ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1276/2023 (i-justice)

 

Μεταξύ:

                      1.  GGH-RE Investment Partners Limited   

                               2.  Cezary Tadeusz Jarzabek 

Εναγόντων

 

-και-

 

Golub Gethouse Reality Company Limited

Εναγομένης

 

Ημερομηνία: 25 Ιουνίου 2024

 

Αίτηση ημερομηνίας 8.6.2023 για έκδοση Προσωρινών Διαταγμάτων

 

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες 1 και 2-Αιτητές: κ. Μ. Κυπριανού με κ. Α. Λύτρας για

                                                                   MICHAEL KYPRIANOU & CO LLC

 

Για Εναγομένη-Καθ΄ ης η αίτηση: κα Μ. Αγαθοκλέους για GEORGE PAMBORIDIS LLC

 

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

            Στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο (καταχωρήθηκε με Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα) αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών τα εξής:

 

(α)       η ενάγουσα 1 είναι Κυπριακή εταιρεία ανήκουσα εξ΄ ολοκλήρου στον ενάγοντα 2, ο οποίος διαμένει μόνιμα και εργάζεται (δραστηριοποιείται στον τομέα των ακινήτων) στην Πολωνία. Η ενάγουσα 1 έχει «έμμεσα» ιδιοκτησιακό συμφέρον (31%) στην Πολωνική οντότητα Mennica Towers GGH MT Spolka Z. Organiczona Odpowiedzialnoscia S.K.A. (στην συνέχεια «η Mennica»), η οποία είναι συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης. Η Mennica είναι ιδιοκτήτρια του έργου Mennica Legacy Tower (στην συνέχεια «το MLT»), ενός κτηριακού συγκροτήματος γραφείων (αποτελείται από δύο γειτονικά κτήρια, τον «Πύργο» ύψους 140 μέτρων και το «Δυτικό Κτήριο» ύψους 36 μέτρων), η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε το 2021 και βρίσκεται στο κέντρο της Βαρσοβίας στην Πολωνία. Το MLT ενοικιάζεται στην τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα στην Πολωνία (η Bank S.A.) και σε μία Πολωνική εταιρεία (WeWork Poland Sp. z.ο.ο.), θυγατρική της Αμερικανικής εταιρείας WeWork εδρεύουσα στην Νέα Υόρκη. Τα έσοδα της Mennica από τα ενοίκια ανέρχονται σε 20.2 εκατομμύρια Ευρώ περίπου, ετησίως.

 

(β)       η εναγομένη είναι Κυπριακή εταιρεία και είναι η καθ΄ ολοκληρία (100%) μέτοχος της Πολωνικής οντότητας G.G.H Management 3 Sp. z.οο (στην συνέχεια «η GGH Management 3»), η οποία ελέγχει «έμμεσα» την Mennica και κατ΄ επέκταση το MLT. Το 66.67% των μετοχών της εναγομένης το κατέχει η Κυπριακή εταιρεία Golub Gethouse Holdings Ltd (στην συνέχεια «η GGHH») με έδρα την Λευκωσία. Το 33.33% των μετοχών της εναγομένης το κατέχει η επίσης Κυπριακή εταιρεία Loxeco Ltd (στην συνέχεια «η Loxeco»). Η Loxeco ανήκει κατά 100% στον John Radziwill ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Ελβετία. Μέσω αυτής, ο John Radziwill είναι ο τελικός πραγματικός δικαιούχος κατά 100% της Πολωνικής Εταιρείας Furnari Sp. z.ο.ο. (στην συνέχεια «η Furnari»), η οποία είναι 100% θυγατρική της Loxeco. Ο John Radziwill είναι και μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Loxeco είναι και ο γιος του John, Philip Radziwill (στην συνέχεια και οι δύο θα αναφέρονται ως «οι Radziwills»), ο οποίος διαμένει μόνιμα στο Πριγκιπάτο του Μονακό.

 

(γ)        η GGHΗ ανήκει κατά 100% στην Golub Gethouse Realty Company LLC, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που έχει συσταθεί στην πολιτεία Delaware των Η.Π.Α. (στην συνέχεια «η GGH Delaware»), η οποία ανήκει κατά 50% στην ενάγουσα 1 και κατά 50% στην εταιρεία Golub CEE Investors LLC (στην συνέχεια «η Golub CEE»), ανήκουσα στην οικογένεια Golub, η οποία ασχολείται με την ανάπτυξη ακινήτων στις Η.Π.Α.

 

            Προϊόντος του χρόνου αναφύησαν προβλήματα μεταξύ των εταίρων σε σχέση με την διαχείριση του MLT.

 

Οι ενάγοντες υποστηρίζουν πως οι Radziwills και η οικογένεια Golub συνωμότησαν μεταξύ τους ώστε να τους καταδολιεύσουν και πως οι Radziwills «μυστικά και παράνομα» έλαβαν τον έλεγχο ολόκληρης της εταιρικής δομής που ασκεί την διοίκηση επί του MLT, με απώτερο σκοπό τον εξοστρακισμό των ιδίων.

 

Ως αποτέλεσμα, οι ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή, με την οποία επιζητούν την έκδοση Διατάγματος τύπου «Quia-Timet», με το οποίο να απαγορεύεται στην εναγομένη, μέσω των διευθυντών και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών και/ή πληρεξουσίων της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εκ μέρους της:

 

(α)       από του να συγκαλέσει Έκτακτη Γενική Συνέλευση και/ή ψηφίσει και/ή υιοθετήσει οποιοδήποτε ψήφισμα (resolution) που να έχει ως αποτέλεσμα (i) την παύση του ενάγοντα 2 και του Krzysztof Klos από το Διοικητικό Συμβούλιο (Management Board) των Πολωνικών Οντοτήτων GGH Management και/ή (ii) τον διορισμό του John Radziwill και/ή του Michael Irwin Glazier και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή προσώπων ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των πιο πάνω Πολωνικών οντοτήτων και/ή να ακυρώνει «οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα» που ενδεχομένως να έχει ήδη ψηφιστεί και/ή που να δηλώνει ότι οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή ότι είναι άνευ νομικής ισχύος και

 

(β)       από του να αποσύρει και/ή διακόψει οποιεσδήποτε δικαστικές διαδικασίες που έχουν καταχωρηθεί από την εναγομένη στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας και/ή στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Γκτάνσκ στην Πολωνία και/ή σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο στην Πολωνία και/ή να ακυρώνει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ήδη ληφθεί από την εναγομένη και/ή να δηλώνει ότι οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ληφθεί στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή είναι άνευ νομικής ισχύος.

 

Μετά την καταχώρηση της αγωγής, οι ενάγοντες αιτήθηκαν την έκδοση Ενδιάμεσων Διαταγμάτων.  Μονομερώς πέτυχαν την έκδοση του ακόλουθου Διατάγματος:

 

«Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο: (α) απαγορεύεται στην Εναγόμενη, μέσω των διευθυντών και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών και/ή πληρεξουσίων της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εκ μέρους της, από του να συγκαλέσει Έκτακτη Γενική Συνέλευση και/ή ψηφίσει και/ή υιοθετήσει οποιοδήποτε ψήφισμα (resolution) που να έχει ως αποτέλεσμα την παύση του Ενάγοντα 2 και του Krzysztof Klos από το διοικητικό συμβούλιο (management board) των Πολωνικών οντοτήτων GGH Management 2 Sp. z.o.o. («GGH Management 2»), GGH Management 3 Sp. z.o.o. («GGH Management 3») και GGH Investments sp. z.o.o. («GGH Investments») και (β) δηλώνεται ότι οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα που ενδεχομένως να έχει ήδη ψηφιστεί από την Εναγόμενη, στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή είναι άνευ νομικής ισχύος, μέχρι την πλήρη και τελική εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου».

 

Ως προς τις υπόλοιπες αιτούμενες θεραπείες, (παράγραφοι Β και Γ της Αίτησης), το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της Αίτησης στην άλλη πλευρά.

 

Στην παράγραφο Β, επιζητείται η έκδοση Διατάγματος τύπου «Quia-Timet» που να απαγορεύει στην εναγομένη μέσω των διευθυντών και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών και/ή πληρεξουσίων της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εκ μέρους της, από του να αποσύρει και/ή διακόψει οποιεσδήποτε δικαστικές διαδικασίες που έχουν καταχωρηθεί από την εναγομένη στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας και/ή στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Γκτάνσκ στην Πολωνία και/ή σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο στην Πολωνία και/ή να ακυρώνει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ήδη ληφθεί από την εναγομένη και/ή να δηλώνει ότι οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ληφθεί στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή είναι άνευ νομικής ισχύος.   Και τούτο μέχρι την πλήρη εκδίκαση της αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Στην παράγραφο Γ, επιζητείται ο διορισμός του Μάριου Καλλία από την Λευκωσία ως «Ενδιάμεσου» Παραλήπτη στην εναγομένη, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, με σκοπό (i) την άσκηση όλων των δικαιωμάτων ψήφου (voting rights) και οποιωνδήποτε άλλων δικαιωμάτων που προκύπτουν από ή σε σχέση με τις μετοχές που η εναγομένη κατέχει στις Πολωνικές οντότητες GGH Management 2, GGH Management 3 και GGH Investments και (ii) τον διορισμό και/ή αντικατάσταση όλων και/ή οποιουδήποτε μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης.

 

Στο τέλος της ημέρας, οι ενάγοντες δεν προώθησαν το συγκεκριμένο αιτητικό το οποίο και απέσυραν κατά το στάδιο των αγορεύσεων. 

 

Η Αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 29, 31, 32 και 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), στα άρθρα 3, 4, 5, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 6, στο άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου ΚΕΦ. 148, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.39, Δ.48 θ.θ. 1-4, 7-9 και 13 και Δ.64, στο Κοινοδίκαιο και στις αρχές της Επιείκειας, ιδιαίτερα όσον αφορά την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, στη νομολογία, στη γενική πρακτική, τις συμφυείς εξουσίες και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Το υποστηρικτικό, πραγματικό υπόβαθρο της Αίτησης καταγράφεται στην Ένορκη Δήλωση του Άγη Χαραλάμπους, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους ενάγοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένου.

 

Ο ομνύων αναφέρεται στο πρόσωπο του ενάγοντα 2, ενός έμπειρου, κατά τον ίδιο, επαγγελματία στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος από τον Ιανουάριο του 2010 διευθύνει τις δραστηριότητες του Ομίλου ακινήτων , ο οποίος αρχικά ήταν γνωστός ως Golub GethouseGolub Gethouse»).  Ο εν λόγω Όμιλος ήταν μία κοινοπραξία μεταξύ: (i) εταιρειών της οικογένειας Golub, η οποία δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη ακινήτων στις Η.Π.Α. («οι Goulub») και (ii) εταιρειών του Πολωνικού Ομίλου Gethouse Group («ο Όμιλος Gethouse») που ελέγχονται από τον ενάγοντα 2.  Στον Όμιλο Gethouse περιλαμβάνεται και η ενάγουσα 1, η οποία είναι η μητρική εταιρεία (holding company).  Ο ενάγοντας 2 ως διευθυντής της GGHH ήταν το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για το MLT (η τοποθεσία, ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η εμπορική εκμετάλλευση του MLT ήταν αποτέλεσμα της «ιδέας» και των ενεργειών του). Ουσιαστικά διηύθυνε μέσω των Πολωνικών θυγατρικών εταιρειών του Ομίλου, την εναγομένη (δεν διεξάγει δική της επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά έχει τον ρόλο της μητρικής εταιρείας των θυγατρικών εταιρειών του Ομίλου) και κατ΄ επέκταση το MLT. Ο έλεγχος που ο ενάγοντας 2 ασκούσε στην εναγομένη του επέτρεπε να διορίζει τα Διοικητικά Συμβούλια στις θυγατρικές της εταιρείες. Ο ίδιος ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου σε όλες τις εταιρείες της αλυσίδας ελέγχου του MLT.

 

Η ανάπτυξη του MLT χρηματοδοτήθηκε μέσω ενός συνδυασμού ανάληψης χρέους (debt), το οποίο θα έπρεπε να εξοφληθεί μέχρι την 31η Μαρτίου του 2022 και ιδίων κεφαλαίων (equity), τα οποία χορηγήθηκαν από τους μετόχους της GGH PF3, έμμεσα θυγατρικής της εναγομένης. Μέρος των ιδίων κεφαλαίων ήταν και τα Ομόλογα (retail bonds) που εξέδωσαν δύο από τους μετόχους της GGH PF3 (στην συνέχεια «τα Ομόλογα Λιανικής»).

 

Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), οι αρνητικές επιπτώσεις της οποίας συνεχίστηκαν και ολόκληρο το 2020, η πώληση του MLT κατέστη πρακτικά αδύνατη. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την «αθέτηση» της πληρωμής των Ομολόγων Λιανικής, συνολικού ύψους 20 εκατομμυρίων Ευρώ, τα οποία έληξαν τον Νοέμβριο του 2020.

 

Δεδομένου του ότι ο ενάγοντας 2 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των δύο εταιρειών (Golub Gethouse MLT Sp. z.o.o. και GGH MLT Sp. z.o.o.) που είχαν εκδώσει τα Ομόλογα Λιανικής, η αθέτηση πληρωμής των «τον κατέστησε αντικείμενο ποινικής δίωξης, η οποία ασκείται στην Πολωνία όταν εμπλέκονται κεφάλαια μη επαγγελματιών επενδυτών». Τον Αύγουστο του 2022 ανακρίθηκε από την Αστυνομία. Διερευνάτο κατά πόσον διέπραξε ποινικό αδίκημα, ενεργώντας ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Golub Gethouse MLT Sp. z.ο.ο. και GGH Student Housing Sp. z.ο.ο., «προς βλάβη των εν λόγω εταιρειών που είναι οχήματα ειδικού σκοπού για την έκδοση των Ομολόγων Λιανικής».

 

Είναι η θέση του ενάγοντα 2 πως η έναρξη της ποινικής διερεύνησης εναντίον του προκλήθηκε εξαιτίας της αθέτησης πληρωμής του προγράμματος Ομολόγων Λιανικής και πως τούτο ήταν αποτέλεσμα της συνωμοσίας και της απάτης εναντίον του από τους Radziwills και τους συνεργούς των.

 

Λόγω της κατάστασης που δημιουργήθηκε ήταν επιτακτική ανάγκη να πωληθεί το συντομότερο δυνατόν το MLT στην αγοραία του αξία. Η Loxeco και οι Radziwills εκμεταλλεύτηκαν την εν λόγω κατάσταση στοχεύοντας στο να υφαρπάξουν, παράνομα, «περαιτέρω ιδιοκτησιακό συμφέρον στο MLT για τον εαυτό τους και/ή για να πωλήσουν το MLT με τους δικούς τους όρους και να προσποριστούν από την πώληση του κέρδος που στην πραγματικότητα δεν τους αναλογεί».

 

Ο ομνύων αναφέρεται σε γεγονότα και ενέργειες που κατά τον ενάγοντα 2 καταδεικνύουν «με ποιό τρόπο οι Radziwills πήραν, μυστικά και παράνομα, τον έλεγχο ολόκληρης της εταιρικής δομής που ασκεί τη διοίκηση επί του MLT».

 

Συγκεκριμένα, όταν ενδιαφερόμενος αγοραστής (CΡΙ) υπέβαλε πρόταση για αγορά του MLT, οι Radziwills απαίτησαν να λάβουν 44 εκατομμύρια Eυρώ περίπου από το προϊόν της πώλησης, ενώ στην πραγματικότητα το ποσό που δικαιούντο ήταν της τάξης των 32 έως 37 εκατομμυρίων Eυρώ.  Η καθυστέρηση που προκάλεσαν οι Radziwills στην σύναψη της συμφωνίας με την CPI, οδήγησαν την τελευταία να αποσύρει την πρόταση της. 

 

Στη συνέχεια, οι Radziwills «εμπόδισαν» την πώληση στην Mennica Polska SKA(είναι ιδιοκτήτρια του 50% του MLT) του υπόλοιπου 50% του ιδιοκτησιακού συμφέροντος στο MLT που ανήκει στην Mennica.  Η πώληση ματαιώθηκε επειδή οι Radziwills «επέμεναν» να λάβουν περισσότερα από όσα πραγματικά δικαούνται.  Σημείο τριβής και διαφωνίας υπήρξε και «ο συμβατικός όρος που εγγυάται ότι μόλις η GGH PF3 πωλήσει στην Mennica Polska SKA το 50% των μετοχών της, όλοι οι μετόχοι της GGH PF3, συμπεριλαμβανομένης της Loxeco θα συμφωνήσουν στην διανομή μερισμάτων με τρόπο που να επιτρέπει την αποπληρωμή όλων των κατόχων ομολόγων λιανικής». 

 

Ακολούθησε ο «στυγνός εκβιασμός και η άσκηση πίεσης» στον ενάγοντα 2 από τους Radziwills ώστε να τους πωλήσει το ιδιοκτησιακό του μερίδιο στο MLT, σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την πραγματική του αξία.  Στόχος τους ήταν είτε να αγοράσουν το ιδιοκτησιακό του συμφέρον σε χαμηλή τιμή είτε να «επιβάλουν» την πώληση του MLT με τους δικούς τους όρους και με τρόπο που οι ίδιοι θα αποκόμιζαν, με παράνομο τρόπο, «επιπρόσθετο κέρδος» που δεν τους αναλογούσε από την πώληση του MLT.

 

Ακολούθησαν δικαστικά και άλλα διαβήματα και από τις δύο πλευρές.  Η εταιρεία Loxeco Ltd εξασφάλισε μονομερώς απαγορευτικό Διάταγμα από το Επαρχιακό Δικαστήριο του Γκτάνσκ στην Πολωνία, βάσει του οποίου διορίστηκε κάποιος Gawet Jarosinski ως διαχειριστής των μετοχών της εναγομένης στην εταιρεία GGH Mangement 3.  Αποτέλεσμα των δικαστικών ενεργειών στις οποίες προέβησαν παράνομα οι Radziwills ήταν να «υφαρπάξουν» τον έλεγχο συγκεκριμένων Πολωνικών οντοτήτων (GGH Management 3, GGH Management 2, GGH MT και GGH PF3) και ως εκ τούτου τον έλεγχο και την διοίκηση του MLT.  Και ο ενάγοντας έλαβε δικαστικά μέτρα (εξασφαλίζοντας απαγορευτικά διατάγματα) τα οποία οι Radziwills «δεν δίστασαν να παραβιάσουν».

 

Στα «παράνομα και δόλια σχέδια» των Radziwills συμμετείχαν και οι Golub.  Η Golub CEE καταχώρησε στο Δικαστήριο της Καγκελαρίας (Court of Chancery) της Πολιτείας του Delaware, αγωγή εναντίον των εναγόντων και πέτυχε να απομακρυνθεί η ενάγουσα 1 από την θέση του επιχειρησιακού Διευθύνοντος Συμβούλου της GGH Delaware (είναι εταιρεία του Delaware που ελέγχει έμμεσα την εναγομένη και κατά συνέπεια ολόκληρη την εταιρική αλυσίδα).

 

Ως αποτέλεσμα των προαναφερομένων ενεργειών, η οντότητα που κατέχει το MLT κινδυνεύει να κηρύξει πτώχευση λόγω αθέτησης των υποχρεώσεων της προς τους πιστωτές της.  Η συγκεκριμένη κατάσταση δημιουργεί τον κίνδυνο να πωληθεί το MLT σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την πραγματική του αξία.

 

Ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της αγωγής και του υπό κρίση αιτήματος, ο ομνύων αναφέρει τα εξής.

 

Σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της GGHH ημερομηνίας 16.5.2023, μεταξύ άλλων εγκρίθηκε, παρά τις ενστάσεις του ενάγοντα 2 ως διευθυντή της GGHH, το κείμενο συγκεκριμένης συμφωνίας (Τροποποιητική της Συμφωνίας Μετόχων) που διέπει τον τρόπο συνεργασίας των μερών σε σχέση με το MLT.  Η εν λόγω Συμφωνία (η «Συμφωνία Τροποποίησης») αποσκοπεί στην απομάκρυνση του ενάγοντα 2 από την διοίκηση της εναγομένης, των θυγατρικών της και εν τέλει από «όλα τα ζητήματα» που αφορούν το MLT.  Η Συμφωνία Τροποποίησης προνοεί ρητά και για την απαλλαγή της Loxeco (συμφερόντων των Radziwills) και των συνδεδεμένων με αυτή μερών, από «πάσα ευθύνη» σε σχέση με τις αδικοπραξίες στις οποίες έχουν προβεί όσον αφορά το MLT.  Προνοεί επίσης και τον τερματισμό όλων των δικαστικών διαδικαστικών που ήγειρε ο ενάγοντας 2 και εκκρεμούν ενώπιον των Δικαστηρίων της Βαρσοβίας.  Οι Radziwills και Colub «έσπευσαν» να υλοποιήσουν αμέσως τα όσα προνοούνται στη Συμφωνία Τροποποίησης. 

 

Στις 8.6.23 έλαβε χώρα έκτακτη Γενική Συνέλευση της GGHH όπου ο ενάγοντας 2 παύθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας. 

 

Είναι θέση του ενάγοντα 2 πως στόχος των Radziwills και Colub είναι να του «αφαιρέσουν» οποιαδήποτε συμμετοχή του στην διοίκηση του εταιρικού σχήματος που ελέγχει και κατέχει το MLT.  Εάν ο στόχος αυτός επιτευχθεί, τότε οι Radziwills και Colub θα «επιδιώξουν» την πώληση των μετοχών που η GGH PF3 κατέχει στην Mennica, «αφήνοντας» τον ίδιο «εντελώς εκτός από οποιαδήποτε τέτοια απόφαση».  

 

Ο ενάγοντας 2 διατείνεται περαιτέρω πως εάν ο ίδιος αποκλειστεί εντελώς από την διοίκηση της εταιρικής δομής που κατέχει το MLT και κατ΄ επέκταση από την λήψη οποιωνδήποτε αποφάσεων που αφορούν την πώληση του μεριδίου της GGH PF3 στο MLT, «ελλοχεύει σοβαρότατος κίνδυνος» να μην αποδοθεί στους ενάγοντες το ποσοστό που θα δικαιούνται από το προϊόν της πώλησης.  Είναι γι΄ αυτό τον λόγο («επαπειλούμενος κίνδυνος») που οι τελευταίοι αποτάθηκαν στο Δικαστήριο ζητώντας προστασία. 

 

Η εναγομένη έφερε Ένσταση στην οριστικοποίηση του μονομερώς εκδοθέντος Διατάγματος καθώς και στα υπόλοιπα αιτήματα των εναγόντων, προβάλλοντας κατά κύριο λόγο πως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας να εκδώσει το Διάταγμα της 13.6.2023 «απαγορεύοντας και/ή εμποδίζοντας εταιρείες και/ή νομικές οντότητες δεόντως εγγεγραμμένες στην Πολωνία, εκτός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, από του να λάβουν αποφάσεις και/ή ψηφίσματα που αφορούν στην λειτουργία και/ή στις εργασίες τους και συνεπώς εκτός της δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας». Κατά τα λοιπά, υποστηρίζει πως δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ώστε να οριστικοποιηθεί το μονομερώς εκδοθέν Διάταγμα καθώς και για να εγκριθούν τα υπόλοιπα αιτήματα των εναγόντων.  Πως οι ενάγοντες παρέλειψαν «να αποκαλύψουν πλήρως και με ειλικρίνεια» όλα τα ουσιώδη γεγονότα και πως δεν έρχονται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.  Πως δεν αποκαλύπτεται από την Ειδοποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος αλλά ούτε και από το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση πως η εναγομένη «ενεργεί και/ή απειλεί να ενεργήσει με σκοπό να πλήξει τα δικαιώματα των Αιτητών και συνεπώς δεν δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος «Quia Timet».  Πως τυχόν οριστικοποίηση του Προσωρινού Διατάγματος ημερομηνίας 13.6.2023 και έκδοση των λοιπών αιτουμένων διαταγμάτων θα προκαλέσει ανυπολόγιστη και δυσανάλογη βλάβη στην εναγομένη και/ή θα παραβιάσει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της, ως μετόχου εταιρειών εγγεγραμμένων εκτός Κύπρου.  Πως το Διάταγμα της 13.6.2023 είναι υπέρμετρα δραστικό και τυχόν συνέχιση της ισχύος του, όπως και η έκδοση των λοιπών αιτουμένων διαταγμάτων θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την εναγομένη.  Πως το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει σαφώς υπερ της εναγομένης.  Τέλος, πως η υπό κρίση Αίτηση χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης εναντίον της εναγομένης, με σκοπό την εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων του ενάγοντα 2 και ως εκ τούτου συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου (abuse of the process of the Court).

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της Ευαγγελίας Μιχαηλίδου, ημερομηνίας 6.10.2023, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την εναγομένη, δεόντως εξουσιοδοτημένης. Η εναγομένη αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων. Είναι η θέση της πως ο ενάγοντας 2, στις ενέργειες του οποίου αποδίδει την δεινή κατάσταση στην οποία βρέθηκε η επένδυση του MLT, παραποιεί «σκόπιμα» τα γεγονότα, όπως και ότι απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα.

 

Η εναγόμενη διατείνεται τα εξής.  Ο ενάγοντας 2 δεν είχε καμμιά «σημαντική» εμπειρία στον τομέα των ακινήτων προτού αρχίσει την συνεργασία του με την Colub.  Ο Όμιλος ακινήτων Golub Gethouse δεν είναι συνώνυμος με την ενάγουσα 1, η οποία ιδρύθηκε και ανήκει αποκλειστικά στον ενάγοντα 2 για τους σκοπούς της ιδιότητας μέλους της εγγεγραμμένης στο Delaware μητρικής εταιρείας GOLUB GETHOUSE REALTY COMPANY LLC, η οποία κατέχει άμεσα ή έμμεσα και ελέγχει τα εταιρικά συμφέροντα σε διάφορα ακίνητα στην Πολωνία. 

 

Ο ενάγοντας 2 δεν ήταν υπεύθυνος για το έργο MLT και ούτε ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η εμπορική του εκμετάλλευση ήταν το αποτέλεσμα της ιδέας και των ενεργειών του.  Ο εντοπισμός της γης για το έργο και η διαπραγμάτευση για την εξασφάλιση της συμμετοχής στην επιχείρηση πραγματοποιήθηκε μέσω κάποιου Maciej Razkiewicz, μακροχρόνιου συνεργάτη της Colub από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο οποίος είχε προσωπική σχέση με τον πρόεδρο (Zbigniew Jalkubas) της Mennica Polska, της εταιρείας που κατείχε την γη επι της οποίας ανηγέρθη το MLT και είναι τώρα «50% συνεργάτης της κοινοπραξίας της ιδιοκτησίας του έργου».  Ο αρχιτέκτονας του έργου είναι μια εταιρεία αρχιτεκτόνων και μηχανικών (Epstein) με έδρα το Σικάγο, οι διευθυντές της οποίας ήταν συνεργάτες της Colub στην Πολωνία από την δεκαετία του 1990.

 

Η ενάγουσα 1 και οι οντότητες που ελέγχονται από τον ενάγοντα 2 έχουν «έμμεσα συμφέροντα που απότιμώνται περί το 3% της αξίας του 50% της ιδιοκτησίας του έργου MLT». 

 

Η εναγομένη υποστηρίζει περαιτέρω πως:

 

(α)  «ο ενάγοντας 2 δεν έχει περισσότερο από 2.85% έμμεση αξίωση στα κέρδη από την πώληση του 50% του έργου της MLT (δηλαδή την πώληση του 50% του μετοχικού κεφαλαίου που ανήκει στην GGH PF3)»

 

(β)  «ο έλεγχος του έργου MLT δεν συνδέθηκε ποτέ με το μέγεθος της επένδυσης εφόσον εάν συνέβαινε αυτό, τότε η Mennica Polska θα διατηρούσε τον έλεγχο στο έργο MLT».

 

 

            Κατά την εναγομένη, ο ενάγοντας 2 δεν εξασφάλισε όλη την χρηματοδότηση για το έργο MLT πριν από την έναρξη της κατασκευής.  Προχώρησε στην έκδοση ριψοκίνδυνων, βραχυπρόθεσμων Ομολόγων λιανικής (zero coupon retail bonds) χωρίς την άδεια και/ή την συναίνεση της Colub όπως απαιτείται από την Επιχειρησιακή Συμφωνία.  Οι ημερομηνίες λήξης των Ομολόγων, κυμαίνονται από έξι (6) έως δεκαοκτώ (18) μήνες για ένα κατασκευαστικό έργο που απαιτούσε περισσότερο από τέσσερα (4) χρόνια για να κατασκευαστεί και να μισθωθεί. 

 

            Το «κατασκευαστικό δάνειο» θα μπορούσε να μετατραπεί σε επενδυτικό, όμως ο ενάγοντας 2 το «μπλόκαρε» μέσω επιστολής του ημερομηνίας 13.9.2021, με την οποία ισχυριζόταν ότι τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν πρόθεση για «εχθρική»  εξαγορά και παρότρυνε την τράπεζα να θεωρήσει ως παράνομη την απόφαση του Δικαστηρίου του Γκαντσκ.  Η κοινοπραξία τραπεζών παρέτεινε την προθεσμία αποπληρωμής έως τις 30.9.2022. 

 

            Είναι η θέση της εναγομένης, σε αντίθεση με ό,τι οι ενάγοντες υποστηρίζουν, ότι η ποινική δίωξη του ενάγοντα 2 ασκήθηκε λόγω του ότι  υπήρξε αθέτηση της προθεσμίας λήξης για ορισμένα από τα Ομόλογα και «υπήρχαν αποδείξεις» για ψευδή δήλωση του ενάγοντα 2 προς τους ομολογιούχους σχετικά με την χρήση των εισοδημάτων από τα Ομόλογα.

 

            Κατά την εναγομένη, ο ενάγοντας 2 έθεσε τον εαυτό του και τους ομολογιούχους σε κίνδυνο, επενδύοντας βραχυπρόθεσμα Ομόλογα σε ένα μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο περιουσιακό στοιχείο (ανάπτυξη ακινήτων) και προσπάθησε να πωλήσει πρόωρα τις μετοχές της GGH PF3, παρασύροντας τους άλλους μετόχους της, χωρίς την ρητή και απαιτούμενη συγκατάθεση τους, σε μια συναλλαγή πώλησης που κατά το χρόνο εκείνο ήταν κάτω από την τιμή αγοράς.

 

            Σε σχέση με την διαφωνία των μερών ως προς το ποσό που δικαιούνται οι Radziwills σε περίπτωση πώλησης του MLT , η εναγομένη διατείνεται ότι η Loxeco Ltd δεν απαιτούσε και δεν απαιτεί περισσότερα χρήματα από αυτά που δικαιούται.  Η διαφορά πηγάζει από την αποτίμηση του έργου.  Ο ενάγοντας 2 κατά τον υπολογισμό του ποσού που κατά τον ίδιο δικαιούνται οι Radziwills, δεν συμπεριέλαβε τις εισφορές κεφαλαίου (capital contributions) που έγιναν σε άλλες οντότητες όπως η εναγομένη, οι οποίες όταν προστέθηκαν και υπολογίστηκαν με τόκο, αύξησαν την επένδυση της Loxeco Ltd.  Είναι γι΄ αυτό που οι Radziwills δεν συμφωνούν ότι το ποσό που δικαιούνται είναι της τάξης των 32 – 37 εκατομμυρίων Ευρώ.

 

            Η εναγομένη υποστηρίζει πως οι Radziwills προσπάθησαν να βρουν μια «εποικοδομητική» λύση, αλλά δεν είχαν καμμιά υποχρέωση να υποβάλουν πρόταση ικανή να εξοφλήσει τα προσωπικά χρέη και υποχρεώσεις του ενάγοντα 2, οι οποίες προκλήθηκαν λόγω της πλεονεξίας του και των κακών προσωπικών του χειρισμών.  Η Loxeco Ltd  δεν «ενδιαφερόταν» να υποβάλει μία πρόταση η οποία θα μείωνε σημαντικά το συμφέρον της.

 

            Απορρίπτει κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς των εναγόντων πως η Loxeco Ltd  συνωμότησε με τους Golub για την «εκπαραθύρωση» των εναγόντων και την απομάκρυνση τους από την διοίκηση και τον έλεγχο του MLT.

 

Σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης, η ομνύουσα αναφέρει τα εξής:

 

Στις 9 Μαΐου 2023, η GGH Delaware απέστειλε, σύμφωνα με τι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, στο Διοικητικό Συμβούλιο της GGHH, «Ειδική Ειδοποίηση», ενημερώνοντας ότι προτίθεται να προτείνει την λήψη συνήθους ψηφίσματος σε σχέση με την παύση και απομάκρυνση του ενάγοντα 2 από την θέση του διευθυντή της GGHH.  Ζητούσε δε από το Διοικητικό Συμβούλιο την σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης.

 

Την ίδια ημέρα (9.5.2023), η GGHH απέστειλε στον ενάγοντα 2 επιστολή, συνοδευόμενη από αντίγραφο της Ειδικής Ειδοποίησης (βάσει του άρθρου 178(2) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113) με την οποία τον ενημέρωναν σχετικά.

 

Αυθημερόν (9.5.2023) η GGHH απέστειλε σε όλα τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου, ειδοποίηση σύγκλησης συνεδρίας για τις 10 Μαΐου 2023 στις 17.30.  Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης ήταν (α) η εξέταση της Ειδικής Ειδοποίησης ημερομηνίας 9.5.2023 και (β) η σύγκληση Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας, έτσι ώστε το ψήφισμα που περιλαμβάνεται στην Ειδική Ειδοποίηση να τεθεί ενώπιον του μοναδικού μετόχου της εταιρείας, προς ψήφιση κατά την έκτακτη Γενική Συνέλευση. 

 

Η συνεδρίαση της 10.5.2023 διαλύθηκε στις 17.42, λόγω απουσίας του ενάγοντα 2.  Την ίδια ημέρα απεστάλη η Ειδοποίηση σύγκλισης συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου για τα ίδια θέματα, η οποία ορίστηκε στις 16.5.2023 και ώρα 17:30.

 

Κατά την συνεδρίαση της 16.5.2023 λήφθηκε η απόφαση όπως η GGHH προχωρήσει στην έκδοση Ειδοποίησης προς τον μοναδικό μέτοχο της εταιρείας για σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, η οποία προγραμματίστηκε για την 8.6.2023.

 

Κατά την συνεδρίαση της 8.6.2023 λήφθηκε μεταξύ άλλων, απόφαση για έγκριση της Συμφωνίας Τροποποίησης.  Όλες οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά την εν λόγω συνεδρία ήταν «και σύννομες και συμμορφούμενες με το καταστατικό έγγραφο της GGHH».

 

Είναι τέλος η θέση της εναγομένης, πως η παύση του ενάγοντα 2 από την θέση του διευθυντή της GGHH κρίθηκε αναγκαία λόγω των κακών ενεργειών του, οι οποίες έχουν καταστροφικές συνέπειες για την εναγομένη.  Ο τελευταίος ενεργούσε με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων.  Όταν το έργο MLT πωληθεί, ο ενάγοντας 2 θα λάβει μέσω των οντοτήτων που ελέγχονται από αυτόν, το μερίδιο που του αναλογεί από τα έσοδα.

 

Οι συνήγοροι προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου, τις εκατέρωθεν θέσεις τους για τα ζητήματα που απασχολούν στο πλαίσιο της υπό κρίση Αίτησης.  Έχω σημειώσει τις αναφορές, τοποθετήσεις και εισηγήσεις και των δύο πλευρών, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα επιχειρήματα όσο και τις νομικές αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκαν, σχετικές πάντα με τα ζητήματα που εδώ απασχολούν. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους θα γίνει εκεί και όπου τούτο κρίνεται αναγκαίο για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης, έχοντας πάντα κατά νουν ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Άλλωστε η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που τούτο μπορεί να έχει στην θεώρηση των επιδίκων θεμάτων (βλ. Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 176/2018, ημερ. 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 και Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

Είναι καλά γνωστό ότι το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων παρέχεται από το άρθρο 32 του Νόμου 14/60,οι πρόνοιες του οποίου έχουν επανειλημμένα αναλυθεί στη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Odysseos v. Α. Pieris Estates Ltd a.o. (1982) 1 C.L.R. 557, Karydas Taxi Co. Ltd v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321, Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά(1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, Α/φοί Μυλωνά Α.Ε. κ.ά. v. Michalakis Avraamides & Co Ltd. (1998) 1(ΓΑ.Α.Δ. 1513, Nemitsas Industries Ltd v. S. & S. Maritime Lines Ltd. a.o. (1976) 1 C.L.R. 302, Constantinides v. Makriyiorghou a.o. (1978) 1 C.L.R. 585, Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, M. & M. Transport Co Ltd v. Eteria Astikon Leoforion Lemessou Ltd (1981) 1 C.L.R. 605, Jonitexo Ltd. v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984) 1 C.L.R. 263).

Τα κριτήρια και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σε αίτηση για διάταγμα στη βάση του Αρθρου 32 του Νόμου 14/1960 μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:

1.  Πρέπει να υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση κατά τη δίκη.

2.  Να υπάρχει πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία.

3.  Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα.

Οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος με βάση το Άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 έχουν περαιτέρω επεξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates a.o. (ανωτέρω) και Πουργουρίδη κ.ά. v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201.

Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη επεξηγήθηκε ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα.

Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία, επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλής πιθανότητας επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε πολιτικές υποθέσεις. Απαιτείται από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει μια ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

Η τρίτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εξετάζεται κυρίως υπό το φως του ερωτήματος κατά πόσο η απονομή αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία κάτω από τα γεγονότα κάθε υπόθεσης.

Τελικά, όταν ληφθούν υπόψη όλοι οι ανωτέρω παράγοντες, το Δικαστήριο θα αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το διάταγμα.

            Τα διατάγματα τύπου «Quia-Timet», (προληπτικό διάταγμα) λόγω της φύσεως τους ποτέ δεν δίδονται ως θέμα ρουτίνας (as for course) και θα πρέπει να πληρούνται ιδιαίτερα κριτήρια. Τέτοιας φύσεως διατάγματα μπορεί να δοθούν μόνο όπου ο Αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη πολύ μεγάλης πιθανότητας, με βάση τα γεγονότα, για πρόκληση σ΄αυτόν μεγάλης ζημιάς στο μέλλον. Πρόκειται για δικαιοδοσία η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ και προσοχή.

 

Σε τέτοιου είδους διάταγμα που αποβλέπει στο μέλλον, σημασία έχει και το μέγεθος του κινδύνου πρόκλησης ζημιάς. Στην υπόθεση Szabo v. Esat Digifone Limited [1998] ILRM 102, 110 υποδεικνύεται: "for a quia timet injunction to be granted there would have to be a proven substantial risk of danger." Στο Σύγγραμμα Goldrein Wilkinson and Kershaw, Commercial Litigation  (3η έκδοση) αναφέρεται ότι η απειλούμενη βλάβη πρέπει να είναι βέβαιη (certain) ή πολύ επικείμενη ("very imminent").

 

Στο Σύγγραμμα «Commercial Injunctions» του Steven Gee, Q.C., 5η έκδοση, σελ. 59, παρ. 2.029, αναφέρονται:

 

«(7) Quia timet injunctions

A quia timet (since he fears) injunction is an injunction granted where no actionable wrong has been committed, to prevent the occurrence of an actionable wrong, or to prevent repetition of an actionable wrong. Before the Judicature Acts it was the sole preserve of the old High Court of Chancery to grant such an injunction where there had been no prior wrong. Sir George Jessel M.R. said no jurisdiction of the old Court of Chancery was more valuable and no subject more frequently the cause for bills for injunction than to restrain threatened injury. But the jurisdiction involves proof that unless the court intervenes by injunction there is a real risk that an actionable wrong will be committed; that an injunction would do no harm is not a justification for granting it. Usually this will be by evidence that the defendant has threatened to do the particular wrongful act "no-one can obtain a quia timet order by merely saying "Timeo" (literally "I fear

 

Επισημαίνεται ότι  λόγω της φύσης του διατάγματος απαιτείται σαφής και ισχυρή μαρτυρία ότι ο απειλούμενος κίνδυνος είναι άμεσος και ορατός και η ζημιά αναπόφευκτη, σοβαρή και τέτοια που να μην αποζημιώνεται χρηματικά [Διατάγματα (Injunctions) Ερωτοκρίτου και Αρτέμης].

 

Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 24, παράγραφος 832, αναφέρεται πως όπου ένας ενάγοντας αποδεικνύει ότι έχει δικαίωμα το οποίο έχει παραβιαστεί και ότι επαπειλείται περαιτέρω παραβίαση σε σημαντικό βαθμό, δικαιούται σε απαγορευτικό διάταγμα, με βάση τις συνηθισμένες αρχές χορήγησης απαγορευτικών διαταγμάτων, για να εμποδίσει την επαπειλούμενη παραβίαση.

 

            Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.

 

Το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσον τα Κυπριακά Δικαστήρια και συγκεκριμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και τούτο επειδή το ζήτημα της δικαιοδοσίας ως θέμα δημόσιας τάξης θα έχει καταλυτικές συνέπειες για την υπόθεση.

 

Στην υπόθεση Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992)  1 ΑΑΔ 1160 λέχθηκαν τα ακόλουθα ως προς το εν λόγω θέμα:

 

«Η απόφαση ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία δικαιοδοσίας δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής των επιδίκων θεμάτων προς τις νομοθετικές πρόνοιες που καθορίζουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Ως δικαιοδοσία εννοούμε την εξουσία του Δικαστηρίου, όπως αυτή καθορίζεται από τον δικαιοδοτικό Νόμο, να επιλαμβάνεται θεμάτων που εγείρονται ενώπιόν του γι' απόφαση σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες. (Βλ. Central Cooperative Bank ν. CY.E.M.S. (1984) 1 CLR 435).

Ένας είναι ο δικονομικός τρόπος προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται με τις γραπτές προτάσεις και, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση SEVEGEP LTD v. United Sea Transport Ltd και άλλος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729, τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση, αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαιτήσεως. (Βλ. επίσης Αγρόκτημα ΛΑΝΙΤΗ ΛΤΔ. και άλλοι v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και άλλοι, (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Safarino Shoes Industries and Trading Company Ltd v. Βιομηχανία Υποδημάτων Ε. Σταυρινού Λτδ. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059

 

Εν προκειμένω το Δικαστήριο έχει ενώπιον του το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, από το οποίο προκύπτει ότι η αξίωση εναντίον της εναγομένης είναι στην βάση προληπτικής αγωγής (Quia-Timet).

 

Το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μπορεί να εξεταστεί και αποφασιστεί ακόμη και σε ενδιάμεση διαδικασία, νοουμένου ότι αυτό προκύπτει ή τίθεται στη βάση αδιαμφισβήτητων γεγονότων.  Εκεί δε που κρίνεται ότι παρέχονται τα εχέγγυα για αποτελεσματική επίλυση του ζητήματος δικαιοδοσίας, αυτό επιλύεται ως αυτοτελές ζήτημα και όχι ως παρεμφερές για τις ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας (βλ. Rostovtsev ν. Shchukin, Πολιτική Έφεση αρ. Ε415/2016, ημερ. 5.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A282). 

                        Οι συνήγοροι της εναγομένης – καθ΄ ης η αίτηση, στην Γραπτή τους αγόρευση τοποθετούνται επί του θέματος της δικαιοδοσίας, ως ακολούθως:

«Στην προκειμένη περίπτωση, η διαφορά δεν παρουσιάζει στοιχεία ημεδαπότητας. Οι Αιτητές καταχώρισαν αγωγή στην Κύπρο και αιτήθηκαν μονομερώς την έκδοση προσωρινού διατάγματος απαγορεύοντας σε Κυπριακή εταιρεία, η οποία τυγχάνει να είναι ο μέτοχος Πολωνικών εταιρειών, να λάβει αποφάσεις και/ή ψηφίσματα που αφορούν την λειτουργία των εταιρειών που διέπονται από το Πολωνικό δίκαιο. Τούτο από μόνο του σε καμία περίπτωση δεν προσδίδει δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια, εφόσον τα εσωτερικά μιας εταιρείας εγγεγραμμένης στο εξωτερικό και/ή η λειτουργία της και/ή οι αποφάσεις των οργάνων της διέπονται από το δίκαιο του κράτους που έχει την έδρα της η εταιρεία.

 

Είναι η θέση μας ότι οι Αιτητές μεθοδευμένα έχουν στραφεί εναντίον του μετόχου, και όχι εναντίον των Πολωνικών εταιρειών, και εξασφαλίσει το Προσωρινό Διάταγμα εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση, που είναι εταιρεία η οποία έχει την έδρα της στην Κύπρο, ώστε να επιχειρήσουν να προσδώσουν δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια, αντί να στραφούν εναντίον των Πολωνικών οντοτήτων στα Πολωνικά Δικαστήρια τα οποία έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν διαφορές που αφορούν στις εργασίες και/ή στα εσωτερικά αυτών.

 

Με κάθε σεβασμό, διαφαίνεται ότι οι Αιτητές εργαλειοποίησαν τα Κυπριακά Δικαστήρια για να προσδώσουν δικαιοδοσία σε αυτά, γνωρίζοντας ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια στερούντο δικαιοδοσίας.»

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των εναγόντων – αιτητών.  Ο γενικός κανόνας, τονίζουν, είναι πως δωσιδικία έχουν τα Δικαστήρια της χώρας όπου ο εναγόμενος έχει την κατοικία του.  Ο κανόνας θεμελιώνεται στην βάση του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. 

Μέσω της Γραπτής Αγόρευσης των συνηγόρων τους τοποθετούνται ως εξής:

 

«Είναι η θέση μας ότι, εφόσον η Καθ' ης η αίτηση έχει την κατοικία της στην Κύπρο, τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την Αγωγή εναντίον της κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 του Κανονισμού 1215/2012, το οποίο προνοεί ότι:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

Πρέπει να σημειώσουμε ότι εκεί όπου εφαρμόζεται ο Κανονισμός 1215/12 ο γενικός κανόνας ο οποίος τίθεται από το άρθρο 4 αποτελεί τη θεμελιώδη δικαιοδοτική αρχή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Zuid Chemie BV ν Philippo's Mineralenfabriek NV/SA, Case C-189/08, 16.7.2009).

Σημειώνεται παρενθετικά ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 νια τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («η Σύμβαση των Βρυξελλών») αποτέλεσε τον πρόδρομο, αρχικά του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 νια τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώρισης και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («ο Κανονισμός 44/2001») και, στη συνέχεια, του Κανονισμού 1215/12. Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») τόσο σε σχέση με τη Σύμβαση των Βρυξελλών όσο και με τον Κανονισμό 44/2001, παραμένει ενεργή και βρίσκει εφαρμογή αναφορικά με την ερμηνεία των αντίστοιχων προνοιών του Κανονισμού 1215/12. Το άρθρο 2 της Σύμβασης των Βρυξελλών και το άρθρο 2 του Κανονισμού 44/2001 αντιστοιχεί με το άρθρο 4 του Κανονισμού 1215/12 (βλ. Armin Maletic, Marianne Maletic v. Iastminute.com GmbH, TUI Qsterreich GmbH, Case C-478/12, 14.11.2013, αιτιολογική σκέφη 27).

 Σχετική λοιπόν ως προς την εφαρμογή του γενικού κανόνα δωσιδικίας που προβλέπεται από το άρθρο 4 του Κανονισμού 1215/12 είναι η θεμελιακή απόφαση στην υπόθεση Owusu ν. Jackson and Others, Case C-281/02, 1.3.2005. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αστικό αδίκημα το οποίο είχε διαπραχθεί σε χώρα άλλη από την χώρα που ο εναγόμενος είχε την κατοικία του και δη σε τρίτο κράτος. Το ΔΕΕ κατέληξε μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα ότι τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου όπου ο εναγόμενος είχε την κατοικία του είχαν δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 της Σύμβασης των Βρυξελλών. Και δη ότι το μοναδικό κριτήριο που έχει σημασία για σκοπούς εφαρμογής του γενικού αυτού κανόνα δωσιδικίας είναι η κατοικία του εναγόμενου.»

Συνεπώς καταλήγουν οι ενάγοντες, εφόσον η εναγομένη έχει την κατοικία της στην Κύπρο οποιαδήποτε αγωγή εναντίον της δύναται να εκδικαστεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 4 του Κανονισμού 1215/12.  Η δε κατά τόπον αρμοδιότητα ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σύμφωνα με το άρθρο 21(1)(β) του Νόμου 14/60.

Σε ό,τι αφορά την εισήγηση της εναγομένης πως κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 24(2) του Κανονισμού 1215/12 αποκλειστική δικαιοδοσία για την υπόθεση έχουν τα Πολωνικά και όχι τα Κυπριακά Δικαστήρια, ανταπαντούν πως στην βάση του συγκεκριμένου άρθρου, αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα Κυπριακά Δικαστήρια. 

  Στην αγόρευση των συνηγόρων τους αναφέρονται τα εξής: 

«Το άρθρο 24(2) του Κανονισμού 1215/12 προνοεί ότι αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων:

«2) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος της σύστασης, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών ή άλλων προσώπων ή ενώσεων φυσικών ή νομικών προσώπων ή το κύρος αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρεία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους. Προκειμένου να καθορισθεί η έδρα, το δικαστήριο εφαρμόζει τους Ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες του.»

Ευσεβάστως υποβάλλουμε ότι το εν λόγω άρθρο προσδίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και όχι στα Πολωνικά δικαστήρια όπως ισχυρίζεται η Καθ' ης η αίτηση.

 

Από το λεκτικό του Διατάγματος προκύπτει ότι αυτό στρέφεται αποκλειστικά και μόνο εναντίον της Καθ' ης η αίτηση, απαγορεύοντας της να συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση ή και να Ψηφίσει οποιοδήποτε Ψήφισμα (resolution) που να έχει ως αποτέλεσμα την παύση του Αιτητή 2 και του Krzysztof Klos από τα διοικητικά συμβούλια τριών Πολωνικών οντοτήτων. Αναστέλλει δε τη νομική ισχύ οποιουδήποτε τέτοιου Ψηφίσματος που τυχόν να έχει ήδη ψηφιστεί από την Καθ' ης η αίτηση πριν την ημερομηνία έκδοσης του Διατάγματος.

Το Διάταγμα αφορά δηλαδή μόνο στην εγκυρότητα συγκεκριμένων αποφάσεων των οργάνων της Καθ' ης η αίτηση και σε καμία περίπτωση δεν στρέφεται εναντίον ή αφορά στην εγκυρότητα των αποφάσεων οποιαδήποτε Πολωνικής οντότητας. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το αιτούμενο διάταγμα ως η παράγραφος «Β» της Αίτησης.

Συνεπώς, ακόμη και στη βάση του άρθρου 24(2) του Κανονισμού 1215/12, διεθνή δικαιοδοσία για να αποφανθεί επί της εγκυρότητας των αποφάσεων των οργάνων της Καθ' ης η αίτηση έχει μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπου η Καθ' ης η αίτηση έχει την έδρα της.

Ευσεβάστως υποβάλλουμε πως τυχόν αποδοχή οποιουδήποτε ισχυρισμού ότι τα Πολωνικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδώσουν τα αιτούμενα διατάγματα και επομένως να αποφανθούν περί της εγκυρότητας των αποφάσεων της Καθ' ης η αίτηση που είναι κυπριακή εταιρεία θα οδηγούσε σε διαστρέβλωση του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 24(2) του Κανονισμού 1215/12.»

Η θέση των εναγόντων με βρίσκει σύμφωνη και υιοθετώ τα όσα λέχθηκαν από πλευράς τους.  Ως εκ τούτου η εισήγηση της εναγομένης απορρίπτεται.  Βρίσκω ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια και συγκεκριμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση.

 

Προτού το Δικαστήριο εξετάσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης ενός διατάγματος βάσει του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα μονομερώς, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να είχε καταδειχθεί ενώπιον του, το επείγον της έκδοσης εντός τέτοιου διατάγματος  Έχουν εδώ εφαρμογή οι πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, οι οποίες εφαρμόζονται σε εξαιρετικές , επείγουσες ή άλλες ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την έκδοση του διατάγματος μονομερώς. 

 

Νομολογιακά έχει καθιερωθεί πως ένα διάταγμα μπορεί να ακυρωθεί και όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος δεν υφίστατο ουσιαστικά και έτσι το βάθρο της εξουσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα σε μονομερή βάση παρακάμπτοντας την συνήθη διαδικασία της ακρόασης και του άλλου μέρους στην διαφορά, ελλείπει (Stavros Hotels Apartments Ltd (No2) 1994 1 AAΔ.836, 84 και Babel Boutique Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 947, 954).

 

Έτσι το επόμενο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσον κατά την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος συνέτρεχε ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος. 

 

Κατά την κρίση μου, ο συγκεκριμένος όρος, για τους λόγους που θα εξηγήσω στην συνέχεια, πληρείται.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που οι ενάγοντες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου (Ένορκη Δήλωση Άγη Χαραλάμπους), η συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της GGHH όπου, μεταξύ άλλων, εγκρίθηκε η συνομολόγηση της Συμφωνίας Τροποποίησης, μέσω της οποίας τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της απομάκρυνσης του ενάγοντα 2 και του Krzysztof Klos από τα διοικητικά συμβούλια των τριών Πολωνικών οντοτήτων (GGΗ Management 2, GGH Management 3 και GGH Investments) και κατ΄ επέκταση από την διοίκηση του MLT, έλαβε χώρα στις 16.5.2023, είκοσι (20) περίπου ημέρες πριν την καταχώρηση της αγωγής και της υπό κρίση Αίτησης.  Είναι στην συγκεκριμένη συνεδρία που λήφθηκε η απόφαση να σταλεί στην εναγομένη, μοναδικό μέλος της GGHH, Ειδοποίηση σύγκλησης Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης για την 8.6.2023, με σκοπό την συζήτηση της προτεινόμενης απόφασης για την παύση του ενάγοντα 2 από την θέση του διευθυντή της εναγομένης. 

 

Έχοντας τούτα κατά νου θεωρώ ότι οι ενάγοντες ενήργησαν χωρίς καθυστέρηση και πως ο χρόνος που μεσολάβησε από την ημέρα που έλαβαν γνώση για τα τεκταινόμενα, μέχρι και την ημέρα που καταχώρησαν την αίτηση τους ήταν εύλογος, δεδομένου του όγκου των εγγράφων και των στοιχείων που έπρεπε να καταθέσουν.

 

Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση και στις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται ώστε το προσωρινώς εκδοθέν Διάταγμα να οριστικοποιηθεί και να εγκριθεί η Αίτηση κατά το εναπομείναν αιτητικό. 

 

Βάσει των στοιχείων που οι ενάγοντες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, βρίσκω ότι η πρώτη προϋπόθεση (ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση) του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, πληρείται.  Αυτή φυσικά είναι η ευκολότερη προϋπόθεση να ικανοποιηθεί.  Νομολογιακά έχει λεχθεί πως μόνο σε «κραυγαλέες» περιπτώσεις, όπου η αγωγή στερείται σοβαρότητας ή δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα ή συζητήσιμο θέμα η αίτηση απορρίπτεται λόγω μη εκπλήρωσης αυτής της προϋπόθεσης  Εν προκειμένω αποκαλύπτεται αιτία αγωγής, αφού η αγωγή καταχωρήθηκε ως προληπτική Αγωγή (Quia Timet) έχοντας ως βάση τον κίνδυνο πρόκλησης μελλοντικής ζημιάς.

 

Η δεύτερη προϋπόθεση (ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία ή ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας) είναι σύμφωνα με την νομολογία «βαθύτερη».  Δεν αναμένεται φυσικά η προσκόμιση εκτενούς μαρτυρίας από τον αιτητή- υποχρέωση η οποία μετατίθεται για την μετέπειτα ακροαματική διαδικασία και εντάσσεται στην εν γένει υποχρέωση ενός διαδίκου να αποσείσει από τους ώμους του το βάρος απόδειξης – αναμένεται, όμως, η παρουσίαση συνδετικών και στοχευμένων στοιχείων έτσι ώστε να τύχουν, όχι αξιολόγησης αλλά θεώρησης από το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της κρίσης του. 

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι η εν λόγω προϋπόθεση, για τους λόγους που θα εξηγήσω στην συνέχεια, δεν ικανοποιείται. 

 

Στην βάση του μαρτυρικού υλικού που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και από τις δύο πλευρές, καταδεικνύεται πως μεταξύ των Colub και Radziwills  από την μία και του ενάγοντα 2 από την άλλη υπάρχει διαφορά ως προς τον έλεγχο και την διοίκηση του εταιρικού σχήματος που ελέγχει και κατέχει το MLT, για την οποία εκκρεμούν δικαστικές διαδικασίες τόσο στην Πολωνία όσο και στην Κύπρο.  Η διαφορά αυτή επεκτείνεται και στην διανομή των μερισμάτων από τυχόν πώληση του MLT.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος πως ο ενάγοντας 2, μέσω της ενάγουσας 1 έχει ιδιοκτησιακό μερίδιο στο MLT πλην όμως υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το ακριβές ποσοστό ιδιοκτησιακής συμμετοχής του κάθε μέρους στο MLT.  Ο μεν ενάγοντας 2 υποστηρίζει πως είναι κατά 31% ιδιοκτήτης του MLT  ενώ Colub και Radziwills διατείνονται πως το μερίδιο του τελευταίου είναι «το 3% του 50% του MLT».  Συνακόλουθα υπάρχει διαφωνία ως προς το ακριβές ποσό που δικαιούται να λάβει η κάθε πλευρά από τυχόν πώληση του ακινήτου. 

 

Η ύπαρξη της συγκεκριμένης διαφοράς, της διαφωνίας δηλαδή ως προς το ποσοστό ιδιοκτησίας του κάθε μέρους στο ακίνητο MLT συνιστά, κατά την κρίση μου, τροχοπέδη στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος και τούτο επειδή η έκδοση διαταγμάτων τύπου «Quia Timet» προϋποθέτει ότι έχει ήδη αποφασιστεί η κύρια διαφορά.  Εν προκειμένω, η έκταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας του ενάγοντα 2 επί του MLT δεν είναι καθορισμένο.  Εάν στο τέλος της ημέρας διαφανεί ότι το εν λόγω ποσοστό είναι αυτό που διατείνονται οι Colub και Radziwills και ότι το ποσό που θα πρέπει να λάβει από το τίμημα πώλησης θα πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με τον τρόπο που οι τελευταίοι ισχυρίζονται, τότε το δικαίωμα του ενάγοντα 2 δεν παραβιάζεται.  Θεωρώ πως τα προαναφερθέντα συνιστούν ρήγμα στην υπόθεση του ενάγοντα 2 και στην θέση του ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος παραβίασης του δικαιώματος του.

 

Παρόλο που η τύχη της Αίτησης έχει κριθεί, αφού και οι τρεις (3) προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, κρίνω πως δεν ικανοποιείται ούτε η τρίτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 32.

 

Η εν λόγω προϋπόθεση είναι συνυφασμένη με το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων.  Θα πρέπει να λεχθεί ότι η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, ικανοποιείται όχι μόνο όταν η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα ήταν επαρκής θεραπεία αλλά και στην περίπτωση όπου υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο Εναγόμενος να ικανοποιήσει απόφαση που ενδεχομένως ληφθεί εναντίον του.  Όπως προκύπτει από την σχετική νομολογία, η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής πλήρους δικαιοσύνης επεκτείνεται και στο στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης [βλ. Παντελίδη ν. Πιερή (1998)1 (Α) Α.Α.Δ.2111Larticon Ltd v. Detergenta Developments Ltd (2004)1 A.A.Δ.1121].  Ο χρηματικός παράγοντας όμως δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη και εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, λαμβάνονται υπόψη και άλλα μεταβλητά κριτήρια (Βλ.  Κώστας Κυρίσαββα και άλλος ν.  Χάρη Κύζη (2011) 1 Β ΑΑΔ 1245).  Στην υπόθεση M & CH Mitsingas Trading  Ltd κ.α.  v.  The Timberland Co of USA (1977) 1 ΑΑΔ, 1791, λέχθηκε ότι το κριτήριο για την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος είναι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.  Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου την θεραπεία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η όποια ζημιά προκληθεί στους ενάγοντες μπορεί να αποτιμηθεί χρηματικά και η εναγομένη είναι σε θέση να τους αποζημιώσει.  Όχι μόνο δεν έχει προβληθεί ισχυρισμός που να καταδεικνύει ότι Colub και Radziwills είναι αφερέγγυοι, αλλά από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καταδεικνύεται η δυνατότητα τους να ικανοποιήσουν χρηματικά τους ενάγοντες εάν ήθελε φανεί στο τέλος της ημέρας ότι οι τελευταίοι υπέστησαν ζημιά συνεπεία των ενεργειών των πρώτων.

 

Στην βάση των προαναφερθέντων δεν χρειάζεται να εξεταστεί οποιαδήποτε άλλη παράμετρος.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το εκδοθέν Διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί και η αίτηση να απορριφθεί.

 

Δια ταύτα, όλα τα αιτητικά της Αίτησης απορρίπτονται.  Το εκδοθέν Διάταγμα ακυρώνεται. 

 

 

 

Τα έξοδα της Αίτησης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της εναγομένης-καθ’ ής η αίτηση και σε βάρος των εναγόντων 1 και 2-αιτητών.

 

 

 

 

 

                                                                       (Υπ.) ..................................................

                                                             Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

/ΑΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο