ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 4326/17

 

Μεταξύ:

Α/ΦΟΙ Α. ΠΙΤΕΝΗ ΑΒΕΕ

Ενάγουσας

 

-και-

 

CHRIKAR TRADING COMPANY LTD

Εναγόμενης

 

 

Ημερομηνία: 14 Μαΐου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Α. Ζ. Μυλωνάς για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη: κ. Α. Πετρίδης μαζί με κα Μ. Λοϊζίδου για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ / ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

1.    Η Ενάγουσα, εγγεγραμμένη εταιρεία στην Ελλάδα η οποία ασχολείται με την συσκευασία και εξαγωγή τροφίμων, αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης, εταιρείας εγγεγραμμένης στην Κύπρο, το ποσό των €30.589,46 ως χρεωστικό υπόλοιπο «δυνάμει λογαριασμού και/ή ως αξία τροφίμων και/ή προϊόντων που αγοράστηκαν» από την ίδια «και παραδόθηκαν» στην Εναγόμενη «και/ή άλλως πως και/ή δυνάμει τιμολογίων.»

 

2.    Αποτελεί τη δικογραφημένη της θέση ότι σε διάφορες ημερομηνίες κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των μερών, η ίδια πώλησε και/ή παρέδωσε τρόφιμα στους Εναγόμενους, «επί πιστώσει και/ή δυνάμει τιμολογίων.» Η Ενάγουσα χρέωνε με την αντίστοιχη συμφωνημένη και/ή λογική τιμή την κατάσταση λογαριασμού και τα τιμολόγια πωλήσεως χρεώνονταν και/ή καταγράφονται στο χρεωπιστωτικό λογαριασμό της Εναγόμενης, τον οποίο τηρούσε η Ενάγουσα («ο Λογριασμός»). Η δε Εναγόμενη ουδέποτε έφερε ένσταση δια το υπόλοιπο που παρουσιαζόταν επί του πιο πάνω λογαριασμού. Κατά ή περί τις 29.9.2017, ο λογαριασμός της Εναγόμενης παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο στο ύψος του αξιούμενου ποσού και παρά τις συνεχείς οχλήσεις της Ενάγουσας, η Εναγόμενη ουδέν ποσό κατέβαλε μέχρι σήμερα.

 

3.    Η Εναγόμενη ήγειρε υπεράσπιση δια της οποίας απεδέχθη ότι μεταξύ των μερών υπήρχε εμπορική σχέση. Προέβαλε όμως ότι «με την Ενάγουσα υπήρξε συμφωνία για αποκλειστική διανομή των προϊόντων της στην Κύπρο, μάλιστα μέσω του δικτύου διανομής των Εναγόμενων» προβάλλοντας πρόσθετα ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε σχέση αντιπροσωπευόμενου και αντιπροσώπου επί δεκατέσσερα έτη και η Εναγόμενη ενεργούσε ως ο αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος των προϊόντων της Ενάγουσας στην Κύπρο. Ακολούθως επεξηγεί τους λόγους οι οποίοι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, οδήγησαν στην διακοπή της μεταξύ των μερών συνεργασίας καταλήγοντας, σε ό,τι αφορά την αξίωση δια υπόλοιπο οφειλόμενο:

 

«Οι Εναγόμενοι αρνούνται τις απαιτήσεις της Ενάγουσας περί οποιουδήποτε οφειλόμενο υπολοίπου και καλούν αυτήν σε αυστηρή απόδειξη του ισχυρισμού της. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι με οδηγίες της ίδιας της Ενάγουσας, όλα τα προϊόντα που είχαν στην κατοχή τους και τα οποία ήταν αδιάθετα, παραδόθηκαν στην ανταγωνιστική προς αυτούς εταιρεία, εκ Κύπρου, που η Ενάγουσα υπέδειξε τον Αύγουστο του 2017, ότι θα ενεργούσε ως ο νέος διανομέας των προϊόντων της στην Κύπρο και κατά το χρόνο παράδοσης των προϊόντων, ουδέν ποσό οφειλόταν.»

 

4.    Παράλληλα, η Εναγόμενη ήγειρε ανταπαίτηση ισχυριζόμενη ότι η Ενάγουσα, άνευ λόγου και αιτίας, αλλά και, κακόπιστα, διέκοψε τη μεταξύ των διαδίκων συνεργασία προξενώντας στην Εναγόμενη οικονομική ζημιά. Ισχυρίστηκε ότι η Ενάγουσα προέβη στην προαναφερόμενη ενέργεια καθώς επιχείρησε να δημιουργήσει οικονομική ζημιά στην Εναγόμενη για το λόγο ότι τελευταία αποφάσισε να συνεργαστεί με τρίτη εταιρεία, την εταιρεία Argosy Trading Company Ltd (“Argosy”), γεγονός που κοινοποίησε στην Ενάγουσα. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο ότι, επειδή ακριβώς η Ενάγουσα διέκοψε τη συνεργασία αυτή, η Argosy «απέκοψε» από την Εναγόμενη «το ποσό των €70.000.» Ως εκ των πιο άνω αξιώνει εναντίον της Ενάγουσας: (α) αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, (β) «δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η Ενάγουσα ενήργησε με κακή πίστη και με σκοπό να προκαλέσει ζημιά στους Εναγόμενους και/ή στα συμφέροντα τους και/ή στις επιχειρήσεις τους», (γ) αποζημιώσεις «για ενέργειες κακής πίστης», και (δ) ειδικές αποζημιώσεις ύψους €70.000,00, «ως η ζημιά που οι Εναγόμενοι έχουν υποστεί εκ της απομοίωσης του ανταλλάγματος της συμφωνίας με την εταιρεία Argosy Trading Company Ltd

 

5.    Η Ενάγουσα, ακολούθως, καταχώρησε Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, όπου ανέφερε ότι:

 

(α) Δεν υπήρξε μεταξύ των μερών οιαδήποτε σχέση αποκλειστικής διανομής ή αποκλειστικής αντιπροσωπείας. Η Εναγόμενη αγόραζε τα προϊόντα της Ενάγουσας και τα διένεμε στην Κύπρο, τα οποία ακολούθως πωλούσε σε δικό της πελατολόγιο,

 

(β) Κατά ή περί την 10.8.2017, η Εναγόμενη πληροφόρησε την Ενάγουσα ότι συμφώνησε να μεταφέρει τις εμπορικές της δραστηριότητες στην Argosy. Η Εναγόμενη ρώτησε την Ενάγουσα κατά πόσο επιθυμούσε να συνεχίσει την συνεργασία της με την νέα αυτή εταιρεία, με την απάντηση να είναι αρνητική,

 

(γ) Η Ενάγουσα δεν τερμάτισε οποιαδήποτε συμφωνία με την Εναγόμενη αλλά είναι  η Εναγόμενη που επέλεξε να μην συνεχίσει τη συνεργασία της με την Ενάγουσα, συνεπεία της μεταφοράς όλων των εμπορικών της δραστηριοτήτων στην Argosy.

 

6.    Προβάλλει δε τη δική της εκδοχή στα όσα έλαβαν χώρα προ της διακοπής της συνεργασίας των μερών προβάλλοντας περαιτέρω ότι τυχόν επιστροφές προϊόντων έχουν πιστωθεί στον χρεωπιστωτικό λογαριασμό της Ενάγουσας.

 

ΙΙ.   ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

7.    Κατά την ακροαματική διαδικασία δόθηκαν οδηγίες για συνεκδίκαση της απαίτησης και της ανταπαίτησης. Για την Ενάγουσα κατέθεσε ο κ. Νικόλαος Πιτένης, διευθύνων σύμβουλος της Ενάγουσας (ΜΕ1), ο οποίος κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο ‘Α’, και τα Τεκμήρια 1 μέχρι 6. Δεύτερος μάρτυρας για την Ενάγουσα κατέθεσε και ο κ. Βερζανλής, πρώην εργοδοτούμενος της Εναγόμενης (ΜΕ2). Για την Εναγόμενη κατέθεσε ο κ. Γιώργος Κάρουλλας, διευθυντής και μέτοχος της Εναγόμενης (ΜΥ1), ο οποίος κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο ‘Β’ και τα Τεκμήρια 6(α) μέχρι 11.

 

i.        Σύνοψη μαρτυρίας Νικόλαου Πιτένη (ΜΕ1)

 

8.    Ο ΜΕ1 στα πλαίσια της δήλωσης του ανέφερε ότι η Ενάγουσα είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Ελλάδα και προς τούτο παρουσίασε αντίγραφο πιστοποιητικού της εκεί αρμόδιας αρχής ως Τεκμήριο 1.

 

9.    Αναφέρθηκε στη συνεργασία μεταξύ των διαδίκων και τη λειτουργία του Λογαριασμού, κατάσταση της οποίας κατέθεσε ως Τεκμήριο 2. Ως Τεκμήριο 3 κατέθεσε τιμολόγια μαζί με δελτία παράδοσης των προϊόντων τα οποία, ως ανέφερε, εξακολουθούν τα παραμένουν απλήρωτα. Επεξήγησε επίσης τον τρόπο λειτουργίας του Λογαριασμού προβάλλοντας ότι περί τον Σεπτέμβριο του έτους 2017 το χρεωστικό υπόλοιπο της Εναγόμενης ανερχόταν στο ποσό των €30.589,46.

 

10. Ακολούθως, αναφέρθηκε στην απόφαση της Εναγόμενης δια σύναψη συνεργασίας με την Argosy και κοινοποίησης της αυτής της απόφασης προς την Ενάγουσα δια σχετικής επιστολής ημερ. 10.8.2017. Η Ενάγουσα, συνεχίζει, δια σχετικής επιστολής της, ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι η ίδια δεν επιθυμούσε τη συνέχιση συνεργασίας της με την Argosy. Οι ως άνω αναφερόμενες επιστολές κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 4 και 5, αντίστοιχα.

 

11. Πρόβαλε πρόσθετα ότι ουδεμία ζημιά υπέστη η Εναγόμενη ενώ σε κανένα στάδιο η τελευταία λειτούργησε ως εμπορικός αντιπρόσωπος της Ενάγουσας αλλά ως διανομέας της. Ως Τεκμήριο 6 κατέθεσε απόσπασμα από εφημερίδα από το οποίο προκύπτει η ημερομηνία ανακοίνωσης της συνεργασίας της Εναγόμενης με την Argosy προς υποστήριξη της θέσης του ότι η Εναγόμενη συνήψε συνεργασία με την Argosy χωρίς προγενέστερη ενημέρωση της Ενάγουσας και με αποκλειστικά δικό της ρίσκο. Ανέφερε επίσης ότι η Εναγόμενη κατόπιν των πιο πάνω γεγονότων, κατά τον Σεπτέμβριο 2017 πώλησε τα προϊόντα που είχε ήδη αγοράσει από την Ενάγουσα και ήταν στην κατοχή της («τα Αδιάθετα Προϊόντα») στην εταιρεία Mitsios Trading Ltd (“Mitsios”) και έλαβε την αξία τους.  

 

12. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο ίδιος είναι διευθύνων σύμβουλος από την ίδρυση της Ενάγουσας. Αποδέχθηκε ότι η μεταξύ των μερών συνεργασία διήρκησε για περίοδο δεκατεσσάρων ετών στα πλαίσια της οποίας, ανέφερε, η Εναγόμενη αγόραζε προϊόντα από την Ενάγουσα και τα μεταπωλούσε στην κυπριακή αγορά μέσω δικού της πελατολογίου. Καθόριζε δε μόνη της το κέρδος της και τις τιμές της. Η Ενάγουσα, ανέφερε, δεν πωλούσε σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο τα προϊόντα της στην Κύπρο. Αρνήθηκε την θέση του κ. Πετρίδη δια το ότι η Εναγόμενη ενεργούσε ως αποκλειστικός αντιπρόσωπος των προϊόντων της Ενάγουσας στην Κύπρο προβάλλοντας ότι η ίδια ήταν διανομέας. Ακολούθως αναφέρθηκε στους λόγους δια τους οποίους η Ενάγουσα δεν επιθυμούσε να αποκτήσει συνεργασία με την Argosy. Ανέφερε επίσης ότι κατά το χρόνο που αποφασίσθηκε να διακοπεί η συνεργασία των διαδίκων, τα Αδιάθετα Προϊόντα η Εναγόμενη τα μεταπώλησε στην Mitsios επαναλαμβάνοντας κατ΄ ουσίαν της θέσεις που πρόβαλε στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του.

 

ii.        Σύνοψη μαρτυρίας κ. Βερζανλή (ΜΕ2)

 

13. Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΕ2 ανέφερε ότι τον Αύγουστο του 2017 εργαζόταν στην Εναγόμενη και ακολούθως αποχώρησε. Γνωρίζει ότι την ίδια περίπου περίοδο οι διάδικοι διέκοψαν την μεταξύ τους συνεργασία. Στο ίδιο χρονικό σημείο, σε συνεννόηση με την Ενάγουσα, η Εναγόμενη μετέφερε τα εμπορεύματα που η τελευταία είχε αγοράσει από την Ενάγουσα, και δεν είχε προλάβει να διαθέσει, στην Mitsios, όπου και τιμολογήθηκαν και πληρώθηκαν. Επρόκειτο για τον καινούριο διανομέα που επιλέχθηκε από την Ενάγουσα. Η Εναγόμενη για τα εμπορεύματα αυτά πληρώθηκε από την Mitsios. Ανέφερε ότι η αξία των εμπορευμάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν περίπου €6000 - €7000. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι μετά που αποχώρησε από την Εναγόμενη, εργοδοτήθηκε στην Mitsios όπου και παρέμεινε για επτά μήνες. Κατόπιν εργοδοτήθηκε στην Clappas Trading. Ο ίδιος δεν μπορούσε να τοποθετηθεί ως προς τον λόγο δια τον οποίο η Ενάγουσα αρνήθηκε συνεργασία με την Argosy. Ερωτηθείς κατά πόσο θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα εμπορεύματα της Ενάγουσας έγιναν γνωστά στην Κύπρο λόγω της προώθησης τους που έγιναν από την Εναγόμενη, απάντησε πως σε ένα βαθμό ναι.

 

iii.        Σύνοψη μαρτυρίας Γιώργου Κάρουλλα (ΜΥ1)

 

14. Στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης ο ΜΥ1 ανέφερε ότι με την Ενάγουσα υπήρξε συμφωνία για αποκλειστική διανομή προϊόντων στην Κύπρο, μέσω του δικτύου διανομής των Εναγόμενης και η τελευταία ενρεγούσε ως αποκλειστική αντιπρόσωπος αυτής. Η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων κατέστη προβληματική κατά τον Αύγουστο του 2017 όταν η Ενάγουσα αποφάσισε να τερματίσει τη συνεργασία με την Εναγόμενη, δημιουργώντας στην Εναγόμενη σοβαρή οικονομική ζημιά. Τούτο έπραξε μέσω ηλεκτρονικού της μηνύματος ημερ. 31.8.2017, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6(α). Περαιτέρω, την ίδια χρονική περίοδο, η Ενάγουσα ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι, τη διανομή των προϊόντων της στην Κύπρο θα αναλάμβανε ανταγωνιστική εταιρεία με τους Εναγόμενους κάτι το οποίο διόγκωσε τη ζημιά της Εναγόμενης. Ως Τεκμήριο 7 κατέθεσε τη συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης και της Argosy, η οποία ως επεξήγησε, ανήκει στον Όμιλο Σιακόλα, προβάλλοντας ότι η Εναγόμενη ενημέρωσε πλήρως προς τούτο την Ενάγουσα. Με επιστολή της Εναγόμενης ημερ. 10.8.2017, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8, η Εναγόμενη ανέλυε προς την Ενάγουσα τις παραμέτρους και τα οφέλη της συμφωνίας με τον Όμιλο Σιακόλα. Συνεχίζει ότι «κατά το στάδιο που οι Εναγόμενοι διαπραγματευόμασταν τη συμφωνία με τον όμιλο Σιακόλα, συνεπεία της αποχώρησης τριών συγκεκριμένων εταιρειών, εξ Ελλάδος, από τον κατάλογο συνεργατών των Εναγόμενων, ο Όμιλος Σιακόλα απέκοψε από το αντάλλαγμα που θα έπρεπε να καταβάλει προς τους Εναγόμενους το συνολικό ποσό των €283.000. Στους 3 αναφερόμενους συνεργάτες για αυτήν,  υπό μορφή αποκοπής, ήταν €70.000, το οποίο οι Εναγόμενοι αξιώνουν, ανταπαιτητικώς από την Ενάγουσα, υπό μορφή ζημιάς.» Προς τούτο κατέθεσε ως Τεκμήριο 9 «τη σχετική κατάσταση σε σχέση με την αποκοπή ποσού που έχουν υποστεί οι Εναγόμενοι κατά την υπογραφή και εκτέλεση της συμφωνίας, ημ. 2/8/2017, σε σχέση με την άρνηση συμμετοχής των Εναγόντων στον κατάλογο προμηθευτών που καλούνταν να συνεργαστούν με την εταιρεία» Argosy.

 

15. Συνεχίζει ότι η Εναγόμενη, με οδηγίες της Ενάγουσας, τα Αδιάθετα Προϊόντα παραδόθηκαν στην ανταγωνιστική προς αυτής εταιρεία, εκ Κύπρου, που η Ενάγουσα υπέδειξε, τον Αύγουστο του 2017, ότι θα ενεργούσε ως ο νέος διανομέας των προϊόντων στην Κύπρο. Κατά το χρόνο της εν λόγω παράδοσης ουδέν ποσό οφειλόταν. 

 

16. Αντεξεταζόμενος συμφώνησε με τη θέση του κ. Μυλωνά ότι το κέρδος και η αμοιβή της Εναγόμενης ήταν η κερδοφορία από τις πωλήσεις καθώς και το ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε εξουσιοδότηση να συνάπτει συμφωνίες επ’ ονόματι της Ενάγουσας καθώς και σε άλλες εισηγήσεις που έγιναν από τον κ. Μυλωνά, σε ό,τι αφορά την φύση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, η οποία, ως επίσης απεδέχθη, ήταν προφορική. Επανέλαβε της θέση του σε ότι αφορά τα Αδιάθετα Προϊόντα.

 

III.  ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡIΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

 

17. Από τις έγγραφες προτάσεις και από το σύνολο της μαρτυρίας, προκύπτουν τα πιο κάτω ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

 

(α) Η Ενάγουσα είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ελληνική Δημοκρατία με έδρα στην Κοζάνη, Ελλάδα. Τούτο δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία και πρόσθετα αποδεικνύεται και από το Τεκμήριο 1, Πιστοποιητικό Εγγραφής, το οποίο εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή της Ελλάδος, θέση η οποία επίσης δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

(β) Η Ενάγουσα ασχολείται με την τυποποίηση, συσκευασία, εμπόριο και εξαγωγή τροφίμων. Η Εναγόμενη αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία, με έδρα στη Λευκωσία[1] και ασχολείται με την χονδρική πώληση, μεταξύ άλλων, διαφόρων τροφίμων στην κυπριακή αγορά.

 

(γ) Οι διάδικοι συνήψαν συνεργασία το έτος 2003 δια προφορικής συμφωνίας δυνάμει της οποίας η Ενάγουσα πωλούσε στην Εναγόμενη προϊόντα έναντι ανταλλάγματος. Η Εναγόμενη, ακολούθως, μεταπωλούσε τα προϊόντα αυτά σε δικό της πελατολόγιο ανά το παγκύπριο καθορίζοντας το κέρδος της.[2] Η Εναγόμενη δεν είχε οποιαδήποτε εξουσιοδότηση να συνάπτει συμφωνίες επ’ ονόματι της Ενάγουσας και η Ενάγουσα δεν διατηρούσε συνεργασία με οποιαδήποτε κυπριακή εταιρεία, άλλην από την Εναγόμενη.[3] Η συνεργασία των διαδίκων διήρκησε για δεκατέσσερα έτη.

 

(δ) Στις 10.8.2017, ο ΜΥ1 εκ μέρους της Εναγόμενης απέστειλε στον ΜΕ1, για την Ενάγουσα, επιστολή δια της οποίας τον ενημέρωνε ότι η Εναγόμενη αποφάσισε να μεταφέρει τις εμπορικές της δραστηριότητες στην Argosy, εταιρεία που ήταν μέλος του Ομίλου Σιακόλα. Η εν λόγω επιστολή αποτελείται από το Τεκμήριο 8. Δια της εν λόγω επιστολής ο ΜΥ1 παρέθετε τα επιχειρήματα του ώστε να πείσει την Ενάγουσα να συνεργαστεί με την Argosy. Εκ νέου επιστολή με αντίστοιχο περιεχόμενο απεστάλθη από τον ΜΥ1 προς τον ΜΕ1 και στις 11.8.2017, η οποία αποτελείται από το Τεκμήριο 4. Το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ της Εναγόμενης και της Argosy αποτελείται από το Τεκμήριο 7 από το οποίο προκύπτει ότι η εν λόγω συμφωνία συνήφθη στις 2.8.2017. Ακολούθησε και μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης και της Argosy, ως το Τεκμήριο 11.

 

(ε) Η Ενάγουσα με απαντητική επιστολή της ημερ. 31.8.2017, το Τεκμήριο 5 (το οποίο περιλαμβάνεται και επί του Τεκμηρίου 6(α)), απάντησε αρνητικά στην εισήγηση της Εναγόμενης να συνεργαστεί με την Argosy.

 

(στ) Τον Αύγουστο του έτους 2017, η Εναγόμενη είχε στην κατοχή της τα Αδιάθετα Προϊόντα τα οποία της είχαν ήδη παραδοθεί από την Ενάγουσα στα πλαίσια της συνεργασίας τους, τα οποία όμως δεν είχε προλάβει να διαθέσει στην αγορά μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο. Τα Αδιάθετα Προϊόντα παραδόθηκαν από την Εναγόμενη στην Mitsios, που ενεργούσε ως ο νέος διανομέας της Εναγόμενης στην Κύπρο.

 

18. Για όλα τα πιο πάνω προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

IVΕΠΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ  

19. Πρώτο επίδικο θέμα που απομένει προς επίλυση είναι κατά πόσο η Εναγόμενη οφείλει στην Ενάγουσα οιοδήποτε ποσό στα πλαίσια της συνεργασίας τους η οποία, με βάση τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ξεκίνησε το έτος 2003 και διακόπηκε το έτος 2017. Αυτή είναι και η απαίτηση της Ενάγουσας. Η συζήτηση αναφορικά με την πορεία των Αδιάθετων Προϊόντων έλαβε χώρα στα πλαίσια της υπεράσπισης της Εναγόμενης ότι ουδέν ποσό οφείλει προς την Ενάγουσα και αξιολογείται σε συνάρτηση με την μαρτυρία της Ενάγουσας προς υποστήριξη της απαίτησης στη σχετική ενότητα κατωτέρω.

 

20. Τα εναπομείναντα επίδικα θέματα αφορούν αποκλειστικά την ανταπαίτηση της Εναγόμενης καθώς συνιστούν χωριστή βάση για την διεκδίκηση αποζημίωσης από την Ενάγουσα, και έχουν ως εξής: (α) κατά πόσο μεταξύ των διαδίκων συνάφθηκε συμφωνία αποκλειστικής εμπορικής αντιπροσωπείας ως η θέση της Εναγόμενης, (β) κατά πόσο η Ενάγουσα παραβίασε τη συμφωνία αυτή δια της άρνησης της να συνεργαστεί με την Argosy και (γ) κατά πόσο προκλήθηκε οιαδήποτε ζημιά στην Εναγόμενη συνεπεία της ως άνω αναφερόμενης άρνησης της Ενάγουσας και εάν ναι, σε ποιο ύψος.

 

 

 

 

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

i.             Γενικές παρατηρήσεις

 

21. Ο ΜΕ1 άφησε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο με τις απαντήσεις του να χαρακτηρίζονται από ειρμό και συνοχή και ο ίδιος να είναι διατίθεται να παράσχει επεξηγήσεις ουσίας και με λεπτομέρεια καταρρίπτοντας το σύνολο των  υποβολών του συνηγόρου της Εναγόμενης. Από το εδώλιο του μάρτυρα απαντούσε με σταθερότητα και αμεσότητα επιχειρηματολογώντας για την κάθε του θέση του σκιαγραφώντας αβίαστα τον επαγγελματισμό με τον οποίο ενήργησε η ίδια η Ενάγουσα κατά το χρόνο που της ανακοινώθηκε ότι η Εναγόμενη αποφάσισε να μεταφέρει τις εργασίες της σε τρίτη εταιρεία. Η μαρτυρία του στηρίζεται από την ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία, όπως επεξηγώ λεπτομερώς πιο κάτω και επιρρώνεται περαιτέρω από τον ΜΕ2 του οποίου η μαρτυρία κρίνεται επίσης αξιόπιστη. Ο ΜΕ2 ουδέν συμφέρον έχει στην έκβαση της υπόθεσης, ούτε τέθηκε οιοδήποτε τέτοιο ζήτημα κατά την ακροαματική διαδικασία. Ο ίδιος ο ΜΕ2 παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, απαντούσε με αμεσότητα, σαφήνεια και ουσία ενώ εκεί όπου δεν γνώριζε στοιχεία και γεγονότα δεν δίσταζε να το αναφέρει, στάση που ενίσχυσε την αξιοπιστία του.

 

22. Ο ΜΥ1 εκτός από διευθυντής είναι και μέτοχος της Εναγόμενης, εναντίον της οποίας στρέφεται η αγωγή, και συνεπώς προσεγγίζω την μαρτυρία του με την ανάλογη περίσκεψη και προσοχή ως πρόσωπο που έχει συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Σε αντίθετη με τους ΜΕ1 και ΜΕ2, από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν ασταθής, φοβισμένος, φειδωλός στις απαντήσεις και επεξηγήσεις του με τις τοποθετήσεις του να μην παρουσιάζουν ειρμό και συνοχή ενώ ήταν σαφώς εμποτισμένες από κάθε λογής εικασίας στερούμενης πραγματικού ερείσματος με βάση, ακόμη, την ίδια την εκδοχή της Εναγόμενης.

 

23. Των πιο πάνω δοθέντων αλλά και για τους λόγους που αναλύονται αμέσως πιο κάτω, αποδέχομαι τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 σε όλα τα ουσιώδη σημεία της. Δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΥ1 πλην των όσων αποτελούν ζήτημα κοινώς αποδεκτών γεγονότων, ως αυτά καταγράφονται στην Ενότητα ΙΙΙ ανωτέρω. Στρέφομαι στις επί μέρους ουσιώδεις θέσεις των μαρτύρων, έχοντας κατά νουν τα επίδικα θέματα προς επίλυση (βλ. παρ. 19-20 πιο πάνω).

 

 

i.             Αξιολόγηση μαρτυρίας σε σχέση με την απαίτηση

(α) Αναντίλεκτες θέσεις ΜΕ1 ως προς την ύπαρξη και λειτουργία του Λογαριασμού, Τεκμήριο 2

24. Ανατρέχοντας στα πρακτικά της αντεξέτασης του ΜΕ1 προκύπτει ότι η πλευρά της Εναγόμενης δεν αμφισβήτησε τη θέση του ΜΕ1 ως προς τον τρόπο τιμολόγησης της Εναγόμενης, στα πλαίσια της συνεργασίας των διαδίκων. Ειδικότερα, η Εναγόμενη δεν αμφισβήτησε τις εξής θέσεις του ΜΕ1, που πρόβαλε κατά την κυρίως εξέταση του:

 

(α) Ότι η Ενάγουσα πωλούσε και παρέδιδε προϊόντα στην Εναγόμενη δυνάμει «επί πιστώσει» τιμολογίων τα οποία «χρεώνονταν σε χρεωπιστωτικό λογαριασμό που δημιούργησε και διατηρούσε η Ενάγουσα σε σχέση με συναλλαγές της με την Εναγόμενη»[4] ο Λογαριασμός»).

 

(β) Ότι ο Λογαριασμός ενημερωνόταν «ανελλιπώς σε σχέση με τα ποσά των τιμολογίων τα οποία εκδίδοντο για τις πωλήσεις προς την Εναγόμενης καθώς επίσης και με οιεσδήποτε πληρωμής εγίνοντο από την Εναγόμενη» και ότι «η μεταξύ μας συμφωνία προνοούσε όπως η Ενάγουσα παρέχει στην Εναγόμενη πίστωση 60 ημερών.»[5]

 

(γ) Ότι η Ενάγουσα ενημέρωνε τακτικά και ανελλιπώς την εναγόμενη για την κατάσταση του Λογαριασμού της, ο οποίος παρουσίαζε πάντοτε χρεωστικό υπόλοιπο καθώς και το ότι ουδέποτε η Εναγόμενη έφερε ένσταση για το εκάστοτε υπόλοιπο της αλλά και για οποιαδήποτε καταχώρηση στο λογαριασμό της.[6]

 

25. Οι πιο πάνω θέσεις του ΜΕ1 απέμειναν στην ουσία τους αναντίλεκτες και ως εκ τούτου τις αποδέχομαι. Σημειώνω εδώ ότι οι ως άνω θέσεις του επιρρώνονται ανεξάρτητα και από την Δέσμη Τεκμηρίων 3, η οποία, ως εξήγησε ο ΜΕ1 αποτελείται από τα απλήρωτα τιμολόγια της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα και τα δελτία παράδοσης των προϊόντων που της παραδόθηκαν.[7] Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο τους προκύπτει ότι οι εκεί ημερομηνίες και ποσά συνάδουν με τα αντίστοιχα ποσά στις αντίστοιχες ημερομηνίες επί του Τεκμηρίου 2. Το περιεχόμενο των τιμολογίων και των αντίστοιχων δελτίων παράδοσης είναι πανομοιότυπο σε ό,τι αφορά την περιγραφή των προϊόντων και των ποσών. Σημειώνω επίσης ότι η θέση του ΜΕ1 δια το ότι η Δέσμη Τεκμηρίων 3 αποτελεί τιμολόγια και δελτία παράδοσής προϊόντων από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη, τα οποία δεν είχαν πληρωθεί, απέμεινε εξίσου αναντίλεκτη και την αποδέχομαι. Υπενθυμίζω εδώ ότι η θέση της Εναγόμενης περιορίστηκε στο ότι θα έπρεπε να υπάρχει αντίστοιχη πίστωση επί του Λογαριασμού στο ύψος του αξιούμενου ποσού, λόγω της ισχυριζόμενης αξίας και επιστροφής των Αδιάθετων Προϊόντων προς την Mitsios, θέση η οποία υπόκειται στη δική της αξιολόγηση στις παρ. 27 – 30 και 34 – 48 πιο κάτω.

 

26. Αναντίλεκτη απέμεινε και η θέση του ΜΕ1 ότι η κατάσταση λογαριασμού που τηρούσε η Ενάγουσα αναφορικά με τις δοσοληψίες της με την Εναγόμενη, αποτελείται από το Τεκμήριο 2 και ως εκ τούτου την αποδέχομαι. Η ως άνω θέση του ΜΕ1 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του ούτε και του τέθηκε οτιδήποτε περί του αντιθέτου, ούτε και ο ΜΥ1 επιχείρησε να προβάλει ότι το Τεκμήριο 2 δεν αποτελεί την μεταξύ των διαδίκων κατάσταση λογαριασμού. Ο κ. Πετρίδης κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων προέβαλε ότι από το Τεκμήριο 2 δεν προκύπτει η εν λόγω κατάσταση αφορά την Εναγόμενη. Η θέση του αυτή δεν υποβλήθηκε στον ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί αναλόγως και συνεπώς δεν δύναται να ληφθεί και δεν λαμβάνεται υπόψιν (βλ. Frederickou Schools Co Ltd a.o. v. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, 384 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057).  Αντιθέτως, η πλευρά της Εναγόμενης, μέσω της αντεξέτασης του ΜΕ1 απεδέχθη και επιβεβαίωσε κατ’ επανάληψη την πιο πάνω θέση του ΜΕ1. Ενδεικτικές είναι οι εξής αναφορές του συνηγόρου της Εναγόμενης κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

(α) «Ε. Άρα να θεωρήσουμε ότι το Τεκμήριο 2, η κατάσταση λογαριασμού, δεν ξεκινά από την αρχή της συνεργασίας, σωστό;»[8]

 

(β) «Ε. Οκ. Τώρα, έχετε καταθέσει το Τεκμήριο 2 που είναι κατάσταση λογαριασμού έτσι;» «Α. Μάλιστα» «Ε. Να υποθέσω ότι αυτή είναι η γνήσια κατάσταση λογαριασμού που αποτυπώνει τί;»[9]

 

(γ) «Ε. Στες αναφορές σας, στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 2, όταν αναφέρεστε σε κλείσιμο υπολοίπου τί εννοείτε;» [10]

 

(δ) «Ε. (…) άρα σας λέω ότι σε αυτήν την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 2, με τη λύση της συνεργασίας θα έπρεπε να υπάρχει μια εγγραφή υπό μορφή πίστωσης για την αξία των εμπορευμάτων που επιστράφηκαν από την Εναγόμενη ως οι εντολές οι δικές σας που έχετε πει προς την Mitsios»[11]

 

(β) Θέσεις της Εναγόμενης ως αποκρυσταλλώθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία ως προς το υπόλοιπο οφειλόμενο και τα ζητήματα δικογραφίας που εγείρονται

27. Αυτό το οποίο αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 είναι, κατ’ ουσίαν, ότι το Τεκμήριο 2, ούσα η κατάσταση λογαριασμού μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια της συνεργασίας τους, παρουσιάζει το ορθό χρεωστικό υπόλοιπο. Ως προς τούτο, αποτέλεσε τη θέση της Εναγόμενης ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο διακοπής της συνεργασίας των διαδίκων, ήτοι τον Αύγουστο του 2017, ουδέν ποσό οφειλόταν. Η αναφορά αυτή εντοπίζεται στην παρ. 6 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Γίνεται μνεία στην πορεία των Αδιάθετων Προϊόντων χωρίς ωστόσο να καθίσταται σαφές από το ίδιο το δικόγραφο ποια η συσχέτιση μεταξύ της πορείας αυτής και της θέσης της Εναγόμενης δια το ότι ουδέν ποσό όφειλε στην Ενάγουσα, τον Αύγουστο του 2017.

 

28. Ειδικότερα, αποτέλεσε τη θέση της Εναγόμενης ότι όλα τα Αδιάθετα Προϊόντα παραδόθηκαν στην Mitsios τον Αύγουστο του 2017, κατά τον χρόνο διακοπής της συνεργασίας των μερών. Η Mitsios θα ενεργούσε ως ο νέος διανομέας των προϊόντων της Ενάγουσας στην Κύπρο. Αυτή είναι η γραμμή που ακολουθήθηκε και κατά την ακροαματική διαδικασία όπου και επιχειρήθηκε να αναδυθεί η συσχέτιση μεταξύ της πορείας των Αδιάθετων Προϊόντων και της υπεράσπισης περί απουσίας οιασδήποτε οφειλής.  

 

29. Σε ό,τι αφορά τη θέση της Εναγόμενης περί της πορείας των Αδιάθετων Προϊόντων, η Ενάγουσα, με το απαντητικό της δικόγραφο, αρνήθηκε την θέση της Εναγόμενης στην παρ. 6 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και πρόσθεσε ότι «άνευ βλάβης των ανωτέρω, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τυχόν επιστροφές προϊόντων έχουν πιστωθεί στον χρεωπιστωτικό λογαριασμό των Εναγόμενων που διατηρούσαν οι Ενάγοντες.»[12] Στη βάση αυτής της αναφοράς, υπέβαλε ο κ. Πετρίδης στον ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του:

 

«(…) άρα σας λέω ότι σε αυτήν την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 2, με τη λύση της συνεργασίας θα έπρεπε να υπάρχει μια εγγραφή υπό μορφή πίστωσης για την αξία των εμπορευμάτων που επιστράφηκαν από την Εναγόμενη ως οι εντολές οι δικές σας που έχετε πει προς την Mitsios»[13]

 

30. Από αυτή την υποβολή καταδεικνύεται ότι η Εναγόμενη θεωρεί ότι επέστρεψε τα Αδιάθετα Προϊόντα στην Ενάγουσα κατά το χρόνο της διακοπής της συνεργασίας τους και ότι αυτό θα έπρεπε να αντικατοπτρίζεται στην κατάσταση του Λογαριασμού δια μέσου συγκεκριμένης πιστωτικής εγγραφής. Σε κατοπινό στάδιο μάλιστα αποτέλεσε τη θέση του του κ. Πετρίδη κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 ότι η αξία των Αδιάθετων Προϊόντων είναι ίση με το ποσό που αξιώνει η Ενάγουσα. Αυτή ήταν η ουσία της υπεράσπισης ως διαμορφώθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

31. Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να στραφώ και στη θέση του κ. Πετρίδη ότι η θέση που εξέφρασε ο ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του ότι η Εναγόμενη πώλησε στην Mitsios τα Αδιάθετα Προϊόντα και εισέπραξε την αξία τους, αντικρούεται στη δικογραφημένη θέση της επί της παρ. 4 της Απάντησης της, όπου ισχυρίζεται ότι τυχόν επιστροφές προϊόντων πιστώθηκαν στον Λογαριασμό. Με όλο το σέβας, η θέση του κ. Πετρίδη δεν με βρίσκει σύμφωνη. Καμία αντιφατικότητα παρατηρείται μεταξύ των δύο θέσεων, είτε ως ζήτημα διατύπωσης είτε ως ζήτημα ουσίας. Ειδικότερα, με την παρ. 4 της Απάντησης και Υπεράσπισης, η Ενάγουσα καθιστά σαφές ότι αρνείται τη θέση της Εναγόμενης στην παρ. 6 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, η οποία, προβλήθηκε προς υποστήριξη του πρωταρχικού της ισχυρισμού ότι ουδέν ποσό οφείλει, ισχυρισμός ο οποίος περιλαμβάνεται στην ίδια παράγραφο. Η δε αναφορά της Ενάγουσας σε πιστώσεις, αφορά «τυχόν επιστροφές προϊόντων» στα πλαίσια, σαφώς, της ευρύτερης συνεργασίας των διαδίκων χωρίς η αναφορά αυτή να περιορίζεται χρονικά στην τύχη των Αδιάθετων Προϊόντων κατά το χρόνο της διακοπής της συνεργασίας των μερών τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 2017. Ο ευρύτερος τρόπος λειτουργίας των συναλλαγών μεταξύ των διαδίκων κατά τον πιο πάνω τρόπο επιβεβαιώθηκε και από τον ΜΕ1 και δεν αμφισβητήθηκε.[14]

 

32. Ούτε δύναται υπό της περιστάσεις να κριθεί ότι όφειλε η Ενάγουσα να τοποθετηθεί επί του δικογράφου της ως προς την ισχυριζόμενη πορεία των Αδιάθετων Προϊόντων, δοσμένης της διατύπωσης του ίδιου του σχετικού ισχυρισμού της Εναγόμενης. Ειδικότερα, ο τρόπος με τον οποίο η Εναγόμενη επέλεξε να διατυπώσει τον ισχυρισμό της στην παρ.6 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ως προς την πορεία των Αδιάθετων Προϊόντων, αφήνει ασαφές επί του κειμένου του ίδιου του δικογράφου της ποια, η ίδια, θεωρούσε ότι ήταν, επαναλαμβάνω, η συσχέτιση μεταξύ της θέσης της περί της πορείας των Αδιάθετων Προϊόντων και της υπεράσπιση της περί απουσίας οιουδήποτε οφειλόμενου ποσού. Δεν ισχυρίστηκε, για παράδειγμα, ότι η Mitsios ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας στα πλαίσια αυτής της ισχυριζόμενης συναλλαγής ώστε να θεωρείται ότι η εν λόγω «παράδοση» αποτελεί «επιστροφή» των Αδιάθετων Προϊόντων στην Ενάγουσα, ούτε και επικαλέστηκε άλλα γεγονότα προς επίρρωση μιας τέτοιας θέσης. Δεν αναφέρει ούτε έστω τη λέξη «επιστροφή». Ούτε η Εναγόμενη μέσω της πιο πάνω θέσης της καθιστά σαφές κατά πόσο η υπεράσπιση της είναι η εξόφληση του υπόλοιπου οφειλόμενου συνεπεία ή λόγω αυτής της ισχυριζόμενης συναλλαγής μεταξύ της Εναγόμενης και της Mitsios. Ούτε και συγκεκριμενοποιεί τον ισχυρισμό της με αναφορά σε συγκεκριμένα ποσά. Ούτε και καθίσταται σαφές ποια θεωρεί, σε κάθε περίπτωση, ότι είναι η συσχέτιση μεταξύ του υπόλοιπου οφειλόμενου με την ισχυριζόμενη αυτή συναλλαγή, αυτή καθ’ εαυτή. Το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων αναδύθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, όπως λ.χ. ήταν η υποβολή  του κ. Πετρίδη ως αυτή καταγράφηκε στην παρ. 29 πιο πάνω. Η γενικότητα επομένως της απάντησης της Ενάγουσας, εύλογα αποδίδεται σε αυτή καθ’ εαυτή την ασάφεια που διέπει την ίδια την θέση της Εναγόμενης (στην οποία η Ενάγουσα, υπενθυμίζω, τοποθετείται εις απάντηση αυτής). Των πιο πάνω δοθέντων, η εισήγηση του κ. Πετρίδη ότι η θέση του ΜΕ1 ως αυτή καταγράφεται στην παρ. 25, δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν, ως εκπίπτουσας της δικογραφίας, κρίνεται ανυπόστατη και απορρίπτεται.

 

33. Στρέφομαι  τώρα στην αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων, ως προς, τελικά, την τύχη και την αξία των Αδιάθετων Προϊόντων αλλά και της όλης συσχέτισης του ζητήματος με την απαίτηση της Ενάγουσας.

 

(γ) Αξιολόγηση εκατέρωθεν θέσεων ως προς την πορεία και την αξία των Αδιάθετων Προϊόντων και την όλη συσχέτιση των ζητημάτων αυτών με την ισχυριζόμενη οφειλή της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα

34. Προς απάντηση της υποβολής του κ. Πετρίδη δια το ότι η Εναγόμενη θα έπρεπε να πιστώσει ποσά που αντανακλούν την επιστροφή των Αδιάθετων Προϊόντων, επεξήγησε ο ΜΕ1 ότι η Εναγόμενη τιμολόγησε τα προϊόντα στην Mitsios και εισέπραξε την αξία τους. Δηλαδή, ότι της τα πώλησε. Δεν δικαιολογείται επομένως οιαδήποτε πίστωση δια την όποια επιστροφή διότι, δεν επιστράφηκαν. Οι επεξηγήσεις που παραχώρησε ο ΜΕ1 για το θέμα αυτό χαρακτηρίζονταν από σταθερότητα, ειρμό, συνοχή με τον ίδιο να είναι σε θέση και να επιδεικνύει κάθε διάθεση να διευκρινίσει με επαρκή λεπτομέρεια και σαφήνεια το ζήτημα κατά την αντεξέταση του. Οι τοποθετήσεις του εμποτιζόμενες από ουσία, απλότητα, αμεσότητα και σοβαρότητα ενίσχυσαν το γνήσιο και το εύλογο της εκδοχής της Ενάγουσας αλλά και τον όλο της επαγγελματισμό που επέδειξε κατά τον χρόνο της διακοπής της συνεργασίας των διαδίκων. Ο ΜΕ1 παρέμεινε σταθερός και στη θέση του ότι είναι η ίδια η Εναγόμενη που επέλεξε αυτή την οδό, ήτοι την πώληση των Αδιάθετων Προϊόντων προς το νέο συνεργάτη της Ενάγουσας, την Mitsios, με την έκδοση σχετικού τιμολογίου από την Ενάγουσα προς την Mitsios[15] με τον ίδιο να παραχωρεί πλήρεις επεξηγήσεις ως προς την εμπορική λογική του πράγματος, παρά την προσπάθεια του κ. Πετρίδη να καταδείξει ότι η θέση του στερείται λογικής.[16] Χαρακτηριστική είναι η εξής στιχομυθία:

 

«Ε. Έχει λόγο η Εναγόμενη γνωρίζοντας ότι τελείωσε η συνεργασία της μαζί σας να πωλήσει τα εμπορεύματα σας στην Mitsios;

 

Α. Ναι, γιατί είναι ένα εμπόρευμα που έχει χρηματική αξία και θα πρέπει να μην ζημιωθεί γι’ αυτό το ποσό. Για ποιον λόγο να μείνει με αυτό το αδιάθετο προϊόν και να χάσει και αυτό την αξία του; Εμείς για να επιστρέψουμε κάτι πρέπει να επιστραφεί, δεν επιστράφηκε, πωλήθηκε, συνεπώς δεν επιφέραμε καμία ζημιά, το αδιάθετο προϊόν δεν επέφερε καμία ζημιά στην Εναγόμενη εταιρεία.»[17]

 

35. Απολύτως εύλογη κρίνεται και η απάντηση του ΜΕ1 ότι «όποιας αξίας και να είχε, το αδιάθετο προϊόν το εισέπραξε σε αξία, είχε μηδενική ζημιά από αυτό»[18] στα πλαίσια συζήτησης ως προς την «αξία» των Αδιάθετων Προϊόντων, στοιχείο που ενισχύει το αξιόπιστο, το γνήσιο και το εύλογο της όλης του εκδοχής. Στα πλαίσια αυτά κατέρριψε και πάλιν με σαφήνεια, ειρμό, λογική, λεπτομέρεια και πειστική και σχετική επιχειρηματολογία και την εισήγηση του κ. Πετρίδη ότι «αν σας πω ότι η αξία των εμπορευμάτων που δεν πληρώθηκαν στην Εναγόμενη είναι το ποσό που διεκδικείτε με την αγωγή σας» προβάλλοντας ότι «(α)ποκλείεται, εμείς παραδίδαμε προϊόντα στην εταιρεία σχεδόν κάθε 2 εβδομάδες και τα τιμολόγια μας ήταν περί της αξίας των €10 χιλ. οπότε δεν μπορεί να είχε €30 χιλ. εμπόρευμα αδιάθετο, διότι αυτό θα ήταν ζημιά για την επιχείρηση. Οι €30χιλ. είναι για προϊόντα 2 μηνών παραγγελίας.»[19] Η τελευταία του αυτή θέση δεν έτυχε περαιτέρω αμφισβήτησης ή διερεύνησης από πλευράς της Εναγόμενης, κατά την αντεξέταση του. Αντιθέτως, οι υποβολές του κ. Πετρίδη ως προς την ισχυριζόμενη αξία των Αδιάθετων Προϊόντων δεν στηρίχθηκαν από οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ενώ έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 ως καταγράφεται πιο κάτω.

 

36. Ενδεικτικό του γνήσιας προσπάθειας της Ενάγουσας να παρουσιάσει στο Δικαστήριο την αλήθεια ως προς το περιεχόμενο τη φύση της  συναλλαγής μεταξύ της Εναγόμενης και της Mitsios ήταν και η προσπάθεια της να παρουσιάσει, δια μέσου του ΜΕ2, ενώπιον του Δικαστηρίου περαιτέρω στοιχεία, και δη το τιμολόγιο που αφορούσε αυτή καθ’ εαυτή την συναλλαγή αναφορικά με τα Αδιάθετα Προϊόντα. Ο ΜΕ1 παραμένοντας απολύτως σταθερός στις θέσεις του πρόσθεσε «αυτή είναι η αλήθεια και μπορούμε σε μεταγενέστερο χρόνο να βρούμε και το τιμολόγιο πώλησης, καθώς και την πληρωμή του και τις δύο πράξεις.»[20] Ούτε και αυτή του η θέση έτυχε περαιτέρω διερεύνησης κατά την αντεξέταση του. Αντίθετα, η προσπάθεια του ΜΕ2 να παρουσιάσει το εν λόγω τιμολόγιο, συνάντησε τη σθεναρή ένσταση της πλευράς της Εναγόμενης, για λόγους αποκάλυψης, η οποία έγινε δεκτή. Το ό,τι το έγγραφο που επιχείρησε να καταθέσει ο ΜΕ2 αποτελεί το Τεκμήριο 10, επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο τον ΜΥ1 κατά τη δική του αντεξέταση στα πλαίσια της οποίας, εν τέλει, κατατέθηκε το έγγραφο.

 

37. Ενισχυτικό ακόμη της γνήσιας διάθεσης της Ενάγουσας να παρουσιάσει τα πραγματικά γεγονότα, ήταν η παρουσίαση του ΜΕ2, υπαλλήλου της Mitsios κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταφοράς των Αδιάθετων Προϊόντων από την Εναγόμενη. Ο ίδιος επιβεβαίωσε τις θέσεις του ΜΕ1 αναφέροντας, μάλιστα, ότι, κατά το χρόνο διακοπής της συνεργασίας των διαδίκων, ο ίδιος εργοδοτείτο στην Εναγόμενη και αμέσως μετά στην Mitsios. Δεν αποδόθηκε στον ΜΕ2 οιοδήποτε κίνητρο να καταθέσει σε βάρος της εκδοχής της Εναγόμενης, είτε κατά την αντεξέταση του είτε κατά το στάδιο των αγορεύσεων. Ούτε κάτι τέτοιο δύναται να εξαχθεί αντικειμενικώς από τη μαρτυρία του. Η μαρτυρία του ήταν περιορισμένης εμβέλειας και δεν προσέθεσε οτιδήποτε περαιτέρω, εφ’ όσον βασικός σκοπός για τον οποίον προσήλθε ήταν να παρουσιάσει το Τεκμήριο 10, που όπως δεν επιτράπηκε κατά την προσκόμιση της δικής του μαρτυρίας. Κατά τα λοιπά, επιβεβαίωσε τη φύση της συναλλαγής μεταξύ της Εναγόμενης και της Mitsios, ως αυτή περιεγράφηκε από τον ΜΕ1.[21]

 

38. Από την αντίπερα όχθη, η μαρτυρία του ΜΥ1 ως προς την φύση της συναλλαγής μεταξύ της Εναγόμενης και της Mitsios, ουδεμία πειστικότητα ή σταθερότητα παρουσίασε. Ερωτηθείς κατά πόσο η Εναγόμενη ζήτησε πιστωτικό σημείωμα από την Ενάγουσα, εφ’ όσον σύμφωνα με τη θέση του ιδίου, αυτό θα έπρεπε να είχε πράξει, κατέφυγε στην εξής τοποθέτηση:

 

«Πρέπει να ζητήσαμε, εν μπορώ να θυμούμαι τωρά απ’ έξω τα χαρτιά μου, δεν μπορώ να γνωρίζω τα οποία αφορούν σε μια επιχείρηση που είχε 60 υπαλλήλους και έκαμε 15 εκατομμύρια τζίρο».[22]

 

39. Παρά την ευκαιρία που παραχώρησε ο κ. Μυλωνάς στον ΜΥ1 να παράσχει διευκρινίσεις και να αποδώσει την όποια αξιοπιστία στην εκδοχή του, ή να την επικαλύψει με οποιαδήποτε αντικειμενικά στοιχεία ή έστω εύλογα επιχειρήματα, ο ίδιος απέμεινε παντελώς απαθής ως προς το ουσιώδες για την υπεράσπιση του, αυτό σημείο όπως η ίδια η Εναγόμενη την διαμόρφωσε κατά την ακροαματική διαδικασία (βλ. παρ. 29 - 30 πιο πάνω). Η απάθεια που διέπνεε τις απαντήσεις του σε συνδυασμό με την προσφυγή του σε δηλώσεις περί τζίρου κ.ά., που δεν σχετίζονταν με το ζήτημα που καλείτο να απαντήσει, καταδεικνύουν εξόφθαλμα ότι η εκδοχή του στερείτο ουσίας και γνησιότητας. Κατ’ ελάχιστον, καταδεικνύουν πρόσωπο το οποίο δεν διατηρεί πραγματική πεποίθηση με βάση συγκεκριμένα γεγονότα ότι η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε και της οποίας είναι μέτοχος, είχε υπερχρεωθεί στα πλαίσια των συναλλαγών των διαδίκων.

 

40. Ακόμα και παρά την πιο πάνω απάντηση του, ο κ. Μυλωνάς του παραχώρησε ακόμα μια ευκαιρία, άνευ χρονικού περιορισμού ή άνευ οιουδήποτε όρου, ρωτώντας τον: «(μ)πορείτε να το διερευνήσετε;»[23] Χωλαίνοντας περαιτέρω το έγκυρο και το αξιόπιστο της εκδοχής του, απέρριψε εκ προοιμίου και χωρίς δισταγμό την εισήγηση του κ. Μυλωνά, απαντώντας ότι «(π)ολύ δύσκολο, διότι έπαυσε να υφίσταται η  Chrikar σαν εταιρεία. Εν πολλά δύσκολο να μπω στα computer και να ψάξω.» Το μόνο όμως το οποίο ευλόγως αποκαλύπτει η ως άνω θέση του, είναι η έλλειψη διάθεσης του να το πράξει, στάση η οποία δεν συνάδει με το γνήσιο των θέσεων που προώθησε η Εναγόμενη στην υπεράσπιση της. Η δε ουσία της απάντησης του καταρρίπτεται από την ίδια την παρούσα διαδικασία, εφ’ όσον η Εναγόμενη όχι μόνο υπάρχει και ενάγεται αλλά, ήγειρε και ανταπαίτηση και παρουσίασε σωρηδόν τεκμήρια κατά την ακρόαση, χωρίς να τίθεται οιοδήποτε ζήτημα περί ανυπαρξίας της Εναγόμενης ή δυσκολία στον εντοπισμό τους.

 

41. Η καταφανής αστάθεια της όλης του μαρτυρίας, κατά την αντεξέταση του από τον κ. Μυλωνά, εντοπίζεται και στην εξής στιχομυθία:[24]

            «E. Έχετε ζητήσει ποτέ αυτά τα πιστωτικά που αναφέρεστε;

            A. Ναι, ναι.

            E. Πότε και με ποιον τρόπο;

            A. Εν μπορώ να σας πω τώρα, εζητήσαμε τα μες τη διαδικασία.

            E. Ποια διαδικασία;

            A. Τη διαδικασία που είχαμε με τον Πιτένη. Ο Πιτένης νομίζω ο ίδιος αναφέρεται .. .τώρα εν μπορώ να θυμάμαι ο Πιτένης ο ίδιος αναφέρει εκεί ότι ‘να παραδώσετε τούτα τα πράματα και να πάρετε πιστωτικό’.

            E. Κύριε, σας έστειλαν ηλεκτρονικό μήνυμα για να πληρώσετε 31/10 στάλθηκε στην Α.  Παναγή, Chrikar, σωστά; Και δεν είπετε τίποτε όπως ‘στείλτε μας κάποια πιστωτικά’. 

            A. Πρέπει να φέρουμε τον λογιστή μας.

            E. Να τον φέρετε. Δεν απαντήσετε στο αίτημα το να πληρωθούν και να πείτε ‘περιμένω κάποια πιστωτικά’. 

            A. Μάλιστα.

            E. Τα γνωρίζει ο λογιστής σας;

            A. Ναι, είχαμε λογιστήριο με 7 άτομα.

           

            […]

 

            E. Έχω μια απορία, κύριε Κάρουλλα, είναι θέμα λογικής και θεωρώ ότι όλοι οι άνθρωποι υποτίθεται έχουμε μια κοινή λογική, εκινήσαν σας αγωγή οι Πιτένης και μάλιστα ζήτησαν έκδοση διατάγματος προσωρινού για να εξασφαλίσουν τυχόν έκδοση απόφασης στο μέλλον, στη βάση του υπόλοιπου του λογαριασμού των 30 χιλ. και που εσάς δεν αναφέρεται λέξη στην ένορκη σας δήλωση ότι ‘κύριε, ξέρεις, εν χρωστώ τόσα, χρωστώ λιγότερα’ ή ‘ξέρεις περιμένω πιστωτικά που μας είπες σήμερα ή οτιδήποτε άλλο’ είναι ένα ερώτημα που εγείρεται και το θέτω σε εσάς να μου απαντήσετε.

            A. Δεν μπορώ να σας απαντήσω.

            E. Απλούστατα, κύριε Κάρουλλα, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό το αξιούμενο ποσό το χρωστάτε;

            A. Δεν μπορώ να απαντήσω.»

 

42. Αρκεί να λεχθεί ότι οι απαντήσεις του επί των ως άνω επισημάνσεων του κ. Μυλωνά δεν παρουσίαζαν οιαδήποτε πειστικότητα αλλά ούτε και ουσία. Ούτε και επιχείρησε η Εναγόμενη να κλητεύσει οιοδήποτε πρόσωπο εργαζόταν στο «λογιστήριο» ώστε να επιβεβαιώσει τα όσα ο ίδιος ο ΜΥ1 εξαίφνης δεν θυμόταν, παρά την προώθηση της ανταπαίτησης του με το ίδιο περιεχόμενο.

 

43. Ερωτηθείς κατά πόσο ο ίδιος έχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για την «παραλαβή», ήτοι, την παράδοση των Αδιάθετων Προϊόντων, παρουσίασε το Τεκμήριο 10 το οποίο, ως επεξήγησε, αποτελεί τιμολόγιο το οποίο εκδόθηκε από την Εναγόμενη προς την Mitsios και επεξηγώντας ότι αυτό είναι το «σχετικό έγγραφο» «παραλαβής» των Αδιάθετων Προϊόντων και ότι μάλιστα πρόκειται για το έγγραφο που επιχείρησε να καταθέσει ο ΜΕ2.[25] 

 

44. Παρά τα πιο πάνω, ο ΜΥ1 άλλαξε άρδην τη στάση του ως προς το Τεκμήριο 10 αφού ο κ. Πετρίδης υπέβαλε ένσταση ως προς την αποδεκτότητα του, για το λόγο, ως ο συνήγορος επεξήγησε, ότι ο μάρτυρας δεν το έχει αναγνωρίσει, θέση την οποία το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε. Ειδικότερα, πριν από το αίτημα του κ. Μυλωνά να κατατεθεί το Τεκμήριο 10 ο ΜΥ1, σε ερώτηση του κ. Μυλωνά, «αναγνωρίζετε ότι είναι τιμολόγιο της εταιρείας σας προς την Mitsios» απάντησε «(ν)αι, αναγνωρίζω». Ο ΜΥ1, προφανώς αφουγκραζόμενος την σθεναρή ένσταση του συνηγόρου της Εναγόμενης δια το ότι «η ένσταση είναι ότι δεν αναγνωρίστηκε από τον μάρτυρα» και αφού κατατέθηκε ως Τεκμήριο 10, απάντησε «(δ)εν αναγνωρίζω έτσι πράγμα … το ότι γράφει Πιτένης .. εν αναγνωρίζω αν έχει σχέση με τη διακοπή της συνεργασίας μας.» Εν τέλει όμως αναγνώρισε ότι το Τεκμήριο 10 εκδόθηκε από την Εναγόμενη, ότι αφορά τιμολόγηση προϊόντων από την τελευταία προς την Mitsios, ότι αυτό εκδόθηκε στις 21.9.17 και ότι η συνολική αξία του τιμολογίου ήταν για €6.502,15.

 

45. Το Τεκμήριο 10 το οποίο κατατέθηκε στη διαδικασία υποστηρίζει αβίαστα και μέσω ανεξάρτητης μαρτυρίας την εκδοχή των ΜΕ1 και ΜΕ2, ήτοι ότι, η Εναγόμενη τιμολόγησε τα Αδιάθετα Προϊόντα προς την Mitsios. Η δε θέση του ΜΥ1 ότι δεν το αναγνωρίζει ως έγγραφο που να συνδέεται με την διακοπή των εργασιών, πέραν του ότι δεν έχει καμία λογική συνοχή, αποδίδεται ευλόγως στην ένσταση που υπέβαλε σθεναρώς ο κ. Πετρίδης και όχι στην γνήσια θέση του ΜΥ1. Ο ίδιος ο ΜΥ1 σε αμέσως προηγούμενο στάδιο ξεκαθάρισε μάλιστα ότι πρόκειται για το ίδιο έγγραφο που ο ΜΕ2 επιχείρησε να καταθέσει. Περιπλέον, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 καταρρίπτει και την εκδοχή της Εναγόμενης που προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία ότι η «αξία» των Αδιάθετων Προϊόντων ανέρχεται στο ποσό της αξίωσης, εφ’ όσον εκεί αναγράφεται ότι τα Αδιάθετα Προϊόντα πωλήθηκαν από τη Εναγόμενη προς την Mitsios για ποσό ύψους €6.502,15.

 

46. Γενικώς, η όλη προσπάθεια του ΜΥ1 να συσχετίσει την πορεία ή την αξία των Αδιάθετων Προϊόντων με την υπεράσπιση της Εναγόμενης ότι «ουδέν ποσό οφειλόταν κατά το χρόνο παράδοσης των προϊόντων»[26] από την Εναγόμενη προς την Mitsios, πάσχει από ασάφεια και έλλειψη επαρκούς τεκμηρίωσης. Η εν λόγω ασάφεια είναι τέτοιας έκτασης που η όλη περί τούτου συζήτηση κατά την ακροαματική διαδικασία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως παντελώς άσχετη με την αξιούμενη οφειλή ή στην καλύτερη εκ των περιπτώσεων, εμποτιζόμενη με κάθε λογής εικασία παντελώς έωλης οιουδήποτε σταθερού πραγματικού ερείσματος ή έστω σταθερούς άποψης από τον ίδιο τον ΜΥ1, ώστε να μην δύναται ευλόγως υπό της περιστάσεις να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

47. Χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, είναι το γεγονός ότι ενώ αποτέλεσε τη θέση του κ. Πετρίδη κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 ότι δόθηκε «εντολή» από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη να παραδώσει τα Αδιάθετα Προϊόντα προς στην Mitsios,[27] σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν επεξηγήθηκε η λογική ή το περιεχόμενο μιας τέτοιας «εντολής». Δεν επεξηγήθηκε για ποιον λόγο η Εναγόμενη θεώρησε ότι θα πρέπει να δεσμεύεται από την όποια «εντολή» της Ενάγουσας, η οποία της κατέστησε σαφές, δια μέσου του Τεκμηρίου 5, ότι δεν θα συνεργάζεται πλέον με την ίδια.

 

48. Χαρακτηριστικό είναι ακόμα το γεγονός ότι, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 καταρρίπτει τις θέσεις που υποβλήθηκαν στον ΜΕ1 περί της αξίας των Αδιάθετων Προϊόντων, θέσεις οι οποίες ουδόλως στηρίχθηκαν από τον ίδιο τον ΜΥ1 ή άλλη μαρτυρία. Το ίδιο δε το Τεκμήριο 10 καταδεικνύει ότι πωλήθηκαν για πολύ λιγότερα. Πέραν των πιο πάνω, από το Τεκμήριο 10 δεν καταδεικνύεται οιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ των Αδιάθετων Προϊόντων και της οφειλής της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα, ως αυτή επιμαρτυρείται από το Τεκμήριο 2, τη Δέσμη Τεκμηρίων 3 και τις επεξηγήσεις του ΜΕ1 προς τούτο, η μαρτυρία του οποίου, υπενθυμίζω, κρίθηκε αξιόπιστη.

 

49. Υπό το φως των πιο πάνω το Δικαστήριο δεν δύναται να εξαγάγει οιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα ως προς οποιαδήποτε θέση εξέφρασε ο ΜΥ1, πέραν αυτών που αποτέλεσαν κοινό τόπο και καταγράφονται στην Ενότητα ΙΙΙ ανωτέρω.

 

50. Υπό το φως των πιο πάνω αποδέχομαι τη θέση των ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι η Εναγόμενη πώλησε τα Αδιάθετα Προϊόντα προς την Mitsios κατά το χρόνο διακοπής συνεργασίας της με την Ενάγουσα και εξέδωσε προς τούτο και σχετικό τιμολόγιο, ως το Τεκμήριο 10. Δεν δύναμαι να αποδεχτώ τη θέση του ΜΥ1 περί επιστροφής των Αδιάθετων Προϊόντων προς την Ενάγουσα ή της Mitsios ή τα περί της υποχρέωσης της Ενάγουσας να πιστώσει οποιαδήποτε ποσά επί του Λογαριασμού.

 

ii.   Αξιολόγηση μαρτυρίας σε σχέση με την ανταπαίτηση

 (α) Η φύση της συνεργασίας των διαδίκων

51. Εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις υιοθετήθηκαν από τους διαδίκους ως προς τη φύση της μεταξύ τους συνεργασίας. Υπενθυμίζω ότι αποτέλεσε τη θέση της Εναγόμενης ότι η τελευταία λειτούργησε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας στην κυπριακή αγορά, και, μάλιστα, αποκλειστική. Ο ΜΕ1 ανέφερε ότι η Εναγόμενη λειτουργούσε μόνο ως διανομέας των προϊόντων της Ενάγουσας, καθώς αγόραζε επ’ ονόματί της προϊόντα από την Ενάγουσα και τα διέθετε η ίδια, τα μεταπωλούσε δηλαδή, στην κυπριακή αγορά.

 

52. Στα πλαίσια των επεξηγήσεων που παραχώρησε ο ΜΕ1 προς επίρρωση της πεποίθησης του ότι μεταξύ των διαδίκων δεν υφίστατο σχέση αντιπροσώπευσης, παρουσίασε στοιχεία και γεγονότα τα οποία προσέδωσαν ειρμό και συνοχή στην συλλογιστική του, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω το αξιόπιστο αλλά, και, γνήσιο της εκδοχής του. Κατά την αντεξέταση του ήταν σε θέση να προσκομίσει περαιτέρω λεπτομέρειες επί τούτου, με αναφορά και σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Ενδεικτικό ήταν το εξής απόσπασμα από την αντεξέταση του:

             «E. Τώρα, να υποθέσω ότι δέχεστε τη θέση ότι η Eναγόμενη στην Κύπρο εμπορευόταν αποκλειστικά το εμπόρευμα της Ενάγουσας την περίοδο της συνεργασίας;

           

            A. Αυτήν την περίοδο συνεργασίας η Eναγόμενη αγόραζε τα προϊόντα από εμάς από την εταιρεία μας και τα μεταπωλούσε στην Κυπριακή αγορά με δικό της πελατολόγιο και με δικά της οικονομικά. Καθόριζε μόνη της το κέρδος της και οτιδήποτε θέλει, δηλαδή ήταν ένας διανομέας δικός μας στην κυπριακή αγορά.

           

            E. Ωραία, δεν δέχεστε τη θέση ότι ήταν αντιπρόσωπος των εμπορευμάτων σας στην Κύπρο η Eναγόμενη από το '03‑'17;

           

            A. Εκπρόσωπος με την έννοια ότι εμείς υποδεικνύαμε στους πελάτες πού θα δουλέψει και με την προμήθεια που θα πρέπει να μεταπουλά τα προϊόντα μας; Εμείς δεν κάναμε κάτι τέτοιο, ήταν τελείως ελεύθερη η πώληση των προϊόντων όσο ήθελε σε ό,τι τιμές ήθελε. Εμείς απλά τα μεταπουλούσαμε στην Eναγόμενη και αυτή από εκεί και πέρα προχωρούσε σε δικές της ενέργειες με δικές της επιλογές.

 

[…]

 

            E. Να σας το θέσω τότε διαφορετικά...πουλούσατε ως Ενάγουσα στην Κύπρο είτε χονδρικώς είτε λιανικώς τα εμπορεύματά σας σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από την Eναγόμενη εταιρεία;

           

            A. Σε αυτά τα χρόνια της συνεργασίας μας όχι, σεβόμενοι τη συνεργασία που είχαμε.

           

            E. Άρα υπάρχει λόγος που δεν αποδέχεστε ότι από το 2003 ‑ 2017 τα εμπορεύματά σας, την γκάμα των προϊόντων ‘Πιτένης’ τα αντιπροσώπευε η Eναγόμενη, πώς το διαχωρίζετε;

           

            A. Όταν κάνουμε συνεργασία με οποιανδήποτε εταιρεία υπάρχει σε άλλες περιοχές για εκπροσώπηση των προϊόντων μας, ορίζουμε εμείς συγκεκριμένα πελατολόγιο στο οποίο θέλουμε να πωλήσει τα προϊόντα μας κατ' εντολή μας και στην πώληση αυτήν εκδίδει δελτία αποστολής κατ' εντολή της εταιρείας μας και εκδίδουμε εμείς τιμολόγια στον πελάτη μας, στον πελάτη που υπάρχει στην αγορά εκείνη και αποδίδουμε μετά μια προμήθεια στον διανομέα, στον εκπρόσωπό μας.  Εμείς τέτοια σχέση δεν είχαμε, γιατί στην περίπτωση αυτήν εμείς ορίζουμε το ποσοστό της κερδοφορίας της οποίας θα δουλεύει και την τιμή που θα πωλείται το προϊόν μας στην αγορά.

           

            E. Κύριε Πιτένη‑‑

           

            A. Στη περίπτωση αυτήν αυτό ήταν ελεύθερο, και την τιμή την όριζε ο διανομέας..[28]

 

 

53. Ο ΜΕ1 ανέφερε κατ’ επανάληψη και χαρακτηριστικά ότι η Εναγόμενη μεταπωλούσε τα προϊόντα που αγόραζε από την Ενάγουσα, σε δικό της πελατολόγιο, καθορίζοντας παράλληλα και το κέρδος της, θέση που υπενθυμίζω δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης (βλ. Ενότητα ΙΙΙ πιο πάνω).

 

54. Σε αντίθεση με τις λεπτομερέστατες, εύλογες και ουσιαστικές επεξηγήσεις του ΜΕ1, αντίθετη άποψη ευλόγως σχηματίζεται από τα όσα ο ΜΥ1 κατέθεσε επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Ειδικότερα, η θέση του ΜΥ1 δια το ότι οι διάδικοι συνήψαν σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου με την Εναγόμενη να αναλαμβάνει την «αποκλειστική διανομή» των προϊόντων, στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν μόνο στο στοιχείο ότι η Ενάγουσα δεν είχε συνεργαστεί με άλλη εταιρεία στην Κύπρο. Παρά το ότι ο νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των μερών συμφωνίας άπτεται της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου, εντούτοις, για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας του ΜΥ1 δεν μπορεί παρά να επισημανθεί η ισχνή βάση γεγονότων τα οποία ο ΜΥ1 επικαλέστηκε προς επίρρωση της θέσης του περί σχέσης αντιπροσώπευσης μεταξύ των διαδίκων, στοιχείο που αποδυναμώνει περαιτέρω το εύλογο και το γνήσιο της πεποίθησης που διατείνεται ότι διατηρούσε η Εναγόμενη, δια μέσου του ΜΥ1, ως προς την φύση της συνεργασίας των διαδίκων. Πόσο μάλλον δε στην παρουσία στοιχείων που καταγράφονται στην 17(γ) πιο πάνω, τα οποία ουδόλως έτυχαν σχολιασμού από τον ΜΥ1 ή, ακόμη, αγνοήθηκαν, κατά την παράθεση της συλλογιστικής του παρά την εξόφθαλμη τους σχετικότητα. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου επιδρούν δυσμενώς στην όλη αξιοπιστία του ιδίου.

 

55. Στρέφομαι στις εκατέρωθεν θέσεις των μαρτύρων ως προς τις περιστάσεις διακοπής συνεργασίας των διαδίκων.

 

(β) Αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων ως προς τις περιστάσεις διακοπής συνεργασίας των διαδίκων

56. Από την ενώπιον μου μαρτυρία σαφώς καταρρίπτεται η θέση του ΜΥ1, την οποία εξέφρασε στην παρ. 3 της δήλωσης του, ότι η συνεργασία των διαδίκων «κατέστη προβληματική» όταν «άνευ εύλογου αιτίας» και «εκμεταλλευόμενη τη θέση της στην κυπριακή αγορά» τερμάτισε τη συνεργασία της με την Εναγόμενη. Η πιο πάνω θέση στερείται οιασδήποτε λογικής και πειστικότητας. Ο ίδιος ο ΜΥ1 αναφέρει στη δήλωση του ότι η Ενάγουσα δια της επιστολής της ημερ. 31.8.2017 (Τεκμήριο 5 και 6(α)) τερμάτισε τη συνεργασία των διαδίκων, απόφαση την οποία έλαβε ως «απάντηση»[29] σε ενημέρωση που έτυχε από την Εναγόμενη ότι η τελευταία αποφάσισε να συνεργαστεί με την Argosy. Αυτή η θέση δεν αμφισβητήθηκε από την Ενάγουσα και την αποδέχομαι. Προκύπτει αβίαστα ότι η απόφαση της Ενάγουσας να διακόψει τη συνεργασία της με την Εναγόμενη όχι μόνο ακολούθησε χρονικά την κοινοποίηση της απόφασης της Εναγόμενης να συνεργαστεί με την Argosy, αλλά, και, οφειλόταν σε αυτή της την απόφαση.

 

57. Πρόσθετα, ως ο ΜΕ1 ξεκαθάρισε κατά την ακροαματική διαδικασία, η Ενάγουσα πληροφορήθηκε για τη σύναψη συνεργασίας μεταξύ της Εναγόμενης και της Argosy αφού είχε ολοκληρωθεί η μεταξύ τους συμφωνία και ειδικότερα  στις 11.8.24 με τη σχετική επιστολή της Εναγόμενης.[30] Η χρονική αλληλουχία των γεγονότων εξάλλου επιμαρτυρεί του λόγου το αληθές: Οι επιστολές του ΜΥ1, Τεκμήρια 4 και 8, δια των οποίων ο ΜΥ1 ενημερώνει την Ενάγουσα για την απόφαση της Εναγόμενης να μεταφέρει τις εργασίες της στην Argosy και, πρόσθετα, επιχειρεί να πείσει την Ενάγουσα να συνεργαστεί με την Argosy, έπονται χρονικά της σύναψης της ίδιας της συμφωνίας μεταξύ της Εναγόμενης και της Argosy (Τεκμήριο 7).

 

58. Σημειώνω ότι ούτε και η πιο πάνω θέση του ΜΕ1 αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του. Ουδείς ισχυρισμός προβλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης ότι η τελευταία διαβουλεύτηκε με την Ενάγουσα προτού συμφωνήσει, είτε δυνάμει του Τεκμηρίου 7 είτε άλλως πως, την πώληση των εργασιών της προς στην Argosy. Ούτε από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 προκύπτει ότι η Ενάγουσα αποτέλεσε μέρος της εκεί συμφωνίας. Aντιθέτως, από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει ότι η Εναγόμενη, επί δύο μήνες πριν από την υπογραφή του Τεκμηρίου 7 (ως ο ίδιος ο ΜΥ1 ανέφερε κατά την αντεξέταση του και δεν αμφισβητήθηκε) βρισκόταν σε συζητήσεις με την Argosy για την πώληση των εργασιών της Εναγόμενης προς την τελευταία, χωρίς να έχει ενημερώσει προς τούτο την Ενάγουσα ή να έχει ζητήσει τις απόψεις της.

 

59. Δεν είναι αντιληπτό επομένως πού έγκειται το παράπονο της Εναγόμενης. Δεν επεξηγήθηκε για ποιον λόγο η Εναγόμενη εξέλαβε ως δεδομένη την επιθυμία της Ενάγουσας να συνεργαστεί με την Argosy, χωρίς να θέσει οιοδήποτε σχετικό ερώτημα σε αυτήν εγκαίρως και να ζητήσει τις απόψεις της ή να θέσει τις προθέσεις της σε σχέση με την πιθανότητα συνεργασίας της με την Argosy. Ούτε και αποτέλεσε τη θέση της Εναγόμενης ότι η Ενάγουσα υποχρεούτο, συμβατικώς, να συνεργαστεί με όποια εταιρεία ήθελε η Εναγόμενη αποφασίσει να μεταφέρει τις εργασίες της, καθ’ οιονδήποτε χρόνο. Ούτε και κάτι τέτοιο συνάδει ή παρουσιάζει εμπορική ή άλλη λογική οιουδήποτε βαθμού, εν τη απουσία ρητής σχετικής συμβατικής πρόνοιας επί τούτου.

 

60. Παρεμβάλλω εδώ ότι κατά την αντεξέταση του, ο ΜΥ1 επιχείρησε να εισηγηθεί ότι το Τεκμήριο 7 δεν συνιστούσε μια δεσμευτική συμφωνία αλλά μια «προσφυμφωνία» και ότι οι «όροι» υπεγράφησαν στις 31.12.2017.[31] Τούτο, προφανώς, στα πλαίσια της προσπάθειας του να αφήσει να νοηθεί ότι η Εναγόμενη ενημέρωσε έγκαιρα την Ενάγουσα ως προς τις προθέσεις της να μεταφέρει την επιχείρηση της στην Argosy. Το εν λόγω εγχείρημα του ΜΥ1 στερείτο οιοδήποτε πραγματικού ερείσματος σε τέτοιο βαθμό που, αποτέλεσμα τούτου, αναδύθηκε η ανειλικρινής διάθεση του ΜΥ1 ενώπιον του Δικαστηρίου κλονίζοντας τοιουτοτρόπως την αξιοπιστία του. Εξηγώ.

 

61. Κατ’ αρχάς, η θέση του ότι το Τεκμήριο 7 δεν αποτελούσε μια δεσμευτική συμφωνία καταρρίπτεται από το ίδιο το περιεχόμενο του. Από το κείμενο της εν λόγω πολυσέλιδης έγγραφης συμφωνίας προκύπτει ότι αυτή υπεγράφη από την Εναγόμενη και την Argosy στις 2.8.2017 και το αντικείμενο της ήταν η πώληση της επιχείρησης της Εναγόμενης προς την Argosy, έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος. Η θέση του ΜΥ1 ότι επρόκειτο για «προσυμφωνία», ουδόλως στηρίζεται από οποιοδήποτε μέρος του περιεχομένου της. Κατόπιν εκτενούς αντεξέτασης του ΜΥ1 επί του σημείου, ο ΜΥ1, σε μεταγενέστερη δικάσιμο προσκόμισε την ισχυριζόμενη «τελική συμφωνία» στην οποία αναφερόταν σε αντιδιαστολή με την «προσυφμωνία», Τεκμήριο 7. Η «τελική» συμφωνία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11. Από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11 καταρρίπτεται η θέση του ΜΥ1 ότι επρόκειτο για «τελική συμφωνία» οιουδήποτε είδους. Πρόκειται για τροποποιητική συμφωνία δια της οποίας τροποποιούνται συγκεκριμένα σημεία της ίδιας της συμφωνίας ημερ. 2.8.2017 (Τεκμήριο 7), παραπέμποντας μάλιστα ρητά σε αυτήν. Ο ΜΥ1 αντιμέτωπος με τα πιο πάνω μετέβαλε άρδην τη θέση του αναφέροντας ότι (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Μάλιστα, την έφερα, είναι Amendment Agreement, τροποποίηση της συμφωνίας και η οποία αφορά τούτου το κομμάτι, είναι διαδικαστικά θέματα για το πώς θα ολοκληρωθεί η αρχική και μοναδική συμφωνία που υπογράφηκε στις 2/8/2017[32]  

 

62. Ακολούθησε η εξής στιχομυθία:

 

                         «Ε    Συμφωνάτε μαζί μου ότι αυτά που είπατε την προηγούμενη συμφωνία 2/08/17 ήταν απλά προκαταρκτική;

                          A.    Ήταν η συμφωνία 28/12 ήταν η τελική συμφωνία, αλλά τούτες εν τροποποιήσεις τελικών θεμάτων πώς θα ολοκληρωθεί η διαδικασία, η οποία θα ολοκληρωθεί στες 29/12/17.

                         E.    Άρα είχατε κάμει λάθος… με αυτά που μου λέτε κάνετε λάθος που μου είπετε ήταν μια προκαταρκτική και ότι η τελική συμφωνία ήταν αυτή του Δεκέμβρη του 2017;

      A.   Εάν εν έτσι όπως το θέτετε μπορεί να έκαμα λάθος λεκτικό, όμως αν είναι όπως στην πράξη πρέπει να γίνονται τα πράγματα, τούτη εν η σωστή συμφωνία.»[33]

 

 

63. Πέραν της παντελούς σύγχυσης και έλλειψης συνοχής και μεταβολής που παρατηρείται στις απαντήσεις του, δεν προκύπτει οιαδήποτε συσχέτιση των όσων επιχείρησε να προβάλει με την ουσία του ζητήματος. Η ουσία δεν είναι άλλη από το ότι σε κανένα στάδιο δεν επιχείρησε η Εναγόμενη να διαβουλευτεί εγκαίρως με την Ενάγουσα για την απόφαση που είχε λάβει να πωλήσει την επιχείρηση της προς την Argosy. Το κατά πόσο τηρήθηκαν ή όχι οι όροι που καταγράφονται επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 7, ως ο ΜΥ1 επιχείρησε να αναφέρει, γενικώς και αορίστως, αλλά και, χωρίς ίχνος πειστικότητας, κατά την αντεξέταση του, ουδόλως αλλοιώνει την πιο πάνω εικόνα. Η προσπάθεια του αυτή καθ’ εαυτή να εισηγηθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι τα πράγματα μπορούσαν να «αλλάξουν» μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2017 έρχεται και σε αντίθετη, και πάλιν, με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 4 και 8, τις επιστολές που ο ίδιος απέστειλε στον ΜΕ1. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 4 και 8 καθίσταται σαφές ότι η Εναγόμενη είχε ήδη λάβει ξεκάθαρη απόφαση να πωλήσει την επιχείρηση της στην Argosy. Σε κανένα σημείο επί των εν λόγω επιστολών, οι οποίες, επαναλαμβάνω, ακολούθησαν χρονικά τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Εναγόμενης και της Argosy (Tεκμήριο 7), αναδύεται οιαδήποτε αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο ή το τελεσίδικο αυτής της της απόφασης για την πώληση των εργασιών της Εναγόμενης στην Argosy. Ούτε και γίνεται οιαδήποτε αναφορά σε συμφωνία υπό αίρεση ή όρους, τους οποίους ο ΜΥ1 επικαλέσθηκε, επαναλαμβάνω, γενικώς και αορίστως κατά την αντεξέταση του. Χαρακτηριστικές είναι οι εξής αναφορές του ΜΥ1 επί του Τεκμηρίου 8 ότι (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):

 

«Σας γράφω για να σας πληροφορήσω για μία σημαντική εξέλιξη που αφορά την εταιρεία μας και που θα λάβει χώρα στο άμεσο μέλλον. Οι μέτοχοι της εταιρείας μας, συμπεριλαμβανομένων και εμένα, έχουν συμφωνήσει να μεταφέρουν τις εμπορικές δραστηριότητες της Chrikar στην Argosy Trading Company Ltd, θυγατρική της Cyprus Trading Corporation Plc (CTC) [….] Είμαστε πολύ αισιόδοξοι για την νέα εξέλιξη και ανυπομονούμε να γίνουμε μέρος της Argosy και του Ομίλου CTC […] Η Chrikar θα συνεχίσει να λειτουργεί από τις υφιστάμενες αποθήκες και γραφεία της και θα ξεκινήσει την συγχώνευση με την Argosy κατά τη διάρκεια του 2018. Με την μεταφορά των εμπορικών δραστηριοτήτων, θα λειτουργούμε ως Argosy Trading Company Ltd

 

64. Εκεί, σαφώς, προβάλει την δική του άποψη για το συμφέρον της Ενάγουσας να συνεργαστεί με την Argosy στα πλαίσια μιας καταφανώς έντονης και επίμονης προσπάθειας να πείσει την Ενάγουσα να ακολουθήσει την Εναγόμενη στο νέο της εγχείρημα, το οποίο σαφώς είχε ήδη αποφασίσει, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε οιαδήποτε «υποχρέωση» της Ενάγουσας να την ακολουθήσει. Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του ΜΥ1 επί του Τεκμηρίου 8 όπου ο αναφέρει «(α)ναμένουμε την επιβεβαίωση σας στη διατήρηση και συνέχιση της υφιστάμενης εμπορικής συνεργασίας μας με την νέα νομική οντότητα.» Εναπόκειτο δηλαδή, με βάση ακόμη και τη δική του αντίληψη, στην ίδια την Ενάγουσα να αξιολογήσει τα επιχειρήματα του ΜΥ1 και να «επιβεβαιώσει» κατά πόσο επιθυμεί να συνεργαστεί με την Argosy.

 

65. Το μοναδικό στοιχείο που απομένει να εξεταστεί, επί του οποίου η Εναγόμενη στηρίχθηκε για να προβάλει τα όσα καταλογίζει στην Ενάγουσα περί «κακοπιστίας» και «εκμετάλλευσης» της θέσης της έναντι της Εναγόμενης, είναι η θέση του ΜΥ1 ότι η συνεργασία της Εναγόμενης με την Argosy:

 

«(….) όχι μόνο δε θα δυσχέρηνε τη θέση της Ενάγουσας, αλλά θα την έφερεν σε πολύ καλύτερη θέση, αφού θα αυξάνονταν τα σημεία πώλησης των προϊόντων της, από περίπου 70, που ήταν το δίκτυο διανομής της Εναγόμενης πριν τη συμφωνία, σε περίπου 300. Συγκεκριμένα, με σχετικό μου ηλεκτρονικό μήνυμα ημ. 11/8/17, ανέλυα προς τους Ενάγοντες τις παραμέτρους και τα οφέλη της συμφωνίας με τον όμιλο Εταιρειών Σιακόλα (ως Τεκμήριο 8)».[34]

 

66. Πέραν των όσων καταγράφονται στην παρ. 59 ανωτέρω, ακόμα και ακολουθώντας την ίδια την συλλογιστική της πλευράς της Εναγόμενης, παρατηρούνται τα εξής. Ανατρέχοντας στο Τεκμήριο 8 προκύπτει ότι ο ΜΥ1 με επιστολή του ημερ. 10.7.2017 αναφέρθηκε στον «τζίρο» της Argosy, στο γεγονός εισαγωγής της στο ΧΑΚ και άλλα οικονομικά και εμπορικά στοιχεία που αφορούσαν την Argosy, καταλήγοντας ότι «αναμένουμε τη επιβεβαίωση σας στη διατήρηση και συνέχιση της υφιστάμενης εμπορικής συνεργασίας μας.» Το Δικαστήριο δεν δύναται ευλόγως να αποδώσει οιαδήποτε αξία στις ως άνω τοποθετήσεις του ΜΥ1, οι οποίες και υιοθετήθηκαν κατά την κυρίως εξέταση του.

 

67. Εν πρώτοις, ο ίδιος κατέθεσε ως μάρτυρας γεγονότων και όχι ως εμπειρογνώμονας επί συγκεκριμένου πεδίου εμπειρογνωμοσύνης. Συναφώς, δεν δύναται ευλόγως να αποδοθεί οιαδήποτε αξία στην δική του άποψη επί ανάλυσης και αξιολόγησης οικονομικών και επιχειρηματικών δεδομένων που παρουσιάστηκαν σε μια συγκεκριμένη εταιρεία με συγκεκριμένο εμπορικό μοντέλο και οικονομικά δεδομένα (ως επεξηγήθηκε και από τον ΜΕ1 – βλ. παρ. 70 πιο κάτω).

 

68. Δεύτερον, δεν μπορεί να αποδοθεί αξία στις ως άνω τοποθετήσεις του και για τον λόγο ότι η ίδια η Εναγόμενη είχε ίδιο συμφέρον στην έκβαση της συναλλαγής που ζητούσε από την Ενάγουσα να συνάψει. Το γεγονός αυτό προκύπτει αβίαστα από την ίδια τη θέση του ΜΥ1, ότι συνεπεία της απόφασης της Ενάγουσας να μην συνεργαστεί με την Argosy (καθώς και αποχώρησης και άλλων συνεργατών της Εναγόμενης) ο Όμιλος Σιακόλα απέκοψε ποσά ύψους €283.000 από το αντάλλαγμα που θα είχε συμφωνηθεί ότι θα της κατέβαλλε.

 

69. Τρίτον, και σε συνάφεια με τα πιο πάνω, τα οικονομικά και εμπορικά δεδομένα που παρουσιάστηκαν από τον ΜΥ1 δια μέσου του Τεκμηρίου 8 και κατά την κυρίως εξέταση του, δεν επιβεβαιώθηκαν από οιαδήποτε ανεξάρτητη μαρτυρία.

 

70. Μάλιστα δε η διεργασία την οποία η Εναγόμενη υιοθέτησε ώστε να καταλήξει σε αρνητική στο αίτημα του ΜΥ1 απάντηση, για συνεργασία της με την Argosy,  καταδεικνύει όχι μόνο την απουσία οιασδήποτε κακοπιστίας από μέρους της αλλά, και, πρόσθετα, την ψυχραιμία και καλή πίστη με την οποία αντίκρυσε και αξιολόγησε την όλη κατάσταση που δημιουργήθηκε στη βάση των τετελεσμένων που η ίδια η Εναγόμενη της παρουσίασε. Αυτά διότι ο μοναδικός της συνεργάτης στην Κύπρο, η Εναγόμενη, επέλεξε, χωρίς τη συγκατάθεση ή τη σύμφωνη γνώμη της, να απορροφηθεί από έναν κυπριακό όμιλο εταιρειών και εν τούτοις, ήταν διατεθειμένη, να αξιολογήσει τα νέα δεδομένα που της παρουσιάστηκαν. Η ψυχραιμία και η καλή πίστη με την οποία αξιολόγησε τα νέα δεδομένα που η ίδια η Εναγόμενη της παρουσίασε στοιχειοθετείται και από το γεγονός ότι, ως ο ΜΕ1 ανέφερε (θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε και την αποδέχομαι), η Ενάγουσα κατόπιν της αποστολής των Τεκμηρίων 4 και 8, μετέβηκε δύο φορές στην Κύπρο για να αξιολογήσει από κοντά πώς η Argosy λειτουργεί σαν επιχείρηση ώστε να δύναται να πάρει μια απόφαση. Επιπρόσθετα, αναδύεται αβίαστα και από τις εξής αναφορές του ΜΕ1:

 

«(…) δεν προτιμούμε τις πολύ μεγάλες εταιρείες, τις απρόσωπες στις οποίες το δικό μας προϊόν θα καταλαμβάνει ένα μικρό ποσοστό στον τζίρο της επιχείρησης με αποτέλεσμα να μην αποτελεί κίνητρο για την επιχείρηση και εκείνη να παλεύει για το δικό μας προϊόν. Μας ενδιαφέρουνε πιο μικρές επιχειρήσεις και προσωπικές. Όσο πάμε σε μεγάλες χανόμαστε και σβήνει σιγά σιγά η δουλειά μας. Επίσης, επειδή εξετάσαμε το θέμα της Argosy, της επιχείρησης Argosy, η επιχείρηση αυτή ήδη είχε και ομοειδή ανταγωνιστικά δικά μας προϊόντα, απλώς δεν θέλαμε να μπούμε στην ίδια επιχείρηση με ανταγωνισμό και να προσπαθούμε εάν θα επιζήσουμε εμείς ή κάποιος άλλος.»[35]

 

71. Αντίστοιχες συνεπείς αναφορές έκανε και σε μεταγενέστερο σημείο της αντεξέτασης του.[36] Χαρακτηριστική είναι η εξής στιχομυθία:[37]

«A.       Μόνο ότι πουλάμε τις εμπορικές μας δραστηριότητες και η Chrikar θα σταματήσει μετά το '18 να υφίσταται. Εμείς συνεργαζόμασταν με την Chrikar και την θέλαμε ως συνεργάτη μας και ως διανομέα.  Δεν θέλαμε μια τεράστια εταιρεία όπως είναι η Orgosi, η οποία ήδη διακοίνωσε ανταγωνιστικά ομοειδή προϊόντα.

E.         Δηλαδή κύριε Πιτένη, δεν σας έπειθε το ότι από τα 70 σημεία που έχει η Chrikar θα μπορούσαν τα προϊόντα σας να διατίθενται σε 300 ή δεν το θέλατε;  Ποιο από τα δύο;

A.         Δεν μας έπειθε, διότι ανάλογα project έχουμε δοκιμάσει και έχει αποδειχθεί για την επιχείρησή μας ότι προτιμούμε μικρότερες και πιο προσωπικές εταιρείες. 

E.         Όταν λέτε δεν σας έπειθε, εννούσατε δεν σας έπειθε ως πρόταση ή δεν σας έπειθε ότι θα μπορούσαν τα προϊόντα σας να διατίθενται σε 300 σημεία;  Δεν τους πιστέψετε δηλαδή;

A.         Δεν μας έπειθε ότι τα προϊόντα μας θα μπορούσαν να συνεχίσουν κανονικά να πωλούνται στην αγορά και να μπούνε σε επιπλέον πελάτες, διότι υπήρχε ο φόβος να φύγουν τα δικά μας προϊόντα και να μπούνε τα ανταγωνιστικά και εφόσον όπως σας είπα καταλαμβάνουνε συνήθως ένα μικρό ποσοστό του τζίρου των εμπορικών επιχειρήσεων όταν βρισκόμαστε σε μια πολύ μεγάλη επιχείρηση το δικό μας το προϊόν θα ήταν μηδαμινής αξίας.   Δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης σε μια μεγάλη επιχείρηση.

E.         Υπήρχε κάποιος λόγος που σας απέτρεπε να μπείτε σε αυτό στο σχήμα έστω και δοκιμαστικά;

A.         Ο λόγος‑‑

E.         Δηλαδή αποκλείσετε αυτήν τη δυνατότητα που υπήρχε μέσω της συμφωνίας με την Orgosi;

A.         Την αποκλείσαμε, διότι εάν ακόμα και δοκιμαστικά να κάναμε μια προσπάθεια αυτό θα κρατούσε τουλάχιστον έναν χρόνο το λιγότερο, και εάν καταλήγαμε να βρεθούμε εκτός αγοράς, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την αρχή και να χάσουμε ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε.»

 

72. Εισηγήθηκε ο κ. Πετρίδης ότι υπήρξε ουσιώδης αντίφαση μεταξύ των θέσεων των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως προς τους λόγους που η Ενάγουσα δεν επιθυμούσε να συνάψει συνεργασία με την Argosy. Ανατρέχοντας στα πρακτικά της διαδικασίας, καμία τέτοια αντίφαση παρατηρείται εφ’ όσον αμφότεροι παρέπεμψαν στην αξιολόγηση των εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων της Ενάγουσας, εκφράζοντας τις εκατέρωθεν απόψεις τους. Καμία ουσιώδης αντίφαση παρατηρείται.  

 

73. Η προσπάθεια του κ. Πετρίδη να καταδείξει κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 ότι η Ενάγουσα επηρεάσθη στην απόφαση της από τον ΜΕ2, δεν προσθέτει το οτιδήποτε καθώς οι σχετικές αναφορές απέμειναν στη σφαίρα της γενικότητας. Η γενικής φύσεως εισήγηση καταρρίπτεται εξάλλου από την θέση του ΜΕ1, η οποία επιβεβαιώθηκε από τον ΜΕ2, ότι η Ενάγουσα μετέβη δις στην Κύπρο για να αξιολογήσει τα εμπορικά δεδομένα της Argosy προτού λάβει την απόφαση της. Το κατά πόσο ο ΜΕ2 υπέδειξε ή όχι την Mitsios δεν συσχετίστηκε επαρκώς με το υπό κρίση ζήτημα και δεν λαμβάνεται υπόψιν. Τα όσα ανέφερε ο ΜΥ1 κατά την αντεξέταση του αναφορικά με τις ενέργειες του ΜΕ2,[38] δεν δύνανται να ληφθούν υπόψιν καθώς δεν τέθηκαν στον ίδιο κατά την αντεξέταση του ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί (βλ. Frederickou Schools Co Ltd a.o. v. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, 384 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 ΑΑΔ 1057).

 

74. Η όλη στάση που υιοθέτησε η Εναγόμενη, δια μέσου του ΜΥ1, κατά την ακροαματική διαδικασία στερείται, με όλο το σέβας, οιασδήποτε λογικής, γεγονός που καταδεικνύει το ανυπόστατο της εκδοχής του. Δεν δύναται ευλόγως να θεωρηθεί ότι εναπόκειτο στον ΜΥ1 να αξιολογήσει και, με όλο το σέβας, να αποφασίσει, εκ μέρους της Ενάγουσας πώς η τελευταία θα έπρεπε να είχε αξιολογήσει τα δικά της εμπορικά συμφέροντα και αναλόγως να πράξει. Εναπόκειτο στην ίδια την Ενάγουσα να το αποφασίσει, όπως εξάλλου καλείται από τον ίδιο των ΜΥ1 να πράξει, μέσω των Τεκμηρίων 4 και 8. Τούτο ακριβώς και έπραξε∙ εν τη απουσία μάλιστα οιασδήποτε άλλης συμβατικής ρύθμισης μεταξύ των μερών αναφορικά με το ενδεχόμενο πώλησης των εργασιών της Εναγόμενης σε τρίτη εταιρεία, εκκρεμούσης της συνεργασίας των διαδίκων.

 

75. Υπό το φως των πιο πάνω δεν αποδέχομαι τις τοποθετήσεις του ΜΥ1 στην παρ. 4 και παρ. 8 της δήλωσης του ή τα περί «κακοπιστίας» εκ μέρους της Ενάγουσας (βλ. παρ. 10 της δήλωσης του) και γενικότερα τα όσα ανέφερε ως προς τις περιστάσεις διακοπής της συνεργασίας των διαδίκων, πλην των όσων αποτέλεσαν κοινό τόπο και καταγράφονται στη Ενότητα ΙΙΙ πιο πάνω. Αποδέχομαι τη θέση του ΜΕ1 ότι η Ενάγουσα είχε ενημερωθεί για την απόφαση της Εναγόμενης για μεταφορά των εργασιών της στην Argosy κατόπιν της σύναψης της συμφωνίας των δύο. Αποδέχομαι και το ότι η Ενάγουσα προέβη σε έλεγχο και για τους λόγους που επεξήγησε ο ΜΕ1 αποφάσισε ότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της τυχόν συνεργασία της με την Argosy και ότι για τον λόγο αυτό απέρριψε την εισήγηση της Εναγόμενης.

 

(γ) Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς την ισχυριζόμενη ζημιά της Εναγόμενης

76. Η θέση του ΜΥ1 στην παρ. 6 της δήλωσης του, ότι, η συνεργασία της Εναγόμενης με την Mitsios μετά τη διακοπή της συνεργασίας των διαδίκων «διόγκωσε αναπόφευκτα, τη ζημιά των Εναγόμενων και τους εξέθετε στην κυπριακή αγορά» δεν στηρίχθηκε από οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, απέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και δεν δύναμαι να την αποδεχτώ.

 

77. Σε ό,τι αφορά τη θέση του ΜΥ1 στην παρ. 7 της δήλωσης του «συνεπεία της αποχώρησης τριών συγκεκριμένων εταιρειών, εξ Ελλάδος, από τον κατάλογο συνεργατών των Εναγόμενων, ο Όμιλος Σιακόλα απέκοψε από το αντάλλαγμα που θα έπρεπε να καταβάλει προς τους Εναγόμενος το συνολικό ποσό των €283.000,00». Προς υποστήριξη της θέσης του ΜΥ1 ότι από το ποσό αυτό, αναλογεί στην «αποχώρηση» της Ενάγουσας το ποσό των €70,000, το οποίο αποτελεί το ποσό της ανταπαίτησης της, κατέθεσε το Τεκμήριο 9 το οποίο περιγράφει ως:

 

«(….) σχετική κατάσταση σε σχέση με την αποκοπή του ποσού που έχουν υποστεί οι Εναγόμενοι κατά την υπογραφή και εκτέλεση της συμφωνίας ημ. 2.8.2017 σε σχέση με την άρνηση συμμετοχής των Εναγόντων στον κατάλογο προμηθευτών που καλούνταν να συνεργαστούν με την εταιρεία Argosy Trading Company Ltd

 

78. Ανατρέχοντας στο Τεκμήριο 9, το οποίο αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, εφ’ όσον προκύπτει ότι αποτελεί δήλωση τρίτου ο οποίος δεν κατέθεσε στη διαδικασία, προκύπτει ότι εκεί καταγράφονται κάποια ποσά και αναφορές στην αγγλική γλώσσα, οι οποίες όμως δεν επεξηγήθηκαν από οποιονδήποτε. Ούτε κλήθηκε ο φερόμενος συντάχτης του Τεκμηρίου 9, που φαίνεται να είναι η Argosy, δια να το επεξηγήσει χωρίς να δοθεί προς τούτο οιαδήποτε επεξήγηση (βλ. άρθρο 27(2)(α) του Κεφ.9). Τούτων δοθέντων ο τρόπος με τον οποίο προσκομίστηκε η εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία καθιστά ανέφικτη την ορθή αξιολόγηση της (βλ. άρθρο 27(2)(η) του Κεφ. 9) και συνεπώς δεν αποδίδω οιαδήποτε αξία επί του Τεκμηρίου 9.

 

79. Επιπρόσθετα, παρά την εκτενή αντεξέταση του κ. Μυλωνά επί του σημείου και παρά τις κατ’ επανάληψη ευκαιρίες που ο κ. Μυλωνάς παραχώρησε στον ΜΥ1 να επεξηγήσει πώς η ίδια η Εναγόμενη υπολόγιζε το ύψος της ισχυριζόμενης ζημιάς της, ο ΜΥ1 επέμεινε να καταφεύγει σε αοριστολογίες χωρίς συγκεκριμένες επεξηγήσεις καταφεύγοντας παράλληλα σε μειωτικά σχόλια έναντι του συνηγόρου ως προς την δυνατότητα του να υπολογίσει ο ίδιος το ύψος της ζημιάς της Εναγόμενης ενώ ο ίδιος δεν επιδείκνυε διάθεση ή δυνατότητα, ως μάρτυρας γεγονότων, να το πράξει και τούτο παρά την θέση του κ. Μυλωνά ότι οι αριθμοί που παρουσίασε ήταν αυθαίρετοι. Ενδεικτικά είναι τα εξής αποσπάσματα κατά την αντεξέταση του:

            «E. Αυτό το ποσό των 70 χιλ. που λέτε ότι αποκόπηκε λόγω του Πιτένη πώς υπολογίστηκε;

 

[…]

 

Α. Το νούμερο αυτό το έχω επαναλάβει 100 φορές, εβγήκε βάσει της συμφωνίας που υπογράφηκε από τα δύο μέρη, δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν μπορεί να το υπολογίσει τούτο ο συγκεκριμένος δικηγόρος (ο μάρτυρας δείχνει τον κο Μυλωνά)»[39]

 

80. Παρά την πιο πάνω θέση του ο ίδιος δεν παρέπεμψε σε συγκεκριμένο όρο της Συμφωνίας, Τεκμήριο 7. Ούτε το ποσό το οποίο κατ’ επανάληψη επικαλέστηκε προκύπτει από το περιεχόμενο της ως ήταν η θέση του, ήτοι ότι «γράφει το στη συμφωνία».[40] Ούτε και έκρινε σκόπιμο να κλητεύσει την Argosy να καταθέσει επί του ποσού που κατά τον ισχυρισμό του, του «απέκοψε» από το αντάλλαγμα.

 

81. Ορθή ήταν και η παρατήρηση του κ. Μυλωνά κατά την αντεξέταση του ΜΥ1, ότι στον όποιο υπολογισμό της «ζημιάς» της Εναγόμενης, η Εναγόμενη σαφώς δεν έλαβε υπόψιν της ότι αμέσως με τη διακοπή της συμφωνίας των διαδίκων, η ίδια προχώρησε με τη σύναψη συνεργασίας με τρίτη εταιρεία ερώτημα σε σχέση με το οποίο ο ΜΥ1 καμία πειστική επεξήγηση παρείχε.  

 

82. Υπό το φως των πιο πάνω δεν αποδέχομαι τη θέση του ΜΥ1 ότι η Εναγόμενη υπέστη οιαδήποτε ζημιά συνεπεία της μη συναίνεσης της Ενάγουσας να συνεργαστεί με την Argosy.

 

 

VI.  ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

83. Πέραν των ευρημάτων που έχω καταγράψει στην Ενότητα ΙΙΙ ανωτέρω, στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας βρίσκω ότι η Ενάγουσα πωλούσε και παρέδιδε προϊόντα στην Εναγόμενη δυνάμει επί πιστώσει τιμολογίων τα οποία χρεώνονταν στον Λογαριασμό. Ο Λογαριασμός δημιουργήθηκε και διατηρείτο από την Ενάγουσα και αφορούσε το σύνολο των συναλλαγών της με την Εναγόμενη στα πλαίσια της συνεργασίας των μερών και αποτυπώνεται επί του Τεκμηρίου 2. Ο Λογαριασμός ενημερωνόταν ανελλιπώς σε σχέση με τα ποσά των τιμολογίων τα οποία εκδίδοντο για τις πωλήσεις προς την Εναγόμενη καθώς επίσης και με οιεσδήποτε πληρωμής εγίνοντο από την Εναγόμενη. Η δε μεταξύ τω διαδίκων συμφωνία προνοούσε όπως η Ενάγουσα παρέχει στην Εναγόμενη πίστωση 60 ημερών. Η Ενάγουσα ενημέρωνε τακτικά και ανελλιπώς την Εναγόμενη για την κατάσταση του Λογαριασμού της, ο οποίος παρουσίαζε πάντοτε χρεωστικό υπόλοιπο. Η Εναγόμενη ουδέποτε έφερε ένσταση για το εκάστοτε υπόλοιπο της αλλά και για οποιαδήποτε καταχώρηση στο λογαριασμό της. Κατά την 29.9.2017 ο Λογαριασμός δείκνυε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους €30.589,46. Το ποσό αυτό αφορά τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη και περιλαμβάνονται εντός της Δέσμης Τεκμηρίων 3 σε σχέση με προϊόντα που παραδόθηκαν στην Εναγόμενη και περιγράφονται επί των εν λόγω τιμολογίων και των αντίστοιχων δελτίων παράδοσης. Τα τιμολόγια αυτά παραμένουν απλήρωτα.

 

84. Αναφορικά με τα Αδιάθετα Προϊόντα αυτά πωλήθηκαν από την Εναγόμενη στην Mitsios και προς τούτο εξεδόθη σχετικό τιμολόγιο στις 21.9.2017, ως το Τεκμήριο 10.

 

85. Η Ενάγουσα ενημερώθηκε δια την σύναψη συνεργασίας μεταξύ της Εναγόμενης και της Argosy κατόπιν της σύναψης της συμφωνίας μεταξύ των τελευταίων, στη βάση του Τεκμηρίου 7 και ειδικότερα, δια μέσου των επιστολών του ΜΥ1 προς την Ενάγουσα, Τεκμήρια 4 και 8. Δεν είχε ενημερωθεί προηγουμένως. Η Ενάγουσα μετέβη δύο φορές στην Κύπρο ώστε να αξιολογήσει τον τρόπο λειτουργίας της Argosy. Κατόπιν του εν λόγω ελέγχου και αξιολογώντας τα εμπορικά της συμφέροντα απάντησε αρνητικά.

 

 

VIIΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΗ

 

86. Ανατρέχοντας στην Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων παρατηρείται ότι το αξιούμενο ποσό των €30.589,46 περιγράφεται επί της αξίωσης τους στην παράγραφο (Α), ως ποσό που προκύπτει «δυνάμει λογαριασμού και/η ως αξία τροφίμων και/ή προϊόντων που αγοράστηκαν από τους ενάγοντας και παραδόθηκαν στους Εναγόμενους και/ή άλλως πως και/ή δυνάμει τιμολογίων.

 

87. Ο κ. Μυλωνάς στην τελική του αγόρευση επιχειρηματολογεί, με παραπομπή στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Υπό Διάλυση Εταιρείας Loukos Trading Co Ltd κ.ά. ν. Ρέινμποου Πλήστιηγκ και Νταιγκ Κο Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 610, ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση της οφειλής των Εναγόμενων προς τους Ενάγοντες και ως εκ τούτου συνάγεται ότι πρόκειται για οφειλή η οποία προκύπτει από παραδεδεγμένο λογαριασμό. Η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνη. Στην Εταιρεία J.K. Vavlites (Hotels & Leisure) Ltd v. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού Πολ. Έφ. Αρ. 31/2013, 30.1.2019 διασαφηνίστηκε ότι αξίωση για παραδεδεγμένο λογαριασμό αποτελεί «αυτοτελή, καλή και νέα βάση αγωγής», ενώ ο θεσμός 4 της Διαταγής 20 απαιτεί τη χωριστή δικογράφηση της ως βάση αγωγής η οποία θα πρέπει «να τίθεται με ρητούς ισχυρισμούς και μάλιστα με λεπτομέρειες». Η περίπτωση διακρίνεται από περιπτώσεις όπου η αξίωση εδράζεται σε statement of account’, που χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο προς παραδοχή άλλης αιτίας αγωγής, οπότε και δεν είναι αναγκαία η αναφορά του στη δικογραφία. Συναφώς, στην απουσία, εν προκειμένω, ρητής δικογράφησης δια προώθηση της αξίωσης της Ενάγουσας επί παραδεδεγμένου λογαριασμού, το ζήτημα δεν δύναται να εξεταστεί περαιτέρω.

 

88. Στρέφομαι στην αξίωση της Ενάγουσας, ως αυτή έχει δικογραφηθεί (βλ. παρ. 86 πιο πάνω).

 

89. Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αλλά και της απόρριψης της μαρτυρίας του ΜΥ1, καταλήγω ότι η Ενάγουσα απέδειξε τη θέση της ότι η Εναγόμενη οφείλει στην ίδια το αξιούμενο ποσό.

 

90. Το εν λόγω ποσό αντανακλά το ποσό που αναγράφεται επί του Τεκμηρίου 2, την κατάσταση του Λογαριασμού, η ύπαρξη και η λειτουργία του οποίου κατά τον τρόπο που περιέγραψε ο ΜΕ1, υπενθυμίζω, δεν αμφισβητήθηκε (βλ. παρ. 24 - 26 πιο πάνω). Το περιεχόμενο του Λογαριασμού, στο βαθμό που αφορά την υπό κρίση αξίωση της Ενάγουσας, συνάδει και με τη Δέσμη Τεκμηρίων 3, τα απλήρωτα τιμολόγια, με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία του ΜΕ1 (βλ. παρ. 25 πιο πάνω). Η φύση των συναλλαγών που ο ΜΕ1 επικαλέσθηκε, ήτοι η πώληση συγκεκριμένου είδους προϊόντων, απέμεινε εξίσου αναντίλεκτη και περαιτέρω συνάδει με την περιγραφή επί των τιμολογίων και δελτίων παράδοσης επί της Δέσμης Τεκμηρίων 3. Το περιεχόμενο και η φύση των εν λόγω δοσοληψιών περιεγράφηκαν διεξοδικά από τον ΜΕ1, τη μαρτυρία του οποίου το Δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη, καταλήγοντας σε σχετικά ευρήματα και ως προς τον τρόπο λειτουργίας του Λογαριασμού και του χρεωστικού υπολοίπου που παρουσίαζε στις 29.9.2017. Η προσπάθεια της Εναγόμενης, δια μέσου του ΜΥ1, να ισχυριστεί εξόφληση δια μέσου της ισχυριζόμενης επιστροφής των Αδιάθετων Προϊόντων ήταν ανεπιτυχής, με τη σχετική μαρτυρία του ΜΥ1 να μην είναι αποδεκτή.

 

91. Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να στραφώ στη θέση του κ. Πετρίδη την οποία εξέφρασε κατά το στάδιο των αγορεύσεων ότι:

 

«(…) η Κατάσταση Λογαριασμού Τεκμήριο 2, ξεκινά το 2008 και όχι το 2003 και μάλιστα με υπόλοιπο εκ μεταφοράς το ποσό των €17.301,75. Για το ποσό αυτό και πως έχει δημιουργηθεί, οι Ενάγοντες δεν έχουν παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιανδήποτε μαρτυρία και δεν μπορεί να τους αποδοθεί. Στην καλύτερη των περιπτώσεων για τους Ενάγοντες, το ποσό αυτό θα πρέπει να αποκοπεί από το ποσό που αξιώνουν με την Αγωγή τους.»

 

92. Oι πιο πάνω θέσεις ουδόλως τέθηκαν στον ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί αναλόγως ή να παράσχει οιεσδήποτε επεξηγήσεις ή ακόμα και πρόσθετα στοιχεία. Η μοναδική αναφορά που γίνεται επί τούτου κατά την αντεξέταση του είναι ότι η «η κατάσταση λογαριασμού» δεν ξεκινά από την αρχή της συνεργασίας των διαδίκων, ήτοι, το έτος 2003, θέση με την οποία συμφώνησε ο ΜΕ1.[41] Πλην όμως, τίποτε δεν ερωτήθηκε επί τούτου. Μάλιστα δε, όταν ο ίδιος ο ΜΕ1 επεξήγησε ότι το Τεκμήριο 2 εκτυπώθηκε από το λογισμικό σύστημα της Ενάγουσας και ότι αποτελεί τον Λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, οι θέσεις του αυτές δεν αμφισβητήθηκαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η παράλειψη αντεξέτασης του ΜΕ1 επί του σημείου δεν αφήνει περιθώρια δια περαιτέρω εξέταση του ζητήματος δεν δόθηκε η ευχέρεια στον μάρτυρα να τοποθετηθεί επί της επιχειρηματολογίας που προβάλλει ο συνήγορος μέσω των αγορεύσεων του (βλ. Frederickou Schools Co Ltd a.o. v. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, 384 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057).

 

93. Πρόσθετα, χωρίς επηρεασμό των πιο πάνω και για σκοπούς πληρότητας παρατηρώ τα εξής. Το κατ’ ισχυρισμό «κενό» που δημιουργείται δεν αλλοιώνει το ύψος της οφειλής της Εναγόμενης καθώς το ύψος της επιρρώνεται από την ίδια τη Δέσμη Τεκμηρίων 3, τα τιμολόγια τα οποία, ως αδιαμφησβήτητο γεγονός, δεν είχαν πληρωθεί. Περιπλέον, υπενθυμίζω ότι δεν αμφισβητήθηκε ακόμα και το γεγονός ότι τα εμπορεύματα που αναγράφονται επί των δελτίων παράδοσης είχαν παραδοθεί και τούτο αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου. Προκύπτει ευλόγως ότι είναι σε σχέση με αυτά τα τιμολόγια και εμπορεύματα που εγέρθηκε η αξίωση της Ενάγουσας. Η δε Δέσμη Τεκμηρίων 3 παραπέμπει μόνο στις επτά πιο πρόσφατες εγγραφές επί του Λογαριασμού υπό τύπο χρέωσης, το άθροισμα των οποίων απολήγει σε ποσό που υπερκαλύπτει την ίδια την αξίωση και όχι σε οποιαδήποτε εγγραφή χρέωσης πριν από τις 1.1.2008. Υπενθυμίζω ότι δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε θέση ότι οι εγγραφές που παρουσιάζονται επί του Λογαριασμού υπό μορφή «πίστωσης» σε ημερομηνίες που συμπίπτουν με τις ως άνω πιο πρόσφατες επτά εγγραφές υπό μορφή «χρέωσης», αφορούν την εξόφληση των τιμολογίων επί της Δέσμης Τεκμηρίων 3. Αντιθέτως, κατά την αντεξέταση του ΜΕ1, ο ίδιος ανέφερε σαφώς ότι αυτά αφορούσαν εξόφληση προγενέστερων τιμολογίων, θέση που δεν αμφισβητήθηκε.[42] Εξάλλου, το παράπονο, το επίκεντρο ακριβώς της Υπεράσπισης της Εναγόμενης ήταν ότι δεν ενεγράφη υπό μορφή «πίστωσης» η επιστροφή των Αδιάθετων Προϊόντων, θέση η οποία απερρίφθη.

 

94. Υπό το φως των πιο πάνω η σχετική επιχειρηματολογία του κ. Πετρίδη δεν δύναται να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

 

VIIIΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ

 

95. Αποτέλεσε τη θέση του κ. Πετρίδη ότι το γεγονός ότι η Ενάγουσα «εμπορευόταν στην Κύπρο και μάλιστα αποκλειστικά τα προϊόντα της Εναγόμενης (…) και τα διέθετε με το δίκτυο διανομής σε δικά της σημεία πώλησης, ανά το παγκύπριο», της «προσδίδουν την ιδιότητα του αποκλειστικού εμπορικού αντιπρόσωπου των προϊόντων της Εναγόμενης.» Κατ’ επέκταση, συνεχίζει, εφαρμογής τυγχάνουν οι πρόνοιες των άρθρων 165 και 166 του Κεφ. 149. Συνεχίζει ότι:

 

«Το άρθρο 165, προβλέπει ότι όπου υπάρχει ρητός ή σιωπηρός όρος για ορισμένη χρονική διάρκεια της αντιπροσωπείας, ο αντιπροσωπευόμενος ή ο αντιπρόσωπος οφείλει να αποζημιώσει τον άλλο για την άκαιρη ή χωρίς λόγο ανάκληση της πληρεξουσιότητας. Το άρθρο 166 προσδιορίζει ότι σε περίπτωση ανάκλησης ή καταγγελίας πρέπει να δίνεται εύλογη προειδοποίηση. Στην προκειμένη περίπτωση η αντιπροσώπευση δεν προνοούσε όρο για τερματισμό και συνεπώς η σύμβαση ήταν δυνατό να διακοπεί μετά από εύλογη προειδοποίηση. Ίδε Bowsted on Agency, 13 η έκδοση, σελ. 200-201. Το πως προσμετράται αν η προειδοποίηση είναι εύλογη, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.»

 

96. Ακολούθως παραθέτει αυθεντίες που αφορούν το εύλογο μιας τέτοιας προειδοποίησης.

 

97. Η γραμμή επιχειρηματολογίας επιβάλλει εξέταση του κατά πόσο υπό τις περιστάσεις η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σύμβαση αντιπροσωπείας.

 

98. Το ζήτημα σχέσης αντιπροσώπευσης διέπεται από το Μέρος XIII του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Σύμφωνα με το άρθρο 142 του Κεφ. 149 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«’Αντιπρόσωπος’ είναι το πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνεται για την τέλεση πράξης για λογαριασμό άλλου ή για αντιπροσώπευση άλλου σε συναλλαγές με τρίτους. Το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου τελείται η πράξη αυτή, ή το οποίο αντιπροσωπεύεται με τον τρόπο αυτό, καλείται ‘αντιπροσωπευόμενος’

 

 

99. Σύμφωνα με το άρθρο 146 του Κεφ. 149, η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή ενώ το άρθρο 147 του Κεφ. 149 ορίζει ότι (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η πληρεξουσιότητα θεωρείται ρητή, όταν αυτή παρέχεται προφορικά ή γραπτά. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται σιωπηρή όταν αυτή συνάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης - ο,τιδήποτε το οποίο έχει λεχθεί ή γραφτεί ή η συνήθης πορεία των συναλλαγών, δύνανται να θεωρηθούν ως περιστατικά της υπόθεσης

 

 

100.      Από τα ενώπιον μου στοιχεία που προκύπτουν ότι διέπαν τη συμφωνία μεταξύ των μερών δεν προκύπτει σχέση αντιπροσώπευσης ούτε ρητή αλλά ούτε και με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. άρθρα 146 και 147 του Κεφ. 149). Δεν προκύπτει δηλαδή οιαδήποτε τέλεση πράξης από την Εναγόμενη για λογαριασμό της Ενάγουσας, εφ’ όσον, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η Εναγόμενη αγόραζε προϊόντα από την Ενάγουσα, έναντι ανταλλάγματος. Η τελευταία τα μεταπωλούσε στην Κύπρο καθορίζοντας το πελατολόγιο της αλλά και το περιθώριο κέρδους της σε σχέση με τα οποία ουδόλως επενέβαινε η Ενάγουσα. Ούτε και η Εναγόμενη, ως ο ίδιος ο ΜΥ1 επιβεβαίωσε, είχε οιαδήποτε εξουσιοδότηση να συνάπτει συμφωνίες με τρίτους επ’ ονόματι της Ενάγουσας. Το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν συνεργαζόταν με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πέραν της Εναγόμενης, δεν δύναται ευλόγως να θεωρηθεί ότι δημιουργεί αφ’ εαυτού σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ των διαδίκων, στην παρουσία των προαναφερόμενων στοιχείων. Των πιο πάνω δοθέντων η θέση της Εναγόμενης δια σύναψη συμφωνίας αντιπροσώπευσης μεταξύ των διαδίκων κρίνεται έκδηλα ανυπόστατη και απορρίπτεται.  

 

101.      Παρά το ότι η υπόθεση δεν συζητήθηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων σε οιαδήποτε άλλη βάση εκ μέρους της Εναγόμενης, προχωρώ να εξετάσω το ζήτημα της παράβασης σύμβασης. Τούτο διότι αποτελεί κοινό τύπο ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθη μία προφορική συμφωνία εμπορικής φύσεως το περιεχόμενο της οποίας καταγράφεται στην Ενότητα ΙΙΙ ανωτέρω. Οι δε αναφορές της Εναγόμενης επί της παρ. 4(β) της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της περί «άνευ εύλογου αιτίας», «εκμετάλλευ(σης)» «τη(ς) θέση(ς) της στην κυπριακή αγορά», «κακοπιστ(ίας)» αλλά και «τερματις(μού)» της μεταξύ των διαδίκων «συνεργασίας», παραπέμπουν σε ισχυρισμό περί παράβασης σύμβασης.

 

102.      Στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ουδεμία παράβαση σύμβασης προκύπτει. Η Εναγόμενη απέτυχε να αποδείξει ότι η Ενάγουσα υπείχε οιοδήποτε συμβατικό καθήκον έναντι της να την ακολουθήσει στο νέο της εγχείρημα, ήτοι την μεταφορά των εργασιών της προς την Argosy. Η επιλογή της Ενάγουσας να αξιολογήσει τα δικά της εμπορικά και οικονομικά δεδομένα προτού λάβει την απόφαση της εντασσόταν εντός των δικών της δικαιωμάτων, εν τη απουσία συμβατικής ρύθμισης περί του αντιθέτου. Μάλιστα δε προκύπτει ότι η επιλογή της να μην συνεργαστεί με την Argosy ήταν προϊόν γνήσιας αξιολόγησης των δεδομένων που της παρουσιάστηκαν από την Εναγόμενη, εμποτιζόμενη με καλή πίστη και επαγγελματισμό όπως προκύπτει από την μετάβαση της στην Κύπρο δις ώστε να αξιολογήσει τα τετελεσμένα που της παρουσιάσθηκαν από την Εναγόμενη κατά το χρόνο διεξαγωγής της συνεργασίας των διαδίκων.

 

103.      Τα πιο πάνω επισφραγίζουν την αποτυχία της ανταπαίτησης.

 

104.      Αναφέρω δε για σκοπούς πληρότητας ότι ακόμα και εάν δύνατο να στοιχειοθετηθεί οιαδήποτε παράβαση σύμβασης, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο θα επιδίκαζε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Τούτο διότι η μαρτυρία του ΜΥ1 ως προς το ύψος της ζημιάς της Εναγόμενης επίσης απερρίφθη. Σχετικές είναι οι παρ. 76 - 82 πιο πάνω.

 

IX.  ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

105.      Υπό το φως των πιο πάνω η απαίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €30.589,46 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται. Ενόψει της επιτυχίας της απαίτησης και της αποτυχίας της ανταπαίτησης, τα έξοδα της απαίτησης και της ανταπαίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ………………………….

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. παρ. 1 - 2  της Έκθεσης Απαίτησης και παρ. 1 - 2 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

[2] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ. 7 – 8 και σελ. 44.

[3] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ 44.

[4] Παρ. 4 του Έγγραφου ‘Α’.

[5] Βλ. παρ. 5 του Έγγραφου ‘Α’.

[6] Βλ. παρ.6 της Έγγραφου ‘Α’.

[7] Βλ. παρ. 7 - 8 του Έγγραφου ‘Α’.

[8] Βλ. πρακτικά ημερ. 22.11.23, σελ.7, γρ. 4-5.

[9] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ. 10 γρ. 31 - σελ.11, γρ. 1.

[10] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.1.23, σελ.13, γρ. 1 – 2.

[11] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.11, γρ. 24 – 27.

[12] Βλ. παρ. 4 της Απάντησης.

[13] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.11, 24 – 27.

[14] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.12, γρ. 16 – 17.

[15] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ. 11 – 12.

[16] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ. 12.

[17] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ. 13 - 14.

[18] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.13, γρ. 19 - 20.

[19] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.12, γρ. 2528.

[20] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.15, γρ. 19 – 20.

[21] Βλ. πρακτικά δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.28.

[22] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.45, γρ. 27 – 29.

[23] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ. 45, γρ. 30.

[24] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.12.23, σελ. 13 – 14.

[25] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.46.

[26] Παρ. 6 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

[27] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.11, γρ. 8 – 10.

[28] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου  ημερ. 22.11.23, σελ.7 – 8.

[29] Βλ. παρ. 5 του Εγγράφου ‘Β’.

[30] Βλ. παρ. 13 του Έγγραφου Α και πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23.

[31] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.42.

[32] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.12.23, σελ.2.

[33] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.12.23, σελ. 3.

[34] Βλ. παρ. 8 του Έγγραφου ‘Β’.

[35] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.9.

[36] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.18, γρ. 18 – 22.

[37] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.15 και 16.

[38] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.12.23, σελ. 7-8.

[39] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.12.23, σελ. 12.

[40] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 6.12.23, σελ. 12.

[41] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, γρ. 6 – 7.

[42] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 22.11.23, σελ.13, γρ. 3 – 14.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο