ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α Στυλιανού

Αρ. Αγωγής:  3359/2023

 

ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

 

Ενάγουσας/Καθ’ής η Αίτηση

και

 

                             L.K. LEOHOME CONSTRUCTIONS & DEVELOPERS LTD

                                                  

Εναγόμενης/Αιτήτριας

 

 

Αίτηση Εναγόμενης ημερομηνίας 29/12/2023

 

Ημερομηνία: 25 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια-Εναγόμενη: κκ Λοιζίδης & Οικονόμου Δ.Ε.Π.Ε.

 Για Καθ' ής η Αίτηση - Ενάγουσα: κ.κ. Δρ. Α. Π. Ποιητής & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κατ’ εφαρμογή του  Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης  (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021,η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

Με την Αίτηση ημερομηνίας 29/12/2023 (στο εξής «ως η Αίτηση») η Αιτήτρια,  αιτείται μεταξύ άλλων Διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται και/ή να παραμερίζεται και/ή να απορρίπτεται η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό απαίτηση με τον ισχυρισμό ότι η απαίτηση της Ενάγουσας στηρίζεται σε συμφωνία η οποία υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων και στην οποία περιλαμβάνεται ρήτρα διαιτησίας και/ή τα επίδικα θέματα και/ή δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών καλύπτονται από ρήτρα διαιτησίας και είναι δίκαιο να επιλυθούν στα πλαίσια της εκκρεμούσας διαιτητικής διαδικασίας. 

 

Επιπροσθέτως ζητείται διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραπέμπεται η παρούσα διαφορά μεταξύ των διαδίκων προς επίλυση και εξέταση μέσω Διαιτησίας.

 

Η Αίτηση καταχωρήθηκε αμέσως μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης των Αιτητών.

 

Την αίτηση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση του κου Μιχάλη Ιωάννου δικηγόρου ο οποίος εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια. Μαζί με την Αίτηση κατατέθηκε και προσχέδιο διατάγματος δυνάμει του Μέρους 23.4. (2) των Νέων Κανονισμών του 2023.

 

Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα την 05/11/2021 η Αιτήτρια και η Καθ’ ής η Αίτηση συνήψαν προσυμφωνία κατασκευής της κατοικίας της Καθ’ ής η Αίτηση.  Την 19/11/2021 δυνάμει των όρων της προσυμφωνίας η Αιτήτρια αγόρασε και συνήψε με την Καθ’ ής η Αίτηση το συμβόλαιο εργολαβίας για δομικά έργα, αρ. εντύπου συμβολαίου: B 01118 (στο εξής «το συμβόλαιο») με σκοπό την κατασκευή της διώροφης κατοικίας της Καθ’ ής η Αίτηση στη Λευκωσία Τεκμήριο Μ1). Συμφωνήθηκε ως ποσό συμβολαίου το ποσό των €200.000. Ο όρος 37 του συμβολαίου προνοεί μεταξύ άλλων ότι σε περίπτωση που προκύψει οποιαδήποτε διαφορά που σχετίζεται με το συμβόλαιο και την εκτέλεση των εργασιών τότε το θέμα της διαφοράς θα αναφέρεται καταρχήν στον αρχιτέκτονα εγγράφως με σκοπό την επίλυση και έκδοση απόφασης του αρχιτέκτονα.

 

Ως επίσης αναφέρει ο ενόρκως δηλούντας, η Αιτήτρια ξεκίνησε την εκτέλεση των εργασιών και κατά περιόδους ζητούσε από την αρχιτέκτονα την έκδοση πιστοποιητικών πληρωμής έναντι της εκτελεσθείσας εργασίας ως οι όροι του συμβολαίου. Ενώ εκτελούνταν οι εργασίες πρόκυψε διαφορά  μεταξύ των διαδίκων ως προς τους ουσιώδεις όρους του συμβολαίου και συγκεκριμένα η Καθ’ ής η Αίτηση αμφισβήτησε το συμφωνηθέν ποσό του συμβολαίου. Λόγω τούτου η Καθ’ ής η Αίτηση εμπόδιζε την έκδοση νέων πιστοποιητικών πληρωμής από την αρχιτέκτονα και την εκτέλεση των εργασιών. Η αρχιτέκτονας αρνήθηκε να εκδώσει νέο πιστοποιητικό πληρωμής με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να αποστείλει επιστολή ημερομηνίας 12/07/2023 τόσο προς την αρχιτέκτονα όσο και προς την Καθ’ ής η Αίτηση δια της οποίας αιτήθηκε δυνάμει του όρου 37.1 την έκδοση απόφασης σχετικά με τη διαφορά που προέκυψε. (Τεκμήριο ΜΙ3). Στη συνέχεια η Αιτήτρια επειδή δεν αποφάσισε η αρχιτέκτονας ενημέρωσε την Καθ’ ής η Αίτηση ότι ενεργοποίησε τον όρο 37.4 του συμβολαίου για παραπομπή της διαφοράς τους σε διαιτησία.( Τεκμήρια ΜΙ4, ΜΙ5 (α) – (β).

 

Περί την 28/08/2023 η Καθ’ ής η Αίτηση απέστειλε επιστολή στην Αιτήτρια μέσω της οποίας ανάφερε ότι επιθυμεί τον τερματισμό του συμβολαίου. Η Αιτήτρια απάντησε ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος. (Τεκμήρια ΜΙ6, ΜΙ7 (α) και ΜΙ 7 (β).

 

Η Καθ’ ής η Αίτηση δεν ήταν πρόθυμη στο διορισμό από κοινού διαιτητή και έτσι η Αιτήτρια προχώρησε μόνη της στο διορισμό διαιτητή κου Άντη Σφήκα. Η Καθ’ ής η Αίτηση δε διόρισε δικό της Διαιτητή. (Τεκμήριο ΜΙ9). Ο Διαιτητής που διόρισε η Αιτήτρια απέστειλε στους διαδίκους επιστολή ζητώντας να του αποσταλθούν τα απαραίτητα έγγραφα και ζήτησε και προκαταρκτική συνάντηση. (Τεκμήρια ΜΙ 10 και ΜΙ11).

 

Το Νοέμβριο 2023 η Καθ’ ής η Αίτηση προχώρησε στην καταχώρηση εντύπου απαίτησης προσπαθώντας σύμφωνα με τον ενόρκως δηλών να εισάγει τη διαφορά τους και/ή διαφωνία τους στα πολιτικά δικαστήρια.

 

Ο Διαιτητής εν τέλει παραιτήθηκε μετά που έλαβε επιστολή από τους δικηγόρους της Καθ’ ής η Αίτηση ότι ενίσταται στη διεξαγωγή διαιτησίας διότι έχει καταχωρήσει την αγωγή αρ. 3359/2023 αλλά έθεσε επίσης και θέματα μεροληψίας.

 

Εισηγείται ο ενόρκως δηλών ότι η διαφορά που προέκυψε πρέπει να επιλυθεί μέσω Διαιτησίας. Η Αιτήτρια ήταν πάντα πρόθυμη να επιλύσει τη διαφορά που προέκυψε.

 

Στην υπό κρίση αίτηση, η Ενάγουσα καταχώρησε ένσταση, προβάλλοντας επτά συνολικά λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Οι λόγοι Ένστασης συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Α.   Η Αίτηση είναι καταχρηστική, υπάρχει ήδη η απόφαση της αρχιτέκτονος, την οποία προσπαθεί να παρακάμψει.

Β.   Η Αιτήτρια προσπαθεί να παραπλανήσει και να δημιουργήσει θέμα για το διαιτητή που διόρισε ισχυριζόμενος δυσφήμηση του.

Γ. Το θέμα το οποίο εισηγείται δεν αποτελεί διαφορά. Ακόμη κι αν υπάρχει διαφορά πρόκειται για νομικό σημείο. Η Αιτήτρια προσπαθεί να αποφύγει το Δικαστήριο.

 

Μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε εκκρεμής ρήτρα διαιτησίας αφού ο διαιτητής παραιτήθηκε με επιστολή ημερ. 09/12/2023.  Προδικαστηριακό πρωτόκολλο στην Εναγόμενη επιδόθηκε στις 09/11/2023 (Τεκμήριο 1 και 2). Το έντυπο απαίτησης επιδόθηκε στις 30/11/2023. Δεν υπάρχει σύμφωνα με την Καθ’ ής η Αίτηση ενεργοποιημένη ρήτρα διαιτησίας.

 

Το προσχέδιο διατάγματος που συνόδευσε την αίτηση δεν είναι ορθό σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα και ως συμβουλεύεται από τους νομικούς της συμβούλους αυτό πάσχει.

 

Επιπλέον σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα η διαφορά των διαδίκων προκύπτει από τα δύο έγγραφα που υπογράφηκαν ήτοι μιας προσυμφωνίας ημερομηνίας 05/11/2021 και του συμβολαίου εργολαβίας στα οποία αναγράφονται διαφορετικά ποσά. Προκύπτουν σοβαρά θέματα υπολογισμού πρόσθετων και επί έλαττον εργασιών και θα πρέπει πρώτα να καθορισθεί ποιες τιμές μονάδος θα εφαρμοστούν εφόσον η προσυμφωνία καθόριζε με σαφήνεια τις τιμές μονάδος και όχι ένα στρογγυλό ποσό.

 

Είναι η θέση της Καθ’ ής η Αίτηση ότι η Αιτήτρια μέσω της επιστολής της ημερομηνίας 12/07/2023 δεν εξήγησε ούτε καθόρισε ποια είναι η διαφορά που προέκυψε. Αναφέρει μόνο τη δική της απαίτηση χωρίς να αναφέρει τη θέση της Ενάγουσας. Δεν παρουσίασε όλες τις επιστολές που ανταλλάχθηκαν. Είναι η θέση της ότι εφόσον δεν, καθορίστηκε η διαφορά ότι δεν μπορεί η υπόθεση να παραπεμφθεί σε διαιτησία.

 

Ως Τεκμήριο 3 επισυνάπτει επιστολή της αρχιτέκτονος ημερ. 27/06/2023 με τίτλο απόφαση δυνάμει των προνοιών του άρθρου 37 του συμβολαίου, στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «όσον αφορά το ποσό του συμβολαίου στα οποία συμβόλαια στην ανάλυση κόστους αναγράφονται τα ποσά των €179.861,00 και €180.571,00 αντίστοιχα μη συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ενώ στα συμβόλαια αναγράφεται το ποσό των €200.000 νοείται ότι το τελευταίο ποσό θα πληρωθεί μόνο εάν και εφόσον υπάρξουν επιπρόσθετες εργασίες οι οποίες θα ζητηθούν από τον επιβλέποντα. Τέτοιες εργασίες που να μην προβλέπονται στην ανάλυση κόστους δεν έχουν μέχρις στιγμής υλοποιηθεί». Είναι η θέση της Ενάγουσας ότι ακόμη κι αν υπήρχε διαφορά και ενώ η Αιτήτρια είχε παραλάβει την επιστολή της αρχιτέκτονος (Τεκμήριο 3) απόστειλε ξανά επιστολή την 12/07/2023 προς την αρχιτέκτονα (Τεκμήριο 4) στην οποία η αρχιτέκτονας απάντησε ως το Τεκμήριο 5. Το θέμα το οποίο επιδιώκει να παραπέμψει σε διαιτησία η Ενάγουσα- Αιτήτρια είναι ανύπαρκτο διότι κατά τη θέση της έχει ήδη απαντηθεί. Κατά τη θέση της ενόρκως δηλούσα το ζήτημα τέθηκε ενώπιον της αρχιτέκτονος η οποία το επίλυσε με απόφαση της ημερομηνία 27/06/2023. Η απαίτηση της Καθ’ ής η Αίτηση σύμφωνα πάντα με την ενόρκως δηλούσα θα πρέπει να επιλυθεί επί του δύσκολου νομικού σημείου ήτοι κατά πόσο θα πρέπει να υπερισχύσουν οι τιμές μονάδος ή το στρογγυλό ποσό που είχε συμφωνηθεί.

 

Η Αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Ουδείς εκ των ενόρκων δηλούντων αντεξετάστηκε ούτε καταχωρήθηκε οποιαδήποτε συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Αμφότεροι συνήγοροι και των δύο πλευρών εφοδίασαν το Δικαστήριο με γραπτά κείμενα αγορεύσεων.

 

Η Αίτηση ουσιαστικά στηρίζεται στο άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4). Μέσω του εν λόγω άρθρου καθορίζεται η εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει μια δικαστική διαδικασία εάν ικανοποιηθεί ότι δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη παραπομπή του θέματος σε διαιτησία. Βασική προϋπόθεση είναι να υπάρχει ρήτρα διαιτησίας σε συνυποσχετικό, ο αιτητής να προβεί στην καταχώρηση αίτησης μετά την καταχώρηση εμφάνισης και πριν προβεί σε οιονδήποτε άλλο διάβημα στη διαδικασία. Σε αντίθετη περίπτωση το Δικαστήριο στερείται διακριτικής ευχέρειας αναστολής της διαδικασίας. (βλέπε Russel on Arbitration, 20η  έκδοση, σελ. 163-178). Προϋποτίθεται επίσης ότι ο αιτητής θα πείσει το Δικαστήριο ότι όταν άρχισε η δικαστική διαδικασία ήταν και εξακολουθεί να είναι έτοιμος και πρόθυμος να πράξει οτιδήποτε το αναγκαίο για την διεξαγωγή της διαιτησίας.

Το τι αποτελεί «συνυποσχετικό» καθορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Κεφ. 4, ως ακολούθως:

«η γραπτή συμφωνία για την υποβολή υφιστάμενων ή μελλοντικών διαφορών σε διαιτησία είτε κατονομάζεται ο διαιτητής είτε όχι.»

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κεφ. 4 αναφέρεται ότι:

«το συνυποσχετικό, εκτός αν εκφράζεται αντίθετη πρόθεση σ' αυτό, είναι ανέκκλητο, εκτός αν επιτραπεί από το Δικαστήριο, και έχει την ίδια ισχύ από κάθε άποψη ωσάν να ήταν διάταγμα Δικαστηρίου.»

Εάν το Δικαστήριο επιβεβαιώσει ότι πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις τότε μόνο θα εξετάσει εάν συντρέχουν καλοί λόγοι που να δικαιολογούν τη συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας και τη μη παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία. Η αναστολή της διαδικασίας, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου όπως προκύπτει και από την χρήση της λέξης «δύναται» στο άρθρο 8 του Κεφ. 4.

Στην απόφαση Bulfracht v. Third world steel co Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ 148, έγινε αναφορά στις προϋποθέσεις που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην εξέταση του αιτήματος ως ακολούθως:

1.    Ύπαρξη έγκαιρης συμφωνίας για παραπομπή της αμφισβήτησης σε διαιτησία.

2.    Έναρξη διαδικασίας ενώπιον Δικαστηρίου.

3.    Έναρξη Δικαστικής διαδικασίας από συμβαλλόμενο στην σύμβαση διαιτησίας ή από πρόσωπο που αξιώνει μέσω ή κάτω από αυτό, εναντίον του αντισυμβαλλομένου ή εναντίον προσώπου που αξιώνει μέσω ή κάτω από αυτό.

4.    Η Δικαστική διαδικασία να είναι αναφορικά με αμφισβήτηση που συμφωνήθηκε να παραπεμφθεί.

5.    Η αίτηση για αναστολή να γίνεται από διάδικο στην δικαστική διαδικασία.

6.    Υποβολή της αίτησης μετά την καταχώρηση εμφάνισης και πριν την ανταλλαγή εγγράφων προτάσεων ή την λήψη οιουδήποτε άλλου διαβήματος στην διαδικασία.

7.    Ο αιτητής να είναι έτοιμος να πράξει όλα τα αναγκαία για την δέουσα διεξαγωγή της διαιτησίας.

Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας των Δικαστηρίων όταν εκφράζεται ξεκάθαρα η βούληση των μερών για να χρησιμοποιήσουν το θεσμό αυτό, τότε τα Δικαστήρια κλίνουν στη στήριξη των συμφωνιών διαιτησίας. Μόνο εάν αποδειχθούν σοβαροί λόγοι ισχυροί λόγοι που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της. Ο διάδικος που επικαλείται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου οφείλει να αποδείξει τους λόγους αυτούς (βλ. Balkancarimpex Fto v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ 815).

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ακόμη κι αν στις πρόνοιες του συμβολαίου οπου καλύπτεται με ρήτρα διαιτησίας γίνεται αναφορά σε «οποιεσδήποτε διαφορές» δεν εξ’ υπακούει κατ' ανάγκη ότι οποιαδήποτε αξίωση έστω και αν αυτή πηγάζει από τη μη τήρηση των όρων της συμφωνίας, συνιστά και διαφορά η οποία καλύπτεται από τις πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας. Θα πρέπει η διαφορά να αφορά είτε στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την ευθύνη ή την υποχρέωση είτε στις νομικές επιπτώσεις των εν λόγω γεγονότων. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Tradex v. Queensea Marine Co (1986) 1 C.L.R 559.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των προϋποθέσεων ως ανωτέρω κρίνω ορθό να εξετάσω τα δύο θέματα που εγέρθηκαν μέσω της ένστασης της η Καθ’ ής η Αίτηση. Το πρώτο θέμα που εγέρθηκε είναι ότι το προσχέδιο διατάγματος δεν είναι ορθό και ότι πάσχει και δη ότι δεν είναι δυνατόν να εκδοθούν τα διατάγματα που αναγράφονται σ’ αυτό. Είναι η θέση της Καθ’ ής η Αίτηση ότι με το προσχέδιο διεκδικούνται διατάγματα που δε ζητούνται με την Αίτηση ή που δε δικαιούται να ζητήσει η Καθ΄ ής η Αίτηση. Εξ’ αρχής αναφέρω ότι το προσχέδιο διατάγματος δεν είναι δεσμευτικό για το Δικαστήριο. Η προσθήκη προσχεδίου διατάγματος αποτελεί καινοτομία στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του έτους 2023. Ο σκοπός επισύναψης προσχεδίου διατάγματος είναι η υποβοήθηση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δε βασίζεται στο προσχέδιο διατάγματος για να εκδώσει κάποιο διάταγμα αλλά θα εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος. Εφόσον λοιπόν το προσχέδιο διατάγματος δεν είναι δεσμευτικό η εξέταση της ορθότητας και «εγκυρότητας» του κρίνω ότι δε θα προσφέρει κάτι στη διαδικασία. Κατά συνέπεια κρίνω ότι η περαιτέρω συζήτηση του θέματος παρέλκει.

Τέθηκε επίσης ότι ο ενόρκως δηλών στην Αίτηση κος Ιωάννου δικηγόρος δεν αναφέρει στην ένορκη δήλωση του την πηγή της γνώσης του με σαφήνεια. Από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι, είναι εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια όπως προβεί στην ένορκη δήλωση. Προβαίνει στην ένορκη δήλωση κατόπιν μελέτης του φακέλου της υπόθεσης, από γεγονότα που γνωρίζει προσωπικά καθώς και από πληροφορίες που έχει λάβει από την Εναγόμενη όπως επίσης και από νομική συμβουλή που έλαβε από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια/Εναγόμενη. Δεν τίθεται θέμα από την Καθ’ ής η Αίτηση ως προς το ότι ορκίζεται την ένορκη δήλωση δικηγόρος αλλά ως προς την πηγή γνώσης του. Δεν έχω αντιληφθεί να προκύπτει οποιαδήποτε ασάφεια ως προς την αποκάλυψη της πηγής γνώσης του ενόρκως δηλούντος αλλά ούτε ότι έχει προκύψει αοριστία ως ισχυρίζεται Καθ’ ής η Αίτηση. Η θέση αυτή κρίνεται αβάσιμη.

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης οιουνδήποτε διατάγματος.

Η Αιτήτρια εν προκειμένω επικαλείται το άρθρο 37 του συμβολαίου το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα:

«37.1.Σε περίπτωση που οποιαδήποτε διαφωνία ήθελε προκόψει μεταξύ του Εργοδότου ή του Αρχιτέκτονα ενεργούντος εκ μέρους του Εργοδότου και του Εργολάβου, είτε μεταξύ οποιουδήποτε από αυτούς και οττοιουδήποτε άλλου που σχετίζεται με το Συμβόλαιο και την εκτέλεση των Εργασιών, τότε το θέμα της διαφοράς θα αναφέρεται κατ’ αρχή στον Αρχιτέκτονα εγγράφως, με αντίγραφο οτο άλλο μέρος, με ρητή αναφορά ότι τούτο γίνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτού του Άρθρου για επίλυση και έκδοση "Απόφασης του Αρχιτέκτονα".

Ζητήματα στα οποία δυνατόν να αναφυούν διαφορές, περιλαμβάνουν οπωσδήποτε γνωμοδότηση, οδηγία, απόφαση, εκτίμηση, πιστοποιητικό του Αρχιτέκτονα, αναπροσαρμογή του Ποσού του Συμβολαίου, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από το Συμβόλαιο και την αδικαιολόγητη παρεμπόδιση ή άρνηση συγκατάθεσης ή συμφωνίας οπό μέρους του Εργοδότη ή του Εργολάβου.

Η τέτοια αναφορά διαφοράς προς έκδοοη ‘Απόφασης Αρχιτέκτονα" μπορεί να γίνει, είτε κατά την διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών, ή μετά την συμπλήρωση των και είτε πριν είτε μετά την ακύρωση ή τερματισμό του Συμβολαίου.

37.2 Εφ' όσον το Συμβόλαιο δεν έχει ακυρωθεί βάσει των προνοιών του Συμβολαίου, κοι ανεξάρτητα από φ την ύπαρξη ή αναφορά της διαφοράς, ή την Απόφαση του Αρχιτέκτονα πάνω στην διαφορά, ο Εργολάβος θα συνεχίσει τις εργασίες με όλη την απσιτοΰμενη σπουδή και επιμέλεια.

Τόσο δε ο Εργολάβος όσο και ο Εργοδότης θα συμμορφώνονται προς κάθε Απόφαση του Αρχιτέκτονα ή Οδηγία του μέχρις ότου, αυτή η Απόφαση ή Οδηγία του τροποποιηθεί ή ακυρωθεί όπως προνοείται πιο κάτω.

37.3.Ο Αρχιτέκτων μέσα σε 30 μέρες από την ημερομηνία εγγραφής αναφοράς της διαφοράς, οφείλει να εκδώσει την Απόφαση του και να την κοινοποίηση, τόσο στον Εργοδότη, όσον και στον Εργολάβο.

H τέτοια Απόφαση πρέπει να αναφέρει ρητά ότι, εκδίδεται σύμφωνα με τες πρόνοιες του Άρθρου τούτου, διαφορετικά θα θεωρείται άνευ αποτελέσματος.

37.4.Αν μέσα στη περίοδο 30 ημερών, ο Αρχιτέκτων δεν εκδώσει την Απόφαση του πάνω στην διαφορά, ή εάν αφού εκδώσει την Απόφαση του. είιε ο Εργοδότης είτε ο Εργολάβος δεν είναι ικανοποιημένοι από την Απόφαση, τότε μέσα σε πρόσθετες 30 μέρες από την παράλειψη ή έκδοση της Απόφασης από τον Αρχιτέκτονα, το ενδιαφερόμενο μέρος θα δώσει έγγραφη ειδοποίηση στο άλλο μέρος, με κοινοποίηση στον Αρχιτέκτονα με την οποία να αξιώνει την παραπομπή της διαφοράς σε Διαιτησία.

Εάν όμως μέσα στις προθεσμίες που αναφέρονται πιο πάνω κανένα μέρος δεν αξιώσει Διαιτησία, τότε 0 η μεν μη έκδοση Απόφασης οπό τον Αρχιτέκτονα θα θεωρείται ως τελεσίδικη απόρριψη του αιτήματος, η δε Απόφαση που έχει εκδώσει ο Αρχιτέκτων, θα θεωρείται ευς τελεσίδικη και δεσμευτική για τα μέρη και καμιό απαίτηση ή πρόσθετη διαδικασία ή θεραπεία δεν θα ισχύει ή θα μπορεί να προωθηθεί σχετικά με την διαφορά.

37.5. Σε περίπτωση παραπομπής της διαφοράς σε Διαιτησία, οποιοδήποπ από τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να καλέσει με γραπτή ειδοποίηση το άλλο μέρος, δίδοντας προθεσμία 10 ημερών, σε συνάντηση για να συμφωνήσουν τον από κοινού διορισμό Διαιτητή, κοινής αποδοχής, ο οποίος να αναλάβει την επίλυσή της διαφοράς.

Εάν μέαα σε πρόσθετες 10 μέρες από την εκττνοή της προθεσμίας της πιο πάνω ειδοποίησης, τα μέρη δεν συμφωνήσουν σε ένα κοινά αποδεκτό Διαιτητή, τότε το κάθε μέρος θα διορίζει με επιστολή του προς το άλλο μέρος τον δικό του Διαιτητή και θα καλεί το άλλο μέρος να διορίσει τον δικά του Διαιτητή.

Εάν μέσα σε 8 μέρες από τη λήψη της ειδοποίησης αυτής, το άλλο μέρος αρνηθεί ή παραλείψει να διορίσει τον δικό του Διαιτητή, τότε θα ισχύουν και θα μπαίνουν σε εφαρμογή οι πρόνοιες του Περί Διαιτησίας Νόμου, κεφ. 4, ή οποιοσδήποτε σχετικής τροποποίησης τοο Νόμου ήθελε θεσπίσει η Κυπριακή Δημοκρατία.

37.6.Σε περίπτωση που τα δύο μέρη διορίσουν αντίστοιχα τους δικούς τους Διαιτητές, οι δύο Διαιτητές οφείλουν σε 10 μέρες από τον διορισμό τους να συναντηθούν και ττροτού προχωρήσουν σιην εξέταση οποιοσδήποτε θέματος, να συμφωνήσουν στον διοριομό κοινά αποδεκτού Επιδιαιτητή

Εάν οι δύο Διαιτητές αποτύχουν να συμφωνήσουν στον διορισμό κοινό αποδεκτού Επιδιαιτητού, τότε θα ισχύουν και εφαρμόζονται οι σχετικές πρόνοιες tou Νόμου περί Διαιτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εκτός εάν άλλως, ρητά προνοείται στο άρθρο αυτό, Οε κάθε θέμα διαδικασίας ή διεξαγωγής της Διαιτησίας, συμπεριλαμβανομένων του νομικού αποτελέσματος και εκτέλεσης της απόφασης της Διαιτησίας, θα ισχύουν και εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου περί Διαιτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

37.7 Παραπομπή διαφοράς για επίλυση, βάσει ίου παρόντος Συμβολαίου, εκτός για ζητήμσια που αφορούν Πιστοποιητικά Πληρωμής ή αντικατάσταση tou Αρχιτέκτονα, δεν θα γίνεται πριν από την Έμπρακτη Συμπλήρωση ή ισχυριζόμενη Έμπρακτη Συμπλήρωση των Εργασιών, ή από την λύση, ή την ισχυριζόμενη λύση του Συμβολαίου, ή από την Εγκατάλειψη των Εργασιών, εκτός εάν άλλως ουμφωνηθεί γραπτώς μεταξύ του Εργοδότου ή του Αρχιτέκτονα ενεργούντος εκ μέρους του Εργοδόιου και του Εργολάβου.

37.8.Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του, ο Διαιτηιής, οι Διαιτητές ή Επιδιαιτητής, ανάλογα με την περίπτωση, θα έχουν δικαίωμα να προβούν σε επιμετρήσεις ή/και εκτιμήσεις που κατά τη γνώμη τους χρειάζονται για να εξακριβώσουν τα δικαιώματα των μερών και επιδικάσουν οπωσδήποτε ποσό έπρεπε να συμπεριληφθεί ή μη σ' οποιοδήποτε Πιστοποιητικό και να αναθεωρήσουν οπωσδήποτε Πιστοποιητικό, απόφαση, απαίτηση ή ειδοποίηση και γενικά να αποφασίσουν για όλα τα αμφισβητούμενα ζητήματα από τα μέρη.

37.9 Η απόφαση του διαιτητή, των Διαιτητών ή του Επιδιαιτητή, ανάλογα με την περίπτωση, θα είναι τελεσίδικη και δεσμευτική για τα μέρη.

37.10 Η αμοιβή και τα έξοδα του Διαιτητή, των Διαιτητών και ιου Επιδιαιτητή, ανάλογα με την περίπτωση, θα κατανέμονται μεταξύ των μερών, σύμφωνα με την απόφαση της Διαιτησίας.

Νοείται, ότι οι ως άνω Διαιτητής, οι Διαιτητές ή Επιδιαιτητής, θα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν οπό τα μέρη να καταβάλουν εξ ημισείάς μέρος της αμοιβής και εξόδων επί προσωρινής βάσης, μέχρι της έκδοσης της Απόφασης της Διαιτησίας και της επιδίκασης των προς τα μέρη, οπότε θα γίνει ανακατανομή.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση το πρώτο που εξετάζεται είναι εάν πράγματι υπάρχει ρήτρα διαιτησίας και ποια θέματα καλύπτει αυτή. Επισημαίνω ότι δεν έχει αμφισβητηθεί ότι έχει υπογραφεί μεταξύ των μερών το συμβόλαιο. Έχουν επισυναφθεί τα σχετικά έγγραφα. Είναι αδιαμβισβήτητο ότι οι διάδικοι στην παρούσα υπόγραψαν και αποδέχθηκαν τους όρους του συμβολαίου. Γίνεται αναφορά σε υπογραφή συμβολαίου και προσυμφωνίας.  Η προσυμφωνία προηγείται χρονικά του συμβολαίου. Μέσω των δύο εγγράφων έχουν καταγραφεί οι θέσεις των διαδίκων ως προς τις εργασίες που θα γίνονταν, τον τρόπο πληρωμής και τα ποσά. Ο όρος 37 του συμβολαίου ως αναγράφεται ανωτέρω αναφέρει ξεκάθαρα ότι σε περίπτωση που προκύψει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των διαδίκων τότε το θέμα θα αναφέρεται κατ’ αρχήν στον αρχιτέκτονα.  Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι μεταξύ των μερών υπήρξε έγκυρη ρήτρα διαιτησίας για παραπομπή διαφοράς τους σε διαιτησία.

 

Είναι φυσικά σαφές από τη νομολογία μας ότι η ύπαρξη ρήτρας έχει μόνο τέτοια και όση έκταση, της δίνουν οι όροι της. Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο η Εναγόμενη/Αιτήτρια έχει καταδείξει με σαφήνεια ποια είναι ακριβώς η διαφορά που προέκυψε μεταξύ των μερών η οποία δυνάμει του όρου θα πρέπει να παραπεμφθεί σε διαιτησία.

 

Η Ενάγουσα με την απαίτηση της αιτείται από την Εναγόμενη όπως της καταβάλει το ποσό των €34.452,20 πλέον τόκο 5% από την ημερομηνία τερματισμού του συμβολαίου με τον ισχυρισμό η Εναγόμενη/ Αιτήτρια δεν εκτέλεσε την εργασία που προνοείτο στα σχέδια και τους όρους και τα δελτία ποσοτήτων τα οποία υπερίσχυαν και του τελικού αναγραφέντος ποσού. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έπρεπε να καταβάλει στην Εναγόμενη το ποσό των €111.647,69 πλέον Φ.Π.Α. και όχι το ποσό των €153.682,28 που κατέβαλε ενώ κατά τη θέση της έχει εισπράξει περισσότερα από όσα δικαιούται και ζητά επιστροφή του ποσού.

 

Επίσης, η Εναγόμενη/Αιτήτρια σκιαγράφησε μέσω της ένορκης δήλωσης την απαίτηση που ισχυρίζεται ότι έχει εναντίον της Ενάγουσας/Καθ’ ής η Αίτηση. Έκανε αναφορά σε υπαρκτή διαφορά μεταξύ τους, και ότι αυτή αφορά τον καθορισμό του ποσού του συμβολαίου το οποίο συμφώνησαν τα μέρη ότι θα πληρώσει η Ενάγουσα/ Καθ’ ής η Αίτηση στην Αιτήτρια με βάση τους όρους του συμβολαίου. Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο πράγματι αυτή η απαίτηση αποτελεί πράγματι διαφορά μεταξύ των διαδίκων αλλά και υπαρκτή διαφορά. Η Καθ’ ής η Αίτηση επισύναψε μέσω της ένορκης δήλωσης που συνόδευσε την Ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της το Τεκμήριο 3 που φαίνεται να είναι μια επιστολή απόφαση της αρχιτέκτονος ημερομηνίας 27/06/2023. Με αυτή την επιστολή/απόφαση φέρεται να αποφασίστηκε το θέμα που εγείρει σαν διαφορά η Αιτήτρια. Χωρίς να αποφαίνομαι σε θέματα ουσίας, προβαίνω σ’ αυτήν την αναφορά για να θίξω το κενό που παρατηρώ ως προς την ύπαρξη της διαφοράς. Επίσης η Αιτήτρια ενώ παραθέτει μέσω της ένορκης δήλωσης της, τις επιστολές που απόστειλε ή ανταλλάχθηκαν σχετικά με την απαίτηση της, παρέλειψε να επισυνάψει την απόφαση της αρχιτέκτονος ως ανωτέρω ούτε την απάντηση της στην επιστολή ημερ. 12/07/2023 όπου φαίνεται ότι έθεσε εκ νέου στην αρχιτέκτονα το ίδιο ζήτημα προς επίλυση, ήτοι τον καθορισμό του ποσού του συμβολαίου. Παρατηρείται γενικά μια σύγχυση στα γεγονότα που τέθηκαν. Αυτό όμως που μπορεί να λεχθεί είναι ότι η Αιτήτρια ίσως προσπαθεί να επαναφέρει τις απαιτήσεις της μέσω της οδού της διαιτησίας.

 

Από την άλλη η απαίτηση της Ενάγουσας/Καθ’ ής η Αίτηση εδράζεται σε χρηματική αξίωση για επιστροφή ποσού με βάση τους όρους του συμβολαίου. Υπενθυμίζω ότι το βάρος είναι στους ώμους της Αιτήτριας να καταδείξει με σαφήνεια ποια είναι ακριβώς τελικά η διαφορά μεταξύ των μερών ώστε να πρέπει ή να δύναται να παραπεμφθεί αυτή σε διαιτησία, πράγμα που απέτυχε να πράξει.

 

Με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου αυτό που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι μεταξύ των διαδίκων ίσως να υπάρχει κάποια διαφωνία ως προς την ερμηνεία των όρων του συμβολαίου. Υπενθυμίζω ότι αυτό δεν αποτελεί ξεκάθαρα επίδικο θέμα της αγωγής. Όμως προκειμένου να εξεταστεί η απαίτηση της Ενάγουσας θα πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει τους όρους του συμβολαίου. Ομοίως προκειμένου να μπορούσε να εξεταστεί η απαίτηση της Εναγόμενης και δη κατά πόσο θα πληρωθεί ποσό άλλο από το ποσό των ευρώ 200.000 που σημειώνεται στο συμβόλαιο πάλι το Δικαστήριο θα προέβαινε σε εξέταση και ερμηνεία κατ’ επέκταση των όρων του συμβολαίου. Ακόμη δηλαδή κι αν μπορούσε να λεχθεί η διαφορά των μερών, είναι η ερμηνεία των όρων του συμβολαίου αυτό ουσιαστικά συνιστά νομικό θέμα. Η ερμηνεία των όρων ενός συμβολαίου αποτελεί έργο του Δικαστηρίου και θα ήταν ευχερέστερο το ζήτημα αυτό να αποφασιζόταν από Δικαστήριο και όχι στα πλαίσια Διαιτησίας.

 

Αναφέρω ότι προκύπτει μέσω των όσων τέθηκαν η ετοιμότητα της Εναγόμενης-Αιτήτριας για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία αλλά ως προαναφέρω δεν ξεκαθάρισε ποια είναι τελικά η μεταξύ τους διαφορά. Υπενθυμίζω ότι φέρεται για την απαίτηση της Αιτήτριας να έκδωσε τον Ιούνιο του 2023 μια απόφαση η αρχιτέκτονας ώστε ως εξηγώ πιο πάνω να μην μπορώ με ασφάλεια να μιλώ ξεκάθαρα για διαφορά μεταξύ των διαδίκων ως την καθορίζει η Αιτήτρια. Επισημαίνω το αιτητικό της απαίτησης της Ενάγουσας είναι εντελώς διαφορετικό.

 

Εν κατακλείδι δεν έχει καταδειχθεί με σαφήνεια και καθαρότητα η διαφορά των μερών. Το γεγονός λοιπόν αναγραφής στον όρο 37 ότι καλύπτονται οποιεσδήποτε διαφορές δεν εξ’ υπακούει αυτόματα διαφορά. Η Αιτήτρια λοιπόν απότυχε να καταδείξει αυτή τη διαφορά.

Υπό το φως των πιο πάνω η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης-Καθ’ ής η Αίτησης και εναντίον της Εναγόμενης-Αιτήτριας τα οποία έξοδα θα καθοριστούν από το Δικαστήριο εφόσον προηγουμένως ακουστού οι δικηγόροι των διαδίκων.

                                                                                     (Υπ.) ...................

                  Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο