ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

                

                                                        Αρ. Αγωγής:     905/2016                                                          

 

 

Μεταξύ:

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

                                                                                  Ενάγουσα

       και

 

                                 ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

                                                                                    Εναγόμενου

                                                                                                                                                

Ημερομηνία: 09/07/2024

Για Ενάγoυσα: κα Μαρία Κυριάκου

Για Εναγόμενο: κος Θεοφάνης Ανδρέου και κα Θ. Ανδρέου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό κρίση αγωγή η Ενάγουσα αξιώνει ποσό ως υπόλοιπο συμφωνιών δανείου, τόκους αλλά και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται όπως η εγγραφή των αξιογράφων της Marfin Popular Bank Public Cap Securities 2008 του Εναγόμενου τα οποία  με έγγραφο ενεχυρίασης κινητών αξιών ημερ. 23/04/2010  ενεχυριάστηκαν υπέρ της Marfin Popular Bank Public Cap Securities 2008 για το ποσό των €61.641,27 πλέον τόκους και έξοδα που θα προκύψουν ως τον τελικό διακανονισμό όλων των οφειλόμενων από τον Εναγόμενο 1 ποσών, περιέλθουν στην κατοχή της.

 

Ο Εναγόμενος μέσω της Υπεράσπισης του ήγειρε μεταξύ άλλων δύο προδικαστικές ενστάσεις και συγκεκριμένα ότι η παρούσα αγωγή είναι παράνομη και καταχρηστική ενόψει της καταχώρησης της αγωγής αρ. 63/2013 του ΕΔ Λευκωσίας  μέσω της οποίας ο Εναγόμενος ζητούσε την ακύρωση της επίδικης στην παρούσα αγωγή συμφωνίας δανείου ως εξ’ υπαρχής άκυρης λόγω παράβασης των εκ του νόμου και κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων μεταξύ άλλων και της Ενάγουσας στην παρούσα. Η 2η προδικαστική ένσταση εδράζετο στο ότι η παρούσα αγωγή είναι καταχρηστική  και/ή δόλια και έχει καταχωρηθεί με μοναδικό σκοπό όπως η Ενάγουσα αποφύγει την εξέταση της νομιμότητας της επίδικης συμφωνίας δανείου, νομιμότητα η οποία θα εξεταστεί στην αγωγή αρ. 63/2013. Πέραν των προδικαστικών ενστάσεων η Υπεράσπιση του Εναγόμενου είναι ότι η επίδικη συμφωνία δανείου έγινε με σκοπό την αγορά αξιογράφων κεφαλαίου της Ενάγουσας και ότι τα χρήματα δόθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό. Αποτελεί ισχυρισμό του Εναγόμενου ότι η συμφωνία δανείου η οποία καταρτίστηκε με σκοπό την αγορά αξιογράφων κεφαλαίου είναι παράνομη και/ή άνευ αντιπαροχής και κατ’ επέκταση άκυρη και χωρίς νομική ισχύ. Αρνείται επίσης γενικά τα ισχυριζόμενα υπόλοιπα, ότι οι χρεώσεις είναι παράνομες και αντισυμβατικές. Ανταπαιτεί δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία δανείου και η συμπληρωματική συμφωνία δανείου με σκοπό τη χρηματοδότηση και/ή εξασφάλιση της αγοράς αξιογράφων της πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd είναι άκυρες και παράνομες αλλά και Διάταγμα και απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εισπράχθηκαν τα χρήματα από την επίδικη συμφωνία δανείου με τον Εναγόμενο για αγορά αξιογράφων, δημιουργούν υποχρέωση έναντι του Εναγόμενου για αποκατάσταση του τελευταίου.

 

Ουσιαστικά ο Εναγόμενος μέσω της Υπεράσπισης του αρνήθηκε γενικά τα όσα πρόβαλε η Ενάγουσα.  Δεν απάντησε στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν παρά γενικά και αόριστα έθεσε ότι οι χρεώσεις είναι παράνομες και αντισυμβατικές ή ότι αναφορικά με τις συμφωνίες δανείου ότι διαφωνεί με τους όρους της.[1]

    

Η Ενάγουσα επίσης έχει καταχωρήσει Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση μέσω της οποίας αρνείται τις θέσεις και ισχυρισμούς της Υπεράσπισης.

 

Κατά την έναρξη ακροαματικής διαδικασίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγόμενου δήλωσε ότι δε θα προωθηθούν οι δύο προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν μέσω της Υπεράσπισης καθότι η αγωγή αρ. 63/2013 αποσύρθηκε ως διευθετηθείσα μετά από επαλήθευση του χρέους από τον εκκαθαριστή της Marfin Popular Bank. Ως ανάφερε κατά την απόσυρση της αγωγής του έτους 2013 έγινε μεταξύ άλλων δήλωση ότι το θέμα ακυρότητας του επίδικου δανείου θα προωθηθεί και θα εκδικαστεί στα πλαίσια της παρούσης αγωγής. Κατατέθηκε εκ συμφώνου το Τεκμήριο 11. Επιπροσθέτως ο Εναγόμενος κατά την έναρξη ακροαματικής διαδικασίας υπέβαλε προφορικό αίτημα όπως του επιτραπεί να παρουσιάσει μάρτυρα το όνομα του οποίου δε συμπεριλαμβανόταν  στον κατάλογο μαρτύρων. Για λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 21/11/2023 το αίτημα απορρίφθηκε.

 

Ακροαματική διαδικασία-Μαρτυρία

 

Για να αποδείξει τις αξιώσεις της η Ενάγουσα κατέθεσαν ο κος Κωνσταντίνος Αδαμίδης (ΜΕ1) και ο κος Πανίκος Αθανασίου (ΜΕ2). Εκ μέρους του Εναγόμενου έδωσε μαρτυρία μόνο ο ίδιος (ΜΥ1). Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις εκατέρωθεν αγορεύσεις τόσο προφορικώς όσο και γραπτώς. Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας, η δε έγγραφη είναι καταχωρισμένη ως Τεκμήρια.  Συνοπτικά παρατίθενται τα κύρια σημεία αυτής. Το τι ακολουθεί εννοείται είναι αποτέλεσμα μελέτης του συνόλου της μαρτυρίας και εξέταση των θέσεων που εγέρθηκαν.[2] Πρωτίστως υπενθυμίζω ότι βασικός κανόνας είναι ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Το Δικαστήριο δε θα βασιστεί ούτε θα επεκταθεί σε θέματα που δε δικογραφούνται και τα οποία θα έπρεπε να δικογραφηθούν.[3]

 

Είναι ορθό να τεθεί εξ αρχής ότι δεν αμφισβητήθηκε και είναι παραδεκτό μέσω των δικογράφων ότι η Ενάγουσα είναι τραπεζικός οργανισμός νομότυπα εγγεγραμμένος σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας και διεξάγει τραπεζικές εργασίες όλων των ειδών. Δυνάμει πιστοποιητικών αλλαγής ονομασίας από τον Έφορο εταιρειών ημερομηνίας 05/04/2012 η Marfin Popular Bank Public Co Ltd μετονομάστηκε σε Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Από 29 Μαρτίου 2013 με βάση το διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 5(1) (α), 7 (1) και 9 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων νόμου του έτους 2013, το οποίο αναφέρεται ως o περί Πώλησης ορισμένων εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, Διάταγμα του 2013 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ΚΔΠ 104/2013, έχουν μεταβιβαστεί περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.

 

Επίσης είναι παραδεκτό ότι ο Εναγόμενος περί το Δεκέμβριο 2022 απόσυρε την αγωγή με αρ. 63/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με μόνη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του επί του θέματος ακυρότητας του δανείου ημερομηνίας 23/04/2010 το οποίο και αποτελεί επίδικο θέμα στα πλαίσια της υπό κρίση αγωγής.

Σύνοψη Μαρτυρίας

 

ΜΕ1

 

Ο ΜΕ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Α. Ως ανάφερε είναι στην υπηρεσία της Ενάγουσας ως Λειτουργός στο Τμήμα Είσπραξης χρεών. Παρουσίασε τα καθήκοντα του και εξήγησε ότι η Ενάγουσα έχει υποκαταστήσει τη Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής ως « η Τράπεζα»). Κατάθεσε σχετικά το Τεκμήριο 1. Εξήγησε ότι ο Εναγόμενος σύναψε με την Τράπεζα σύμβαση δανείου περί την 23/04/2010 ως το Τεκμήριο 1 και ανοίχθηκε ο λογαριασμός αρ[ ]. Με τη μεταφορά του λογαριασμού στην Ενάγουσα ανοίχθηκε νέος λογαριασμός με αρ. [ ]. Παράθεσε τους όρους της συμφωνίας δανείου και κατάθεσε σχετικά το Τεκμήριο 2. Ως εξασφάλιση ενεχυρίασε 50 αξιόγραφα κεφαλαίου της Marfin Popular Bank Public Cap. Securities έκδοσης του έτους 2008 ως το Τεκμήριο 3. Κατάθεσε επίσης το Τεκμήριο 4 κατάσταση ενεχυριασμένων αξιών στο ΧΑΚ ημερομηνίας 27/04/2010.

 

Σύμφωνα με το ΜΕ1 ο Εναγόμενος περί την 20/12/2012 αιτήθηκε αλλαγή της δόσης διάρκειας του δανείου ως το Τεκμήριο 5. Παράθεσε μέσω της μαρτυρίας του, τους όρους της συμφωνίας αυτής και τη σημασία του επιτοκίου Euribor. Συνέχισε ο ΜΕ1 αναφέροντας ότι ο εν λόγω λογαριασμός δανείου παρουσίαζε προβλήματα και καθυστερήσεις. Περί την 19/01/2016 παρουσίασε υπόλοιπο €61.641,27σ. Ως Τεκμήριο 6 κατάθεσε πιστοποιητικό με συνημμένη κατάσταση λογαριασμού δανείου αρ. [ ] και ως Τεκμήριο 7 επισύναψε πιστοποιητικό με συνημμένη κατάσταση λογαριασμού ταμιευτηρίου αρ. [ ] όπου σύμφωνα με το μάρτυρα φαίνεται η εκταμίευση του προϊόντος του επίδικου δανείου. Οι καταστάσεις λογαριασμών είναι μέρος του αρχείου της τράπεζας.

 

Επιπλέον ως Τεκμήριο 8 κατάθεσε αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού. Εξήγησε πως εκτυπώνονται και πως έχουν καταρτιστεί. Κατατέθηκαν επίσης επιστολές που αποστάλθηκαν στον Εναγόμενο ως τα Τεκμήριο 9 και 10.

 

Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης του μάρτυρα επικεντρώθηκε στο λόγο και σκοπό που συνάφθηκε η συμφωνία δανείου με το ΜΕ1 να παραπέμπει στη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 2). Σύμφωνα με το ΜΕ1 το δάνειο συνάφθηκε για προσωπικούς λόγους του Εναγόμενου.

 

Ερωτώμενος με ποιο τρόπο χορηγείται δάνειο ο ΜΕ1 απάντησε ότι κατά τον επίδικο χρόνο κάποιος μπορούσε να αιτηθεί δάνειο και προφορικά. Εν προκειμένω δε γνωρίζει πως έγινε το αίτημα δανείου αλλά δε βρήκε στο φάκελο γραπτή αίτηση. Ξεκαθάρισε ο ΜΕ1 ότι ο ίδιος δεν είχε προσωπική εμπλοκή.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ1 επεσήμανε ότι τα χρήματα δανείου εκταμιεύθηκαν σε προσωπικό λογαριασμό του Εναγόμενου. Σε ερώτηση κατά πόσο τα χρήματα κατατέθηκαν σε λογαριασμό προειδοποίησης ο ΜΕ1 με αναφορά στο Τεκμήριο 7 απάντησε ότι τα χρήματα κατατέθηκαν σε λογαριασμό όψεος. Σύμφωνα με το μάρτυρα ο λογαριασμός με ονομασία saving account είναι ο λογαριασμός όψεος.

 

Σε ερώτηση εάν είχε στην κατοχή του τα έγγραφα ανοίγματος του λογαριασμού όψεος ο ΜΕ1 απάντησε αρνητικά εξηγώντας ότι δεν είναι αυτό κατά την άποψη του το επίδικο θέμα.

 

Αναφορικά με το Τεκμήριο 7 εξηγήθηκε πως οδηγήθηκε σ’ αυτό. Σύμφωνα με το μάρτυρα  οδηγήθηκε σ’ αυτόν το λογαριασμό από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου που ήταν 29/04/2010 και μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι τα χρήματα εκταμίευσης κατατέθηκαν στο λογαριασμό του Τεκμηρίου 7. Δεν είχε στην κατοχή του την κίνηση του εν λόγω λογαριασμού επειδή δεν το θεώρησε αναγκαίο. Ο ΜΕ1 ήταν κατηγορηματικός στο ότι δεν απέκρυψε κάποιο έγγραφο. Επιπροσθέτως ο ΜΕ1 μετά από επίμονες ερωτήσεις στο να παρουσίαζε αντίγραφα καταστάσεων λογαριασμών του Εναγόμενου εξήγησε ότι εάν έχει τέτοιο αίτημα ο Εναγόμενος μπορεί να ζητήσει ο ίδιος κατάσταση λογαριασμού για τους λογαριασμούς του. Ως ανάφερε επίσης ο μάρτυρας ο Εναγόμενος είχε διάφορους λογαριασμούς και λόγω μη σχετικότητας με τα επίδικα θέματα δεν έκρινε αναγκαίο ούτε ορθό να παρουσιάσει στοιχεία αυτών.

 

Ο ΜΕ1 στην υποβολή ότι στην αίτηση για αγορά αξιογράφων από τον Εναγόμενο είχε τεθεί σαν όρος ότι θα καταβάλλονταν τα χρήματα από το λογαριασμό του Εναγόμενου ο οποίος αναγράφεται στο Τεκμήριο 7 απάντησε ότι αυτό δεν ήταν στη σφαίρα γνώσης του. Δεν υποδείχθηκε όμως στο μάρτυρα η αίτηση για αγορά αξιογράφων.

 

Aνάφερε επίσης ότι το επίδικο δάνειο θα εξοφλείτο με την εξαγορά αξιογράφων το 2008 τα οποία είχε παραχωρήσει ο Εναγόμενος σαν εξασφάλιση στο δάνειο.

 

Αρνήθηκε την υποβολή ότι τα χρήματα του δανείου δεν τα είδε ποτέ ο Εναγόμενος με τον ισχυρισμό ότι επέστρεψαν πίσω στην Τράπεζα για την αγορά αξιογράφων αναφέροντας ότι τα χρήματα κατατέθηκαν σε προσωπικό του λογαριασμό.

 

Κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 κατατέθηκε επίσης το Τεκμήριο 12.

ΜΕ2

 

Ο ΜΕ2 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Β. Ως εξήγησε κατά τον επίδικο χρόνο ήταν υπάλληλος της Τράπεζας και κατείχε τη θέση του ταμία. Ο ΜΕ1 βεβαίωσε ότι ήταν μάρτυρας κατά την υπογραφή των Τεκμηρίων 2 και 3.

 

Αντεξεταζόμενος επιβεβαίωσε ότι δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον Εναγόμενο. Δε γνώριζε ο μάρτυρας τη διαδικασία για χορήγηση δανείου ούτε είχε κάποια εμπλοκή στη σύναψη δανείου του Εναγόμενου απλώς υπόγραψε σαν μάρτυρας των υπογραφών στα Τεκμήρια 2 και 3.

 

ΜΥ1

 

Ο ΜΥ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Γ.  Μετά από ένσταση που προηγήθηκε της κατάθεσης του Εγγράφου Γ το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί στη γραπτή δήλωση του που αφορούν θέσεις που προβάλλονται πρώτη φορά και δε δικογραφούνται δε θα ληφθούν υπόψη, όπως για παράδειγμα οι ισχυρισμοί περί άρνησης λήψης των ποσών του δανείου. Επίσης με απόφαση του το Δικαστήριο ανάφερε ότι δε θα ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 5-8,22,23,24,25,26,30,31,32,33 και 39 του Εγγράφου Γ. Πολύ συνοπτικά είναι ορθό να αναφερθεί εξ’ αρχής ότι αντικείμενο της Υπεράσπισης του Εναγόμενου είναι η εγκυρότητα των συμφωνιών δανείου ημερομηνίας 23/04/2010 και 20/12/2012. Ο μόνος ισχυρισμός που προβάλλεται για την ακυρότητα και/ή παρανομία των εν λόγω συμφωνιών είναι ότι τα δάνεια συνάφθηκαν για αγορά αξιογράφων κεφαλαίου της Τράπεζας και/ή ότι είναι άνευ αντιπαροχής καθότι τα χρήματα δόθηκαν στην Τράπεζα για αγορά δικών τους αξιογράφων. Οποιαδήποτε άλλα θέματα ή ισχυρισμοί αναφορικά με τις συνθήκες αγοράς και σύναψης σύμβασης αξιογράφων ή για την εγκυρότητα της συμφωνίας αγοραπωλησίας των αξιογράφων είναι άσχετοι και μη δικογραφημένοι ισχυρισμοί.

 

Σύμφωνα με το ΜΥ1 κατά τον επίδικο χρόνο ήταν υδραυλικός στο επάγγελμα. Στις 03/05/2010 έγινε κάτοχος 50 αξιογράφων κεφαλαίου ονομαστικής αξίας €1,000 και συνολικής αξίας €50,000.  Ως Τεκμήριο 13 κατάθεσε έγγραφο με τίτλο ειδικό έντυπο αίτησης για αξιόγραφα κεφαλαίου ημερομηνίας 03/05/2010. Ως Τεκμήριο 14 επισύναψε έγγραφο της τότε Marfin Laiki Bank. Σύμφωνα με το ΜΥ1 το εν λόγω έγγραφο δεικνύει τη χρέωση του τραπεζικού λογαριασμού του με αρ. [ ] τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εξασφάλιση των αξιογράφων στο λογαριασμό της Marfin Popular Bank. Τα χρήματα αυτά μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό με αρ. [ ] από το λογαριασμό δανείου του με αρ. [ ]. Το δάνειο ως ανάφερε το σύναψε με σκοπό την αγορά αξιογράφων. Κατάθεσε επίσης το Τεκμήριο 15. 

 

Είναι η θέση του ΜΥ1 ότι η συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 2) έγινε για το σκοπό αγοράς των αξιογράφων και ότι η αναφορά στο έγγραφο ότι δηλαδή έγινε με σκοπό την κάλυψη προσωπικών του αναγκών  είναι ψευδής.  Είναι η θέση του ότι η διαδρομή των χρημάτων ως την περιγράφει στη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο Γ) αυτό αποδεικνύει. Από το λογαριασμό δανείου την 29/04/2010 έγινε μεταφορά ποσού €49.972 προς το λογαριασμό του με αρ. [ ]. Παράπεμψε στα Τεκμήρια 6 και 7. Στις 03/05/2010 έγινε μεταφορά των €50.000 στο λογαριασμό με αρ. [ ] ο οποίος ανήκει στη Marfin Popular Bank για την αγορά των αξιογράφων.

 

Αποτέλεσε επίσης θέση του μάρτυρα ότι το 2010 δέχθηκε τηλεφώνημα από την Άντρη Λοίζου υπεύθυνη στο υποκατάστημα της Τράπεζας η οποία του ανάφερε ότι υπάρχουν καλύτερα καταθετικά σχέδια τα οποία προτείνουν μόνο στους καλούς πελάτες και θα απέδιδαν μεγαλύτερο επιτόκιο. Απάντησε ότι δεν είχε άλλα χρήματα για τέτοιο σκοπό αλλά τελικά πείστηκε να συνάψει δάνειο και να αγοράσει και άλλα αξιόγραφα. Του είχε αναφερθεί ότι αυτός ήταν εκλεκτός πελάτης και εφόσον είχε ήδη αξιόγραφα θα του παραχωρείτο πιο εύκολα δάνειο. Μοναδική εγγύηση για το εν λόγω δάνειο ήταν τα αξιόγραφα που είχε ήδη από το έτος 2008. Εφόσον του εξηγήθηκε ότι η δόση του δανείου θα πληρωνόταν από τον τόκο που θα απέδιδαν τα αξιόγραφα αποδέχθηκε.  Ο λόγος που αναγράφηκε στη συμφωνία δανείου ότι δίδεται το δάνειο για προσωπικούς λόγους καταγράφηκε τυπικά. Επισήμανε ο μάρτυρας ότι ουδέποτε υπέβαλε γραπτό αίτημα για χορήγηση σ’ αυτόν δανείου.

 

Ως Τεκμήριο 16 επισύναψε δέσμη εγγράφων και δη δέσμη αντιγράφων αγωγής και έκθεσης απαίτησης που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της αγωγής αρ. 63/2013. Ο ΜΥ1 ανάφερε επιπροσθέτως ότι είχε εγείρει την αγωγή αρ. 63/13 την 04/01/2013 εναντίον αρχικά της  Cyprus Popular Bank αναφορικά με τα αξιόγραφα του διεκδικώντας θεραπείες σχετικά με τη συμφωνία πώλησης αξιογράφων. Κατά τη θέση του αυτή η συμφωνία ήταν παράνομη. Ως Τεκμήριο 17 επεσύναψε δέσμη εγγράφων αποτελούμενη από αίτηση για επαλήθευση χρέους και ηλεκτρονικά μηνύματα που είχαν αποσταλθεί. Ο εκκαθαριστής προχώρησε σε επαλήθευση χρέους ύψους €100.000 για τα αξιόγραφα που κατείχε (2008 και 2010). Τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν για την αγορά αξιογράφων.

 

Επιπρόσθετα ο μάρτυρας κατάθεσε τα Τεκμήρια 18,19, 20 και 21 επιστολές. Η δε το Τεκμήριο 18 αφορά επιστολή ημερ. 06/04/2015 η οποία στάλθηκε εκ μέρους του Ενάγοντα από τους δικηγόρους του προς την Εναγόμενη, το Τεκμήριο 19 αφορά επιστολή ημερομηνίας 01/11/2012 η οποία στάλθηκε εκ μέρους του Ενάγοντα από τους δικηγόρους του προς την Κεντρική Τράπεζα, το Τεκμήριο 20 αφορά επιστολή ημερομηνίας 20/11/2012 της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου προς τους δικηγόρους του Ενάγοντα και το Τεκμήριο 21 αφορά επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με ημερομηνία 04/07/2013 προς τους δικηγόρους του Ενάγοντα.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΥ1 ανάφερε ότι διέμενε και διαμένει μέχρι σήμερα στη διεύθυνση [ ] στο Ακάκι. Δεν αμφισβήτησε ότι έλαβε την επιστολή του Τεκμηρίου 12, 9 και10. Μάλιστα επεσήμανε ότι όταν πήρε τις επιστολές αποτάθηκε στο δικηγόρο του.

 

Πρώτη φορά ως ανάφερε αγόρασε αξιόγραφα το έτος 2008. Για τους λογαριασμούς που διατηρούσε στη Τράπεζα ενημερωνόταν από καταστάσεις λογαριασμών που του έστελναν στη διεύθυνση αλληλογραφίας του.

 

Αναφορικά με το Τεκμήριο 2 ο ΜΥ1 ανάφερε ότι παρόλο που γράφει σ’ αυτό ότι ο σκοπός του δανείου ήταν για προσωπικές ανάγκες έλαβε τη διαβεβαίωση της υπεύθυνης του υποκαταστήματος ότι ο λόγος που το έγραψε ήταν τυπικός εφόσον γνώριζε ότι ήταν για αγορά αξιογράφων.  Αρνήθηκε ο μάρτυρας την υποβολή ότι η τράπεζα ενήργησε με βάση τις διαβεβαιώσεις του ότι το δάνειο το ήθελε για προσωπικές ανάγκες.

 

Υποδείχθηκε κατά την αντεξέταση στο μάρτυρα ότι τα Τεκμήρια 14 και 15 αποδείξεις μεταφοράς χρημάτων αφορούν μεταφορές χρημάτων που έγιναν μετά από δική του εντολή με το μάρτυρα να αρνείται τη θέση .Υποδείχθηκε στο μάρτυρα ότι και στο Τεκμήριο 13 έχουν δοθεί γραπτώς οδηγίες χρέωσης του λογαριασμού που αναγράφεται. Αποτέλεσε επίσης θέσης της Ενάγουσας ότι από τις 29/04/2010 που μεταφέρθηκαν τα χρήματα του δανείου στο λογαριασμό του ήταν δικά του τα χρήματα και μπορούσε να τα κάνει ό,τι ήθελε.

 

Ο ΜΥ1 συμφώνησε αντεξεταζόμενος ότι έλαβε από τα αξιόγραφα του έτους 2008 και 2010 τόκους μέχρι περίπου τον Ιούνιο 2012 αλλά δεν ήταν σίγουρος για τα ποσά. Πρώτη φορά για το δάνειο διαμαρτυρήθηκε το έτος 2012 όταν σταμάτησαν να του δίνουν τόκους.

 

Υποδείχθηκε στο μάρτυρα ότι στις διάφορες επιστολές παράπονα του ως το Τεκμήριο 19 ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για το δάνειο ούτε ανάφερε ότι αυτό δεν είναι έγκυρο.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Προχώρησα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έχω εξετάσει τόσο την προφορική όσο και τη γραπτή μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον μου. Έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, τη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, την ύπαρξη τυχόν προσωπικού συμφέροντος, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται, τη λογικοφάνεια, αληθοφάνεια, κοσκινίζοντας επίσης τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά.[4] Όπως επίσης είναι καλά γνωστό από τη νομολογία[5] η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για εισαγωγή μαρτυρίας και δεν μπορεί να συμπληρώσει τα όποια κενά υπάρχουν στη μαρτυρία. Όπου έγινε προσπάθεια εισαγωγής μαρτυρίας δε θα ληφθεί υπόψη.

 

ME1

 

Ο ΜΕ1 μου έκανε θετική εντύπωση. Παρουσίασε με σαφήνεια και επάρκεια τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Θεωρώ ότι παράθεσε με ειλικρίνεια τα γεγονότα που γνώριζε και ανάφερε κάθε φορά την ακριβή εμπλοκή και γνώση του στα γεγονότα. Δεν προσπάθησε να αποκρύψει γεγονότα από το Δικαστήριο παρόλο που κατά την αντεξέταση του έγινε προσπάθεια να υποδειχθεί ότι ο μάρτυρας παρουσίασε επιλεκτικά μαρτυρία. Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι ο μάρτυρας εξήγησε με επάρκεια τα έγγραφα που παρουσίασε και το λόγο που δεν παρουσίασε άλλα. Δε διαπίστωσα οτιδήποτε μεμπτό.

 

Η μαρτυρία του επίσης είναι σε συνάφεια με την έγγραφη μαρτυρία και τα Τεκμήρια που παρουσίασε στο Δικαστήριο. Εξήγησε με πληρότητα τις συμφωνίες που καταρτίστηκαν για παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων και τους όρους αυτών. Παρόλο που στην Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος ανάφερε πολύ επιγραμματικά ότι διαφωνεί με την ερμηνεία και όρους των συμφωνιών δανείου οι θέσεις του παράμειναν μετέωρες. Το μόνο θέμα που ήγειρε είναι ότι τέθηκε στη συμφωνία δανείου Τεκμήριο 2 ψευδώς ότι ο σκοπός του δανείου ήταν προσωπικές του ανάγκες. Το συγκεκριμένο θέμα εξετάζεται πιο κάτω. Όσον αφορά όμως τα Τεκμήρια 2 και 5 είναι αποδεκτό ότι συνάφθηκαν οι εν λόγω συμφωνίες ως οι όροι που περιλαμβάνονται σ’ αυτά και δη ότι υπογράφηκε συμφωνία δανείου για το ποσό των €50.000. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι για το δάνειο που παραχωρήθηκε ανοίχθηκε ο λογαριασμός αρ. [ ] και ότι τα χρήματα του δανείου εκταμιεύθηκαν σε λογαριασμό όψεος (saving account) ως το Τεκμήριο 7. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης η ορθότητα των καταστάσεων του Τεκμηρίου 6 αλλά ούτε και το γεγονός ότι η Ενάγουσα τηρεί τραπεζικά βιβλία και σε ηλεκτρονική μορφή.  Είναι αποδεκτό ότι το τραπεζικό βιβλίο που διατηρούσε η Τράπεζα (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd) το οποίο τηρείτο και σε ηλεκτρονική μορφή μεταφέρθηκε στην Ενάγουσα και καταχωρήθηκαν σ’ αυτό όλες οι πράξεις που αφορούσαν τον πιο πάνω λογαριασμό του Εναγόμενου. Επισημαίνω επίσης ότι δεν έχει αμφισβητηθεί η υπογραφή και σύναψη του Τεκμηρίου 3.

 

Οι εξηγήσεις που παρείχε  σε σχέση με τον τρόπο κατάρτισης της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού ως το Τεκμήρια 8 ήταν σαφής. Ήταν επίσης επαρκής η εξήγηση που έδωσε ως προς τον τρόπο που υπολογίστηκε το υπόλοιπο ποσό.

 

Σε γενικές γραμμές κρίνω ότι κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν κλονίστηκε η εν γένει αξιοπιστία του. Ουσιαστικά η μαρτυρία του και τα όσα παράθεσε κατά την κυρίως εξέταση του ο μάρτυρας, παρέμειναν αναντίλεκτα αφού ουδένα σημείο της μαρτυρίας του αμφισβητήθηκε. Δεν αντικρούστηκαν ούτε τα έγγραφα που παρουσίασε στο Δικαστήριο.[6] Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της. Στο σημείο αυτό κρίνω ορθό να κάνω αναφορά στο γεγονός ότι ο ΜΕ1 δεν είχε προσωπική εμπλοκή στη σύναψη των συμφωνιών δανείου και ενεχυρίασης των αξιογράφων του Εναγόμενου ούτε στην κατάρτιση των επιστολών των Τεκμηρίων 9 και 10. Σημειώνω αρχικά ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι τα έγγραφα τεκμήρια που παράθεσε ο ΜΕ1 (1-10) αποτελούν μέρος του φακέλου που διατηρούσε η Τράπεζα και η Ενάγουσα σχετικά με τον Εναγόμενο και ο φάκελος ήταν στην κατοχή του ΜΕ1 λόγω των καθηκόντων του. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι τέτοιο φάκελο διατηρούσαν για κάθε πελάτη τους. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι δεν τέθηκε κατά τη διάρκεια ακροαματικής διαδικασίας ότι τα έγγραφα-τεκμήρια που παρουσίασε ο μάρτυρας πρόκειται για ψευδής ή κατασκευασμένη μαρτυρία (σε σχέση με τα εν λόγω Τεκμήρια) ούτε φάνηκε για πρόκειται για κατασκευασμένη μαρτυρία[7]. Για σκοπούς πληρότητας παραπέμπω στην απόφαση Παπαχριστοδούλου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ[8], στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στα τεκ. 3-7, τα οποία παρουσιάστηκαν από τη Μ.Ε.1 η οποία ανέφερε ότι είναι στην Υπηρεσία των εναγόντων-εφεσιβλήτων, στο Τμήμα Εισπράξεως Χρεών, και τα είχε στην κατοχή της.   Το τεκ. 3 είναι η αίτηση ημερ. 29.4.2002 για παραχώρηση πιστωτικής κάρτας, το τεκ. 4 είναι αναλυτική κατάσταση της κίνησης του λογαριασμού της εφεσείουσας, το τεκ. 5 είναι αντίγραφο επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 13.8.2004 με την οποίαν οι εφεσίβλητοι ενημέρωναν την εφεσείουσα για το τότε ισχύον χρεωστικό επιτόκιο (που δεν έχει σημασία εφόσον τελικά η απαίτηση των εφεσιβλήτων περιορίστηκε μόνο σε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης).  Το τεκ. 6 είναι επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 8.9.2004 με την οποίαν ζητούσαν από την εφεσείουσα την πλήρη εξόφληση του λογαριασμού και το τεκ. 7 είναι επιστολή ημερ. 9.3.2005 με την οποίαν επίσης καλούσαν την εφεσείουσα να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της κάρτας της.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην παρουσίαση εκ μέρους της Μ.Ε.1 των προαναφερόμενων τεκμηρίων αλλά ούτε και υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην απόδοση βαρύτητας εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου στα προαναφερόμενα έγγραφα, δεδομένου ότι η εφεσείουσα ούτε τα αμφισβήτησε, ούτε τα αντέκρουσε με οποιαδήποτε μαρτυρία.  Η παρουσίαση εξ ακοής μαρτυρίας είναι επιτρεπτή σύμφωνα με το νόμο και σ΄ αυτήν αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα από το δικαστήριο, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζει, όχι εξαντλητικά, ο νόμος.   Δεν βρίσκουμε ούτε σ΄ αυτό το λόγο έφεσης οποιαδήποτε αιτία για επέμβαση του Εφετείου.»

 

Το γεγονός δηλαδή ότι ο ΜΕ1 παρουσίασε μαρτυρία για γεγονότα που δεν είχε προσωπική εμπλοκή δεν είναι μεμπτό και δεν αποτελεί λόγο να μη γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του.

 

Ειδικότερα ως προς τις επιστολές των Τεκμηρίων 9 και 10 επισημαίνω ότι δεν έτυχε αμφισβήτησης ότι η διεύθυνση που αναγράφεται στις επιστολές είναι αυτή που αναγράφεται στη σύμβαση δανείου Τεκμήριο 2, στη συμπληρωματική σύμβαση δανείου Τεκμήριο 5 και στη σύμβαση ενεχυρίασης των αξιογράφων του Τεκμηρίου 13. Επιπλέον δεν τέθηκε στο ΜΕ1 ότι δεν αποστάλθηκαν ή ότι δεν παραλήφθηκαν οι εν λόγω επιστολές από τον Εναγόμενο.

 

ΜΕ2

 

Θετική υπήρξε και η μαρτυρία του ΜΕ2 ο οποίος εξήγησε με σαφήνεια την εμπλοκή και γνώση του με τα επίδικα θέματα. Είναι αποδεκτό ότι ο ΜΕ2 είναι ένας εκ των μαρτύρων της υπογραφής του Εναγόμενου κατά το χρόνο σύναψης των συμφωνιών δανείων των Τεκμηρίων 2 και 3.

 

ΜΥ1

 

O MY1 εναγόμενος προσπάθησε να παρουσιάσει μαρτυρία εκτός των δικογράφων. Η βασική του θέση ήταν ότι η σύμβαση δανείου έγινε για αγορά αξιογράφων και ότι ήταν άνευ αντιπαροχής αλλά δεν αμφισβήτησε ότι συνάφθηκαν τόσο οι συμφωνίες δανείων όσο και η συμφωνία ενεχυρίασης των αξιογράφων. Ανάλωσε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του στο να εξηγήσει τις συνθήκες σύναψης του δανείου καταθέτοντας ότι έλαβε το επίδικο δάνειο μετά από πιέσεις της υπεύθυνης του υποκαταστήματος της πρώην Λαικής Τράπεζας κάποιας κας Άντρη Λοίζου. Αναφέρθηκε σε ενέργειες της αλλά και δηλώσεις της προς τον ίδιο. Παρόλο που προσπάθησε να παρουσιάσει ότι εξαναγκάστηκε να συνάψει το δάνειο με τους όρους που του παρουσίασαν αντεξεταζόμενος φάνηκε ότι γνώριζε πολύ καλά τι έκανε και ότι εθελούσια υπέγραψε τις συμφωνίες δανείου και ενεχυρίασης. Στο σημείο εδώ παρεμβάλλω να αναφέρω ότι δεν αποτέλεσε ποτέ ισχυρισμό στο δικόγραφο της Υπεράσπισης ότι οι συμφωνίες ήταν αποτέλεσμα πίεσης που δέχθηκε. Αυτή τη θέση υιοθέτησε προφανώς για να δώσει έμφαση στα γεγονότα και επειδή αυτό βόλεψε. Δε δίστασε λοιπόν προκειμένου να παρουσιάσει την εκδοχή του να παρουσιάσει και μη δικογραφημένες θέσεις και εκδοχές.

 

Παρουσίασε επίσης τον εαυτό του ως άτομο που δεν έχει γνώσεις για τέτοιες δοσοληψίες αλλά ως φάνηκε κατά την αντεξέταση του είχε εταιρεία, είχε δικό του λογιστή και μάλιστα ήταν ήδη κάτοχος αξιογράφων από τα οποία λάμβανε τόκους. Επίσης ως φάνηκε είχε επιλεκτική μνήμη. Όταν υποδείχθηκε σ’ αυτόν ότι έλαβε ψηλά ποσά τόκων δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Ως προέκυψε επιπλέον κατά την αντεξέταση του, αποτάθηκε στο Δικαστήριο μόνο όταν σταμάτησαν να του καταβάλλονται οι τόκοι. Παρατηρώ επίσης ότι στις διάφορες επιστολές που στάλθηκαν εκ μέρους του ως τα Τεκμήρια 18-21 ουδέποτε παραπονέθηκε για τις επίδικες συμβάσεις δανείων (Τεκμήρια 2 και 5). Αντιθέτως πριν την υπογραφή του Τεκμηρίου 5 που έγινε το Δεκέμβριο 2012 φαίνεται ότι υπόγραψε τη συμπληρωματική συμφωνία δανείου χωρίς οποιοδήποτε παράπονο. Ούτε στη γραπτή δήλωση του έκανε οποιαδήποτε αναφορά στη συμπληρωματική συμφωνία δανείου Τεκμήριο 5. Αυτό δείχνει  ότι προσπάθησε να παρουσιάσει την εκδοχή του όπως το βόλευε. Αναφορικά με τα Τεκμήρια 18-21 παρατηρώ ότι δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα αλλά με τη συμφωνία πώλησης αξιογράφων και δε θα αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα πέραν του ότι αποστάλθηκαν οι εν λόγω επιστολές στους παραλήπτες που γίνεται αναφορά.

 

H μαρτυρία που παρουσίασε και δη τα Τεκμήρια 13,14 και 15 είναι αποδεκτά, όμως δεν είναι αποδεκτή η ερμηνεία που ο ίδιος απόδωσε σ’ αυτά παρά μόνο ότι προκύπτει από το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων. Ειδικότερα γίνεται αποδεκτό ότι τα χρήματα του δανείου εκταμιεύθηκαν σε προσωπικό λογαριασμό του Εναγόμενου με αρ. [ ] την 29/04/2010 και ότι την 03/05/2010 το ποσό των εν λόγω χρημάτων κατατέθηκε στο λογαριασμό [ ] της πρώην Λαικής Τράπεζας για αγορά αξιογράφων. Η διαδρομή των χρημάτων όμως δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν έλαβε ο Εναγόμενος τα ποσά του δανείου. Παρατηρώ επίσης από τα Τεκμήρια 14 και 15 ότι η μεταφορά των χρημάτων ως περιγράφεται έγινε κατόπιν εντολών. Παρόλο που επέμενε ότι δεν έδωσε την εντολή του τα έγγραφα τον διαψεύδουν όπως και το Τεκμήριο 13.

 

Αποδέχομαι επίσης από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ότι ο Εναγόμενος χρησιμοποίησε τα χρήματα του δανείου για αγορά 50 αξιογράφων ως η αίτηση που υπέβαλε (Τεκμήριο 13). Η  θέση του ότι η Ενάγουσα ψευδώς κατάγραψε στο Τεκμήριο 2 συμφωνία δανείου ότι ο σκοπό της συμφωνίας ήταν για «προσωπικές ανάγκες» δε γίνεται αποδεκτός. Καταρχάς είναι αποδεκτό ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος χρησιμοποίησε τα χρήματα του δανείου του για αγορά αξιογράφων. Εάν ο σκοπός του δανείου δεν ήταν προσωπικές ανάγκες όφειλε προτού υπογράψει το Τεκμήριο 2 να μην προχωρήσει στη σύναψη αυτού. Ο ίδιος γνώριζε πριν την υπογραφή του εγγράφου το τι υπόγραφε και προχώρησε στην υπογραφή του χωρίς κάποια διαμαρτυρία. Πρώτη φορά διαμαρτυρήθηκε όταν σταμάτησε να λαμβάνει τόκους.

 

Αφ’ ής στιγμής ο Εναγόμενος έθεσε ελευθέρα βουλήσει την υπογραφή του επί της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 κωλύεται από τη δήλωση του αυτή και δεν μπορεί να ισχυρίζεται κάτι άλλο. Η δήλωση που αποδέχθηκε ότι δηλαδή το δάνειο συνάφθηκε για προσωπικές ανάγκες είναι σαφής και ξεκάθαρη. Είναι ξεκάθαρο ότι προτού υπογράψει το Τεκμήριο 2 γνώριζε το περιεχόμενο του το οποίο και αποδέχθηκε προφανώς με την υπογραφή του. Μάλιστα με την υπογραφή του Τεκμηρίου 5 συμπληρωματικής συμφωνίας δανείου αποδέχθηκε τη μεταβολή δόσης του δανείου. Δέχθηκε επίσης όλους τους όρους της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 και ότι αυτοί παραμένουν σε ισχύ.  Δεν μπορώ λοιπόν να αποδεχθώ ότι ο σκοπός σύναψης του δανείου ημερομηνίας 23/04/2010 και της συμπληρωματικής αυτής ήταν άλλος από αυτόν που δήλωσε ενυπογράφως. 

 

Επισημαίνω εν τέλει ότι ο Εναγόμενος αποδέχθηκε ότι έλαβε τις επιστολές των Τεκμηρίων 9 και 10. Τονίζω ότι δεν αμφισβήτησε ότι προχώρησε στην υπογραφή της συμπληρωματικής συμφωνίας δανείου με σκοπό την αναδιάρθωση ώστε να μπορούσε να συνεχίσει τις πληρωμές. Ούτως ή άλλως παράπονο για το δάνειο είχε μόνο όταν δεν έπαιρνε τόκους. Γνώριζε πολύ καλά τι έκανε και γιατί το έκανε και δεν έπεισε ότι τον «εξαπάτησαν». Αναφορικά με το Τεκμήριο 16 δέσμη εγγράφων, αγωγής και Έκθεσης Απαίτησης που καταχωρήθηκαν στα πλαίσια της αγωγής αρ. 63/2013 γίνεται αποδεκτό ότι πράγματι είχε καταχωρηθεί η αγωγή πριν την παρούσα αγωγή από τον Εναγόμενο εναντίον της πρώην Λαϊκής Τράπεζας και της Ενάγουσας μέσω της οποίας αξίωνε την ακυρότητα των συμφωνιών πώλησης αξιογράφων και κατ’ επέκταση της επίδικης συμφωνίας δανείου. Μετά από επαλήθευση χρέους ύψους €100.000 από τον εκκαθαριστή της πρώην Λαϊκής Τράπεζας υπέρ του η αγωγή αρ. 63/2013 αποσύρθηκε. Το τι συνεπάγεται η επαλήθευση ή απόσυρση δεν είναι θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα γνώσης του Εναγόμενου.

 

Καταλήγω ότι ουσιαστικά η μαρτυρία του δεν αντέκρουσε τις θέσεις της Ενάγουσας. Γίνεται αποδεκτή μόνο η μαρτυρία του που δεν αμφισβητήθηκε ή έρχεται σε συνάφεια με τη μαρτυρία της Ενάγουσας.

 

Ευρήματα:

 

Περί την 23/04/2010 συνάφθηκε μεταξύ Εναγόμενου και πρώην Λαϊκής Τράπεζας συμφωνία δανείου για το ποσό των €50.000. Περί την 20/12/2012 υπογράφηκε μεταξύ των μερών συμπληρωματική συμφωνία δανείου. Το Τεκμήριο 3 είναι η συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ Εναγόμενου και πρώην Λαϊκής Τράπεζας με την οποία ενεχυρίασε τα αξιόγραφα κεφαλαίου της πρώην Λαϊκής Τράπεζας του έτους 2008 από την οποία προκύπτει ότι ενεχυρίασε τα εν λόγω αξιόγραφα ως εξασφάλιση του δανείου. Το ποσό του δανείου ήτοι ευρώ 50.000 εκταμιεύθηκαν σε τρεχούμενο προσωπικό λογαριασμό του Εναγόμενου με αρ. [ ]. Το δάνειο συνάφθηκε για να καλύψει προσωπικές ανάγκες του Εναγόμενου.

 

Ο Εναγόμενος ως εξασφάλιση του δανείου ενεχυρίασε 50 αξιόγραφα της πρώην Λαϊκής Τράπεζας του έτους 2008. Την 03/05/2010 υπέβαλε αίτηση/ειδικό έντυπο για αγορά αξιογράφων κεφαλαίου της Marfin Popular Bank Public Co Ltd. Η αίτηση υποβλήθηκε μετά που μεταφέρθηκαν τα χρήματα δανείου σε δικό του προσωπικό λογαριασμό. Με εντολή του ως φαίνεται στο Τεκμήριο 13 μεταφέρθηκαν τα χρήματα σε λογαριασμό της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.

 

Η Ενάγουσα απόστειλε στον Εναγόμενο στη διεύθυνση που δήλωσε στη συμφωνία δανείου τις επιστολές των Τεκμηρίων 9 και 10. Ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι τις παράλαβε. Στην επιστολή Τεκμήριο 9 ο Εναγόμενος προειδοποιήθηκε για την ύπαρξη υπολοίπου σε σχέση με καθυστερήσεις στο δάνειο του με αρ. λογαριασμό [ ] (πρώην αριθμός λογαριασμού [ ]) και με την επιστολή του Τεκμηρίου 10 ημερομηνίας 19/01/2016 ενημερώθηκε ότι είχε τερματιστεί η λειτουργία του εν λόγω λογαριασμού. Υπενθυμίζω ότι ο Εναγόμενος δεν αρνήθηκε το γεγονός μη εξόφλησης του υπολοίπου ή ότι τερματίστηκαν οι λογαριασμοί λόγω μη ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις του. Ο Εναγόμενος ενόσω λάμβανε τόκους από τα αξιόγραφα δεν είχε κάποιο παράπονο αναφορικά με τη σύμβαση δανείου (Τεκμήριο 2).

 

Η Λαική Τράπεζα τηρούσε αναλυτικές καταστάσεις του λογαριασμού του Εναγόμενου στους οποίους περιέχονται όλες οι συναλλαγές, χρεώσεις, τόκοι και έξοδα. Συνοδεύονται από πιστοποιητικό υπογραμμένο από το ΜΕ1 βασισμένο στο άρθρο 35(3) του Κεφ.9. Η Λαϊκή Τράπεζα τηρούσε τραπεζικό βιβλίο και αρχείο σε ηλεκτρονική μορφή συμπεριλαμβανομένων και πληροφορίες και πράξεις που αφορούσαν τον επίδικο λογαριασμό. Το εν λόγω ηλεκτρονικό αρχείο μεταφέρθηκε στην Ενάγουσα η οποία επίσης ασκεί τραπεζικές εργασίες. Όλες οι καταχωρήσεις στο τραπεζικό βιβλίο έγιναν κατά τη συνήθη διεξαγωγή εργασιών τόσο της Λαϊκής όσο και της Τράπεζας Κύπρου. Ο ΜΕ1 έλεγξε τις καταστάσεις λογαριασμού.

 

Η αναδόμηση λογαριασμών στην οποία έχει προβεί ο ΜΕ1 (Τεκμήριο 8) έχει κριθεί από τη νομολογία ως επιτρεπτή ενέργεια και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εκτός δικογράφων όταν η Τράπεζα προσπαθεί να διαμορφώσει το ποσό της απαίτησης προς τα κάτω με αφαίρεση χρεώσεων, δικαιωμάτων ή με διαφορετικό υπολογισμό των τόκων.[9] Επισημαίνω επίσης ότι η Ενάγουσα ουσιαστικά με τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμών έχουν μειώσει την απαίτηση της. Με βάση το περιεχόμενο των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού το υπόλοιπο μέχρι τη 25/10/2023 ανέρχεται στο ποσό των €67.303,50 πλέον τόκο προς 3,01800% ετησίως επί ποσού €66.658,64 από 26/10/2023 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Είναι αποδεκτό το περιεχόμενο της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού. Έχει αποσαφηνιστεί η κατάρτιση της και δη ότι η μείωση προέκυψε από αφαίρεση όλων των χρεώσεων, εξόδων και μείωση του τόκου υπερημερίας.

 

Στη βάση αυτών κρίνω ότι τα γεγονότα ως παρουσιάστηκαν ικανοποιούν το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Συνεπώς, οι εν λόγω καταστάσεις  λογαριασμού(Τεκμήρια 6 και 7) ενόψει του Άρθρου 22 (ανωτέρω) αποτελούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σε αυτή με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα μαχητό τεκμήριο που αντιστρέφει το βάρος απόδειξης στον Εναγόμενο για αντίκρουση των καταχωρίσεων στον επίδικο λογαριασμό. Τονίζω ότι εν προκειμένω πέραν της γενικής αναφοράς από πλευρά της Υπεράσπισης ότι δε δικαιολογούνται χρεώσεις στην κατάσταση λογαριασμού δεν παρουσιάστηκε αξιόπιστη μαρτυρία με την οποία να αμφισβητούνται συγκεκριμένες καταχωρήσεις στον επίδικο λογαριασμό ή ότι δεν έπρεπε να γίνει κάποια χρέωση ή ότι μια χρέωση ήταν αντίθετη με το νόμο και τη σύμβαση. Αυτό όμως που διαπιστώνω είναι ότι ο Εναγόμενος δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης προς αντίκρουση της ορθότητας της καταστάσεως λογαριασμού ή της ορθότητας της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού ως εξηγείται αμέσως πιο κάτω σε αντίθεση με τη μαρτυρία της Ενάνουσας που απέδειξε τις καταχωρήσεις που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν ως και το υπόλοιπο ποσό σήμερα.

 

Υπενθυμίζω ότι εξηγήθηκε με σαφήνεια και επάρκεια η κατάρτιση της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού το περιεχόμενο της οποίας είναι αποδεκτό.

 

Σε συνέχεια όλων των πιο πάνω, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η παρουσιασθείσα κατάσταση του επίδικου λογαριασμού αποτυπώνει την πραγματικότητα αναφορικά με την κατάρτιση της, τις χρεοπιστώσεις αλλά και το υπόλοιπο.

 

Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος είχε καταχωρήσει την αγωγή αρ. 63/2013 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ως το Τεκμήριο 16. Η αγωγή αυτή στις 15/12/2022 αποσύρθηκε. Με βάση ηλεκτρονικό μήνυμα ως το Τεκμήριο 11 ο Εναγόμενος στην παρούσα απόσυρε την αγωγή με μόνη επιφύλαξη όπως το θέμα ακυρότητας δανείου εκδικαστεί στα πλαίσια της παρούσης. Ο εκκαθαριστής της πρώην Λαϊκής Τράπεζας μετά από αίτηση  του Εναγόμενου αποδέχθηκε τον Εναγόμενο ως πιστωτή της πρώην Λαϊκής Τράπεζας με επαλήθευση χρέους το ποσό των €100.000 για τα αξιόγραφα κεφαλαίου της πρώην Λαϊκής Τράπεζας ετών 2008 και 2010 ως το Τεκμήριο 17.

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση της νομικής πτυχής τόσο για την απαίτηση όσο και για την ανταπαίτηση θεωρώ ορθό όπως εξετάσω πρωτίστως τις συνέπειες που έχει η επαλήθευση ενός χρέους σε περίπτωση εκκαθάρισης μιας εταιρείας. Αναφέρω εξ’ αρχής ότι δε δικογραφείται σχετικός ισχυρισμός όμως επειδή έγιναν κάποιες δηλώσεις κατά την ακροαματική διαδικασία σχετικά μ’ αυτό θεωρώ ορθό για σκοπούς πληρότητας να το εξετάσω. Σύμφωνα με το συνήγορο του Εναγόμενου επειδή ο εκκαθαριστής της εταιρείας αποδέχθηκε το ποσό επαλήθευσης χρέους του Εναγόμενου αυτό συνεπάγεται ότι αποδέχθηκε και τη βάση της αγωγής ως το Τεκμήριο 16 και κατά συνέπεια ότι οι συμφωνίες πώλησης αξιογράφων ήταν παράνομες με αποτέλεσμα να είναι παράνομη και η σύμβαση δανείου εφόσον κατά τη θέση του Εναγόμενου το δάνειο συνάφθηκε με σκοπό την αγορά αξιογράφων.

 

Ο πιο πάνω συλλογισμός δε με βρίσκει σύμφωνη και θα εξηγήσω στη συνέχεια. Καταρχάς κάποιος πιστωτής με την υποβολή σχετικής απαίτησης στον εκκαθαριστή μιας εταιρείας που τελεί σε εκκαθάριση δηλώνει το χρέος που ο ίδιος θεωρεί ότι οφείλεται σ’ αυτόν. Με την υποβολή της επαλήθευσης ο πιστωτής καθορίζει το ποσό που θεωρεί ότι δικαιούται να λαμβάνει. Ο εκκαθαριστής, εξετάζει την επαλήθευση και εγκρίνει ή απορρίπτει αυτή, ολικώς ή μερικώς.[10] Με το να αποδεχθεί ο εκκαθαριστής μια επαλήθευση αυτό σημαίνει απλώς ότι αποδέχθηκε την ύπαρξη της οφειλής που ο πιστωτής βεβαίωσε και την αποδέχεται για σκοπούς της εκκαθάρισης όχι για κάτι άλλο.[11] Η επαλήθευση χρέους δε συνεπάγεται αποδοχή ευθύνης ή αιτίας αγωγής σε περίπτωση εκκρεμούσας αγωγής.

 

Το γεγονός της επαλήθευσης λοιπόν δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι ο εκκαθαριστής αναγνώρισε το χρέος στη βάση της αγωγής αρ. 63/2013 και δη ότι αναγνώρισε ή αποδέχθηκε ότι ήταν παράνομες οι συμβάσεις πώλησης αξιογράφων. Το εν λόγω συμπέρασμα είναι ατεκμηρίωτο και αυθαίρετο. Τονίζω ότι από το Τεκμήριο 17 δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Ως αναφέρθηκε επίσης πολλές φορές κατά την ακροαματική διαδικασία δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα στην παρούσα αγωγή η εγκυρότητα των συμβάσεων πώλησης αξιογράφων.

 

Πρώτη φορά μέσω των αγορεύσεων εγείρεται ισχυρισμός για δεδικασμένο και δη κώλυμα της Ενάγουσας να διεκδικεί το ποσό του επίδικου δανείου. Πέραν του ότι αυτή η θέση είναι αβάσιμη εφόσον στηρίζεται στον πιο πάνω συλλογισμό, θεωρώ ορθό να  προβώ ακολούθως σε μια παρατήρηση η οποία σχετίζεται με την ενέργεια του Εναγόμενου στην παρούσα και Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 63/13 για απόσυρση της αγωγής.

 

Ως αναφέρεται ανωτέρω με ενδιάμεσες αποφάσεις του το Δικαστήριο δεν επέτρεψε μαρτυρία που ήταν εξόφθαλμα εκτός δικογράφων παρόλη την προσπάθεια του Εναγόμενου να παρουσιάσει θέσεις μη δικογραφημένες. Μια εκ των μη δικογραφημένων θέσεων ήταν οι συνθήκες σύναψης της συμφωνίας αγοράς αξιογράφων και η ισχυριζόμενη παρανομία αυτής, επίδικο θέμα στην αγωγή αρ. 63/2013. Με την απόσυρση της εν λόγω αγωγής αποσύρθηκαν χωρίς κάποια επιφύλαξη οι απαιτήσεις του Εναγόμενου σχετικά με τις συμφωνίες αγοράς αξιογράφων. Επισημαίνω ότι αυτή εκκρεμούσε εναντίον και της Ενάγουσας και αποσύρθηκε στο σύνολο.

 

Είναι γνωστό ότι η απόσυρση μιας αγωγής μετά από άδεια του Δικαστηρίου χωρίς επιφύλαξη δεν επιτρέπει σε διάδικο να επανέλθει με τα ίδια θέματα σε άλλη δικαστική διαδικασία. Εν προκειμένω αποσύρθηκε η αγωγή με μόνη επιφύλαξη όπως το θέμα ακυρότητας της επίδικης συμφωνίας δανείου αντικείμενο της παρούσας παραμείνει προς εξέταση στην παρούσα. Με την ανεπιφύλακτη προφανώς απόσυρση της αγωγής ως προς τα ζητήματα που εγέρθηκαν για τα αξιόγραφα έκδοσης ετών 2008 και 2010 της πρώην Λαϊκής Τράπεζα θα μπορούσε να λεχθεί ότι δημιουργείται κώλυμα λόγω δεδικασμένου στον Ενάγοντα να εγείρει τα εν λόγω θέματα στην υπό κρίση αγωγή κάτι το οποίο προσπάθησε ανεπίτρεπτα να κάνει ο Εναγόμενος. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τράπεζας Λτδ.[12]

 

Υπενθυμίζω εν προκειμένω ότι επίδικο θέμα είναι ότι η επίδικη συμφωνία δανείου είναι παράνομη γιατί ο σκοπός σύναψης αυτής είναι παράνομος. Περαιτέρω ανάλυση του θέματος δίδεται κατωτέρω. Η ουσία είναι ότι είναι αβάσιμη η θέση του Εναγόμενου περί νομικού κωλύματος της Ενάγουσας να προωθεί την απαίτηση της ενόψει της επαλήθευσης χρέους από τον εκκαθαριστή της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.

 

 Νομική Πτυχή

 

Υπενθυμίζω επίσης ότι η παρούσα υπόθεση είναι πολιτική και το βάρος απόδειξης βαρύνει τους Ενάγοντες οι οποίοι πρέπει να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Νοείται ότι η απόσειση του βάρους απόδειξης θα αποτιμηθεί υπό το φως της μαρτυρίας που θα κριθεί αξιόπιστη στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.[13]

 

Αναφορικά δε με την απαίτηση της Ενάγουσας τα βασικά στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν και κατά συνέπεια χρήζουν εξέτασης από το Δικαστήριο σε περιπτώσεις όπου αξιώνεται οφειλόμενο τραπεζικό χρέος είναι[14]:

 

(α)   Η σύναψη της σύμβασης δανείου, χρηματοδότησης ή πιστωτικών διευκολύνσεων και οι όροι της. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί συμβάσεων νόμου Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες. 

 

(β)    Η παράβαση όρου της σύμβασης,

 

(γ)    Ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Όσον αφορά το κατά πόσο έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ των μερών παρατηρώ ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι μεταξύ των μερών υπογράφηκε η συμφωνία δανείου αρχικά το Τεκμήριο 2 και η συμπληρωματική αυτής το Τεκμήριο 5. Δεν αμφισβητείται ότι τα μέρη που υπόγραψαν ήταν ικανά προς το συμβάλλεσθαι αλλά και ότι η συμφωνία δανείου συνάφθηκε με ελεύθερη συναίνεση. Επισημαίνω ότι έγινε προσπάθεια μέσω της αγόρευσης του Εναγόμενου να τεθεί ισχυρισμός περί μη ελεύθερης συναίνεσης χωρίς να δικογραφηθεί και δε λαμβάνεται υπόψη. Εν πάση περίπτωση δεν αποδείχθηκε η μη ελεύθερη συναίνεση των μερών. Αναφορικά με το θέμα της αντιπαροχής από τα Τεκμήρια 2, 5, 7 συνάγεται ότι αντικείμενο της συμφωνίας δανείου ήταν η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων στον Εναγόμενο για το ποσό των €50.000 με αντάλλαγμα όπως ο Εναγόμενος εξοφλήσει το ποσό του δανείου με δόσεις που καθορίστηκαν. Σε καμία περίπτωση δε συνάγεται να συνάφθηκε δάνειο χωρίς αντιπαροχή. Αντιθέτως αυτό που καταδείχθηκε είναι ότι μετά την υπογραφή του δανείου τα χρήματα εκταμιεύθηκαν σε προσωπικό λογαριασμό τρεχούμενο του Εναγόμενου. Τα χρήματα περιήλθαν στην κατοχή του αλλά ο ίδιος τα αξιοποίησε με αγορά αξιογράφων κεφαλαίου της πρώην Λαϊκής Τράπεζας. Μάλιστα αποδέχθηκε ότι έπρεπε να πληρώνει τις δόσεις και προχώρησε στη σύναψη της συμπληρωματικής συμφωνίας δανείου. Η σύμβαση δανείου λοιπόν δεν είναι άνευ αντιπαροχής.

 

Αναφορικά με το νόμιμο σκοπό επισημαίνω ότι σκοπός σύναψης του δανείου είναι οι προσωπικές ανάγκες του Εναγόμενου θέση που αποδέχθηκε και υπόγραψε. Ο σκοπός για τον οποίο συνάφθηκε το δάνειο δεν είναι παράνομος. Ακόμη κι αν είχε συναφθεί σύμβαση δανείου στην οποία να αναγραφόταν ότι αυτή συνάφθηκε με σκοπό την αγορά αξιογράφων της ίδιας Τράπεζας που χορηγεί πιστωτικές διευκολύνσεις δεν έχω εντοπίσει αυτό να αντίκειτο κατά τον ουσιώδη χρόνο σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη. Με βάση τον περί εργασιών των Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου 66 (Ι) 1997 ως ίσχυε τότε η μόνη απαγόρευση σε τράπεζα ήταν να χορηγήσει πιστωτικές διευκολύνσεις σε μη υπάλληλους της για ποσά πέραν των ΛΚ 50.000 με σκοπό την αγορά δικών της μετοχών. Πρωτίστως τα αξιόγραφα δεν αποτελούν μετοχές και κατά δεύτερο το ποσό της πιστωτικής διευκόλυνσης που παραχωρήθηκε στον Εναγόμενο δεν υπερέβαινε τις ΛΚ 50.000. Συνεπώς η θέση που υποστηρίχθηκε σθεναρά από τον Εναγόμενο περί παράνομου σκοπού του δανείου δεν έχει αποδειχθεί και απορρίπτεται.

 

Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καταλήγω ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει στο βαθμό που απαιτείται τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας δανείου (Τεκμήριο 2 και 5) όπως και τη συμφωνία του Τεκμηρίου 3.

 

Έχει αποδειχθεί η παραβίαση των συμφωνιών δανείου, ο νόμιμος τερματισμό αυτών και το οφειλόμενο ποσό. Σε σχέση με το οφειλόμενο ποσό αυτό έχει μειωθεί με αναδόμηση που έγινε.

 

Και κάτι τελευταίο. Οφείλω να αναφέρω για σκοπούς πληρότητας ότι ενώ ο Εναγόμενος ισχυρίστηκε παρανομία των συμβάσεων δανείου (Τεκμήρια 2 και 5) δεν έθεσε ουσιαστικά λεπτομέρειες παρανομίας στο δικόγραφο του παρά μόνο ότι ο σκοπός αυτής ήταν παράνομος θέση που καταρρίφθηκε. Στη σελίδα 1106  του συγγράμματος Bullen & Leake, Principles of Pleadings, 12η έκδοση, με επικεφαλίδα «Pleading» αναφέρεται ότι όπου ο Εναγόμενος βασίζεται στην υπεράσπιση της παρανομίας θα πρέπει να εγείρει ξεκάθαρα γεγονότα στο δικόγραφο του και να δώσει λεπτομέρειες για την παρανομία. (βλέπε επίσης Δ.19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών). Εν προκειμένω δεν τίθενται στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του Εναγόμενου τα γεγονότα ή οι λεπτομέρειες των γεγονότων για την ισχυριζόμενη παρανομία. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει άλλα γεγονότα.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω έχοντας κατά νου τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου, οι Ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεση τους εναντίον του Εναγόμενου στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων μόνο ως προς την έκδοση απόφασης υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €67.303,50 πλέον τόκο προς 3,01800% ετησίως επί ποσού €66.658,64 από 26/10/2023 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Αναφορικά με τη θεραπεία που επιζητείται για κατάσχεση των αξιογράφων κεφαλαίου της πρώην Λαϊκής Τράπεζας του έτους 2008 που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμφωνίας ενεχυρίασης με σκοπό την εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Εναγόμενου από τη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 2) είναι μεν αποδεκτό ότι συνάφθηκε αυτή, όμως δεν έχει καταδειχθεί σήμερα τι απόγιναν τα εν λόγω αξιόγραφα. Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν είναι αρκετή ώστε να δικαιολογήσει σήμερα την έκδοση διατάγματος ως το παρακλητικό Γ της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Υπο το φως των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €67.303,50 πλέον τόκο προς 3,01800% ετησίως επί ποσού €66.658,64 από 26/10/2023 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους με έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                      (Υπ.).........................................

                                                  Μ-Α Στυλιανού Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Evelthon Developments Ltd κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1Γ Α.Α.Δ 2486, 2496 «Οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι εφεσείοντες στην έκθεση υπεράσπισης τους για αυθαίρετες, παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων, εξόδων, δικαιωμάτων κλπ είναι γενικοί και αόριστοι και χωρίς, στοιχειώδη έστω, εξειδίκευση.»

 

[2] Al Watani κ.α. v Παπαδοπούλου (2000)1 (Γ) Α.Α.Δ 1924

[3] Γεώργιος Παπαγεωργίου v Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24

[4] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506

[5] βλ. El Fath Co. For International Trade S.A.E. v. E.D.T. Shipping Ltd κ.ά. (1992) 1 ΑΑΔ 1255, Ν.Α. Theophanous (Matic) Laundries Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 793 και Hamisi Mwinyi Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 05/06/2015

[6] Σύγραμμα κκ Τάκη Ηλιάδη και κκ Νικόλα Σάντη “Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές”2014 σελ. 720 (παράλειψη αντεξέτασης)

[7] Χριστοδούλου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Π.E. Αρ. 294/12 [7]ημερομηνίας 18.6.2019

[8] Π.Ε. αρ. 263/2010 ημερομηνίας 5.5.2015

[9] Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238 και Παναγιώτης Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192.

[10] Βλ. άρθρο 251 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.

 

[11] Σχετικό το άρθρο 251(7) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113

 

 

[12] (1995) 1 Α.Α.Δ. 670. Όπου Τέθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Το ζήτημα καλύπτεται από τη Δ.15 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας.  Οι προεκτάσεις της εξηγήθηκαν στις υποθέσεις Kypreos (1984) 1 CLR 565 και Eleftheriades v. Cyprus Hotels (1985) 1 CLR 677.  Με τη θέσπιση της η ελευθερία που αναγνωριζόταν στον ενάγοντα για απόσυρση της αγωγής οποτεδήποτε, διατηρώντας δικαίωμα επαναφοράς της αιτίας της αγωγής που αποτελούσε το αντικείμενο της με νέα αγωγή ή σε μεταγενέστερη διαδικασία, δεν υπάρχει πλέον.  Ο ενάγων μπορεί να αποφασίσει αν θα προωθήσει την αγωγή του ή αν θα την αποσύρει.  Αυτό είναι δικό του προνόμιο και είναι ο κανόνας πως στο βαθμό που η απόσυρση της αγωγής διενεργείται για να οδηγηθεί η ορισμένη αντιδικία σε οριστικό τέλος, ούτε ο εναγόμενος έχει λόγο αλλά ούτε και το Δικαστήριο.  Εκείνο που δεν δικαιούται να κάμει είναι να τερματίσει οποτεδήποτε θέλει τη διαδικασία διατηρώντας μονομερώς το δικαίωμα να επανέλθει στα ίδια.  Οι περιορισμοί εν προκειμένω είναι σαφείς.  Ο ενάγων δικαιούται να διακόψει (discontinue) με γραπτή ειδοποίηση την αγωγή, δηλαδή να την τερματίσει με δικαίωμα καταχώρισης νέας, οποτεδήποτε πριν την παραλαβή της υπεράσπισης, ή μετά την παραλαβή της πριν προβεί σε οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα, με επιφύλαξη ως προς οποιανδήποτε ενδιάμεση αίτηση).  Από εκεί και πέρα ο ενάγων παύει να είναι dominus litis.  Η διακοπή της αγωγής τελεί πλέον υπό την αίρεση της εξασφάλισης άδειας από το Δικαστήριο.  Η απόσυρση της αγωγής και η επακόλουθη απόρριψη της χωρίς τέτοια άδεια που εξ ορισμού εμπεριέχει την αναγνώριση στον ενάγοντα δικαιώματος καταχώρισης νέας αγωγής, δημιουργεί δεδικασμένο.  Βλ. Spencer Bower and Turner - the Doctrine of Res Judicata 2η έκδοση σελ.36, παράγραφος 39).»

[13] Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001), 1(B) Α.Α.Δ 1858. 

[14] Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ  ν.  Χαραλάμπους  (2010) 1 Α.Α.Δ. 829.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο