ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 83/15 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Open Plan Developments Ltd

Ενάγουσας

 

-και-

 

1.    Γιαννάκη Γεωργιάδη

2.    Αγγέλας Γεωργιάδου

 

Εναγόμενων

Ημερομηνία:  14/6/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Γ. Παπαθεοδώρου

Για Εναγόμενη 2: κ. Γ. Αδαμίδης

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κεντρικό σημείο της υπό εξέταση υπόθεσης είναι η συμφωνία μεταξύ των μερών (Τεκμήριο 1). Η συμφωνία άπτετο της πώλησης ολόκληρου του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Y. GEORGHIADES ESTATES LIMITED (στο εξής «η Εταιρεία»), από τους Εναγόμενους στην Ενάγουσα. Επ’ αυτής οι Εναγόμενοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να ικανοποιήσουν και να εξοφλήσουν όποια οικονομική ή άλλη απαίτηση προέκυπτε εναντίον ή εις βάρος της Εταιρείας και ήταν προγενέστερη της 31/12/2009. Αν η Εταιρεία πλήρωνε το όποιο ποσό για υποχρεώσεις της εν λόγω περιόδου είχε το δικαίωμα να κινηθεί εναντίον των Εναγόμενων. Η αξία επιταγής που εκδόθηκε από την Εταιρεία προς την Αρχή Κρατικών Εκθέσεων την 30/7/2008 και δεν τιμήθηκε και τα έξοδα που έγιναν δυνάμει τούτης της έκδοσης, είναι που διεκδικούνται από την Ενάγουσα. Η Εναγόμενη 2 αντιτείνει ότι υπήρχε εύλογη αιτία μη εξόφλησης της επιταγής, σχετική ποινική υπόθεση εναντίον της Εταιρείας απερρίφθη και καμία υποχρέωση δεν έχει έναντι της Ενάγουσας. Η αγωγή δεν επιδόθηκε στον Εναγόμενο 1.

Έτσι σκιαγραφούνται τα πραγματικά δεδομένα και τα επίδικα ζητήματα της παρούσας, ως εμφαίνονται στα δικόγραφα, αλλά και μέσω της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Η καίρια ενώπιον μου μαρτυρία ήταν ως επί τo πλείστoν παραδεκτή, αφήνοντας ελάχιστα ως επίδικα πραγματικά ζητήματα.

 

Συγκεκριμένα είναι παραδεκτή η συνομολόγηση της συμφωνίας μεταξύ των μερών για την πώληση του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας στην Ενάγουσα (Τεκμήριο 1). Είναι παραδεκτή η έκδοση της επιταγής από την Εταιρεία την  30/7/2008, για το ποσό των €2388,39, αλλά και η μη πληρωμή της λόγω ανάκλησης της από τον εκδότη της την 31/7/2008 (Τεκμήριο 2). Ακόμα κατά την ακρόαση δεν αμφισβητήθηκε ότι καταχωρήθηκε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εναντίον της Εταιρείας από την Αρχή Κρατικών Εκθέσεων Κύπρου, με αριθμό 517/11 (Τεκμήριο 3). Την 18/11/2013, δηλώθηκε απόφαση από τα εκεί μέρη, με την οποία η Εταιρεία διαταζόταν να καταβάλει το ποσό των €2.388,39 πλέον τόκο 5.5% πλέον δικηγορικά έξοδα (Τεκμήριο 4). Τα δικηγορικά έξοδα, ύψους €1217 πληρώθηκαν στο δικηγόρο της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Κύπρο, με επιταγή από άλλο πρόσωπο, την εταιρεία COSTA-STRACTION LTD (Τεκμήριο 5).

 

Είναι επίσης παραδεκτό ότι καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον της Εταιρείας και του Εναγόμενου 1, με αριθμό 1308/11 (Τεκμήριο 6). Για αυτήν πλήρωσε η Ενάγουσα στο δικηγόρο της ποσό ύψους €1642,20, την 20/1/2019 (Τεκμήριο 7). Κατατέθηκε από κοινού, ως παραδεκτό γεγονός, πρακτικό ημερομηνίας 3/10/2016 (Τεκμήριο 8), όπου ο δικηγόρος της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων, κατήγορου στην ως άνω αναφερόμενη ποινική υπόθεση, δηλώνει ότι λόγω νομικών κωλυμάτων δεν μπορεί να προωθηθεί αυτή και ζητούσε να την αποσύρει. Δεν υπάρχει εμφάνιση για την Εταιρεία επί του πρακτικού, ενώ τελικώς Εταιρεία και Εναγόμενος 1, αθωώνονται και απαλλάσσονται, χωρίς να γίνεται αναφορά, ως προς τα έξοδα.

 

Τα ως άνω, ως παραδεκτά και αναντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Παραμένουν λοιπόν, ως επίδικα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα και την επ’ ακροατηρίω μαρτυρία τα εξής:

Α. Η αξιολόγηση του ισχυρισμού της Εναγόμενης 2, ότι η επιταγή Τεκμήριο 2 ανακλήθηκε για εύλογη αιτία.

 

Β. Αν η Εναγόμενη 2 ενημερώθηκε σε σχέση με τις διαδικασίες που λάμβαναν χώρα, αστικές και ποινικές, εναντίον της Εταιρείας, αλλά και τα σχετικά ποσά που καταβάλλονταν.

 

Γ. Το κρίσιμο όμως ερώτημα, είναι αν τα ποσά που κατέβαλε ή οφείλει να καταβάλει η Εταιρεία, θα πρέπει να τα επωμιστεί η Εναγόμενη 2, δυνάμει της συμφωνίας Τεκμήριο 1.

 

Τα ως άνω είναι όσα παραδεκτά και επίδικα προκύπτουν μέσω των δικογράφων και της μαρτυρίας. Ως εκ τούτου παρέλκει η λεπτομερής παράθεση των όσων περιέχονται στα δικόγραφα, για σκοπούς αποφυγής επανάληψης. Προς απόδειξη της υπόθεσης του κάθε μέρος παρουσίασε από ένα μάρτυρα, τον διευθυντή της η Ενάγουσα, ενώ η Εναγόμενη 2 κατέθεσε επ’ ακροατηρίω. Δεν θα παραθέσω τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας με λεπτομέρεια, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Σημαντική κρίνεται η ανάλυση και αξιολόγηση των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, προς επίλυση των επίδικων ζητημάτων. Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και είναι καθοριστικά για το αποτέλεσμα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, άλλωστε, η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2].

Κεφαλαιώδους σημασίας κρίνεται το περιεχόμενο της συμφωνίας των μερών, Τεκμήριο 1. Εκεί η Ενάγουσα συμφωνεί να αγοράσει το σύνολο των μετοχών της Εταιρείας από τους Εναγόμενους. Συμφωνείται το ποσό που θα κατέβαλλε η πρώτη στους τελευταίους, ο τρόπος αποπληρωμής, καθώς και η ανάληψη αποπληρωμής υποχρεώσεων της Εταιρείας προς τρίτους, καταβάλλοντας συγκεκριμένο ποσό στους Εναγόμενους.

Ο κρίσιμος όρος 4 της συμφωνίας έχει ως εξής;

«Το Μέρος Β (οι Εναγόμενοι) έχει παρουσιάσει και παραδώσει τον Ισολογισμό της Εταιρείας κατά την 31/12/2009 όπου φαίνεται η οικονομική κατάσταση της και δηλεί αναλαμβάνοντας την πλήρη υποχρέωση όπως όποιαδήποτε οικονομική ή άλλη απαίτηση προκύψει εναντίον και ή εις βάρος της Εταιρείας και η οποία είναι προγενέστερη της 31 Δεκεμβρίου 2009 θα ικανοποιηθεί και ή εξοφληθεί πλήρως από το Μέρος Β. Εάν η Εταιρεία πληρώσει όποιαδήποτε ποσά για υποχρεώσεις της που είναι της περιόδου πριν την 31 Δεκεμβρίου 2009 τότε δικαιούται να κινηθεί εναντίον του Μέρους Β για την είσπραξη τους.»

Ο κ. Κώστας Κοιλιάρης (ΜΕ 1), διευθυντής της Ενάγουσας, κατέθεσε προς υποστήριξη της υπόθεσης της. Ως μέρος της κυρίως του εξέτασης κατέθεσε γραπτή δήλωση, το Έγγραφο Α. Εκεί επαναλαμβάνει τα όσα αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης της Ενάγουσας και καταθέτει τα Τεκμήρια 1 μέχρι 7, όπως αυτά περιγράφονται ανωτέρω. Ολοκληρώνει τη γραπτή του δήλωση αναφέροντας ότι η Ενάγουσα είναι υποχρεωμένη να πληρώσει στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων ποσό ύψους €2.388,39 πλέον τόκου, ως το σχετικό διάταγμα, Τεκμήριο 4, ορίζει. Αξιώνει από την Εναγόμενη 2, το ως άνω ποσό πλέον €1032, ως έξοδα, όπως επίσης αναφέρονται στο Τεκμήριο 4. Διεκδικεί επιπλέον το ποσό των εξόδων που τελικώς πληρώθηκε στο δικηγόρο της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων για την αγωγή, ήτοι €1217,76. Το τελευταίο ποσό δεν αξιώνεται στην Έκθεση Απαίτησης. Επιζητείται επίσης το ποσό εξόδων που κατέβαλε στο δικηγόρο της η Ενάγουσα για την ποινική υπόθεση, ήτοι €1642,20.

Ο ΜΕ 1 ξεκαθάρισε ότι το ποσό των €2.388,39, δεν πληρώθηκε στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων, αλλά του τηλεφωνούν και το επιζητούν. Κατά την αντεξέταση του ξεκαθάρισε ότι σταμάτησαν να του τηλεφωνούν, προς τούτο, τα τελευταία δύο περίπου έτη, για να του υποβληθεί ότι η εν λόγω Αρχή έκλεισε εδώ και 10 έτη. Ως προς το αν έκλεισε ή όχι η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων, το Δικαστήριο λαμβάνει δικαστική γνώση γνωστοποιήσεων που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας χωρίς να παρίσταται ανάγκη κατάθεσης τους ως τεκμηρίων[3]. Με το Νόμο 112(Ι)/2014, τροποποιήθηκε ο περί Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Νόμος του 1968 (93/1968), ώστε να εισαχθούν ειδικές πρόνοιες σε σχέση με τη διάλυση και εκκαθάριση της Αρχής. Με την Κ.Δ.Π. 217/2015 εκδόθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό διάταγμα με το οποίο η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων Κύπρου διαλύεται και ορίζεται ο Επίσημος Παραλήπτης, ως εκκαθαριστής της, κατ’ αναλογία των διαδικασιών πτώχευσης και εκκαθάρισης εταιρειών. Η εκκαθάριση της δεν προκύπτει να ολοκληρώθηκε.

Κατά την αντεξέταση ο ΜΕ 1 ανέφερε ότι για την οφειλή στην Αρχή ενημερώθηκε από τον Εναγόμενο 1, όταν έπιασε κλήση για το Δικαστήριο. Παραδέχθηκε ότι δεν γνώριζε την αιτία μη εξόφλησης της επιταγής, αλλά ο Εναγόμενος 1 τον είχε καθησυχάσει ότι θα διευθετούσε την οφειλή. Μόνο με τον Εναγόμενο 1 είχε συνομιλήσει και όχι με την Εναγόμενη 2, την οποία δεν ενημέρωσε, ενώ δεν είχε καν τα στοιχεία επικοινωνίας της. Τόνισε ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στον Εναγόμενο 1, αλλά επειδή του είχαν πει ότι η Εναγόμενη 2 είναι «κυρία», γι’ αυτό πείστηκε να υπογράψει τη συμφωνία Τεκμήριο 1.

Τα δικηγορικά έξοδα της αγωγής πλήρωσε άλλη εταιρεία συμφερόντων του, είπε, η COSTA-STRACTION LTD, όπως άλλωστε εμφαίνεται στο Τεκμήριο 5. Συμπλήρωσε ότι μετέφερε τα χρήματα από μια εταιρεία σε άλλη, κλείνοντας τα βιβλία, χωρίς ωστόσο να καταθέσει το όποιο τεκμήριο, που να το αποδεικνύει.

Παραδέχτηκε ότι χωρίς να γνωρίζει λεπτομέρειες ως προς τη μη εξόφληση της επιταγής, μετά από διαβούλευση με το δικηγόρο του αποφάσισε να δεχθεί απόφαση, στην αγωγή Τεκμήριο 3. Από την ενώπιον μου μαρτυρία ήταν ξεκάθαρο ότι ο ΜΕ 1 δεν είχε γνώση των διαδικασιών που λάμβαναν χώρα στο Δικαστήριο εναντίον της Εταιρείας. Τούτο προκύπτει από την αποδοχή απόφασης, χωρίς να έχει καν γνώση των πραγματικών περιστατικών που έλαβαν χώρα σε σχέση με την ανάκληση της επιταγής, αλλά και από τη ρητή επ’ ακροατηρίω αναφορά του ότι δεν έδιδε σημασία σε ότι αφορούσε την ποινική υπόθεση, Τεκμήριο 6. Δεν γνώριζε καν ότι η Εταιρεία και ο Εναγόμενος 1 είχαν αθωωθεί σε εκείνη τη διαδικασία. Φάνηκε τέλος ότι δεν είχε γνώση ούτε καν για τα ποσά που διεκδικεί, αλλά ούτε και για το ποια εταιρεία, συμφερόντων του, πλήρωνε κάθε φορά.

Ο ΜΕ  1, λοιπόν, δεν είχε γνώση για σημαντικές πτυχές της υπόθεσης, όπως την ανάγκη πληρωμής συγκεκριμένων ποσών, αλλά και τις ίδιες τις διαδικασίες που οδήγησαν στις πληρωμές. Αγνοούσε τα πραγματικά περιστατικά που έφεραν την ανάκληση της επιταγής Τεκμήριο 2, το ποια ποσά πληρώθηκαν σε αγωγή και ποινική, ως έξοδα, και από ποιο πρόσωπο, αγνοούσε ακόμα και το αποτέλεσμα της ποινικής εναντίον της Εταιρείας. Τούτη η σύγχυση είναι διάχυτη και στον τρόπο που καταγράφονται οι απαιτήσεις της Ενάγουσας στο Έγγραφο Α. Ειδικότερα αξιώνει τόσο το ποσό που επιδικάστηκε ως δικηγορικά έξοδα στην αγωγή 517/11, όσο και το ποσό που τελικά καταβλήθηκε για αυτά (βλ. 13 (Β) και (Γ)). Αξιώνει δηλαδή το ίδιο ποσό, δύο φορές, τη μια ως επιδικάστηκε και την άλλη ως τελικώς πληρώθηκε.

Εκ των ως άνω συνάγεται ότι αφενός τα Τεκμήρια που κατέθεσε ο ΜΕ 1 και περιέχουν την πεμπτουσία της υπόθεσης, δεν αμφισβητήθηκαν και γίνονται αποδεκτά. Αφετέρου ο ΜΕ 1 δεν είχε γνώση σε σχέση με τις διαδικασίας που λάμβαναν χώρα, απλώς εκτελούσε τις οδηγίες του δικηγόρου του και κατέβαλλε από διαφορετικά νομικά πρόσωπα όποιο ποσό ζητείτο. Τούτο δεν τον καθιστά αναξιόπιστο, καθώς ο ΜΕ 1, δεν μπορεί να κριθεί ότι ήταν ανειλικρινής ή απόλυτος. Τουναντίον όταν δεν είχε γνώση το παραδεχόταν και δεν επέμενε σε ζητήματα που του τίθονταν και δεν γνώριζε ή συνάδουν με την κοινή λογική. Αποδέχτηκε ότι ουδέποτε ενημερώθηκε η Εναγόμενη 2 για τις επίδικες οφειλές, ότι δεν είχε γνώση ως προς τις δικαστικές διαδικασίες, αλλά και ότι δεν πλήρωσε το όποιο ποσό στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων.

Συνεπώς η μαρτυρία του ΜΕ 1 γίνεται μεν αποδεκτή, αναφορικά με την κατάθεση της συμφωνίας και τα ποσά που καταβλήθηκαν. Δεν μπορεί να ισχύσει το ίδιο όμως ως προς τις περιστάσεις έκδοσης και ανάκλησης της επιταγής, την εξέλιξη της αστικής και ποινικής υπόθεσης και των εξόδων που αυτές έφεραν[4], ζητήματα για τα οποία ο ΜΕ 1 δεν είχε γνώση, ως αναλύεται παραπάνω.

Η Εναγόμενη 2 (ΜΥ 1), κατέθεσε προς υποστήριξη της υπεράσπισης της. Στη γραπτή δήλωση της, Έγγραφο Β, αναφέρει ότι ο Εναγόμενος 1 είχε εγκαταλείψει από τη συζυγική οικία τη 12/7/2009. Η Εταιρεία ιδρύθηκε το 1993, την είχε διορίσει τότε διευθυντή και της παραχώρησε μετοχές. Εγείρει ως λόγο ανάκλησης, μη εξόφλησης της επιταγής Τεκμήριο 2, ότι εξαπατήθηκε η Εταιρεία από την Αρχή Κρατικών Εκθέσεων Κύπρου. Αποκλειστικό δικαίωμα υπογραφής και ανάκλησης της επιταγής είχε ο Εναγόμενος 1.

Ουδέποτε ειδοποιήθηκε η ίδια για την καταχώρηση αγωγής ή ποινικής υπόθεσης και την καταβολή εξόδων, σε σχέση με αυτές (Τεκμήρια 3 έως 7). Υποστηρίζει ότι κανένα ποσό δεν οφείλεται στην Ενάγουσα από την ίδια γιατί, ουδέποτε καταβλήθηκε το όποιο ποσό στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων, το ποσό των δικηγορικών εξόδων στην αγωγή 517/11 καταβλήθηκε από  άλλη εταιρεία και στην ποινική υπόθεση 1308/11 η Εταιρεία αθωώθηκε, ενώ το ποσό δικηγορικών εξόδων καταβλήθηκε από την Ενάγουσα.

Αντεξεταζόμενη η ΜΥ 1 ανέφερε ότι η ίδια δεν είχε ιδέα ότι εκδόθηκε η επιταγή Τεκμήριο 2 από τον Εναγόμενο 1, αφού αυτός διαχειριζόταν την Εταιρεία. Ως προς το εύλογο της ανάκλησης της επιταγής θυμάται ότι παρά το ότι υποσχέθηκε η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων ότι θα έκανε διαφήμιση για τα προϊόντα και το περίπτερό τους, τίποτε δεν είχε γίνει. Δεν είχαν κόσμο και είχαν προβεί σε ελάχιστες πωλήσεις. Εισηγείται δηλαδή η ΜΥ 1 ότι αθέτησε τη συμφωνία της η Αρχή και έτσι δεν δικαιούτο το ποσό της εκδοθείσας επιταγής. Η ΜΥ 1 διερωτήθηκε πως αναζητείται από την Ενάγουσα το ποσό που η Εταιρεία οφείλει στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων, αφού η τελευταία έκλεισε. Επέμεινε ότι δεν ειδοποιήθηκε για τις οφειλές που διεκδικεί η Ενάγουσα.

Η ΜΥ 1 δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, ήταν αξιόπιστη και κατέδειξε ότι ευσταθούν όλοι οι ισχυρισμοί που ήγειρε. Ειδικότερα εξήγησε ότι η ίδια όχι μόνο δεν ειδοποιήθηκε για την όποια οφειλή της Εταιρείας και την υποχρέωση της να την καλύψει, αλλά δεν είχε γνώση για την ίδια την έκδοση της επιταγής, Τεκμήριο 2. Αιτιολόγησε ότι υπήρχε νόμιμη αιτία για ανάκληση της επιταγής και προς τούτο δεν αμφισβητήθηκε, αν και της υποβλήθηκε ότι δεν συναίνεσε στην ανάκληση η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων. Η μαρτυρία της, λοιπόν, γίνεται αποδεκτή.

 

Στη βάση των άνω εξάγονται τα ακόλουθα ευρήματα:

Τα μέρη συνομολόγησαν τη συμφωνία Τεκμήριο 1, με την οποία μεταβιβάζονταν οι μετοχές της Εταιρείας από τους Εναγόμενους στην Ενάγουσα. Όρος του τεκμηρίου 1 ήταν όπως οικονομικές ή άλλες απαιτήσεις εναντίον και ή εις βάρος της Εταιρείας προγενέστερες της 31/12/2009 θα ικανοποιηθούν και  εξοφληθούν πλήρως από τους Εναγόμενους. Εάν η Εταιρεία πλήρωνε όποιαδήποτε ποσά για υποχρεώσεις της περιόδου πριν την 31/12/2009 τότε δικαιούται να κινηθεί εναντίον των Εναγόμενων για την είσπραξη τους.

Η Εταιρεία εξέδωσε την επιταγή Τεκμήριο 2 την 30/7/2008 και την ανακάλεσε την επόμενη μέρα, λόγω αθέτησης υπόσχεσης από την Αρχή Κρατικών Εκθέσεων. Η Αρχή ήγειρε αγωγή εναντίον της Εταιρείας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με αριθμό 517/11, όπου τη 18/11/2013, δηλώθηκε απόφαση από τα εκεί μέρη, με την οποία η Εταιρεία διαταζόταν να καταβάλει το ποσό των €2.388,39 πλέον τόκο 5.5% πλέον δικηγορικά έξοδα. Τα δικηγορικά έξοδα, ύψους €1217 πληρώθηκαν στο δικηγόρο της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Κύπρο, με επιταγή από άλλο πρόσωπο, την εταιρεία COSTA-STRACTION LTD.

Καταχωρήθηκε από την Αρχή Κρατικών Εκθέσεων Κύπρου και ποινική υπόθεση με αριθμό 1308/11, εναντίον της Εταιρείας και του Εναγόμενου 1. Για αυτήν πλήρωσε η Ενάγουσα στο δικηγόρο της ποσό ύψους €1642,20, την 20/1/2019. Στο πρακτικό ημερομηνίας 3/10/2016 (Τεκμήριο 8), ο δικηγόρος της Αρχής δηλώνει ότι λόγω νομικών κωλυμάτων δεν μπορεί να προωθηθεί η ποινική υπόθεση και την αποσύρει. Δεν υπάρχει εμφάνιση για την Εταιρεία επί του πρακτικού, ενώ τελικώς Εταιρεία και Εναγόμενος 1, αθωώνονται και απαλλάσσονται, χωρίς να γίνεται αναφορά, ως προς τα έξοδα.

Για τα ως άνω ο ΜΕ 1 δεν είχε ιδιαίτερη γνώση και τα διαβήματα λαμβάνονταν ως οι οδηγίες του δικηγόρου του. Για καμία από τις ως άνω διαδικασίες δεν ενημερώθηκε η Εναγόμενη 2, η οποία δεν γνώριζε ούτε την ίδια την έκδοση της επιταγής. Η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων διαλύθηκε με διάταγμα του αρμόδιου Υπουργού και τέθηκε σε εκκαθάριση.

Στρέφομαι τώρα στη νομική βάση της αγωγής. Πλείστα από τα ζητήματα που εγέρθηκαν στην υπό εξέταση αγωγή άπτονται της ερμηνείας της συμβάσεως, του Τεκμηρίου 1. Οι αρχές της ερμηνείας των όρων συμβάσεων επιτάσσουν όπως το Δικαστήριο μέσα από το λεκτικό, αναζητά τις προθέσεις των συμβαλλομένων, με κριτήριο πάντοτε να είναι η έννοια την οποία μεταδίδει στο μέσο λογικό άνθρωπο[5]. Οι όροι της σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζονται απομονωμένοι από το όλο πνεύμα της σύμβασης και την πρόθεση των συμβαλλομένων, αλλά να δίδεται η ερμηνεία η οποία οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο το οποίο εξετάζεται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση[6]. Οι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου, είναι ασαφές[7].

 

Εν προκειμένω στον κρίσιμο όρο 4 του Τεκμηρίου 1, προνοείται ότι οικονομικές ή άλλες απαιτήσεις εναντίον της Εταιρείας προγενέστερες της 31/12/2009 θα ικανοποιηθούν και εξοφληθούν πλήρως από τους Εναγόμενους. Μάλιστα ρητώς δίδεται η ευχέρεια στην Εταιρεία, αν πλήρωνε όποιαδήποτε ποσά για υποχρεώσεις της περιόδου πριν την 31/12/2009 να κινηθεί εναντίον των Εναγόμενων για την είσπραξη τους.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι ναι μεν η συμφωνία Τεκμήριο 1 συνομολογήθηκε μεταξύ των μερών, αλλά παρείχε δικαίωμα και έδιδε ευχέρεια για νομικά μέτρα, υπέρ τρίτου προσώπου, έστω του αντικειμένου της συμφωνίας, ήτοι της Εταιρείας. Όπως έχει νομολογηθεί, όταν σύμβαση δίδει δικαίωμα ή προνοεί πληρωμή σε τρίτο μέρος, σε πρόσωπο που δεν είναι μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων, το ποσό αυτό μπορεί να διεκδικηθεί μόνο από το τρίτο μέρος[8]. Η σύμβαση μεταξύ των μερών, ρητώς προνοούσε ότι η Εταιρεία, ως το πρόσωπο που θα επωμιζόταν τα έξοδα, και όχι η Ενάγουσα, είχε δικαίωμα επιστροφής και είσπραξης τους από τους Εναγόμενους. Επομένως δεν προκύπτει ότι η Ενάγουσα, νομιμοποιείται να διεκδικήσει το όποιο ποσό δυνάμει του όρου 4 της συμφωνίας Τεκμήριο 1.

Ακόμα ο εν λόγω όρος, αναφέρεται σε αξιώσεις συγκεκριμένης περιόδου. Ειδικότερα περιλαμβάνει οικονομικές απαιτήσεις προγενέστερες της 31/12/2009. Είναι ξεκάθαρο δηλαδή ότι η όποια απαίτηση γεννήθηκε μετά από την ως άνω ημερομηνία δεν περιλαμβάνεται στα ποσά που όφειλαν οι Εναγόμενοι να καλύψουν, δυνάμει της συμφωνίας τους με την Ενάγουσα.

Εκ της εκθέσεως απαιτήσεως προκύπτει ότι οι απαιτήσεις υπό στοιχεία (Β) και (Γ) αφορούν έξοδα για διαδικασίες που κινήθηκαν πολύ μετά την 31/12/2009, ήτοι το 2011. Έτσι οι αξιώσεις αυτές γεννήθηκαν πολύ μεταγενέστερα από το χρόνο που η σύμβαση ορίζει, ως έχοντες ευθύνη τους Εναγόμενους, ενώ καμία αναφορά ή έστω υπόνοια δεν αφήνεται για μεταγενέστερες οφειλές ή απαιτήσεις, έστω και αν αυτές σχετίζονται με άλλες προγενέστερες. Το Δικαστήριο άλλωστε καλείται να ερμηνεύσει την πρόθεση των μερών μέσω των γραφόμενων στη σύμβαση συνολικώς[9], αλλά δεν μπορεί να διευρύνει την έννοια της συμφωνίας, σε τέτοιο βαθμό, πέραν της ερμηνείας που χρήζει από το μέσο λογικό άνθρωπο[10]. Έτσι για τις ως άνω μεταγενέστερες της 31/12/2009 οφειλές της Εταιρείας, δεν μπορεί να κριθεί ότι καθίστανται υπεύθυνοι προς πληρωμή οι Εναγόμενοι.

Επιπλέον αξίζει να αναφερθεί ότι από τα Τεκμήρια 5 και 7 προκύπτει ότι δεν επωμίστηκε τα εν λόγω έξοδα η Εταιρεία, αλλά άλλη άσχετη με τα επίδικα εταιρεία και η Ενάγουσα αντίστοιχα. Συνεπώς τούτα τα ποσά δεν πληρώθηκαν από την Εταιρεία, ώστε να δύναται η τελευταία να τα απαιτήσει από τους Εναγόμενους, ως σαφώς ο όρος 4 του Τεκμηρίου 1 ορίζει. Σε σχέση άλλωστε με τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τέτοια πρόβλεψη δεν γίνεται από το πρακτικό Τεκμήριο 8, ενώ δεν αποδείχθηκε καν ότι η Εταιρεία εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία, από την οποία τελικώς αθωώθηκε. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη και τον κανόνα περί αυστηρής απόδειξης των ζημιών[11], τα αιτητικά (Β) και (Γ) της Έκθεσης Απαίτησης δεν μπορούν να επιτύχουν.

Ακόμα η απαίτηση της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων, ως το (Α) της Έκθεσης Απαίτησης, ουδέποτε πληρώθηκε από την Ενάγουσα ή την Εταιρεία. Ο τρόπος διεκδίκησης του ποσού από την Εταιρεία, προβλέπεται στο Τεκμήριο 1 ότι θα λάμβανε χώρα, μέσω της πληρωμής του ποσού από την Εταιρεία και την αξίωση του στη συνέχεια από τους Εναγόμενους. Εξειδίκευε δηλαδή η συμφωνία μεταξύ των μερών τον τρόπο που η Εταιρεία δύνατο να διεκδικήσει ποσά, ήτοι με την καταβολή τους και τη μεταγενέστερη αναζήτηση τους από τους Εναγόμενους. Εδώ διεκδικείται ποσό που δεν πληρώθηκε καν,  πολλώ, δε, μάλλον αυτό οφείλεται σε μια διαλυμένη, έστω υπό εκκαθάριση Αρχή.

Τούτη την αξίωση, όμως, της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων, η Εναγόμενη 2, την αμφισβητεί και μάλιστα εξήγησε, ότι υπήρχε εύλογη αιτία για την ανάκληση της επιταγής, ήτοι ότι παραβιάστηκε η συμφωνία τους από την Αρχή. Πλην όμως ουδέποτε της δόθηκε η ευχέρεια να το εκφράσει, αφού δηλώθηκε απόφαση χωρίς να ενημερωθεί καν η ίδια. Η απόφαση άλλωστε, εκδόθηκε το Νοέμβριο του 2011, στην παρουσία του δικηγόρου που εκπροσωπεί την Ενάγουσα, ως εκπροσώπου της Εταιρείας. Η απαίτηση της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων, κατέστη έτσι, μεταγενέστερα της 31/12/2009, εκ συμφώνου απόφαση δικαστηρίου, χωρίς να ερωτηθεί ως προς αυτή την απαίτηση η Εναγόμενη 2.

Αν και συμφωνώ με τον κ. Παπαθεοδώρου ότι τέτοια ενημέρωση δεν προβλέπεται στη συμφωνία Τεκμήριο 1, εν προκειμένω προκύπτει ζήτημα αμφισβήτησης της ίδιας της απαίτησης και συνακόλουθα διάρρηξης της αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της όποια ζημιάς της Ενάγουσας ή της Εταιρείας και της συμπεριφοράς της Εναγόμενης 2. Η απαίτηση δηλαδή της Αρχής δεν αναμένετο από την Εναγόμενη 2 ότι θα επιτύχει, ότι θα καρποφορήσει. Τουναντίον η δικογραφημένη θέση της Εναγόμενης 2 ήταν ότι υπήρχε υπεράσπιση στην αγωγή Τεκμήριο 3[12]. Η Εταιρεία, παρά ταύτα, υπό τη διοίκηση της Ενάγουσας, αποφάσισε, χωρίς να ερωτήσει για να μάθει τη θέση της Εναγόμενης 2 περί καλής υπεράσπισης, να δεχθεί απόφαση. Τούτη η ενέργεια της Ενάγουσας, διαρρηγνύει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της Εναγόμενης 2 και της ζημιάς που προέκυψε[13], αφού αποδέχτηκε, χωρίς να λάβει γνώση από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, απόφαση σε αγωγή που αυτοί, οι Εναγόμενοι, είχαν υπεράσπιση.

Στη βάση των ως άνω η αγωγή απορρίπτεται. Δεν υφίσταται λόγος τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εναγόμενης 2 και εναντίον της Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138

[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική ΄Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171

[3] Κυπριακή Δημοκρατία ν Ιωσήφ και Άλλης [2004] 3 ΑΑΔ 420 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Χαριλάου και Αλλων [2004] 2 ΑΑΔ 479

[4] Σάββα Γεώργιος ν. Αστυνομίας [1998] 2 ΑΑΔ 391 και Χρίστου v. Khoreva [2002] 1 A.A.Δ. 454, (ως προς μάρτυρα που κρίνεται εν μέρει αξιόπιστος)

[5] Χατζησωτηρίου Γιολάντα ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ [2011] 1 ΑΑΔ 1406

[6] Δ. Κυθρεώτης & Συνεργάτες ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Πολιτική Έφεση αρ. 352/2014, 16/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A104 και MARK ASHLEY SAUL κ.α. v. NICOS DEMETRIOU FINANCE AND CONSTRUCTION LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 246/2015, 4/6/2024

[7] Amethyst Distributors Ltd ν. Iεράς Mονής Kύκκου [2011] 1 ΑΑΔ 199

[8] Woodar Investment Development Ltd. v. Wimpey Construction U.K. Ltd. [1980] 1 W.L.R. 277, Darlington BC v Wiltshier Northern Ltd, [1995] 1 W.L.R. 68 και Chitty on Contracts, Vol. 1, 31st Edition, par. 18-049-18-050

[9] Σχίζας Μιχαλάκης Σ. ν. Μάριου Αδάμου και Άλλου [2016] 1 ΑΑΔ 2536

[10] Ο.π.π. υποσημ. 5

[11] Κούνουνα Χριστοφής και Άλλοι ν. Κώστας Κυριάκου και Υιός Λτδ. και Άλλου [2001] 1 ΑΑΔ 2126

[12] Βλ. Εταιρεία Bulk Oil AG ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1277, ως προς την ανάγκη δικογράφησης της αιτιώδους συνάφειας ζημιάς και παράβασης σύμβασης

[13] Ο.π.π. Chitty on Contracts, Vol. 1, 31st Edition, par. 26-062-26-063


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο