ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1806/17

 

Μεταξύ:

Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ

Εναγόντων

 

                                                                        -και-

 

1.    Γεώργιος Συρίμης

2.    Μαρία Ιωσήφ

Εναγόμενοι

 

 

Ημερομηνία: 14 Μαρτίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες: κ. Λ. Φιλοθέου

Για Εναγόμενους: κ. Φ. Χατζηϊωάννου  

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ι.   Εισαγωγή, δικόγραφα και ιστορικό

 

1.    Με την παρούσα αγωγή τους οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον των Εναγόμενων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, το ποσό των €23.954,21 πλέον τόκους και έξοδα ως καθυστερημένα ενοίκια και/ή χρεωστικό υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς που συνήφθη μεταξύ της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd («η Τράπεζα») και του Εναγόμενου 1, τις υποχρεώσεις του οποίου εγγυήθηκε η σύζυγος του, Εναγόμενη 2. Αξιώνουν επίσης τόκο προς 6% ετησίως επί ποσού €15.519,20 από 10.2.2017, για ληγμένα ενοίκια, τόκο προς 3,5% ετησίως επί ποσού €6.095,31 από [ ] για μη ληγμένα ενοίκια, πλέον κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως. Τέλος, αξιώνουν διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την επιστροφή του αντικειμένου της ως άνω συμφωνίας ενοκιαγοράς και όπως αυτό πωληθεί δια δημόσιου πλειστηριασμό προς κάλυψη των οφειλόμενων από τους Εναγόμενους ποσών. Οι Εναγόμενοι με την Υπεράσπιση τους προέβαλαν σωρεία ισχυρισμών και ήγειραν ανταπαίτηση αξιώνοντας την ακύρωση της προαναφερόμενης συμφωνίας ενοικιαγοράς και εγγυήσεως.

 

2.    Παρά το ύψος της απαίτησης και με τη σύμφωνη γνώμη των μερών δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση) όπως η παρούσα υπόθεση εκδικαστεί ως ταχείας εκδίκασης, με βάση τις πρόνοιες της Νέας Διαταγής 30. Σε συμμόρφωση με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, η πλευρά των Εναγόντων καταχώρησε γραπτή μαρτυρία υπό μορφή ένορκης δήλωσης του κ. Μάριου Κουντούρη, υπαλλήλου των Εναγόντων («η ΕΔ Κουντούρη») επί της οποίας επισυνάφθηκαν τα Τεκμήρια Α μέχρι Ζ. Γραπτή μαρτυρία, υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, καταχωρήθηκε και από τους ίδιους τους Εναγόμενους («η ΕΔ Συρίμη» και η «ΕΔ Ιωσήφ», αντίστοιχα).

 

3.    Σε κατοπινό της διαδικασίας στάδιο, η πλευρά των Εναγόντων αιτήθηκε άδειας για καταχώρηση συμπληρωματικής δήλωσης, αίτημα το οποίο απερρίφθη για τους λόγους που καταγράφονται στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου (υπό διαφορετική σύνθεση) με ημερομηνία 2.11.22. Επίσης, κατόπιν σχετικού αιτήματος του συνηγόρου των Εναγόμενων, δόθηκε άδεια για αντεξέταση του κ. Κουντούρη, δικαίωμα το οποίο δεν ασκήθηκε. Συνεπώς, η αγωγή ορίστηκε για γραπτές αγορεύσεις. Αμφότεροι οι συνήγοροι προσκόμισαν στο Δικαστήριο τις γραπτές τους αγορεύσεις, οι οποίες ήταν βοηθητικές στο Δικαστήριο και αναφορά θα προβώ στο περιεχόμενο τους στο βαθμό που τούτο κρίνεται αναγκαίο.

 

 

ΙΙ.  Σύνοψη μαρτυρίας

 

4.    Ο κ. Κουντούρης στα πλαίσια της Ένορκης του Δήλωσης αναφέρθηκε στην μεταβίβαση των δικαιωμάτων της Τράπεζας προς όφελος των Εναγόντων, στις μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες, στο γεγονός ότι ανοίχθηκε συγκεκριμένος τραπεζικός λογαριασμός όπου γίνονταν οι διάφορες χρεοπιστώσεις, στο γεγονός ότι οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, σε επιστολές που απεστάλησαν από τους Ενάγοντες προς τους Εναγόμενους τερματίζοντας τη μεταξύ των μερών συμφωνία και επισύναψε κατάσταση του ως άνω αναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού. Οι Εναγόμενοι, αποδεχόμενοι το γεγονός ότι υπέγραψαν τις αναφερθείσες από τον κ. Κουντούρη συμφωνίες, προέβαλαν ότι ουδέποτε τους επεξηγήθηκαν οι όροι αυτών. Ο Εναγόμενος 1 αμφισβήτησε συγκεκριμένες χρεώσεις που παρουσιάζονται επί της αναφερθείσας από τον κ. Κουντούρη τραπεζικής κατάστασης λογαριασμού και διαφώνησε ότι συμφώνησε σε όρους τους οποίους περιέγραψε ο κ. Κουντούρης στην δική του μαρτυρία. Η Εναγόμενη 2 προέβαλε τη δική της εκδοχή επιχειρηματολογώντας ότι η ίδια δεν γνώριζε τους όρους της συμφωνίας που η ίδια υπέγραψε ως εγγυήτρια, παραπέμποντας σε διάφορες ισχυριζόμενες παραλείψεις εκ μέρους της Τράπεζας κατά το χρόνο σύναψης της. Περαιτέρω αναφορά στις εκατέρωθεν θέσεις γίνεται κατωτέρω στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας των μαρτύρων.

 

 

III. Ευρήματα επί παραδεκτών ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων

 

5.    Από τις έγγραφες προτάσεις και από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, προκύπτουν τα πιο κάτω ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα πιο κάτω και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα ως εξής: Στις 30/12/2009 υπεγράφη μεταξύ του Εναγόμενου 1 και της Τράπεζας η συμφωνία που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α στην ΕΔ Κουντούρη και αφορούσε την ενοικιαγορά συγκεκριμένου αυτοκινήτου μάρκας AUDI, τα στοιχεία του οποίου καταγράφονται επί του κειμένου της (η «Συμφωνία Ενοικιαγοράς» και «το Αυτοκίνητο», αντίστοιχα). Αυθημερόν υπεγράφη μεταξύ της Εναγόμενης 2 και της Τράπεζας η συμφωνία που επίσης περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο Α της ΕΔ Κουντούρη («η Συμφωνία Εγγύησης»). Ο Εναγόμενος 1 έλαβε κατοχή του Αυτοκινήτου την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Το Αυτοκίνητο ενεγράφη επ΄ ονόματι της Τράπεζας και του Εναγόμενου 1.

 

 

IV.   Επίδικα θέματα προς επίλυση  

 

6.    Όπως αναφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 829, σε υποθέσεις που αφορούν σε κατ’ ισχυρισμό τραπεζικό χρέος, τα βασικά στοιχεία τα οποία χρήζουν απόδειξης ούτως ώστε να επιτύχει η αξίωση είναι: (α) η σύναψη της σύμβασης δανείου, χρηματοδότησης ή πιστωτικών διευκολύνσεων και οι όροι τους, (β) η παράβαση όρου σύμβασης, (γ) ο τερματισμός της σύμβασης και (δ) το οφειλόμενο υπόλοιπο. Επειδή η υπό κρίση περίπτωση αφορά και σε εγγυητή, θα πρέπει να αποδειχθεί και η σύμβαση εγγύησης.

 

7.    Προτού στραφώ στην ουσία της  υπόθεσης, κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στο δικαίωμα των Εναγόντων να προωθούν σήμερα την Αγωγή. Ο κ. Κουντούρης στην ένορκη του δήλωση προβάλλει ότι:

 

«Οι Ενάγοντες κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν δημόσια εταιρεία, νόμιμα εγγεγραμμένη στην Κύπρο και διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες σε ολόκληρη την Κύπρο με κεντρικά γραφεία στη Λευκωσία. Μέχρι την 5.4.2012, η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd παρίσταντο στις συναλλαγές με την επωνυμία Marfin Popular Bank Public Co Ltd και από τις 5.4.12 είχε μετονομαστεί σε Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, δυνάμει πιστοποιητικού αλλαγής το οποίο εκδόθηκε από τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη στις 5.4.2012. Από την 29η Μαρτίου 2013 με βάσει το διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 5(12)(α),7(1) και 9 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, το οποίο αναφέρεται ως το Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ΚΔΠ 104/2013 τα περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, έχουν μεταβιβαστεί στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Ως εκ τούτου Ενάγουσα στην παρούσα Αγωγή καθίσταται η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία είναι Δημόσια Εταιρεία νόμιμα εγγεγραμμένη στην Κύπρο και διεξάγει τραπεζικές διεργασίες σε ολόκληρη την Κύπρο και είναι η Ενάγουσα στην παρούσα.»

 

8.    Οι ως άνω αναφορές του μάρτυρα εμπεριέχονται και στις παρ. 1 και 2 της Έκθεσης Απαίτησης τις οποίες οι Εναγόμενοι, ως αναφέρουν στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση τους «αγνοούν και επομένως αρνούνται». Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο της μαρτυρίας για τους Εναγόμενους, προκύπτει ότι οι τελευταίοι δεν επιχείρησαν να αμφισβητήσουν το περιεχόμενο των ως άνω αναφορών του κ. Κουντούρη. Πρόσθετα, οι ως άνω αναφορές των Εναγόντων επιμαρτυρούνται από τις πρόνοιες της δευτερογενούς νομοθεσίας που επικαλέστηκαν στα πλαίσια της Έκθεσης Απαίτησης και συναφώς προβαίνω σε ευρήματα, ως το ως άνω απόσπασμα από την μαρτυρία του κ. Κουντούρη. Προκύπτει συνεπώς ότι ορθά η παρούσα αγωγή προωθείται από την Ενάγουσα ως το πρόσωπο στο οποίο περιήλθαν τα υπό κρίση και απορρέοντα δυνάμει του Τεκμηρίου Α δικαιώματα της Τράπεζας έναντι των Εναγόμενων.

 

 

V.   Η σύναψη μιας έγκυρης Συμφωνίας Ενοικιαγοράς

 

9.    Ο Εναγόμενος 1 κατά τη μαρτυρία του εγκατέλειψε τον δικογραφημένο του ισχυρισμό δια του ότι ο ίδιος δεν υπέγραψε την Συμφωνία Ενοικιαγοράς. Αποτέλεσε όμως τη θέση αμφότερων των Εναγόμενων, ότι η Συμφωνία Ενοικιαγοράς ήταν εικονική και κατά συνέπεια, άκυρη. Ειδικότερα, με την παράγραφο 5(γ) της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους, οι Εναγόμενοι προβάλλουν ότι η Συμφωνία συνήφθη δια παράνομο σκοπό. Παρά το ότι η ως άνω θέση προωθήθηκε και εκ μέρους της Εναγόμενης 2, τίποτε σχετικό αναφέρει η ίδια στα πλαίσια της έγγραφης μαρτυρίας της. Την πιο πάνω θέση προώθησε μόνο ο Εναγόμενος 1 στα πλαίσια της δικής του μαρτυρίας, όπου αναφέρει, στην παρ. 7 της ΕΔ Συρίμη ότι:

 

«Πιστεύω η συμφωνία ημερ.30/12/2009 είναι εικονική επειδή ο ιδιοκτήτης του οχήματος με αριθμούς είναι η ίδια η Λαϊκή Τράπεζα (MARFIN POPULAR BANK PUBLIC LTD) και εγώ. Πως γίνεται να μου ενοικιάζει το όχημα εφόσον είμαι και εγώ ιδιοκτήτης σαν joint tenant. Πιστεύω ο σκοπός της συμφωνίας ενοικιαγορός είναι παράνομος και ανεφάρμοστος και εικονικός για να χρεωθεί με περισσότερα έξοδα και δικαιώματα παρά από ένα συνηθισμένο δάνειο. Γνώριζα από την αρχή ότι εγώ και η τράπεζα είμαστε οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του AUDI και γνώριζα από την αρχή ότι θα υπόγραφα μια συμφωνία. Επίσης, πως γίνεται ενώ είμαι ιδιοκτήτης σαν joint tenant να έχω option αγοράς €25,60, να αγοράσω δηλαδή το αντικείμενο μου.»

 

10. Τίποτε άλλο αναφέρει προς υποστήριξη της ισχυριζόμενης «παρανομίας» της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς. Αντιθέτως, αμφότεροι οι Εναγόμενοι, μέσω της μαρτυρίας τους, αναγνωρίζουν ότι υπέγραψαν το Τεκμήριο Α και παράλληλα, από την όλη μαρτυρία τους προκύπτει ότι αναγνωρίζουν και αποδέχονται το γεγονός ότι η Συμφωνία αφορούσε την ενοικιαγορά του Αυτοκινήτου. Για παράδειγμα, ο Εναγόμενος 1 προβάλλει στην παρ. 4 της ΕΔ Συρίμη ότι ο ίδιος κατέβαλε το ποσό των €6500 για την αγορά το Αυτοκινήτου «το οποίο κόστισε μαζί με το Φ.Π.Α. περίπου €42,900.» Στην παρ. 7 της ΕΔ Συρίμη αναφέρει ότι η Τράπεζα δεσμεύτηκε να παραχωρήσει το ποσό των €36,400 για την αγορά του Αυτοκινήτου το οποίο, όπως επεξηγεί, είναι μέχρι και σήμερα στην κατοχή του και το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως αυτοκίνητο «οικογενειακό και απαραίτητο».[1] Επιπρόσθετα, προβαίνει σε διάφορες θέσεις και ισχυρισμούς σε ό,τι αφορά το ίδιο το τιμολόγιο που εκδόθηκε από την Unicars Ltd, ως πωλητή του Αυτοκινήτου επί τη βάση, ακριβώς, της γνησιότητας του εν λόγω τιμολογίου (βλ. παρ. 7 της ΕΔ Συρίμη.)  Επίσης, δια της πράξης του, αυτής καθ’ εαυτής, δια της καταβολής του ποσού της προκαταβολής ύψους €6500 σαφώς επιχείρησε να εκπληρώσει μέρος των όρων του «Πίνακα» που περιλαμβάνεται επί της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς (βλ. σελ. 4 του Τεκμηρίου Α). Περιπλέον, από το Τεκμήριο Ζ, κατάσταση λογαριασμού, προκύπτει ότι ο ίδιος προέβαινε σε πληρωμή μηνιαίων δόσεων ύψους €544,05 έκαστη, ως ακριβώς δηλαδή καθορίζεται από τον πιο πάνω πίνακα. Η δε Εναγόμενη 2 αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ο σύζυγος μου πήρε δάνειο από την Τράπεζα και αγόρασε» το Αυτοκίνητο (βλ. παρ. 2 της ΕΔ Ιωσήφ).

 

11. Συναφώς, από το σύνολο της μαρτυρίας των Εναγόμενων προκύπτει αβίαστα ότι αντικείμενο της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς ήταν υπαρκτό αντικείμενο (βλ. Παναγιώτη Ιωάννου κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 91, και δη το Αυτοκίνητο, και ότι αυτό είναι κοινώς αποδεκτό. Προκύπτει δε ότι ο Εναγόμενος 1 δια των ενεργειών του επιχείρησε να εκπληρώσει τους όρους της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, κατά το χρόνο που κατέβαλε την προκαταβολή και κατά το χρόνο που κατέβαλλε τις συμφωνηθείσες μηνιαίες δόσεις, αποδεχόμενος δηλαδή την εγκυρότητα των όρων της. Των πιο πάνω δοθέντων, η θέση του Εναγόμενου 1 περί εικονικότητας της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς κρίνεται ως έκδηλα ανυπόστατη και απορρίπτεται.

 

12. Προσθέτω εδώ ότι, το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 1 και η Τράπεζα παρουσιάζονταν ως συνιδιοκτήτες του Αυτοκινήτου δεν δύναται να στοιχειοθετήσει συμπέρασμα ή έστω να αποτελέσει εφ’ αυτού ένδειξη περί παρανομίας της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς ή ότι η Συμφωνία Ενοικιαγοράς συνήφθη με σκοπό διάπραξης οποιαδήποτε παράνομης πράξης ή άλλως πως εμπίπτει εντός των περιπτώσεων που διαλαμβάνονται από το άρθρο 23 του Κεφ. 149 (βλ. Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300.) Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα ν. Κώστα Σταύρου Κωνσταντίνου (2001) 1 ΑΑΔ 1432:

 

«Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς. Το σύνηθες είναι να την αποκτούν από τον έμπορο του αντικειμένου καταβάλλοντας το τίμημά του, πλην της  προκαταβολής όπου υπάρχει τέτοια. Και να συνάπτουν στη συνέχεια σύμβαση ενοικιαγοράς με τον πελάτη του εμπόρου, με προοπτική την τελική μεταβίβαση της κυριότητας σε αυτόν. Δεν αποκλείεται όμως να ανήκε αρχικά το αυτοκίνητο στον ίδιον τον ενοικιαγοραστή.»[2]

 

 

VIΟι όροι της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς και μερική εκπλήρωση

 

13. Στρεφόμενη στους όρους της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, με βάση το περιεχόμενο της το οποίο δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης, βρίσκω ότι η Τράπεζα συμφώνησε με τον Εναγόμενο 1 όπως μισθώσει σε αυτόν το Αυτοκίνητο (βλ. όρο 1 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς) με δικαίωμα αγοράς (βλ. όρο 3 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς και Πίνακα) σύμφωνα με τους όρους που καταγράφονται επί του Τεκμηρίου Α της ΕΔ Συρίμη.  

 

14. Ο κ. Κουντούρης αναφέρει στην παρ. 4 της ΕΔ Κουντούρη ότι η συμφωνηθείσα τιμή ενοικιαγοράς περιλαμβανομένων επιβαρύνσεων και χαρτοσήμων ανερχόταν στο συνολικό ποσό των €46.540,96. Το ποσό αυτό όπως προκύπτει από την ίδια τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς απαρτιζόταν από τα εξής: (α) €6500 ως προκαταβολή η οποία θα έπρεπε να καταβληθεί από τον Εναγόμενο 1 για την αγορά του Αυτοκινήτου, (β) €36.459,82 ως ποσό χρηματοδότησης της Τράπεζας και (γ) €10.081,14 ως δικαιώματα ενοικιαγοράς. Αποτέλεσε τη θέση του Εναγόμενου 1 ότι δεν αντιλαμβάνεται σε τί αφορά το ποσό των €10081,14 που αναγράφεται επί της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς «και συνεπώς το αρνούμαι».[3] Το ποσό αυτό, επαναλαμβάνω, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας ως «δικαίωμα ενοικιαγοράς» και η έννοια του συναρτάται με την ίδια τη φύση της συμφωνίας μίσθωσης του Αυτοκινήτου. Επί του κειμένου της συμφωνίας πρόσθετα επεξηγείται ότι το εν λόγω ποσό υπολογίστηκε σε ποσοστό 3.95% του ποσού χρηματοδότησης. Συνεπώς, δια της υπογραφής τους, τα δικαιώματα ενοικιαγοράς τα μέρη δια της υπογραφής τους αναγνώρισαν ως υπαρκτά και καταβλητέα στο πλαίσιο της Σύμβασης Ενοικιαγοράς (βλ. Ελισάβετ Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 530 και Όλγα Ιωάννου Πολυκάρπου κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 1688).

 

15. Περαιτέρω, με βάση το περιεχόμενο της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, βρίσκω ότι συμφωνήθηκε ότι το ποσό χρηματοδότησης, ήτοι το ποσό των €46.540,96 θα ήταν πληρωτέο δια 84 μηνιαίων δόσεων ύψους €554,05 η κάθε μία από 30.1.2010 μέχρι εξόφλησης.

 

16. Από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει περαιτέρω ότι προς εκπλήρωση των συμφωνηθέντων τα μέρη προέβησαν στις εξής ενέργειες:  

 

(α) Ο Εναγόμενος 1 κατέβαλε την ορισθείσα από τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς προκαταβολή ύψους €6500 προς τον πωλητή του Αυτοκινήτου και η Τράπεζα παρέδωσε το Αυτοκίνητο στον Εναγόμενο 1. Τα γεγονότα αυτά είναι κοινώς αποδεκτά ενώ η καταβολή της ως άνω προκαταβολής προκύπτει και από το Τεκμήριο Β στην ΕΔ Συρίμη.

 

(β) Η Τράπεζα άνοιξε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο αναφέρεται ο κ. Κουντούρης στην παρ. 6 της ΕΔ Κουντούρη, επί του οποίου διενεργούντο οι διάφορες χρεοπιστώσεις σε σχέση με την Συμφωνία Ενοικιαγοράςο Τραπεζικός Λογαριασμός»), η κατάσταση του οποίου αποτελείται από το Τεκμήριο Ζ στην ΕΔ Κουντούρηη Κατάσταση Λογαριασμού»). Σημειώνω εδώ ότι ο κ. Συρίμης, μέσω της έγγραφης του μαρτυρίας δεν αμφισβήτησε τη θέση του κ. Κουντούρη ως προς τα πιο πάνω. Πρόσθετα σημειώνω ότι παρά το ότι δόθηκε προς τους Εναγόμενους άδεια για αντεξέταση του κ. Κουντούρη επί των αναφορών αναφορικά με την Κατάσταση Λογαριασμού, το δικαίωμα αυτό, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, δεν ασκήθηκε. Μάλιστα, αποδεχόμενος την ύπαρξη του Τραπεζικού Λογαριασμού και του γεγονότος ότι η Κατάσταση Λογαριασμού αποτελείται από το Τεκμήριο Ζ αναφέρει ότι εκεί «έγινε η χρηματοδότηση»,[4] πλην όμως προχωρεί να αμφισβητήσει συγκεκριμένες χρεώσεις για τους λόγους που παραθέτει λεπτομερώς στην δική του έγγραφη μαρτυρία, ζήτημα το οποίο απασχολεί το Δικαστήριο κατωτέρω. Των πιο πάνω δοθέντων, βρίσκω ότι οι ως άνω θέσεις του κ. Κουντούρη απέμειναν αναντίλεκτες.  

 

(γ) Ο Εναγόμενος 1 κατέβαλλε τις συμφωνηθείσες δόσεις μέχρι και το έτος 2014. Τούτο προκύπτει από το Τεκμήριο Ζ, την τραπεζική κατάσταση του Τραπεζικού Λογαριασμού («η Τραπεζική Κατάσταση»).

 

17. Συνεπώς, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

 

VII.  Παράβαση σύμβασης

 

18. Ο κ. Κουντούρης στην παρ. 7 της ένορκης του δήλωσης αναφέρει ότι, κατά ή περί την 10.8.2015 ο Εναγόμενος 1 κατά παράβαση της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς καθυστερούσε την αποπληρωμή των συμφωνηθεισών δόσεων. Ουδείς εκ των Εναγόμενων αμφισβήτησε τη θέση του αυτή και συνεπώς προβαίνω σε ανάλογο εύρημα. Τούτου δοθέντος, στοιχειοθετείται από τις 10.8.2015 παράβαση της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς από τον Εναγόμενο 1 λόγω παράλειψης του να καταβάλλει τις συμφωνηθείσες μηνιαίες δόσεις.

 

 

VIII.  Τερματισμός

 

19. Στη βάση της παράβασης σύμβασης του Εναγόμενου 1 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, ενεργοποιείτο ο όρος 4(α) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς ο οποίος προνοεί ότι αν ο μισθωτής παραλείψει να καταβάλει οποιαδήποτε συμφωνηθείσα δόση τότε: 

 

«(…) το δικαίωμα του μισθωτή να κατέχει τα αγαθά τερματίζεται αμέσως χωρίς να του δοθεί προηγούμενη ειδοποίηση από τους ιδιοκτήτες και οι ιδιοκτήτες έχουν το απόλυτο δικαίωμα να τερματίσουν τη Συμφωνία αυτή είτε δίνοντας σχετική ειδοποίηση στο μισθωτή είτε με την ανάκτηση κατοχής αγαθών

 

20. Συνεπώς, στη βάση του όρου 4(α) της Συμφωνίας ο Εναγόμενος 1, δια της παράλειψης του να καταβάλει τις συμφωνηθείσες δόσεις, δεν είχε πλέον το δικαίωμα να κατέχει το Αυτοκίνητο. Το εν λόγω δικαίωμα του, το οποίο απέρρεε από την ίδια τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς «τερματίστηκε αμέσως» με την πρώτη καθυστέρηση στην αποπληρωμή που παραχωρηθέντος από την Τράπεζα ποσού, και δεν χρειαζόταν προς τούτο οποιαδήποτε πρόσθετη ειδοποίηση.

 

21. Παράλληλα, η παράλειψη του να καταβάλει τις συμφωνηθείσες δόσεις, ενεργοποίησε το δικαίωμα της Ενάγουσας σε τερματισμό της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς. Τούτο προκύπτει τόσο από τον ίδιο τον όρο 4(α) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς αλλά και δυνάμει του ευρύτερου δικαίου των συμβάσεων (βλ. ανάλυση στην παρ. 36(γ) πιο κάτω).

 

22. Αποτέλεσε τη θέση του κ. Κουντούρη ότι οι Ενάγοντες απέστειλαν επιστολή στον Εναγόμενο 1, με ημερομηνία 10.8.2015, δια της οποίας τον ενημέρωναν δια την παράβαση της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς από μέρους του, τον καλούσαν να διευθετήσει της καθυστερήσεις που παρουσιάζονταν εντός 21 ημερών και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, παράλειψη του να ανταποκριθεί θα είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς. Επειδή ο Εναγόμενος 1 αρνήθηκε να συμμορφωθεί, οι Ενάγοντες με περαιτέρω επιστολή τους ημερομηνίας 9.6.2016 προς τον Εναγόμενο 1 τερμάτισαν την Συμφωνία Ενοικιαγοράς και αξίωσαν την παράδοση του Αυτοκινήτου, την αποπληρωμή όλων των καθυστερήσεων καθώς και το σύνολο των υπόλοιπων ενοικίων, με βάση τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς. Οι εν λόγω επιστολές περιλαμβάνονται επί του Τεκμηρίου Δ της ΕΔ Συρίμη. Από την αντίπερα όχθη, ο Εναγόμενος 1 προέβαλε ότι ουδέποτε παρέλαβε τις εν λόγω επιστολές.

 

23. Στο στάδιο των αγορεύσεων, ο συνήγορος των Εναγόμενων επιχειρηματολόγησε ότι οι Ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι ταχυδρόμησαν τις πιο πάνω επιστολές. Κατ’ επέκταση, ότι ο τερματισμός της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς δεν δύναται να θεωρηθεί νόμιμος στη βάση και του όρου 11 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, ο οποίος διαλαμβάνει ότι:

 

«Με τη Συμφωνία αυτή συμφωνείται και διακηρύσσεται ότι οποιαδήποτε ειδοποίηση, επιστολή ή άλλο έγγραφο από τους ιδιοκτήτες προς τον μισθωτή ή τον εγγυητή θα θεωρείται ότι λήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνθηκε αν στάλθηκε με το συνηθισμένο ταχυδρομείο και η ειδοποίηση αυτή, επιστολή ή άλλο έγγραφο θα θεωρείται ότι λήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνθηκε κατά το χρόνο που αυτή θα έπρεπε να είχε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων παραδοθεί σε αυτήν στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του. Νοείται ότι ο μισθωτής υποχρεούται να ενημερώνει τους ιδιοκτήτες για τυχόν αλλαγή της διεύθυνσης τους

 

24. Πράγματι ο κ. Κουντούρης, στις παρ. 7 και 8 της ένορκης του δήλωσης αναφέρει ότι οι εν λόγω επιστολές «αποστάλθηκαν» στον Εναγόμενο 1, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε περαιτέρω ως προς τον τρόπο αποστολής τους. Παρά τούτο, σημειώνω ότι ο Εναγόμενος 1 δεν αμφισβήτησε μέσω της έγγραφης μαρτυρίας του ότι οι εν λόγω επιστολές «αποστάλθηκαν» από τους Ενάγοντες, με τη θέση του να περιορίζεται στο ότι ο ίδιος δεν παρέλαβε τέτοιες επιστολές (βλ. παρ. 11 της ΕΔ Συρίμη). Δεν αμφισβήτησε ούτε και το ότι επί των επιστολών αναγράφεται η διεύθυνση του ιδίου (βλ. Χρήστος Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 2059) η οποία, σημειώνω πρόσθετα ότι αποτελεί την διεύθυνση που δηλώθηκε επί του Τεκμηρίου Α από την σύζυγο του, Εναγόμενη 2, ως τη διεύθυνση της. Συνεπώς, βρίσκω ότι οι επιστολές αποστάλθηκαν από τους Ενάγοντες προς τον Εναγόμενο 1.

 

25. Τονίζω στο σημείο αυτό ότι οι Ενάγοντες, το μόνο που θα έπρεπε να αποδείξουν ώστε να θεωρείται ότι οι επιστολές παραλήφθηκαν από τον Εναγόμενο 1 είναι ότι αυτές αποστάλθηκαν στον Εναγόμενο 1 και όχι ότι αυτές παραλήφθηκαν. Τούτο προκύπτει από τον ίδιο τον όρο 11 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς όπου ρητώς αναφέρεται, επαναλαμβάνω, ότι εφόσον οι επιστολές αποστάλθηκαν «με συνηθισμένο ταχυδρομείο» τότε «θα θεωρούνται ότι λήφθηκαν» από τον αποστολέα τους.

 

26. Το ερώτημα συνεπώς που προκύπτει είναι κατά πόσο η αναφορά του κ. Κουντούρη σε «αποστολή» των επιστολών, όπου αναγράφεται η διεύθυνση του αποστολέα τους, δύναται να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει ή συνεπάγεται την «ταχυδρόμηση» τους, ώστε να εμπίπτει εντός του όρου 11 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς. Η απάντηση, κατά την κρίση μου, είναι καταφατική. Ως ζήτημα κοινής λογικής δεν θα μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε έννοια στην αναφορά του κ. Κουντούρη δια «αποστολή» μιας επιστολής, όπου αναγράφεται η διεύθυνση του αποστολέα της, η οποία να αποκλείει την «ταχυδρόμηση» της. Εάν οι εν λόγω επιστολές είχαν για παράδειγμα, «επιδοθεί» στον Εναγόμενο 1, τότε εύλογα αναμενόταν ότι τούτο θα αναφερόταν ρητά είτε από τον ίδιο τον κ. Κουντούρη είτε επί του περιεχομένου των εν λόγω επιστολών. Και πάλιν όμως, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα τίθετο το ερώτημα παραλαβής εφ’ όσον η πράξη της «επίδοσης» θα αποτελούσε αφ’ εαυτής απόδειξη παραλαβής.

 

27. Πρόσθετα, σημειώνω ότι η όλη μαρτυρία του κ. Συρίμη δεν δύναται να αξιολογηθεί θετικά. Τούτο διότι, ενώ αποσκοπεί και ζητά την ακύρωση της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς εμμένει παράλληλα στην κατακράτηση του Αυτοκινήτου στη βάση του ότι είναι «οικογενειακό και απαραίτητο.» Η αντίφαση αυτή της όλης του στάσης καταδεικνύει ότι τα λεχθέντα του μοναδικό σκοπό έχουν ο ίδιος να απαλλαχθεί από τις συμβατικές του υποχρεώσεις συνεχίζοντας όμως να προσπορίζεται το όφελος του Αυτοκινήτου το οποίο κατέχει δυνάμει της ίδιας της συμφωνίας της οποίας ζητά την ακύρωση. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η κάθε αναφορά του αξιολογείται δυσμενώς και δεν την αποδέχομαι, εκτός στο βαθμό που περιλαμβάνει κοινώς αποδεκτά γεγονότα, περιλαμβανομένης δηλαδή και της θέσης του δια της μη λήψης των προαναφερόμενων επιστολών.

 

28. Ακόμα όμως και εάν η αναφορά του κ. Κουντούρη περί «αποστολής» των εν λόγω επιστολών περιλάμβανε οτιδήποτε άλλο πέραν από την ταχυδρόμηση τους μέσω απλού ταχυδρομείου, τούτο δεν θα αλλοίωνε την πιο πάνω εικόνα. Η αναφορά επί του όρου 11 σε «συνηθισμένο ταχυδρομείο» παραπέμπει και πάλιν ως ζήτημα λογικής στο ότι, η «αποστολή» με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, είτε για παράδειγμα με συστημένη επιστολή ή με επίδοση, θα αποτελούσε ενέργεια «πέραν» της υποχρέωσης των Εναγόντων και ως εκ τούτου δεν θα απάλλασσε τον Εναγόμενο 1 από τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Σχετική είναι η Χρήστος Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 2059 στην οποία παραπέμπω.

 

29. Υπό το φως όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι επιστολές ημερ. 10/8/2015 και 9/2/2016 αποστάλθηκαν στον Εναγόμενο 1 σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται επί του όρου 11 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς και ως εκ τούτου ότι παραλήφθηκαν από τον Εναγόμενο 1.

 

30. Των πιο πάνω δοθέντων, προκύπτει ότι οι Ενάγοντες δια της αποστολής της επιστολής τους με ημερομηνία 9.6.2016 τερμάτισαν την Συμφωνία Ενοικιαγοράς, σύμφωνα με τα όσα προνοούνται από τον όρο 4 αυτής και ότι ο εν λόγω τερματισμός αποτελούσε νόμιμη άσκηση των δυνάμει της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς απορρεόντων δικαιωμάτων τους.

 

31. Για σκοπούς πληρότητας στρέφομαι και στην επιχειρηματολογία του κ. Χατζηϊωάννου, δια το ότι, ήταν απαραίτητος ο τερματισμός της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς δια ειδοποίησης της Τράπεζας, ως προαπαιτούμενο δια την γένεση του αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων. Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής παρέπεμψε στις Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 ΑΑΔ 1466 και Αλέκα Παναγιώτη Παπακόκκινου κ.ά. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. 169/11, 13.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:D309. Η πιο πάνω εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνη. Η Lombard Natwest αποφασίστηκε με βάση συγκεκριμένο όρο της εκεί δανειακής σύμβασης ο οποίος διαλάμβανε ότι η Τράπεζα «οποτεδήποτε θελήσει και άνευ προειδοποιήσεως προς τον πελάτη» δύναται:  

 

«να τερματίση την λειτουργίαν οποιουδήποτε λογαριασμού και/ή καταστήσει απαιτητόν ή απαιτητά οιονδήποτε δάνειον και/ή πίστωσιν και/ή άλλας Τραπεζικάς ή πιστωτικάς διευκολύνσεις γενομένας ή γενησομένας προς τον πελάτην και ζητήση αμέσως παρά του πελάτου την πληρωμήν όλων των ποσών, τα οποία ο πελάτης οφείλει εις την Τράπεζαν συμπεριλαμβανομένου κεφαλαίου, τόκου, προμηθείας και οιουδήποτε άλλου οφειλομένου ποσού εν σχέσει προς οιαδήποτε έξοδα, χρεώσεις και δαπάνας.»

 

32. Αξιολογώντας το περιεχόμενο του πιο πάνω όρου, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι η ενέργεια τερματισμού της συμφωνίας προσέδιδε, με βάση πάντα τον συγκεκριμένο όρο, συγκεκριμένη μορφή στο χρέος καθιστώντας το απαιτητό. Επισήμανε ότι «μπορεί να προβληθεί η θέση ότι η αξίωση αποπληρωμής του χρέους εξυπακούει και τον τερματισμό του λογαριασμού και όπως στην περίπτωση δανείου για προκαθορισμένο ποσό πληρωτέου ‘on demand’ – ‘σε πρώτη ζήτηση’ μπορεί να ανακτηθεί άνευ ετέρου με αγωγή στο Δικαστήριο.  Το θέμα δεν συζητήθηκε ούτε έγιναν εισηγήσεις επί του προκειμένου.» Κατέληξε δε ότι:

 

«(…) εν τούτοις μας φαίνεται ότι οι δύο μορφές απαιτήσεων διακρίνονται. Στην περίπτωση τρεχούμενου λογαριασμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων ο τερματισμός του λογαριασμού συνιστά πράξη προσδιοριστική του χρέους και συναφώς των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.  Επομένως ο τερματισμός του και ο καθορισμός του ποσού αποτελούν πράξη προσδιοριστική του ποσού το οποίο καθίσταται απαιτητό

 

33. Σε πρόσφατη απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ελένης Αργυρού ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Ιδιωτικών Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου Πολ. Έφ. 19/2015, 1.3.2024 («Αργυρού») διέκρινε την εκεί περίπτωση από την περίπτωση που περιγράφεται στην Lombard Natwest και παρατήρησε τα εξής:

 

«Η υπό συζήτηση περίπτωση αφορούσε σε συμφωνηθέν υπόλοιπο με υποχρέωση μόνο από πλευράς της Εφεσείουσας αρ. 1 να το αποπληρώσει σε τακτές δόσεις. Δεν ήταν, δηλαδή, περίπτωση όπου υπήρχαν εκατέρωθεν υποχρεώσεις ή τρεχούμενος λογαριασμός, το υπόλοιπο του οποίου έπρεπε να προσδιοριστεί αφού προηγουμένως τερματιζόταν η συνέχιση της λειτουργίας του.»

 

34. Σχολιάζοντας πρόσθετα τους όρους της εκεί συμφωνίας, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αργυρού κατέληξε ότι δεν ήταν απαραίτητη η αποστολή οποιασδήποτε επιστολής τερματισμού της συμφωνίας δανείου προτού παραπεμφθεί η διαφορά σε διαιτησία.

 

35. Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, παρατηρείται ότι όπως και στην Αργυρού έτσι και εδώ η υπό συζήτηση περίπτωση «αφορούσε σε συμφωνηθέν υπόλοιπο με υποχρέωση» από πλευράς του Εναγόμενου 1 «να το αποπληρώσει σε τακτές δόσεις» και δεν ήταν «περίπτωση όπου υπήρχαν εκατέρωθεν υποχρεώσεις ή τρεχούμενος λογαριασμός, το υπόλοιπο του οποίου έπρεπε να προσδιοριστεί αφού προηγουμένως τερματιζόταν η συνέχιση της λειτουργίας του.»

 

36. Πρόσθετα, από την ίδια τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς, ουδόλως προκύπτει ότι η ειδοποίηση τερματισμού της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς αποτελεί προϋπόθεση δια την δημιουργία του αγώγιμου δικαιώματος της Τράπεζας να αξιώσει αποζημιώσεις έναντι του Εναγόμενου 1 για παράβαση της, ως η εισήγηση του συνηγόρου των Εναγόμενων. Τούτο προκύπτει από τις διάφορες πτυχές του περιεχομένου της. Για παράδειγμα:

 

(α) Σύμφωνα με το όρο 4(α) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, σε περίπτωση μη καταβολής οποιαδήποτε μηνιαίας δόσης, τότε, «το δικαίωμα του μισθωτή να κατέχει τα αγαθά τερματίζεται αμέσως χωρίς να του δοθεί προηγούμενη ειδοποίηση από τους ιδιοκτήτες». Συνεπώς, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου δια το ότι ο Εναγόμενος 1 παρέλειψε να καταβάλλει τις μηνιαίες συμφωνηθείσες δόσεις (βλ. παρ. 18 ανωτέρω) προκύπτει ότι η στάση του Εναγόμενου 1 να μην επιστρέψει το Αυτοκίνητο στους Ενάγοντες και να μην το επιστρέφει ακόμα μέχρι και σήμερα, προβάλλοντας ότι το Αυτοκίνητο «είναι οικογενειακό και απαραίτητο»[5] και χωρίς να έχει καταβάλει τις συμφωνηθείσες δόσεις, συνιστά συνεχή παράβαση της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς με βάση την οποία ξεκαθαρίζεται ότι το δικαίωμα του να κατακρατά το Αυτοκίνητο έχει ήδη τερματιστεί. Τούτο ενεργοποιεί το δικαίωμα των Εναγόντων να επιχειρήσει να ανακτήσει το Αυτοκίνητο και να αξιώσει αποζημιώσεις, όπως και πράττει μέσω της παρούσας αγωγής.

 

(β) Επιπρόσθετα, με βάση τον όρο 5 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, εάν ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο για κατάσχεση του Αυτοκινήτου, όπως και λήφθηκε δια της καταχώρησης της παρούσας αγωγής δια της οποίας αξιώνεται σχετικό διάταγμα, τότε η Συμφωνία Ενοικιαγοράς «θα λύεται αμέσως και απόλυτα για όλους τους σκοπούς και θα τερματίζεται». Σε μια τέτοια περίπτωση, με βάση τον όρο 6(α) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς θα καταβάλλει «όλα τα καθυστερημένα μισθώματα/ δόσεις» πλέον τόκους και με βάση τον όρο 6(δ) αποζημιώσεις λόγω παράβασης της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, πλέον τόκους σύμφωνα με τον όρο 2(γ) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς.

 

(γ) Σε μια τρίτη ακόμα ανάγνωση, το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εδράζεται σε παράβαση σύμβασης, ήτοι, στην παράβαση της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, η οποία παράβαση προκύπτει από την παράλειψη καταβολής των συμφωνηθεισών δόσεων από τον Εναγόμενο 1, ως μισθωτή, ζήτημα το οποίο, υπενθυμίζω, ήταν κοινώς αποδεκτό. Ο όρος για την καταβολή μηνιαίας δόσης αποτελεί, σύμφωνα με το ίδιο το περιεχόμενο της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, ουσιώδης όρος (βλ. όρος 2(β) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς). Ως εκ τούτου, οι Ενάγοντες, ως το αναίτιο μέρος, είχαν την επιλογή να τερματίσουν τη σύμβαση (βλ. Staza Estates Ltd v. Highlux Enterprises Ltd Πολ. Έφ. 337/2014, 12.4.23, ECLI:CY:AD:2023:A138, Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών «Λευκόνικο» Λτδ ν. Εμπορική Κεφαλαίου και Συμμετόχων Α.Ε. (2012) 1 ΑΑΔ 2691.) Η δε ενέργεια των Εναγόντων για καταχώρηση της αγωγής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αφ’ εαυτής τερματίζουσα τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία εφόσον η καταχώρηση της αγωγής από μόνη της δηλώνει επιλογή από την πλευρά της τράπεζας τερματισμού της συμφωνίας και ενεργοποίηση των αναγκαίων διαδικασιών προς είσπραξη των οφειλόμενων ποσών (βλ. Έλληνας κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 87/2013, 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503, Εταιρεία J.K. Vavlites (Hotels & Leisure) Ltd v. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας του Τακτικού Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού Πολ. Έφ. 31/2013, 30.1.2019 και Μακεδόνας ν. Λαζάρου κ.ά. (2005) 1 ΑΑΔ 1322).

 

37. Των πιο πάνω δοθέντων, όπως και στην Αλέκα Παναγιώτη Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. 169/11, 13.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:D309, έτσι και εδώ, με βάση το περιεχόμενο της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς «δεν αποτελούσε προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση υποχρέωσης της για αποπληρωμή του χρέους  και τη δυνατότητα της Τράπεζας να απαιτήσει την πληρωμή του δικαστικά, γεγονός που καθιστά αδιάφορη την αποστολή ή όχι» στον Εναγόμενο 1 των επιστολών ημερ. 10.8.2015 και 9.2.2016.

 

 

IVΤο ύψος του οφειλόμενου ποσού

 

38. Αποτέλεσε τη θέση του κ. Κουντούρη στην παρ. 9 της έγγραφης του μαρτυρίας ότι:

 

«Κατά ή περί την 09/02/2017 το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο όφειλαν οι Εναγόμενοι αρ. 1 και 2 και/ή κεχωρισμένα προς τους Ενάγοντες για την Συμφωνία Ενοικιαγοράς υπ’ αρ. [ ] παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο για ποσό ΕΥΡΩ15.519,20σεντ για ληγμένα ενοίκια πλέον τόκο προς 6% και τόκο προς 3,50% το χρόνο από την 10/02/2017 επί ποσού ΕΥΡΩ6.095,31σεντ για μη ληγμένα ενοίκια μέχρι εξόφλησης. Ο τόκος θα κεφαλαιοποιείτο δύο φορές το χρόνο ήτοι την 30 Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου βάση ειδοποιήσεως που δόθηκε από τους Ενάγοντες προς τους Εναγόμενους αρ. 1 και 2 με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία.»

 

39. Ο Εναγόμενος 1 στην δική του έγγραφη μαρτυρία προβάλλει λεπτομερώς το εύρος της διαφωνίας του ως προς τις χρεώσεις που αναγράφονται επί της κατάστασης λογαριασμού. Ειδικότερα:

 

(α) Αναφέρεται σε συγκεκριμένες χρεώσεις τις οποίες, ως εισηγείται, ουδέποτε αποτέλεσαν αντικείμενο της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς και δηλώνει άγνοια σε σχέση με το τί αυτές αφορούν (βλ. παρ. 4 μέχρι 6 της ΕΔ Συρίμη)∙

 

(β) Διαφωνεί με τη θέση του κ. Κουντούρη «ότι ο τόκος που πρέπει να υποβληθεί είναι 6% και ότι είναι συμβατικός τόκος γιατί τέτοιο τόκο δεν συμφώνησα ποτέ μου» (βλ. παρ. 12 της ΕΔ Συρίμη)∙ και

 

(γ) Διαφωνεί και με τη θέση της Ενάγουσας δια το ότι δικαιούτο σε κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως.  

 

40. Στο στάδιο των αγορεύσεων, αποτέλεσε τη θέση του συνηγόρου των Εναγόμενων ότι δεν απεδείχθη το υπόλοιπο οφειλόμενο. Προβάλλει στην γραπτή του αγόρευση ότι η κατάσταση λογαριασμού που παρουσίασε ο κ. Κουντούρης (Τεκμήριο Ζ της ΕΔ Κουντούρη) σε συνδυασμό με τις αναφορές του ιδίου, δεν ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Κεφ. 9. Περιπλέον, κατ’ ουσίαν, είναι άγνωστο το επιτόκιο που χρεωνόταν, κατά πόσο υπήρξε κεφαλαιοποίηση, ότι το ίδιο το επιτόκιο δεν εμπεριέχεται στη Συμφωνία Ενοικιαγοράς και για ποιον λόγο οι Ενάγοντες επικαλούνται ότι δικαιούνται σε κεφαλαιοποίηση του όποιου τόκου. Τελικώς, προβάλλει ότι δεν έχουν αποδείξει ότι δικαιούνται στο ύψος του ποσού που αξιώνουν.

 

41. Αναφέρω στο σημείο αυτό ότι είναι ορθή η θέση του κ. Χατζηϊωάννου ότι η Κατάσταση Λογαριασμού δεν φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ. 9. Καμία αναφορά γίνεται από τον κ. Κουντούρη ως προς τα ζητήματα που απαιτεί η εν λόγω πρόνοια. Το γεγονός όμως ότι δεν δημιουργείται το οριζόμενο εκ του άρθρου 22(1) μαχητό τεκμήριο δεν αναιρεί το καθήκον του Δικαστηρίου να αξιολογεί το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, ως μέρος του ευρύτερου καθήκοντος του για αξιολόγηση μαρτυρίας, εκτός της εμβέλειας του άρθρου 22 του Κεφ.9 (βλ. Ανδρέα Αργυρού κ.ά. ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μαρκάσυκας – Λάρνακας – Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ Πολ. Έφ. 325/14, 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:A135 και κατ’ αναλογίαν Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χρυστάλλα Στάλω Χριστοδούλου, Πολ. Έφ. 6/2011, 15.7.2016). Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αξιολόγησης της Κατάστασης Λογαριασμού, σχετικά είναι τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 16(β) πιο πάνω.

 

42. Παρά τούτο, η θέση του κ. Χατζηϊωάννου δια το ότι οι Ενάγοντες δεν αποδεικνύουν το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο παρουσιάζεται επί της Τραπεζικής Κατάστασης και το οποίο αξιώνουν με την αγωγή τους ήτοι το συνολικό ποσό των €23.954,21 όπως και τους αξιούμενους τόκους, είναι ορθή. Εξηγώ.

 

43. Οι τόκοι του οποίους οι Ενάγοντες αξιώνουν για ληγμένα και μη ληγμένα ενοίκια, ήτοι, τόκος 6% επί ληγμένων ενοικίων και τόκος 3,50% επί μη ληγμένων ενοικίων, αντίστοιχα, ουδόλως προκύπτουν από το κείμενο της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς. Αυτό το οποίο αναφέρεται επί του όρου 2(γ) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, είναι ότι η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μεταβάλλει κατά την κρίση της οποτεδήποτε το ύψος του επιτοκίου «και η αλλαγή και/ή επιβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον μισθωτή που θα λαμβάνει γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή γραπτή ειδοποίηση και θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή ειδοποίηση» χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά ως προς το ύψος του επιτοκίου που ίσχυε κατά το χρόνο συνομολόγησης της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς. Ούτε και επιχείρησαν οι Ενάγοντες να παρουσιάσουν οποιαδήποτε μαρτυρία περί τούτου αλλά και περί ενημέρωσης του Εναγόμενου 1 για οποιαδήποτε «μεταβολή» του χρεωθέντος επιτοκίου. Επιπλέον, δεν επεξηγήθηκε κατά πόσο τα αξιούμενα επιτόκια είχαν χρεωθεί εξ αρχής ή κατόπιν οποιασδήποτε μεταβολής επιτοκίου, ούτε και προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο της Κατάστασης Λογαριασμού το ύψος του επιτοκίου που χρεώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού. Τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογίαν σε σχέση με την αξίωση των Εναγόντων δια κεφαλαιοποίηση του τόκου, δύο φορές ετησίως. Επιπλέον, παρά την ρητή αμφισβήτηση του Εναγόμενου 1 περί συγκεκριμένων χρεώσεων επί της κατάστασης λογαριασμού, καμία επεξήγηση προσφέρθηκε από την Τράπεζα σε τί αφορούν οι εκεί πρόσθετες χρεώσεις.

 

44. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου, σωρευτικά ιδωμένες αλλά και η κάθε μία χωριστά, καθιστούν ακροσφαλές το τελικό υπόλοιπο που παρουσιάζεται επί της Κατάστασης Λογαριασμού εφ’ όσον το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει κατά πόσο οι παράμετροι που χρησιμοποιήθηκαν προς δημιουργία του, σε ό,τι αφορά τόσο το χρεωθέν επιτόκιο όσο και άλλες χρεώσεις, εμπίπτουν εντός των συμφωνηθέντων (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 (Α) Α.Α.Δ. 479 και Θεοδώρου ν Hellenic Bank Ltd (2012) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2059).

 

45. Το θέμα όμως δεν τελειώνει εκεί. Έχοντας κατά νουν και κατ’ εφαρμογή των όσων λέχθηκαν στις Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1Α Α.Α.Δ. 530, Οργανισμός Χρηματοδότησης Τραπέζης Κυπρου Λτδ. ν. Παντελή κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 854 και Ελληνική Τράπεζα Λτδ και άλλη v. Τσαρτελλή (2003) 1Α Α.Α.Δ. 246 σημειώνω ότι, εν προκειμένω, από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτουν τα εξής.

 

46. Μέχρι την ημερομηνία τερματισμού, ήτοι, μέχρι τις 9.2.2016, ο Εναγόμενος 1 θα έπρεπε να είχε καταβάλει στο σύνολο 73 δόσεις εκ €554,05 έκαστη. Τούτο προκύπτει από τον «Πίνακα» της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς όπου αναφέρεται ότι το ποσό των €46.50,96 θα καταβληθεί «σε 84 μηνιαίες δόσεις (μισθώματα) από €554,05 σεντ η κάθε μία στις 30/00 κάθε μήνα αρχίζοντας από τις 30.1.2010.» Επομένως, ο Εναγόμενος, μέχρι την ημερομηνία τερματισμού θα έπρεπε να είχε καταβάλει συνολικά το ποσό των €40.445,65 (73 x €554,05). Από την Κατάσταση Λογαριασμού προκύπτει ότι μέχρι την ημερομηνία τερματισμού, είχε καταβάλει το συνολικό ποσό των €24.921,85 [(€554,05 x 34 δόσεις) + €6084,15 σύνολο άλλων ποσών]. Επομένως, με μια απλή μαθηματική πράξη ο Εναγόμενος 1 θα έπρεπε, πριν από την ημερομηνία τερματισμού να είχε καταβάλει επιπλέον το ποσό των €15.523,80 (€40.445,65 - €24.921,85) πλέον τόκους.

 

47. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του «τόκου» επί του πιο πάνω οφειλόμενου κατά τον τερματισμό της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς ποσού, σχετικός είναι ο όρος 2(γ) της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς. Εκεί, γίνεται αναφορά σε τόκο υπερημερίας 7% μεγαλύτερος «από το  βασικό επιτόκιο» της Τράπεζας. Δεν διευκρινίζεται, επαναλαμβάνω, ποιο ήταν το «βασικό επιτόκιο» ούτε και προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την μεταβολή του. Αναφορά γίνεται και στον τόκο υπερημερίας, πλην όμως, δεν αξιώνεται τόκος υπερημερίας με την ίδια την αγωγή και συναφώς δεν δύναται να αποδοθεί. Άνευ επηρεασμού της ως άνω διαπίστωσης μου, δεν θα μπορούσε να επιδικασθεί οποιοσδήποτε τόκος υπερημερίας εφ’ όσον, οι Ενάγοντες, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3(1)(β) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/1999 θα δικαιούντο σε τόκο υπερημερίας μέχρι νοουμένου ότι αποδείκνυαν ειδική ζημιά. Δεν υπάρχει όμως ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία που να στηρίζει στην εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος.

 

48. Συναφώς, υπό τις περιστάσεις, το μοναδικό είδος επιτοκίου που θα μπορούσε να επιδικαστεί είναι νόμιμος τόκος. Με δεδομένο ότι τόκος επί ληγμένων ενοικίων αξιώνεται από τις 10.2.2017 μέχρι εξόφλησης, ο νόμιμος τόκος επί ληγμένων ενοικίων δύναται να επιδικαστεί από την προαναφερόμενη ημερομηνία μέχρι εξόφλησης. Περιπλέον επειδή η αξίωση περιορίζεται στο ποσό των €15.519,20 το οφειλόμενο ποσό επί ληγμένων ενοικίων περιορίζεται αναλόγως. Των πιο πάνω δοθέντων επιδικάζεται ποσό ύψους €15.519,20 ως ληγμένα ενοίκια πλέον νόμιμος τόκος από 20.2.2017 μέχρι εξόφλησης.

 

49. Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες εναπομείνασες έντεκα δόσεις και έχοντας κατά νουν τις ως άνω στην παρ. 45 αυθεντίες σημειώνω τα εξής. Πρώτον, οι δόσεις αυτές δύνανται να επιδικαστούν ως αποζημιώσεις λόγω παράβασης σύμβασης. Δεύτερον, σημειώνεται ότι ο Εναγόμενος 1 δεν έχει επιστρέψει το Αυτοκίνητο προς την Τράπεζα ή τους Ενάγοντες, παρά το ότι το δικαίωμα του να το κατέχει τερματίστηκε αμέσως με την καθυστέρηση στην αποπληρωμή δόσεων (βλ. όρος 4 της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς). Τρίτον, το σύνολο των εναπομεινασών έντεκα δόσεων αντιστοιχεί σε συνολικό ποσό ύψους €6094,55 (11 x €554,05). Τέταρτον, με βάση τους όρους της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, τα  δικαιώματα ενοικιαγοράς συμφωνήθηκαν στο ποσό των €10,081,14 ποσό το οποίο οι Ενάγοντες επίσης θα εισέπρατταν σε περίπτωση εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων. Συνεπώς, τα αναλογούντα δικαιώματα ενοικιαγοράς που ενσωματώνονται στις υπόλοιπες 11 μηνιαίες δόσεις ανέρχονταν στο ποσό των  €1320,15 [10,081,14 ÷ 84)  x 11 μήνες]. Το ποσό αυτό ως έχει καθοριστεί από την ως άνω νομολογία αφαιρείται από το συνολικό οφειλόμενο ως παράγοντας αποκρυστάλλωσης της ζημιάς κατά το χρόνο τερματισμού. Συναφώς, από το ποσό των €6094,55 αφαιρείται το ποσό των €1320,15 καταλήγοντας έτσι σε ποσό €4774,40. Το πιο πάνω ποσό θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

 

 

XΕυθύνη Εναγόμενης 2 ως εγγυήτριας

 

50. Η Εναγόμενη 2, όπως και ο Εναγόμενος 1, εγκατέλειψε κατά την μαρτυρία της τη δικογραφημένη της θέση ότι δεν είχε υπογράψει τη Συμφωνία Εγγύησης, αποδεχόμενη μέσω της ΕΔ Ιωσήφ ότι η ίδια έθεσε την υπογραφή της επί του Τεκμηρίου Α της ΕΔ Κουντούρη.

 

51. Στη βάση δε του περιεχομένου της Συμφωνίας Εγγύησης, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, η ίδια συμφώνησε όπως καταστεί υπεύθυνη για την καταβολή  «όλων των ποσών, τα οποία δυνατό να καταστούν οφειλόμενα» προς την Τράπεζα «σύμφωνα με τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς.» Αναφέρεται επίσης ότι:

 

«ΚΑΙ ΕΓΩ/ΕΜΕΙΣ αναλαμβάνω/ουμε από κοινού και χωριστά να σας αποζημιώσω/ουμε και να σας κρατώ/ουμε καλυμμένους ανεξάρτητα από την πιο πάνω εγγύηση μου/μας για οποιαδήποτε ζημιά που απορρέει από τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς και μόλις τελειώσει η Συμφωνία αυτή ή η μίσθωση που δημιουργείται σύμφωνα με τη Συμφωνία αυτή ΕΓΩ/ΕΜΕΙΣ θα πληρώσω/ουμε σε σας το ποσό της ζημιάς αυτής, ανεξάρτητα από το αν ο μισθωτής θα έχει υποχρέωση να πληρώσει ή όχι οποιοδήποτε ποσό ανεξάρτητα από το αν έχετε ενασκήσει οποιοδήποτε ή οποιαδήποτε δικαίωμα/τα σας εναντίον του μισθωτή ή σχετικά με τα αγαθά. Το ποσό της ζημιάς αυτής θα είναι το ποσό του τμήματος της Ενοικιαγοράς, το οποίο αναφέρεται στη Συμφωνία Ενοικιαγοράς, επιπλέον όλα τα λογικά έξοδα που έχουν διενεργηθεί από σας για την ενάσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων σας σύμφωνα με τη Συμφωνία ή για την κατάσχεση, επιδιόρθωση, ασφάλεια, αποθήκευση ή πώληση των αγαθών ή για την ανεύρεση του μισθωτή ή των αγαθών ή για την απόπειρα διενέργειας οποιασδήποτε από τις παραπάνω πράξεις, μείον όλα όσα έχουν πληρωθεί από τον μισθωτή σε σας σύμφωνα με τη Συμφωνία ποσά και μείον όσα ποσά έχουν εισπραχτεί από την πώληση των αγαθών. Εννοείται ότι σε περίπτωση πλήρους πληρωμής σε σας της ζημιάς αυτής και εφόσον δεν έχετε πουλήσει τα αγαθά ως τη μέρα της πληρωμής αυτής ΕΓΩ/ΕΜΕΙΣ θα δικαιούμαι/μαστε να αποκτήσω/ουμε όλα τα υφιστάμενα τότε πάνω στα αγαθά δικαιώματα σας οπουδήποτε και σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρίσκονται αυτά.»

 

 

(α)  Ισχυριζόμενες παραλείψεις της Τράπεζας κατά το χρόνο συνομολόγησης της Συμφωνίας Εγγύησης και ενημερώσης της ως προς τις καθυστερήσεις του Εναγόμενου 1 στην αποπληρωμή των δόσεων

 

52. Παρά το περιεχόμενο της Συμφωνίας Εγγύησης, αποτέλεσε πρωταρχική της θέση ότι η ίδια θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει απαλλαχθεί από τις εκεί συμβατικές υποχρεώσεις της λόγω ακυρότητας της Συμφωνίας Εγγύησης. Επικαλείται προς τούτο παραβίαση από την Τράπεζα των άρθρων 5 και 12 του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος του 2003 («ο Νόμος 2003») (βλ. παρ. 8 (β) και (γ) της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της).

 

53. Προς υποστήριξη της θέσης της, η ίδια, ανέφερε τα εξής στην έγγραφη της μαρτυρία:

 

«3. Για την παρούσα υπόθεση, θυμάμαι ότι υπόγραψα το εγγυητήριο έγγραφο. Θυμάμαι ότι η Τράπεζα ετοίμασε το έγγραφο εγγύησης και συμπλήρωσα κάποια κενά και υπόγραψα. Δεν μου εξήγησαν τους όρους που υπόγραψα ούτε τους διάβασα γιατί είχα εμπιστοσύνη στην Τράπεζα και εφόσον ήμουν σε αδύναμη θέση επειδή θα υπόγραφα ως εγγυήτρια του συζύγου μου για την αγορά του AUDI Α5. Συγκεκριμένα δεν μου ανάφεραν ούτε μου εξήγησαν ποτέ το δικαίωμα μου για να ζητήσω νομική συμβουλή και ούτε μου έδωσαν αντίγραφο της συμφωνίας εγγύησης ούτε διάβασα την συμφωνία που υπόγραψε ο σύζυγος μου. Όλα έγιναν γρήγορα, σε λίγα λεπτά. Το μόνο που γνώριζα εκ των προτέρων ήταν ότι η εγγύηση αφορούσε το δάνειο που θα έπαιρνε ο σύζυγος μου για την αγορά του AUDI Α5.

 

4.Πριν την υπογραφή της εγγύησης η τράπεζα ουδέποτε μου παρέδωσε επιστολή στην οποία να αναφερόταν οι λεπτομέρειες για το ποσό του δανείου, το επιτόκιο και οι ρυθμίσεις για τον τόκο, τον τρόπο και χρόνο αποπληρωμής της οφειλής από τον σύζυγο μου, το πόσο της εκάστης δόσης, την προθεσμία κατά την οποία καθίσταται πληρωτέα. Δεν γνώριζα τους όρους του συμβολαίου ούτε τις διάφορες χρεώσεις τόκων και εξόδων. Δεν γνώριζα και δεν με ενημέρωσαν με επιστολή για το ποσό του τόκου που θα χρεώνετο σε περίπτωση υπερημερίας ο σύζυγος μου στην αποπληρωμή του δανείου ή των δόσεων αποπληρωμής ή αθέτησης της υπόσχεσης του να το αποπληρώσει κατά τα διαλαμβανόμενα στην συμφωνία. Δεν γνώριζα και δεν μου παρέδωσαν γραπτή δήλωση του συζύγου μου με όλα τα περιουσιακά του στοιχεία. Δεν διάβασα το περιεχόμενο της συμφωνίας του συζύγου μου με την Τράπεζα ούτε μου έδειξαν την συμφωνία αυτή.

 

5. Κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν γνώριζα πόσα χρώσταγε ο σύζυγος μου σε τράπεζες και ουδέποτε με ενημέρωσαν για τις οφειλές και τα δάνεια που είχε με την εν λόγω τράπεζα. Αν γνώριζα αυτά τα χρέη από πριν, δεν θα υπόγραφα αυτή την συμφωνία, λαμβάνοντας υπόψη ειδικά την τιμή ενός πολυτελούς αυτοκινήτου όπως είναι το AUDI Α5. Συγκεκριμένα δεν γνώριζα και μου απόκρυψαν οι Ενάγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο της υπογραφής του εγγυητήριου εγγράφου τις διάφορες ισχυριζόμενες οφειλές εναντίον της εταιρείας του συζύγου μου (την Bernoulli) στην την εν λόγω τράπεζα δηλαδή για ισχυριζόμενες χρηματοδοτήσεις πριν τις 30/12/2009. Μερικές από αυτές τις υποθέσεις εκκρεμούν στα Δικαστήρια όπως είναι η αγωγή 1588/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπου υπάρχει ισχυριζόμενη συμφωνία δανείου ημερ. 18/03/1996 όπου ο σύζυγος μου ενάγεται ως εγγυητής και η ισχυριζόμενη απαίτηση είναι περίπου €300.000. Η εταιρεία Bernoulli ανήκει στον σύζυγο μου.

 

6. Θα ήθελα να αναφέρω ότι η τράπεζα ουδέποτε με ενημέρωσε γραπτώς με επιστολή για την καθυστέρηση πληρωμής από τον σύζυγο μου και όπως με συμβουλεύει ο δικηγόρος μου θα έπρεπε να με είχαν ενημερώσει όταν ο σύζυγος μου όφειλε 3 δόσεις. Επαναλαμβάνω ότι ουδέποτε παρέλαβα οποιαδήποτε επιστολή. Αν ενημερωνόμουν όπως έπρεπε θα μπορούσα να πάρω και εγώ από πριν τα νομικά μέτρα που ο νομός προβλέπει για την προστασία των εγγυητών. Επιπλέον, αν ενημερωνόμουν πιο νωρίς τότε η αξία του αυτοκινήτου θα ήταν πιο μεγάλη από ότι είναι σήμερα και ενδεχομένως να μην υπήρχε οψειλή αν ελάμβανε από πριν η Τράπεζα τα μέτρα της και να μην χρειαζόταν να απαιτηθεί τίποτε εναντίον μου ως εγγυήτρια.

 

7. Το έγγραφο εγγύησης είναι μια σελίδα. Διάβασα το έγγραφο εγγύησης που φέρει την υπογραφή μου πρώτη φορά κατά την διαδικασία ανταλλαγής εγγράφων. Δεν μου δόθηκε αντίγραφο του εγγράφου εγγύησης μετά που υπόγραψα το έγγραφο αυτό. Οπωσδήποτε αυτό το εγγυητήριο έγγραφο είναι έγγραφο της τράπεζας που περιέχει standard clauses και αυτό φαίνεται από το ότι στην συμφωνία εγγύησής περιέχει όρο για τους άλλους συνεγγυητές που στην παρούσα δεν υπάρχει. Οι όροι δεν είναι καθαροί και είναι γενικοί και αόριστοι όπως η παράγραφος 3. Δεν συζητήθηκαν ποτέ μαζί μου οι όροι της εγγύησης ούτε μου τις εξήγησε κανένας. Δεν καταλαβαίνω για πια δικαιώματα παραιτούμαι όπως αναγράφεται στην παράγραφο 3. Επίσης δεν γνωρίζω αν δόθηκε παράταση χρόνου ή απλά καθυστέρησαν να ζητήσουν το υπόλοιπο. Ως γνωστό η τράπεζα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και έκλεισε επηρεάζοντας δυσμενώς την οικονομία του τόπου. Η διαδικασία μέχρι το κλείσιμο της ήταν χρονοβόρα. Θεωρώ ότι όλοι οι όροι της εγγύησης είναι καταχρηστικοί, αόριστοι και ασαφής ειδικά η παράγραφος 3 και 5 της αριστερής στήλης.

 

9. Διάβασα την ένορκη δήλωση του Μάριου Κουντουρή. Αρνούμαι κατηγορηματικά την παρα.5 της Ένορκης Δήλωσης του και συγκεκριμένα ατο σημείο που αναφέρει ότι συμφώνησα για παρούσες και μελλοντικές υποχρεώσεις του συζύγου μου και ότι συμφώνησα με το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Δεν μου ανάφεραν ποτέ το επιτόκιο της συμφωνίας, δεν μου δώσαν την συμφωνία που υπόγραψε ο σύζυγος μου. Θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν γνωρίζω τον κ. Κουντουρή.

 

10. Δεν παρέλαβα ποτέ μου την προειδοποιητική επιστολή ημερ. 10/08/2015 που μου έδειξε ο δικηγόρος μου στην διαδικασία ανταλλαγής εγγράφων. Εν πόση περίπτωση, αρνούμαι κατηγορηματικά το περιεχόμενο της επιστολής εκεινής που αναφέρει ότι η τράπεζα είχε προηγούμενες επικοινωνίες μαζί μου σε σχέση με τις καθυστερήσεις που αφορά την παρούσα υπόθεση. Κανένας υπάλληλος από την τράπεζα δεν επικοινώνησε μαζί μου ούτε   τηλεφωνικώς ούτε γραπτώς για την παρούσα υπόθεση. Η αναφορά αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν έλαβα ποτέ μου την επιστολή τερματισμού ημερ. 09/02/2016. Αυτή την επιστολή την διάβασα όταν μου την έδωσε ο δικηγόρος μου μετά την ανταλλαγή εγγράφων.

 

11. Η πρώτη φορά που είχα ενημέρωση για την παρούσα υπόθεση και τις καθυστερημένες δόσεις ήταν όταν ενημερώθηκα για την αγωγή της παρούσας υπόθεσης

 

12. Δεν γνώριζα αν ο σύζυγος μου ανταποκρινόταν ή όχι στις δόσεις για την παρούσα υπόθεση ούτε με ενημέρωνε για αυτό το θέμα. Προφανώς ο λόγος που δεν μου ανάφερε τίποτε ήταν για να μην δημιουργούνται εντάσεις στο σπίτι και να μην χαλά το κλίμα στο σπίτι. Εν πόση περίπτωση, αρνούμαι το ποσό που απαιτούν οι Ενάγοντες εναντίον μου και ανταπαιτώ την ακύρωση του εγγράφου εγγύησης για τους λόγους που ανάφερα πιο πάνω.»

 

54. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι με βάση το περιεχόμενο της Συμφωνίας Εγγύησης, η ευθύνη της Εναγόμενης 2 που δημιουργείται διαφέρει σε φύση και έκταση από αυτήν την οποία καλύπτει η περιοριστική εμβέλεια του Νόμου 2003. Τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου 2003, «ο παρών Νόμος εφαρμόζεται αναφορικά με συμβάσεις εγγύησης με την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου […]».  Σύμφωνα με το άρθρο 84 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149:

 

«Σύμβαση εγγύησης είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο.»

 

55. Το δε Κεφ. 149 διαχωρίζει τη συμφωνία εγγύησης (βλ. άρθρο 84) από την συμφωνία κάλυψης (βλ. άρθρο 82).

 

56. Εν προκειμένω, από το λεκτικό της υπό κρίση συμφωνίας (βλ. παρ. 51 πιο πάνω) προκύπτει ότι η φύση της δημιουργηθείσας ευθύνης της Εναγόμενης 2 δεν περιορίζεται σε απλή εγγύηση πιστής τήρησης υποχρέωσης τρίτου αλλά εκτείνεται σε ανάληψη δια αποζημίωση. H διαφοροποίηση επεξηγείται ως εξής στο Σύγγραμμα Chitty on Contracts, Volume IISpecific Contracts”, 32η έκδοση στην παρ. 45 - 008:

 

“The distinction between the two contracts is, in brief, that in a contract of guarantee the surety assumes a secondary liability to answer for the debtor who remains primarily liable; whereas in a contract of indemnity the surety assumes a primary liability, either alone or jointly with the principal debtor”

 

57. Επεξηγείται στο πιο πάνω σύγγραμμα στην παρ. 45 - 007 ότι:

 

(…) the liability of a guarantor is normally co-extensive with the liability of the principal debtor, so that if the debtor is discharged the surety will also be discharged, whereas if the contract is one of indemnity, the surety is not necessarily discharged. Thirdly, certain other rules of law apply to guarantees (where only a secondary liability is undertaken) but not to indemnities (where a primary liability is undertaken), for example, the rule that any material variation of the contract between the debtor and the creditor will in principle discharge a guarantor but not a person undertaking a primary liability.”

 

58. Αντίστοιχο με το υπό κρίση λεκτικό της Συμφωνίας Εγγύησης εξετάστηκε στην Ελισάβετ Αντωνιάδου όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Η εγγύηση, εξάλλου, δεν περιοριζόταν στο αλληλέγγυο των εγγυητών στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πρωτοοφειλέτιδος, αλλά εκτεινόταν και στην αποζημίωση της εφεσίβλητης από κάθε ζημιογόνο πράξη της, γεγονός που προσέδιδε στην ‘εγγύηση’ και το χαρακτήρα συμφωνίας εξασφάλισης (indemnity). Το κείμενο της επικεφαλίδας, κάτω από την οποία στοιχειοθετούνται οι υποχρεώσεις των εγγυητών, ‘ΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ,’ αντανακλά το περιεχόμενό της. η αναληφθείσα υποχρέωση συνιστούσε τόσο εγγύηση με τη στενή έννοια του όρου όσο και εξασφάλιση για κάθε προκύπτουσα ζημία από ζημιογόνους πράξεις της πρωτοφειλέτιδος.»

 

59. Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι ο Νόμος 2003 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση εφ’ όσον η συμφωνία που υπέγραψε η Εναγόμενη 2 εκπίπτει της περιοριστικής εφαρμογής του σε συμφωνία εγγύησης και εκτείνεται σε ανάληψη πρωταρχικής υποχρέωσης έναντι της Τράπεζας (“primary liability”), ήτοι συμφωνία «εξασφάλισης για κάθε προκύπτουσα ζημιά από ζημιογόνους πράξεις» του πρωτοφειλέτη (Ελιβάσετ Αντωνίου). Συναφώς, ουδείς λόγος στοιχειοθετείται δια την ακύρωση της, στη βάση των ίδιων των ισχυρισμών της Εναγόμενης 2.

 

60. Άνευ επηρεασμού της πιο πάνω κατάληξης μου και για σκοπούς πληρότητας, σημειώνω ότι ακόμα και εάν ήθελε φανεί ότι εφαρμόζεται ο Νόμος 2003, οι θέσεις της θέσεις της Εναγόμενης 2 ως αυτές καταγράφηκαν στην παρ. 53 ανωτέρω δεν ήταν ικανές δια να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε ευρήματα που είναι αναγκαία ως προς τα γεγονότα που απαιτούνται να αποδειχθούν ώστε ενεργοποιούνται και να τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 5 και 12 του Νόμου 2003. Εξηγώ.

 

61. Μια προσεκτική ανάγνωση της ένορκης της δήλωσης όμως αποκαλύπτει ότι οι εν λόγω αναφορές της δεν δύνανται ευλόγως να αξιολογηθούν θετικά. Πρωταρχική παρατήρηση είναι ότι η ίδια αποδέχεται, αφ’ ενός, το γεγονός  της υπογραφής της επί της Συμφωνίας Εγγύησης και αφ’ ετέρου, τη γνώση της, κατά το χρόνο υπογραφής της, περί του γεγονότος ότι η Συμφωνία Εγγυήσεως επρόκειτο, δια της φύσης της για συμφωνία εγγύησης η οποία, πρόσθετα, «αφορούσε το δάνειο που θα έπαιρνε ο σύζυγος μου για την αγορά του AUDI A5».[6] Συναφώς, η ίδια κατά το χρόνο που έθεσε την υπογραφή της, με δική της παραδοχή, είχε αντίληψη και γνώση της φύσεως και του σκοπού της Συμφωνίας Εγγυήσεως και προχώρησε να την υπογράψει. Η διαπίστωση μου αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Συμφωνία Εγγυήσεως απαρτίζεται από όρους μισής σελίδας, δεν συγκεράζεται ως ζήτημα κοινής λογικής με το εύρος των παραπόνων της ως προς τις ισχυριζόμενες παραλείψεις της Τράπεζας, κατά το χρόνο υπογραφής της Συμφωνίας Εγγύησης. Ούτε και αποτέλεσε τη θέση της ότι η ίδια κατά το χρόνο σύναψης της Σύμβασης Εγγύησης είχε γνώση των προνοιών του Νόμου 2003 και είχε επαναπαυθεί ότι η Τράπεζα θα της επεξηγούσε κάθε έναν όρο χωριστά. Προσθέτω ότι καμία αξία δύναται ευλόγως να αποδοθεί στη θέση της ότι η ίδια δεν διάβασε τη Συμφωνίας Εγγύησης γιατί «είχε εμπιστοσύνη στην Τράπεζα» στην απουσία οποιασδήποτε επεξήγησης, έστω και ισχνής, ως προς τα γεγονότα που δικαιολογούσαν και συνέθεταν, έστω με βάση τη δική της αντίληψη, όρους «εμπιστοσύνης» αλλά και, τα όρια αυτής, μεταξύ της ιδίας και ενός τραπεζικού ιδρύματος στα πλαίσια συνομολόγησης μιας συμφωνίας εγγυήσεως. Ούτε κάτι τέτοιο δύναται να εξαχθεί από τα γεγονότα που η ίδια επικαλέστηκε εφ’ όσον πυρήνας του παραπόνου της είναι ακριβώς ότι η Τράπεζα, τίποτε δεν της ανέφερε κατά το χρόνο σύναψης της Σύμβασης Εγγυήσεως.

 

62. Προχωρά η Εναγόμενη 2 να αναφέρει ότι εάν γνώριζε την ύπαρξη χρεών του Εναγόμενου 1 προς τα διάφορα τραπεζικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων και των Εναγόντων, τότε δεν θα υπέγραφε τη Συμφωνία Εγγύησης. Η θέση της αυτή αποκαλύπτει τίποτε λιγότερο από το ότι η ίδια είχε αντιληφθεί τη φύση και το περιεχόμενο της Συμφωνίας Εγγύησης κατά το χρόνο της υπογραφής της εφ’ όσον «δεν θα υπέγραφε» τη συμφωνία εάν γνώριζε δια την ύπαρξη των άλλων αυτών χρεών.[7]

 

63. Πρόσθετα, δεν παρατέθηκαν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες δια τα χρέη αυτά, η αναφορά σε μια τρίτη εταιρεία απέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και δεν δύνανται να εξαχθούν οποιαδήποτε συμπεράσματα από τις εκεί αναφορές της.

 

64. Η αναφορά της ότι η ίδια ήταν «σε αδύναμη θέση» δεν συνοδευόταν με οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ως προς την δική της αντίληψη περί «αδυναμίας της», ως θέμα γεγονότων. Τούτο ήταν απαραίτητο ενόψει της δικής της θέσης περί γνώσης και αντίληψης της ως προς τον σκοπό, τη φύση και του αντικειμένου της Συμφωνίας Εγγύησης (βλ. παρ. 54 πιο πάνω). Συνεπώς, δεν αποδίδεται οποιαδήποτε αξία ούτε και σε αυτή την αναφορά της.

 

65. Σημειώνω ακόμα οι θέσεις της ότι «Αν ενημερώνουν όπως έπρεπε θα μπορούσα να πάρω και εγώ από πριν τα νομικά μέτρα που ο νόμος πρόβλεπε για την προστασία των εγγυητών. Επιπλέον, αν ενημερωνόμουν πιο νωρίς τότε η αξία του αυτοκινήτου θα ήταν πιο μεγάλη από ότι είναι σήμερα και ενδεχομένως να μην υπήρχε οφειλή αν ελάμβανε από πριν η Τράπεζα τα μέτρα της και να μην χρειαζόταν να απαιτηθεί τίποτε εναντίον μου ως εγγυήτρια.» δεν δύνανται να τύχουν οιασδήποτε θετικής αξιολόγησης. Η ίδια, δεν επεξηγεί ποια είναι τα μέτρα στα οποία αναφέρεται που θα ελάμβανε ως εγγυήτρια ούτε και το ύψος της αξίας του Αυτοκινήτου σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε συνάρτηση με το οφειλόμενο από τον Εναγόμενο 1 ποσό. Συναφώς, οι σχετικές θέσεις της απέμειναν στη σφαίρα της γενικότητας και δεν δύνανται να αξιολογηθούν περαιτέρω από το Δικαστήριο εφ’ όσον τούτο θα δημιουργούσε τον κίνδυνο εικασίας. Οι δε αναφορές του Εναγόμενου 1 ως προς το ύψος της ισχυριζόμενης αξίας του Αυτοκινήτου (βλ. παρ. 13 και 14 της ΕΔ Συρίμη) δεν διασώζει την πιο πάνω εικόνα, εφ’ όσον οι εκεί θέσεις του αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία, χωρίς να προσδιορίζονται οιεσδήποτε λεπτομέρειες ώστε να δύναται αυτή να αξιολογηθεί δυνάμει του άρθρου 27 του Κεφ. 9 (βλ. 27(2)(η) του Κεφ. 9). Συναφώς, ούτε και στη δική του θέση δύναμαι ευλόγως να αποδώσω οποιαδήποτε αξία.

 

66. Γενικότερα, από την όλη μαρτυρία της Εναγόμενης 2 προκύπτει ότι η ίδια έσπευσε να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα της υπόθεσης σε μια προσπάθεια της να απαλλαχθεί από της υποχρεώσεις της δυνάμει της Σύμβασης Εγγύησης. Για παράδειγμα, πέραν του ότι η ίδια σπεύδει να αποκαλέσει τον εαυτό της ως «αδύναμο μέρος» χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση, σπεύδει παράλληλα να παρουσιάσει την εικόνα ότι η ίδια ουδεμία σχέση είχε με το Αυτοκίνητο. Ειδικότερα, αναφέρει στην παρ. 2 ότι «ο σύζυγος μου πήρε δάνειο από την Τράπεζα και αγόρασε το [Αυτοκίνητο] (…) το οποίο είναι γραμμένο στον σύζυγο μου και στην Τράπεζα» και ότι ο ίδιος ανέλαβε την αποπληρωμή του χρέους, επιχειρώντας έτσι να παραχωρήσει την εικόνα ότι η όλη συναλλαγή ήταν δική του υπόθεση μόνο ενώ ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 προβάλλει ότι το Αυτοκίνητο «είναι οικογενειακό και απαραίτητο». Πρόσθετα, ο ισχυρισμός της δια το ότι ουδέποτε της δόθηκε η Συμφωνία Ενοικιαγοράς καταρρίπτεται από το ίδιο το Τεκμήριο Α από το οποίο προκύπτει ότι η Συμφωνία Ενοικιαγοράς και η Συμφωνία Εγγυήσεως αποτελούν ένα ενιαίο έγγραφο.

 

67. Των πιο πάνω δοθέντων σε συνδυασμό με το ίδιον συμφέρον που η ίδια έχει στην έκβαση της υπόθεση, αποτελεί την κρίση μου ότι η μαρτυρία της Εναγόμενης 2 δεν αποτελεί σταθερό και ασφαλές βάθρο στη βάση του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξαγάγει συμπεράσματα ως προς τις ισχυριζόμενες παραλείψεις της Τράπεζας είτε κατά το χρόνο συνομολόγησης της Συμφωνίας Εγγύησης είτε μεταγενέστερα και δεν αποδέχομαι τις σχετικές αναφορές της.

 

 

(β)  Επιστολές

 

68. Αποτέλεσε τη θέση του κ. Κουντούρη ότι αντίστοιχες επιστολές που απεστάλησαν προς τον Εναγόμενο 1, απεστάλησαν και στην Εναγόμενη 2. Η επιστολή ημερομηνίας 10.8.2015 επισυνάπτεται επί του Τεκμηρίου Ε της ΕΔ Κουντούρη. Επί της εν λόγω επιστολής αναγράφεται η διεύθυνση της κας Ιωσήφ η οποία αναγράφεται και επί της Συμφωνίας Εγγύησης. Τούτου δοθέντος, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα όσα έχω αναφέρει έχω παραθέσει στις παρ. 23-26 και 28 πιο πάνω σε σχέση με τις επιστολές που αποστάλθηκαν προς τον Εναγόμενο 1 και βρίσκω ότι η επιστολή ημερ. 10.8.2018, Τεκμήριο Ε στην ΕΔ Κουντούρη, αποστάλθηκε και παραλήφθηκε από την Εναγόμενη 2.

 

69. Ο κ. Κουντούρης αναφέρει ότι στις 9.2.2016 απεστάλη επιστολή τερματισμού και στην Εναγόμενη 2. Παρά το ότι ο κ. Κουντούρης αναφέρει ότι η εν λόγω επιστολή προς την Εναγόμενη 2 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Η, το εν λόγω τεκμήριο δεν βρίσκεται συνημμένο επί της γραπτής μαρτυρίας του κ. Κουντούρη και συνεπώς δεν δύναται να αξιολογηθεί η θέση του κ. Κουντούρη. Συνεπώς, δεν δύναμαι να προβώ σε εύρημα ότι η Τράπεζα απέστειλε επιστολή με ημερ. 9.2.2016, με περιεχόμενο αντίστοιχο με εκείνο της επιστολής τερματισμού που απεστάλη προς τον Εναγόμενο 1 (βλ. Τεκμήριο Ε της ΕΔ Κουντούρη).

 

70. Αποτέλεσε τη θέση του κ. Χατζηϊωάννου ότι η κοινοποίηση τερματισμού της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, προς την Εναγόμενη 2, υπό την ιδιότητα της ως εγγυήτρια αποτελούσε προαπαιτούμενο δια την γένεση της δικής της ευθύνης. Προς υποστήριξη της θέσης του παρέπεμψε στις Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 ΑΑΔ 1466 και Αλέκα Παναγιώτη Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Πολ. Έφ. Αρ. 169/11, 13.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:D309. Η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνη.

 

71. Εν πρώτοις, ο όρος που εξεταζόταν στην Lombard Natwest καθιστούσε την γραπτή ζήτηση από την τράπεζα του ποσού χρημάτων που κατέστη πληρωτέο από τον πρωτοφειλέτη. Σχετική ανάλυση παρατίθεται στις παρ. 31 - 34 πιο πάνω. Αντίστοιχη ήταν και η περίπτωση στην Αλέκα Παναγιώτη Παπακόκκινου. Αντίστοιχο όμως με τον υπό κρίση όρο εγγυήσεως στα πλαίσια συμφωνίας ενοικιαγοράς εξετάστηκε στην υπόθεση Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 530:

 

«Η Σύμβαση καθιστούσε τη μη καταβολή των προβλεπομένων δόσεων ουσιώδη όρο της συμφωνίας (condition), παράβαση του οποίου παρείχε στην εφεσίβλητη δικαίωμα τερματισμού της και ανάκτησης του αντικειμένου της, του αυτοκινήτου. Η εγγύηση, εξάλλου, δεν περιοριζόταν στο αλληλέγγυο των εγγυητών στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πρωτοοφειλέτιδος, αλλά εκτεινόταν και στην αποζημίωση της εφεσίβλητης από κάθε ζημιογόνο πράξη της, γεγονός που προσέδιδε στην ‘εγγύηση’ και το χαρακτήρα συμφωνίας εξασφάλισης (indemnity).

 

Το κείμενο της επικεφαλίδας, κάτω από την οποία στοιχειοθετούνται οι υποχρεώσεις των εγγυητών, ‘ΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ’, αντανακλά το περιεχόμενό της. η αναληφθείσα υποχρέωση συνιστούσε τόσο εγγύηση με τη στενή έννοια του όρου όσο και εξασφάλιση για κάθε προκύπτουσα ζημία από ζημιογόνους πράξεις της πρωτοοφειλέτιδος. (….)

 

Οι όροι της δοθείσας εγγύησης εκτείνονταν, όπως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι μόνο στο αλληλέγγυο του εγγυητή για την εκπλήρωση των καθορισμένων συμβατικών υποχρεώσεων της πρωτοοφειλέτιδος αλλά και στην εξασφάλιση του εκμισθωτή - πωλητή έναντι πάσης ζημίας, την οποία ήθελε υποστεί από πράξεις ή παραλείψεις της σε σχέση με το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, που ήταν η απόκτησή του μέσω ενοικιαγοράς.  Επρόκειτο για Σύμβαση εγγύησης και εξασφάλισης, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.»

 

72. Των πιο πάνω δοθέντων, η γραπτή απαίτηση του χρέους δεν αποτελούσε προαπαιτούμενο δια την γένεση του αγώγιμου δικαιώματος της Τράπεζας έναντι της Εναγόμενης 2, δυνάμει της Συμφωνίας Εγγύησης. Σε κάθε περίπτωση όμως, και άνευ επηρεασμού της ως άνω διαπίστωσης μου, η Τράπεζα είχε απαιτήσει γραπτώς τα ποσά που τότε αξίωνε έναντι του πρωτοφειλέτη, Εναγόμενου 1, από την Εναγόμενη 2, δια μέσου της επιστολής της ημερ. 10.8.2015. Σημειώνω εδώ ότι η Τράπεζα ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι αξίωσε τον τερματισμό της Συμφωνίας Εγγύησης αλλά, αντίθετα, την εφαρμογή των προνοιών της. Υπό το φως των πιο πάνω οι σχετικές εισηγήσεις της πλευράς των Εναγόμενων δια το ότι η Εναγόμενη 2 θα πρέπει να απαλλαχθεί από τις συμβατικές της υποχρεώσεις λόγω του ότι δεν απεστάλη επιστολή τερματισμού στην ίδια, δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.

 

73. Υπό το φως όλων των πιο πάνω ουδείς λόγος στοιχειοθετείται δια ακύρωση είτε της Συμφωνίας Εγγύησης είτε της Συμφωνίας Ενοικιαγοράς, διαπίστωση η οποία επισφραγίζει την αποτυχία της ανταπαίτησης.

 

 

XI.  Κατάληξη

 

74. Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €15.519,20 πλέον νόμιμο τόκο από 20.2.2017 μέχρι εξόφλησης και για το ποσό των €4774,40 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Εκδίδεται επίσης διάταγμα δια του οποίου να διατάττεται ο Εναγόμενος 1 και/ή οιοσδήποτε κάτοχος του οχήματος με τα στοιχεία που αναγράφονται επί της παρ. (Ε) της Έκθεσης Απαίτησης, όπως εντός δεκαπέντε ημερών από σήμερα παραδώσει στους Ενάγοντες το εν λόγω όχημα και όπως αυτό πωληθεί είτε δια μέσω δημόσιου πλειστηριασμού ή μέσω ιδιωτικής πώλησης, προς κάλυψη των εξ αποφάσεως ποσών και όπως οποιοδήποτε τυχόν περίσσευμα πιστωθεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους των Εναγόμενων, οι οποίοι νοείται ότι θα ευθύνονται για τυχόν έλλειμα. Η ανταπαίτηση των Εναγόμενων απορρίπτεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα ενόψει της συνεκδίκασης της με την απαίτηση.

 

 

 

 

 

(Υπ.)…………………………

 

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. παρ. 15 της ΕΔ Συρίμη.

[2] Βλ. επίσης Γεώργιος Σολωμού ν. Marfin Popular Bank Co Ltd Πολ. Έφ. 184/2007, 21.2.2011 και T.J.S Enterprises Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 108 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1432.

[3] Βλ. παρ. 4 της ΕΔ Συρίμη.

[4] Βλ. παρ. 3 της ΕΔ Συρίμη.

[5] Βλ. παρ. 15 της ΕΔ Συρίμη.

[6] Βλ. παρ. 3 της ΕΔ Ιωσήφ.

[7] Βλ. παρ. 5 της ΕΔ Ιωσήφ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο