ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1754/17

Μεταξύ:

Μάρβικ Κυριάκου, εκ Λευκωσίας

Ενάγουσας

-και-

Παναγιώτη Θεοδοσίου, εκ Λευκωσίας

Εναγόμενου

 

Ημερομηνία: 28 Ιουνίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Γ. Σ. Στυλιανού

Για Εναγόμενο: κ. Δ. Κακουλλής

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

1.    Με την παρούσα αγωγή της η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου, το ποσό των €10,000 «δια την υπ’ αριθμόν [ ] επιταγή της Σ.Π.Ε. Λακατάμειας» με ημερ. έκδοσης την 30.9.2015, πλέον νόμιμο τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α.

 

2.    Ισχυρίζεται δια του Τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος της, ότι κατάγεται από τις Φιλιππίνες και εργαζόταν κατά τον επίδικο χρόνο ως υπάλληλος στο κατάστημα του Εναγόμενου. Ισχυρίζεται επίσης ότι κατά ή περί τον Ιούλιο του 2015, η Ενάγουσα δάνεισε στον Εναγόμενο, σε μετρητά, το ποσό των €10,000, ο οποίος υποστήριζε ότι τα είχε άμεση ανάγκη. Κατά ή περί την 30.9.2015 ο Εναγόμενος εξέδωσε επ’ ονόματι της Ενάγουσας, έναντι νόμιμου ανταλλάγματος, την υπ’ αριθμό [ ] επιταγή της Σ.Π.Ε. Λακατάμειας – Δευτεράς δια το ποσό των €10,000 («η Επίδικη Επιταγή»). Η Επίδικη Επιταγή εκδόθηκε από το βιβλιάριο επιταγών της εταιρείας P.TH ΜΑΚΑΤΙΡΙΝΟΥ CENTER LARNACA LTD (HE 247099) («η Εταιρεία») στην οποία διευθυντής και μοναδικός αρμόδιος να εκδίδει και υπογράφει επιταγές επ’ ονόματί της, είναι ο Εναγόμενος. Κατόπιν τούτου, η Ενάγουσα κατ’ επανάληψη όχλησε τον Εναγόμενο για σκοπούς καταβολής του εν λόγω ποσού αλλά αυτός αμέλησε και/ή αρνείται να της το καταβάλει.

 

3.    Με την Τροποποιημένη Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος εγείρει προδικαστικές ενστάσεις δια το ότι (α) η αγωγή είναι αόριστη και δεν αποκαλύπτει με ακρίβεια την πηγή του αγώγιμου δικαιώματος της Ενάγουσας και (β) ότι ο Εναγόμενος, ουδέποτε δανείστηκε, υπό την προσωπική του ιδιότητα, οιοδήποτε ποσό από την Ενάγουσα και ουδέποτε υπό την προσωπική του ιδιότητα, εξέδωσε οποιαδήποτε επιταγή σε διαταγή της. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η Ενάγουσα ήταν υπάλληλος της Εταιρείας και ότι κατά ή περί τον Δεκέμβριο του έτους 2014, δάνεισε την Εταιρεία το ποσό των €8000. Η ίδια, επίσης, αξίωσε το ποσό των €2000 ως τόκους του εν λόγω δανείου. Ως εκ τούτου, η Εταιρεία, εξέδωσε και παρέδωσε ως εγγύηση στην Ενάγουσα την Επίδικη Επιταγή. Ακολούθως, η Εταιρεία εξόφλησε την Επίδικη Επιταγή με δόσεις μέχρι τις 30.9.2015. Ζήτησε ακολούθως από την Ενάγουσα να της επιστραφεί η Επίδικη Επιταγή. Η Ενάγουσα ανέφερε «ότι την είχε ο σύζυγος της ο οποίος είχε αποβιώσει κατά/ή περί τις 16/7/2015 και δεν μπορούσε να την βρει και ότι σε περίπτωση που θα την ανεύρισκε θα την επέστρεφε» στην Εταιρεία. Ο Εναγόμενος περαιτέρω παραδέχεται τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η Επίδικη Επιταγή εκδόθηκε από βιβλιάριο επιταγών της Εταιρείας, επαναλαμβάνοντας ότι εκδόθηκε για οφειλή της τελευταίας και ότι εξοφλήθηκε. Αναφέρει πρόσθετα ότι η μόνη περίπτωση όπου η Ενάγουσα όχλησε τον τελευταίο για αποπληρωμή του ποσού, ήταν με την επιστολή του δικηγόρου της, ημερ. 2.6.16. Συνεπώς αρνείται την αξίωση της Ενάγουσας εναντίον του.

 

II. ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

4.    Στη διαδικασία κατέθεσαν αμφότεροι οι διάδικοι, οι οποίοι κατέθεσαν γραπτές δηλώσεις δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ.9 και οι οποίες αποτέλεσαν μέρος της κυρίως εξέτασης τους. Εκεί επανέλαβαν κατ’ ουσίαν τις εκατέρωθεν δικογραφημένες τους θέσεις. 

 

5.    Η Ενάγουσα δια ζώσης πρόσθεσε ότι πριν από την παραχώρηση της Επίδικης Επιταγής, προηγήθηκε η παραχώρηση από τον Εναγόμενο μιας άλλης επιταγής («η Πρώτη Επιταγή»). Η ημερομηνία που αναγραφόταν επί της Πρώτης Επιταγής, έληξε, χωρίς ο Εναγόμενος να έχει εξοφλήσει το δάνειο του. Έτσι πήρε πίσω την Πρώτη Επιταγή και την αντικατάστησε με την Επίδικη Επιταγή. Ξεκαθάρισε ότι η Επίδικη Επιταγή ήταν η δεύτερη επιταγή που εξέδωσε και της παρέδωσε ο Εναγόμενος. Ακολούθως, κατέθεσε την Επίδικη Επιταγή, ως Τεκμήριο 1. Ανέφερε ότι με τον Εναγόμενο ήταν καλοί φίλοι και γνωρίζονταν και με τη σύζυγο του αρκετό καιρό και ότι ο τελευταίος μετέβηκε στο σπίτι της και της ζητούσε να του επιστρέψει την Επίδικη Επιταγή. Αντεξεταζόμενη επανέλαβε τη θέση της ότι ο Εναγόμενος μετέβηκε στο σπίτι της και της ζήτησε να του επιστρέψει την Επίδικη Επιταγή, τη θέση της ότι είναι στον ίδιο που δάνεισε το ποσό των €10.000 και όχι στην Εταιρεία. Ανέφερε δε ότι δεν θυμάται το χρονικό σημείο που η ίδια δάνεισε τον Εναγόμενο το ποσό. Ακολούθως διευκρίνισε ότι τα χρήματα του τα είχε δανείσει την 30.9.2014. Αρνήθηκε την υποβολή του κ. Κακουλλή ότι η ίδια δάνεισε την εταιρεία το ποσό των €8000 με τις €2000 να είναι τόκοι. Ερωτηθείσα που βρήκε το ποσό, απάντησε ότι εργάζεται στην Κύπρο από το 1996. Σε υποβολή  του κ. Κακουλλή ότι ο Εναγόμενος παραχώρησε την τελευταία δόση και ξοφλήθηκε το δάνειο της Εταιρείας στις 30.9.2015, επανέλαβε τη θέση της ότι δεν πλήρωσε τίποτε πέραν των €500.

 

6.    Από την αντίπερα όχθη, ο Εναγόμενος, αντεξεταζόμενος, επανέλαβε τη θέση του ότι το δάνειο παραχωρήθηκε προς την Εταιρεία τον Δεκέμβριο του έτος 2014 και ότι εξοφλήθηκε από την τελευταία τον Σεπτέμβριο του έτους 2015. Ανέφερε ότι το δάνειο έγινε προς την Εταιρεία ώστε η ίδια να δύναται να εξοφλήσει κάποιο δάνειο και κάποιες υποχρεώσεις της και ότι η Εταιρεία το εξόφλησε. Ο ίδιος έλαβε το χρήματα από την Ενάγουσα τον Δεκέμβριο του έτους 2014 και η εξόφληση από την Εταιρεία έγινε με δόσεις. Ο λόγος για τον οποίον δεν καταγράφηκαν όλες οι πληρωμές επί της Επίδικη Επιταγής, είναι διότι η Ενάγουσα δεν του την παρουσίαζε για να το πράξει, επικαλούμενη διάφορες προφάσεις.  

 

 

 

ΙΙΙ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

(α) Γενικές παρατηρήσεις

7.    Η Ενάγουσα από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθετε με αφοπλιστική απλότητα, ειλικρίνεια, αυθόρμητο με την όλη ιδιοσυγκρασία και αντιδράσεις της να επιρρώνουν το γνήσιο της όλης της διάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ουσία των θέσεων της παρουσίαζαν σταθερότητα, πλην μίας πτυχής, η οποία αξιολογείται στην παρ. 23 πιο κάτω, η οποία όμως δεν πλήττει την αξιοπιστία της εκδοχής της για τους λόγους που εκεί αναφέρονται. Οι θέσεις της παρουσίασαν ειρμό και συνοχή, παρά ακόμα και τις δυσκολίες στην μετάφραση που εντοπίστηκαν από το ίδιο το Δικαστήριο. Η δε ουσία των θέσεων της συνάδει και με την κοινή λογική των πραγμάτων, ως δια διαφανεί πιο κάτω.

 

8.    Ο Εναγόμενος δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν υπέρμετρα αμήχανος και νευρικός. Παραχωρούσε απαντήσεις  παραλείποντας οπτική επαφή με οποιονδήποτε παράγοντα της δίκης έχοντας συνεχώς σκυμμένο το κεφάλι προς το εδώλιο του μάρτυρα, ακόμα και εκεί που εύλογα αναμενόταν να κοιτάξει, έστω αυθόρμητα, τον δικηγόρο που τον αντεξέταζε σε απάντηση στις ερωτήσεις του. Ο τόνος της φωνής του επιτηδευμένος, όπως και η όλη του ιδιοσυγκρασία, σε τέτοια έκταση που θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι κατέβαλλε συνειδητή προσπάθεια να περιορίσει τον εαυτό του στις απαντήσεις του. Η δε ουσία των θέσεων του, ως θα διαφανεί στη συνέχεια, χαρακτηρίζονταν από έλλειψη συνοχής, ειρμού, ουσιώδεις και συνεχής μεταβολές και απουσία οιασδήποτε τεκμηρίωσης, έστω και ισχνής, ή έστω, εξειδίκευση των δικών του θέσεων και ισχυρισμών, ως ευλόγως θα αναμενόταν εάν τούτες επρόκειτο για θέσεις για τις οποίες διατηρεί γνήσιες, έστω, πεποιθήσεις.

 

9.    Των πιο πάνω δοθέντων αλλά και στη βάση των όσων καταγράφω αμέσως πιο κάτω στην παρούσα ενότητα, αποδέχομαι τη μαρτυρία της Ενάγουσας ως αξιόπιστη. Δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Εναγόμενου εκτός μόνο στην έκταση που οι θέσεις του αποτελούν κοινό έδαφος με την Ενάγουσα, ως αυτές καταγράφονται πιο κάτω στα πλαίσια αξιολόγησης των επί μέρους σημείων της προαχθείσας μαρτυρίας. 

 

10. Στρέφομαι στα επί μέρους ουσιώδη σημεία της προσαχθείσας μαρτυρίας.  

 

 

(β) Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς τα συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία δανείου

11. Τονίζω κατ’ αρχάς ότι από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει ως κοινό έδαφος το γεγονός ότι η Ενάγουσα παραχώρησε κάποιο ποσό χρημάτων στον Εναγόμενο, για σκοπούς δανειοδότησης. Η μεν Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το δάνειο παραχωρήθηκε προς τον Εναγόμενο. Ο δε Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το δάνειο παραχωρήθηκε προς την Εταιρεία.

 

12. Από τις δύο εκδοχές επί των γεγονότων, αποδέχομαι αυτήν της Ενάγουσας. Τούτο διότι, οι θέσεις της επί του σημείου κρίνονται πειστικές και συνάδουν με την κοινή λογική. Χαρακτηριστικό είναι ότι ερωτηθείσα κατά την αντεξέαση της για ποιον λόγο είναι που λέει ότι το δάνειο παρασχέθηκε προς τον Εναγόμενο και όχι προς την Εταιρεία, με αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνεια απάντησε:

 

«(δ)ιότι έχω δώσει τα λεφτά σε αυτόν και σε κανέναν άλλον … Ό,τι και να έκανε τα χρήματά του, τα λεφτά τα δανείστηκε από εμένα. Έχω δώσει τα λεφτά στον κύριο Θεοδοσίου δεν ξέρω τι θα τα έκανε[1]

 

13. Από την αντίπερα όχθη, η θέση του Εναγόμενου ότι το δάνειο δόθηκε προς την Εταιρεία και όχι προς τον ίδιο προσωπικά, δεν υποστηρίζεται από ίχνος μαρτυρίας. Με δεδομένο και το γεγονός ότι, ως ο ίδιος απεδέχθη, είναι ο ίδιος ο Εναγόμενος έλαβε τα χρήματα από την Ενάγουσα, δεν έπεισαν οι επεξηγήσεις που παραχώρησε δια το ότι, ως ισχυρίστηκε, τα χρήματα τα έλαβε εκ μέρους της Εταιρείας και υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της. Αντιθέτως, οι θέσεις του Εναγόμενου επί του σημείου, χαρακτηρίζονται από παντελή έλλειψη πειστικότητας σε τέτοια έκταση που κλονίζουν την αξιοπιστία τόσο της εκδοχής του όσο και του ιδίου ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξηγώ.

 

14. Πρώτον, καμία μαρτυρία προσκομίστηκε δια το ότι το δάνειο δόθηκε προς την Εταιρεία. Κανένα έγγραφο ή ανεξάρτητη μαρτυρία παρουσίασε προς επίρρωση της θέσης του αυτής, όπως λ.χ. οι οικονομικές καταστάσεις της Εταιρείας (ελεγμένες ή μη) ή έστω, μαρτυρία ή έστω κάποια βεβαίωση από τον λογιστή της Εταιρείας, ότι η τελευταία έλαβε ένα τέτοιο δάνειο από την Ενάγουσα. Τούτο θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο, με δεδομένη και τη δική του θέση ότι υπήρχε λογιστής στην Εταιρεία. Ήταν ευλόγως αναμενόμενο και με δεδομένο το γεγονός ότι η θέση του ότι το δάνειο παραχωρήθηκε προς την Εταιρεία (και ότι συναφώς, ενώπιον του Δικαστηρίου, βρίσκεται λανθασμένος διάδικος), θέση την οποία η Ενάγουσα αμφισβήτησε σθεναρά καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ευρισκόταν στο επίκεντρο της υπεράσπισης του.[2]

 

15. Δεύτερον, πλήρης αστάθεια και έλλειψη πειστικότητας αλλά, και, τεκμηρίωσης, παρατηρείται και στις θέσεις του ως προς τον σκοπό, που κατά τον ισχυρισμό του, η Εταιρεία ζήτησε, μέσω του ιδίου, ένα τέτοιο δάνειο από την Ενάγουσα. Κατ’ αρχάς, ενώ ισχυρίστηκε ότι η Ενάγουσα παραχώρησε το επίδικο δάνειο προς την Εταιρεία ώστε η τελευταία να εξοφλήσει κάποιο υφιστάμενο δάνειο και υποχρεώσεις της, τίποτε από αυτή την «εξόφληση» μέσω του επίδικου δανείου επιβεβαιώθηκε είτε από οικονομικές καταστάσεις της είτε από τον λογιστή της. Επαναλαμβάνονται τα όσα καταγράφηκαν αμέσως πιο πάνω, κατ’ αναλογίαν. Ούτε και εξειδικεύτηκε, έστω σε επίπεδο ισχυρισμών, σε τί αφορούσαν οι «υποχρεώσεις» αυτές. Αντί τούτου, σε κατοπινό στάδιο της αντεξέτασης του ο ίδιος μετέβαλε την πιο πάνω θέση του, σε πλήρη αντίθετη και με τη σχετική υποβολή του κ. Κακουλλή κατά την αντεξέταση της Ενάγουσας,[3] αναφέροντας ότι «είπα ότι η εταιρεία ζητούσε κάποια έξτρα λεφτά να μπορέσει να ενισχύσει το κατάστημα λόγω εορτών, γι’ αυτό πήραμε το δάνειο από την Ενάγουσα».[4]  

 

16. Τρίτον, άνευ εύλογου ερείσματος κρίνονται και οι θέσεις του Εναγόμενου ότι η Ενάγουσα προσφέρθηκε να δανειοδοτήσει την Εταιρεία για να βοηθήσει την τελευταία ελέω εορτών, να εμπλουτίσει τα ράφια της με προϊόντα σε ένα από τα καταστήματα της. Πέραν της μεταβολής των θέσεων του σε σχέση με το σκοπό που ζήτησε χρήματα από την Ενάγουσα, δεν καταδείχθηκε τέτοια σχέση μεταξύ των διαδίκων ώστε να δικαιολογείται, αντικειμενικώς εχόντων των πραγμάτων και στην απουσία συγκεκριμένης μαρτυρίας αλλά και ως ζήτημα κοινής λογικής, ότι η Ενάγουσα, μερικώς απασχολούμενη στην Εταιρεία, είχε μια τέτοια προδιάθεση απέναντι στην εργοδότρια της, ως η όλη ουσία της θέσης του Εναγόμενου. Οι αναφορές του Εναγόμενου περί στενής σχέσης μεταξύ των διαδίκων απέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και τίποτε το συγκεκριμένο παρουσιάστηκε. Αντιθέτως, επί του σημείου, παρατηρείται συνεχής και αδικαιολόγητη μεταβολή των θέσεων του ως προς τη γνώση της συζύγου του αναφορικά με το επίδικο δάνειο. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ ο Εναγόμενος στα πλαίσια της προσπάθειας του να καταδείξει ότι υπήρχε μια στενή σχέση μεταξύ των δύο οικογενειών, ανέφερε ότι η σύζυγος του γνώριζε για την επίδικη συναλλαγή. Αμέσως μετά όμως, αντιμέτωπος με την εύλογη ερώτηση του κ. Στυλιανού, για ποιον λόγο η σύζυγος του Εναγόμενου δεν κλήθηκε για να καταθέσει, έσπευσε να αποστασιοποιήσει την τελευταία από την επίδικη συναλλαγή, αναφέροντας ότι ήταν ο ίδιος που ήταν «παρών σε όλες τις συναλλαγές[5] Η απάντηση του αυτή σαφώς δεν παραχωρεί ουδεμιά επαρκή απάντηση στο ερώτημα του κ. Στυλιανού, ήτοι, για ποιον λόγο η σύζυγος του δεν κλήθηκε να καταθέσει. Ζητώντας ο κ. Στυλιανού από τον Εναγόμενο ακόμη να διευκρινίσει τη θέση του ανέφερε ότι «απλά εμιλήσαν με την Ενάγουσα για την πρόθεση να δώσει λεφτά στην εταιρεία.»[6] Κατόπιν επιμονής του κ. Στυλιανού επί του σημείου, ο Εναγόμενος μετέβαλε τη θέση του επί τούτου, και ανέφερε ότι «πιστεύω ότι επειδή ήταν φίλες με την Ενάγουσα υποθέτω ότι μίλησαν για το συμβάν». Σε κατοπινό στάδιο της αντεξέτασης του, μετέβαλε εκ νέου τη θέσου του, προβάλλοντας «(ε)πειδή η Ενάγουσα ερχόταν τις πλείστες φορές Σάββατο και Κυριακή που ήταν η μεγαλύτερη δουλειά και γίνετουν ο παραπάνω τζίρος τζιαι λόγω του ότι με τη γυναίκα μου γνωρίζονταν χρόνια, συζητούσαν κάποια θέματα στο κατάστημα και αντιλήφθηκε η ίδια ότι έπρεπε να μπουν περισσότερα εμπορεύματα για να μπορέσει να δουλέψει σωστά το κατάστημα και λόγω της φιλίας μας συζητούσαμε και τη ρώτησα αν μπορεί να δανείσει της εταιρείας για κάποιο χρονικό διάστημα, αυτό ήταν

 

17. Το σύνολο των πιο πάνω δεν αφήνει περιθώριο στο Δικαστήριο ευλόγως να αποδεχθεί τη θέση του Εναγόμενου ότι το επίδικο δάνειο παραχωρήθηκε προς την Εταιρεία και όχι προς τον Εναγόμενο.

 

18. Η πιο πάνω εικόνα δεν αλλοιώνεται από το γεγονός ότι η Ενάγουσα ήταν εργοδοτούμενη στην Εταιρεία εφ’ όσον δεν δύναται ευλόγως να θεωρηθεί ότι μια σχέση εργοδότησης καθιστά πιο πιθανόν το δάνειο του εργοδοτούμενου να δόθηκε προς τον εργοδότη και όχι σε κάποιον υπάλληλο της Εταιρείας, προσωπικά, ως ήταν ο Εναγόμενος. Η δε προσπάθεια του Εναγόμενου να πείσει ότι η Ενάγουσα είχε ενεργό εμπλοκή στην όποια απόφαση της Εταιρείας τοποθετήσει περαιτέρω προϊόντα στα ράφια της, δεν κρίνεται πειστική, για τους λόγους που έχω παραθέσει πιο πάνω. Ούτε και το γεγονός ότι η Επίδικη Επιταγή εκδόθηκε από την Εταιρεία αλλοιώνει την πιο πάνω εικόνα καθώς, όπως επίσης ήταν κοινώς αποδεκτό, η Επίδικη Επιταγή δόθηκε ως εξασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων του επίδικου δανείου και, συνεπώς, δεν ενσωματωνόταν στην ίδια τη συμφωνία δανείου, ούτε και προβλήθηκε μια τέτοια θέση. Κοντολογίς, ουδέν εκ των πιο πάνω στοιχείων, είτε αυτοτελώς είτε σωρευτικά ιδωμένα, είναι ικανά ώστε να ευλόγως να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα θα έπρεπε να είχε θεωρήσει ή να αντιληφθεί ή να συμπεράνει ότι συμβάλλετο με την Εταιρεία και όχι με τον ίδιο τον Εναγόμενο στον οποίο ως, επαναλαμβάνω, είναι κοινώς αποδεκτό, παρέδωσε τα χρήματα.

 

19. Παρεμβάλλω εδώ ότι δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση του συνηγόρου Εναγόμενου ότι η Ενάγουσα αρνήθηκε την οποιαδήποτε σχέση εργοδότησης με την Εταιρεία,  εφόσον ως ή ίδια ξεκαθάρισε κατά την κυρίως εξέταση της, εργαζόταν στην Εταιρεία στη βάση μερικής απασχόλησης.[7]

 

20. Τα όσα δε ο Εναγόμενος επιχείρησε να παρουσιάσει προς υποστήριξη της θέσης του ότι το δάνειο παραχωρήθηκε στην Εταιρεία, είχαν  μόνο ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της αξιοπιστίας του ως μάρτυρα ενώπιον Δικαστηρίου.

 

(γ) Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς την ημερομηνία παραχώρησης του δανείου και τους όρους αποπληρωμής

 

21. Σημειώνω κατ’ αρχάς ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι το επίδικο δάνειο παραχωρήθηκε δυνάμει προφορικής συμφωνίας.

 

22. Σε ό,τι αφορά την ημερομηνία παραχώρησης του δανείου, η Ενάγουσα στην παρ. 2 του Τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος της, αναφέρει ότι το δάνειο το παραχώρησε στον Εναγόμενο «κατά/ή περί τον Ιούλιο 2015», θέση την οποία επανέλαβε στην παρ. 3 της δήλωσής της. Αντεξεταζόμενη απάντησε ότι δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία παραχώρησης του δανείου.[8] Ακολούθως διευκρίνισε ότι το δάνειο το παραχώρησε πριν από το θάνατο του συζύγου της, ο οποίος επήλθε τον Ιούλιο του 2015. Επεξήγησε με πειστικότητα ότι θυμάται το γεγονός αυτό καθώς ο Εναγόμενος την ρώτησε κατά πόσο ο σύζυγος της Ενάγουσας γνωρίζει για τη δανειοδότηση και η ίδια απάντησε ότι αρνητικά καθώς, ως του ανέφερε, τα χρήματα αυτά ανήκαν σε εκείνην μόνο. Εν τέλει, αφού αναφέρθηκε στην έκδοση της Πρώτης Επιταγής και την αντικατάσταση της με την Επίδικη Επιταγή, ανέφερε ότι τα χρήματα δόθηκαν στις 30.9.3014.

 

23. Ο συνήγορος του Εναγόμενου επιχειρηματολόγησε ότι η πιο πάνω διάσταση στις ημερομηνίες καταδεικνύει ότι η ίδια ψεύδετο ενώπιον του Δικαστηρίου για την όλη συναλλαγή. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνη. Η ίδια τόσο στο δικόγραφο της όσο και στην γραπτή της δήλωση, ανέφερε ότι το δάνειο δόθηκε «κατά ή περί» τον Ιούλιο του 2015. Ο τρόπος με τον οποίο της τέθηκε το ερώτημα κατά τη δικάσιμο 29.5.24, άφησε σαφώς να νοηθεί ότι η ίδια κατέγραψε στο δικόγραφο της και την δήλωση της την ημερομηνία «30.9.2015», αντί τη φράση «κατά ή περί» την 30.9.2015.  Η αναφορά επομένως της ίδιας ότι η αναφορά σε ημερ. 30.9.2015 ήταν «λάθος» δεν παρουσιάζει τέτοια ουσιώδη αντίφαση, ώστε να καταρρίπτεται ή να αποδυναμώνεται η αξιοπιστία της, ως η σχετική εισήγηση του συνηγόρου του Εναγόμενου. Αντιθέτως, θα μπορούσε να λεχθεί η αμεσότητα με την οποία απεδέχθη, με αφοπλιστική απλότητα, ότι πρόκειται για «λάθος» είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αξιοπιστίας της ως μάρτυρα αλήθειας εφ’ όσον ήταν ενδεικτική της διάθεσης της να πει στο Δικαστήριο την αλήθεια, ακόμα και εάν επρόκειτο για κάποιο, κατά την άποψη της, «λάθος». Παρεμβάλλω εδώ ότι, σε ό,τι αφορά το ζήτημα δικογραφίας, η φράση «κατά ή περί» στην παρ. 2 του Τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος της καλύπτει την μαρτυρία της επί του σημείου και εναπόκειτο στην πλευρά του Εναγόμενου να αιτηθεί περαιτέρω λεπτομέρειες εάν τούτο επιθυμούσε (βλ. Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 ΑΑΔ 973).

 

24. Τα μέρη διαφώνησαν ως προς το ποσό που παραχωρήθηκε, ως δάνειο. Η Ενάγουσα ανέφερε ότι το ποσό του δανείου ήταν ύψους €10.000. Ο Εναγόμενος ανέφερε ότι το ποσό του δανείου ήταν για €8.000 πλέον €2.000. Παρατηρώ το ότι τίποτε από τα όσα ο Εναγόμενος κατέθεσε ως προς το σημείο αυτό, καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 1. Ούτε και παρουσιάστηκε οιαδήποτε άλλη μαρτυρία προς υποστήριξη μιας τέτοιας θέσης, είτε από λογιστή της Εταιρείας είτε από τη σύζυγο του Εναγόμενου η οποία, σύμφωνα με τη θέση του, γνώριζε για την δανειοδότηση (βλ. παρ. 16 πιο πάνω). Τούτων δοθέντων αλλά και στη βάση της ευρύτερης αξιοπιστίας της Ενάγουσας αποδέχομαι τη θέση της Ενάγουσας επί του σημείου.

 

25. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, αποδέχομαι τη θέση της Ενάγουσας ότι η ίδια τον Σεπτέμβριο του 2014 παραχώρησε στον Εναγόμενο το ποσό των €10,000, ως δάνειο. Αποδέχομαι τη θέση της ότι το ποσό των €10.000 θα αποπληρωνόταν «σιγά σιγά», θέση που δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης.[9]

 

(δ)  Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς την έκδοση της Επίδικης Επιταγής

26. Υπενθυμίζω ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι η Επίδικη Επιταγή εκδόθηκε ως εξασφάλιση του επίδικου δανείου. Διαφέρουν οι θέσεις των μαρτύρων ως προς τις περιστάσεις έκδοσης της Επίδικης Επιταγής. Η Ενάγουσα ανέφερε ότι της δόθηκαν δύο επιταγές. Η Πρώτη Επιταγή και η Επίδικη Επιταγή. Ερωτηθείσα για ποιον λόγο έγινε αυτό, απάντησε ότι «επειδή μου έδωσε μια επιταγή και επειδή δεν κατάφερνε να την εξοφλήσει μέχρι την ημερομηνία λήξης, την πήρε πίσω και μου έδωσε μια άλλη επιταγή και έγραψε από πίσω ότι μου έδωσε €500.»[10] Ο δε Εναγόμενος ανέφερε ότι της παραχωρήθηκε μόνο η Επίδικη Επιταγή η οποία ήταν πληρωτέα στις 30.9.2015.

 

27. Στρέφομαι στη θέση της Ενάγουσας ότι εκδόθηκε η Πρώτη Επιταγή και ότι επειδή «έληξε» και ο Εναγόμενος δεν την αποπλήρωσε, τότε του την επέστρεψε και της παραχώρησε την Επίδικη Επιταγή. Ισχυρίζεται ο συνήγορος του Εναγόμενου ότι η πιο πάνω θέση, ως εκπίπτουσας της δικογραφίας, θα πρέπει να αγνοηθεί. Η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνη, καθώς, η έκδοση της Πρώτης Επιταγής δεν αποτελεί ουσιώδη ισχυρισμό γεγονότων. Δεν αποτελεί μέρος της βάσης της αγωγής της Ενάγουσας. Η πιο πάνω θέση της παραχωρήθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ώστε να επεξηγήσει τις ημερομηνίες που αναγράφονται επί της Επίδικης Επιταγής. Σε ό,τι αφορά τη δικογραφημένη της θέση δια το ότι «κατά ή περί» την 30.9.2015 ο Εναγόμενος της παραχώρησε την Επίδικη Επιταγή, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 23 πιο πάνω.

 

28. Οι δε απαντήσεις της Ενάγουσας επί του σημείου χαρακτηρίζονται από απλότητα, αμεσότητα και ειλικρίνεια και παρέμεινε σταθερή σε αυτές παρά την προσπάθεια της πλευράς του Εναγόμενου να τη διαψεύσει ως προς τη σειρά των γεγονότων. Οι απαντήσεις της δε ενισχύονται και από το ίδιο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, ως προς τις ημερομηνίες. Ο συνήγορος του Εναγόμενου προβάλλει ότι η Ενάγουσα κατά την αντεξέταση της εξέφρασε τη θέση ότι είναι στις 30.9.2015 που της δόθηκε η Επίδικη Επιταγή.[11] Τούτο δεν είναι ορθό. Ανατρέχοντας επί του συγκεκριμένου σημείου των πρακτικών, αναφέρει η Ενάγουσα, «(…) μου έδωσε επιταγή στις 30/9/2014, έπειτα από 6 μήνες στις 11/03/15 μου έδωσε €500 και έπειτα από 6 μήνες που πέρασαν η επιταγή έληξε και γι’ αυτό μου έδωσε αυτή που λέει 30/09/15.» Δεν είναι σαφές από το πιο πάνω απόσπασμα κατά πόσο η δεύτερη αναφορά σε «έπειτα από 6 μήνες» αναφέρεται από το αρχικό χρονικό σημείο (30/9/2014) ή από το μετέπειτα χρονικό σημείο καταβολή των €500 (11/03/15). Ούτε και το ζήτημα διερευνήθηκε περαιτέρω κατά την αντεξέταση της. Τούτο ήταν επιβεβλημένο ενόψει και των δυσκολιών που παρουσιάστηκαν στην μετάφραση της δια ζώσης μαρτυρίας της κατά την πρώτη δικάσιμο ημερ. 22.5.24. Τα πιο πάνω απαντούν και στα όσα καταγράφονται επί της αγόρευσης του συνηγόρου του Εναγόμενου στην παρ. (vi) σελ. 6. Τα όσα δε καταγράφονται στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του Εναγόμενου, ως προς τον σκοπό που δόθηκε η Επίδικη Επιταγή σε αντικατάσταση με την Πρώτη Επιταγή (βλ. σελ. 6 παρ. 3), δεν της τέθηκαν κατά την αντεξέταση της, ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί αναλόγως, και συναφώς, δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν (βλ. Frederickou Schools Co Ltd a.ovAcuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527,  Adidas vJonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, 384 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057).

 

29. Από τη δε μαρτυρία του Εναγόμενου, το μόνο το οποίο αποδέχομαι επί του σημείου είναι το ότι η Επίδικη Επιταγή, ήταν πληρωτέα στις 30.9.2015. Ειδικότερα, ως ο ίδιος ανέφερε, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που το δάνειο δεν αποπληρωνόταν μέχρι τις 30.9.2015, τότε η Ενάγουσα θα μπορούσε να καταθέσει την Επίδικη Επιταγή σαν εγγύηση.[12] θέση η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη με βάση τη δοθείσα μαρτυρία. Αναντίλεκτη παρέμεινε και η θέση του ότι η σημείωση στο πίσω μέρος της Επίδικης Επιταγής αναγράφηκε από τον ίδιο, ως επιβεβαίωση ότι ο ίδιος κατέβαλε στην Ενάγουσα το ποσό των €500 στις 11.3.15, θέση την οποία επίσης αποδέχομαι.

 

(ε) Αξιολόγηση μαρτυρίας Εναγόμενου ως προς την εξόφληση του ποσού του επίδικου δανείου

30. Εξίσου έωλων τεκμηρίωσης ήταν και το σύνολο των θέσεων του Εναγόμενου δια την ισχυριζόμενη εξόφληση και δεν τις αποδέχομαι. Ειδικότερα:

(α) Παρά τη θέση του Εναγόμενου ότι η Εταιρεία «εξόφλησε την επιταγή με δόσεις, της τελευταίας πληρωθείσας» περί τις 30/9/2015, δεν εξειδίκευσε οτιδήποτε περαιτέρω. Δεν ανέφερε, για παράδειγμα, πότε τις κατέβαλλε «η Εταιρεία», από ποιον καταβάλλονταν και με ποιο τρόπο.

(β) Καμία απόδειξη εξόφλησης προσκόμισε. Παράλληλα, ουδεμία απόδειξη καταβολής οιασδήποτε εκ των δόσεων, που σύμφωνα με τη θέση του κατέβαλλε η Εταιρεία προς την Ενάγουσα ως αποπληρωμή του δανείου, μέχρι και τις 30.9.2015 παρουσιάστηκε.[13]

(γ) Ακόμα, ερωτηθείς για ποιον λόγο ενώ καταγράφεται το ποσό των €500 ως ημερομηνία καταβολής του ποσού των €550 στις 11.3.2015 ενώ δεν καταγράφονται οποιεσδήποτε άλλες πληρωμές, κατέφυγε στον αναφέρει ότι η Ενάγουσα δεν του παρουσίαζε την Επίδικη Επιταγή για να σημειώσει τις καταβληθείσες δόσεις.[14] Η θέση του αυτή δεν κρίνεται πειστική, ως αντιβαίνουσας της κοινής λογικής. Ακολουθώντας την δική του συλλογιστική και θεώρηση, δεν είναι ευλόγως κατανοητό ή αντιληπτό για ποιον λόγο με δεδομένο το γεγονός ότι η ίδια, ως ανέφερε ο Εναγόμενος, δεν παρουσίαζε την Επίδικη Επιταγή για να «συμπληρωθούν» οι «καταβληθείσες δόσεις», ο Εναγόμενος δεν ζήτησε οποιαδήποτε άλλης μορφής έγγραφη διαβεβαίωση από την ίδια ότι του κατέβαλλε τις «δόσεις» αυτές. Τούτο θα ήταν εύλογα αναμενόμενο ενόψει της άρνησης της Ενάγουσας, αυτής καθ’ εαυτής (σύμφωνα πάντα με τη δική του θέση) να του παρουσιάσει την Επίδικη Επιταγή για τον πιο πάνω σκοπό. Ερωτηθείς ακόμα επί του σημείου από τον κ. Στυλιανού κατά πόσο «έτσι στα χωριάτικα» κατέγραφε τις «πληρωμές» σε «ένα δευτέρι»[15] απάντησε ότι κάπου τα σημείωσε, ότι μπορεί να ψάξει να τα βρει αλλά δεν υπάρχει λόγος να τα παρουσιάσει καθώς οποιοσδήποτε μπορεί να γράψει κάτι κάπου και να το παρουσιάσει.  Αργότερα, χαρακτήρισε τις εν λόγω σημειώσεις του ως «βιβλίο της εταιρείας»[16] το οποίο όμως, ως ανέφερε, δεν έχει καμία υπογραφή. Εφ΄ όσον δε επρόκειτο για «βιβλίο της εταιρείας» δεν είναι αντιληπτό για ποιον λόγο δεν κλήθηκε ο λογιστής της Εταιρείας να το καταθέσει και να το επεξηγήσει. Εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 14 πιο πάνω.

 

IV. ΕΥΡΗΜΑΤΑ

31. Στη βάση της ενώπιον μου αξιόπιστης και αποδεκτής μαρτυρίας, βρίσκω ότι τον Σεπτέμβριο του 2014, η Ενάγουσα παραχώρησε στον Εναγόμενο ποσό ύψους €10,000, ως δάνειο. Τα μέρη συμφώνησαν προφορικά όπως το εν λόγω ποσό επιστραφεί στην Ενάγουσα «σιγά σιγά» μέχρι τις 30.9.2015. Προς εξασφάλιση της υποχρέωσης του Εναγόμενου να αποπληρώσει στην Ενάγουσα το ως άνω ποσό, ο τελευταίος εξέδωσε και παρέδωσε στη Ενάγουσα την Επίδικη Επιταγή. Η έκδοση της Επιταγής ακολούθησε την έκδοση της Πρώτης Επιταγής η οποία δόθηκε από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα, για τον ίδιο σκοπό, η οποία όμως έληξε χωρίς να υπάρξει αποπληρωμή του ποσού του δανείου. Ο Εναγόμενος, έναντι του πιο πάνω ποσού, κατέβαλε στην Ενάγουσα μόνο το ποσό των €500, ποσό το οποίο αναγράφηκε στο πίσω μέρος της Επίδικης Επιταγής από τον ίδιο. Ο Εναγόμενος αρνήθηκε να εξοφλήσει το ποσό.

 

V. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

32. Η αιτία αγωγής επί της οποίας η αξίωση της Ενάγουσας ερείδεται είναι αυτή της παράβασης σύμβασης. Ενόψει θέσης του Εναγόμενου ως αυτή καταγράφηκε στην παρ. 29 πιο πάνω, δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση του συνηγόρου του Εναγόμενου, ότι δεν είχε τεθεί ορίζοντας αποπληρωμής του ποσού του δανείου. Η ημερομηνία αποπληρωμής ήταν η 30.9.2015. Η δε παράλειψη καταβολής του  ολόκληρου του ποσού από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα, συνιστά παράβαση σύμβασης. Η Ενάγουσα δια της καταχώρησης της παρούσας αγωγής, τερμάτισε την μεταξύ των διαδίκων προφορική συμφωνία (βλ. Έλληνας κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 87/2013, 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503, Κυριάκου Χρυσοστόμου (2004) 1 ΑΑΔ 2009, Εταιρεία J.K. Vavlites (Hotels & Leisure) Ltd v. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας του Τακτικού Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού Πολ. Έφ. 31/2013, 30.1.2019 και Μακεδόνας ν. Λαζάρου κ.ά. (2005) 1 ΑΑΔ 1322). Για την παράβαση της προφορική συμφωνίας των διαδίκων, η Ενάγουσα δικαιούται σε αποζημιώσεις. Το ύψος της ζημιάς της Ενάγουσας, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, είναι το ποσό το ποσό του δανείου το οποίο παραχώρησε, μείον το ποσό των €500 που εισέπραξε από τον Εναγόμενο, έναντι του ποσού που του παραχώρησε. Συνεπώς, η Ενάγουσα δικαιούται σε απόφαση για το ποσό των €9.500.

 

33. Ακόμα όμως και στην περίπτωση όπου το Δικαστήριο συμφωνούσε με τον συνήγορο του Εναγόμενου ότι δεν είχε συμφωνηθεί χρονικός ορίζοντας αποπληρωμής, τούτο δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι ο δάνειο δεν ήταν ποτέ πληρωτέο. Παρά το ότι η φράση «σιγά σιγά» ενέχει κάποια ασάφεια, το Δικαστήριο κέκτηται καθήκον να διασώζει συμφωνία εκεί όπου δύναται να διασωθεί (βλ. ΑΒΑΡΑΤΖΗΣ ν. MELNYK κ.ά., Πολ. Έφ. 371/12, 13.11.2018), ECLI:CY:AD:2018:A495. Εν προκειμένω, η αναφορά των διαδίκων σε αποπληρωμή του δανείου «σιγά σιγά» δεν θα μπορούσε παρά να ερμηνευτεί ως αποπληρωμή ολόκληρου του ποσού του δανείου, εντός εύλογου χρόνου. Όχι μόνο παρήλθε εύλογος χρόνος, η Ενάγουσα καταχώρησε την παρούσα αγωγή, τερματίζοντας έτσι την μεταξύ των μερών συμφωνία (βλ. αυθεντίες στην παρ. 32 πιο πάνω). Συνεπώς ακόμα και στη βάση αυτής της θεώρησης, και πάλιν θα δικαιούτο σε αποζημιώσεις στο πιο πάνω ύψος.

 

 

VI. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

34. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου, για το ποσό των €9.500 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, πλέον έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα επιτυχίας.

 

 

 

 

 

(Υπ.)……………………….

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ.17, γρ. 2 – 6.

[2] Βλ. και αγόρευση του συνηγόρου των Εναγόμενων, σελ. 1, παρ. 2(γ) όπου το εν λόγω σημείο χαρακτηρίζεται ως «η κύρια διαφορά των διαδίκων

[3] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.5.24, σελ.17, γρ. 7 – 8: «Εγώ σας υποβάλλω ότι σας είχε εξηγήσει ότι είχε ανάγκη η εταιρεία για να πληρώσει κάποια χρέη, οφειλές που είχε

[4] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ.12, γρ. 25 – 26.

[5] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ. 9, γρ. 15 – 16.

[6] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ. 9, γρ. 18 – 19.

[7] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.5.24, σελ. 10, γρ. 2.

[8] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.5.24 σελ.18.

[9] Βλ. και γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του Εναγόμενου σελ. 2.

[10] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.5.24, σελ.7,  γρ. 5 – 7.

[11] Βλ. γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του Εναγόμενου, σελ.6, δεύτερο σημείο.

[12] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ.20, γρ. 23.

[13] Βλ. παρ. 5 του Έγγραφου Γ.

[14] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ. 3, γρ. 27 – 28.

[15] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ. 4, γρ. 30 μέχρι σελ. 5 γρ. 2.

[16] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.6.24, σελ. 6, γρ. 1.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο