ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

 

Αγωγή αρ: 29/2016

Μεταξύ:

PHANOS G. IONIDES LIMITED, από τη Λευκωσία

 

                                                                                                                         Eνάγουσας

και

 

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

                                                                                                                               Εναγόμενου

Ημερομηνία:  28 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγουσα: κος Παπαθεοδώρου

Εναγόμενος: προσωπικά

 

                                                     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021, η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

Με την υπό κρίση αγωγή η Ενάγουσα η οποία ασχολείται με την προσφορά φορολογικών και άλλων υπηρεσιών αξιώνει από τον Εναγόμενο το ποσό των €2.944 όπου κατ’ ισχυρισμό οφείλεται ως αμοιβή για υπηρεσίες που παρείχαν στον Εναγόμενο και τη σύζυγο του με οδηγίες του Εναγόμενου περί τα έτη 2009-2011. Προς το σκοπό αυτό εκδόθηκαν δύο τιμολόγια τα οποία παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτα.

 

Ο Εναγόμενος καταχώρησε Υπεράσπιση θέτοντας παράλληλα και Ανταπαίτηση. Ο Εναγόμενος παραδέχεται ότι η Ενάγουσα παρείχε σ’ αυτόν και τη σύζυγο του υπηρεσίες αλλά ισχυρίζεται ότι αυτές παρασχέθηκαν σε φιλική βάση και/ή ότι ουδέποτε προσέφερε η Ενάγουσα στον Εναγόμενο επαγγελματικές υπηρεσίες επ΄ αμοιβή. Ουδέποτε αναγνώρισε ο Εναγόμενος οφειλή ούτε συμφώνησε σε αμοιβή. Είναι ισχυρισμός του Εναγόμενου ότι ο ίδιος παρείχε με προσωπική εργασία και χρόνο κατ΄ εντολή της Ενάγουσας διάφορες νομικές εργασίες και υπηρεσίες σε πελάτες της. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας τους ο Εναγόμενος δε χρέωνε την Ενάγουσα η οποία ως αντιστάθμισμα βοηθούσε αυτόν περιστασιακά με την ετοιμασία απλών εγγράφων φορολογικού περιεχομένου σε φιλική βάση. Γι’ αυτό το λόγο ο Εναγόμενος δεν τιμολογούσε την Ενάγουσα για τις υπηρεσίες που της παρείχε.

 

Είναι ισχυρισμός του Εναγόμενου ότι αν ήθελε αποδειχθεί ότι οι εργασίες ήταν επαγγελματικής φύσεως τότε τα ποσά που ισχυρίζεται η Ενάγουσα ότι αξιώνει είναι πολύ λιγότερα από την αξία των εργασιών και υπηρεσιών που προσέφερε ο Εναγόμενος σ’ αυτήν και ότι δεν οφείλεται κάποιο ποσό. Σ’ αυτή την περίπτωση ανταπαιτεί εναντίον της Ενάγουσας καθ’ υπολογισμό ποσά στη βάση εύλογων ελάχιστων ετήσιων retainers. Ανταπαιτεί το ποσό των €16,575 ως πληρωτέο ποσό για αμοιβή για εργασίες που προσέφερε στην Ενάγουσα για τη χρονική περίοδο 1992-2011 μόνο σε περίπτωση που αποφασιστεί από το Δικαστήριο ότι οι εργασίες μεταξύ των διαδίκων ήταν επαγγελματικής φύσεως και άρα πληρωτέες.

 

Μέσω της Απάντησης στην Υπεράσπιση η Ενάγουσα επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης, αρνείται δε την Ανταπαίτηση και ισχυρίζεται επιπλέον ότι για όσο διήρκησε η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων εξέδιδαν εκατέρωθεν τιμολόγια αναφορικά με εργασίες τα οποία πληρώνονταν κανονικά και καμία οφειλή δεν υπάρχει προς τον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος όσα τιμολόγια εκδόθηκαν μέχρι το έτος 2007 από την Ενάγουσα τα πλήρωσε.

 

Απαίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν.

 

Μαρτυρία και Αξιολόγηση

 

Προς απόδειξη της απαίτησης της Ενάγουσας κατάθεσε η κα Ελένη Χριστοφή (ΜΕ1). Εκ μέρους του Εναγόμενου κατάθεσε ο ίδιος ο Εναγόμενος (ΜΥ1) και ο κος Πέτρος Λάμνησος (ΜΥ2). Θα προχωρήσω στη συνέχεια σε μια σύνοψη της μαρτυρίας αλλά και στην αξιολόγηση αυτής. Σημειώνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, τη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά.[1]

 

ΜΕ1

 

Η ΜΕ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε το Έγγραφο Α. Η μάρτυρας παράθεσε τις εργασίες και δραστηριότητες που ασκεί η Ενάγουσα εξηγώντας μεταξύ άλλων ότι παρέχει υπηρεσίες φορολογικής φύσεως. Ως επίσης ανάφερε η μάρτυρας η Ενάγουσα παρείχε υπηρεσίες στον Εναγόμενο που αφορούσαν μεταξύ άλλων τη συλλογή, επεξεργασία, μελέτη, ετοιμασία προσωρινών δηλώσεων εισοδήματος, κι άλλες συναφείς εργασίες για τα έτη 2006-2009. Ο Εναγόμενος συμφώνησε να καταβάλει τις δαπάνες για τις εργασίες που προσφέρθηκαν. Ως Τεκμήριο 1 παρουσιάστηκε τιμολόγιο για το ποσό των €414.00 με ημερομηνία 2/11/2009 και ως Τεκμήριο 2 τιμολόγιο για το συνολικό ποσό των €2944.00. Το ποσό του πρώτου τιμολογίου ενσωματώθηκε στο 2ο τιμολόγιο που εκδόθηκε το 2011. Αναφορικά με το Τεκμήριο 2 η μάρτυρας ανάφερε ότι μεταξύ των εργασιών που προσέφεραν ήταν η ετοιμασία καταστάσεων ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας κατά την 31/12/2007, κατάσταση εξόδων κ.α. Ουδέποτε η Ενάγουσα πρόσφερε τις υπηρεσίες της χωρίς χρέωση ή χωρίς αμοιβή. Η ΜΕ1 κατάθεσε επίσης τα Τεκμήρια 7-10 και εξηγεί σε τι ενέργειες πρόβηκε ή έπρεπε να προβεί η Ενάγουσα για να ετοιμάσει την κεφαλαιουχική κατάσταση.

 

Συνέχισε η μάρτυρας αναφέροντας ότι η Ενάγουσα προσέφερε γενικά έτσι είδους υπηρεσίες στον Εναγόμενο και τη σύζυγο του και αυτό από το έτος 1992. Σύμφωνα με τη μάρτυρα ο Εναγόμενος μέχρι το 2007 αναγνώριζε και πλήρωνε προς την Ενάγουσα και εξοφλούσε τις οφειλές του αναφορικά με υπηρεσίες που του παρείχε η Ενάγουσα. Κατάθεσε προς τούτο τα Τεκμήρια 5 και 6.

 

Η Αντεξέταση της μάρτυρος επικεντρώθηκε στα πιο κάτω σημεία:

 

Δικαστική διαδικασία στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικάσεων

 

Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης της ΜΕ1 επικεντρώθηκε στο Τεκμήριο 15 δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και δη με τα θέματα που εξέτασε το Δικαστήριο σε εκείνη την υπόθεση. Η ΜΕ1 εξήγησε για ποιο λόγο έκανε αναφορά στην υπόθεση που είχε καταχωρηθεί στο Δικαστήριο Ελέγχου ενοικιάσεων. Σύμφωνα με τη μάρτυρα έκανε αναφορά στην εν λόγω υπόθεση για να καταδειχθεί ότι για τα ίδια θέματα που έκανε αναφορά και αξιώνει θεραπεία ο Εναγόμενος έκανε ήδη αναφορά στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

 

Συνεργασία Eναγομένου με Ενάγουσα

 

Αντεξεταζόμενη παραδέχθηκε ότι γνωρίζει τον Εναγόμενο από το 1992 περίπου από τη συνεργασία που είχε με κάποιο Φάνο Στροβιλίδη ο οποίος ήταν διευθυντής και μέτοχος της Ενάγουσας. Η ΜΕ1 γνώριζε ότι η συνεργασία τους αφορούσε μεταξύ άλλων και υποθέσεις Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη μάρτυρα ο Εναγόμενος χρέωνε τους πελάτες της Ενάγουσας που του παράπεμπαν. Δε χρέωνε την Ενάγουσα με τη μάρτυρα να σημειώνει ότι δεν παρείχε υπηρεσίες προς την Ενάγουσα.

 

Υποδείχθηκε στη μάρτυρα ότι ο Εναγόμενος από το 1992 μέχρι το 2011 παρείχε πολλές υπηρεσίες ο ίδιος προς την Ενάγουσα και δεν εξέδωσε ποτέ τιμολόγιο με τη μάρτυρα να απαντά ότι δε γνωρίζει αν παρείχε υπηρεσίες στην Ενάγουσα εταιρεία.

 

Η ΜΕ1 αναγνώρισε ότι υπήρχε κοινό τηλεφωνικό σύστημα μεταξύ της Ενάγουσας του Εναγόμενου και του γραφείου του κου Στροβιλίδη. Παραδέχθηκε επίσης ότι τα έτη 1992-2011 πήγε πολλές φορές στο γραφείο του Εναγόμενου με σκοπό να μεταφέρει ή να πάρει έγγραφα για κοινούς πελάτες τους ή να πάρει στοιχεία.

 

Η ΜΕ1 δεν αρνήθηκε ότι είχαν συνεργασία το γραφείο του Εναγόμενου με την Ενάγουσα. Η ΜΕ1 ανάφερε αντεξεταζόμενη ότι παρείχαν υπηρεσίες προς τον Εναγόμενο τις οποίες δε χρέωναν όπως να πάρουν έγγραφα στον Έφορο Εταιρειών, να βγάλουν φωτοτυπίες, να του αγοράσουν κόλλες και να του τις πάρουν στο γραφείο του. Ο Εναγόμενος δεν αρνήθηκε ότι γίνονταν αυτές οι διευκολύνσεις γι’ αυτόν.

 

Τιμολόγια 2007, 2009 και 2011 και χρονική διάρκεια υπηρεσιών

 

Ο Εναγόμενος παράθεσε μαρτυρία ενώ αντεξέταζε τη μάρτυρα αναφορικά με το λόγο που πλήρωσε τα τιμολόγια της Ενάγουσας για υπηρεσίες που παρείχε σ’ αυτόν ή τη σύζυγο του  από το 1992 μέχρι το έτος 2007.

 

Η ΜΕ1 επέμενε ότι το τιμολόγιο του 2009 δεν αρνήθηκε να το πληρώσει, ο Εναγόμενος αλλά ότι θύμωσε και αντίδρασε με το τιμολόγιο του έτους 2011.

 

Σε σχέση με το επίδικο θέμα δηλαδή κατά πόσο οι υπηρεσίες που προσέρθηκαν από την Ενάγουσα ήταν χαριστικής φύσεως σε ερώτηση προς τη μάρτυρα μεταξύ ποιων έγινε η συμφωνία για τις υπηρεσίες απάντησε ότι για την αμοιβή δεν έγινε συμφωνία. Ουσιαστικά ήταν η θέση της μάρτυρος ότι δεν ήταν πρόθεση της Ενάγουσας να προσφέρει υπηρεσίες και να μην τις χρεώσει. Σε άλλο σημείο κατά την αντεξέταση της ερωτήθηκε η ΜΕ1 ως προς το πως υπολογίζει την αμοιβή για υπηρεσίες.  Παραθέτω αυτούσια απόσπασμα από τα πρακτικά της διαδικασίας:

 

Ε. Με τους πελάτες σας δεν κάμνετε συμφωνία τι θα πληρώσουν;

Α. «Όχι αυτή η κατάσταση είναι ένα έγγραφο που ετοιμάζεται και δεν γνωρίζεις πόσες ώρες θα χρειαστείς για να το ετοιμάσεις και να το υποβάλεις, δεν μπορώ να πω πόσα θα χρεώσω για μια τέτοια κατάσταση και αυτό γίνεται για όλο το πελατολόγιο μας. Μπορεί μια κατάσταση να είναι από €1000 μέχρι €1200, δε σημαίνει ότι έπρεπε να το συμφωνήσω πριν ούτε και με ρωτήσατε τι θα στοιχίσει αυτή η κατάσταση....»

 

E. «..... Όπως σωστά είπατε δεν κάναμε καμία συμφωνία ενώ μου παρείχατε υπηρεσίες....»

Α. Δεν έγινε συμφωνία.

 

Υποδείχθηκε επίσης στη μάρτυρα ότι το ποσό που διεκδικεί η Ενάγουσα ως αμοιβή δεν είναι εύλογο και ότι οι υπηρεσίες που πρόσφερε ήταν κατά πολύ λιγότερες από τις υπηρεσίες που παρείχε ο Εναγόμενος στην Ενάγουσα. Υποδείχθηκε επίσης ότι όλα όσα χρειάζονταν για να ετοιμαστεί η κατάσταση περιουσίας τα είχαν εντός της ημέρας και ήταν όλα έτοιμα μέσα σε φάκελο υποδεικνύοντας ότι δε χρειάστηκε να προβεί σε συλλογή και επεξεργασία υλικού. Η ΜΕ1 παράπεμψε στο Τεκμήριο 2 τιμολόγιο αναφέροντας ότι φαίνεται τι υπηρεσίες παρείχε. Εξήγησε ότι για να ετοιμάσει μια φορολογική δήλωση χρειάζεται να έχει κάποια στοιχεία, τα οποία έπρεπε να συλλεγούν και να επεξεργαστούν. Αναφορικά με την κατάσταση κεφαλαίου η ΜΕ1 ανάφερε ότι χρειάστηκε να εργαστεί περίπου 3 μέρες να την ετοιμάσει, έκανε ανάλυση κόστους μετοχών. Μόνο να εκτυπώσει έγγραφα χρειάστηκε περισσότερο από 5 ώρες, εργάστηκε αρκετές ώρες και μάλιστα εκτός του κανονικού της ωραρίου. Η κατάσταση ετοιμάστηκε 3 μέρες πριν την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση στο Δικαστήριο. Ο Εναγόμενος έπαιρνε αναβολές από το Δικαστήριο για την ποινική υπόθεση εναντίον του.

 

Σε γενικές γραμμές η μαρτυρία της ΜΕ1 έκανε θετική εντύπωση, είχε συνοχή και συνάφεια. Για τους λόγους που εξηγώ όμως πιο κάτω η μαρτυρία της δε γίνεται αποδεκτή στο σύνολο. Καταρχάς η μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια τι υπηρεσίες παρείχε η Ενάγουσα, και τι γνώριζε για τη συνεργασία του Εναγόμενου μαζί της. Από τη μαρτυρία της προέκυψε και είναι αποδεκτό ότι μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενου υπήρξε συνεργασία υπό την έννοια ότι παραπέμπαν πελάτες μεταξύ τους και ότι εξέδιδαν τιμολόγια εκατέρωθεν στους πελάτες που παρείχαν υπηρεσίες.  Η μάρτυρας δε φάνηκε να ήρθε στο Δικαστήριο να πει ψέματα αλλά αντιθέτως δε δίστασε να απαντήσει στις ερωτήσεις που της τέθηκαν αναφορικά με τη συνεργασία που είχε η Ενάγουσα με τον Εναγόμενο. Δεν απόκρυψε ότι είχαν συνεργασία, κοινό τηλεφωνικό σύστημα και ότι μεταξύ τους παρείχαν διευκολύνσεις όπως το να του αγοράζουν κόλλες, να παραδίδουν εκ μέρους του έγγραφα στον έφορο εταιρειών και από την άλλη η Ενάγουσα χρησιμοποιούσε τη θυρίδα του στο Δικαστήριο.

 

Δεν απόκρυψε το γεγονός ότι παρείχε υπηρεσίες στον Εναγόμενο μετά από οδηγίες του μεν αλλά ότι δεν είχαν συμφωνήσει σε συγκεκριμένο ποσό αμοιβής. Επίσης η ΜΕ1 φάνηκε ειλικρινά να μη γνώριζε για την ύπαρξη κάποιας συμφωνίας μεταξύ Εναγόμενου και  Ενάγουσας ως προς τη μη τιμολόγηση υπηρεσιών εκατέρωθεν ή ότι θα παρείχαν υπηρεσίες σε φιλική βάση. Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι ως φάνηκε η ΜΕ1 βρίσκεται στην υπηρεσία της Ενάγουσας για πολλά χρόνια και δη σίγουρα από το έτος 1992. Ως επίσης αναδείχθηκε είχε ενεργό ρόλο στη λειτουργία της Ενάγουσας αλλά και προσωπική εμπλοκή στην παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της. Η θέση της λοιπόν ότι δε γνώριζε για την ύπαρξη συμφωνίας ώστε να παρέχουν οι διάδικοι υπηρεσίες σε φιλική βάση είναι πειστική δεδομένης της εμπλοκής της στη καθημερινή λειτουργία της Ενάγουσας. Υπενθυμίζω εν πάση περιπτώση ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος ανάφερε τελικά, ότι ανάμενε ότι εύλογα δε θα χρεωνόταν. Δεν παρείχε λεπτομέρειες για συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ του και της Ενάγουσας αλλά άφησε να νοηθεί ότι αυτό ανάμενε.

 

Ήταν επίσης διαφωτιστική η μαρτυρία της ως προς το πως ετοίμασε τις φορολογικές δηλώσεις και σε τι ενέργειες πρόβηκε για να συλλέξει το υλικό αλλά και πόσο χρόνο απώλεσε για να ετοιμάσει την κατάσταση περιουσίας του Εναγόμενου και της συζύγου του. Δεν αμφισβητείται το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 7,8,9,10,11 και 12 και δη δεν αμφισβητείται ότι η Ενάγουσα με βάση το Τεκμήριο 7 προχώρησε στην ετοιμασία των φορολογικών δηλώσεων που ζητήθηκαν από το τμήμα εσωτερικών προσόδων στη Λευκωσία. Παρόλο που τέθηκε στη μάρτυρα ότι δεν ενέργησε έγκαιρα για να ετοιμάσει τις φορολογικές δηλώσεις και την κατάσταση εξόδων από το 1999-2007 ως φαίνεται η Ενάγουσα την 02/11/2009 απόστειλε επιστολή στον Εναγόμενο και του ζητούσε έγγραφα που χρειαζόταν για να το ετοιμάσει. Ο Εναγόμενος ζήτησε από πιστωτικό ίδρυμα στοιχεία ένα χρόνο περίπου αργότερα. Είναι αποδεκτό επίσης ότι ετοιμάστηκε η εν λόγω κατάσταση περιουσίας από την Ενάγουσα. Η ΜΕ1 εξήγησε με σαφήνεια πως ετοιμάστηκε και η θέση της ότι δεν επρόκειτο για απλή εργασία αλλά ότι χρειαζόταν χρόνο και ανάλυση στοιχείων γίνεται αποδεκτή.

Η θέση της λοιπόν ότι δε γνώριζε να υπήρχε μεταξύ των διαδίκων κάποια συμφωνία για να παρέχονται υπηρεσίες εκατέρωθεν σε φιλική βάση κρίνεται αληθής και επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ΜΕ1 είχε τιμολογήσει ξανά τον Εναγόμενο για παρόμοιας φύσεως εργασίες αλλά για τα έτη 1992-2007 χωρίς ο Εναγόμενος να διαμαρτυρηθεί και μάλιστα πλήρωσε το τιμολόγιο ως τα Τεκμήρια 5 και 6.

 

Κατά την αντεξέταση της δε κλονίστηκε η αξιοπιστία της παρόλο που υπέπεσε σε κάποιες μικρό αντιφάσεις. Ενώ η θέση της ήταν ότι ο Εναγόμενος αποδέχτηκε την οφειλή εν τέλει ως φάνηκε ο Εναγόμενος δεν αποδέχθηκε το τιμολόγιο του Τεκμηρίου 2 και δη δεν αποδέχθηκε τη χρέωση. Είναι ορθό να αναφέρω ότι οι υπηρεσίες που αναγράφονται στα Τεκμήρια έγιναν μετά από τις οδηγίες του. Ο ίδιος ο Εναγόμενος δεν αμφισβητεί ότι ο ίδιος ζήτησε να παρασχεθούν οι φορολογικές υπηρεσίες. Αποδέχομαι επίσης ότι τα Τεκμήρια 1 και 2 εκδόθηκαν μετά την παροχή των υπηρεσιών που περιγράφονται σ’ αυτά.

 

Η ΜΕ2 παρουσίασε επίσης ως Τεκμήρια 3 και 4 δικόγραφα που κατατέθηκαν σε μια διαδικασία με αρ. 17/2013 στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων ΔΕΕ. Δεν έχω διακρίνει να υπάρχει σχετικότητα της εν λόγω διαδικασίας με την υπό κρίση υπόθεση. Αναφέρω δε ότι ως φάνηκε η εν λόγω διαδικασία ήταν μεταξύ του Εναγόμενου και κάποιου Γιώργου Στροβιλίδη. Καμία βαρύτητα δεν αποδίδεται στην εν λόγω μαρτυρία.

 

Η ΜΕ1 παράθεσε λοιπόν με επάρκεια τι υπηρεσίες παρείχε η Ενάγουσα στον Εναγόμενο από το 1992-2011. Η μαρτυρία της συνάδει και με την έγγραφη μαρτυρία που παρουσίασε. Η μαρτυρία της όμως η οποία αφορά νομικά θέματα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ως εκ των ανωτέρω η μαρτυρία της ΜΕ1 κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη με εξαίρεση το μέρος της μαρτυρίας της που αφορά νομικής φύσεως θέματα ή ότι ο Εναγόμενος είχε αποδεχθεί τη χρέωση του Τεκμηρίου 2. Μη αποδεκτή ως μη σχετική κρίνεται και η μαρτυρία αναφορικά με τη διαδικασία στο ΔΕΕ. Επισημαίνω ότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο.[2]

 

ΜΥ1/ Εναγόμενος

 

Ο Εναγόμενος ο οποίος χειρίστηκε προσωπικά την υπόθεση του ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Β. Ο Εναγόμενος παρείχε λεπτομέρειες για το επάγγελμα του και τη συνεργασία του με κάποιο Φάνο Στροβιλίδη από το έτος 1992-2001. Ο Φάνος Στροβιλίδης είχε συμμετοχή και συμφέρον στην Ενάγουσα και ο παππούς του ήταν κάποιος Φάνος Ιωνίδης ιδιοκτήτης της Ενάγουσας. Το γραφείο του Εναγόμενου και της Ενάγουσας ανάπτυξαν συνεργασία με την παραπομπή πελατών εκατέρωθεν.  Είχε στενή συνεργασία ο Εναγόμενος και με κάποιον Γιώργο Στροβιλίδη ο οποίος επίσης είχε συμμετοχή και συμφέρον στην Ενάγουσα. Ο Εναγόμενος παρείχε λεπτομέρειες της συνεργασίας του με την Ενάγουσα, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι τα δύο γραφεία είχαν κοινό τηλεφωνικό σύστημα. Του ζητούσαν συχνά νομικές συμβουλές και τον καλούσαν στο γραφείο τους για συναντήσεις και παροχή συμβουλών τόσο σε υπαλλήλους όσο και σε πελάτες της Ενάγουσας. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 13 κατάλογο των εξωτερικών τηλεφωνικών γραμμών και εσωτερικών επεκτάσεων. Ετοίμαζε επιστολές για την Ενάγουσα, τροποποίηση συμβάσεων, καταρτισμό εγγράφων, εμφανίσεις στα Δικαστήρια, παροχή νομικών συμβουλών, εμφανίσεις στο Δικαστήριο.

 

Μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας τους δεν προέβαινε σε χρεώσεις των εργασιών που παρείχε στην Ενάγουσα η οποία σε αντιστάθμισμα των υπηρεσιών αυτών τον βοηθούσαν περιστασιακά και σε ελάχιστες περιπτώσεις με την ετοιμασία απλών εγγράφων φορολογικού περιεχομένου πάνω στην ίδια φιλική βάση που παρείχε αυτός υπηρεσίες. Δεν κατάγραφε τις υπηρεσίες του προς την Ενάγουσα.  Ουδέποτε του ζητήθηκε να συμφωνήσει ή να καταβάλει οποιαδήποτε αμοιβή για τις υπηρεσίες που του παρείχαν. Αν το γνώριζε θα διεκπεραίωνε μόνος του τις εργασίες τις οποίες χαρακτήρισε ως απλές.

 

Αρνείται ότι η Ενάγουσα προέβηκε στις εργασίες που περιγράφει στα τιμολόγια. Το έτος 2009 αρνήθηκε να πληρώσει το τιμολόγιο και τους είπε μάλιστα να μην του ξαναφέρουν τιμολόγιο ειδάλλως δε θα τους πρόσφερε ξανά υπηρεσίες. Δύο χρόνια αργότερα του έφεραν άλλο τιμολόγιο όπου ενσωμάτωσαν το τιμολόγιο του έτους 2009. Δεν έθεσαν θέμα αμοιβής όταν μίλησαν για την κατάσταση κεφαλαίου το έτος 2011.

 

Αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι η υπόθεση στο ΔΕΕ για την οποία εκδόθηκε η απόφαση του Τεκμηρίου 15αφορούσε αντιδικία μεταξύ του και κάποιου Γιώργου Στροβιλίδη και όχι με την Ενάγουσα.

 

Αναφορικά με το Τεκμήριο 2 τιμολόγιο για το οποίο αντίδρασε στην πληρωμή του ο Εναγόμενος σε ερώτηση εάν έκανε ο ίδιος τιμολόγια και ζήτησε πληρωμή για εργασίες που ισχυρίστηκε ότι παρείχε στην Ενάγουσα απάντησε ότι ήταν αδύνατο το έτος 2011 να τιμολογήσει υπηρεσίες που παρέχονταν από το έτος 1992. Επέμενε ότι φιλικά του παρείχαν υπηρεσίες φορολογικής φύσεως.

 

Υποδείχθηκε στον Εναγόμενο ότι, ο,τιδήποτε υπηρεσίες αφορούσαν την Ενάγουσα αφορούσε πελάτες τους οποίους χρέωνε απευθείας και πληρωνόταν με το μάρτυρα να αρνείται την υποβολή.

 

Ανάφερε αντεξεταζόμενος ότι όταν αρνήθηκε να πληρώσει το τιμολόγιο Τεκμήριο 1 τους είπε αν ήθελαν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με τον τρόπο που υπήρχε μέχρι τότε δε θα έπρεπε να το πληρώσει αλλιώς δε θα τους πρόσφερε ξανά υπηρεσίες.

 

Συμφώνησε επίσης ότι δεν εξέδωσε ποτέ τιμολόγιο προς την Ενάγουσα καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασία τους. Ως ανάφερε τους παρείχε υπηρεσίες φιλικά και ανάμενε εύλογα ότι δε θα τον χρέωναν ούτε αυτόν για τις υπηρεσίες που του παρείχαν.

 

Ο ΜΥ1 δεν έπεισε για την εκδοχή του. Η μαρτυρία του δεν διακρινόταν από συνοχή, ενώ σε αρκετά σημεία αντιστρατεύεται την κοινή λογική και εμπειρία. Το βασικό επιχείρημα του Εναγόμενου ως προς τη μη πληρωμή των τιμολογίων (Τεκμήρια 1 και 2) ήταν ότι οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν σε φιλική βάση και ότι δεν έπρεπε να τιμολογηθεί. Καμία επαρκής και λογική εξήγηση δεν παρείχε όμως ως προς το λόγο που για παρόμοιας φύσεως υπηρεσίες για άλλες χρονικές περιόδους προχώρησε στην πληρωμή του τιμολόγιου της Ενάγουσας για τις υπηρεσίες που του παρείχε. Σχετικά προς τούτο είναι τα Τεκμήρια 5 και 6. Η δικαιολογία που παράθεσε ενώ αντεξέταζε την ΜΕ1, σχετικά με το γεγονός ότι για παρόμοιες υπηρεσίες κατέβαλε την αμοιβή της Ενάγουσας δημιουργεί ερωτηματικά. Ανάφερε ο ίδιος σαν υποβολή προς τη ΜΕ1 ότι ο λόγος που πλήρωσε τα χρήματα αυτά είναι γιατί θα καταθέτονταν σε λογαριασμό του συνεταιρισμού. Συγκεκριμένα υπέβαλε τα εξής: « Σας υποβάλλω ότι ο λόγος που πληρώθηκε είναι επειδή μέχρι το 2001 που ήμουν συνέταιρος με το Φάνο Στροβιλίδη, ο κύριος Φάνος Στροβιλίδης και όχι εγώ εξέδιδε τιμολόγια με κάποιες χαριστικές αξίες προς τον παππού του το Φάνο Ιωνίδη, την εταιρεία του την Ενάγουσα. Επειδή εκείνα τα λεφτά κατατίθονταν στο λογαριασμό του συνεταιρισμού, πλήρωσα και εγώ το τιμολόγιο του 2007....»

 

Καταρχάς αυτή η θέση πρώτη φορά προβλήθηκε στο στάδιο αντεξέτασης της ΜΕ1 σαν υποβολή αλλά δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία από τον Εναγόμενο σχετικά με το ζήτημα και παρέμεινε μετέωρη. Κατά δεύτερο ο ίδιος ανάφερε ότι ο συνεταιρισμός με κάποιο Φάνο Στροβιλίδη διήρκησε μέχρι το 2001. Υπάρχει κενό και ασάφεια ως προς τη θέση ότι τα χρήματα θα καταθέτονταν σε λογαριασμό συνεταιρισμού το έτος 2007 όταν έγινε η πληρωμή το έτος 2007 (βλ. Τεκμήριο 6).

 

Επιπλέον ο ίδιος ισχυρίστηκε με πάθος ότι παρείχε πάρα πολλές υπηρεσίες στην Ενάγουσα χωρίς να τιμολογεί και ότι αυτή ήταν η συμφωνία χωρίς να παρέχει στοιχεία και λεπτομέρειες αυτής της συμφωνίας. Δεν ανάφερε με ποιον εκπρόσωπο της Ενάγουσας έγινε αυτή η συμφωνία. Αντιθέτως ως ο ίδιος ανάφερε κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 ο Φάνος Στροβιλίδης συνέταιρος του τιμολογούσε την Ενάγουσα για υπηρεσίες που της παρείχε. Το ίδιο προφανώς έκανε και η Ενάγουσα για υπηρεσίες που παρείχε στον Εναγόμενο και αυτό αποδεικνύεται από το Τεκμήριο 5.

 

Προφανώς δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία για παροχή εκατέρωθεν υπηρεσιών δωρεάν. Αυτό που φαίνεται να έγινε είναι ότι ο Εναγόμενος πίστευε ότι δε θα τον χρέωναν. Και πάλι όμως η πίστη του να μην τον χρεώσουν για τις υπηρεσίες που ζήτησε δεν έχει κάποια βάση εφόσον ως προανάφερα για παρόμοιες εργασίες τον χρέωναν και μάλιστα είχε εξοφλήσει το τιμολόγιο (Τεκμήριο 5). Στο Τεκμήριο 6 αναγράφεται ξεκάθαρα ότι το ποσό του τιμολογίου ήταν η αμοιβή της Ενάγουσας. Υπενθυμίζω ότι ο Εναγόμενος απόκρυψε από το Δικαστήριο το γεγονός αυτό και γενικά απόφυγε να το σχολιάσει, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη εν γένει στην αξιοπιστία του.

 

Αναφέρθηκε πλειστάκις σε πάρα πολλές υπηρεσίες που παρείχε από το 1992-2011 οι αναφορές του όμως χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία. Ο Εναγόμενος δεν παρουσίασε ούτε ένα έγγραφο που να δεικνύει ότι παρείχε στην Ενάγουσα υπηρεσίες για πελάτες της και όχι για πελάτες που του παραπέμπαν. Η δικαιολογία ότι δε κρατούσε στοιχεία έστω ένα έγγραφο εφόσον πήγαινε στο Δικαστήριο ως ανάφερε και εμφανιζόταν σε υποθέσεις δεν είναι πειστική. Είναι επίσης οξύμωρο να ισχυρίζεται ότι αρνήθηκε την πληρωμή του τιμολογίου του 2009 και ενώ γνώριζε ότι εκδόθηκε τιμολόγιο να συνέχισε να ζητά υπηρεσίες από την Ενάγουσα χωρίς να εξασφαλίσει τη «συμφωνία» τους να μην τιμολογούνται οι υπηρεσίες. Ο Εναγόμενος γνώριζε πολύ καλά ότι θα τιμολογούνταν οι υπηρεσίες αφού είχε ήδη πληρώσει το τιμολόγιο του Τεκμηρίου 5.  Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα όσα προέβαλε για παροχή υπηρεσιών σε φιλική βάση ότι αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις του.

 

Επίσης ο Εναγόμενος προσπάθησε να παρουσιάσει ότι οι υπηρεσίες που του παρείχαν ήταν απλές και μη χρονοβόρες παρουσιάζοντας τες ως τόσο εύκολες που θα μπορούσε και ο ίδιος να τις κάνει. Η θέση του αυτή όμως καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία της ΜΕ1. Το γεγονός επίσης ότι καταχωρήθηκε εναντίον του ποινική υπόθεση εφόσον παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις φορολογικές του υποχρεώσεις και ζητούσε αναβολές (περίπου 4 φορές) με σκοπό τη συμμόρφωση δεικνύει το αντίθετο. Επιπλέον εφόσον ως ισχυρίστηκε ήταν εύκολες και απλές οι εργασίες δημιουργείται το ερώτημα ως προς το λόγο που ο Εναγόμενος άφησε να εκκρεμεί εναντίον του η ποινική υπόθεση και δε μερίμνησε εφόσον ως ανάφερε κωλυσιεργούσε επίτηδες η Ενάγουσα να υποβάλει τις δηλώσεις και καταστάσεις που έπρεπε. Επισημαίνω επίσης ότι ο Εναγόμενος δεν ανάφερε στο Δικαστήριο ότι ενώ οι Ενάγοντες προσπαθούσαν να συλλέξουν το υλικό που απαιτείτο για να ετοιμάσουν αυτά που εκκρεμούσαν στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων ο ίδιος ένα χρόνο μετά αποφάσισε να αποταθεί στην τράπεζα για να λάβει έγγραφα.

 

Η γενικότητα και αοριστία της μαρτυρίας του  λοιπόν, δε μου επιτρέπει να προβώ σε ασφαλές εύρημα ότι ο Εναγόμενος παρείχε υπηρεσίες στην Ενάγουσα σε φιλική βάση και αντίστροφα ούτε ότι υπήρξε τέτοια συμφωνία μεταξύ τους.

 

Όσον αφορά τα Τεκμήρια 13 και 14 το περιεχόμενο τους δεν έχει αμφισβητηθεί και γίνεται αποδεκτό. Όσον αφορά το Τεκμήριο 15 αφορά μια δικαστική απόφαση μεταξύ του Εναγόμενου και άγνωστου προσώπου. Δε σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και δεν αποδίδεται κάποια βαρύτητα. Εν πάση περίπτωση το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από τα ευρήματα άλλου Δικαστηρίου.

 

Τέλος από τη μαρτυρία του γίνονται μόνο αποδεκτές οι θέσεις του ότι πράγματι είχε συνεργασία με την Ενάγουσα με εκατέρωθεν παραπομπή πελατών εφόσον αυτό δεν αμφισβητείται, ότι ο ίδιος έδωσε οδηγίες για να ετοιμαστούν οι φορολογικές δηλώσεις και κατάσταση περιουσίας που περιγράφονται στα Τεκμήρια 1 και 2 αλλά ότι δεν είχαν συμφωνήσει από προηγουμένως την αμοιβή της Ενάγουσας δηλαδή πόσα θα χρέωνε. Αυτό δε σημαίνει ότι οι υπηρεσίες ήταν αμισθί ή ότι παρασχέθηκαν σε φιλική βάση για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω.

 

ΜΥ2

 

Ο ΜΥ2 ως μέρος της κυρίως εξέταση του κατάθεσε το Έγγραφο Γ. Ο ΜΥ2 παρείχε λεπτομέρειες για το επάγγελμα του και τη συνεργασία του με τον Εναγόμενο η οποία ξεκίνησε περί το έτος 2003. Αναφέρθηκε στη συνεργασία του Εναγόμενου με την Ενάγουσα. Μέχρι το έτος 2011 έβλεπε πολύ συχνά την Ελένη Χριστοφή υπάλληλο της Ενάγουσας να έρχεται στο γραφείο του Εναγόμενου. Κάποιες φορές για διάφορα νομικά θέματα ζητούσαν και τη δική του γνώμη. Έκανε επίσης εκ μέρους του Εναγόμενου εμφανίσεις στο Δικαστήριο για υποθέσεις πελατών της Ενάγουσας. Θυμάται μια μέρα αρχές του έτους 2012 που η Ελένη Χριστοφή ήρθε στο γραφείο του Εναγόμενου, του έφερε ένα τιμολόγιο και αυτός άρχισε να φωνάζει.

 

Αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι θυμάται ότι για κάποια περίοδο ο Εναγόμενος είχε γραμματέα στο γραφείο του. Ο ίδιος δεν πήγαινε κανονικές ώρες στο γραφείο, τα περισσότερα απογεύματα δε πήγαινε. Διατηρεί γραφείο και στο Δάλι.

 

Λεπτομέρειες της συνεργασίας που είχε ο Εναγόμενος με την Ενάγουσα δε γνωρίζει. Όμως γνωρίζει ότι πολλές φορές έκανε εμφανίσεις στο Δικαστήριο εκ μέρους της Ενάγουσας μετά από οδηγίες του Εναγόμενου.

 

Κατά την αντεξέταση του ανάφερε ότι και ο ίδιος συνεργαζόταν με την Ενάγουσα, και του ετοίμαζε η Ελένη Χριστοφή φορολογικές δηλώσεις, καταστάσεις κεφαλαίου έναντι αμοιβής που συμφώνησαν. (υποδείχθηκαν σ’ αυτόν τα Τεκμήριο 16, 17 και 18).

 

Μετά από υποβολή ότι καμία συμφωνία δεν έκανε με την Ενάγουσα από πριν για την  χρέωση αλλά ότι μετά που εκδίδονταν τα τιμολόγια, τα πλήρωνε ανάφερε ότι πολλές φορές που πήγαινε πάνω να της πάρει έγγραφα ή κάτι άλλο της έλεγε ο ίδιος πως θα προτιμούσε να τον χρεώνει και τα έβρισκαν. Ανάφερε επίσης ότι για ό,τι υπηρεσίες του παρασχέθηκε πλήρωνε κάθε φορά. Θυμάται ότι όταν γράφτηκε στο Φ.Π.Α. ο ίδιος του είπε η Ελένη Χριστοφή τι τιμολόγια έχεις εσύ? Φέρε τα να τα κάνουμε εμείς και μετά από 3-4 χρόνια του ήρθε και ο λογαριασμός. Τα πλήρωσε.

 

Ο ΜΥ2 πρόβαλε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Επιβεβαίωσε ότι μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενου υπήρχε μια συνεργασία, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε εν πάση περιπτώσει. Όμως δε γνώριζε λεπτομέρειες αυτής της συνεργασίας ούτε γνώριζε εάν είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών να παρέχονται υπηρεσίες χωρίς τιμολόγηση. Γνώριζε ότι παραπέμπονταν πελάτες εκατέρωθεν. Με λίγα λόγια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τι συμφωνία είχαν ακριβώς η Ενάγουσα με τον Εναγόμενο. Η μαρτυρία του δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητική ως προς τα επίδικα ζητήματα. Αυτό που καταδείχθηκε είναι ότι ο ίδιος ζήτησε υπηρεσίες από την Ενάγουσα τις οποίες πλήρωνε μετά την έκδοση τιμολογίων. Δε τον ενημέρωναν από πριν για τη χρέωση αλλά ο ίδιος ρωτούσε για να γνωρίζει. Το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 16-19 δεν αμφισβητείται και δη γίνεται αποδεκτό ότι η Ενάγουσα εξέδωσε στο όνομα του ΜΥ2 τα εν λόγω τιμολόγια για υπηρεσίες που του παρείχε.

 

Αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων

 

Με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν στο Δικαστήριο παραθέτοντας γραπτώς τα επιχειρήματα τους. Όπου κριθεί αναγκαίο θα γίνει αναφορά στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν. Επισημαίνεται ότι όπου έγινε προσπάθεια μέσω αγορεύσεων να παρουσιαστεί μαρτυρία δε θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Ευρήματα

 

Με βάση τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως ανωτέρω τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι τα ακόλουθα:

α) Η Ενάγουσα αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται με την προσφορά φορολογικών υπηρεσιών και συναφών εργασιών.

β) Ο Εναγόμενος είναι δικηγόρος. Από το 1992-2011 συνεργαζόταν με την Ενάγουσα όπου παραπέμπαν εκατέρωθεν πελάτες. Ο Εναγόμενος τιμολογούσε τους πελάτες της Ενάγουσας όταν τους προσέφερε υπηρεσίες. Μεταξύ τους τα μέρη παρείχαν διευκολύνσεις στα πλαίσια της συνεργασίας τους. Είχαν κοινό τηλεφωνικό σύστημα, η Ενάγουσα χρησιμοποιούσε τη θυρίδα του Εναγόμενου στο Δικαστήριο, οι υπάλληλοι της Ενάγουσας παραδίδαν έγγραφα στον Έφορο Εταιρειών εκ μέρους του Εναγόμενου ή του αγόραζαν γραφική ύλη.

γ) Η Ενάγουσα παρείχε στον Εναγόμενο και στη σύζυγο του μετά από οδηγίες του Εναγόμενου υπηρεσίες φορολογικής φύσεως όπως ετοιμασία φορολογικών δηλώσεων, καταστάσεων κεφαλαίου, καταστάσεις εσόδων, εξόδων, αναλυτικές καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών από τα έτη 1992-2011.

δ) Περί την 28/02/2007 ο Εναγόμενος τιμολογήθηκε για την παροχή υπηρεσιών προς αυτόν από την Ενάγουσα για την ετοιμασία φορολογικών δηλώσεων και καταστάσεων κεφαλαίου αναφορικά με τα έτη 1992-2005 το οποίο πλήρωσε και εξόφλησε.(Τεκμήρια 5 και 6).

ε) Ο Εναγόμενος στη συνέχεια έδωσε οδηγίες στην Ενάγουσα όπως παρέχουν σ’ αυτόν και τη σύζυγο του υπηρεσίες παρόμοιας φύσεως με τις υπηρεσίες που του παρείχε για τα έτη 1992-2005 και/ή ζήτησε ετοιμασία φορολογικών δηλώσεων για τα έτη 2006-2010 αλλά και ετοιμασία κεφαλαίου τόσο για τον ίδιο όσο και τη σύζυγο του. Αρχικά εξεδώθηκε το τιμολόγιο του Τεκμηρίου 1 για το ποσό των €414 για την ετοιμασία προσωρινών και δηλώσεων εισοδήματος για τα έτη 2006,2007, 2008.

στ) Ο Εναγόμενος υποσχέθηκε να το πληρώσει. Στη συνέχεια έδωσε οδηγίες να ετοιμαστούν δηλώσεις εισοδήματος για τα έτη 2009,2010 και κατάσταση κεφαλαίου για τον ίδιο και τη σύζυγο του. Η Ενάγουσα ετοίμασε καταστάσεις κεφαλαίου κατά την 31/12/1998-31/12/2007, κατάσταση εσόδων και εξόδων για τα έτη 1999 μέχρι 2007, αναλυτικές καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών και χρεωθέντων και πιστωθέντων τόκων, ανάλυση κόστους μετοχών συζύγου, εξακρίβωση κόστους οικίας για το συνολικό ποσό μαζί με Φ.Π.Α. €2530,00. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 2. Στο Τεκμήριο 2 ενσωματώθηκε και το ποσό του τιμολογίου του Τεκμηρίου 1 εφόσον δεν είχε εξοφληθεί.

ζ) Ο Εναγόμενος αντίδρασε όταν έλαβε το τιμολόγιο του Τεκμηρίου 2 ως προς τη χρέωση. Δε συμφωνήθηκε με την Ενάγουσα το ποσό της χρέωσης ή αμοιβής. Η Ενάγουσα δεν καθορίζει από πριν με τους πελάτες της πόσα θα χρεώσει εξαρτάται από την εργασία που θα γίνει.

η) Μέχρι σήμερα τα Τεκμήρια 1 και 2 παραμένουν απλήρωτα.

θ) Η Ενάγουσα αρχικά όταν έλαβε οδηγίες για να παρέχει υπηρεσίες στον Εναγόμενο και τη σύζυγο του προχώρησε στο να ετοιμάσει τα όσα ζητήθηκαν από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων ως το Τεκμήριο 7.

ι) Η Ενάγουσα ετοίμασε επιστολή ημερομηνίας 02/11/2009 την οποία παράδωσε στον Εναγόμενο με την οποία ζητούσαν την εξασφάλιση και συγκέντρωση εγγράφων και στοιχείων προκειμένου να ετοιμάσουν αυτά που ζητήθηκαν από το Έφορο Φόρου Εισοδήματος ως το Τεκμήριο 8.

κ) Ο Εναγόμενος την 20/10/2010 απέστειλε επιστολή στη Σ.Π.Ε. Στροβόλου ζητώντας έγγραφα και πληροφορίες με σκοπό να υπάρχει συμμόρφωση με τα όσα ζητούσε ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος. (Τεκμήριο 9)

λ) Με επιστολή ημερ. 25/02/2009 (Τεκμήριο 10) ζητήθηκε παράταση από την Ενάγουσα για να ολοκληρώσει την εργασία που της ανατέθηκε.

μ) Εναντίον του Εναγόμενου καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση με αρ. 5867/2010 λόγω παράλειψης του να καταχωρήσει εμπρόθεσμα στοιχεία που του ζητήθηκαν περί την 31/12/2007 ως το Τεκμήριο 11.

ν) Όταν ολοκληρώθηκε η εργασία και παραδόθηκε η κεφαλαιουχική κατάσταση υπέβαλαν αυτήν με αποτέλεσμα την έκδοση βεβαίωσης συμμόρφωσης ως το Τεκμήριο 12.

μ) Το Τεκμήριο 2 εξεδώθηκε μετά την ολοκλήρωση όλων των εργασιών.

 

Νομική πτυχή

 

Στις πολιτικές υποθέσεις, η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από το εάν ο ενάγοντας θα παρουσιάσει επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα ώστε να ικανοποιήσει το βάρος απόδειξης, που είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το κριτήριο δεν είναι εάν η θέση ή εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι η πιο πιθανή από εκείνη του αντιδίκου του αλλά κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι. (βλέπε μεταξύ άλλων.[3] Σε περίπτωση που υπάρχει και ανταπαίτηση θα πρέπει να αποδείξει την ανταπαίτηση του και ο ανταπαιτών διάδικος με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα.

 

Με τα γεγονότα που έγιναν αποδεκτά προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρξε συμφωνία για παροχή υπηρεσιών από την Ενάγουσα στον Εναγόμενο και τη σύζυγο του. Είναι ξεκάθαρο ότι η Ενάγουσα ενήργησε μετά από τις οδηγίες του Εναγόμενου και ετοίμασε ό,τι τις ζητήθηκε.  Δεν αποδείχθηκε πρόθεση της Ενάγουσας να παρέχει της υπηρεσίες της δωρεάν. Η παροχή υπηρεσιών προς τον Εναγόμενο ξεκίνησε το έτος 1992.  Στην προκείμενη περίπτωση φαίνεται ότι στα πλαίσια της συνεργασίας τους ο Εναγόμενος είχε δεχθεί τον τρόπο χρέωσης δηλαδή μετά την παροχή υπηρεσιών να εκδίδεται τιμολόγιο. Δε συμφώνησαν από πριν την αμοιβή. Πέραν των επίδικων τιμολογίων που παρέμειναν απλήρωτα ο Εναγόμενος για παρόμοιες υπηρεσίες αποδέχθηκε την πληρωμή του τιμολογίου (Τεκμήριο 5). Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή δεν αμφισβήτησε τη χρέωση του τιμολογίου ως το Τεκμήριο 1 αλλά δεν αποδέχθηκε τη χρέωση του Τεκμηρίου 2. Ουσιαστικά αμφισβήτησε ότι οι υπηρεσίες έγιναν με σκοπό να καταβληθεί αμοιβή θέση που δεν έγινε αποδεκτή. Ο Εναγόμενος γνώριζε ότι οι υπηρεσίες ήταν επ’ αμοιβή και το αποδέχθηκε αυτό πληρώνοντας προηγούμενο τιμολόγιο. Απότυχε να αποδείξει ότι συμφώνησε κάτι διαφορετικό. Η αμοιβή ως αναφέρεται δεν είχε συμφωνηθεί συνεπώς δεν μπορούμε να συζητάμε για συμφωνηθείσα αμοιβή.

 

Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι δεν έγινε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για να καθοριστεί το ποσό της αμοιβής παρά μόνο συμφωνία για παροχή υπηρεσιών θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η Ενάγουσα δικαιούται οποιοδήποτε ποσό σαν λογική αμοιβή[4] στη βάση της οποίας η Ενάγουσα πράγματι διεκδικεί με την αγωγή της.

 

Για να μπορέσει να εξεταστεί το θέμα της εύλογης και λογικής αμοιβής θα πρέπει να εξεταστεί εάν στην προκείμενη περίπτωση μπορεί να εφαρμοστεί  η γενική αρχή του κονοδικαίου quantum meruit .Έχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 70[4] του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 κωδικοποιεί, την αρχή αυτή αφού αφορά κατηγορία θεραπείας οιονεί συμβατική (quasi-contractual remedy)[5]. Στην προκείμενη περίπτωση είναι ξεκάθαρο ότι η Ενάγουσα παρείχε νόμιμα τις υπηρεσίες της στον Εναγόμενο και τη σύζυγο του, με πρόθεση να πληρωθεί την αμοιβή της. Δεν αμβισβητείται επίσης ότι οι υπηρεσίες όλες ήταν προς όφελος του Εναγόμενου. 

 

Παραπέμπω στο σύγγραμμα Pollock & Mulla[6],  κάτω από τον τίτλο Quantum Meruit αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

«Where a person renders service to another in circumstances showing that it is to be paid for although no particular remuneration has been specified, the law will infer a promise to pay quantum meruit, i.e. a reasonable sum».  Σχετικό απόσπασμα παρατίθεται και στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England[7], κάτω από την επικεφαλίδα Express or Implied Contract όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Where no express contract has been entered into as to the terms of the employment of an architect or engineer, the right to remuneration rests on a contract to pay what is reasonable, implied by requesting and accepting the services or by inducing the architect by fraud to perform them without intending to pay for them».

 

 Ως προς τον τρόπο υπολογισμού της εύλογης αμοιβής στα πλαίσια αυτά σχετικά είναι τα όσα ειπώθηκαν στην Χ'' Παναγιώτου ν. Cyprus Airways[8]  όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Το δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει, σύμφωνα με τη μαρτυρία, λογική αμοιβή. Κατά τον καθορισμό της αμοιβής για υπηρεσίες μπορεί να ληφθούν υπ' όψην οι προηγούμενες συνεννοήσεις των μερών (Way v. Latilla [1937] 3 All E.R. 759). Το δικαστήριο θα πρέπει να κάμει ό,τι μπορεί για να καταλήξει σε ποσό το οποίο φαίνεται να είναι εύλογο και για τις δύο πλευρές, σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης (S.O.R.E.L. Ltd v. Nicos Servos (1968) 1 C.L.R. 123).»

 

Παραπέμπω επίσης στην απόφαση Χρ. Μαρνέρος & Σία Λίμιτεδ ν. Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 743, η πλευρά του ενάγοντα έχει το βάρος να αποδείξει, κατά τρόπο συγκεκριμένο, όχι μόνο τις εργασίες στις οποίες προέβηκε, αλλά και την εύλογη αμοιβή για αυτές:

 

«Όπως ήταν διατυπωμένη η έκθεση απαιτήσεως πρόκυπτε σαφώς ότι η απαίτηση της εφεσείουσας ήταν για το υπόλοιπο εύλογης αμοιβής εργατικών και υλικών για το μπογιάτισμα της οικοδομής του εφεσίβλητου. Με την παράθεση δύο τιμολογίων για εργατικά και υλικά, και την αφαίρεση του ποσού που πληρώθηκε σε διάφορες ημερομηνίες από τον εφεσίβλητο, με αποτέλεσμα να παραμένει το υπόλοιπο των £Κ3.710, η εφεσείουσα απλώς συγκεκριμενοποιούσε το ποσό που απαιτούσε να της πληρωθεί ως υπόλοιπο εύλογης αμοιβής.  Με την υπεράσπισή του ο εφεσίβλητος αμφισβητούσε το εύλογο της αμοιβής, όπως την υπολόγιζε η εφεσείουσα, και, διαζευκτικά, ισχυριζόταν ότι τα ποσά που είχε ήδη καταβάλει στην εφεσείουσα υπερκάλυπταν την εύλογη αμοιβή που εδικαιούτο.  Ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι το επίδικο ζήτημα ήταν, ελλείψει ειδικής συμφωνίας, ποια ήταν η εύλογη αμοιβή των εργασιών του μπογιατίσματος. Και ορθά αποφάσισε ότι η εφεσείουσα, ενώ είχε το βάρος της απόδειξης, κατά τρόπο συγκεκριμένο, τόσο των εργασιών αυτών όσο και της ανάλογης εύλογης αμοιβής απέτυχε να αποσείσει αυτό το βάρος.»

 

Το ερώτημα που θα απαντήσει το Δικαστήριο εν προκειμένω είναι κατά πόσο τα ευρήματα του Δικαστηρίου παρέχουν την βάση για τον υπολογισμό της αξιωμένης αποζημίωσης και κατά πόσο ουσιαστικά το αξιωμένο ποσό φαίνεται να είναι εύλογο και για τις δύο πλευρές.

 

Ερχόμενη τώρα στην εν λόγω υπόθεση αναφέρω αρχικά ότι κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 από τον Εναγόμενο δεν αμφισβητήθηκε το ύψος του ποσού της χρέωσης αλλά οι εργασίες που έγιναν ώστε να παρασχεθούν οι υπηρεσίες. Η ΜΕ1 όμως εξήγησε με επάρκεια και σαφήνεια τι εργασίες έγιναν και πόσο χρόνο χρειάστηκε ώστε να καταστεί εφικτό να ολοκληρωθούν οι εργασίες. Η ΜΕ1 προκειμένου να ετοιμάσει τις φορολογικές δηλώσεις καταστάσεις κεφαλαίου, κατάσταση εσόδων και εξόδων έπρεπε να συλλέξει υλικό. Προφανώς ζήτησε από τον Εναγόμενο να της παράσχει το υλικό. Βλ. Τεκμήρια 7, 8. Η Ενάγουσα έστειλε επιστολή προς τον Έφορο Φόρου Εισοδήματος. Πρόβηκε και σε συνάντηση στα γραφεία του Εφόρου, επεξεργάστηκε το υλικό, ανάμενε μέχρι το έτος 2010 έγγραφα από τον Εναγόμενο βλ. Τεκμήριο 10. Πέραν των άλλων εργασιών η ΜΕ1 προχώρησε σε ανάλυση κόστους μετοχών της συζύγου του Εναγόμενου, εξακρίβωση κόστους οικίας. Σπατάλησε αρκετές ώρες σε μέρες ανάφερε περίπου 3 αλλά εργάστηκε και εκτός των ωρών εργασίας της. Μόνο για εκτυπώσεις σπατάλησε περίπου 5 ώρες. Θεωρώ ότι αιτιολογήθηκαν οι εργασίες και ο χρόνος που χρειάστηκε για να γίνουν αυτές. Δεν έχει εξηγηθεί κάθε εργασία πως κοστολογείται απλώς αναφέρθηκε γενικά ότι για ετοιμασία καταστάσεως κεφαλαίου ενός προσώπου η χρέωση είναι μεταξύ ευρώ 1000-1200 αλλά εξαρτάται από το τι εργασίες θα γίνουν. Το Τεκμήριο 5 τιμολόγιο που εκδόθηκε πριν τα επίδικα και πλήρωσε ο Εναγόμενος παρατηρώ ότι παρασχέθηκαν παρόμοιες υπηρεσίες αλλά σε προγενέστερο χρόνο. Για ετοιμασία 14 προσωρινών δηλώσεων εισοδήματος ο Εναγόμενος κατέβαλε συνολικά το ποσό των ΛΚ 700 ενώ το έτος 2009 χρεώθηκε για ετοιμασία προσωρινής δήλωσης το ποσό των ευρώ 20 και για ετοιμασία δηλώσεως το ποσό των ευρώ 85. Το έτος 2011 χρεώθηκε για ετοιμασία δηλώσεως το ποσό των ευρώ 100. Υπενθυμίζω όμως ότι οι χρεώσεις δεν έγιναν την ίδια περίοδο.

 

Στο Τεκμήριο 5 επίσης η καταστάσεως κεφαλαίου χρεώθηκε περίπου ευρώ 1000 (τότε ΛΚ 500) ενώ οι χρεώσεις το 2011 κυμαίνονταν σε ευρώ 1000-1200. Εν προκειμένω πέραν της καταστάσεως κεφαλαίου για τον Εναγόμενο και τη σύζυγο του η Ενάγουσα δια μέσω της ΜΕ1 ετοίμασε και άλλες καταστάσεις, πρόβηκε σε ανάλυση τραπεζικών λογαριασμών, κόστους μετοχών κ.α. Πρόσφερε δηλαδή περισσότερες υπηρεσίες και μάλιστα σε δύο πρόσωπα. Υπενθυμίζω ότι δεν αμφισβητείται ότι έγιναν οι υπηρεσίες που περιγράφονται αλλά αμφισβητήθηκαν ανεπιτυχώς οι εργασίες που προηγήθηκαν όπως η συλλογή υλικού και επεξεργασία αυτού.

 

Πέραν του ότι δεν αντεξετάστηκε η ΜΕ1 ως προς το ύψος του ποσού χρέωσης θεωρώ ότι για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν το ποσό είναι εύλογο. Το γεγονός ότι το 2011 υπήρξε μικρή αύξηση στις χρεώσεις δεν αλλάζει το συμπέρασμα. 

 

Ανταπαίτηση

 

Ενόψει απόρριψης της μαρτυρίας και εκδοχής του Εναγόμενου ότι παρείχε υπηρεσίες στην Ενάγουσα από τα έτη 1992-2011 η τύχη της Ανταπαίτησης είναι προδιαγεγραμμένη. Πέραν τούτου δεν αποδείχθηκε να είχε συμφωνηθεί ότι θα παρείχαν η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος υπηρεσίες σε φιλική βάση και δη χαριστικά. Ο Εναγόμενος απότυχε όμως πρωτίστως να αποδείξει τις υπηρεσίες που ισχυρίστηκε ότι παρείχε από το 1992-2011 στην Ενάγουσα. Το αν θα δικαιούτο εύλογη αμοιβή δε θα εξεταστεί ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €2.944 ευρώ πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής πλέον έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται. Ενόψει της συνεκδίκασης της Ανταπαίτησης με την Απαίτηση κρίνω όπως μη επιδικαστεί άλλο σετ εξόδων.

 

 

 

(Υπ.)  …………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.

[2] (Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, 268 και Ιωσηφίδη v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 243/12, ημερομηνίας 02.05.14).

 

[3] Σοφοκλέους ν Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 και Μαρσέλ και Άλλων ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 A.A.A. 1858, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. ΠαναγιώτουECLI:CY:AD:2018:A71, Πολιτική Έφεση 398/2011, απόφαση ημερομηνίας 12.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A71 και Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές των Ηλιάδη και Σάντη στη σελίδα 196).

 

[4] Βασιλαράς κ.α. ν. Α/φοί Θράσου & Συνεργάτες (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1754.

[5] Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11

[6] Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, στη σελίδα 485.

[7] 4η έκδοση, τόμος 4, στην παράγραφο 1350

[8] (Duty Free Shops) Ltd (2009) 1(Α) Α.Α.Δ 173


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο