ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής 8355/13

ΜΕΤΑΞΥ:

Τάκη Κανάρη

Ενάγοντα

-και-

1. Τιγγιρίδη Μιχαήλ

2. Ιωάννη Ιωάννου

Εναγόμενων 

Αίτηση ημερομηνίας 8/9/22 για οικονομικό έλεγχο του Εναγόμενου 1

Ημερομηνία: 9/7/2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα Αιτητή: κα. Γεωργίου

Για Εναγόμενο 1 Καθ’ ου η αίτηση: κ. Χειμωνας

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Την 24/1/2022 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το ποσό των €4271,50 με τόκο 10% ετησίως από την 7/7/2003, πλέον €8543 με τόκο 10% ετησίως από την 15/8/2003, πλέον €8543 με τόκο 10% ετησίως από την 15/9/2003, πλέον €8543 με τόκο 10% ετησίως από την 15/10/2003, πλέον €2562,90 με τόκο 10% ετησίως από την 2/1/2004, πλέον €2990,05 με τόκο 10% ετησίως από την 16/1/2004, πλέον €2990,05 με τόκο 10% ετησίως από την 9/2/2004 πλέον έξοδα ύψους περίπου €4450 πλέον τόκο πλέον ΦΠΑ.

 

Με την υπό εξέταση αίτηση του ο Αιτητής επιζητεί, ουσιαστικά, την αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους από τον Καθ’ ου η αίτηση με μηνιαίες δόσεις. Εισηγείται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει την ικανότητα να καταβάλλει €3.000 μηνιαίως. Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή,  ο οποίος επισυνάπτει την απόφαση εναντίον των Εναγόμενων. Εισηγείται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση λαμβάνει ως σύνταξη €3.516,98 από την Κεντρική Τράπεζα και €1.555 από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ειδοποίηση περί πρόθεση ένστασης. Εκεί εγείρεται ότι τα εισοδήματα του προέρχονται μόνο από σύνταξη και αυτή δεν μπορεί να αποκοπεί, αλλά και ότι έχει τέτοιες οικονομικές υποχρεώσεις που δεν του επιτρέπεται να καταβάλλει το όποιο ποσό, ούτε είναι σε θέση να εργάζεται. Έχει προς υποστήριξη των ως άνω θέσεων του καταχωρήσει σειρά ενόρκων δηλώσεων, μετά και από σχετική διαταγή του Δικαστηρίου, όπως η νομολογία επιτάσσει[1], ώστε να αποκαλυφθούν έγγραφα που να δεικνύουν την οικονομική κατάσταση του Καθ’ ου η αίτηση, ως ο έχων το σχετικό βάρος απόδειξης.

 

Στην ένορκη του δήλωση ημερομηνίας 27/3/2023, ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι είναι 80 ετών. Έχουν εναντίον του εκδοθεί αποφάσεις στις αγωγές αρ. 482/10 και 483/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για ποσά που σήμερα ξεπερνούν τις €900.000. Το εν λόγω χρέος συνοδευόταν από υποθήκη και οι δικαιούχοι της υποθήκης προχώρησαν σε πλειστηριασμό της οικίας, όπου ο Καθ’ ου η αίτηση και η σύζυγος του διαμένουν (βλ. και ε/δ του Καθ’ ου η αίτηση ημ. 10/11/2023). Παρά ταύτα διαμένουν ακόμα εκεί, αλλά ο Καθ’ ου η αίτηση προβλέπει σε κάποια στιγμή να χρειαστεί να ενοικιάσουν ακίνητο για να εξασφαλίσουν τη στέγαση τους, αφού δεν έχουν δικαίωμα κατοχής του ακινήτου που εκποιήθηκε. Ο Καθ’ ου η αίτηση ανέφερε ότι έχει υποχρεώσεις που ξεπερνούν το €1.200.000 και δεν εξυπηρετούνται. Άλλα δάνεια για ποσό €115.000 εξυπηρετούνται. Οφείλει επίσης στον φόρο εισοδήματος ποσά που πλησιάζουν τις €100.000.

 

Ως προς τα έξοδα διαβίωσης του αναφέρει ότι χρειάζεται ο ίδιος και η σύζυγος του περί τις €2.500. Τα ορίζει ως εξής:

 

€65 τηλέφωνα, €25 διαδίκτυο, €60 πετρέλαιο θέρμανσης, €170 ρεύμα, €18 νερό, €18 άδεια κυκλοφορίας οχημάτων, €200  καύσιμα για δύο οχήματα, €80 για κατοικίδια, €70 για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, €40 οδοντίατρο, €80 ως έξοδα συντήρησης αυτοκινήτων, €150 ως προσωπικά έξοδα της συζύγου του, €500 ως έξοδα διατροφής και οικιακά έξοδα, €110 περίπτερο, €110 κοινωνικά, €20 αγορά βιβλίων, €60 καφετέρια, €40 για πλύσιμο αυτοκινήτου, €80 για οικιακή βοηθό, €24 για ασφάλεια οικίας, €19 για ασφάλεια αυτοκινήτων, €22 για φόρους, €15 για καθαριστήριο, €50 για ένδυση υπόδηση, €50 για τη συντήρηση της οικίας τους,  €60 για τις θερινές τους διακοπές και €150 ως έκτακτα έξοδα. Προς τούτο κατέθεσε σχετικούς λογαριασμούς και αποδείξεις, ως Τεκμήρια στις ενόρκους δηλώσεις του ημερομηνιών 27/3/23 και 13/6/24.

 

Μέσω του Τεκμηρίου 9 της ένορκου του δήλωσης ημ. 27/3/23 καταδεικνύεται ότι λαμβάνει συνολικό ποσό σύνταξης €3.384 (από Κεντρική Τράπεζα και Κοινωνικές Ασφαλίσεις). Με τα Τεκμήρια 1 και 2 της ενόρκου δηλώσεως ημ. 13/6/2024, ξεκαθαρίζεται ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση λαμβάνει περί τα €1890 σύνταξη από την Κεντρική Τράπεζα και περί τα €1838 από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, ήτοι €3728.

 

Αντεξεταζόμενος ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν ειλικρινής. Εξήγησε ότι λαμβάνουν υπηρεσίες οικιακής βοηθού 2 φορές το μήνα, Η σύζυγος του λαμβάνει €390  μηνιαίως και από αυτά ξοδεύει τα €150 για καλλωπιστικά της έξοδα. Η σύζυγος του επίσης ξοδεύει τα περισσότερα χρήματα για καύσιμα,  γιατί πάει σε άλλη πόλη για να βλέπει την κόρη της. Τα έξοδα των αυτοκινήτων περιλαμβάνουν και τις επισκευές τους, για ποσό περίπου €800 έως €1000 το χρόνο. Διευκρίνισε σε ποιες εταιρείες καταβάλλουν ποσά για διαδίκτυο και τηλέφωνο. Σε ότι αφορά την οφειλή του στο Φόρο, δεν οχλήθηκε ακόμη. Μελλοντικά, σημείωσε θα γεννηθεί η ανάγκη να πληρώνουν ποσά για να εξασφαλίσουν κατοικία, αφού έχει εκποιηθεί το σπίτι όπου διέμεναν λόγω χρέους.

 

Τα άρθρα 82 έως 90 του Κεφαλαίου 6 καθορίζουν με ακρίβεια τη διαδικασία που λαμβάνει χώρα σε σχέση με αιτήσεις όπως η υπό εξέταση. Επιγραμματικά εξ αποφάσεως πιστωτής δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για να εξεταστεί αν ο εξ αποφάσεως οφειλέτης, έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει με ποσό δόσεων σε συγκεκριμένες ημερομηνίες το εξ’ αποφάσεως χρέος[2]. Έτσι ο εξ αποφάσεως οφειλέτης καταθέτει σχετικά έγγραφα αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση και εξετάζεται ενόρκως σε σχέση με αυτή και ειδικότερα για την ικανότητα του να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό[3]. Το Δικαστήριο έχει εξουσία έκδοσης διατάγματος πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις[4]. Η οικονομική ευχέρεια για την αποπληρωμή του χρέους με δόσεις συναρτάται, όπως καθιερώθηκε από την προγενέστερη νομολογία, άμεσα με τις ανάγκες του χρεώστη και της οικογένειάς του, στέγαση, διατροφή, ιατρική περίθαλψη, μόρφωση των παιδιών και η προσωπική ευχέρεια του οφειλέτη για οικονομική του διακίνηση, ώστε να του επιτρέπεται μια αξιοπρεπής διαβίωση[5].

 

Αρχικά οφείλω να αναφέρω ότι ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν ειλικρινής και απαντούσε ευθέως, χωρίς υπεκφυγές. Κατέδειξε αφενός μέσω των εγγράφων που κατέθεσε και αφετέρου μέσω των απαντήσεων που έδωσε την οικονομική του κατάσταση, υπηρετώντας τον σκοπό της αιτήσεως. Ως προς τα εισοδήματα του Καθ’ ου η αίτηση. Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι λαμβάνει περί τα €3728, μηνιαίως από συντάξεις. Ο Καθ’ ου η αίτηση εισηγείται ότι τούτο το ποσό δεν μπορεί να κατασχεθεί ή να του αποκοπεί.

 

Το εν λόγω ζήτημα επιλύεται από συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 6 του  περί Συντάξεως Νόμου του 1997 (97(I)/1997) και 82 (1) (γ) (ε) του Κεφαλαίου 6. Αν και το άρθρο 6 του περί Συντάξεως Νόμου, απαγορεύει την κατάσχεση ή κράτηση ποσού σύνταξης το άρθρο 82 (1) (γ) (ε) του Κεφαλαίου 6 είναι ειδικότερο και εξηγεί πότε ακριβώς τέτοιο ποσό σύνταξης δεν λαμβάνεται υπόψη ως εισόδημα από το Δικαστήριο. Συνεπώς ως ειδικότερο το τελευταίο άρθρο υπερισχύει του γενικότερου πρώτου και προνοεί ότι:

 

«ως σύνταξη δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ο οποίος προβλέπει τη χορήγηση σύνταξης το ποσό της οποίας δεν υπερβαίνει το όριο της φτώχειας για μονήρες νοικοκυριό το οποίο υπολογίζεται και δημοσιεύεται από τη Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και αναπροσαρμόζεται βάσει των κλιμάκων ισοδύναμου εισοδήματος, ανάλογα με τη σύνθεση της οικογένειας»

 

Το Δικαστήριο, δηλαδή, δεν λαμβάνει υπόψη του ποσό σύνταξης που δεν υπερβαίνει το όριο της φτώχειας για μονήρες νοικοκυριό ως καθορίζεται από τη Στατιστική Υπηρεσία. Η Στατιστική Υπηρεσία, καθορίζει το όριο φτώχειας στα €10.713, ήτοι πολύ πιο κάτω από το ποσό που λαμβάνει ο Καθ’ ου η αίτηση. Εκείνο που σαφώς προνοεί το ως άνω άρθρο είναι τη σύγκριση του ποσού σύνταξης με το όριο της φτώχειας όπως καθορίζεται για μονήρες άτομο, χωρίς καμιά αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη. Ανεξαρτήτως δηλαδή της οικογενειακής κατάστασης του προσώπου που εξετάζεται και χωρίς να λαμβάνεται αυτή υπόψη, αποκλειστικά και μόνο για το αν θα αποκοπεί ή όχι ποσό σύνταξης ανατρέχουμε σε αυτό το συγκεκριμένο στατιστικό στοιχείο και όχι σε κάποιο άλλο. Έτσι το ποσό συντάξεως του Καθ’ ου η αίτηση δύναται να ληφθεί υπόψη ως εισόδημα του και συνακόλουθα να αποκοπεί.

 

Ως προς τα μηνιαία έξοδα που ανέφερε, τα κάτωθι αποτελούν αναγκαία έξοδα για την αξιοπρεπή διαβίωση του 80ετή πλέον Καθ’ ου η αίτηση: €65 τηλέφωνα, €25 διαδίκτυο, €60 πετρέλαιο θέρμανσης, €170 ρεύμα, €18 νερό, €18 άδεια κυκλοφορίας οχήματος, €80 για το όχημα του ως ανέφερε αντεξεταζόμενος, €80 για κατοικίδια, €40 οδοντίατρο, €80 ως έξοδα συντήρησης αυτοκινήτων, €500 ως έξοδα διατροφής και οικιακά έξοδα, €110 περίπτερο, €110 κοινωνικά, €20 αγορά βιβλίων, €40 για πλύσιμο αυτοκινήτου, €24 για ασφάλεια οικίας, €19 για ασφάλεια αυτοκινήτων, €22 για φόρους, €15 για καθαριστήριο, €50 για ένδυση υπόδηση, €50 για τη συντήρηση της οικίας τους,  €60 για τις θερινές τους διακοπές και €150 ως έκτακτα έξοδα. Τα ως άνω έξοδα συμποσούνται σε €1806.

 

Δεν μπορεί να κριθεί ως αναγκαίο ποσό για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αφού πλέον ισχύει το ΓΕΣΥ, για το οποίο αποκόπτεται ποσό από τον Καθ’ ου η αίτηση[6]. Ούτε μπορούν να ληφθούν υπόψη τα προσωπικά έξοδα της συζύγου του, αλλά και τα έξοδα του αυτοκινήτου της, αφού όπως ο Καθ’ ου η αίτηση παραδέχθηκε η σύζυγος του λαμβάνει σύνταξη από την οποία μπορεί να καλύπτει τα έξοδα της. Έξοδα για οικιακή βοηθό και καφετέρια κρίνονται ως μη επιβεβλημένα και αποτελούν περιττή πολυτέλεια.  Ακόμα ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είναι πλέον ιδιοκτήτης της κατοικίας του για να χρειάζεται να ασφαλίσει αυτήν. Σε ότι αφορά τις δόσεις που πληρώνει ο Εναγόμενος, αλλά και προηγούμενες αποφάσεις εναντίον του, από την στιγμή που δεν υφίσταται εναντίον του διάταγμα πληρωμής με μηνιαίες δόσεις, δεν λαμβάνονται υπόψη, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας[7].

 

Ως έθεσε ο Καθ’ ου η αίτηση ενώπιον μου τα έσοδα και τα έξοδα, που κρίθηκαν δυνάμει της νομολογίας αναγκαία για την αξιοπρεπή διαβίωση του, έχει καταδειχθεί ότι του περισσεύουν περί τα €1900 κάθε μήνα,  ποσό που μπορεί να διατεθεί προς αποπληρωμή του εξ’ αποφάσεως χρέους. Σημειώνεται, δε, ότι σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση του Καθ’ ου η αίτηση αλλάξει ουσιαστικά, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει, αναστείλει ή τροποποιήσει το διάταγμα που ακολουθεί[8].

 

Στη βάση των ως άνω εκδίδεται διάταγμα εναντίον του Εναγόμενου 1 Καθ΄ ου η αίτηση για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους μηνιαίες δόσεις ύψους €1900, πρώτη δόση πληρωτέα την 1/8/2024 και κάθε επόμενη την πρώτη εκάστου μηνός μέχρι εξοφλήσεως του εξ αποφάσεως χρέους, με 10 μέρες χάρη. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση ύψους €1500.

(Υπ.)…………………………….

Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ. 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] S Χ. ν. Χ. Χ., Έφεση Αρ. 31/2015, 19/10/2018

[2] Βλ. άρθρα 82 (1) (α) και 90

[3] Βλ. άρθρο 84

[4] Βλ. άρθρο 86 (1) (Α)

[5] Παναγιώτου ν. Μιχαήλ [1998] 1 Α.Α.Δ. 422, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Κωνσταντίνου [2000] 1(Β) Α.Α.Δ. 1034, ο.π.π. υποσημ. 1

[6] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Έφεση αρ. 29/2019, 15/2/2022

[7] Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Κωνσταντίνου [2000] 1 Α.Α.Δ. 1034 και ο.π.π.

[8] Βλ. άρθρο 90 (2) Κεφ. 6


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο