ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 6065/16

ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ AΛΣΟΣ ΛΤΔ.

Εναγόντων

-και-

ADBOARD MEDIA LTD.

Εναγόμενων

Ημερομηνία:                          3η Ιουλίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες:                      κος. Βρυωνίδης

Για Εναγόμενους:                 κος. Πετρίδης

Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείο κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Στο επίκεντρο της παρούσας διαφοράς βρίσκεται κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο στη βάση συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων με την οποία οι Ενάγοντες, έναντι πληρωμής, παραχώρησαν χώρο στους Εναγόμενους για να τοποθετήσουν και να χρησιμοποιούν διαφημιστική πινακίδα.

Συνοψίζω τα δικόγραφα των διαδίκων, χωρίς οτιδήποτε αναφέρεται στο παρόν στάδιο ν’ αποτελεί εύρημά μου: Στην έκθεση απαίτησης τους οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι τον Οκτώβριο του 2005 έγινε η επίδικη συμφωνία τους με τους Εναγόμενους. Τα συμφωνηθέντα τηρούντο μέχρι και τον Ιούλιο του 2011, οπότε και οι Εναγόμενοι, για περίοδο 3 μηνών, δεν κατέβαλαν το συμφωνηθέν ποσό . Έπειτα και για τον επόμενο περίπου χρόνο, οι Εναγόμενοι κατέβαλαν, αδικαιολόγητα, μικρότερο ποσό μέχρι και το Σεπτέμβριο και από τον Οκτώβριο του του 2012 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2016, κανένα ποσό. Τα πιο πάνω οδήγησαν τον Απρίλιο του 2015 τους Ενάγοντες ν’ απευθύνουν στους Εναγόμενους επιστολή μέσω δικηγόρου κι έπειτα να καταχωρήσουν και την παρούσα Αγωγή με την οποία ζητούν συνολικά το ποσό των €9,724 με νόμιμο τόκο και έξοδα.    

Από πλευράς τους οι Εναγόμενοι έγειραν, κατ’ αρχάς, προδικαστική ένσταση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι αναρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά καθότι τόσο η έδρα των Εναγόντων όσο και η τοποθεσία που αναρτήθηκε η πινακίδα ευρίσκονται στη Λεμεσό. Με δεύτερη προδικαστική ένσταση οι Εναγόμενοι έθιξαν ότι η απαίτηση στηρίζεται σε παράνομο σκοπό, δηλαδή ουδέποτε εκδόθηκε άδεια για την πινακίδα. Αναφέρουν επίσης ότι η όποια συμφωνία με τους Ενάγοντες δεν συνομολογήθηκε τον Οκτώβριο του 2005 και ότι τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζονταν οι αναγκαίες άδειες ανάρτησης της πινακίδας και σε περίπτωση που άρνησης των Αρχών να εκδώσουν άδειες, η συμφωνία θα θεωρείτο άκυρη. Ο Δήμος Λεμεσού, δικογραφούν, ενημέρωσε τους Εναγόμενους ότι δεν μπορεί να εκδοθεί άδεια για την πινακίδα. Επίσης οι Ενάγοντες δεν ήταν εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του τεμαχίου εντός του οποίου θα τοποθετείτο η πινακίδα και η συμφωνία είναι άκυρη. Οι Εναγόμενοι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό, αλλά και οι απαιτήσεις των Εναγόντων δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν μια και προκύπτουν από τον παράνομο σκοπό της συμφωνίας ή συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων.

Απαντώντας στην Υπεράσπιση, οι Ενάγοντες πρόταξαν, ως προς τις προδικαστικές ενστάσεις, ότι η διαφορά αφορά παράβαση σύμβασης και δεν σχετίζεται με το ακίνητο. Πέραν τούτου, αναφέρουν, ήταν οι Εναγόμενοι που όφειλαν να εξασφαλίσουν σχετικές άδειες για την πινακίδα εκ των προτέρων, ενώ συνέχισαν να καταβάλλουν κανονικά το τίμημα χρησιμοποιώντας την πινακίδα και κωλύονται να προβάλλουν τούτο ως υπερασπιστικό ισχυρισμό. Ήταν με την λήψη της Υπεράσπισης που περιήλθε στην αντίληψη των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι δεν εξασφάλισαν τις σχετικές άδειες. Κατά τα λοιπά προβάλλουν ότι ο ισχυρισμός των Εναγόμενων περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του τεμαχίου εντός του οποίου τοποθετήθηκε η πινακίδα είναι άσχετος, αλλά και τη θέση ότι μοναδικός σκοπός των Εναγόμενων είναι ν’ αποφύγουν να καταβάλουν το τίμημα στους Ενάγοντες.     

Κατά την Ακρόαση της Αγωγής κατέθεσε στο Δικαστήριο ένας και μόνο μάρτυρας από πλευράς Εναγόντων, ενώ δεν προσκομίστηκε μαρτυρία από τους Εναγόμενους. Η μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα είναι καταγραμμένη στα πρακτικά και δεν θα την επαναλάβω αυτολεξεί, την έχω όμως λάβει υπόψη μου στην πλήρη έκτασή της και τη συνοψίζω ως ακολούθως:

Ο Μιχάλης Μιχαήλ (ο «ΜΕ») είναι διευθυντής των Εναγόντων. Κατέθεσε γραπτή δήλωση, με την οποία ανέφερε την ιδιότητά του και τις δραστηριότητες των Εναγόντων, καταθέτοντας συναφώς το Τεκμήριο 1, δηλαδή απόσπασμα έρευνας από τη ηλεκτρονικό μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Ανέφερε επίσης το ιστορικό της υπογραφής γραπτής συμφωνίας μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγόμενων την οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 3. Ως προς το ακίνητο επί του οποίου βρισκόταν αναρτημένη η επίδικη πινακίδα, κατέθεσε το Τεκμήριο 2, δηλαδή ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ των Εναγόντων και της ιδιοκτήτριάς του. Ο ΜΕ προχώρησε και αναφέρθηκε στο ότι οι Εναγόμενοι, ενώ αρχικά κατέβαλλαν τα συμφωνηθέντα ποσά μέσω τραπεζικού εμβάσματος, από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2011 δεν τα κατέβαλαν το τίμημα, ενώ από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιούλιο του 2012, αλλά και το Σεπτέμβριο του 2012 καταβλήθηκε μειωμένο ποσό και τέλος από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι και την ημέρα της μαρτυρίας του δεν έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό. Ετοίμασε σχετικό πίνακα για τα οφειλόμενα στον οποίο φαίνεται πως υπολόγισε το αξιούμενο υπόλοιπο των €9,724. Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήρια 4 και 5 αντίστοιχα, δηλαδή επιστολές των δικηγόρων των Εναγόντων προς τους Εναγόμενους με τις οποίες αφενός οι δεύτεροι καλούνται στις 3.4.15 να καταβάλουν συγκεκριμένο ποσό ως οφειλόμενο για τη χρήση της πινακίδας και αφετέρου στις 6.12.2018, μεταξύ άλλων, τυγχάνουν προειδοποίησης ότι θα διακοπεί η παροχή ρεύματος προς την πινακίδα. Αποτέλεσε επίσης θέση του ΜΕ ότι οι Εναγόμενοι εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την πινακίδα μέχρι και τις 12.4.2023 οπότε και την πώλησαν σε άλλη εταιρεία. Παρά τις προειδοποιήσεις των δικηγόρων τους προς τους Εναγόμενους αναφορικά με την απομάκρυνση και καταστροφή της πινακίδας, οι Ενάγοντες δεν υλοποίησαν οποιαδήποτε προειδοποίηση επειδή, μεταξύ άλλων, θα έπρεπε οι ίδιοι να επωμιστούν το κόστος.

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ διευκρίνισε ότι ουδέποτε οι Ενάγοντες ήταν ιδιοκτήτες του ακινήτου εντός το οποίου ήταν τοποθετημένη η πινακίδα και ξεκαθάρισε ότι, παρά το ότι στο Τεκμήριο 2 αναφέρεται ότι εκείνο έληγε το 2004, οι Ενάγοντες εξακολουθούν να κατέχουν το ακίνητο καταβάλλοντας κανονικά τα ενοίκια. Δεν είχε όμως μαζί του ανανέωση συμβολαίου. Ανέφερε επίσης ότι το ότι η πινακίδα δεν είχε αδειοδοτηθεί το έμαθε από τους δικηγόρους των Εναγόντων, μετά την καταχώριση της Αγωγής και όχι όπως του υπέβαλε ο δικηγόρος των Εναγόμενων το έτος 2010 και πιθανολόγησε ότι ο λόγος που συμπεριλήφθηκε όρος στο Τεκμήριο 3 που καθιστά τη συμφωνία άκυρη σε περίπτωση που δεν αδειοδοτηθεί ήταν προκειμένου οι Εναγόμενοι να μην υποχρεούνται να πληρώνουν οτιδήποτε για πινακίδα που δεν χρησιμοποιούν, διευκρινίζοντας παράλληλα όμως ότι η πινακίδα παρέμεινε και εξακολουθεί να παραμένει στη θέση της και ότι χρησιμοποιείτο μέχρι και το 2023. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση αναφορικά με το γιατί θεωρεί ότι, από τη στιγμή που το Τεκμήριο 3 είχε λήξει και η πινακίδα δεν είχε αδειοδοτηθεί, οι Ενάγοντες δικαιούνται σε οποιαδήποτε ποσά, ο ΜΕ ανέφερε ότι η πινακίδα ήταν εκεί και ουδείς τους ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να βρίσκεται εκεί και ότι οι Εναγόμενοι τη χρησιμοποιούσαν, αντιτάσσοντας παράλληλα ότι οι Εναγόμενοι εξακολούθησαν να διαφημίζουν επί αυτής και να επωφελούνται, χωρίς να καταβάλουν ενοίκιο προς τους Ενάγοντες. Στο κατά πόσο ήταν λογικό, μια και οι Ενάγοντες ήταν ενοικιαστές του τεμαχίου, να μην προχωρήσουν σε αποκαθήλωση της πινακίδας εν όψει του ότι δεν λάμβαναν ενοίκιο και ότι κατέβαλλαν και επιπλέον το κόστος για το ρεύμα, ο ΜΕ ανέφερε ότι το ρεύμα δεν διαχωριζόταν και ότι τον έβαλε σε σκέψεις το να καταστρέψει ή να αφαιρέσει την πινακίδα καθότι πιθανόν να είχε συνέπειες, ενώ επανέλαβε ότι για κάποια χρόνια οι Ενάγοντες παρακαλούσαν τους Εναγόμενους να μετακινήσουν την πινακίδα χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν η θέση του δικηγόρου των Εναγόμενων ότι το Τεκμήριο 3 ουδέποτε ανανεώθηκε, με τον ΜΕ ν’ αντιτείνει ότι εάν τούτο ίσχυε δεν ήταν δυνατό να ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι ότι το Τεκμήριο 3 έληξε το 2007 αλλά να έμαθαν περί της μη αδειοδότησης το 2010 και να είχαν προβλέψει περί τούτου από το 2007. Επομένως, εξήγησε, η συμφωνία ανανεώθηκε και δυνητικά τα μέρη θα μπορούσαν να υπογράψουν και το 2007 και το 2009 συμφωνία με τον ίδιο όρο περί ακυρότητας. Αναγνώρισε ότι δεν υπεγράφησαν ανανεώσεις του Τεκμηρίου 3, αλλά από τη στιγμή που υπήρχε η συμφωνία και οι Εναγόμενοι την τηρούσαν μέχρι το 2011, δεν μπορεί να αντιληφθεί πως οι Εναγόμενοι εξήγαγαν το συμπέρασμα ότι δεν έγινε ανανέωση.      

Με το κλείσιμο της υπόθεσης για τους Ενάγοντες, οι δικηγόροι των Εναγόμενων δήλωσαν στις 5.12.23 ότι δεν προτίθεντο να προσκομίσουν μαρτυρία. Έπειτα αμφότερες οι πλευρές ζήτησαν και αγόρευσαν γραπτώς.

Συνοψίζοντας τις ουσιαστικότερες θέσεις των δικηγόρων των Εναγόντων, αυτοί υποστήριξαν ότι η συνέχιση της ισχύος της συμφωνίας μετά τη λήξη της δεν αμφισβητήθηκε. Το ίδιο ισχύει και τα ποσά που καταγράφηκαν στην Αγωγή αλλά και για το ότι η πινακίδα ήταν εντός του συγκεκριμένου τεμαχίου και χρησιμοποιείτο από τους Εναγόμενους. Εισηγούνται ότι εν όψει της μαρτυρίας του ΜΕ, οι Ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεσή τους, ενώ κανένας ισχυρισμός στην Υπεράσπιση δεν ισχύει. Δεν υπάρχει εν προκειμένω οποιαδήποτε παρανομία έστω και να μην έχει εκδοθεί άδεια για την πινακίδα και οι Εναγόμενοι κωλύονται να προβάλλουν τον ισχυρισμό έχοντας χρησιμοποιήσει αυτή επί σειρά ετών, αλλά και δεν μπορούν να επωφελούνται από τη δική τους αντισυμβατική συμπεριφορά από τη στιγμή που στη βάση του όρου 13 του Τεκμηρίου 3 ήταν οι ίδιοι οι Εναγόμενοι που είχαν την ευθύνη για την εξασφάλιση αδειών. Εν όψει της μαρτυρίας, οι Εναγόμενοι δεν μπορούν να βασιστούν στον όρο 13 και να ισχυριστούν ότι η συμφωνία έχει ματαιωθεί λόγω της μη έκδοσης των αδειών. Ως προς τη νομιμοποίηση των Εναγόντων να παραχωρήσουν το χώρο εντός του τεμαχίου, οι δικηγόροι τους, ισχυρίζονται ότι το θέμα πραγματεύεται η ίδια η συμφωνία στην οποία καταγράφεται ότι έχουν το ακίνητο υπό την κατοχή τους. Έπειτα οι συνήγοροι των Εναγόντων προβάλλουν επιχειρηματολογία σχετικά με την επιδίκαση ποσού προς τους Ενάγοντες, πέραν του αξιούμενου, μέχρι και την 12.4.23. Εξηγούν ότι βάσει της Νομολογίας το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει θεραπεία εάν τα γεγονότα ενώπιον του το επιτρέπουν. Η θεραπεία δεν είναι αναγκαίο, εισηγούνται, να είναι ρητά διατυπωμένη. Εν προκειμένω, με την έκθεση απαίτησης ζητείται και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει το Δικαστήριο δίκαιη. Τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, από τα οποία φαίνεται το συμφωνηθέν τίμημα αλλά και το ότι η πινακίδα λειτουργούσε μέχρι και τις 12.4.23 και στη βάση τούτη το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση από την 1.1.17 μέχρι και την 12.4.23, δηλαδή το ποσό των €12,818 που αφορά 75,4 μήνες. Επιπρόσθετα και κατ’ αναλογική εφαρμογή των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 το Δικαστήριο μπορεί ν΄ ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να επιδικάσει το επιπλέον ποσό χωρίς την ανάγκη για έγερση νέας αγωγής από τους Ενάγοντες.   

Εξ αντιθέτου οι δικηγόροι των Εναγόμενων εξηγούν ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από την πλευρά τους καθότι η Υπεράσπιση βασίζεται σε νομικά ζητήματα. Μέσα από τη μαρτυρία του ΜΕ, ισχυρίζονται, διαφάνηκε ότι οι προδικαστικές ενστάσεις των Εναγόμενων ισχύουν, δηλαδή ότι η συμφωνία Τεκμήριο 3 δεν ήταν σε ισχύ μετά το 2007, ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν δικαίωμα να παραχωρήσουν χώρο στη βάση του Τεκμηρίου 2, ότι η πινακίδα δεν αδειοδοτήθηκε και ότι η σύμβαση Τεκμήριο 3 ήταν και παράνομη. Συνεπώς, εισηγούνται, οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται να αξιώνουν οποιοδήποτε ποσό. Παραθέτουν δε και σχετική Νομολογία σχετική προς το ζήτημα παρανομίας σε σύμβαση, αλλά και τα επακόλουθα τέτοιας διαπίστωσης από το Δικαστήριο. Τέλος, προτείνουν ότι το βάρος απόδειξης ότι η συμφωνία ήταν σε ισχύ ήταν στους ώμους των Εναγόντων και δεν το απέσεισαν.  

Αξιολόγησα την ενώπιον μου μαρτυρία έχοντας κατά νου τις καλά καθιερωμένες αρχές που αναπτύχθηκαν μέσα από τη σχετική επί του θέματος Νομολογία[1]. Ως έχει νομολογηθεί, λαμβάνονται υπόψη «η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητά του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει [...]». Στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, ο Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:

«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».

Υπενθυμίζεται το καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση η απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[2].

Προσέγγισα τη μαρτυρία του ΜΕ με τη δέουσα προσοχή εν όψει της θέσης που κατέχει στους Ενάγοντες. Πρέπει να πω ότι ο ΜΕ άφησε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε σε καθετί που ερωτήθηκε με φυσικότητα, χωρίς υπερβολές ή υπεκφυγές. Αντιμέτωπος με τις θέσεις της Υπεράσπισης, παρουσιάστηκε απόλυτα σταθερός τόσο στη δικογραφημένη θέση των Εναγόντων, όσο και στις θέσεις του, οι οποίες εν τέλει, σε κανένα σημείο δεν φάνηκαν να κλονίζονται από την αντεξέταση. Ο ΜΕ παρουσίασε μια λογικοφανή - αλλά και συνάμα ουσιαστικώς λογική - υπόθεση για τους Ενάγοντες, επεξηγώντας με σαφήνεια τις ενέργειες τους κατά τη διάρκεια των συναλλαγών και της σχέσης τους με τους Εναγόμενους. Ενδεικτικό της ποιότητας της μαρτυρίας του, ήταν ο τρόπος με τον οποίο επεξήγησε ευθαρσώς την επιλογή των Εναγόντων να μην προχωρήσουν ν’ αφαιρέσουν από μόνοι τους την επίμαχη πινακίδα, από τη στιγμή που οι Εναγόμενοι δεν τους κατέβαλαν το τίμημα για τη χρήση της, ότι δηλαδή φοβούνταν να μην εκτεθούν σε πιθανή δίωξη για όποια ζημιά. Αξίζει επίσης ν’ αναφερθεί ότι σχετικά με τον υπολογισμό και τη μη καταβολή του ποσού των €9,724, αλλά και με το διάστημα κατά το οποίο οι Εναγόμενοι χρησιμοποιούσαν την πινακίδα, ο ΜΕ δεν αντεξετάστηκε. Η αντεξέταση του περιστράφηκε γύρω από τα θέματα της νομιμοποίησης των Εναγόντων να εισέλθουν στη σύμβαση με τους Εναγόμενους, αλλά και γύρω από την εν γένει νομιμότητα του ιδίου του Τεκμηρίου 3, στη βάση υποβολών του δικηγόρου των Εναγόμενων περί του ότι η πινακίδα δεν είχε αδειοδοτηθεί και συνεπώς οι διάδικοι θεωρούνται αποδεσμευμένοι. Υποβλήθηκε δε στο ΜΕ η θέση ότι ο λόγος μη ανανέωσης του Τεκμηρίου 3 ήταν η πληροφόρηση που έλαβαν οι διάδικοι περί μη αδειοδότησης της πινακίδας το 2010, με τον ΜΕ ν’ απαντά ότι το Τεκμήριο 3 έληγε το 2007 και ανανεώθηκε και ότι τα περί της μη αδειοδότησης αναφέρθηκαν πρώτη φορά στους Ενάγοντες από τους δικηγόρους τους, μετά την καταχώριση της Αγωγής.

Με τα πιο πάνω κατά νου, δεν έχω ενδοιασμό ν’ αποδεχθώ τη μαρτυρία του ΜΕ στην ολότητά της ως αξιόπιστη και ασφαλές έδαφος για την εξαγωγή ευρημάτων.

Στη βάση της προηγηθείσας αξιολόγησης της μαρτυρίας, αλλά και εκ των μη αμφισβητούμενων γεγονότων προβαίνω στ’ ακόλουθα ευρήματα:

Οι Ενάγοντες, από το έτος 1999, δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης, ενοικιάσαν και διαχειρίζονταν το τεμάχιο γης 430 στη Λεωφόρο Ομονοίας και Θαλείας στη Λεμεσό όπου και ασχολούνται με τη διαχείριση γηπέδων μίνι ποδοσφαίρου.

Την 20.12.2005 υπέγραψαν με τους Εναγόμενους το Τεκμήριο 3, δηλαδή συμφωνία στη βάση της οποίας οι Ενάγοντες θα παραχωρούσαν στους Εναγόμενους χώρο για τοποθέτηση μίας πινακίδας εντός του τεμαχίου 430 το οποίο ενοικίαζαν και διαχειρίζονταν. Μεταξύ άλλων, η επίδικη συμφωνία προνοούσε ότι θα ίσχυε από την 20.3.2005 μέχρι και την 20.9.2007 και τα μέρη θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να την επεκτείνουν εκτός εάν ένα εξ αυτών έδιδε σχετική προειδοποίηση περί του αντιθέτου ένα μήνα πριν τη λήξη της.

Το αντίτιμο για την τοποθέτηση της πινακίδας εντός του τεμαχίου 430, η οποία είχε ήδη - στη βάση προηγούμενης συμφωνίας μεταξύ Εναγόμενων και 3ης εταιρίας - τοποθετηθεί, ήταν 100 ΛΚ το μήνα.

Η χρήση της πινακίδας και η σχέση των διαδίκων επεκτάθηκε και μετά τη λήξη του Τεκμηρίου 3. Στη βάση τούτη, μέχρι και το Ιούνιο του 2011, οι Εναγόμενοι κατέβαλλαν το οφειλόμενο αντίτιμο κανονικά.

Παρά ταύτα και ενώ η πινακίδα εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από τους Εναγόμενους, εκείνοι δεν κατέβαλαν στους Ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό για τους μήνες Ιούλιου μέχρι Σεπτέμβριο του 2011, για έντεκα μήνες του επόμενου χρόνου κατέβαλαν €34 λιγότερα ανά μήνα, πλήρωσαν κανονικά για το μήνα Αύγουστο του 2012 και από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι το Δεκέμβριο του 2016 δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό, αφήνοντας απλήρωτο υπόλοιπο προς τους Ενάγοντες ύψους €9,724.

Τα ευρήματά μου συμπληρώνονται ανάλογα πιο κάτω, κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης και αφού θα παραθέσω τη γενική νομική πτυχή της υπόθεσης.  

Ως προς τη γενική νομική πτυχή της υπόθεσης, αναφέρω ότι σε αστικής φύσεως υποθέσεις ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος ν’ αποδείξει ότι η απαίτησή του είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[3]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία που κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[4]. Το νομικό βάρος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά ν’ απαντήσει.

Στη βάση των ευρημάτων μου και ως θέμα γεγονότος, διαφάνηκε ότι οι Εναγόμενοι, ενώ χρησιμοποιούσαν την πινακίδα μέχρι και το Δεκέμβριου του 2016, παρέλειψαν να καταβάλουν το συνολικό οφειλόμενο των €9,724. Επί αυτού άλλωστε ο ΜΕ δεν αντεξετάστηκε και η παράλειψη αντεξέτασής του, σε συνδυασμό με το ότι δεν προσκομίστηκε και οποιαδήποτε αντικρουστική μαρτυρία, εν προκειμένω με οδηγεί να συμπεράνω ότι η Υπεράσπιση αποδέχθηκε τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς[5], μια και η ίδια, εν τέλει, πρόβαλε και αντέταξε μόνον νομικά επιχειρήματα, στη βάση των οποίων εισηγήθηκε ότι, τόσο το εν λόγω, αλλά και οποιοδήποτε άλλο, ποσό δεν θα πρέπει να επιδικαστεί υπέρ των Εναγόντων.

 Έχοντας καταλήξει σε τούτο προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο οποιαδήποτε εκ των προβαλλόμενων υπερασπίσεων ισχύει. Ξεκινώ από την προδικαστική ένσταση που αφορά την κατά τόπο αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και ευθύς αναφέρω ότι αυτή δεν φαίνεται να προωθήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Αν και θεωρώ την εν λόγω προδικαστική ένσταση ως εγκαταλειφθείσα, διαπιστώνω ότι εκ της παραγράφου 5 της Υπεράσπισης γίνεται παραδοχή της παραγράφου 2 της Απαίτησης, δηλαδή ότι οι Εναγόμενοι εδρεύουν στη Λευκωσία και παραπέμπω συναφώς στο Άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.44/60), στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία όταν ο Εναγόμενος διαμένει ή διεξάγει επάγγελμα στην επαρχία εντός της οποίας αυτό εδρεύει. Λόγω τούτου η πρώτη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται. Εγκαταλειφθείσα μοιάζει να είναι και η δεύτερη προδικαστική ένσταση, αφού ουδέν σχετικό με αυτή προωθήθηκε από τους Εναγόμενους. Σπεύδω όμως να επισημάνω ότι το ακίνητο εντός του οποίου συμφωνήθηκε να χρησιμοποιείται η πινακίδα δεν σχετίζεται με την ενώπιον μου διαφορά και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αντικείμενό της. Επίδικο ζήτημα ήταν η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων η οποία αφορούσε στη χρήση διαφημιστικής πινακίδας έναντι αντιτίμου. Συνεπώς και η δεύτερη προδικαστική ένσταση θεωρώ είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.

Βασική θέση της Υπεράσπισης, τόσο δικογραφικά όσο και κατά τη δίκη, ήταν ότι ο σκοπός της επίμαχης σύμβασης ήταν παράνομος και συνεπώς οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται σε οποιαδήποτε θεραπεία. Διευκρινίζω ότι, μια και δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από τους Εναγόμενους, η αναφορά του Δικαστηρίου περί θέσης της Υπεράσπισης κατά τη δίκη αφορά μόνον αφενός τα όσα ο δικηγόρος των Εναγόμενων υπέβαλε προς τον ΜΕ κατά την αντεξέταση και αφετέρου τη θέση του ιδίου δικηγόρου στη γραπτή του αγόρευση. Το ζήτημα της παρανομίας, κατά τους Εναγόμενους, έγκειτο στο ότι η επίδικη πινακίδα ουδέποτε αδειοδοτήθηκε από το Δήμο Λεμεσού. Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού περί παρανομίας στη σύμβαση βάρυνε την πλευρά που τον πρόβαλε, δηλαδή την πλευρά των Εναγόμενων. Με άλλα λόγια από τη στιγμή που οι Εναγόμενοι έγειραν ζήτημα παρανομίας, όφειλαν να το αποδείξουν και στο Δικαστήριο. Όμως οι υποβολές του δικηγόρου τους ότι το 2010 είχαν ενημερωθεί ότι ο Δήμος Λεμεσού δεν θα εξέδιδε άδεια για την πινακίδα, ουδέποτε υποστηρίχθηκαν με μαρτυρία και αφέθηκαν, τόσο αυτές όσο και οι αντίστοιχοι δικογραφημένοι ισχυρισμοί, μετέωροι. Υπενθυμίζω ότι η θέση του ΜΕ, όταν το ζήτημα τέθηκε, ήταν ότι οι Ενάγοντες άκουσαν για πρώτη φορά τα περί μη αδειοδότησης της πινακίδας όταν καταχωρίστηκε η Αγωγή και όχι προηγουμένως. Το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε εύρημα περί μη αδειοδότησης της πινακίδας χωρίς την ελάχιστη τεκμηρίωση. Άλλωστε, η χρήση της πινακίδας από τους Εναγόμενους, τουλάχιστον μέχρι και το έτος 2016, κατέστη, κατ’ ουσία και ως προανέφερα, παραδεκτή. Έτι δε περαιτέρω, βάσει του όρου 13 του Τεκμηρίου 3 το μέρος που όφειλε να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες άδειες δεν ήταν άλλο από τους ίδιους τους Εναγόμενους. Ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας προς στήριξη του ισχυρισμού των Εναγόμενων περί παρανομίας η οποία να κατέστησε τη σύμβαση άκυρη και την αξίωση ποσών επί τη βάση της απορριπτέα, αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεχτός και απορρίπτεται.  

Η πιο πάνω ανάλυση με φέρνει και στην άλλη πτυχή της υπόθεσης των Εναγόμενων, δηλαδή στον ισχυρισμό περί ματαίωσης της επίδικης σύμβασης στη βάση του ίδιου όρου 13. Το περιεχόμενο του εν λόγω όρου κρίνεται αρκούντως σαφές ούτως ώστε να καταλήξω, όπως και κατέληξα, ότι η υποχρέωση για την εξασφάλιση αδειών βάρυνε ξεκάθαρα τους Εναγόμενους. Ομοίως βάρυνε τους ιδίους, εις το ακέραιο, και η υποχρέωση να καταδείξουν ότι οι ενέργειές τους προς εξασφάλιση αδειών απέτυχαν και κατέληξαν στη μη αδειοδότηση της πινακίδας. Όπως όμως προανέφερα, εκτός από το δικόγραφο και τις υποβολές του δικηγόρου τους στον ΜΕ, οι Εναγόμενοι ουδέποτε πρόβαλαν οτιδήποτε απτό που έστω ν’ αποτελεί ελάχιστη ένδειξη είτε της άρνησης της αρμόδιας αρχής, είτε της πρόθεσής τους να αποδεσμευτούν από τη σύμβαση, αν πραγματικά τη θεωρούσαν τοιουτοτρόπως ματαιωθείσα. Με βάση τα πιο πάνω και τούτος ο ισχυρισμός των Εναγόμενων απορρίπτεται.

Αποτέλεσε επίσης θέση του δικηγόρου των Εναγόμενων ότι το Τεκμήριο 3 δεν είχε ανανεωθεί μετά τη λήξη του το έτος 2007 και δεν βρισκόταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο και συνεπώς οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται σε θεραπεία. Υποστηρίζει δε ότι δικογραφικό έρεισμα για τον ισχυρισμό αυτό παρέχεται στην παράγραφο 6(α) της Υπεράσπισης και ότι το θέμα πρόκυψε και από τη μαρτυρία του ΜΕ. Η θέση τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο πρωτίστως επειδή στην παράγραφο 6(α) της Υπεράσπισης καταγράφεται ότι:

«[η] Εναγόμενη δεν παραδέχεται τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην παράγραφο 3, της Εκθέσεως Απαιτήσεως. Περαιτέρω, ισχυρίζεται, ότι ακόμα και αν οι Ενάγοντες αποδείξουν την ύπαρξη οποιασδήποτε συνεννόησης και/ή Συμφωνίας για τοποθέτηση διαφημιστικής πινακίδας σε ακίνητο στη Λεμεσό, αυτή δεν έχει συνομολογηθεί τον Οκτώβριο του 2005».

Με κάθε σεβασμό, το περιεχόμενο της πιο πάνω παραγράφου ούτε ακροθιγώς δεν σχετίζεται με την κατ’ ισχυρισμό μη ανανέωση του Τεκμηρίου 3 ή εν πάση περιπτώσει με τη μη συνέχιση της συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, ως ήταν η θέση του δικηγόρου των Εναγόμενων. Είναι γνωστές οι αρχές ότι τα δικόγραφα είναι το θεμέλιο της δίκης και ότι είναι βάσει εκείνων που πορεύεται η δίκη[6], αλλά και ότι, εάν ο εναγόμενος επιθυμεί να προβάλει θετικούς ισχυρισμούς και γεγονότα, πέραν της άρνησης της υπόθεσης του ενάγοντα, θα πρέπει να τα προβάλει κατά τρόπον που να τίθενται αυτά εις γνώση του ενάγοντα και να μην το καταλαμβάνουν εξ απήνης[7]. Πέραν του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός των Εναγόμενων, ως αναπτύχθηκε στην αντεξέταση και στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων τους, δεν είναι δικογραφημένος, αυτός προσκρούει και στο εύρημά μου το οποίο πρόκυψε από την αποδεκτή μαρτυρία ότι οι Εναγόμενοι εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν την πινακίδα και μετά τη λήξη της αρχικής περιόδου που αναγραφόταν στο Τεκμήριο 3. Αναπόδραστα και τούτος ισχυρισμός απορρίπτεται.

Ως προς τις προβαλλόμενες υπερασπίσεις, απομένει η εξέταση του ισχυρισμού περί μη νομιμοποίησης των Εναγόντων να προβούν στη σύναψη της συμφωνίας ή εν πάση περιπτώσει στην παραχώρηση του χώρου, εν όψει της απαγόρευσης που τίθεται στον όρο 8 του Τεκμηρίου 2. Επ’ αυτού εν πρώτοις παρατηρώ ότι στο Τεκμήριο 3 τίθενται διαζευκτικά οι ιδιότητες των Εναγόντων, ότι δηλαδή είναι ιδιοκτήτες ή και κάτοχοι του συγκεκριμένου τεμαχίου. Με την αξιόπιστη μαρτυρία του, ο ΜΕ διευκρίνισε το καθεστώς υπό το οποίο οι Ενάγοντες ήταν σε θέση να παραχωρήσουν το χώρο, δηλαδή εκείνο των ενοικιαστών και κατόχων του συγκεκριμένου τεμαχίου, γι’ αυτό άλλωστε και κατέθεσε σχετικά το Τεκμήριο 2. Υπεδείχθη δε από τον ΜΕ ότι η υπό των Εναγόντων ενοικίαση του συγκεκριμένου τεμαχίου συνέχιζε μέχρι και την ημέρα που κατέθετε στο Δικαστήριο. Έχοντας κρίνει τον ΜΕ καθόλα αξιόπιστο μάρτυρα, δεν έχω οποιοδήποτε λόγο να μην αποδεχθώ και τα πιο πάνω γεγονότα ως αληθή. Προσθέτω στο σκεπτικό μου ότι, βάσει του όρου 3 του Τεκμηρίου 2, αυτό φαίνεται να υπογράφηκε το 1999 και να έληγε το 2004, ενώ η συμφωνηθείσα διάρκεια του Τεκμηρίου 3, το οποίο τέθηκε σε ισχύ κατά το έτος 2005, ήταν για 2 έτη και έληγε το 2007. Εν όψει του πλαισίου τούτου, δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον μου ότι κάποιος τρίτος και δη οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου, παραπονέθηκαν για παράβαση του όρου 8 αυτού από τους Ενάγοντες ή πρόβαλαν οποιοδήποτε εμπόδιο στην εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων των διαδίκων όπως προνοούνται στο Τεκμήριο 3. Πέραν όμως τούτου, το ότι οι Εναγόμενοι πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούντο να τους παραχωρήσουν τον επίδικο χώρο δεν μετατόπισε αυτομάτως το βάρος απόδειξης περί του αντίθετου στους Ενάγοντες. Από τη στιγμή που οι Εναγόμενοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία, δεν έθεσαν οποιαδήποτε γεγονότα αντικρουστικά της θέσης του ΜΕ, αλλά και ουδέποτε εξειδικεύθηκε από τους Εναγόμενους πότε είχαν, κατ’ ισχυρισμό, ενημερωθεί αναφορικά με το καθεστώς των Εναγόντων ως ενοικιαστών και κατόχων του συγκεκριμένου τεμαχίου και κατά πόσο η ιδιότητα τούτη απωλέσθηκε κατά τη σύναψη του Τεκμηρίου 3 ή κατά τη διάρκειά του, εν όψει βεβαίως και της αδιαμφισβήτητης συνεργασίας των διαδίκων για χρονικό διάστημα πέραν της διάρκειας ισχύος του Τεκμήριου 3. Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, ούτε ο ισχυρισμός αυτός των Εναγόμενων κρίνεται βάσιμος και απορρίπτεται.

Εν όψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ουδεμία εκ των προβαλλόμενων υπερασπίσεων ισχύει.

Στρέφω, τέλος, την προσοχή μου στην εισήγηση των δικηγόρων των Εναγόντων ότι, στη βάση των γεγονότων που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, παρέχεται έδαφος να επιδικαστεί επιπλέον ποσό για τη χρήση της πινακίδας από τους Εναγόμενους μέχρι και την 12.4.23.

Εκ του δικαστηριακού φακέλου προκύπτει ότι οι Ενάγοντες αιτήθηκαν να τροποποιήσουν την Έκθεσή Απαίτησής τους μόλις στις 14.2.23 ούτως ώστε να προσθέσουν, ως ενδιάμεσα οφέλη και διαφυγόντα κέρδη το αντίτιμο για τη χρήση της πινακίδας από τον Ιανουάριο του 2017 και έπειτα, για την περίοδο δηλαδή μετά την έγερση της Αγωγής. Κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο – το οποίο τότε συνεδρίαζε υπό άλλη σύνθεση – απέρριψε την αίτηση τροποποίησης των Εναγόντων, κι έτσι η Έκθεση Απαίτησης παρέμεινε αναλλοίωτη. Με τα αρχικά παρακλητικά δεν επιζητούνται οποιαδήποτε ενδιάμεσα οφέλη ή διαφυγόντα κέρδη και στα γεγονότα της Έκθεσης Απαίτησης δεν καταγράφονται οποιοιδήποτε ισχυρισμοί που ν’ αφορούν οποιαδήποτε απαίτηση άλλη από το ποσό των €9,724 και πέραν της περιόδου μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2016. Υπενθυμίζω παρενθετικά ότι το παρόν Δικαστήριο, άκουσε μαρτυρία με την οποία πράγματι επιβεβαιώθηκε ότι η πινακίδα παρέμεινε στη θέση της μέχρι την 12.4.23, λόγω της συμπερίληψής των εν λόγω ισχυρισμών στην Απάντηση, ως δηλαδή μέρος των δικογραφημένων θέσεων. Δεν άκουσε όμως μαρτυρία αναφορικά με οφειλόμενα ποσά για την περίοδο εκείνη. Η απαίτηση για ενδιάμεσα οφέλη ή διαφυγόντα κέρδη ή εν πάση περιπτώσει για ποσά τα οποία προέκυψαν μετά την έγερση της Αγωγής ήταν ολωσδιόλου ξεχωριστή από την αρχική απαίτηση για το καθορισμένο ποσό των €9,724 και δεν συμπεριλήφθηκε στην Απάντηση. Σε κάθε περίπτωση όμως έστω και να θεωρηθεί ότι τα γεγονότα στην Απάντηση εισήγαγαν ισχυρισμούς που να επιμαρτυρούσαν τη συνέχιση της χρήσης της πινακίδας από τους Εναγόμενους, τούτα δεν θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τη βάση για προβολή νέας ή άλλης αξίωση, η οποία θα μετέβαλλε την αρχική. Ως αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Borna Alikhani ν. Προδρόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 657:

«Η απάντηση («reply»), δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε να διαφοροποιήσει τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση και σίγουρα δεν προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης, (δέστε Bullen & Leake: Precedents of Pleadings, 12η έκδ. σελ. 106 και 108 και Odgers on Civil Court Actions, 24η έκδ. σελ. 271-273). Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε και δεν ασχολήθηκε με την όντως προβληματική, λόγω των ως άνω, δικογραφία».

Επιπρόσθετα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Eurogal Surveys Ltd. v. D. Trade International Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2258, αναφέρθηκαν τ΄ ακόλουθα:

«Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι ως ενάγοντες δεν επιτέλεσαν ορθά το καθήκον τους για την εξαρχής καταγραφή ορθής δικογράφησης στην έκθεση απαίτησης που περιέχετο στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο που καταχωρήθηκε με το έντυπο της Δ.2 θ.6. Η απάντηση, («reply») ως δικογραφικό όχημα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά και εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης. Ο σκοπός της απάντησης είναι να απαντήσει στους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και όχι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης».

Και έπειτα στην ίδια απόφαση:

«Στον Odgers' Principles of Pleading and Practice 21η έκδ., σελ. 208-209, επεξηγείται ότι στο στάδιο της απάντησης επενεργεί για πρώτη φορά η αρχή της μη απόκλισης από την προηγούμενη δικογραφία. Όπως επί λέξει αναφέρεται: «It is at this stage that the rule against what is called "a departure in pleading" applies for the first time.  A party shall not in any pleading make any allegation of fact, or raise any new ground of claim, inconsistent with any previous pleading of his." (Order 18, r.10; and see Herbert v. Vaughan [1972] 1 W.L.R. 1128).» Η ορθή πορεία είναι για τον ενάγοντα να τροποποιήσει την έκθεση απαίτησης του. Δίδεται το παράδειγμα από την υπόθεση Kingston v. Corker [1892] 29 LR.Ir. 364, ότι: «If the statement of claim alleges a negligent breach of trust, the reply must not assert that such breach of trust was fraudulent. The statement of claim must be amended».

Εν όψει των πιο πάνω, κρίνω ότι, παρά το γεγονός ότι οι Ενάγοντες, μέσω του δικογράφου της Απάντησης, πρόβαλαν γεγονότα που αφορούσαν την περίοδο μετά την έγερση της Αγωγής, δεν θα μπορούσαν να βασιστούν σ’ αυτά προκειμένου να προωθήσουν επιπρόσθετες απαιτήσεις. Αυτό άλλωστε επεξηγεί και την ενωρίτερη προσπάθειά τους να τροποποιήσουν την Έκθεση Απαίτησης με την - εν τέλει απορριφθείσα - ενδιάμεση αίτηση.

Η δε εισήγηση των συνηγόρων των Εναγόντων περί επάρκειας του παρακλητικού Β του Κλητηρίου Εντάλματος με το οποίο το Δικαστήριο καλείται να χορηγήσει όποια θεραπεία κρίνει δίκαιη υπό τις περιστάσεις, αναμφίβολα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως να εκπληρώνει την υποχρέωση των Εναγόντων να θέσουν στην Έκθεση Απαίτησής τους τέτοια γεγονότα που να στοιχειοθετούν απαίτηση για επιπλέον ποσά για χρήση της πινακίδας εντός άλλης χρονικής περιόδου. Η επίκληση από πλευράς Εναγόντων της αρχής που διατυπώθηκε στην κλασσική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Kennedy Hotels Ltd. v. Haig Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400, δεν είναι, εν προκειμένω, βοηθητική για τη θέση τους. Στην εν λόγω απόφαση, με αναφορά σε παλαιότερες αποφάσεις, διατυπώθηκε η αρχή ότι:

«[…] μπορεί να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως,* εφόσον αποδεικνύονται κατά τη δίκη. Κρίθηκε ότι παράλειψη επιδίωξης ειδικής θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την απόδοση της».

*Η υπογράμμιση και έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου.

Ναι μεν η παράλειψη επιδίωξης ειδικής θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα, αλλά αυτά που στην εδώ κρίσιμη περίπτωση απουσιάζουν παντελώς είναι ακριβώς τα γεγονότα εκείνα στην Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων, τα οποία να στοιχειοθετούν τη θεραπεία που επιζητείται μέσω της γραπτής αγόρευσης, δηλαδή την απόδοση ενδιάμεσων πληρωμών ή διαφυγόντος κέρδους ή εν πάση περιπτώσει οποιωνδήποτε ποσών, πέραν των €9,724.

Συνδυαστικά λοιπόν και συνοψίζοντας την πιο άνω ανάλυσή μου, η προβολή ισχυρισμών στο δικόγραφο της Απάντησης δεν μπορεί ν’ αποτελεί τη βάση για τη διεκδίκηση αξίωσης άλλης από εκείνη που περιλαμβάνεται στην Έκθεση Απαίτησης και εν προκειμένω δεν υπάρχουν στην Έκθεση Απαίτησης γεγονότα τα οποία από τα οποία να δύναται να στοιχειοθετηθεί θεραπεία, έστω και στην απουσία της διεκδίκησης της συγκεκριμένης θεραπείας ειδικώς.

Με όλα τα πιο πάνω κατά νου, κρίνω ότι η απαίτηση των Εναγόντων, δια μέσου των δικηγόρων τους, για να τους επιδικαστεί ποσό για τη χρήση της επίμαχης πινακίδας για το χρονικό διάστημα μετά το Δεκέμβριο του 2016 μέχρι και την 12.4.23, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και συνεπώς απορρίπτεται.

Εν κατακλείδι, κρίνω ότι, με την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ, η πλευρά των Εναγόντων απέσεισε το βάρος που της αναλογούσε και απέδειξε ότι, στη βάση της συμφωνίας που σύναψε με τους Εναγόμενους, οι δεύτεροι χρησιμοποίησαν την επίδικη διαφημιστική πινακίδα αλλά δεν κατέβαλαν τα συμφωνηθέντα ποσά και, μέχρι και το Δεκέμβριο του έτους 2016, αυτά ανήλθαν σε €9,724. Εν όψει τούτου κρίνω ότι η Αγωγή των Εναγόντων πρέπει, στο βαθμό που ανέφερα να επιτύχει.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων για το ποσό των €9,724 με νόμιμο τόκο από την καταχώριση της Αγωγής μέχρι εξόφλησης. Αφού δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου το οποίο να δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν και το αποτέλεσμα της δίκης, επιδικάζω αυτά υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

………..……………….

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] (βλ. C & A Pelekanos Associates Limited ν. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)

[2] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[3] (βλ. Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295)

[4] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220 και Σωκράτης Ναθαναήλ v. Hissam Hes Ali (2001) 1 (Γ) 1689)

[5] Για τις συνέπειες παράλειψης αντεξέτασης βλ. Σύγγραμμα των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Γ. Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 2η έκδοση, σελίδα 720.

[6] (βλ. μεταξύ άλλων Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 A.A.Δ. 24)

[7] (βλ. Σύγγραμμα Bullen & Leake and Jacobs Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελίδα 1228: «[…] if the defendant intends not merely to traverse the plaintiff’s case, but to raise an affirmative case or to raise facts which might otherwise take the plaintiff by surprise, […] he should specifically raise such case or the facts relied on […]»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο