ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ. Ε.Δ

 

Αγωγή αρ.: 3007/15

Μεταξύ:

 

PIERIDES HOLDINGS PLC

Ενάγουσας

-και-

 

1.    ELIAN SERVICES LIMITED

2.    Ανδρέας Ηλιάδης

Εναγόμενων

 

Ημερομηνία: 21/06/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Ε. Χειμώνας

Για Εναγόμενο 2: κ. Α. Παπαλοϊζου

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Ενάγουσα με την Έκθεση Απαίτησης της αξιώνει ποσό €12.328,64, ως υπόλοιπο λογαριασμού ή τιμολογίων ή αξία εμπορευμάτων ή εγγυήσεως από τους Εναγόμενους.  Καταγράφεται στο δικόγραφο της ότι είχε συνεργασία με τους Εναγόμενους από το 2000 μέχρι το 2013, κατόπιν γραπτής αιτήσεως τους και εγγυήσεως του Εναγόμενου 2. Οι Εναγόμενοι κατέβαλλαν ποσά έναντι του λογαριασμού που διατηρείτο και την 31/1/2013 ο λογαριασμός δείκνυε το αξιούμενο ποσό. Παρά τις οχλήσεις οι Εναγόμενοι δεν εξόφλησαν το χρέος τους.

Η αγωγή για τους Εναγόμενους 1 αποσύρθηκε με επιστολή ημερομηνίας 10/11/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147. Στην Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος 2, εγείρει προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες εκδικάστηκαν μαζί με τα υπόλοιπα επίδικα ζητήματα. Αρνείται τους ισχυρισμούς των Εναγόντων και ιδιαίτερα ότι συμβλήθηκε μαζί τους υπό την προσωπική του ιδιότητα, ενώ αντιτείνει ότι ενεργούσε πάντοτε υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής των Εναγόμενων 1. Ουδέποτε υπέγραψε, υποστηρίζει, το όποιο έγγραφο που να αποτελεί εγγύηση.

Οι ως άνω αποτελούν τις δικογραφημένες θέσεις των μερών και σκιαγραφούν τα επίδικα ζητήματα. Μέσω της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

1.    Είναι παραδεκτό ότι υπογράφηκε από τον Εναγόμενο 2 το Τεκμήριο 2, η «ΑΊΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΏΡΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ», αμφισβητούμενο όμως παραμένει αν υπέγραψε εκ μέρους της Εναγόμενης 1 ή για να την εγγυηθεί προσωπικά.

 

2.    Κατέστη παραδεκτό από τη μαρτυρία του Εναγόμενου 2 ότι υπήρχε συνεργασία Ενάγουσας και Εναγόμενης 1 και εκδίδονταν τιμολόγια για τα προϊόντα που αγόραζε η τελευταία, ενώ μηνιαίως αποστέλλονταν καταστάσεις λογαριασμού.

 

3.    Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, είχε γίνει δήλωση με την οποία γινόταν αποδεκτό το οφειλόμενο ποσό και παρέμενε ως επίδικη η ευθύνη του Εναγόμενου 2. Η δήλωση αυτή αποσύρθηκε μετά από σχετικό αίτημα του συνηγόρου του Εναγόμενου 2 και αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Τα ως άνω, ως παραδεκτά και αναντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Παραμένουν ως επίδικα ζητήματα τα εξής:

1.    Αν οφείλεται το όποιο ποσό στην Ενάγουσα, δυνάμει της συμφωνίας Τεκμήριο 2.

 

2.    Αν ο Εναγόμενος 2 έχει την όποια προσωπική ευθύνη για το ποσό που η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι της οφείλεται και

 

3.    Οι συνθήκες που οδήγησαν στην καταστροφή ή έστω τη μη παρουσίαση τιμολογίων αναφορικά με την υπό εξέταση υπόθεση.

 

Τα ως άνω είναι όσα παραδεκτά και επίδικα προκύπτουν εκ των δικογράφων και της μαρτυρίας. Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υπόθεσης είναι ότι η απόσυρση της δήλωσης παραδεκτού από το δικηγόρο του Εναγόμενου 2, πυροδότησε την αντίδραση των αντιδίκων συναδέλφων του, γεννώντας τους την ανάγκη να καταθέσουν για τις περιστάσεις που είχαν οδηγήσει σε αυτό το παραδεκτό. Πλην όμως η απόσυρση της δήλωσης είναι δεδομένη, επισφραγίστηκε με απόφαση του Δικαστηρίου με προηγούμενη σύνθεση και το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να την αναθεωρήσει. Η όποια λοιπόν αξιολόγηση ως προς τούτο το ζήτημα θα γίνει με αποκλειστικό σκοπό την προσπάθεια απόδειξης από την Εναγόμενη της επίδικης οφειλής.

Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Ενάγουσας παρουσίασε τρεις μάρτυρες. Ο πρώτος κατέθεσε για την ουσία της αγωγής, προς απόδειξη της οφειλής ενώ οι δύο τελευταίοι, είναι νομικοί και κατέθεσαν για τις περιστάσεις που είχαν οδηγήσει στη δήλωση για αποδοχή του χρέους. Παρουσιάστηκε μαρτυρία και από τον Εναγόμενο 2. Τελικώς κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις από τα μέρη, στις οποίες θα γίνεται αναφορά όπου κριθεί σκόπιμο. Δεν θα παραθέσω τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας με λεπτομέρεια, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Προχωρώ στην ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά, καθοριστικά για το αποτέλεσμα, γεγονότα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2].

Ο κ. Κυριάκος Γεωργίου (ΜΕ 1) διευθυντής της Ενάγουσας τον επίδικο χρόνο κατέθεσε, ως μέρος της κυρίως του εξέτασης τη γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Α. Μέσω αυτού κατέθεσε το Τεκμήριο 2, την «ΑΊΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΏΡΗΣΗ ΠΊΣΤΩΣΗΣ». Ως ο οργανισμός που προβαίνει στην αίτηση αναφέρεται η πρώην Εναγόμενη 1. Ως διευθυντής της φαίνεται επί του Τεκμηρίου 2 ο Εναγόμενος 2, όπως και ως αρμόδιο πρόσωπο πληρωμών. Στο κάτω μέρος αυτού καταγράφονται τα ακόλουθα:

«ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΑΝΟΙΧΤΕΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΑΣ. ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ ΔΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΝΑ ΠΛΗΡΩ ΣΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ 60 ΗΜΕΡΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟΥ ΑΛΛΩΣ ΥΠΟΧΡΕΟΥΜΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΚΟΥ ΠΡΟΣ 9% ΕΤΗΣΙΩΣ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ».

Το Τεκμήριο 2, έχει ως προτεινόμενο όριο (suggested limit) τις €5.000, φέρει ολογράφως καταγεγραμμένο το όνομα του Εναγόμενου 2, δίπλα από την επιγραφή, «πλήρες όνομα υπογράφοντος». Δίπλα από την επιγραφή «υπογραφή εξουσιοδοτούμενου προσώπου», υπογράφει ο Εναγόμενος 2, θέτοντας την σφραγίδα της Εναγόμενης 1.

Πέραν της κατάθεσης τούτου του καίριου για την επίλυση των επίδικων εγγράφου, ο ΜΕ 1 εξήγησε ότι ήταν σύνηθες να υπογράφονται έγγραφα ανάλογα του Τεκμήριου 2 με πελάτες τους (Τεκμήριο 3). Κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 5) όπου φαίνεται ημερομηνία, αριθμός εγγράφου ή τιμολογίου, λεπτομέρειες ως προς την πώληση, είσπραξη ή επιστροφή εμπορευμάτων, χρεώσεις, πιστώσεις και υπόλοιπο.  Το Τεκμήριο 5 αποτελείται από δύο σελίδες, η πρώτη αφορά την περίοδο 2012 μέχρι 2015, αν και τελευταία ημερομηνία κίνησης είναι η 18/1/2013. Το μεγαλύτερο οφειλόμενο ποσό, αυτό των €12.212,87, φέρει την επιγραφή brought forward,  χωρίς να φαίνεται πως δημιουργήθηκε, ενώ καταγράφεται μόνο το όνομα της πρώην Εναγόμενης 1 ως πελάτισσας. Στη δεύτερη σελίδα περιέχονται τρεις καταγραφές, με τελευταία την 31/1/2013, το υπόλοιπο φαίνεται να είναι στα €512,87, ενώ από brought forward, προηγούμενους λογαριασμούς προκύπτει μέρος του υπολοίπου, ήτοι €461,98. Στο πάνω μέρος φαίνεται το όνομα αμφότερων των Εναγομένων.

Στο  Έγγραφο Α ο ΜΕ 1 αναφέρει ότι η Ενάγουσα βρισκόταν υπό διαχείριση και όταν ζητήθηκαν τιμολόγια και καταστάσεις λογαριασμού από τους διαχειριστές  τους εστάλησαν (Τεκμήριο 6). Μετά τη συμφωνία για δήλωση του ποσού μεταξύ των μερών, τα έγγραφα αυτά καταστράφηκαν από τον δικηγόρο της Ενάγουσας, φέρνοντας την σε μειονεκτική θέση να αποδείξει την υπόθεση της. Ζητήθηκαν εκ νέου τα έγγραφα αλλά δεν υπήρχαν για να τους αποσταλούν (Τεκμήρια 8 και 9).

Κατά την αντεξέταση του ο ΜΕ 1 φάνηκε να μην γνωρίζει ή θυμάται σχεδόν τίποτα αναφορικά με τα επίδικα. Δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστικά, αφού είτε λόγω των πολλών χρόνων που πέρασαν είτε λόγω του όγκου της εργασίας και των εγγράφων τον επίδικο χρόνο, δεν μπορούσε να ανακαλέσει κρίσιμες πληροφορίες και στοιχεία.

Ειδικότερα ο ΜΕ 1 σε υποβολή ότι ουδέποτε εγκρίθηκε το όριο που φαίνεται στο Τεκμήριο 2 απάντησε «μπορεί και ναι μπορεί και όχι». Σε υποβολή ότι όταν υπογράφηκε το Τεκμήριο 2 δεν έγινε καμία αναφορά στον Εναγόμενο 2 ότι υπογράφοντας θα καταστεί συνοφειλέτης ή εγγυητής, απάντησε ότι δεν γνωρίζει γιατί δεν ήταν παρών. «Δεν το γνωρίζω» απάντησε και στην υποβολή ότι ο Εναγόμενος 2 πλήρωνε μόνο προς όφελος της πρώην Εναγόμενης 1 και όχι προσωπικά. Αναλόγως απάντησε όταν του υποβλήθηκε ότι η κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 5 είναι λανθασμένη, με την προσθήκη ότι μέχρι πριν τη διαχείριση το λογιστικό πρόγραμμα της Ενάγουσας δούλευε κανονικά. Ούτε μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες ως προς το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5, απαντώντας πάλι ότι δεν γνωρίζει. Ούτε γνώριζε πότε ζητήθηκαν τα τιμολόγια και οι καταστάσεις λογαριασμού από τους διαχειριστές της Ενάγουσας, παρά τη σχετική μνεία που έγινε ως προς τούτο στο Έγγραφο Α. Διευκρίνισε ότι οι σχετικές αναφορές στο Έγγραφο Α αποτελούν το τι του είχε μεταφέρει ο δικηγόρος της Ενάγουσας, ο κ. Δανός. Δεν θυμόταν τους άλλους αντισυμβαλλόμενους της Ενάγουσας, εναντίον των οποίων επίσης κινήθηκε αγωγή και είχε καταθέσει ο ίδιος. Ούτε την ίδια του την μαρτυρία θυμόταν και το γεγονός ότι ούτε στις άλλες αγωγές είχε καταθέσει τιμολόγια ως τεκμήρια. Δεν είναι η τακτική τους είπε να τυπώνουν ολόκληρη την κατάσταση λογαριασμού με πελάτες της αλλά μόνο την κατάληξη της, ενώ πάλιν δεν γνώριζε αν είναι εφικτό να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η πλήρης κατάσταση λογαριασμού.

Πέραν της ως άνω μη γνώσης ή μνήμης του ο ΜΕ 1 προέβη και σε ορισμένες καίριες παραδοχές. Σημείωσε ότι όποιου αναγράφεται το όνομά του στην κατάσταση, για αυτόν είναι ο λογαριασμός, μετά από ερώτηση αναφορικά με τη μη αναγραφή του ονόματος του Εναγόμενου 2 στην πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 5. Παραδέχθηκε επίσης τις διαφορές του Τεκμηρίου 3 με το Τεκμήριο 2, τα οποία είχε παρουσιάσει ως ανάλογα στη γραπτή του δήλωση. Είπε ότι το Τεκμήριο 3 έχει φυσικό πρόσωπο ως Αιτητή και όχι Εταιρεία, όπως το Τεκμήριο 2. Τέλος κατέθεσε την άποψη του για το Τεκμήριο 2 και κάθε έγγραφο εκείνου του τύπου, ότι όταν το υπέγραφαν οι πελάτες, είτε ήταν διευθυντές είτε μέτοχοι εγγυόνταν και την εταιρεία τους, αφού η εταιρεία ήταν δική τους. Η θέση του τούτη θα κριθεί κατωτέρω κατά την ανάλυση της νομικής βάσης της υπόθεσης.

Ο ΜΕ 1 δεν μπορεί να κριθεί ως ανειλικρινής ή ότι ήρθε στο δικαστήριο για να το παραπλανήσει. Τουναντίον ήταν έτοιμος να παραδεχθεί ζητήματα που δεν ευνοούσαν την υπόθεση της Ενάγουσας, πλην όμως δεν θυμόταν ή δεν είχε γνώση για τα πλείστα ουσιώδη ζητήματα. Συνεπώς η μαρτυρία του γίνεται μεν αποδεκτή, για όσα όμως ζητήματα είχε ο ίδιος προσωπική γνώση και όχι για όσα τελικά καταδείχθηκε ότι δεν θυμόταν ή δεν γνώριζε ή ακόμα για όσα παρέπεμψε στον δικηγόρο του, επόμενο μάρτυρα τον Εναγόντων.

Ο κ. Ανδρέας Δανός (ΜΕ 2) κατέθεσε ως προς τις περιστάσεις που κατέστησαν αρχικώς παραδεκτή την οφειλή της Ενάγουσας και τις συνέπειες αυτής. Επιχειρήθηκε σε διάφορες περιστάσεις να αποκαλυφθούν συνομιλίες μεταξύ των δικηγόρων των μερών, με το δικαστήριο να μην το επιτρέπει. Εκείνο που φαίνεται από το περιεχόμενο του φακέλου[3] και συγκεκριμένα από τα Τεκμήρια Ζ και Η της ένορκης δήλωσης του ΜΕ 2 ημερομηνίας 25/1/2023 είναι ότι είχε προταθεί από τον ίδιο την 6/10/2022 να δηλωθεί το ποσό του χρέους των €12328 και να παραμείνει ως επίδικη η ευθύνη του Εναγόμενου 2. Την πρόταση αυτή είχε αποδεχτεί ο δικηγόρος του Εναγόμενου 2 την 17/10/2022. Εξήγησε ότι κατέστρεψε τα έγγραφα, ανακυκλώνοντας τα, όταν είχε γίνει η ως άνω δήλωση στο Δικαστήριο, δήλωση η οποία τελικώς ανακλήθηκε μετά από την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 21/6/2023. Μετά την τελευταία ημερομηνία είχε ζητήσει εκ νέου τιμολόγια και καταστάσεις λογαριασμού από το διαχειριστή και το μεγαλομέτοχο  της Ενάγουσας, αλλά δεν τα είχαν για να του τα στείλουν.

Ο ΜΕ 2 στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Γ κάνει αναφορά σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις που αφορούσαν την Ενάγουσα και άλλους αντισυμβαλλόμενους της με έγγραφα ανάλογα του Τεκμηρίου 2. Η πλευρά της Ενάγουσας είχε καταχωρήσει ειδοποίηση προσαγωγής εγγράφων ημερομηνίας 29/3/2017, με την οποία ζητούσε την προσκομιδή μεταξύ άλλων των τιμολογίων και καταστάσεων λογαριασμών (Τεκμήριο 11). Στο Έγγραφο Γ ο ΜΕ 2 αναφέρει ότι το έπραξε γιατί ήταν δικονομικά αναγκαίο, ενώ τα εν λόγω έγγραφα του είχαν σταλεί τον Απρίλιο του 2019.

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο λόγος που δεν αναφέρει στην επιστολή του Τεκμήριο 8 ότι τα τιμολόγια ανακυκλώθηκαν ήταν γιατί δεν ήθελε να τον παρεξηγήσουν. Δεν ήθελε να σπιλωθεί το γραφείο του, γιατί δείχνοντας εμπιστοσύνη στο συνάδελφο του, εννοώντας τη δήλωση για αποδοχή του χρέους, κατέστρεψε έγγραφα με τα οποία θα αποδείκνυε την υπόθεση του. Ο μεγαλομέτοχος της Ενάγουσας του είχε πει ότι ήταν τεράστιος ο όγκος των τιμολογίων, αυτά είχαν μπει σε αποθήκες και τελικά καταστράφηκαν, ενώ ούτε ο server στον οποίο φυλάττονταν υπάρχει.

Είχε υποβληθεί στον ΜΕ 2 ότι ξεγέλασε τους αντιδίκους του στην προσπάθεια του να δηλωθεί το χρέος αναφέροντας τους ότι υπάρχει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αποφασίζει το ζήτημα, χωρίς να τους αναφέρει άλλες πρωτόδικες αποφάσεις, με αντίθετο αποτέλεσμα. Απάντησε ότι δεν πέρασε από το μυαλό του να τις αναφέρει, γιατί μόνο μια αποφάσισε για το ζήτημα της ερμηνείας της σύμβασης και έχει εφεσιβληθεί. Αποδέχτηκε ότι η μόνη κατάσταση λογαριασμού που ανέκαθεν υπήρχε είναι το Τεκμήριο 5, ενώ τα τιμολόγια βρίσκονταν σε χάρτινο κιβώτιο, μεταξύ άλλων 500 μέχρι 1.000 αντιγράφων τιμολογίων και τα έδωσε για ανακύκλωση.

Ο ΜΕ 2 είναι ένας έμπειρος νομικός με 50 χρόνια στο χώρο. Εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και με λεπτομέρεια διευκρίνισε διαδικασία μέσω της οποίας κατέστρεψε τα τιμολόγια. Αναλυτικά και με τεκμήρια κατέθεσε και τον τρόπο με τον οποίο επιχείρησε να τα ανακτήσει από τους διαχειριστές και τον μεγαλομέτοχο της Ενάγουσας. Η μαρτυρία του λοιπόν γίνεται αποδεκτή, αν και ως δεδομένο παραμένει ότι ενώπιον μου δεν παρουσιάστηκαν τιμολόγια.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η κατάθεση του ΜΕ 3, κ. Μανούσου Χατζηδάκη, πρώην υπάλληλου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα.  Στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Δ αναφέρθηκε στην εμφάνιση του για δήλωση του χρέους με τους αντιδίκους του. Μετά από αυτό ανακύκλωσε τα επίδικα τιμολόγια μαζί με περίπου 500 άλλα. Αν και αναφέρει ότι κατά την ακρόαση του αιτήματος για απόσυρση της δήλωσης των αντιδίκων του, ανέφερε στο Δικαστήριο την καταστροφή των εγγράφων, από το πρακτικό ημερομηνίας 21/6/2023, προκύπτει να είπε ότι τα έγγραφα είχαν καταστραφεί και από τον διαχειριστή. Τούτο βέβαια συνάδει με την άκαρπη προσπάθεια ανάκτησης των εγγράφων από τον διαχειριστή (βλ. Τεκμήριο 8).

Κατά την κυρίως του εξέταση ο ΜΕ 3 ανέφερε ότι είχε συνομιλήσει με τον δικηγόρο του Εναγόμενου 2 και του είχε αναφερθεί ότι δεν χρειάζεται τα τιμολόγια. Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ 3 δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, παρέμεινε σταθερός στις απόψεις του και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.

Ο Εναγόμενος 2, ως ο μόνο μάρτυρας που κατέθεσε για την υπεράσπιση (ΜΥ 1) κατέθεσε γραπτή δήλωση, το Έγγραφο Ε. Εκεί εξηγεί ότι στο Τεκμήριο 2 συμπλήρωσε το όνομα του ως διευθυντής της πρώην Εναγόμενης 1 και όχι προσωπικά, ενώ ουδέποτε του αναφέρθηκε ότι θα καθίστατο συνοφειλέτης ή εγγυητής. Τα τιμολόγια που εκδίδονταν από την Ενάγουσα, εξοφλούνταν εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Πληρωμές γίνονταν και από προσωπικό της πρώην Εναγόμενης 1 πέραν του ιδίου. Υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να ισχύουν οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας περί καταστροφής εγγράφων της υπόθεσης. Δεν θα τύχουν σχολιασμού θέσεις του ΜΥ 1 ως προς τη νομολογία σε σχέση με ανάλογες υποθέσεις της Ενάγουσας, το τι έλαβε ως νομική συμβουλή ή ακόμα και ο σχολιασμός της μαρτυρίας της Ενάγουσας, αφού αφενός τούτα θα κριθούν αρμοδίως από το Δικαστήριο και αφετέρου αντεξεταζόμενος ο ΜΥ 1 έδειξε να μην έχει σαφή γνώση.

Κατά την αντεξέταση του ΜΥ 1 διαφάνηκε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να προωθήσει το αφήγημα του ότι δεν υπέγραψε υπό  την προσωπική του ιδιότητα αλλά ως διευθυντής της πρώην Εναγόμενης 1. Ακόμα και αν ερωτάτο για αλλά ζητήματα, προωθούσε αυτή τη θέση, ωσάν να μην άκουγε καν την ερώτηση. Χωρίς να αποφαίνομαι για την ουσία της θέσης του, η στάση του ΜΥ 1 ήταν στείρα, ο λόγος του απόλυτος, πολλές φορές απέφευγε να απαντήσει σε ερωτήσεις και ως εκ τούτου η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι θέσεις του παρέμειναν ατεκμηρίωτες, χωρίς να καταθέσει δηλαδή τις επιταγές με τις οποίες ισχυριζόταν ότι πλήρωνε, τις καταστάσεις λογαριασμού που του στέλνονταν για να πλήξει την οφειλή ή όποιο άλλο επί της ουσίας τεκμήριο.

Συγκεκριμένα, ενώ με λεπτομέρεια αναφέρθηκε στις νομικές συμβουλές του δικηγόρου του στο Έγγραφο Ε, αντεξεταζόμενος δεν θυμόταν τίποτα σχετικό. Στο  Έγγραφο Ε αναφέρει ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση τιμολογίου, αυτό εξοφλείτο, ενώ κατά την αντεξέταση του αναφέρει ότι μετά την εκκαθάριση της πρώην Εναγόμενης 1, δεν έχει κατάσταση λογαριασμού και δεν θυμάται αν υπάρχει υπόλοιπο. Αν και δηλώνει ότι εξόφλησε κάθε του οφειλή δηλαδή, στη συνέχεια μεταλλάσσει τη θέση του αναφέροντας ότι δεν γνωρίζει αν οφείλει το όποιο ποσό η πρώην Εναγόμενη 1 και τελικώς δήλωσε ότι πιθανόν να οφείλεται ποσό στην Ενάγουσα. Σε ερώτηση ποιο ποσό υπολογίζει ως υπόλοιπο, δεν αρνήθηκε ότι υπάρχει υπόλοιπο, αλλά απάντησε ότι δεν μπορεί να ξέρει. Αν και είχε απαντήσει σε ερώτηση αντεξέτασης ότι η πρώην Εναγόμενη 1 ήταν συνεπής τελικώς καταδείχθηκε, ως ο ίδιος ο ΜΥ 1, ανέφερε ότι μετά την κρίση του 2013 βρέθηκαν να οφείλουν μεγάλα ποσά και οδηγήθηκε η εταιρεία στην εκκαθάριση. Η συνέπεια λοιπόν στις πληρωμές της, όπως ο ΜΥ 1 προσπάθησε να την καταδείξει, διαψεύδεται από τις δηλώσεις του ιδίου για την μετά το 2013 κατάσταση, τις μεγάλες οφειλές ποσών και την ανάγκη εκκαθάρισης.

Οξύμωρος καθίσταται ο λόγος που ο ΜΥ 1 ανέφερε ότι οδήγησε στην απόσυρση της δήλωσης παραδοχής της οφειλής. Είπε ότι ξεγελάστηκαν αναφορικά με την απόφαση του Ανωτάτου που είχε σταλεί στον δικηγόρο τους. Τούτο όμως δεν αναιρεί το πραγματικό, την ίδια την ύπαρξη της όποιας οφειλής. Δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εστία παραπλάνησης, ως προς την ουσία της οφειλής, η όποια κρίση Δικαστηρίου σε άλλες υποθέσεις.  Ειδικά για τον ΜΥ 1 ο οποίος κατέδειξε ότι δεν γνώριζε τη νομολογία, ενώ από τις απαντήσεις του καταδείχθηκε ότι δεν γνώριζε και την ίδια την εξέλιξη της υπόθεσης του, όπως για παράδειγμα την αίτηση που έγινε για ασφάλεια εξόδων. Ενώ ο ίδιος παραδέχθηκε ότι του αποστέλνονταν καταστάσεις λογαριασμού κάθε μήνα και σε κάθε αγορά εκδίδονταν τιμολόγια, ήρθε και αποδέχθηκε την οφειλή και αργότερα απέσυρε αυτή τη δήλωση του. Ξεκαθαρίζω ότι είναι δικαίωμα του να αποσύρει την όποια δήλωση έγινε, όπως αποφασίστηκε από την αδελφή μου Δικαστή. Εκείνο που εξετάζεται εδώ είναι οι αντιφατικοί και πέρα από κάθε λογική, λόγοι που ο ίδιος προέβαλε ως να τον ώθησαν να προβεί στην ανάκληση της δήλωσης του.

Εκ των ανωτέρων καταδεικνύεται ότι ο ΜΥ 1 υπέπεσε σε αντιφάσεις, ήταν απόλυτος και η μαρτυρία του δεν ήταν τεκμηριωμένη και πειστική, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Οφείλω να προβώ σε κάποιες παρατηρήσεις, στη βάση της ως άνω ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η Ενάγουσα για δικούς της λόγους, ίσως πρακτικής των δικηγόρων που την εκπροσωπούν, κατέστρεψε τεκμήρια, χρήσιμα για την απόδειξη της υπόθεσης της, πριν αυτή ακροαστεί. Η στάση των αντιδίκων της ίσως να αποτέλεσε και το έναυσμα για να το πράξουν. Το δεδομένο όμως είναι ότι παρά την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΕ 2 και 3,  δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο τιμολόγια, κάτι που θα εξηγηθεί κατωτέρω πως επενεργεί στην υπόθεση της Ενάγουσας, ειδικά σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που ακούστηκε. Το όποιο,  λοιπόν, επιχείρημα, έστω εύστοχο, για την απώλεια των τιμολογίων ή άλλων εγγράφων, δεν μπορεί να αφαιρέσει από το γεγονός ότι δεν τέθηκαν αυτά τα έγγραφα ενώπιον του Δικαστηρίου, στερώντας του την ευχέρεια να τα αξιολογήσει.

Συνακόλουθα εξάγονται τα εξής ευρήματα:

Ενάγουσα και πρώην Εναγόμενη 1 συνομολόγησαν το Τεκμήριο 2.  Αυτό υπεγράφη από τον Εναγόμενο 2. Δυνάμει του Τεκμηρίου 2 αγοράζονταν προϊόντα και για αυτά εκδίδονταν τιμολόγια και κατάσταση λογαριασμού. Η μόνη κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε είναι το Τεκμήριο 5. Η πρώτη σελίδα του,  ως η παραδοχή του ΜΕ 1 αφορά μόνο την πρώην Εναγόμενη 1, ενώ η δεύτερη καταγράφει και τον Εναγόμενο 2. Και οι δύο καταστάσεις λογαριασμού περιέχουν καταγραφές μεταξύ Δεκεμβρίου του 2012 και Ιανουαρίου του 2013, με το μεγαλύτερο ποσό να προκύπτει από προηγούμενες καταστάσεις (brought forward), οι οποίες δεν παρουσιάστηκαν.

Η νομική πτυχή της υπόθεσης, φρονώ, ότι περιέχει δύο πυρήνες. Αφενός το αν η κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε από την Ενάγουσα επαρκεί για να στοιχειοθετήσει την υπόθεση της, την οφειλή και αφετέρου αν ο Εναγόμενος 2 δεσμεύεται από το Τεκμήριο 2, ως συνοφειλέτης ή εγγυητής.

Σε σχέση με το πρώτο μια κατάσταση λογαριασμού, δεν αποτελεί αφ' εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφονται. Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, καθίστανται επίδικα και θα πρέπει απαρέγκλιτα να αποδειχθούν[4]. Εκεί όμως που η προσκομισθείσα μαρτυρία είναι εκ πρώτης όψεως αρκετή για να αποδείξει το υπόλοιπο των λογαριασμών, εναπόκειται πλέον στους Εναγόμενους να αντικρούσουν τα στοιχεία που αποτελούσαν το λογαριασμό, ώστε να πείσουν το δικαστήριο ότι οι Ενάγοντες δεν απέδειξαν την υπόθεση τους επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων[5]. Ακόμα και τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία, ούτε προβάλλονται ως τέτοια. Υπάρχουν για να συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας[6].

Εν προκειμένω σαφώς αμφισβητούνται τα όσα καταγράφονται στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 5. Το Τεκμήριο 5 με κάθε σεβασμό είναι φτωχό στις πληροφορίες που προσφέρει. Συγκεκριμένα περιέχει ελάχιστες εγγραφές για διάστημα περί τον ένα μήνα, ενώ το μεγαλύτερο οφειλόμενο προέρχεται από οφειλές προηγούμενων ετών, οι οποίες δεν παρουσιάστηκαν με κανένα τρόπο. Δεν παρουσιάστηκε καμία μαρτυρία που να αποδεικνύει ή έστω να δεικνύει ακροθιγώς, ποιες ήταν οι αιτίες, οι συνδιαλλαγές που γέννησαν την κατ’ ισχυρισμό οφειλή. Πέραν λοιπόν του ότι δεν παρουσιάστηκαν τιμολόγια, μέσω των οποίων θα δεικνύετο έστω ο έγγραφος λογαριασμός των διαδίκων[7], ούτε οι καταστάσεις λογαριασμού Τεκμήριο 5, περιείχαν στοιχεία ικανά να καταδείξουν την αιτία του οφειλόμενου ποσού.

Στην αγόρευση της Ενάγουσας έγινε αναφορά σε πρωτόδικη απόφαση που εξέδωσα, όπου πέτυχε η αγωγή, χωρίς να παρουσιαστούν συγκεκριμένα έγγραφα ως τεκμήρια[8]. Υπάρχει όμως μια ουσιώδης διαφορά στην υπό κρίση περίπτωση. Εδώ δεν παρουσιάστηκε κανένας μάρτυρας που να μπορεί να υποστηρίξει, πόσω μάλλον να αποδείξει, το πως γεννήθηκαν οι οφειλές. Καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε που να δεικνύει το τι αγοράστηκε και τι παρέμεινε απλήρωτο. Τίποτα δεν έχω ενώπιον μου που να αποδεικνύει απαρέγκλιτα, ως η νομολογία ορίζει[9], ότι τα όποια στοιχεία εμφανίζονται στην, ελλιπή, κατάσταση λογαριασμού αποδεικνύονται.

Ο μόνος επί της ουσίας μάρτυρας της Ενάγουσας, ο ΜΕ 1, ρητώς ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τα της συνεργασίας Ενάγουσας και πρώην Εναγόμενης 1. Δεν γνώριζε αν η κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 5 είναι λανθασμένη, ούτε μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες ως προς το περιεχόμενο της. Αναλόγως άλλωστε αποφασίστηκε και σε άλλες αγωγές που κίνησε η Ενάγουσα εναντίον προσώπων με την ίδια αιτία αγωγής[10], ότι δηλαδή η, παρόμοια με την υπό κρίση αγωγή, προσκομισθείσα μαρτυρία δεν ήταν ικανή να αποδείξει οφειλή. Συνεπώς δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον μου που να αποδεικνύει την οφειλή, αφού η κατάσταση λογαριασμού είναι ελλιπής και ο ΜΕ 1 δεν μπορούσε να εξηγήσει από που προκύπτει το ποσό της οφειλής.

Αν και η ως άνω κατάληξη σφραγίζει την τύχη της αγωγής προχωρώ για να εξετάσω τα υπόλοιπα επίδικα ζητήματα. Σχετικά με την ερμηνεία της συμβάσεως, του Τεκμηρίου 2. Οι αρχές της ερμηνείας των όρων συμβάσεων επιτάσσουν όπως το Δικαστήριο μέσα από το λεκτικό, αναζητά τις προθέσεις των συμβαλλομένων, με κριτήριο πάντοτε να είναι η έννοια την οποία μεταδίδει στο μέσο λογικό άνθρωπο[11]. Οι όροι της σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζονται απομονωμένοι από το όλο πνεύμα της σύμβασης και την πρόθεση των συμβαλλομένων, αλλά να δίδεται η ερμηνεία η οποία οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο το οποίο εξετάζεται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση[12]. Οι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου, είναι ασαφές[13].

Είναι χρήσιμο φρονώ να παραθέσω εκ νέου το επίμαχο κείμενο του Τεκμηρίου 2:

«ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΑΝΟΙΧΤΕΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΑΣ. ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ ΔΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΝΑ ΠΛΗΡΩ ΣΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ 60 ΗΜΕΡΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟΥ ΑΛΛΩΣ ΥΠΟΧΡΕΟΥΜΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΚΟΥ ΠΡΟΣ 9% ΕΤΗΣΙΩΣ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ».

Όπως αναλύθηκε και παραπάνω το Τεκμήριο 2 τιτλοφορείται «ΑΊΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΏΡΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ». Ως ο οργανισμός που προβαίνει στην αίτηση αναφέρεται η πρώην Εναγόμενη 1. Ως διευθυντής της φαίνεται επί του Τεκμηρίου 2 ο Εναγόμενος 2, όπως και ως αρμόδιο πρόσωπο πληρωμών. Το Τεκμήριο 2, φέρει ολογράφως καταγεγραμμένο το όνομα του Εναγόμενου 2, δίπλα από την επιγραφή, «πλήρες όνομα υπογράφοντος». Δίπλα από την επιγραφή «υπογραφή εξουσιοδοτούμενου προσώπου», υπογράφει ο Εναγόμενος 2, θέτοντας την σφραγίδα της Εναγόμενης 1.

Εκ των ως άνω σαφώς προκύπτει ότι την Αίτηση υπέβαλλε η πρώην Εναγόμενη 1. Ο Εναγόμενος 2 αναφερόταν στο Τεκμήριο 2 μόνο ως ο διευθυντής της και το αρμόδιο πρόσωπο πληρωμών. Επομένως αντισυμβαλλόμενος της Ενάγουσας ήταν η πρώην Εναγόμενη 1 και όχι ο Εναγόμενος 2. Ούτε από το κείμενο που εκτίθεται παραπάνω προκύπτει ότι ο τελευταίος κατέστη εγγυητής της πρώην Εναγόμενης 1. Δεν αναφέρεται καν ότι την εγγυείται, ενώ αν και καταγράφεται ότι αναλαμβάνεται προσωπικώς η πληρωμή, στο τέλος ο Εναγόμενος 2 υπογράφει εκ μέρους της πρώην Εναγόμενης 1, και το όνομα του καταγράφεται ως όνομα υπογράφοντος και όχι εγγυητή ή αντισυμβαλλόμενου.

Αναλόγως αποφάσισε και η Pierides Holdings Plc ν. Τh. Pierides Electrical & Contractor Services Ltd και Άλλου [2013] 1 ΑΑΔ 1153. Το κείμενο της εκεί συμφωνίας ήταν ανάλογο με του Τεκμηρίου 2, με την προσθήκη της λέξης «εγγυώμαι» από τον εκεί υπογράφοντα. Παρά τη ρητή αναφορά σε εγγύηση δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε τη μη ύπαρξη προσωπικής εγγύησης. Η διαφορά με την παρούσα, όπως την παραδέχθηκε και ο ΜΕ 1, είναι ότι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστήριο η Αίτηση γινόταν προσωπικά από τον διευθυντή της εκεί εταιρείας[14], με αποτέλεσμα το εκεί Δικαστήριο να αποφασίσει ότι με την προσωπική αίτηση και ανάληψη υποχρέωσης ο διευθυντής των Εφεσίβλητων καθίστατο συνοφειλέτης. Εδώ τόσο η αίτηση όσο και η υπογραφή αυτής γίνεται από την πρώην Εναγόμενη 1. Ο Εναγόμενος 2, υπογράφει εκ μέρους αυτής και ως διευθυντής της και επομένως δεν μπορεί να κριθεί ούτε εγγυητής ούτε συνοφειλέτης της πρώην Εναγόμενης 1, όπως στην ως άνω έφεση.

Ακόμα όμως και αν ανεύρισκα τον Εναγόμενο 2 ως συνοφειλέτη ή εγγυητή της πρώην Εναγόμενης 1, η όποια ευθύνη από το Τεκμήριο 2, ως το λεκτικό του, προκύπτει από τη μη πληρωμή τιμολογίων και μάλιστα σε 60 μέρες από την έκδοση τους. Η όποια δηλαδή οφειλή στηριζόταν και θα έπρεπε να αποδειχθεί με την κατάθεση των τιμολογίων και την μη πληρωμή τους 60 μέρες μετά την έκδοση τους. Τέτοια τιμολόγια δεν παρουσιάστηκαν ως μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν κατατέθηκε η ουσία, η γενεσιουργός αιτία της αξίωσης, ώστε να κριθεί ότι οφείλεται συγκεκριμένο ποσό για απλήρωτα τιμολόγια. Τούτη η παράλειψη δεν θεραπεύεται με την κατάθεση μιας ατελούς κατάστασης λογαριασμού, την οποία κανένας μάρτυρας δεν επεξήγησε. Ούτε ο λόγος καταστροφής των τιμολογίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική έκβαση, από τη στιγμή που αυτά δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για να αξιολογηθούν δεόντως.

Στη βάση των ως άνω η αγωγή απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου 2 και εναντίον της Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138

[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική ΄Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171

[3] Ως προς την ευχέρεια άντλησης πληροφοριών από το περιεχόμενο του φακέλου βλ. Γεωργίου Kύπρος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Tραπέζης Kύπρου Λτδ (Aρ. 2) [1999] 1 ΑΑΔ 1938

[4] βλ. A.I. Mantovani & Sons Ltd v. Christie Travel & Tourism Ltd [1999] 1 Α.Α.Δ. 156, D and G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Ltd [1999] 1 Α.Α.Δ. 263 και Παναγιώτης Μαστρης Λτδ ν. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ [2006] 1 Α.Α.Δ 728

[5] Κλεάνθους Κλεάνθης και άλλος ν. Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ, [2012] 1 Α.Α.Δ. 1344

[6] Palatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited [2002] 1(B) A.A.Δ.962

[7] Haleko Hanseatisches Lebensmittelkontor GMBH & Co OHG ν. LSE Life Style Interprises Ltd [2011] 1 ΑΑΔ 1055

[8] Βλ. απόφαση στην αγωγή 6778/15

[9] Ο.π.π. υποσημ. 4

[10] Βλ. αποφάσεις στις αγωγές του ΕΔ Λευκωσίας με αρ. 58/13 και 4669/15

[11] Χατζησωτηρίου Γιολάντα ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ [2011] 1 ΑΑΔ 1406

[12] Δ. Κυθρεώτης & Συνεργάτες ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Πολιτική Έφεση αρ. 352/2014, 16/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A104 και MARK ASHLEY SAUL κ.α. v. NICOS DEMETRIOU FINANCE AND CONSTRUCTION LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 246/2015, 4/6/2024

[13] Amethyst Distributors Ltd ν. Iεράς Mονής Kύκκου [2011] 1 ΑΑΔ 199

[14] Τούτο εμφαίνεται και από το Τεκμήριο 3, το έγγραφο που ερμηνεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην εν λόγω έφεση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο