ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

 

Αγωγή αρ: 936/2016

Μεταξύ:

1. Μ. Μ.

2. Μ. Κ. Φ. (ανήλικος μέσω των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Κ. Φ. και Μ. Μ. ως τα πρόσωπα που ασκούν γονική μέριμνα του ανηλίκου από τη Λευκωσία)

3. Φ. Κ. Φ.(ανήλικος μέσω των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Κ. Φ. και Μ. Μ. ως τα πρόσωπα που ασκούν γονική μέριμνα του ανηλίκου από τη Λευκωσία)

 

                                                                                                                         Eνάγοντες

και

 

 Μ. Φ. ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ Μ. Κ. ΚΑΙ Η.

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

 

 

                                                                                                                               Εναγόμενων

Ημερομηνία:  28 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες: κος Παπαθεοδώρου

Για Εναγόμενες: κα Α. Λυκούργου

 

                                                     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021, η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

Οι Ενάγοντες με την υπό εξέταση αγωγή αξιώνουν γενικές και/ή παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις λόγω επίθεσης αλλά και για παραβίαση του δικαιώματος τους σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.  Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι αξίωναν θεραπείες και στη βάση των αστικών αδικημάτων της δυσφήμησης, συκοφαντίας και επιζήμιας ψευδολογίας ο οποίες όμως αποσύρθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία ως εξηγείται κατωτέρω.

 

Οι Ενάγοντες αποτελούν μέλη της ίδιας οικογένειας. Η Ενάγουσα 1 είναι η μητέρα των Εναγόντων 2 και 3 οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ανήλικοι. Η αγωγή στρέφεται εναντίον του Μ. Φ. ο οποίος εκκρεμούσης της αγωγής αποβίωσε (στο εξής «ως ο αποβιώσαντας»). Ο αποβιώσαντας είναι ο αδερφός του συζύγου της Ενάγουσας 1. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η Ενάγουσα 1 με το σύζυγο και τα παιδιά τους μεταξύ και των Εναγόντων 2 και 3 διέμεναν στο ισόγειο διώροφης οικοδομής επί της οδού [ ] 10 και ο αποβιώσαντας διέμενε με την οικογένεια του στον όροφο της ίδιας οικοδομής.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης ο αποβιώσαντας απαιτούσε από τη μητέρα του  Φ. («στο εξής ως η Φ.») όπως παραιτηθεί από το δικαίωμα επικαρπίας που είχε στην οικία του. Ενόψει αρνήσεως της μητέρας του να αποσύρει την επικαρπία ο αποβιώσαντας προέβαινε σε πράξεις και ενέργειες εναντίον των Εναγόντων με σκοπό να μεσολαβήσουν να αποσύρει την επικαρπία που κατ’ ισχυρισμό συνιστούσαν εξαναγκασμό και ψυχική πίεση. Αποτελεί ισχυρισμό των Εναγόντων ότι ο αποβιώσαντας υπέχει έναντι τους αστική ευθύνη για το αδίκημα της επίθεσης και παραβίασης του δικαιώματος τους της ιδιωτικής ζωής. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη εκδοχή τους ο αποβιώσαντας καταδικάστηκε μετά από παραδοχή του στην ποινική υπόθεση με αριθμό 14754/2013. Παραθέτουν δε λεπτομέρειες για επίθεση, δυσφήμηση, συκοφαντίας και/ή παραβίασης του δικαιώματος για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή σχετικά με ένα περιστατικό ημερομηνίας 30/03/2013. Είναι ισχυρισμός τους ότι η επίθεση που δέχθηκαν ήταν σκληρή και/ή βάναυση και/ή απρόκλητη και/ή αδικαιολόγητη, παράνομη, απαράδεκτη, προκλητική. Η προσωπικότητα τους μεταξύ άλλων έχει συντριβεί και προσβληθεί.

 

Μέσω της Υπεράσπισης ο αποβιώσαντας αρνείται γενικά τους ισχυρισμούς και θέσεις που προβάλλουν οι Ενάγοντες και δη τις αξιώσεις τους. Επιπλέον παρατίθεται το ιστορικό των σχέσεων μεταξύ του αποβιώσαντα και της οικογένειας του με την Ενάγουσα 1, το σύζυγο και αδερφό του αλλά και με τη μητέρα του Φαίδρα. Είναι παραδεκτό ότι η Ενάγουσα μαζί με το σύζυγο της, αδερφό του αποβιώσαντα και τα παιδιά τους κατά τον επίδικο χρόνο διέμεναν στο ισόγειο της διώροφης οικοδομής επί της οδού Λόρδου Βύρωνος 10 ενώ ο αποβιώσαντας διέμενε στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής. Αποδίδει στην Ενάγουσα 1 και στο σύζυγο της αδερφό του, κακή και ανάρμοστη συμπεριφορά τόσο προς τον ίδιο όσο και στην οικογένεια του. Είναι ισχυρισμός του αποβιώσαντα ότι ψυχράνθηκαν οι σχέσεις του με την Ενάγουσα 1 και το σύζυγο της μετά το θάνατο του πατέρα τους το έτος 2008 μετά το διαχωρισμό της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα τους. Μεταξύ τους υπήρξαν διάφορες προστριβές και έγιναν εκατέρωθεν καταγγελίες και στην αστυνομία. Αρνείται περαιτέρω οποιαδήποτε αστικής φύσεως ευθύνη για το αδίκημα της επίθεσης ή και παραβίασης του δικαιώματος για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή παραθέτοντας τη θέση και εκδοχή του. Ειδικότερα σε σχέση με το περιστατικό ημερομηνίας 30/03/2013 ο αποβιώσαντας στην Υπεράσπιση του αναφέρει:

α. Ο Εναγόμενος απορρίπτει ότι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν παρουσία του Ενάγοντα υπ’ αριθμόν 2.

β. Η «επίθεση» που δέχθηκε η Ενάγουσα σε καμία περίπτωση δεν ήταν απρόκλητη ή/ και σκληρή ή/ και βάναυση ή/και μεγάλης ισχύος ή/ και δεν ήταν απρόκλητη ή /και αδικαιολόγητη ή/ και προκλητική ή/ και δεν προκάλεσε το περί δικαίου αίσθημα του πολίτη και δεν κλόνισε το αίσθημα του πολίτη και δεν κλόνισε το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης της Ενάγουσας και δεν αποτελεί πλήγμα για την κοινωνική και οικογενειακή ειρήνη.

γ. Η Ενάγουσα υπ’ αριθμόν 1 προκάλεσε πρώτη τον Εναγόμενο αποκαλώντας τον «κλέφτη, κέρατά».

δ. Ο Εναγόμενος ουδέποτε ούρλιαζε και το επεισόδιο ήταν μία σύντομη φραστική αντιπαράθεση με την Ενάγουσα υπ’ αριθμό 1, την οποία δεν αντιλήφθηκαν οποιοιδήποτε περαστικοί ή γείτονες ή τα παιδιά και καλεί την Ενάγουσα σε αυστηρή υπόδειξη των ισχυρισμών της. ο Εναγόμενος ακολούθησε την Ενάγουσα υπ’ αριθμόν 1 για μικρό διάστημα απλώς για να απαντήσει στις ύβρεις που δέχτηκε από την αυτήν. Όπως αναφέρεται πιο πάνω στις παραγράφους 3 και 4 της υπεράσπισης, ο Εναγόμενος και η οικογένεια του ήταν καθημερινοί αποδέχτες παρενοχλήσεων και προκλήσεων από την Ενάγουσα υπ’ αριθμό 1 και τον σύζυγο της και το 2014 αναγκάστηκαν να μετακομίσουν.

ε. Πλην του ότι ο Εναγόμενος παραδέχεται ότι ακολούθησε την Ενάγουσα υπ’ αριθμό 1 με το μοτοποδήλατο, οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας υπ' αριθμό 1 στην παράγραφο 11.3 στερούνται λογικής. Είναι πρακτικώς αδύνατο να ακόλουθά ο Εναγόμενος το αυτοκίνητο της Ενάγουσας υπ’ αριθμόν 1 σε τόση απόσταση που να μπορεί να της απευθύνεται κατά την διάρκεια της διαδρομής και η αυτή να μπορεί να καταλαβαίνει τι λέει ο Εναγόμενος.

στ. Ο Εναγόμενος απορρίπτει στο σύνολο τους τις υποπαραγράφους 11.4,11.5,11.6,11.8 και 11.9. Όσων αφορά την υποπαράγραφο 11.8, προτείνεται στην Ενάγουσα υπ’ αριθμό 1 να ενημερωθεί τι προβλέπει ο ποινικός κώδικας πριν να αποκαλεί ψεύδος την αναφορά του Εναγόμενου.

ζ. Ο Εναγόμενος αποδέχεται την υποπαράγραφο 11.7 αλλά διευκρινίζει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη το λευκό του μητρώο και ότι είναι νομοταγής πολίτης, και αναστάλθηκε η επιβολή ποινής.

Μέσω της Απάντησης στην Υπεράσπιση οι Ενάγοντες αρνούνται τις θέσεις και εκδοχές του αποβιώσαντα και επαναλαμβάνουν τις θέσεις τους.

 

Μαρτυρία

 

Προς απόδειξη της απαίτησης των Εναγόντων, έδωσε μαρτυρία o κος Κ. Φ. (ΜΕ1) και η Ενάγουσα 1 (ΜΕ2). Εκ μέρους του Εναγόμενου δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία. Έγινε όμως δήλωση ότι ο μόνος που θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία επί των γεγονότων είναι ο Μ. Φ. ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας. Εξ αντικειμένου σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τη διαχείριση του αποβιώσαντα εμποδίστηκε να παρουσιάσει μαρτυρία. Υπενθυμίζω ότι κατά την ακροαματική διαδικασία η απαίτηση των Εναγόντων ενόψει του θανάτου του αποβιώσαντα περιορίστηκε μόνο στο αστικό αδίκημα της επίθεσης και παραβίασης της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (πρακτικά ημερομηνίας 19/12/2023 σελ. 32).

 

ΜΕ1

 

O ME1 πατέρας των Εναγόντων 2 και 3 και πρώην σύζυγος της Ενάγουσας 1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Α. Παράθεσε ως Τεκμήριο 1 αντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας για να εξηγήσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου στην οδό Λόρδου Βύρωνος το οποίο ανήκει σ’ αυτόν εξ ημισίας με τον αποβιώσαντα αδερφό του. Εξήγησε ότι κατά τον επίδικο χρόνο διέμενε με την οικογένεια του στο ισόγειο διώροφης οικοδομής στο ίδιο ακίνητο.

 

Σύμφωνα με το μάρτυρα όλα όσα περιγράφει στη γραπτή δήλωση του είναι λόγω του ότι ο αποβιώσαντας και η σύζυγος του Σ. δε συμφωνούσαν με το δικαίωμα επικαρπίας που είχε η μητέρα τους Φαίδρα επί του ακινήτου στην οδό [ ] και δη επί της οικίας του αποβιώσαντα.

 

Ο ΜΕ1 ουσιαστικά περιγράφει τις σχέσεις του αποβιώσαντα με τον ίδιο και την οικογένεια του και τη μητέρα τους Φ. Ο αποβιώσαντας και η σύζυγος του θεωρούσαν σύμφωνα με το ΜΕ1, ότι η Φ είχε κάποιο σχέδιο εις βάρος τους με το θέμα της επικαρπίας. Ο μάρτυρας περιέγραψε περιστατικά που κατά τη θέση του δεικνύουν ότι ο αποβιώσαντας ενεργούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να ασκεί ψυχολογική πίεση σ’ αυτόν και στην οικογένεια του αλλά και εξαναγκασμό ώστε να μεσολαβήσουν να πείσουν τη Φ. να αποσύρει την επικαρπία επί της οικίας του.

 

Συνέχισε ο ΜΕ1, αναφέροντας ότι ο αποβιώσαντας ήταν εκνευρισμένος με το θέμα της επικαρπίας και ότι η συμπεριφορά του έναντι του και της οικογένειας του χειροτέρευσε. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 2 δέσμη ηλεκτρονικών μηνυμάτων που του απόστειλε μέσω των οποίων ως αναφέρει ο ΜΕ1 φαίνονται οι κακιές προθέσεις του και η κακοβουλία του.

 

Ο ΜΕ1 με την οικογένεια του αποφεύγαν να έρχονται σ’ επαφή μαζί του, τους φόβιζε η συμπεριφορά του. Προσπάθησαν να τον συνετίσουν μέσω καταγγελιών στην αστυνομία ως φαίνεται στη βεβαίωση του Τεκμηρίου 3. Περιέγραψε διάφορα περιστατικά που έγιναν και για τα οποία γίνεται αναφορά στο Τεκμήριο 3. Ως Τεκμήριο 4 κατάθεσε ιατρική βεβαίωση για εξέταση του στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ως Τεκμήριο 5 φωτογραφίες που δεικνύουν ως εξηγεί ότι ο αποβιώσαντας στα πλαίσια αυτής της συμπεριφοράς του, την 31/10/2012 έριξε στη βεράντα του σπιτιού τους χώματα και νερά. Ως Τεκμήριο 6 κατάθεσε φωτογραφίες που τράβηξε στις 31/10/2012 και σχετίζονται με το περιστατικό της 31/10/2012.

 

Για τα γεγονότα που αφορά η παρούσα αγωγή και δη για το περιστατικό που δέχθηκαν επίθεση ως ισχυρίζονται οι Ενάγοντες ο ίδιος ως εξήγησε δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας αλλά ενημερώθηκε εκ των υστέρων για το τι συνέβηκε. Το επίδικο περιστατικό ως αναφέρει συνέβη το Σάββατο 30/03/2013 όπου η Ενάγουσα 1 περί τις 09:30 π.μ. πήρε τα παιδιά τους Θ. και Φ. για ψώνια. Μετά τα ψώνια και περί τις 10:30 π.μ. η Ενάγουσα 1 στάθμευσε το όχημα της για να αφήσει το Θεοφάνη και να επιβιβαστεί ο Μ. σε μάθημα ζωγραφικής. Όταν επιβιβαστήκαν τα παιδιά της και ήταν έτοιμη να ξεκινήσει πέρασε ο αποβιώσαντας με τη μοτοσυκλέτα του και της επιτέθηκε αποκαλώντας την «πισωγλέντησσα». Αυτή φοβήθηκε. Ο Εναγόμενος την ακολουθούσε απ΄ την οικία της μέχρι την οδό [ ] και καθ’ όλη τη διαδρομή ούρλιαζε αποκαλώντας την «πισωγλέντησσα». Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. Στα φώτα τροχαίας ο αποβιώσαντας στάθμευσε δίπλα της συνεχίζοντας την επίθεση του. Όλα τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σε δημόσια οδό στην παρουσία περαστικών και γνωστών τους. Ένιωσε προσβεβλημένη και φόβο η Ενάγουσα 1. Το περιστατικό καταγγέλθηκε στην αστυνομία. Σχετικά κατατέθηκε το Τεκμήριο 7. Ως Τεκμήριο 8 κατάθεσε την κατάθεση της στην αστυνομία. Ασκήθηκε εναντίον του η ποινική υπόθεση με αρ. 14754/2013. Περί την 21/02/2014 ο αποβιώσαντας καταδικάστηκε αφού παραδέχθηκε. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 9.

 

Ο ΜΕ1 ανάφερε επίσης ότι λίγες πριν την καταδίκη του στην ποινική υπόθεση με αρ. 14754/2013 είχε καταδικαστεί στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 22842/2013 για άλλα αδικήματα. Είναι η θέση του ότι απόκρυψε από το Δικαστήριο ότι δεν ήταν λευκού ποινικού μητρώου ως αναγράφεται στο Τεκμήριο 9. Προς τούτο κατάθεσε ως Τεκμήριο 10 αντίγραφο δικαστικής απόφασης με την ποινή που επιβλήθηκε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 22842/2013. Ως Τεκμήριο 11 κατάθεσε κατάθεση της Ενάγουσας 1 που έδωσε στην αστυνομία για ένα περιστατικό ημερομηνίας 18/07/2013 σχετική με την ποινική υπόθεση αρ. 22842/2013 και ως Τεκμήριο 12 κατάθεσε αντίγραφο δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 22843/2013 με την οποία απόφαση αθωώθηκε η Ενάγουσα 1. Η εν λόγω ποινική υπόθεση ήταν εναντίον της Ενάγουσας 1 και σχετική με περιστατικό που συνέβηκε την 18/07/2013.

 

Κατάθεσε επίσης ως Τεκμήριο 13 βεβαίωση για εξέταση του στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για περιστατικό επίθεσης από τον αποβιώσαντα προς το πρόσωπο του που ως ισχυρίζεται ο μάρτυρας έγινε την 28/07/2013. Ταυτόχρονα κατάγγειλε ο αποβιώσαντας ότι δέχθηκε επίθεση από το ΜΕ1 και την Ενάγουσα 1 και καταχωρήθηκε εναντίον τους η ποινική υπόθεση αρ. 584/2014. Κατάθεσε το Τεκμήριο 14. Αθωώθηκαν από τις κατηγορίες.

 

Είναι η θέση του μάρτυρα ότι ακόμη και μετά το συμβάν ημερομηνίας 30/03/2013 δεν έδειξε καμία μεταμέλεια ο αποβιώσαντας αφού συνέχισε τις ενέργειες του εναντίον τους με σκοπό να πιέσει τη Φ. να αφαιρέσει την επικαρπία. Παραθέτει λεπτομέρειες για δυο περιστατικά ημερομηνίας 18/07/2023 και 28/07/2023. Παράπεμψε επίσης στα Τεκμήρια 10,11,12 και 13. Ως Τεκμήριο 16 κατάθεσε αντίγραφο δικαστικής απόφασης από την οποία αθωώθηκε από κατηγορίες πλαστογραφίας.

 

Σύμφωνα με το μάρτυρα ο αντίκτυπος στα παιδιά του και στην Ενάγουσα 1 από τη συμπεριφορά του αποβιώσαντα ήταν μεγάλος. Επισύναψε αναφορικά με τα παιδιά του το Τεκμήριο 15 έκθεση παιδοψυχολόγου κου Κ. Έχει επίσης την άποψη ότι το επίδικο συμβάν (30/03/2013) έγινε μπροστά σε κόσμο σε δημόσιο δρόμο και ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα των Εναγόντων σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Επίσης οι Ενάγοντες 2 και 3 δέχθηκαν άνιση επίθεση και δεν είχαν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους λόγω φυσικής αδυναμίας.

 

Αντεξεταζόμενος αναγνώρισε ότι μεταξύ του, της οικογένειας του και του αποβιώσαντα αδερφού του υπήρξαν αρκετές αντιδικίες. Οι αστικές διαδικασίες είναι περίπου 10-12 στον αριθμό. Αναγνώρισε επίσης τη δέσμη αλληλογραφίας του Τεκμηρίου 17. Στη δέσμη εγγράφων κατατέθηκε επιστολή του μάρτυρα για άνευ βλάβης διευθέτηση όλων των διαφορών τους ακόμη και μελλοντικών.

 

Ανάφερε αντεξεταζόμενος ότι το έτος 2016 ο αποβιώσαντας μεταβίβασε επ’ ονόματι του το μερίδιο του για ένα ακίνητο αναφέροντας παράλληλα ότι αποδέχθηκε τη δωρεά για να αποκαλύψει τις σκευωρίες του αποβιώσαντα αδερφού του ο οποίος τον κατηγόρησε για πλαστογραφία.

 

Σε ερώτηση για ποιο λόγο επιμένουν με την Ενάγουσα στις δικαστικές διαδικασίες αφού ο αδερφός του έχει αποβιώσει απάντησε ότι ο αποβιώσαντας και η σύζυγος του προκάλεσαν πολλά δεινά στην οικογένεια του. Επέμενε ότι όλα τα περιστατικά ξεκινούν από την επικαρπία.

 

ΜΕ2

 

Η Ενάγουσα 1 ΜΕ2 ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε το Έγγραφο Β το οποίο αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή της μαρτυρίας του ΜΕ1. Ακόμη και η γνώμη του ΜΕ1 ή η σημασία που αποδίδει σε διάφορα γεγονότα και περιστατικά μεταφέρθηκε επακριβώς και από τη ΜΕ2.

 

Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας ανάφερε ότι τα τελευταία 25 χρόνια εργάζεται στην εταιρεία [ ] στη θέση «Job controller assistant manager». Το έτος 2013 κατείχε τη θέση «senior associate». Η καριέρα της περιορίστηκε λόγω των παιδιών της. Παραδέχθηκε ότι ο επαγγελματικός της χώρος την αναγνώρισε και ότι αμείβεται. Ανάφερε ότι ο Ενάγοντας 2 σήμερα είναι 17 ετών και ο Ενάγοντας 3, ετών 14.

 

Αντεξεταζόμενη ανάφερε ότι ακόμη και σήμερα τα παιδιά της αντιμετωπίζουν φοβίες και ανασφάλειες. Σε ερώτηση που μπορεί να οφείλεται αυτό ανάφερε ότι δεν μπορεί να το ξέρει. Ερωτώμενη ως προς το λόγο που δε πήρε τα παιδιά της ξανά σε ψυχολόγο εφόσον ως αναφέρει έχουν σήμερα φοβίες απάντησε θα το σκεφτεί. Συμφώνησε επίσης με την ερώτηση «Συμφωνούμε ότι ο Μιχάλης έχει αυτά που έχει αλλά δεν ξέρουμε από που προέρχονται γιατί δεν έχουμε ιατρικό πιστοποιητικό σωστά εδώ;» Αναφορικά με τον Ενάγοντα 3 ο οποίος ήταν 4 ετών όταν έγινε το περιστατικό σε ερώτηση ότι δεν γνωρίζουν γιατί έχει ανασφάλειες απάντησε ότι πιστεύει ότι είναι συνδυασμός. Αν κρίνει ότι χρειάζονται παιδοψυχολόγο θα τους πάρει.

 

Σε ερώτηση γιατί προωθεί σήμερα ακόμη και μετά το θάνατο του αποβιώσαντα εναγόμενου τις αγωγές απάντησε ότι θα ήθελε μεν να τις αποσύρει αλλά η άλλη πλευρά δεν υπήρξε συνεργάσιμη. Μάλιστα μετά από ερωτήσεις που της υπεδείχθησαν ανάφερε ότι η σύζυγος του αποβιώσαντα έχει καλύτερη ζωή από εκείνη.

 

Υποδείχθηκε στη μάρτυρα ότι η κατηγορούσα αρχή είναι αυτή που ενημερώνει το Δικαστήριο για την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου ενός κατηγορούμενου και όχι ο ίδιος ο κατηγορούμενος.

 

Σε ερώτηση ως προς το πως συνετρίβη η προσωπικότητα της και το τι ένιωθε απάντησε ότι ένιωθε ότι όλα γίνονταν εις βάρος της, ντρεπόταν να βλέπει τους συναδέλφους της, οι οποίοι μάθαιναν τι γινόταν από την ίδια. Ανάφερε παράλληλα ότι οι συνάδελφοι της είχαν την έγνοια της. Αποτέλεσε θέση της Υπεράσπισης την οποία αρνήθηκε η Ενάγουσα 1 ότι η ίδια με το σύζυγο της είχαν εχθρότητα  και ψύχωση τόσο με τον αποβιώσαντα όσο και με τη σύζυγο του Σούλλα Ιωάννου.

 

 

 

 

Αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων

 

Με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν στο Δικαστήριο παραθέτοντας γραπτώς τα επιχειρήματα τους. Όπου κριθεί αναγκαίο θα γίνει αναφορά στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν. Επισημαίνεται ότι όπου έγινε προσπάθεια μέσω αγορεύσεων να παρουσιαστεί μαρτυρία δε θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Πολύ συνοπτικά εκ μέρους των Εναγόντων τέθηκε ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης ως καθορίζεται στο άρθρο 26 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου αλλά και ότι η συμπεριφορά του αποβιώσαντα είναι κατακριτέα και έχει προσβάλλει την αξιοπρέπεια των Εναγόντων και το δικαίωμα τους σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Εισηγούνται επίσης οι Ενάγοντες ότι το γεγονός ότι ο Εναγόμενος έχει αποβιώσει δεν επηρεάζει τη βάση και προώθηση της παρούσης αγωγής καθότι αυτή συμπεριλαμβάνεται σε βάσεις αγωγής που επιβιώνουν μετά το θάνατο και ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του Εναγόμενου σε δίκαιη δίκη. Η πλευρά των Εναγόμενων εισηγείται όπως η αγωγή απορριφθεί πριν καν εξεταστεί η επάρκεια ποιότητα και αξιοπιστία της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι Ενάγοντες καθότι οι Εναγόμενοι στερήθηκαν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αφού χωρίς υπαιτιότητα τους δεν είχαν όπλα και ούτε ακούστηκαν αποτελεσματικά. Είναι επίσης η θέση των Εναγόμενων ότι η αγωγή είναι καταχρηστική και ότι δεν αποδείχθηκε η απαίτηση λόγω ανεπαρκούς θετικής και αξιόπιστης μαρτυρίας.

 

Προχωρώ πρωτίστως να εξετάσω το ζήτημα αυτό. Αποτελεί ισχυρισμό των Εναγόμενων ότι δεν είχαν ίσα όπλα και δεν εισακούστηκαν στη διαδικασία αφού λόγω του θανάτου του αποβιώσαντα δεν μπόρεσε ο αποβιώσαντας να ακουστεί αποτελεσματικά και να παρουσιαστεί μαρτυρία εκ μέρους του. Καταρχάς υπενθυμίζω ότι όταν καταχωρήθηκε η αγωγή ήταν εν ζωή ο Μ. Φ. εναντίον του οποίου στρέφεται η παρούσα. Το αστικό αδίκημα της επίθεσης επιβιώνει και μετά το θάνατο. Το γεγονός δηλαδή θανάτου κάποιου διάδικου και δη του εναγόμενου εν προκειμένω δεν καταργεί τη δίκη και δεν μπορεί από μόνο του να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων. Η αρχή της ισότητας των όπλων ουσιαστικά προϋποθέτει «τη δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των διαδίκων και δη να έχουν την εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεση τους και του μαρτυρικού υλικού με τρόπο ώστε να μη τίθενται σε μειονεκτική θέση. Στην προκείμενη περίπτωση δε στερήθηκε ο εναγόμενος της ευκαιρίας να καταχωρήσει την υπεράσπιση του απλώς επήλθε εκκρεμούσης της διαδικασίας ο θάνατος του. Είναι γεγονός ότι ο θάνατος του είχε σαν αποτέλεσμα να μη μπόρεσε να παρουσιάσει ο ίδιος μαρτυρία όμως  παρασχέθηκε στην πλευρά του, η δυνατότητα αντεξέτασης των μαρτύρων που παρουσιάστηκαν όπως και η δυνατότητα παρουσίασης άλλου μάρτυρα εάν αυτό ήταν εφικτό. Το γεγονός ότι ο αποβιώσαντας δεν μπορεί πλέον να δώσει μαρτυρία δεν μπορεί αυτό από μόνο του να αποτελέσει λόγο ώστε εκ προοιμίου να απορριφθεί η αγωγή και δη να απορριφθεί πριν αξιολογηθεί η μαρτυρία που παρουσιάστηκε. Το Δικαστήριο έχει κατά νου το γεγονός ότι ο εναγόμενος Μ. Φ. αποβίωσε εκκρεμούσης της διαδικασίας και δη δεν ήταν εφικτό να δώσει μαρτυρία γεγονός που σαφώς θα ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Ορθό να επισημανθεί στο παρόν στάδιο ότι εν πάση περίπτωση το βάρος απόδειξης για να αποδείξουν την απαίτηση τους έχουν οι Ενάγοντες οι οποίοι οφείλουν να παρουσιάσουν ικανοποιητική μαρτυρία προς απόσειση του ακόμη κι αν η πλευρά του εναγόμενου δεν παρουσιάσει μαρτυρία.[1]

 

Αξιολόγηση

 

Σημειώνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, τη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά.[2]

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει, όμως μόνο επί των διιστάμενων εκδοχών[3] αφού τα πιο κάτω αναφερόμενα γεγονότα είναι κοινά αποδεκτά ή μη αμφισβητούμενα είτε μέσω των δικογράφων είτε δεν αμφισβητήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία:

 

α) Η Ενάγουσα 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν σύζυγος με τον αδερφό του Μ. Φ., κο Κ. Φ.  Η ίδια κατά τον επίδικο χρόνο ήταν υπάλληλος στην εταιρεία [ ]. Οι Ενάγοντες 2 και 3 είναι τα παιδιά της Ενάγουσας 1 και του κου Κ. Φ. O Μ. Φ. ο οποίος αποβίωσε εκκρεμούσης της αγωγής ήταν κάτοχος διδακτορικού και δίδασκε σε πανεπιστήμια τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού ενώ παράλληλα μετείχε σε ερευνητικά προγράμματα παγκοσμίου εμβέλειας. Η Φ. είναι η μητέρα του αποβιώσαντα εναγόμενου και του κου Κ. Φ. Η κα Σ. Ι. ήταν η σύζυγος του αποβιώσαντα.

 

β) Κατά τον επίδικο χρόνο η Ενάγουσα 1 μαζί με το σύζυγο της και τα 4 παιδιά τους (συμπεριλαμβανομένων των Εναγόντων 2 και 3) διέμεναν στο ισόγειο διώροφης οικοδομής επί της οδού Λόρδου Βύρωνος 10 ενώ ο αποβιώσαντας διέμενε με την οικογένεια του στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής.

 

γ) Περί την 21/02/2014 ο αποβιώσαντας καταδικάστηκε από το Δικαστήριο μετά από παραδοχή του στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης με αρ. 14754/2013 για ένα περιστατικό που εξελίχθηκε στις 30/03/2013 στην Αγλαντζιά σε δημόσιο χώρο μεταξύ του και της Ενάγουσας 1 για περιστατικό εξύβρισης. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 9. Ως προκύπτει από την Υπεράσπιση ο αποβιώσαντας ακολούθησε την Ενάγουσα 1 με τη μοτοσυκλέτα του και μεταξύ τους υπήρξε φραστική αντιπαράθεση.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Ως ήδη αναφέρθηκε η μαρτυρία των ΜΕ1 και Ενάγουσας (Έγγραφο Α και Β) είναι πανομοιότυπη. Οι διαφορές στη μαρτυρία τους είναι επουσιώδεις. Η ουσία της μαρτυρίας και των ισχυρισμών παρέμεινε η ίδια. Η πανομοιότυπη μαρτυρία και η παράθεση των ίδιων ισχυρισμών, συμπερασμάτων ακόμη και η υιοθέτηση της γνώμης του ΜΕ1 από την Ενάγουσα αναφορικά με κάποια γεγονότα και περιστατικά δημιουργούν ευλόγως στο Δικαστήριο την εντύπωση ότι ελλείπει από τη μαρτυρία τους το στοιχείο της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας. Είναι εξόφθαλμο ότι οι μάρτυρες προσυμφώνησαν τι θα πουν και πως θα παρουσιάσουν την υπόθεση των Εναγόντων.

 

Πέραν τούτου σε γενικές γραμμές η μαρτυρία τους δεν άφησε θετική εντύπωση. Θα έλεγα ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκ μέρους των Εναγόντων για τους λόγους που εξηγούνται στη συνέχεια παρέχει εγγενείς δυσκολίες ως προς την αξιοπιστία της. Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας τους ήταν άσχετο με το επίδικο περιστατικό ημερομηνίας 30/03/2013. Παρατέθηκε με πάθος και λεπτομέρεια το ιστορικό των σχέσεων της οικογένειας του αποβιώσαντα με την οικογένεια των Εναγόντων και δόθηκε έμφαση σ’ αυτό προφανώς για σκοπoύς εντυπωσιασμού. Η δε μαρτυρία τους διακατέχεται και από το στοιχείο της υπερβολής.

 

Η όλη προσπάθεια της Ενάγουσας 1 και ΜΕ1 έτεινε προφανώς στο να καταδείξει ότι το πρόβλημα ρήξης των σχέσεων μεταξύ τους και του αποβιώσαντα οφείλεται αποκλειστικά σ’ αυτόν ο οποίος ήθελε με κάθε κόστος να πείσει τη μητέρα του Φαίδρα να αποσύρει την επικαρπία από την οικία του και ότι ουσιαστικά οι Ενάγοντες και ο αδερφός του αποβιώσαντα υπήρξαν τα θύματα. Προς επίτευξη του στόχου αυτού ως φάνηκε οι ΜΕ1 και η Ενάγουσα 1 παρουσίασαν τα γεγονότα όπως τους βόλευαν και δεν ήρθαν στο Δικαστήριο για να αποκαλύψουν την αλήθεια.

 

Παρατήρησα ότι παρουσιάστηκε επιλεκτικά μαρτυρία ή παρουσιάστηκε μαρτυρία άσχετη με το επίδικο περιστατικό όπως διάφορες δικαστικές αποφάσεις για σκοπούς εντυπωσιασμού και ενδεχομένως αποπροσανατολισμού του Δικαστηρίου. Επίσης ο ΜΕ1 δε δίστασε να παραθέσει τη γνώμη και τα συμπεράσματα του ή ερμήνευσε ο ίδιος  συμπεριφορά και ενέργειες ή ακόμα και δηλώσεις του αποβιώσαντα, θέσεις που υιοθέτησε και η Ενάγουσα. Η μαρτυρία τους δεν περιορίστηκε δηλαδή σε μαρτυρία γεγονότων. Ο δε ΜΕ1 αναφέρθηκε με λεπτομέρεια για το επίδικο περιστατικό, περιέγραψε επίσης τα συναισθήματα που βίωσαν εκείνη τη στιγμή η ίδια η Ενάγουσα 1 και τα παιδιά χωρίς ο ίδιος να ήταν παρών. Μάλιστα οι περιγραφές ήταν έντονες. Είναι εξόφθαλμο ότι τα γεγονότα παρουσιάστηκαν με υπερβολή και μεγέθυνση.

 

Επιπλέον παρατήρησα ότι επιλεκτικά οι μάρτυρες παραθέσαν ηλεκτρονικά μηνύματα του αποβιώσαντα προς τον ΜΕ1 αδερφό του (Τεκμήριο 2). Τόσο ο ΜΕ1 όσο και η Ενάγουσα 1 ανάφεραν ότι αυτά τα ηλεκτρονικά μηνύματα ενδεικτικά δεικνύουν ότι α) ο αποβιώσαντας θεωρούσε ότι η Φ. είχε σχέδιο εις βάρος του λόγω της επικαρπίας, β) ότι μέσω των μηνυμάτων απείλησε έμμεσα το ΜΕ1 και γ) ότι αυτά τα ηλεκτρονικά μηνύματα σχετίζονται με το θέμα της επικαρπίας. Επίσης είναι η θέση τους ότι μέσω των εν λόγω μηνυμάτων φαίνονται οι κακιές προθέσεις του έναντι τους. Με μια ανάγνωση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων δεν προκύπτει αυτό ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτή η σημασία που απόδωσε σ’ αυτά ο ΜΕ1 την οποία ακολούθως υιοθέτησε και η Ενάγουσα.

 

Καταρχάς από το περιεχόμενο των εν λόγω μηνυμάτων δεν μπορεί με ασφάλεια να προκύψει εύρημα ότι ο λόγος που αποστάλθηκαν αυτά ήταν γιατί το πρόβλημα του αποβιώσαντα ήταν με τη Φαίδρα για το θέμα της επικαρπίας επί της οικίας του ή ότι θεωρούσε ότι υπήρχε σχέδιο εναντίον του. Θα ήταν αφέλεια να αποδεχθώ αυτή τη θέση τη στιγμή που από το σύνολο της μαρτυρίας φαίνεται και παρουσιάζεται ένα ιστορικό διενέξεων μεταξύ Ενάγουσας, ΜΕ1 και αποβιώσαντα αλλά και δικαστικών διαδικασιών για διάφορα θέματα και πουθενά σ’ αυτά δεν εμφανίζεται το θέμα της επικαρπίας. Αυτό που διαπνέεται έντονα είναι ότι μεταξύ τους είχαν περιουσιακές διαφορές.

 

Ειδικότερα όμως με το Τεκμήριο 2, ηλεκτρονικά μηνύματα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο ΜΕ1 κατάθεσε μόνο τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε ο αποβιώσαντας απομονώνοντας λέξεις και προτάσεις που το βόλευαν. Επιπλέον προκαλεί ερωτηματικά στο Δικαστήριο ο λόγος που δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ολόκληρη η επικοινωνία ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα από τα όσα τέθηκαν. Αυτό που προσπάθησαν λοιπόν να παρουσιάσουν ότι δηλαδή ο αποβιώσαντας ήταν έντονα πικραμένος με το θέμα της επικαρπίας και ότι αυτό αποτέλεσε τη ρήξη στις σχέσεις τους δεν έπεισε.

 

Τα όσα αποδίδονται στα η-μηνύματα είναι υπερβολικά. Επιπλέον η επιλεκτική παράθεση μαρτυρίας δεικνύει μεταξύ άλλων την έλλειψη αντικειμενικότητας στη μαρτυρία των ΜΕ1 και Ενάγουσας.

 

Πέραν των πιο πάνω σημειώνω ότι τα η-μηνύματα του αποβιώσαντα ουσιαστικά συνιστούν εξ’ ακοής δηλώσεις του. Η κατάθεση μαρτυρίας ακόμη και εξ’ ακοής είναι επιτρεπτή αλλά δεν πρέπει το αποδεκτό της μαρτυρίας να συγχέεται με τη βαρύτητα που θα αποδοθεί στο τέλος της ημέρας από το Δικαστήριο σε τέτοια μαρτυρία λεκτική ή έγγραφη.[4] Στην προκείμενη περίπτωση ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα 1 πρόβηκαν σε δικά τους συμπεράσματα επί αυτών των δηλώσεων χωρίς να είναι εφικτό ο αποβιώσαντας να θέσει τη δική του εκδοχή και ισχυρισμούς. Στην απουσία μαρτυρίας από το πρόσωπο που συνέταξε τα εν λόγω μηνύματα δε θα μπορούσα εν πάση περίπτωση να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία. Ο θάνατος του εναγόμενου δεν μπορεί να επενεργήσει προς όφελος της Ενάγουσας ούτε να γίνει αποδεκτή η ερμηνεία που αποδίδεται στα εν λόγω μηνύματα.

 

Η έλλειψη αντικειμενικότητας στη μαρτυρία των ΜΕ1 και της Ενάγουσας 1 αναδείχθηκε επίσης και από το γεγονός ότι ο ΜΕ1 μιλούσε για τον αποβιώσαντα αδερφό του ακόμη και μετά το θάνατο του με εμπάθεια. Με εμπάθεια τόσο προς τον αποβιώσαντα όσο και προς τη σύζυγο του Σ. μιλούσε και η Ενάγουσα 1. Είναι άξιο σχολιασμού ότι ο ΜΕ1 περιέγραψε με πάθος κάποια γεγονότα ώστε να δείξει ότι ο αποβιώσαντας ενεργούσε κακόβουλα εναντίον τους και ότι αυτός έφταιγε για τη ρήξη των σχέσεων τους. Όμως η ίδια η συμπεριφορά του ΜΕ1 δεικνύει ότι διατηρείτο γενικά μεταξύ των οικογενειών εμπάθεια και εχθρότητα. Το Τεκμήριο 3 δεικνύει αυτή την έχθρα εφόσον ως φαίνεται προέβαινε συχνά ο ΜΕ1 σε καταγγελίες στην αστυνομία εναντίον του χωρίς να έχει σημασία ότι για κάποια περιστατικά δεν επιθυμούσε τη δίωξη του. Αυτή η εμπάθεια προφανώς ήταν τόσο έντονη ώστε διατηρήθηκε ακόμη και μετά το θάνατο του αποβιώσαντα.

 

Επισημαίνω επίσης ότι η εμπάθεια προς τον αποβιώσαντα και την οικογένεια του, φαίνεται και από το γεγονός ότι ως ο ίδιος ο ΜΕ1 ανάφερε εκκρεμούν εναντίον του αποβιώσαντα ή της διαχείρισης της περιουσίας αρκετές αγωγές οι οποίες καταχωρήθηκαν από τον ίδιο είτε από άλλο μέλος της οικογένειας του. Δεν έχω πειστεί λοιπόν ότι ο αποβιώσαντας ευθύνεται αποκλειστικά για όλα τα περιστατικά και συγκρούσεις μεταξύ τους. Αντιθέτως μπορώ με ασφάλεια να προβώ σε εύρημα ότι μεταξύ των αδερφιών υπήρχαν έντονες διαφορές προφανώς λόγω της συμπεριφοράς και των δύο αλλά και λόγω περιουσιακών διαφορών που είχαν μεταξύ τους. Από το Τεκμήριο 17 που κατατέθηκε στα πλαίσια αντεξέτασης του ΜΕ1 φαίνεται ότι μεταξύ των ΜΕ1, Ενάγουσας 1 και αποβιώσαντα εκκρεμούσαν αρκετές δικαστικές διαδικασίες και δη τις πλείστες τις προώθησαν οι ΜΕ1 και η Ενάγουσα 1. Επίσης στην αλληλογραφία που παρουσιάστηκε φαίνεται ότι έγινε προσπάθεια διευθέτησης των διαφορών τους η οποία διευθέτηση φαίνεται να περιλάμβανε και περιουσιακής φύσεως διαφορές. Είναι φανερό ότι οι διαφορές τους ήταν για περιουσιακά θέματα μεταξύ τους και όχι η επικαρπία.

 

Είναι ορθό να αναφερθεί ότι παρατίθεται εξ ακοής μαρτυρία σε μεγάλο μέρος των Εγγράφων Α και Β. Η εξ’ ακοής μαρτυρία παρουσιάστηκε είτε με επαναλήψεις δηλώσεων του αποβιώσαντα ή τρίτων προσώπων είτε γίνεται αναφορά σε συμπεριφορά του αποβιώσαντα ή σε ενέργειες και κινήσεις που πρόβηκε ο αυτός.[5] βλ. ενδεικτικά παράγραφο 9,10,15, 18,,19, 24 του Εγγράφου Α. Ως αναφέρεται η εξ’ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται όμως η βαρύτητα που θα δωθεί σ’ αυτήν εξαρτάται από την αξιολόγηση της με βάση το τι προβλέπεται στο άρθρο 27 (2) του περί αποδείξεως νόμου.

 

Αναφορικά με το επίδικο περιστατικό ημερομηνίας 30/03/2013 παρατηρώ αρχικά ότι ο ΜΕ1 έκρινε ορθό να παραθέσει μαρτυρία για το τι συνέβηκε χωρίς να ήταν ο ίδιος παρών. Μάλιστα δεν δίστασε να παραθέσει και το πως ένιωθαν οι Ενάγοντες 1-3. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της έντονης προσπάθειας του να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως βόλευαν με σκοπό την υποβοήθηση της απαίτησης των Εναγόντων και όχι με σκοπό να παρουσιαστεί η υπόθεση με αντικειμενικότητα.

 

Υπενθυμίζω ότι την ίδια μαρτυρία επανέλαβε και η Ενάγουσα. Δεν αμφισβητείται και είναι αποδεκτό ότι μεταξύ της Ενάγουσας 1 και του αποβιώσαντα την 30/03/2013 μεσολάβησε μια λεκτική αντιπαράθεση και ότι εκδόθηκε απόφαση μετά από παραδοχή του στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης με αρ. 14754/2013.  Τονίζω εξ’ αρχής ότι στο Δικαστήριο δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία για το ποια γεγονότα παραδέχθηκε ο αποβιώσαντας παρά μόνο ότι παραδέχθηκε ότι εξύβρισε την Ενάγουσα 1 σε δημόσιο χώρο. Το πως έγινε το συμβάν ή τι κατάθεσε ο αποβιώσαντας στην αστυνομία δεν είναι γνωστό στο Δικαστήριο. Ουσιαστικά περιγράφεται στα Έγγραφα Α και Β ότι ο αποβιώσαντας πρόβηκε σε κάποιες ενέργειες εναντίον των Εναγόντων ότι τους ακολουθούσε, ότι ούρλιαζε ότι ανάφερε συγκεκριμένες υβριστικές φράσεις εναντίον της Ενάγουσας. Οι συγκεκριμένες περιγραφές, ενέργειες και φράσεις του αποβιώσαντα σαφώς και συνιστούν εξ’ ακοής μαρτυρία και ενόψει της μη παρουσίασης μαρτυρίας από τον αποβιώσαντα ή άλλης αξιόπιστης μαρτυρίας ως προς το τι διαμείφθηκε και λέχθηκε μεταξύ τους ώστε να αξιολογηθεί ορθά η μαρτυρία καμία βαρύτητα δε δίδεται σ’ αυτή. Το γεγονός και μόνο της παραδοχής μιας κατηγορίας (Τεκμήριο 9) δεν αρκεί για να προβεί το Δικαστήριο σε ασφαλή ευρήματα.

 

Ως έχει νομολογηθεί η παραδοχή ενοχής σε ποινική υπόθεση αποτιμάται σε συνάρτηση με τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα για να αξιολογηθεί η αποδεικτική τους σημασία στα πλαίσια της αστικής υπόθεσης.[6]  Από το Τεκμήριο 9 δεν προκύπτουν τα γεγονότα που στοιχειοθέτησαν το αδίκημα της εξύβρισης το οποίο παραδέχθηκε ο αποβιώσαντας αναφορικά με το περιστατικό που έλαβε χώρα την 30/03/2024. Το γεγονός λοιπόν ότι έγινε παραδοχή και επιβλήθηκε ποινή δεν είναι αρκετό ώστε να μπορούσε να αξιολογηθεί αυτή η παραδοχή στα πλαίσια της αστικής διαδικασίας. Ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα 1 περίγραψαν τα γεγονότα θέτοντας τη δική τους εκδοχή. Δε θα μπορούσε λοιπόν το Δικαστήριο αβασάνιστα και χωρίς να ακούσει τη θέση του αποβιώσαντα να αποδεχθεί ότι τα γεγονότα έγιναν ως τα περιέγραψαν ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα ή ότι ο ΜΕ1 ενήργησε ως περιέγραψαν και ότι ανάφερε τις συγκεκριμένες φράσεις. Ο ΜΕ1 στο μεταξύ δε φαίνεται να ήταν παρών σε κάποιο εκ των δύο περιστατικών με αποτέλεσμα να μεταφέρει εξ’ ακοής δηλώσεις πέραν του πρώτου βαθμού. Εν κατακλείδι δεν μπορεί να δοθεί κάποια βαρύτητα στις δηλώσεις αυτές ούτε να εξαχθούν ευρήματα ως προς τα γεγονότα που έγιναν εκείνη τη μέρα.

 

Ο ΜΕ1 για σκοπούς και πάλι εντυπώσεων παρουσίασε στο Δικαστήριο ένα ιστορικό με δικαστικές διαδικασίες και δικαστικές αποφάσεις οι οποίες δεν είναι σχετικές  με το επίδικο περιστατικό της 30/03/2013.

 

Στην απόφαση που κατάθεσε ο ΜΕ1 του Τεκμηρίου 10 φαίνεται ότι ναι μεν ο αποβιώσαντας εναγόμενος παραδέχθηκε τις κατηγορίες για δημόσια εξύβριση της Ενάγουσας στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ.  22842/2013 αλλά ως μετριαστικός παράγοντας λήφθηκε υπόψη η πρόκληση από πλευρά της Ενάγουσας. Το Τεκμήριο 11 αφορά κατάθεση της Ενάγουσας 1 στην αστυνομία για ένα περιστατικό άσχετο με το επίδικο. Στην απόφαση του Τεκμηρίου 12 φαίνεται ότι απαλλάχθηκε η Ενάγουσα από τις κατηγορίες εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή διάκοψε την υπόθεση. Στην ποινική υπόθεση αρ. 584/2014  ως φαίνεται αθωώθηκε ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα 1 αλλά είχαν κριθεί αναξιόπιστοι μάρτυρες ως το Τεκμήριο 14. Αναξιόπιστος κρίθηκε τόσο ο ίδιος όσο και η Ενάγουσα και στην ποινική υπόθεση με αρ. 584/14 Τεκμήριο 26. Στην υπόθεση με αρ. 8793/17 (Τεκμήριο 16) ο ΜΕ1 κρίθηκε αναξιόπιστος μάρτυρας. Οι μάρτυρες παρουσίασαν προφανώς την εν λόγω μαρτυρία για σκοπούς εντυπωσιασμού. Είναι άξιο σχολιασμού ότι παρουσίασαν δε μαρτυρία για τα πιο πάνω και ερμήνευσαν τα Τεκμήρια όπως τους βόλευε. Η μαρτυρία όμως αυτή είναι άσχετη και αχρείαστη. Δε θα ληφθεί υπόψη και ούτε κρίνω αναγκαίο ή ασφαλές να προβώ σε οποιαδήποτε ευρήματα επ’ αυτών. Ο λόγος που γίνεται αναφορά σ’ αυτά είναι για να υποδειχθεί η πρόθεση των ΜΕ1 και ΜΕ2 να παρουσιάσουν την υπόθεση ως ήταν βολικό. Ερμήνευσαν τις δικαστικές αποφάσεις ως ήθελαν. Η μόνη αποδεικτική βαρύτητα όμως που αποδίδεται στα πιο πάνω είναι ότι εκδόθηκαν δικαστικές αποφάσεις με το αποτέλεσμα που αναγράφεται σε κάθε Τεκμήριο.

 

Αναφορικά με τα Τεκμήρια 5 και 6 που κατάθεσε ο ΜΕ1 γίνεται απλώς αποδεκτό ότι στα εν λόγω Τεκμήρια απεικονίζονται εξωτερικοί χώροι οικίας βεράντας του σπιτιού της Ενάγουσας και του ΜΕ1 ενώ στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 6 απεικονίζονται εντός μιας οικίας 2 πρόσωπα άγνωστα προς το Δικαστήριο. Μάλιστα στη γραπτή δήλωση του ΜΕ1 γίνεται αναφορά σε βιντεογράφηση κάποιου περιστατικού αλλά τονίζω ότι κανένα βίντεο δεν κατατέθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας αλλά ούτε και παρουσιάστηκε άλλη μαρτυρία. Η σημασία που αποδίδει ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα στο εν λόγω Τεκμήριο υπό τις συνθήκες που δίδεται δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο ΜΕ1 κατάθεσε το Τεκμήριο 3 στο οποίο είναι αποδεκτό ότι καταγράφονται κάποια περιστατικά τα οποία κατάγγειλε στην αστυνομία όμως στην απουσία άλλης αξιόπιστης μαρτυρίας αλλά και της μαρτυρίας του αποβιώσαντα (εφόσον στο εν λόγω έγγραφο περιέχεται εξ’ ακοής μαρτυρία με την περιγραφή ενεργειών και συμπεριφοράς του αποβιώσαντα) δε θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ορθά οι ισχυρισμοί. Κατ’ εφαρμογή λοιπόν του άρθρου 27 (2) (ε) του Κεδ. 9 δεν αποδίδω άλλη βαρύτητα στο εν λόγω τεκμήριο.

 

Επίσης ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε από το συντάκτη του εγγράφου (Τεκμηρίου 15) με τίτλο εμπιστευτική έκθεση από Δρ. Κωνσταντίνου. Το εν λόγω έγγραφο κατατέθηκε ως έγγραφο που ο μάρτυρας είχε στην κατοχή του. Ουδόλως εξηγήθηκε το περιεχόμενο του εγγράφου αλλά ούτε ο λόγος μη κλήτευσης του προσώπου που το συνέταξε. Στην απουσία μαρτυρίας ώστε να επιβεβαιώσει και να εξηγήσει το εν λόγω έγγραφο αλλά και στην απουσία δικαιολογίας ως προς τη μη κλήτευση του προσώπου αυτού να δώσει μαρτυρία καμία αποδεικτική βαρύτητα δε δίδεται.

 

Η Ενάγουσα 1 και ο ΜΕ1 καταθέσαν στο Δικαστήριο και εκ μέρους και των Εναγόντων 2 και 3 παιδιών τους. Περιέγραψαν οι ίδιοι το πως ένιωθαν ή νιώθουν τα παιδιά τους, χρησιμοποίησαν έντονες περιγραφές του τύπου ότι βρέθηκαν σε άνιση επίθεση, ότι ήταν υπό καθεστώς φόβου για τη ζωή τους, ότι ψυχικά τραυματίστηκαν και ότι μέχρι σήμερα αντιμετωπίζουν φοβίες. Τα πρόσωπα αυτά όμως δεν καταθέσαν στο Δικαστήριο ούτε παρουσιάστηκε επιστημονική μαρτυρία ως προς τα ψυχολογικά προβλήματα που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν. Η μαρτυρία τους λοιπόν παρέμεινε μετέωρη και ατεκμηρίωτη.

 

Επιπλέον σε σχέση με το επίδικο συμβάν η θέση της ΜΕ2 ήταν ότι έγινε σε δημόσιο δρόμο και τους είδαν γνωστοί τους. Καμία μαρτυρία όμως δεν παρουσιάστηκε από τους γνωστούς τους που ήταν παρόντες.

 

Και κάτι τελευταίο. Εφόσον κατ’ ισχυρισμό των Εναγόντων το βασικό θέμα διένεξης ήταν η πικρία του αποβιώσαντα για την επικαρπία που είχε υπέρ της η μητέρα τους Φαίδρα επί της οικίας του και ότι υπέβαλλε το ΜΕ1 και την Ενάγουσα σε ψυχικό εξαναγκασμό για να μη στηρίζουν τη μητέρα τους Φαίδρα προκύπτει το ερώτημα ως προς το λόγο που δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία από τη Φαίδρα ώστε να παρασχεθεί στο Δικαστήριο το πλαίσιο αυτής της διαφοράς και στο τέλος της ημέρας να προσφερθεί η καλύτερη δυνατή μαρτυρία. Η εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο είναι ότι η μαρτυρία μεταξύ τους όχι μόνο προσυμφωνήθηκε αλλά επιλέχθηκε τι θα παρουσιαστεί και πως θα παρουσιαστεί.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 δε γίνεται αποδεκτή εκτός κι αν συνάδει με άλλη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή.

 

Επισημαίνω ότι το γεγονός μη αντεξέτασης των ΜΕ1 και Ενάγουσας 1 επί των γεγονότων που παραθέσαν για κάθε περιστατικό και δη για το επίδικο περιστατικό ημερομηνίας 30/03/2013 δεν μπορεί να ισοδυναμεί με αυτόματη αποδοχή της μαρτυρίας τους. Πρωτίστως η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 δεν κρίθηκε αξιόπιστη. Κατά δεύτερο οι περιστάσεις της υπόθεσης και δη το γεγονός θανάτου του εναγόμενου με αποτέλεσμα προφανώς να μην μπορεί να παρουσιαστεί η μαρτυρία του για να αντικρούσει τις θέσεις των Εναγόντων ή για να προβάλει τη δική του εκδοχή επί των γεγονότων, αποτελούν παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη. Επίσης υπενθυμίζω μεγάλο μέρος της μαρτυρίας ήταν εξ΄ ακοής με καθήκον του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση αυτής της εξ’ ακοής μαρτυρίας. Παρόλο λοιπόν που οι μάρτυρες δεν αντεξετάστηκαν επί συγκεκριμένων περιστατικών δεν μπορεί να οδηγήσει αυτόματα στην αποδοχή της μαρτυρίας τους ούτε μπορεί η απουσία μαρτυρίας του αποβιώσαντα να επενεργήσει προς όφελος των Εναγόντων.

 

Ευρήματα

 

Τα γεγονότα που έγιναν αποδεκτά ως ανωτέρω και δη τα γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν ή τα Τεκμήρια που δεν αμφισβητήθηκαν αποτελούν ευρήματα μου, και για σκοπούς οικονομίας της δίκης δε θα επαναληφθούν. Ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 δε θα διατυπωθούν άλλα ευρήματα πέραν του ότι μεταξύ του αποβιώσαντα εναγόμενου και ΜΕ1 υπήρχαν έντονες διαφωνίες και διαμάχες για περιουσιακές διαφορές και ότι μεταξύ τους μεσολάβησαν διάφορα περιστατικά κάποια εκ των οποίων οδήγησαν σε καταχώρηση ποινικών υποθέσεων είτε εναντίον των ΜΕ1 και ΜΕ2 είτε εναντίον του αποβιώσαντα εναγόμενου. Είναι αποδεκτό μόνο αν και αχρείαστα για την παρούσα διαδικασία ότι εκδόθηκαν διάφορες δικαστικές αποφάσεις.

 

Νομική πτυχή

 

Όπως έχει κριθεί στην απόφαση Πούρικος ν. Σάββα κ.ά.[7], η  βασική υποχρέωση κάθε ενάγοντα είναι να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία τα βασικά γεγονότα πάνω στα οποία επέλεξε να βασίσει την απαίτησή του, με τη μορφή που ο ίδιος τα καθόρισε στα δικόγραφά του.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 26 «Επίθεση συvίσταται στηv εκ πρoθέσεως χρήση κάθε είδoυς βίας κατά τoυ πρoσώπoυ άλλoυ, είτε με κτύπημα, επαφή, μετακίvηση είτε άλλως πως, είτε άμεσα είτε έμμεσα, χωρίς τη συvαίvεση τoυ, ή με τη συvαίvεση τoυ αv η συvαίvεση για αυτό λήφθηκε με απάτη, ή κατόπι απόπειρας ή απειλής με πράξη ή χειρovoμία χρήσης τέτoιας βίας κατά τoυ πρoσώπoυ άλλoυ αv τo πρόσωπo πoυ απoπειράται ή απειλεί τη χρήση βίας πρoκαλεί στov άλλo πεπoίθηση η oπoία εδραιώvεται σε εύλoγη αιτία, ότι αυτός έχει κατά τov εv λόγω χρόvo τηv πρόθεση και τηv ικαvότητα για πραγμάτωση τoυ σκoπoύ τoυ.»

 

Ως προκύπτει από τα συγγράμματα των κκ. Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα - Δίκαιο και Αποφάσεις (2003) σελ. 93 και από το σύγραμμα Clerk & Lindsell On Torts 22st ed (2018):

«Το αδίκημα της επίθεσης περιλαμβάνει τα δύο συναφή αδικήματα του κοινού δικαίου της απειλής χρήσης βίας (assault) και της εφαρμογής βίας (battery). Τα συστατικά του αδικήματος είναι i) η απειλή χρήσης βίας ή η χρήση βίας ii) η ύπαρξη πρόθεσης και (iii) έλλειψη συναίνεσης.

Απειλή χρήση βίας. Αν κάποιος, με οποιαδήποτε πράξη ή χειρονομία αποπειράται ή απειλεί τη χρήση βίας εναντίον άλλου ώστε να του δημιουργείται εύλογα η πεποίθηση ότι έχει αυτός την πρόθεση και ικανότητα πραγμάτωσης του σκοπού του, τότε διαπράττεται το αδίκημα.

Ως επίσης έχει νομολογηθεί λόγια από μόνα τους όμως δεν συνιστούν επίθεση γιατί η πρόθεση πρέπει να εκδηλώνεται μέσα από πράξεις.[8] Eίναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μόνο απειλές, φραστική αντιπαράθεση δεν συνιστούν από μόνα τους αστική επίθεση. Ακόμη και μια απλή χειρονομία όσο απειλητική κι αν είναι δεν συνιστά αστική επίθεση αν δεν αποδειχθεί πρόθεση να υλοποιηθεί άμεσα αυτή η απειλή.

Με αναφορά στις πιο πάνω αρχές και τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει καταδειχθεί να διέπραξε ο αποβιώσαντας το αστικό αδίκημα της αστικής επίθεσης εναντίον των Εναγόντων 1-3. Από τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν είναι αποδεκτό μόνο ότι μεταξύ τους μεσολάβησε σε δημόσιο δρόμο μια φραστική αντιπαράθεση. Τα γεγονότα που έχουν γίνει αποδεκτά δεν είναι ικανά να υπαγάγουν τη φραστική αντιπαράθεση στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης.

Σημειώνω επίσης ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για χρήση ή απειλή χρήση βίας ούτε φαίνεται να εκδήλωσε τέτοια πρόθεση ο αποβιώσαντας.  Είναι αξιοσημείωτο ότι εν πάση περίπτωση δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου αξιόπιστη μαρτυρία ως προς τα ποια ήταν τα λόγια και τα υβριστικά λόγια του αποβιώσαντα.  Τέλος υπενθυμίζω ότι η απλή παραδοχή σε ποινικό αδίκημα δε δημιουργεί αφ’ αυτής αστική ευθύνη. Εν προκειμένω ως φαίνεται από το Τεκμήριο 9 η ποινή επιβλήθηκε για αδίκημα εξύβρισης αλλά δεν παρουσιάστηκε άλλη μαρτυρία ή τα γεγονότα τα οποία περιβάλλαν το περιστατικό.

Η αγωγή στηρίζεται επίσης στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Όπως έχει διακηρυχθεί στην απόφαση Police v. Georghiades[9],  τα ατομικά δικαιώματα πρέπει να διασφαλίζονται έναντι κάθε προσβολής, είτε αυτή προέρχεται από το κράτος είτε από άλλα μέρη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Συντάγματος:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνει σεβασμού. 2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον ή προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.»

To άρθρο 15 αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καθορίσει ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής εκτείνεται στο σύνολο της δραστηριότητας του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει. Στον όρο ιδιωτική ζωή περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων το όνομα, η εικόνα ενός ατόμου, θέματα που αφορούν το γενετήσιο προσανατολισμό, η επικοινωνία, τα προσωπικά δεδομένα, το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας του. Ενώ το δικαίωμα σε οικογενειακή ζωή αφορά την προστασία της οικογένειας ευρύτερα, τη διατήρηση μιας οικογένειας ενωμένη, περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας τέκνων και επικοινωνία. Εν προκειμένω δεν έχει αποδειχθεί με ποιο τρόπο παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των Εναγόντων ή πως προσβλήθηκε η προσωπικότητα τους.

Επισημαίνω επίσης ότι παρόλο που δεν αποδείχθηκε το αστικό αδίκημα της επίθεσης ή η προσβολή του δικαιώματος σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των Εναγόντων, σε κάθε περίπτωση δεν έχει γίνει αποδεκτό ότι οι Ενάγοντες έχουν υποστεί κάποια ψυχολογική βλάβη ή φόβο ή ότι το περιστατικό της ημερομηνίας 30/03/2013 είχε σαν αποτέλεσμα να τους εκφοβίσει. Κατά συνέπεια δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης για καταβολή τυχόν αποζημιώσεων πόσο μάλλον τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Κοντολογίς στην παρούσα ναι μεν δεν παρουσιάστηκε άλλη εκδοχή πλην της εκδοχής των Εναγόντων όμως τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν δεν κρίθηκαν αρκετά ούτε ικανά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο. Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκ μέρους των Εναγόντων παρουσίασε εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με τη αξιοπιστία της.[10] 

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων και εναντίον των Εναγόντων 1-3 ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)  …………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου)  (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138 και R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074.

[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.

[3] Παπαλλής κ.α ν. Κυριακίδη (2008) 1Α Α.Α.Δ 83

[4] Πανίκκος Κοκκινής ν. Συμεών ΚοκκινήςECLI:CY:AD:2017:A179, Πολ. Έφεση αρ. 247/2011 ημερομηνίας 17/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A179.

[5]Στο σύγγραμμα των κκ Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη «το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» σελ.291-293 τα πιο πάνω αποτελούν μορφές εξ’ ακοής μαρτυρίας. Η εξ’ ακοής μαρτυρία σαφώς και δεν αποκλείεται και είναι αποδεκτή ως μαρτυρία η αποδεικτική της αξία όμως εξετάζεται από το Δικαστήριο υπό το πρίσμα του άρθρου 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 αλλά και των νομολογιακών αρχών σε συνάρτηση με το τι απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

 

[6] Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256.

[7] (1991) 1 ΑΑΔ 507.

[8] Wilson ν Pringle (1986) 2 All ER 440. «15-12 Assault "An assault is an act which causes another person to apprehend the infliction of immediate, unlawful, force on his person". The defendant's act must also be coupled with the capacity of carrying the intention to commit a battery into effect.  Although in popular language an assault includes a battery, a person may be liable for an assault without being liable for a battery.  Thus, "[i]f you direct a weapon, or if you raise your fist, within those limits which give you the means of striking, that may be an assault".  However, where defendants are in close proximity to the claimant but cannot actually carry out their threats because the claimant is under police guard, there is no assault. The defendants lack the means to commit the threatened battery. Threats and vile abuse per se do not constitute a tortious assault even though conduct designed to cause psychiatric harm constitutes a criminal assault.  Accordingly, the claim for harassment created by the Protection from Harassment Act 1997 may, in many cases, offer the claimant a more favourable remedy than the tort of assault.

Threatening conduct. As the substance of an assault is an act causing reasonable apprehension of a battery, it is submitted that if an unloaded firearm is aimed in such circumstances that, had it been loaded, its discharge would have been likely to cause injury, that is an assault, unless the person at whom it is pointed knows that it is empty. By contrast, a mere gesture, however menacing, is not actionable if it appears at the time that there is no intention to put the menace into immediate effect. In Tubervell v Savage,  for example, the defendant put his hand to his sword and said: "If it were not assize time I would not take such language from you". It was held to be no assault. Similarly, mere threatening words do not constitute an assault.» 

[9] (1983) 2 CLR 33.

[10] Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου)(2009) 1 Α.Α.Δ. 1138,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο