολούθησε την σύναψη προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, στο χώρο του Δικαστηρίου, αμέσως πριν εκδοθεί η Εκ Συμφώνου Απόφαση, ότι η Εναγόμενη θα του κατέβαλλε το ποσό των €8.800 ως το υπόλοιπο της αμοιβής του, εντός εύλογου χρόνου.

 

25. Παρασάγγας αντίθετη ήταν η θέση της Εναγόμενης. Ανέφερε τα εξής:

 

«(…) το έγγραφο αυτό, ο Ενάγοντας το είχε έτοιμο, και βγαίνοντας από το Γραφείο του Δικαστή μου ανέφερε ότι η υπόθεση έκλεισε, και ότι συμφωνήθηκε η έκδοση, εκείνη τη μέρα, Διατάγματος. (….) Μου ανέφερε επίσης ότι για να μπορέσει να προχωρήσει η εκτέλεση των όσων συμφωνήθηκαν και θα περιλαμβάνονταν στο Διάταγμα, θα έπρεπε να υπογράψω αμέσως το Τεκμήριο 1. Σε καμία περίπτωση ο Ενάγοντας δεν μου ανέφερε ούτε γιατί έπρεπε να υπογράψω το Τεκμήριο 1 για να μπορέσει να προχωρήσει η εκτέλεση, ούτε μου ανέφερε πως κατέληξε στο ποσό που αναφερόταν εκεί και θεώρησα ότι το ποσό αυτό το είχε υπολογίσει σύμφωνα με τις κλίμακες των Δικαστικών Θεσμών.

 

5. Επαναλαμβάνω ότι όλα αυτά έγιναν στο Δικαστήριο, έξω από το Γραφείο του Δικαστή, ενώ εγώ ήμουν αγχωμένη για αυτή την σημαντική για μένα υπόθεση, και βρισκόμουν σε κατάσταση πανικού και φόβου και σύγχυσης. Όταν δε ο Ενάγοντας μου ανέφερε ότι για να προχωρήσει η εκτέλεση θα έπρεπε να υπογράψω το Τεκμήριο 1, αισθάνθηκα ότι έπρεπε να το πράξω και ότι δεν είχα επιλογή (…) θεωρούσα ότι αυτό με χρέωνε έντιμα, σύμφωνα με τις κλίμακες των Δικαστικών Θεσμών. Δεν γνώριζα, ούτε και υποπτευόμουν ότι χρέωνε άλλα από αυτά που προνοούσε το retainer (…)

 

26. Από τις δύο εκδοχές, το Δικαστήριο αποδέχεται αυτήν της Εναγόμενης. Εξηγώ.

 

27. Προεξέχον χαρακτηριστικό της εκδοχής του Ενάγοντα είναι ότι, στη βάση των λεχθέντων του, η σύναψη προφορικής συμφωνίας για αμοιβή για δικηγορικές υπηρεσίες συνομολογήθηκε για το ποσό που αξιώνει με την παρούσα αγωγή αφού αυτές παρασχέθηκαν και δη κατά το χρόνο ολοκληρωτικής διεκπεραίωσης της υπόθεσης, και ενώ, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρχε σε ισχύ διοριστήριο έγγραφο δικηγόρου (Τεκμήριο 8).

 

28. Τούτο από μόνο του γεννά εύλογα ερωτήματα, τα οποία ο Ενάγων άφησε αναπάντητα καταφεύγοντας μονίμως σε αοριστολογίες, παρά και τη σθεναρή αμφισβήτηση της Εναγόμενης της εκδοχής του σε σχέση με τις περιστάσεις υπογραφής του Τεκμηρίου 1 και την προβολή σοβαρών πλην συγκεκριμένων κατηγοριών σε βάρος του, τις οποίες ακόμη και ο ίδιος εξέλαβε ως ισχυρισμούς περί έλλειψης εντιμότητας του ως δικηγόρου της.[4]

 

29. Βασικό ερώτημα που απέμεινε χωρίς οποιαδήποτε πειστική τοποθέτηση από μέρους του είναι για ποιον λόγο ο Ενάγων, ως επαγγελματίας δικηγόρος με συγκεκριμένα και σαφή καθήκοντα έναντι της τότε πελάτιδος του, και εφ’ όσον έκδηλη επιθυμία του ήταν να αποδεσμευτεί από τη συμφωνία που συνομολόγησε με την πελάτιδα του δυνάμει του Τεκμηρίου 8 (διοριστήριο δικηγόρου δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) δεν την κάλεσε εξ αρχής στο γραφείο του ή έστω, πριν από την έκδοση της εκ Συμφώνου Απόφασης και να της θέσει σαφείς όρους αμοιβής, έστω προφορικά, για να συνεχίσει να την εκπροσωπεί. Για ποιον λόγο επέλεξε να περιμένει να «καθορίσει» την αμοιβή του για το χειρισμό της υπόθεσης, κατά το χρόνο της πλήρους διεκπεραίωσής της, στην παρουσία και του αντίδικου του και του τέως συζύγου της Εναγόμενης με τον οποίο η πελάτιδα του διατηρούσε πολυετή και έντονη αντιδικία;

 

30. Έσπευσε ο Ενάγων να προβάλει κάποια επεξήγηση αναφέροντας ότι ήταν πρόθεση του ιδίου να αξιώσει δικηγορικά έξοδα από τον τέως σύζυγο της Εναγόμενης, εκεί Καθ’ ου η Αίτηση. Επειδή όμως εκείνος δεν ήθελε να καταβάλει έξοδα, η Εναγόμενη συμφώνησε να του καταβάλει το αξιούμενο ποσό. Η θέση του αυτή στερείται πειστικότητας και δεν την αποδέχομαι. Εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα όσα λέχθηκαν υπό τον ως Λ. Α. Παντελή, Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην υπόθεση Λάμπρος Α. Ιωαννίδης ν. Παύλος Κουππής Αρ. Αγωγής 1160/15, 13.9.2016:

«(…) η πιο πάνω θέση είναι άκρως αντινομική και παραπλανητική.  Τα έξοδα της διαδικασίας δεν ανήκουν στο δικηγόρο αλλά στο διάδικο.  Ούτως ή άλλως ο διάδικος οφείλει να ικανοποιήσει την αμοιβή του δικηγόρου συμφώνως της συμφωνίας που συνομολόγησαν, είτε αυτή είναι γενική (general retainer), είτε ειδική (special retainer).  Η δε ικανοποίηση της αμοιβής του δικηγόρου δεν εξαρτάται από το κατά πόσο θα κερδίσει την υπόθεση και συνεπώς θα επιδικαστούν έξοδα, αλλά από τα συμφωνηθέντα βάσει των υπηρεσιών που πρόσφερε.  Περί των πιο πάνω σχετική είναι η υπόθεση Papa Philippo Haji Michael a.o. ν. Georgiades a.o. (1905) 7 CLR 25, 26 όπου λέχθηκε ότι·

 

  In taxation between party and party the costs taxed are the costs which the Court directs one party to the action to pay to the other party to the action. Such costs are ordered to be paid not as a penalty but to reimburse the party who is to receive them for the expense he has been put to in asserting his rights by the action. The Court has no power to order costs to he paid to a person not a party to the suit merely because he has advanced money to a litigant. It makes no difference whether such person is an advocate or not; the judgment of the Court can deal only with the rights between the parties to the action. The advocate has no locus standi to make such an application as this one now made on his own behalf. We are further of opinion that the client cannot make an application to recover costs which he has cot incurred and for the payment of which he is under no liability; therefore if the application were made on his behalf it most fail.

 

Συνεπώς λανθασμένα ο ενάγων πληροφόρησε τον εναγόμενο ότι δικαιούταν [ο ενάγων] να ζητήσει τα έξοδα της αγωγής.  Ο εναγόμενος είναι εκείνος που θα ελάμβανε τούτα τα έξοδα.

 

Έστω όμως ότι λανθάνομαι για το ποιος δικαιούται τα έξοδα της υπόθεσης.  Και πάλι δεν αντιλαμβάνομαι γιατί τα δικαιούταν ο ενάγων τα έξοδα της προηγηθείσας διαδικασίας και όχι άλλος (…).»

 

 

31. Η διαταγή που εκδόθηκε δυνάμει της Εκ Συμφώνου Απόφασης (Τεκμήριο 2) ουδόλως διαφοροποιούσε το ύψος της αμοιβής του που συμφώνησε να λάβει από την Εναγόμενη, δυνάμει του Τεκμηρίου 8. Ούτε και αποτέλεσε τη θέση του ότι η Εναγόμενη αρνήθηκε να του καταβάλει τα ποσά που δικαιούτο δυνάμει του Τεκμηρίου 8 εφόσον, ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, θα είχε δικαίωμα να αποταθεί στον αρμόδιο Πρωτοκολλητή δυνάμει της Δ.59, Κ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. και ΧΧΧ Ιωαννίδης ν. ΧΧΧ Λοϊζίδου Πολ. Έφ. 187/15, 21.10.21), ECLI:CY:AD:2021:A500.

 

32. Εξίσου αναπάντητο απέμεινε και το ερώτημα στη βάση ποιων στοιχείων και δεδομένων «καθόρισε» το ποσό των €8.800 ως αμοιβή του, κατά την ημερομηνία έκδοσης της Εκ Συμφώνου Απόφασης ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Τούτο διότι η μαρτυρία του έβριθε ασάφειας, συνεχών μεταβολών και αντικρουόμενων θέσεων, ως θα διαφανεί στη συνέχεια.

 

33. Στη βάση της επαγγελματικής του ιδιότητας, των σοβαρών δεοντολογικών κ.ά. κατηγοριών της Εναγόμενης σε βάρος του, αλλά και της φύσης των ισχυρισμών της Εναγόμενης περί ψυχικής πίεσης και εξαναγκασμού της από τον ίδιο τον δικηγόρο της, εύλογα αναμενόταν από τον ίδιο να τοποθετηθεί με σαφήνεια και επάρκεια ως προς την βασικές αυτές πτυχές. Δεν το έπραξε. Επικεντρώθηκε στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, εμμένοντας στη λέξη «οφειλή» και παραλείποντας την οιαδήποτε αναφορά στην ύπαρξη του Τεκμηρίου 8, το διοριστήριο έγγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη διαδικασία από την ίδια την Εναγόμενη.

 

34. Απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα έσπευσε να παραχωρήσει η ίδια η Εναγόμενη η οποία μέσω της μαρτυρίας της παρουσιάζει τον Ενάγοντα ως πρόσωπο που έσπευσε τεχνηέντως και εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του ως δικηγόρου της, την υστάτη, να εκμαιεύσει την υπογραφή της, σε κάτι που στην πραγματικότητα ουδέποτε είχε συμφωνήσει, σε τόπο και χρόνο που η ίδια ήταν πανικοβλημένη. Παρουσιάζεται ότι ακόμα και ο χρόνος της υπογραφής δεν ήταν τυχαίος αλλά επιτηδευμένος και αποσκοπούσε στην εκμαίευση της υπογραφής της Εναγόμενης επί του Τεκμηρίου 1.

 

35. Προς υποστήριξη της πρωταρχικής της αυτής θέσης η ίδια προβάλλει ότι:

 

(α) Δεν γνώριζε ότι το ποσό που αναγράφεται επί του Τεκμηρίου 1 αφορούσε σε αμοιβή πέραν από αυτή που δικαιούτο με βάση τους Δικαστικούς Θεσμούς. Ο ίδιος της ανέφερε ότι τη χρέωνε στη βάση των Δικαστικών Θεσμών. Η ίδια ουδέποτε συμφώνησε να πληρώσει οποιαδήποτε άλλη αμοιβή πέραν από αυτήν που προνοείτο από το Τεκμήριο 8, ως αμοιβή του δικηγόρου της.

 

(β) Ο Ενάγων ήταν ο δικηγόρος της σε σημαντικές για εκείνην υποθέσεις και τον εμπιστευόταν.

 

(γ) Ότι η ίδια βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, φόβου και σύγχυσης κατά το χρόνο υπογραφής του Τεκμηρίου 1.

 

36. Το Δικαστήριο αποδέχεται τις πιο πάνω θέσεις της για τους πιο κάτω λόγους.  

 

37. Ως γενική παρατήρηση, σημειώνω εδώ ότι τα όσα ανέφερε κατά την αντεξέταση της ως προς τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 1 ενίσχυσαν την αξιοπιστία της καθώς η ίδια παρέμεινε πλήρως σταθερή στις δικές της απόψεις.[5]

 

38. Σε ό,τι αφορά την παρ. 35(α) ανωτέρω, παρατηρώ τα εξής.

 

39. Πρώτον, ο Ενάγων κατά την αντεξέταση του αντιμέτωπος με το Τεκμήριο 8 αποδέχθηκε ότι είχε συνάψει συμφωνία με την Εναγόμενη για να αμείβεται στη βάση των Δικαστικών Θεσμών. Επιχείρησε όμως να αιτιολογήσει ψηλότερες επί μέρους χρεώσεις στη βάση εξωδικαστηριακής αμοιβής για πρόσθετες εξωδικαστικές υπηρεσίες.[6] Παρά τη θέση του αυτή, ο ίδιος ερωτηθείς κατ’ επανάληψη επί του σημείου, δεν ήταν σε θέση παράσχει επαρκείς και πειστικές επεξηγήσεις για την εξωδικαστική αυτή εργασία, καταλήγοντας ότι «δεν τα έχω διαχωρίσει έτσι».[7] Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του, ερωτηθείς για συγκεκριμένη εργασία για τη οποία αναφορά γίνεται στη Δέσμη Τεκμηρίων 6, ανέφερε «(β)λέπετε για συγκεκριμένο ποσό έβαλα 700 ευρώ αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είναι για το ίδιο, δεν έκαμα ξεκάθαρα τόσα για τη δικαστηριακή και τόσα για την εξωδικαστική δεν έκαμα διευκρίνιση[8] Η ασάφεια αυτή ήταν διάχυτη καθ’ όλη τη διάρκεια της αντεξέτασης του.[9] Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα:

                        «E. (….) Όμως έχετε ή όχι μια γραπτή συμφωνία μαζί με την κυρία Μαυρομμάτη; 

                       A.  Τον τύπο του Δικαστηρίου που θέλει τον Ενάγοντα με βάση τους Θεσμούς  της Πολιτικής Δικονομίας ναι, υπήρχε. Στο πρώτο στάδιο ήταν 3,500 ευρώ για την καταχώριση του προσωρινού διατάγματος, μετά ήταν με βάση την εξέλιξη της υπόθεσης και καθόρισα τα ποσά και πότε χωρίς ποσά.

                       E.  3,500 λίρες τότε;

                      A.  Δεν το θυμούμαι αυτό, και δεν τα πλήρωσε, και στην πορεία της το έλεγα και συμφωνούσε, και μετά ακολούθησε η εξέλιξη.

                      E.  Είχατε μια συμφωνία με την κυρία Μαυρομμάτη ότι θα πληρώνεστουν με βάση τους θεσμούς ναι ή όχι;

                       A.  Ναι.

                       E.  Και μετά της ζητούσατε διάφορα ποσά και δέχετουν;

                       A.  Ναι, αφορούσε Δικαστηριακά έξοδα και εξωδικαστική εργασία.

            E. Είπετε ποτέ της κυρίας Μαυρομμάτη, ξέρεις να αλλάξουμε τη συμφωνία μας και δεν θα πληρώνουμαι βάσει των θεσμών;

                      A.  Αφορά τη δικαστηριακή και υπήρχε πάρα πολύς χρόνος με κτηματολόγιο και άλλους φορείς για να κλείσουμε την υπόθεσή μας και ήταν ξεκάθαρα τα ποσά που της έλεγα, για τη δικαστηριακή και θεωρώ ότι ήταν λογικά στη βάση των όσων είχαμε συζητήσει προτού αναλάβει...

                      E. Έχετε κανένα email που να της λέτε κυρία Μαυρομμάτη γι' αυτό θέλω ένα ποσό και αυτό το ποσό αφορά το διαδικαστικό που συμφωνήσαμε βάσει τους θεσμούς και το υπόλοιπο είναι για εξωδικαστική εργασία που δεν θα σε χρεώσω;

                      A. Δεν τα έχω διαχωρίσει έτσι. Λέω κάτι ποσά κατά καιρούς και αν λέτε ότι υπήρχε κάποια μεταβολή, αν αυτό είναι που πρόκειται να πείτε.»[10]

 

40. Δεύτερον, ερωτηθείς κατά πόσο οι εκάστοτε χρεώσεις τις οποίες ο ίδιος υπέδειξε επί των ηλεκτρονικών του μηνυμάτων προς την Εναγόμενη (Δέσμη Τεκμηρίων 6), ενέπιπταν εντός των συμφωνηθέντων στη βάση του Τεκμηρίου 8 απάντησε ως εξής:

 

«Εγώ έβαλα αυτούσιες τις επιστολές φαίνονταν την έβαλα και τις απαντήσεις από εκεί και πέρα κύριε Καντούνα, ήταν ενήμερη για πόσες εμφανίσεις και τι και πότε ήταν ενήμερη για τη δικαστηριακή εργασία και την εξωδικαστική εργασία, έδινα κατά καιρούς ενδείξεις, από εκεί και πέρα αν θέλετε κάτι συγκεκριμένο να μου πείτε, πείτε μου.»[11]

 

41. Η θέση του ότι η Εναγόμενη «ήταν ενήμερη» για τις χρεώσεις του καταρρίπτεται από την αμέσως προηγουμένως τοποθέτηση του ότι ο ίδιος δεν διευκρίνισε στην Εναγόμενη σε τί αφορούν συγκεκριμένες χρεώσεις για τις οποίες ερωτάτο, συγκεκριμένα.[12]

 

42. Καταρρίπτεται πρόσθετα και από το γεγονός ότι ούτε και ο ίδιος φάνηκε να γνώριζε τη βάση επί της οποίας χρέωνε την Εναγόμενη, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους. Η διαπίστωση μου αυτή προκύπτει από τις συνεχείς μεταβολές των θέσεων του επί τη σημείου, τη σύγχυση, την ασάφεια και την παρουσίαση αλληλοσυγκρουόμενων θέσεων και ισχυρισμών. Για παράδειγμα, ερωτηθείς από τον κ. Καντούνα κατά πόσο χρέωνε την Εναγόμενη με βάση τους δικαστικούς θεσμούς απάντησε ότι χρέωνε και στη βάση εξωδικαστικής χωρίς όμως να είναι σε θέση να παράσχει σχετικές επεξηγήσεις (βλ. πιο πάνω). Παρά ακόμη τα πιο πάνω ανέφερε ότι χρέωνε και στη βάση ωριαίας αμοιβής. Σε άλλο σημείο, ενώ ανέφερε ότι δεν ήταν επιθυμία του να παραπλανήσει την Εναγόμενη «ή να επικαλεστεί θεσμούς»,[13] ανέφερε ότι πληρωνόταν από την Εναγόμενη «σε μεγάλο βαθμό» στη βάση του «τί λέεν οι θεσμοί και πρόσθετα τόσα την ώρα, εκείνο τον καιρό ήταν 150 η 180 η ώρα και εκτός 250.»[14] Περιπλέον, στα πλαίσια της προσπάθειας του να επεξηγήσει τη σύγχυση που παρουσιάζεται επί των χρεώσεων του και παρά όλες τις πιο πάνω θέσεις του, ανέφερε ότι «δεν βάσισε την απαίτηση του σε υπηρεσίες.»[15] Αμέσως μετά όμως ανέφερε ότι «ξεκάθαρα μιλώ και για εύλογη αμοιβή»[16] Τελικώς, ανέφερε ότι χρέωνε την Εναγόμενη «πάντα βάσει των χρόνων εργασίας, εκτός και τα διάφορα άλλα (…)»[17] χωρίς, και πάλιν, να παρέχει οποιεσδήποτε πειστικές επεξηγήσεις ή λεπτομέρειες. 

 

43. Από την όλη μαρτυρία του προκύπτει ότι ο Ενάγων ουδόλως ήταν σε θέση να τοποθετηθεί με σαφήνεια οποιοδήποτε βαθμού, ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ποσού των €8.800 που, κατά τον ισχυρισμό του, η Εναγόμενη «συμφώνησε» να του καταβάλει κατά το χρόνο πλήρους διεκπεραίωσης της υπόθεσης στην οποία την εκπροσωπούσε. Τούτο παρά και τις αλλεπάλληλες ευκαιρίες που ο κ. Καντούνας του παραχώρησε να το πράξει κατά την αντεξέταση του και παρά το ότι το Δικαστήριο διέκοψε για να του επιτραπεί να ελέγξει τα αρχεία του, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί με σαφήνεια και επάρκεια.

 

44. Παρά την παντελή του σύγχυση, ο ίδιος επέμεινε ότι οι χρεώσεις του ήταν «ξεκάθαρες» και ότι ο ίδιος ήταν «ξεκάθαρος» μαζί με την Εναγόμενη,[18] αποδυναμώνοντας περαιτέρω την αξιοπιστία του. Σε μια ύστατη πλην ανεπιτυχή προσπάθεια να καταδείξει το «ξεκάθαρο» των θέσεων του ως προς τις χρεώσεις του, παρέπεμψε τον κ. Καντούνα σε σωρεία ηλεκτρονικών μηνυμάτων επί της Δέσμης Τεκμηρίων 6 από τα οποία αποδυναμώνεται περαιτέρω ο ισχυρισμός του περί του «ξεκάθαρου» των χρεώσεων του. Ειδικότερα, από την εκεί αλληλογραφία προκύπτει ότι ο Ενάγων, μέχρι και την 6.7.2012, χρέωνε την Εναγόμενη διάφορα ποσά τα οποία, επαναλαμβάνω, δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει.

 

45. Πρόσθετα, από την όλη του μαρτυρία προκύπτει ότι και ο ίδιος ακόμη τελούσε υπό παντελή σύγχυση ως προς τα ποσά που εισέπραξε από την Εναγόμενη για την Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών. Την πρώτη δικάσιμο της αντεξέτασης του κοιτάζοντας επίμονος τα αρχεία του ανέφερε ότι θα τοποθετηθεί επί τούτου την επόμενη δικάσιμο. Την ερχόμενη δικάσιμο αναφέρθηκε σε σωρεία ποσών, δεν μπορούσε όμως να καταλήξει με βεβαιότητα σε τί ποσά είχαν πληρωθεί.[19] Ενδεικτική είναι η εξής στιχομυθία:

            E. Η ερώτησή μου εμένα ήταν για πληρωμές που έκανε η Eναγόμενη και, εγώ σας ρωτώ πριν, μέχρι τη μέρα που πήγατε στο Δικαστήριο και της δώσατε να υπογράψει την αναγνώριση οφειλής, μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι για μέχρι εκείνη τη στιγμή που σας είπα να πείτε στο Δικαστήριο, τι πληρωμές έκανε, είστε δικηγόρος τζαι τούτη την απλή ερώτηση εν μπορείτε να την απαντήσετε; 

 

            Α. Χτες θυμούμαι να μου λες για τις προηγούμενες και απαντώ ως εξής. Έχω τον φάκελο και κοιτάζοντας βρήκα τα επόμενα ημερομηνίας 28/02/11 γράφω 300 cash, 15/01/09 γράφω 700 ευρώ, το άτυχες είναι επειδή δεν είμαι σίγουρος, αν η Eναγόμενη είχε αποδείξεις θα το αναγνωρίσω, 13/06/08 1,000 ευρώ cash, είχα και το θέμα του διαζυγίου στην Πάφο αυτά έχω κύριε Καντούνα, αν έχεις κάτι άλλο να μου δείξεις θα σου πω αν τα αναγνωρίζω ή όχι.

               

                E. Άρα αν κατάλαβα, σωστά...

 

A.    3/11/06 που επικαλείται ένα έγγραφο χειρόγραφο δεν νομίζω να έχει σχέση με αυτήν την υπόθεση των περιουσιακών στην παράγραφο 1.

 

            E. Άρα αν αντιλαμβάνομαι, σωστά στις 6/7/12 κύριε Ιωαννίδη είχατε ήδη εισπράξει 2,000 ευρώ;

           

            A. Υπογραφή γραμμάτιου.

           

            E. Ναι;

           

            A. Ναι, αλλά κάποιο μέρος μπορεί να ήταν για το διαζύγιο.

           

            E. Το έντυπο που λέτε στην πρώτη σελίδα μπροστά έχετε σημειωμένα τι εισπράττατε;

A. Ήταν στις 11/06 που εκδόθηκε το διαζύγιο. Δεν έχω αυτήν την πληρωμή εδώ αλλά  είναι μέρος για τα έξοδα του διαζυγίου.

                       

                        E. Και επαναλαμβάνω, στις 6/07/12 η Eναγόμενη σας είχε πληρώσει 2,000 ευρώ. Εγώ σας λέω ότι είναι περισσότερα, χωρίς να δίνετε αποδείξεις με αυτά που είπετε, και υπέγραψε για άλλες 8,800 ευρώ, σωστά;

 

                       A. Ναι, άμα δω θα θυμηθώ δεν έχω βρει εδώ κάτι, αλλά το βέβαιο είναι ότι κατάρτισα το έγγραφο μετά που συμφωνήσαμε για δικαστηριακή και εξωδικαστική.»

 

46. Η στάση του ενώπιον του Δικαστηρίου ενίσχυσε τη θέση της Εναγόμενης ότι ουδέποτε της παρείχε οιαδήποτε κατάσταση πληρωμών και οφειλών, εφ΄ όσον τέτοια κατάσταση ούτε και ο ίδιος είχε στην κατοχή του ακόμα και για σκοπούς προώθησης της αξίωσης του και για προετοιμασία της ακροαματικής διαδικασίας.

 

47. Αντιμέτωπος με τις θέσεις της Εναγόμενης κατά την αντεξέταση της, δια το ότι ουδέποτε της παραχώρησε οποιαδήποτε αναλυτική κατάσταση για τις πληρωμές της, της υπέβαλε την εξής θέση:

 

«Σας υποβάλλω κυρία μάρτυρα εν εχρειάστηκε ποτέ τέτοια αναλυτική κατάσταση για τον απλό λόγο ότι είχα λάβει υπόψη μου τον χρόνο, τη διαδικασία και όλα τα σχετικά, είχε καθορίσει το ποσό και εσείς είχατε συμφωνήσει χωρίς πρόβλημα, χωρίς αμφισβήτηση.»[20]

 

48. Πλην όμως ο ίδιος ουδόλως ήταν σε θέση να επεξηγήσει τί είναι αυτό που είχε «λάβει υπόψιν» του, ως καταδεικνύεται αμέσως πιο πάνω.

 

49. Τρίτον, ούτε και σαφής ήταν σε σχέση με ποιο ζήτημα ήταν «ενήμερη». Ήταν «ενήμερη» ότι χρεωνόταν πέραν των Δικαστικών Θεσμών; Ήταν «ενήμερη» ότι χρεωνόταν και στη βάση των περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμών ή ότι η συμφωνία τους δυνάμει του Τεκμηρίου 8 δεν ίσχυε; Δεν κατέστησε ούτε σαφές κατά πόσο, σύμφωνα με τη δική του αντίληψη ή θέση, η συμφωνία που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων δυνάμει του Τεκμηρίου 8, τροποποιήθηκε από κάποια άλλη προφορική συμφωνία ή συμφωνίες.

 

50. Τέταρτον, ακόμα και εάν μπορούσε να εκληφθεί ότι θέση του ήταν ότι η συμφωνία που συνήφθη δυνάμει του Τεκμηρίου 8 αντικαταστάθηκε (novated) με κάποιαν άλλη συμφωνία, υπάρχει παντελής σύγχυση πότε αντικαταστάθηκε και με ποιους όρους. Ενώ η θέση του από τη μία περιορίζεται στα όσα κατά τον ισχυρισμό του έλαβαν χώρα την ημερομηνία έκδοσης της εκ Συμφώνου Απόφασης, από την άλλη προέβαλε ότι ουδέποτε περιορίστηκε στις χρεώσεις ως προνοούν οι Δικαστικοί Θεσμοί.[21] Πλην όμως καμία άλλη έγγραφη συμφωνία προς τούτο παρουσίασε με ημερομηνία προγενέστερη της 6.7.2012 και ουδόλως παραχώρησε επεξηγήσεις ως προς τον τόπο, χρόνο και όρους μιας οποιασδήποτε προφορικής συμφωνίας, πριν από την προαναφερθείσα ημερομηνία, στη βάση της οποίας ο ίδιος γνησίως θεωρούσε ότι τον αποδέσμευε από τους όρους του Τεκμηρίου 8 ή να αντικαθιστούσε αυτή τη συμφωνία.

 

51. Το σύνολο των πιο πάνω ευλόγως συνηγορεί υπέρ του ότι, στην πραγματικότητα το ποσό το οποίο, «καθόρισε», σύμφωνα πάντα με τα λεχθέντα του ιδίου, στο ποσό των €8.800 ήταν προϊόν δικής του αυθαιρεσίας. Ούτε από την προσκομισθείσα μαρτυρία δύναται να εξαχθεί οιοδήποτε συμπέρασμα περί σύναψης οιασδήποτε συμφωνίας, γραπτής ή προφορικής, η οποία να τροποποιούσε ή να αντικαθιστούσε το Τεκμήριο 8 ώστε να δύνατο ο Ενάγων να χρεώνει την Εναγόμενη για την Αίτηση για Επίλυση Περιουσιακών Διαφορών με διαφορετικό τρόπο. Τα στοιχεία αυτά σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8, παρέχουν έρεισμα στη θέση της Εναγόμενης, ότι ουδέποτε ο ίδιος την ενημέρωσε ότι θα την χρέωνε επί οιασδήποτε βάσης, άλλην από αυτήν που προνοείται από τους Δικαστικούς Θεσμούς, ως το Τεκμήριο 8, θέση την οποία αποδέχομαι.

 

52. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η υπογραφή της είτε επί του Τεκμηρίου 1 είτε επί των εγγράφων στη Δέσμη Τεκμηρίων 3 δεν δύναται να στοιχειοθετήσει από μόνη της και ανεξάρτητα ότι η ίδια αναγνώρισε την ως άνω «οφειλή». Σε σχέση με την Δέσμη Τεκμηρίων 3 ουδεμία μαρτυρία υπάρχει ενώπιον μου δια το ότι η ίδια καθ’ οιονδήποτε χρόνο αντιλήφθηκε ή γνώριζε ότι το ποσό που ο Ενάγοντας «καθόρισε» ως την οφειλή της, δεν αποτελούσε το ποσό που θα δικαιούτο εάν τα έξοδα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή με βάση τους Θεσμούς. Τα ίδια ισχύον κατ’ αναλογίαν σε σχέση με οιεσδήποτε άλλες πληρωμές προέβη προς τον Ενάγοντα (βλ. λ.χ. Δέσμη Τεκμηρίων 9).

 

53. Σε ότι αφορά την παρ. 35(β) πιο πάνω, αποδέχομαι τη θέση της περί εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Ενάγοντα ως δικηγόρου της, θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε. Το εύρος της δε επιμαρτυρείται και από το γεγονός ότι ο ίδιος την εκπροσώπησε και σε άλλες υποθέσεις, σημαντικές για εκείνη, ως ανέφερε. Ο ίδιος μάλιστα της υπέβαλε κατά την αντεξέταση της ότι «αντλούσες δύναμη από μένα.»[22]

 

54. Σε ό,τι αφορά την παρ. 35(γ) πιο πάνω, η θέση της ότι τελούσε υπό πανικό, φόβο και σύγχυση είναι εξίσου αποδεκτή, ως συνάδουσας με την κοινή λογική, λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι καλείτο να διαχειριστεί και να αποφασίσει εκείνη τη χρονική στιγμή, αμέσως, τις λεπτομέρειες της τελικής διεκπεραίωσης της αντιδικίας της με τον τέως σύζυγο της, που χρονολογείτο για αρκετά έτη και από τις οποίες θα κρίνετο άπαξ και διαπαντός, τί δικαιούτο να λάβει και τί υποχρεούτο να απεμπολήσει. Καλείτο δε να σκεφτεί, να διαχειριστεί και να το αποφασίσει τα πιο πάνω, εντός του χώρου του Δικαστηρίου παρουσία και του τέως συζύγου της∙ του αντιδίκου της. Ο ίδιος ο Ενάγων ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι η Εναγόμενη «ένιωθε πολύ ένταση όταν τον έβλεπε» τον τέως σύζυγο της.[23]

 

55. Υπό το φως όλων των πιο πάνω αποδέχομαι στην πλήρη της έκταση τη μαρτυρία της Εναγόμενης ως προς τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 1. Η δε εκδοχή του Ενάγοντα σε σχέση με την πτυχή αυτή δεν είναι αποδεκτή ως μη αξιόπιστη για τους λόγους που έχουν παρατεθεί πιο πάνω. Εξίσου μη αποδεκτή είναι και η αναφορά της ΜΕ2 δια το ότι Τεκμήριο 1 υπεγράφη «στο γραφείο μας»[24] η μαρτυρία της οποίας δεν κρίνεται αξιόπιστη για τους λόγους που καταγράφονται στις παρ. 69 - 78 πιο κάτω. 

 

(γ)   Αξιολόγηση μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 4

56. Αναφορικά με την  υπογραφή του Τεκμηρίου 4, αποτέλεσε τη θέση του Ενάγοντα ότι επειδή η Εναγόμενη δεν του κατέβαλε το ποσό που καταγραφόταν επί του Τεκμηρίου 1, την κάλεσε να υπογράψει το Τεκμήριο 4 το οποίο υπέγραψε παρουσία δικηγόρου που εργάζονταν στο γραφείο του και της τότε γραμματέως του, κας Παναγιώτας Γεωργίου (ΜΕ2), οι οποίες υπέγραψαν το γραμμάτιο ως μάρτυρες υπογραφής της Εναγόμενης.

 

57. Η εκδοχή της Εναγόμενης είχε ως εξής:

8. (…) Ο Ενάγοντας μου τηλεφωνούσε και με πίεζε. Τόσο ο ίδιος όσο και η κοπέλα στο γραφείο του. Επιπρόσθετα από τις αποδείξεις που κατέθεσε ως Τεκμήρια ο Ενάγοντας, βρήκα διάφορες αποδείξεις της Ελληνικής τράπεζας με ημερομηνίες από 01.09.2016 μέχρι 10.11.2017 για €690.-. Παρακαλώ όπως μου επιτραπεί να τις καταθέσω στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια 9. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπιζα μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Μεταξύ 2014 και 2015 ήμουν και λήπτρια του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Ο Ενάγοντας ήταν ο δικηγόρος μου. Τον έβλεπα όπως θα έβλεπα και τον γιατρό μου. Τον άνθρωπο που θα με προστάτευε. Και σίγουρα ούτε ήθελα ή είχα πρόθεση να τον ξεγελάσω. Θεωρούσα ότι έντιμα μου ζητούσε τα χρήματα που μου ζητούσε. Επειδή όμως είχα ήδη πληρώσει πολλά χρήματα, κάποια με απόδειξη, πλείστα όμως χωρίς απόδειξη, του ζητούσα επανειλημμένα να μου ετοιμάσει μία κατάσταση όπου να φαίνονται τα χρήματα που του έδωσα καθώς και πως υπολόγιζε αυτά που συνολικά ζητούσε. Πάντα απέφευγε και πάντα έλεγε, ναι θα το ετοιμάσω. 9. Την περίοδο που προηγήθηκε της 28.07.2016, ήμουν δέκτης συνεχών τηλεφωνημάτων από τον Ενάγοντα και την κοπέλα του γραφείου του. Κυρίως από τον ίδιο. Με την πάροδο του χρόνου ο τρόπος του άλλαξε. Έγινε πολύ πιεστικός. Μου ανέφερε ότι αν δεν βάζαμε πλάνο αποπληρωμής θα αναγκαζόταν να μου κινήσει αγωγή. Αισθανόμουν και εγώ άσχημα διότι νόμιζα ότι έφταιγα. 10. Θέλω εδώ να περιγράψω την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Ήταν για μένα μια πολύ δύσκολη περίοδος. Ήμουν άνεργη, συντηρούμουν από τους γονείς μου και αντιμετώπιζα και σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ήμουν ένα ψυχολογικό ράκος. Και είχα βγει από ένα δύσκολο και αγχωτικό διαζύγιο και παρέμενα μόνη. Τον Ενάγοντα τον έβλεπα ως τον μόνο μου ουσιαστικό συμπαραστάτη. Επαναλαμβάνω ότι είχε προηγουμένως χειριστεί το διαζύγιό μου καθώς και μία άλλη υπόθεση που είχα. Αισθανόμουν ευάλωτη και τού είχα ακόμη τυφλή εμπιστοσύνη. Ήταν ο δικηγόρος μου. Τον εμπιστευόμουν απόλυτα. Όλα αυτά τα γνώριζε ο Ενάγοντας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες με πίεσε και στις 28.07.2016 πήγα στο γραφείο του. Για να τα βρούμε όπως μου είπε. 11. Όταν έφτασα εκεί, πήγα στο γραφείο του. Επέμενε για πλάνο αποπληρωμής. Ήταν τέτοια η πίεση, που είχα στη τσάντα μου €100.- που είχαν δώσει οι γονείς μου για να εξοφλήσω ένα λογαριασμό, και αισθάνθηκα αναγκασμένη να του τα δώσω και τα €100.-. Η πληρωμή αυτή προκύπτει και από τα Τεκμήρια. 12. Στη συνέχεια μού έδωσε το χαρτί να το υπογράψω. Το Γραμμάτιο συνήθους τύπου, Τεκμήριο 4. Ποτέ δεν μου εξήγησε την διαφορά αυτού του εγγράφου και της αναγνώρισης χρέους το Τεκμήριο 1 δηλαδή. Όταν μού το έδινε και απαιτούσε να το υπογράψω, δεν μου είπε, κοίταξε, υπάρχει μία διαφορά εδώ: Στο Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου δεν υπάρχει Υπεράσπιση. Αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα. 13.Αυτός ήταν ο δικηγόρος μου. Αυτόν εμπιστεύτηκα. Αντ' αυτού, όταν εγώ παραπονέθηκα και του είπα περιμένω τόσο καιρό να μου δώσεις μία κατάσταση, τί σε πλήρωσα τόσα χρόνια, πως βγαίνουν αυτά τα ποσά, αυτός, αδιαφορώντας πλήρως για την ψυχολογική μου κατάσταση, μού έβαλε τις φωνές, μού είπε ότι ήμουν αχάριστη και αγνώμων και με απείλησε ότι αν δεν υπέγραφα αμέσως το Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου, θα μού κινούσε αγωγή. Όμως, παρόλα ταύτα, παρόλη την αγνωμοσύνη μου, αν υπέγραφα, θα μού έστελνε την κατάσταση που ζητούσα. Και υπέγραψα. Ακόμη και εκείνη την ώρα, με ρωτούσε 'δεν μού έχεις εμπιστοσύνη;' Το χειρότερο είναι ότι ντρεπόμουν κιόλας. Δεν είχα φανταστεί την έκταση της απάτης. 14.Αναφέρω επίσης ότι κατάσταση δεν μού έστειλε ποτέ, παρόλον ότι την ξαναζήτησα. Θα έλεγα παρόλον ότι τον θύμιζα, αλλά δεν νομίζω ότι το πρόβλημα του είναι ότι δεν την έστελνε διότι ξεχνούσε. Ούτε κατάσταση μου έδωσε, όπως και ποτέ δεν μού έδωσε τιμολόγιο. Τα δε χρήματα μου ζήτησε και του τα κατέθετα σε προσωπικό του λογαριασμό, όχι σε λογαριασμό δικηγορικού γραφείου. 15. Θέλω τέλος να αναφέρω με τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό ότι όταν εγώ υπέγραφα το γραμμάτιο συνήθους τύπου, το Τεκμήριο 4, ήταν ήδη υπογραμμένο από τους μάρτυρες. Οι υπογραφές των μαρτύρων, ξεκάθαρα είχαν τοποθετηθεί πριν καν εγώ φτάσω στο γραφείο.»

58. Ανέφερε επίσης ότι κατά τον ίδιο χρόνο η ίδια υπέγραψε και την τελευταία σελίδα επί της Δέσμης Τεκμηρίων 3, έγγραφο με τίτλο «Απόδειξη Είσπραξης Χρημάτων» το οποίο περιλαμβάνεται και επί της πρώτης σελίδας του Τεκμηρίου 9. Επίσης υπέγραψε και την πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 9.[25]

 

59. Αντεξεταζόμενη διευκρίνισε ότι αντιλήφθηκε ότι η ίδια ήταν αντικείμενο κοροϊδίας του Ενάγοντα καθώς ούτε και κατόπιν της υπογραφής του Τεκμηρίου 4 ο ίδιος και πάλιν παρέλειψε να της αποστείλει κατάσταση των πληρωμών στις οποίες είχε προβεί.[26]

 

60. Παρεμβάλλω εδώ ότι επιτράπηκε στην Εναγόμενη να προωθήσει τις πιο πάνω θέσεις εφ’ όσον η εγκυρότητα του Τεκμηρίου 4, ως γραμματίου συνήθους τύπου, αμφισβητείτο και επειδή προβάλλεται η υπεράσπιση που διαλαμβάνεται με βάση το άρθρο 80 του Κεφ. 149. Δεν παραγνωρίζεται όμως ότι σύμφωνα με το άρθρο 80 Κεφ. 149, σε κάθε δικαστικό µέτρο που λαμβάνεται βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, αν αποδειχθεί ότι όντως πρόκειται για τέτοιο γραμμάτιο, το περιεχόμενο του συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό και το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή του (βλ. Δημητρίου ν. Δημητρίου Πολ. Έφ. 181/12, 12.12.2018, Raif v Dervish (1971) 1 C.L.R. 158 και Αναξαγόρας Χαραλάμπους κ.ά. ν. Χρηματοδοτήσεων Πάνθηρα Λίμιτεδ (2000) 1 ΑΑΔ 733.) 

 

61. Από τις δύο εκδοχές και πάλιν αποδέχομαι αυτήν της Εναγόμενης, για τους εξής λόγους.

 

62. Οι θέσεις του Ενάγοντα τίθενται κατά τρόπο συμπερασματικό και βασιζόμενες στη δική του υποκειμενική αντίληψη των γεγονότων. Σε κανένα στάδιο αναφέρει το περιεχόμενο της στιχομυθίας των διαδίκων ώστε το Δικαστήριο να δύναται να διαμορφώσει ανεξάρτητη κρίση των λεχθέντων του και δη αξιολογήσει την θέση του δια το ότι η Εναγόμενη υπέγραψε το Τεκμήριο 4 με την «ελεύθερη της συναίνεση»[27] ή ότι πριν από την υπογραφή του Τεκμηρίου 4, προηγήθηκε «μια χαλαρή φιλική συζήτηση».[28] Ήταν ευλόγως αναμενόμενο να παραθέσει τα ακριβή γεγονότα που έλαβαν χώρα αμέσως πριν από την υπογραφή του Τεκμηρίου 4, ενόψει της φύσης και του περιεχομένου των ισχυρισμών της Εναγόμενης δια ψυχικής πίεσης και εξαναγκασμού κατά το χρόνο της ίδιας της υπογραφής του Τεκμηρίου 4 από τον Ενάγοντα, ισχυρισμοί που ο ίδιος ο Ενάγοντας εξέλαβε ως ισχυρισμούς δια των οποίων επιχειρείται να πληγεί η εντιμότητα του.[29] Η επιλογή του να μην παραθέσει τις λεπτομέρειες αυτές, καθώς περί επιλογής πρόκειται, ενίσχυσε το γνήσιο της εκδοχής της Εναγόμενης η οποία, σε αντιδιαστολή, παρέθεσε πλήρεις λεπτομέρειες προς τούτο.

 

63. Από την αντίπερα όχθη, η Εναγόμενη παρέμεινε απολύτως σταθερή στις απόψεις της παραχωρώντας πλήρεις λεπτομέρειες του τί ελέχθη μεταξύ των μερών κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

64. Κατά την εξιστόρηση των αναφορών της που αφορούν στις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 4, ακόμα και όταν η ίδια διάβαζε τη γραπτή της δήλωση, ήταν εμφανώς ταραγμένη ωσάν να ζούσε εξ αρχής τα γεγονότα που την οδήγησαν στην υπογραφή του με το αίσθημα της αδικίας εκδήλως να τη διακατέχει καθ’ όλη τη διάρκεια της αντεξέταση της. Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα από την αντεξέταση της:

                            «A. Κύριε Ιωαννίδη, εσείς τα λέτε εν μπορείτε να ξέρετε πώς νιώθει ο οποιοσδήποτε   εν δίπλα σας ή γύρω σας, αν δεν σας το πει με λόγια.

                             E.   Είπετε ευθέως και με τον τρόπο που το εγράψετε κιόλας ότι… διαβάζω από την παράγραφο 15 του Εγγράφου Γ «οι υπογραφές... γραφείο» έτσι;

                 A.   Ναι.

                             E.   Δηλαδή δώστε μια εικόνα στο Δικαστήριο εμπήκετε...εκείνην την ημέρα είχαμε μιλήσει προηγουμένως είχαμε συνεννοηθεί για να έρθετε;

                 A.   Ναι.

                 E.   Ήταν ένα προκαθορισμένο ραντεβού;

                    A.   Ήταν για να πάω να βρούμε μια λύση πώς θα αποπληρώνω, δεν ειπώθηκε ότι θα συζητούσαμε ή θα είχα μπροστά μου το έντυπο που λέγεται γραμμάτιο.

                   E.  Κυρία μάρτυρα, δεν λες την αλήθεια. Σου είχα ξεκάθαρα πει από πριν και εγνώριζες τον λόγο που θα ερχόσουν.

      A.   Εγνώριζα τες απειλές για την αγωγή, όχι για το γραμμάτιο. Θα το φωνάζω μέχρι το τέλος της ζωής μου, για την αγωγή ήξερε πάρα πολύ καλά να λέει ένα, δύο, τρία για τις συνέπειες, για το γραμμάτιο δεν υπήρξε η παραμικρή λέξη στο τηλέφωνο τζιαι ήρτα στο γραφείο σας την ημέρα που καθορίσαμε το ραντεβού.(Η μάρτυρας μιλά με έντονο ύφος)

          

           (…)

 

                             E. Εν θυμάμαι αν σου είχα πει τη λέξη ‘γραμμάτιο’ θα υπόγραφες ένα πλήρες, πιο πλήρες έγγραφο σου είχα πει από το τηλέφωνο, δεν θυμούμαι αν είχα πει τη λέξη ‘γραμμάτιο’ στο οποίο είχα θέσει μέσα το ποσό το οποίο είχαμε εμείς οι δύο συμφωνήσει από πριν για να δίνεις με τον μήνα, συμφωνείς ή όχι;

        Α. Στο τηλέφωνο που μου κάματε για να κλείσουμε το ραντεβού θυμάμαι πάρα πολύ καλά δεν ειπώθηκε τούτο το πράγματα, ειπώθηκε το εξής να κάμουμε ένα πλάνο αποπληρωμής τζιαι επήα, γιατί επήα; Γιατί δεν είχα ποτέ πρόθεση να ξεγελάσω τον κύριο Ιωαννίδη, αλλά έφτασε ο κόμπος στο κτένι. Το να διάς λεφτά τζιαι να μην ξέρεις ποιο εν το τέρμα τούτου του πράματος 8,800 συν ΦΠΑ πώς προέκυψε, πού τελειώνει;»

         

65. Απολύτως σταθερή παρέμεινε και στη θέση της ότι ζήτησε κατ’ επανάληψη από τον Ενάγοντα να της αποστείλει αναλυτική κατάσταση των πληρωμών που είχε κάνει, παρά τις προσπάθειες του Ενάγοντα να ισχυριστεί ότι ουδέποτε του ζήτησε οποιαδήποτε κατάσταση.[30] Κάποια ασάφεια στις απαντήσεις της μάρτυρος που παρατηρείται αμέσως μετά, αποδίδεται στην έλλειψη σαφήνειας των ερωτήσεων του ίδιου του Ενάγοντα και όχι σε όποια της προσπάθεια να αποφύγει την όποια απάντηση. Η ίδια έσπευσε να του τονίσει ότι οι ερωτήσεις του δεν «είναι τόσο δομημένες» σε εισήγηση του ότι η Εναγόμενη δεν απαντά ευθέως.[31] Η παραπομπή του κ. Ιωαννίδη στα διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα από τα οποία προκύπτει ότι κατά καιρούς της ζητούσε διάφορα ποσά δεν καταδεικνύει την παροχή οποιασδήποτε αναλυτικής κατάστασης των πληρωμών της. Σχετικά είναι τα όσα κατέγραψα στην παρ. 39 - 50 πιο πάνω.

 

66. Κατά την αντεξέταση της ίδιας μάλιστα διεφάνη ότι ο Ενάγων αποδέχθηκε μέσω των εισηγήσεων του προς την Εναγόμενη, ότι της ανέφερε το ενδεχόμενο καταχώρησης αγωγής. Παρά το ότι αμφότεροι διαφώνησαν ως προς το περιεχόμενο της δήλωσης, εντούτοις προκύπτει, με παραδοχή του ιδίου του Ενάγοντα, ότι ο ίδιος αναφέρθηκε στην πρόθεση του δια καταχώρηση αγωγής σε περίπτωση μη αποπληρωμής του ποσού που αναγραφόταν επί του Τεκμηρίου 1.[32] Συναφώς, αποδέχομαι και αυτήν τη θέση της Εναγόμενης.

 

67. Αποτέλεσε την θέση του κ. Ιωαννίδη ότι κλονίστηκε η όλη αξιοπιστία της εκδοχής της Εναγόμενης καθώς κατά το στάδιο της αντεξέτασης του ιδίου του Ενάγοντα, του υποβλήθηκε από τον κ. Καντούνα ότι, κατά το χρόνο υπογραφής του Τεκμηρίου 4, υπεγράφησαν από την Εναγόμενη και οι αποδείξεις που περιλαμβάνονται επί του Τεκμηρίου 3. Δεν δύναμαι να υιοθετήσω αυτή την άποψη. Αμέσως με την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασης ο κ. Καντούνας επεξήγησε στο Δικαστήριο ότι η εν λόγω υποβολή του αποτελούσε προϊόν δικού του προσωπικού λάθος και λανθασμένης αντίληψης των οδηγιών της Εναγόμενης.[33] Πράγματι, ανατρέχοντας στη μαρτυρία της ιδίας, ουδόλως προκύπτει ότι η ίδια προώθησε μια τέτοια θέση. Οι εν λόγω υποβολές του κ. Καντούνα, ο οποίος τις απέδωσε σε δικό του προσωπικό λάθος, δεν αποτελούν την δική της μαρτυρία, ώστε να τίθεται ζήτημα ουσιώδους αντίφασης της μάρτυρος.  

 

68. Ούτε και το γεγονός ότι ο Εναγόμενη, δεν διέκοψε τον δικηγόρο της κατά την αντεξέταση του κ. Ιωαννίδη, για να «διορθώσει» το λάθος του δικηγόρου της από μόνο του δύναται να αποδυναμώσει το κατά τα λοιπά το γνήσιο και το αξιόπιστο της εκδοχής της. Η παράλειψη της αυτή μπορεί ευλόγως να αποδοθεί σε σωρεία λόγων και όχι μόνο στην επεξήγηση ότι «δεν σας βγήκε αυτό το πράγμα τζιαι εκάτσετε τζιαι σκεφτήκατε και ήρθατε να το διορθώσετε σήμερα», ως η σχετική υποβολή του κ. Ιωαννίδη.[34]

 

69. Στρέφομαι στη μαρτυρία της ΜΕ2. Τα όσα κατέθεσε δεν υποβοηθούν τη θέση του Ενάγοντα. Η ίδια ΜΕ2 εμφανίστηκε χωρίς κλήση και έχοντας ετοιμάσει γραπτή δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας βρίθει συμπερασμάτων βασιζόμενων στη δική της υποκειμενική της αντίληψη χωρίς επαρκή αναφορά σε γεγονότα, ως προς τις περιστάσεις υπογραφής του Τεκμηρίου 4. Τέτοια συμπεράσματα εντοπίζονται στις φράσεις δια το ότι η Εναγόμενη υπέγραψε το Τεκμήριο 4 «χωρίς να της ασκηθεί οποιασδήποτε μορφής πίεση», «εφόσον αποδεχόταν την οφειλή της» και ότι «ήταν χαλαρή και φυσιολογική». Από το εδώλιο του μάρτυρα επιδείκνυε νευρικότητα, κοίταζε συνεχώς χαμηλά και απόφευγε την οποιαδήποτε οπτική επαφή με οιονδήποτε παράγοντα τις δίκης. Οι απαντήσεις της ήταν φειδωλές σε τέτοια έκταση που έδιδε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε άμυνα ή κατ’ ελάχιστον, ότι δεν επιθυμούσε να επεκταθεί επί των γεγονότων και, γενικότερα, ότι επιθυμία της ήταν να αποχωρήσει από την δικαστική αίθουσα.

 

70. Την έλλειψη διάθεσης της να επεκταθεί επί των γεγονότων αφουγκράστηκε και ο ίδιος ο Ενάγων ο οποίος με εκνευρισμό της παρότρυνε: «(π)ες μας».[35] Τότε η ίδια, αμέσως μετά την πιο πάνω παρότρυνση του κ. Ιωαννίδη, και χωρίς να εκκρεμεί οποιαδήποτε επί τούτου σχετική ερώτηση ως προς τις περιστάσεις υπογραφής της Εναγόμενης επί του Τεκμηρίου 4, άρχισε να εξιστορεί γεγονότα ως προς τις περιστάσεις υπογραφής της Εναγόμενης επί του Τεκμηρίου 4.

 

71. Κατά την εξιστόρηση των γεγονότων η ίδια παρουσίαζε αμηχανία και ανασφάλεια ωσάν η ίδια να μην πίστευε στα λεχθέντα της. Ανέφερε δε το εξής:

 

«Ήρθε η κυρία Σπυρούλλα πέρασε από το γραφείο μου, εγώ δακτυλογράφησα το εν λόγω γραμμάτιο ενώ μου το υπαγόρευσε και το δώσαμε στο γραφείο του κύριου Λάμπρου, και μπήκε μέσα και μας φώναξε με την Αγγέλα ως μάρτυρες και υπέγραψε και η κυρία Σπυρούλλα αφού το διάβασε.»

 

 

72. Δεν στέκει στη λογική, η Εναγόμενη να μετέβηκε στο γραφείο του Ενάγοντα για να συζητήσει την αποπληρωμή της «οφειλής» της προς τον τελευταίο, και να μετέβη στο γραφείο της γραμματέως για να της υπαγορεύσει το «γραμμάτιο». Εάν η αναφορά σε «υπαγόρευση» του «γραμματίου» αφορά τον ίδιο τον Ενάγοντα, δεν επεξηγήθηκε σε πιο χρονικό σημείο έγινε αυτό. Ούτε και της ζητήθηκε να διευκρινίσει το ζήτημα περαιτέρω κατά την κυρίως εξέταση της.

 

73. Το επιτηδευμένο της στάσης της ενώπιον του Δικαστηρίου και, συνάμα, της ανασφάλειας που επιδείκνυε κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας της προκύπτει και από το αμέσως επόμενο απόσπασμα από την κυρίως εξέταση της:

 

«Ε. Λέχθηκε οτιδήποτε;

«Α. Εξ’ όσων θυμάμαι όχι ή κάποια αντίδραση.»[36]

 

74. Πλην όμως η ερώτηση ουδόλως ήταν σαφές σε τί αφορούσε. Μια λογική και γνήσια αντίδραση στην ερώτηση «λέχθηκε οτιδήποτε;» θα ήταν διερωτηθεί κανείς από ποιον να λεχθεί ή σαν τί να λεχθεί; Διερωτάται κανείς είναι δυνατόν να υπογράφεται ένα έγγραφο και να μην έχει λεχθεί τίποτε;

 

75. Με όλο το σέβας, τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι η μάρτυρας προσήλθε για να καταθέσει συγκεκριμένα σημεία με συγκεκριμένο περιεχόμενο και τέτοια αγωνία είχε να το πράξει, που ο διάλογος μεταξύ του Ενάγοντα και της ίδιας σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 4, ενώπιον Δικαστηρίου, απέληξε να στερείται ειρμού και συνοχής.

 

76. Η ίδια κατόπιν ανέφερε δια ζώσης κατά την κυρίως εξέταση της ότι «δεν ήμουν όλη την ώρα μέσα στο γραφείο για να ξέρω τί έλεγαν».[37] Η αναφορά της αυτή παρουσιάζει σαφή μεταβολή από την βεβαιότητα δια της οποίας εξέφρασε την εξής θέση στα πλαίσια της γραπτής της δήλωσης: «το έγγραφο αυτό η Εναγόμενη το διάβασε και χωρίς να της ασκηθεί οποιασδήποτε μορφής πίεση[38] Κοντολογίς, εφόσον η ίδια δεν ήταν «όλη την ώρα μέσα στο γραφείο για να ξέρει τί έλεγαν» δεν είναι αντιληπτό για ποιον λόγο εξέφρασε με βεβαιότητα τη θέση στη γραπτή της δήλωση ότι καμία πίεση ασκήθηκε από τον Ενάγοντα προς την Εναγόμενη. Ούτε και η αναφορά της αυτή, δύναται να επεξηγηθεί στη βάση το ότι δεν άκουσε «φωνές» από το γραφείο της, ως ανέφερε κατόπιν άκρως καθοδηγητικών ερωτήσεων του Ενάγοντα,[39] εφ’ όσον «πίεση» δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι ασκείται μόνο μέσω φωνασκιών.

 

77. Το σύνολο των πιο πάνω καταδεικνύει ότι η ΜΕ2 προσήλθε με διάθεση μόνο να υποβοηθήσει την υπόθεση του Ενάγοντα για δικούς της λόγους. Τούτο επεξηγεί το επιτηδευμένο της μαρτυρίας της αλλά και την όλη ανασφάλεια και νευρικότητα που επιδείκνυε από το εδώλιο του μάρτυρα.  

 

78. Τα πιο πάνω θέτουν το πρίσμα στη βάση του οποίου θα πρέπει να ιδωθεί η όλη της μαρτυρία, την οποία δεν αποδέχομαι. Με βάση όλα τα πιο πάνω και στη απουσία άλλης ανεξάρτητης και αξιόπιστης μαρτυρίας επί τούτου, όπως θα μπορούσε ενδεχόμενα να είναι η μαρτυρία της δικηγόρου που υπέγραψε ως δεύτερη μάρτυρας επί του Τεκμηρίου 4 (η οποία δεν κλήθηκε για να καταθέσει, παρά την κρισιμότητα του σημείου για την ίδια την εγκυρότητα του γραμματίου (βλ. παρ. 84 - 85 πιο κάτω)), δεν αποδέχομαι ούτε τη θέση της ΜΕ2 ότι η Εναγόμενη υπέγραψε στην παρουσία της ίδιας και της εν λόγω δικηγόρου.

 

 

(δ)   Αξιολόγηση μαρτυρίας για παροχή δικηγορικών υπηρεσιών

 

79. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ο Ενάγων έσπευσε να προβάλει διαζευκτική αιτία αγωγής, στη βάση της αποζημίωσης της εύλογης αμοιβής, επικαλούμενος στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων και τους περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακής Υποθέσεως) Κανονισμούς. Οι σχετικές αναφορές εντοπίζονται στις παρ. 22 και 23 της γραπτής του δήλωσης. Αρκεί να σημειωθεί ότι καμία από τις εκεί παρατεθείσες λεπτομέρειες δικογραφείται και συναφώς, τα εκεί αναφερόμενα γεγονότα δεν δύνανται να αποτελέσουν το υπόβαθρο επί γεγονότων, δια την επιδίκαση οιασδήποτε αποζημίωσης.  

 

80. Άνευ επηρεασμού της πιο πάνω κατάληξης μου, για σκοπούς πληρότητας και μόνο αναφέρω ότι οι εκεί αναφορές δεν θα μπορούσαν να παράσχουν έρεισμα για την όποια αποζημίωση ως εύλογη αμοιβή. Τούτο διότι ο Ενάγων δεν ήταν σε θέση να διασαφηνίσει με επάρκεια ποια ποσά είχε πληρωθεί από την Εναγόμενη και σε σχέση με ποιες εργασίες. Η μαρτυρία του επί τούτου δεν έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Ερωτηθείς μάλιστα κατά την αντεξέταση του, επαναλαμβάνω, έσπευσε να αναφέρει ότι «η απαίτηση μου δεν βασίζεται σε υπηρεσίες.» [40]

 

 

V.  ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

81. Πέραν των όσων έχω καταγράψει στην Ενότητα III πιο πάνω, τα πιο πάνω αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου στη βάση της ενώπιον μου αξιόπιστης και αποδεκτής μαρτυρίας.

 

82. Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες υπογραφής των Τεκμηρίων 1 και 4, οι θέσεις της Εναγόμενης ως αυτές καταγράφονται στις παρ. 25 και 57 πιο πάνω αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Βρίσκω πρόσθετα ότι κατά το χρόνο υπογραφής του Τεκμηρίου 4, η ίδια υπέγραψε και την τελευταία σελίδα επί της Δέσμης Τεκμηρίων 3, έγγραφο με τίτλο «Απόδειξη Είσπραξης Χρημάτων» το οποίο περιλαμβάνεται και επί της πρώτης σελίδας του Τεκμηρίου 9. Επίσης υπέγραψε και την πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 9. Ουδέποτε ο Ενάγων ανέφερε στην Εναγόμενη ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας τους ως το Τεκμήριο 8 θα άλλαζε και ουδέποτε η ίδια συμφώνησε να καταβάλει οποιαδήποτε πρόσθετα ποσά για την αμοιβή του. Ουδέποτε της ανέφερε ότι θα προέβαινε σε εργασίες τις οποίες μεταγενέστερα θα χαρακτήριζε εξωδικαστηριακή εργασία και θα αξίωνε πρόσθετη αμοιβή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους τη διαβεβαίωνε ότι θα της απέστελλε σχετική αναλυτική κατάσταση για όλες τις πληρωμές στις οποίες προέβη. Η Εναγόμενη κατέβαλλε κατά καιρούς στον Ενάγοντα διάφορα ποσά ως αμοιβή στον Ενάγοντα, για τα οποία δεν εκδίδονταν τιμολόγια και ενίοτε ούτε και αποδείξεις. 

 

VIΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

83. Έχοντας κατά νουν τις παρατεθείσες στην παρ. 60 αυθεντίες, στρέφομαι κατ’ αρχάς, στη θέση του Ενάγοντα, ότι το Τεκμήριο 4 αποτελεί γραμμάτιο συνήθους τύπου εν τη εννοία του άρθρου 78 του Κεφ. 148.

 

84. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ανδρέα Αντωνίου κ.ά. ν. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Πολ. Έφ. 154/18, 20.3.24, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το Άρθρο 78 του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) προσδιορίζει την έννοια του γραμματίου συνήθους τύπου ως γραπτή υπόσχεση που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, η οποία πρέπει:

 

·         να υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι,

·         να προσδιορίζει την πληρωμή ποσού χρημάτων, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο από το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση προς πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο γραμμάτιο,

·         να καθορίζει τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς εννέα τοις εκατό κατ' έτος και, σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων επ' αυτού, τα συναφή έξοδα

·         να αναφέρει την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.

 

Στο άρθρο 78 καθορίζεται επίσης ότι το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση καλείται ‘οφειλέτης χρέους’ ενώ το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται η υπόσχεση καλείται ‘πιστωτής’. Το γραμμάτιο συνήθους τύπου ως αυτοτελής αιτία αγωγής, αποτελεί μια ιδιότυπη νομική ρύθμιση (βλ. Λεωνίδου κα ν. Σπυριδάκη (2012) 1 Α.Α.Δ 1694) αφού αποδίδει σημαντικά πλεονεκτήματα στον ενάγοντα. Σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 149, σε κάθε δικαστική διαδικασία τα καταγεγραμμένα γεγονότα στο γραμμάτιο συνήθους τύπου αποτελούν αμάχητη απόδειξη, οι δε υπερασπίσεις που δύνανται να προβληθούν, είναι συγκεκριμένες. Αυτές περιορίζονται στη γνησιότητα των υπογραφών και τον ισχυρισμό ότι το γραμμάτιο εκδόθηκε ως αποτέλεσμα απάτης ή εξαναγκασμού. Η νομολογία πρόσθεσε ως περαιτέρω υπεράσπιση, την εξόφληση του χρέους του γραμματίου (βλ. Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 Α.Α.Δ.148).

 

Ο σκοπός του νομοθέτη, είναι σαφώς η δημιουργία ενός ιδιαίτερου συμβατικού θεσμού με αυξημένη αποδεικτική δυναμική, με τον οποίο να αποκλείεται η έγερση των ευρύτερων  υπερασπίσεων που είναι διαθέσιμες σε μια συνηθισμένη συμβατική σχέση. Ενόψει όμως των πιο πάνω πλεονεκτημάτων που παρέχονται στον πιστωτή γραμματίου συνήθους τύπου, καθίσταται επιβεβλημένη η αυστηρή τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στο Άρθρο 78 του Περί Συμβάσεων Νόμου, ώστε να χαρακτηριστεί ένα έγγραφο ως ‘γραμματίου συνήθους τύπου’ και να δύναται έτσι να στοιχειοθετήσει αυτοτελή αιτία αγωγής (βλ. Φούλη ν. Μιχαήλ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1144, Papastratis v. Economou (1970) CLR 11 και Παύλου κ.α. ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ 483).»

 

 

85. Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι το Τεκμήριο 4 αποτελεί γραμμάτιο εν τη εννοία του άρθρου 78 του Κεφ. 149. Τούτο διότι ο Ενάγων δεν απέδειξε, ως όφειλε, ότι η Εναγόμενη υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο στην παρουσία δύο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι (βλ. Λοϊζος Κώστα Λοϊζίδης ν. Ανδρέα Μιχαήλ Τσιακλή κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 1418, Χαράκη ν. Βρυωνή Πολ. Έφ. Ε28/17, 24.10.18 και Papastratis v. Economou (1970) CLR 11. Αντιθέτως, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, το Τεκμήριο 4 ήταν ήδη υπογεγραμμένο κατά το χρόνο της υπογραφής του από την Εναγόμενη, σύμφωνα με την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία της τελευταίας. Συναφώς, η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει στη βάση του άρθρου 78 του Κεφ. 149.

 

86. Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο η αγωγή του Ενάγοντα δύναται να επιτύχει επί οιασδήποτε άλλης βάσης αγωγής.

 

87. Δικογραφεί ο Ενάγων την αναγνώριση χρέους. Όμως τούτη δεν είναι αυθύπαρκτη αιτία αγωγής, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη κάποιας άλλης αιτίας αγωγής (Ιγνατίου κ.α. ν. Λεμονάρη (2004) 1Γ Α.Α.Δ 1562 και Παύλου κ.α. ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ.483). Εν προκειμένω, στη βάση των ισχυρισμών του Ενάγοντα, αυτής της παράβασης σύμβασης. Αυτή η «παράβαση σύμβασης» ήταν, υπενθυμίζω, κατ’ ισχυρισμό του Ενάγοντα, η προφορική σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων για τη δικηγορική αμοιβή του Ενάγοντα η οποία, σύμφωνα πάντα με τη θέση του, αποτυπώθηκε, σε μεταγενέστερο χρόνο, επί του Τεκμηρίου 1. Η εκδοχή του Ενάγοντα προς τούτο απορρίφθηκε για τους λόγους που καταγράφονται πιο πάνω. Απέτυχε συνεπώς ο Ενάγων να αποδείξει τη σύναψη οιασδήποτε συμφωνίας με την Εναγόμενη, πέραν αυτής που περιλαμβάνεται επί του Τεκμηρίου 8, ή την αντικατάσταση ή την τροποποίηση της τελευταίας κατά το χρόνο έκδοσης της Εκ Συμφώνου Απόφασης ή και προηγουμένως (βλ. άρθρο 62 του Κεφ. 149, Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Πολυδωρίδη κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 68 και Τράπεζα Κύπρου κ.ά. ν. Coudounaris Food Productions κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 641 και Πίγκος Εστέιτς Λτδ ν. Μιχάλη Θεοδούλου Καλογήρου κ.ά. (2015) 1 ΑΑΔ 1953).

 

88. Η εκδοχή της Εναγόμενης ως προς τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 1, η οποία έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη, επεξηγεί και τον λόγο δια τον οποίο υπεγράφη το Τεκμήριο 1 και, ακολούθως, έγιναν κάποιες πληρωμές δυνάμει του Τεκμηρίου 3. Ειδικότερα, αφ’ ενός, η Εναγόμενη πίστευε πάντοτε ότι το ποσό που αναγραφόταν επί του Τεκμηρίου 1 (και, ακολούθως, επί της Δέσμης Τεκμηρίων 3), αντανακλούσε τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα, δυνάμει του Τεκμηρίου 8. Δηλαδή, ότι το ποσό που εκεί αναγραφόταν αντανακλούσε το ποσό που θα έπρεπε να είχε καταβάλει στον Ενάγοντα στη βάση των Δικαστικών Θεσμών. Αφ’ ετέρου, ο Ενάγων της ανέφερε ότι «για να μπορέσει να προχωρήσει η εκτέλεση των όσων συμφωνήθηκαν και θα περιλαμβάνονταν στο Διάταγμα, θα έπρεπε να υπογράψει αμέσως το Τεκμήριο 1». Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ίδια βρισκόταν σε καθεστώς σύγχυσης και πανικού, υπέγραψε το Τεκμήριο 1. Σχετικά παραπέμπω στις παρ. 53 - 54 πιο πάνω.

 

89. Των πιο πάνω δοθέντων ουδόλως αποδείχθηκε οιαδήποτε πρόθεση εκ μέρους της (βλ. Coudounaris) για τροποποίηση ή προσθήκη των όρων της συμφωνίας που είχε δυνάμει του Τεκμηρίου 8 ή της αντικατάστασης της με οιαδήποτε άλλη συμφωνία (Coudounaris, Πολυδωρίδης και Πίγκος Εστέιτς). Συναφώς, η υπογραφή του Τεκμηρίου 1 από μέρους της δεν στοιχειοθετεί την σύναψη οιασδήποτε άλλης συμφωνίας για αμοιβή του Ενάγοντα.  

 

90. Στρέφομαι στις αναφορές του Ενάγοντα περί εύλογης αμοιβής και εξωδικαστικών εργασιών. Επαναλαμβάνω ότι αυτές δεν δικογραφούνται (βλ. παρ. 79 πιο πάνω). Χωρίς επηρεασμό της εν λόγω διαπίστωσης μου, ερείδονται επί μη αξιόπιστης μαρτυρίας, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο κάτω (βλ. παρ. 80 πιο πάνω). Εφαρμογής τυγχάνουν κατ’ αναλολγίαν και τα όσα αναφέρθηκαν στην Λάμπρος Α. Ιωαννίδης ν. Παύλος Κουππής 1160/15, 13.9.2016 (ανωτέρω):  

«Δεν μπορώ να μην επισημάνω εδώ ό,τι σχετικό της αρχής quantum meruit.  Επί του προκειμένου καθοδηγητικά είναι όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Indian Contract and Specific Relief Acts,9η έκδοση, των Pollock & Mulla.  Στη σελίδα 476 αναφέρεται ότι:

 

Quantum Meruit. - Quantum Meruit is but reasonable compensation awarded on implication of a contract to remunerate, and an express stipulation under a contract cannot be displaced by assuming that stipulation is not reasonable.  Compensation quantum meruit is awarded for work done or services rendered when price thereof is not fixed by contract.  For work done or services rendered pursuant to the terms of a contract, compensation quantum meruit cannot be awarded when the contract provides for the consideration payable in that behalf.

 

Πιο κάτω, στη σελίδα 477, αναφέρεται ότι·

 

A quantum meruit claim arises where work is done or services performed by one person for another in circumstances which entitled the person doing the work or performing the services to receive a reasonable remuneration therefor.

 

Και πιο κάτω·

 

   ‘Quantum meruit is a quasi contract and arises in a sense on an implied contract and not on any express agreement but in the circumstances of some cases it may arise out of the contract.  It is not a remedy for a breach nor does it arise on frustration, but it is an incident, which does arise as a consequence of the contract or "arising out of" it.  The fact that a person does the work under an agreement which was in fact void, does not disentitle him from recovering on a quantum meruit.  The obligation to pay reasonable remuneration for work done when there is no binding contract is imposed by a rule of law and not by an inference of fact from acceptance of the services (per Greer L.J.).

 

Στην προκείμενη περίπτωση τα μέρη είχαν συμφωνία.  Όπως έχει ήδη υποδειχθεί τούτη ήταν το γενικό διοριστήριο δικηγόρου, η οποία [συμφωνία] προνοούσε ότι ο ενάγων θα αμειφθεί βάσει του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού.  Εφόσον λοιπόν είχε συμφωνηθεί αμοιβή, εν προκειμένω στην κλίμακα €100.000 - €500.000, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής quantum meruit.  Η αρχή τυγχάνει εφαρμογής σε σχέσεις που ομοιάζουν με συμβατικές, αλλά δεν έχει συμφωνηθεί ποσό.  Στη δοσμένη περίπτωση συμφωνήθηκε τέτοιο, δηλαδή βάσει της κλίμακας των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Από την άλλη, στην έκταση που η εισήγηση του ενάγοντα αφορά εξωδικαστηριακή εργασία, εν ολίγοις τις ώρες που μελέτησε την υπόθεση στο γραφείο του, αρκεί να επαναλάβω ότι ο ενάγων κρίθηκε αναξιόπιστος, με αποτέλεσμα ουδεμία μαρτυρία να αποκαλύπτει πόσος ήταν τούτος ο χρόνος.  Συνεπώς αναπόδεικτη παρέμεινε αυτή η πτυχή της υπόθεσης και ιδιαίτερα ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι μελετούσε την υπόθεση για πέραν των 10 ωρών.  Ως εκ των πιο πάνω και αυτή η πτυχή της υπόθεσης απορρίπτεται.»

 

 

91. Παρά την κατάληξη μου ότι το Τεκμήριο 4 δεν αποτελεί γραμμάτιο εν τη εννοία του άρθρου 78 του Κεφ. 149, δεν μου διαφεύγει η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα στην παρ. 5 της Έκθεσης Απαίτησης του, δια της υπογραφής του Τεκμηρίου 4, η Εναγόμενη «αναγνώρισε την οφειλή της προς τον Ενάγοντα, για το συμφωνηθέν υπόλοιπο της αμοιβής του, για το ποσό των €8.800 πλέον Φ.Π.Α.» Η αναφορά αυτή παραπέμπει σε εκ νέου ισχυρισμό περί αναγνώρισης χρέους, δια της υπογραφής της επί του Τεκμηρίου 4, αυτής καθ’ εαυτής, ως ζήτημα που αξιολογείται στα πλαίσια ενός ευρύτερου ισχυρισμού δια σύναψης κάποιας συμφωνίας (βλ. παρ. 87 πιο πάνω) και ανεξαρτήτως του κατά πόσον το εν λόγω τεκμήριο δύναται να χαρακτηριστεί και ως γραμμάτιο συνήθους τύπου, εν τη εννοία του άρθρου 78 του Κεφ. 149.

 

92. Ο Ενάγων δεν απέδειξε ότι η υπογραφή της Εναγόμενης επί του Τεκμηρίου 4 έγινε στο πλαίσιο σύναψης οιασδήποτε νέας σύμβασης για την αμοιβή του. Με βάση τα ενώπιον μου γεγονότα, συνάγεται ευλόγως ότι η πεποίθηση που διατηρούσε η Εναγόμενη δια το ότι ο Ενάγων την χρέωνε σύμφωνα με τους όρους του Τεκμηρίου 8, ουδόλως αλλοιώθηκε πριν από την υπογραφή του Τεκμηρίου 4. Τούτο διότι, ουδέν άλλο γεγονός, σύμφωνα με την ενώπιον μου μαρτυρία, μεσολάβησε μεταξύ της υπογραφής του Τεκμηρίου 1 και του Τεκμηρίου 4 ώστε να τεθεί υπόψιν της ότι το ποσό των €8.800 που αρχικώς «καθόρισε» ο Ενάγων, επιβλήθηκε κατά τρόπο αυθαίρετο (βλ. παρ. 51 πιο πάνω). Ούτε, έστω, ο Ενάγοντας της απέστειλε οιαδήποτε κατάσταση οφειλών και πληρωμών, ως η ίδια ζήτησε επανειλημμένα. Ούτε της έθεσε οποτεδήποτε ότι το ποσό αυτό δεν αντανακλά τα όσα είχαν συμφωνηθεί με βάση το Τεκμήριο 8 αλλά κάτι άλλο, το οποίο, υπενθυμίζω, ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία καθόρισε με επάρκεια. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι ήταν και παντελώς παράλογο να συμφωνηθεί άλλη αμοιβή, κάποια έτη κατόπιν της πλήρους διεκπεραίωσης της υπόθεσης. Υπενθυμίζω ότι η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή ως μη αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

93. Το σύνολο των πιο πάνω πάνω επισφραγίζει την αποτυχία της αγωγής.

 

94. Άνευ επηρεασμού της κατάληξης μου ότι το Τεκμήριο 4 δεν συνιστά γραμμάτιο εν τη εννοία του άρθρου 78 του Κεφ. 149, προχωρώ για σκοπούς πληρότητας και μόνο, να εξετάσω κατά πόσο η υπεράσπιση της Εναγόμενης θα μπορούσε, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, να επιτύχει.

 

95. Σύμφωνα με το άρθρο 80 του Κεφ. 149:

 

«Νοείται ότι σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπόγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.»

 

96. Οι περιστάσεις υπογραφής του Τεκμηρίου 4 καταδεικνύουν ότι η έκδοση του επιτεύχθηκε υπό περιστάσεις που ανάγονται σε απάτη, εν τη εννοία του άρθρου 80. Επαναλαμβάνω, η ίδια υπέγραψε το Τεκμήριο 4 τελώντας υπό την εσφαλμένη εντύπωση ότι το ποσό που εκεί αναγράφεται αποτελεί το ποσό που η ίδια οφείλει δυνάμει του Τεκμηρίου 8 (Διοριστήριο Έγγραφο Δικηγόρου) (βλ. παρ. 92 πιο πάνω). Την εντύπωση αυτή ευλόγως διατηρούσε στη βάση, αφ’ ενός, του περιεχομένου του Τεκμηρίου 8 και, αφ’ ετέρου, της σιωπής που εκδήλως ο Ενάγων τηρούσε, τόσο κατά το χρόνο υπογραφής του Τεκμηρίου 4, όσο και προγενέστερα, δια το ότι το εκεί αναφερθέν ποσό το οποίο «καθόρισε» ουδόλως περιορίστηκε στα όσα καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 8. Υπήρχε παντελής και επιτηδευμένη έλλειψη διαφάνειας ως προς τον τρόπο που ο Ενάγων τελικώς επιθυμούσε να χρεώνει την Εναγόμενη, ζήτημα που ούτε κατά την ακροαματική διαδικασία ξεκαθάρισε. Όφειλε ο Ενάγων να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, ώστε να δικαιούται να χρεώνει την Εναγόμενη σε οποιαδήποτε διαφορετική βάση (άλλην από αυτήν που προνοείται από το Τεκμήριο 8) και να ζητήσει τη σαφή της συγκατάθεση ως προς τρόπο χρέωσης της αμοιβής του και αντικατάσταση ή τροποποίηση της συμφωνίας που είχε με την Εναγόμενη δυνάμει του Τεκμηρίου 8, τόσο ως ζήτημα του δικαίου που διέπει τις συμβάσεις αλλά και ως ελάχιστο δεοντολογικό καθήκον δικηγόρου έναντι του πελάτη του (βλ. παρ. παρ. 27 - 34 πιο πάνω.)

 

97. Δεν μπορεί ακόμα ούτε να αγνοηθεί ότι η υπογραφή του Τεκμηρίου 4 έπετο της υπογραφής του Τεκμηρίου 1, το οποίο αποτέλεσε και τη «βάση» επί της οποίας ο Ενάγων απαιτούσε από την Εναγόμενη το συγκεκριμένο ποσό από το χρόνο της υπογραφής του, καταλήγοντας στην υπογραφή του Τεκμηρίου 4. Οι συνθήκες όμως υπογραφής του ίδιου το Τεκμηρίου 1 συνθέτουν χωριστό βάθρο γεγονότων επί του οποίου και πάλιν εξάγεται αβίαστα ότι ο Ενάγων εκδήλως εκμαίευσε την υπογραφή της Εναγόμενης και επί αυτού του εγγράφου (βλ. παρ. 25 πιο πάνω). Χαρακτηριστικό είναι ότι της ανέφερε ότι του «για να μπορέσει να προχωρήσει η εκτέλεση των όσων συμφωνήθηκαν και θα περιλαμβάνονταν στο Διάταγμα, θα έπρεπε να υπογράψ[ει] αμέσως το Τεκμήριο 1». Ουδέποτε έσπευσε, με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, να επιχειρήσει να διορθώσει την ως άνω ψευδή του παράσταση.

 

98. Ανεξάρτητα και χωρίς επηρεασμό των πιο πάνω, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου (βλ. ενότητα V πιο πάνω), συνάγεται πρόσθετα ότι το Τεκμήριο 4 υπεγράφη υπό περιστάσεις που ανάγονται και σε εξαναγκασμό, εν τη εννοία του άρθρου 80 του Κεφ. 149. Τούτο διότι ο Ενάγων την απείλησε ότι σε περίπτωση που δεν υπέγραφε το Τεκμήριο 4, θα της «κινούσε αγωγή.» Η βάση όμως που επικαλείτο για τη λήψη μέτρων ήταν ακριβώς, το Τεκμήριο 1, πλην όμως το εν λόγω έγγραφο υπεγράφη υπό τις συνθήκες που καταγράφονται στην παρ. 25 πιο πάνω.

 

99. Με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, η απειλή του Ενάγοντα για λήψη νομικών μέτρων ήταν τέτοια που ήταν παράλογη κατά τρόπο που να συνιστά εξαναγκασμό στην υπογραφή του Τεκμηρίου 4 (βλ. Γεωργίου Μάρκου, ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Χρυσάνθης Μάρκου κ.ά. ν. Ταμείου Προνοίας του Τακτικού Προσωπικού των Εταιρειών Πατισερί Παναγιώτης και Παπαφιλίππου Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 1421. Οι περιστάσεις αυτές, έχουν καταγραφεί στην παρ. 57 πιο πάνω και δεν χρήζουν επανάληψης. Είναι και οι εξής:

(α) Το γεγονός ότι ο Ενάγων εκμαίευσε την υπογραφή της Εναγόμενης, πελάτιδας του, επί του Τεκμηρίου 1 στη βάση των συνθηκών που καταγράφονται στην παρ. 25 πιο πάνω.

(β) Το γεγονός ότι ο ίδιος, ως δικηγόρος, τεκμαίρεται ότι γνώριζε ότι η υπογραφή του Τεκμηρίου 1 δεν ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση των όσων συμφωνήθηκαν δυνάμει της Εκ Συμφώνου Απόφασης. Κοντολογίς, γνώριζε ότι μια τέτοια δήλωση αποτελούσε ξεκάθαρο ψεύδος.

(γ) Το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν ο δικηγόρος της Εναγόμενης στη συγκεκριμένη υπόθεση με συγκεκριμένα καθήκοντα έναντι της και αντί τούτου με ψευδείς παραστάσεις εκμαίευσε την υπογραφή της επί του Τεκμηρίου 1.

(δ) Το γεγονός ότι αυτή καθ’ εαυτή η μονομερής επιβολή του ποσού των €8.800 και η επιμονή του για πληρωμή αυτού, συνιστούσε αφ’ εφαυτής παραβίαση των συμφωνηθέντων ή κατ’ ελάχιστον, αναιτιολόγητη απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, δυνάμει του Τεκμηρίου 8.

 

100.   Προσθέτω εδώ και το εξής. Ο ίδιος ο Ενάγων κατά την αντεξέταση του δεν ήταν σε θέση να διαχωρίσει, ως ο ίδιος ανέφερε, ποιες εργασίες αφορούσαν σε εξωδικαστική εργασία και ποιες εργασίες αφορούσαν σε δικαστηριακή εργασία. Παρά την ασάφεια που διαπνέει τη μαρτυρία του, αυτό που θα μπορούσε να λεχθεί με βεβαιότητα, είναι ότι το ποσό των €8.800 σύμφωνα και με τις δικές του θέσεις, περιελάβανε και σε κάποια έκταση, δικαστηριακή εργασία. Δηλαδή, από μονομερώς «καθόρισε» το ποσό αυτό έναντι του πελάτη του, παραγκωνίζοντας και αγνοώντας πλήρως τις πρόνοιες του Τεκμηρίου 8 και του νόμου (Διαταγής 59 Κ.3 και βλ. Ιωαννίδης ν. Λοϊζίδου – ανωτέρω). Τούτο ενισχύει και το παράλογο και αντινομικό της απαίτησης του έναντι της Εναγόμενης, να του καταβληθούν έξοδα τα οποία ο ίδιος, και όχι ο πρωτοκολλητής, «καθόρισε», απαίτηση την οποία επανέλαβε σθεναρώς μέχρι και την υπογραφή του Τεκμηρίου 4.  

 

101.   Δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση του κ. Ιωαννίδη ότι η ως άνω απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου διαφοροποιείται από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης καθώς εδώ υπήρχε γραπτή συμφωνία αμοιβής. Ουδόλως μια τέτοια συμφωνία έχει αποδειχθεί ότι συνήφθη κατά το χρόνο της υπογραφής του Τεκμηρίου 1 και, ειδικότερα, ουδέποτε η Εναγόμενη συμφώνησε ότι θα κατέβαλλε στον Ενάγοντα οποιαδήποτε αμοιβή πέραν του πλαισίου που καθόριζε το Τεκμήριο 8.

 

102.   Υπό το φως των όσων έχω καταγράψει στις παρ. 98 – 101 πιο πάνω η ενέργεια του να επικαλείται το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 ως τη βάση της «απειλής» του για λήψη νομικών μέτρων εναντίον της, ώστε να την πείσει να υπογράψει εκ νέου ένα έγγραφο το οποίο κατονόμασε «γραμμάτιο συνήθους τύπου», αποτελούσε, κατ’ ελάχιστον, παράλογη ενέργεια από μέρους του (βλ. Γεωργίου Μάρκου – ανωτέρω). Η δε απειλή αυτή, υπό τις περιστάσεις που η ίδια η Εναγόμενη περιέγραψε και το Δικαστήριο αποδέχθη ως αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του, συνιστά εξαναγκασμό της κατά την υπογραφή του Τεκμηρίου 4, εν τη εννοία του άρθρου 80 του Κεφ. 149.  

 

103.   Υπό το φως των πιο πάνω, ακόμα και να κατέληγα ότι το Τεκμήριο 4 συνιστά γραμμάτιο συνήθους τύπου εν τη εννοία του Άρθρου 78 του Κεφ. 149, η υπεράσπιση της Εναγόμενης θα επιτύγχανε στη βάση του Άρθρου 80 του Κεφ. 149 και η αγωγή θα απορρίπτετο για τον λόγο αυτόν.

 

VII.  ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

104.   Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………….

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. παρ. 13 του Έγγραφου Α.

[2] Βλ. παρ. 14 του Έγγραφου Α.

[3] Βλ. παρ. 18 του Έγγραφου Α.

[4] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ.21, γρ. 10 – 11 και σελ. 26, γρ. 14 – 16.

[5] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ.22 – 25.

 

[6] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 10 μέχρι 12.

[7] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ.10, γρ. 29.

[8] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 13, γρ. 24 – 26.

[9] Βλ. λ.χ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 10 μέχρι 12.

[10] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 10.

[11] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 12, γρ. 14 – 17.

[12] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 12, γρ. 1 -  8.

[13] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ.6, γρ. 14.

[14] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ.8, γρ. 9 – 13.

[15] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 3, γρ. 8.

[16] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 3, γρ. 17.

[17] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ.6, γρ. 2.

[18] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ.11 – 20.

[19] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ. 2, 3 και 4.

[20] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ. 26, γρ. 30 – 32.

[21] Βλ. λ.χ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 10 μέχρι 12 και σελ. 14, πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ. 4, γρ. 20 – 22.  

[22] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ. 35, γρ. 25.

[23] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ.9.

[24] Βλ. παρ. 7 του Έγγραφου Β.

[25] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 16.10.23, σελ. 5.

[26] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ. 26, γρ. 18 – 22.

[27] Βλ. παρ. 14 του Έγγραφου Α.

[28] Βλ. παρ. 16 του Έγγραφου Α.

[29] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ.21, γρ. 10 – 11 και σελ. 26, γρ. 14 – 16.

[30] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ. 26 – 27.

[31] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ. 28.

[32] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ. 38.

[33] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ.6.

[34] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 9.11.23, σελ. 12, παρ. 23 – 27.

[35] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ. 16, γρ. 2.

[36] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ.16, γρ. 9 -10.

[37] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ. 16, γρ. 26 -27.

[38] Βλ. Έγγραφο Β, παρ. 4.

[39] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 12.10.23, σελ. 16, γρ. 25 – 30.

[40] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 11.10.23, σελ. 3, γρ. 8.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο