ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Δικαιοδοσία Πτωχεύσεων

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αίτηση Πτώχευσης 4/2022

Σε Πτώχευση:

Αναφορικά με τον Σοφοκλή Χριστάκη Σοφοκλέους, ΑΔΤ [ ], από [ ] 27, Διαμ. [ ], [ ], Λευκωσία

Αίτηση του Πτωχεύσαντα ημερομηνίας 22.5.23 για παραμερισμό και ακύρωση του Διατάγματος Πτώχευσης ημερομηνίας 16.11.22

Ημερομηνία:                                                  31η Ιουλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για τον Πτωχεύσαντα – Αιτητή:                  κος. Γεωργίου

Για Πιστωτές – Καθ’ ων η Αίτηση:  κα. Θεμιστοκλέους

Ενδιάμεση Απόφαση

(η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Καλείται το Δικαστήριο ν’ αποφασίσει κατά πόσο θ’ ακυρώσει ή όχι Διάταγμα Πτώχευσης που εκδόθηκε στις 16.11.22 (το «Διάταγμα») εναντίον του εδώ Αιτητή (ο «Πτωχεύσας»).

Η κρίσιμη Αίτηση έγινε από τον ίδιο τον Πτωχεύσαντα και ερείδεται επί των Άρθρων 2 – 5, 87, 90, 92 και 93 του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5, σε σχετικούς κανονισμούς των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών, όπως και στους, παλαιούς πλέον, Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και τέλος στα Άρθρα 6 και 9 του Συντάγματος, στις αρχές τις επιείκειας και του κοινοδικαίου και στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου. Την Αίτηση στήριξε ένορκη δήλωση του Πτωχεύσαντα (η «ΕΔΑ»). Τη συνοψίζω εδώ για σκοπούς πληρότητας: Λόγω οικονομικών προβλημάτων δεν εμφανίστηκε κατά την ακρόαση Αίτησης Πτώχευσης και εκδόθηκε, ερήμην του, το Διάταγμα Πτώχευσης (Τεκμήριο 1 στην ΕΔΑ). Μετά την έκδοση του εν λόγω Διατάγματος, και έχοντας εξασφαλίσει νομική συμβουλή, αλλά και εν τέλει αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις των Πιστωτών, καταχώρισε την παρούσα με την οποία ζητά όπως αυτό ακυρωθεί ή παραμεριστεί επειδή κακώς εκδόθηκε. Οι Αιτητές, ισχυρίζεται, σκοπό έχουν να του ασκήσουν πίεση ενώ είναι ταυτόχρονα εξασφαλισμένοι για τις οφειλές του προς εκείνους επειδή ενέγραψαν Δικαστική Απόφαση – δηλαδή καταχώρισαν ΜΕΜΟ - σε ακίνητη περιουσία του (Τεκμήριο 2 στην ΕΔΑ). Εν όψει τούτου, προκρίνει, ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως το Διάταγμα ακυρωθεί και όπως ο ίδιος αποκατασταθεί, επειδή η εξακολούθηση του Διατάγματος σε ισχύ, του προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Ουδεμία άλλη διαδικασία εκκρεμεί εναντίον του.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση («Πιστωτές») καταχώρισαν Ένσταση, η οποία αποτελείται από 12 λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η Αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί. Συνοπτικά, προτείνεται ότι η Αίτηση είναι πραγματικά και νομικά αβάσιμη και καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, χωρίς την άδεια του Επίσημου Παραλήπτη, κακόπιστα και καταχρηστικά με σκοπό να καθυστερήσει και να εκτροχιάσει τη διαδικασία πτώχευσης. Ο δε Πτωχεύσαντας δεν έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι του χρέους του και δεν συμμετέχει σε προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής («ΠΣΑ»), ενώ οι Πιστωτές έχουν συμμορφωθεί πλήρως με της νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του Διατάγματος. Ως προς τα επίμαχα ΜΕΜΟ, αυτά δεν αποτελούν εξασφάλιση, αλλά μέτρο εκτέλεσης στο οποίο οι Πιστωτές δικαιούνται. Τέλος αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν άλλοι πιστωτές που να πλήττονται τα δικαιώματά τους.

Η Ένσταση στηρίχθηκε από ένορκη δήλωση ενός εκ των Πιστωτών (η «ΕΔΚ»). Σ’ αυτή επιβεβαιώνεται ότι ο Πτωχεύσαντας δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα να εκδοθεί εναντίον του το Διάταγμα. Κατά τον ομνύοντα, ο Πτωχεύσας δικαιούται στην εγγραφή δύο διαμερισμάτων, των οποίων όμως δεν είναι ιδιοκτήτης και υπάρχει πιθανότητα να τα εκμεταλλεύεται οικονομικά (Τεκμήριο 1 της ΕΔΚ). Έτσι, η περιουσία του θα πρέπει να προστατευθεί. Προσθέτει δε ότι ο Πτωχεύσας δεν έχει υποβάλει αίτηση και δεν έχει ενταχθεί σε ΠΣΑ και δεν έχει εκδοθεί οποιοδήποτε προστατευτικό διάταγμα (Τεκμήριο 2 της ΕΔΚ). Έπειτα ουσιαστικά επαναλαμβάνονται οι εναπομείναντες λόγοι ένστασης και κατατίθεται αντίγραφο της Δικαστικής Απόφασης στη βάση της οποίας επιδικάστηκε υπέρ των Πιστωτών και εναντίον του Πτωχεύσαντα το χρέος (Τεκμήριο 3 της ΕΔΚ) και ειδοποίηση ότι ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας του Πτωχεύσαντα επέστρεψε ανεκτέλεστο λόγω του ότι εκείνος στερείτο, στη διεύθυνση που υποδείχθηκε, κινητής περιουσίας (Τεκμήριο 4 της ΕΔΚ).

Κατά τη διαδικασία, ουδείς εκ των ομνυόντων αντεξετάστηκε και οι δικηγόροι των διαδίκων παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις, συμπληρώνοντας αυτές και προφορικά. Από πλευράς του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Πτωχεύσαντα περιόρισε το εδώ επίδικο ζήτημα στον ισχυρισμό της πλευράς του ότι οι Πιστωτές δεν αποκάλυψαν, ως όφειλαν, στην Αίτηση Πτώχευσης την εξασφάλισή τους, η οποία δημιουργήθηκε με την εγγραφή ΜΕΜΟ στην περιουσία του Πτωχεύσαντα. Παρέπεμψε σχετικά σε συγκεκριμένη πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τ’ αποτελέσματα εγγραφής των ΜΕΜΟ. Γενικότερα ανέφερε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 6(2) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5 και τον Κανονισμό 60 των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών, απαιτείται όπως ο Αιτητής, κατά την ακρόαση της Αίτησής του αποδείξει όλα τα σημεία και κάθε δήλωσή που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν. Τούτο πρέπει να γίνει κατά τρόπο αυστηρό, εισηγείται, εν όψει της δραστικότητας και των επιπτώσεων της έκδοσης Διατάγματος. Από τη στιγμή που, πάντα κατά το συνήγορο, υπάρχουν εξασφαλίσεις, το Δικαστήριο προχωρεί σε έρευνα αναφορικά με την αξία της εξασφάλισης και την οποία αφαιρεί από το χρέος, ενώ εκείνο που εξετάζεται είναι το κατά πόσο προκαλείται αδικία της παράλειψης να δηλωθεί η εξασφάλιση. Εκ της συνδυαστικής ανάγνωσης των Άρθρων 5(2) και 2 του Κεφ. 5, προκύπτει ότι οι εδώ Πιστωτές είναι ασφαλισμένοι πιστωτές επειδή έχουν εγγράψει ΜΕΜΟ και όφειλαν στην Αίτηση Πτώχευσης είτε να δηλώσουν ότι σε περίπτωση έκδοσης Διατάγματος παραιτούνται της εξασφάλισής τους είτε να δώσουν εκτίμησή της, πράγμα που δεν έκαναν και συνεπώς τίθεται ζήτημα αδικίας, το οποίο θα πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο στην ακύρωση του Διατάγματος.  

Εκ μέρος των Πιστωτών, η ευπαίδευτη συνήγορός τους διατύπωσε αντίθετη άποψη. Με παραπομπή σε πρωτόδικη απόφαση, προκρίνει ότι η εγγραφή απόφασης σε ακίνητη ιδιοκτησία δεν αποτελεί εξασφάλιση αλλά μέτρο εκτέλεσης και αναγκαίο διάβημα προς την πώλησή της. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο παραλήπτης της περιουσίας του Πτωχεύσαντα πρόκειται να αίρει τα ΜΕΜΟ προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία πτώχευσης και συνεπώς η παρούσα διαδικασία δεν εξυπηρετεί καθότι οι μόνοι που έχουν εγγράψει ΜΕΜΟ είναι οι Πιστωτές. Επίσης ο Πτωχεύσας δεν προβάλλει κανένα λόγο ακύρωσης που να προβλέπεται στο Νόμο και τους Κανονισμούς αλλά και ότι ο ίδιος παρέλειψε να ειδοποιήσει και να λάβει άδεια να καταχωρίσει την κρίσιμη Αίτηση από τον Επίσημο Παραλήπτη. Πέραν τούτου, ο ίδιος ούτε αμφισβητεί το χρέος, ούτε ισχυρίζεται ότι το έχει εξοφλήσει. Η πτωχευτική διαδικασία δεν αποκλείει ως ζήτημα κατάχρησης την παράλληλη καταχώριση μέτρων εκτέλεσης, αλλ’ ούτε αποτελεί εμπόδιο στην προώθηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Τέλος προκρίνει ότι η εξουσία του Δικαστηρίου ν’ ακυρώσει το Διάταγμα ανάγεται στη διακριτική του ευχέρεια και ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει περιουσία του Πτωχεύσαντα που πρέπει να προστατευθεί, ενώ οι Πιστωτές ακολούθησαν τη διαδικασία καλόπιστα.

Εκ των ενώπιον μου γεγονότων στη βάση των καταχωρηθέντων ενόρκων δηλώσεων, αλλά και του περιεχομένου του φακέλου, από το οποίο αντλώ πληροφόρηση, προκύπτουν τα εξής, κατ’ ουσία, κοινώς αποδεκτά αλλά και μη αμφισβητούμενα, στοιχεία:

Τις 16.11.22 εκδόθηκε το Διάταγμα στη βάση σχετικής αίτησης που καταχωρίστηκε από τους Πιστωτές την 1.7.22 (η «Αίτηση Πτώχευσης»).

Στην παράγραφο 3 της Αίτησης Πτώχευσης όσο και στην παράγραφο 1 της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης αναφέρεται αντίστοιχα, στην πρώτη περίπτωση, ότι ουδείς εκ των Πιστωτών διαθέτει οποιαδήποτε εξασφάλιση επί περιουσίας του Πτωχεύσαντα και ότι δεν υπάρχει επαρκής ασφάλεια επί περιουσίας του Πτωχεύσαντα για την πληρωμή του χρέους.

Την 1.11.22 καταχωρίστηκε επιπρόσθετη ένορκη δήλωση κατόπιν ορισμού της υπόθεσης για Απόδειξη από το Δικαστήριο (το οποίο συνεδρίαζε τότε υπό άλλη σύνθεση). Στην παράγραφο 3 αυτής επαναλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει εξασφάλιση επί της περιουσίας του Πτωχεύσαντα και, μεταξύ άλλων, επισυνάπτεται ως τεκμήριο 7, πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης περιουσίας που τον αφορά, που φέρει ημερομηνία 13.10.21.

Ο Πτωχεύσας δεν εμφανίστηκε στην πιο πάνω πτωχευτική διαδικασία που τον αφορούσε με αποτέλεσμα το ζητούμενο Διάταγμα να εκδοθεί στην απουσία του.

Το συντεταγμένο Διάταγμα επιδόθηκε στον Πτωχεύσαντα στις 3.1.23, όπως προκύπτει από σχετική ένορκη δήλωση που βρίσκεται αναρτημένη στον ηλεκτρονικό φάκελο της διαδικασίας.

Βάσει των όσων καταγράφονται στο Τεκμήριο 2 της ΕΔΑ, δηλαδή του πιστοποιητικού έρευνας ακίνητης περιουσίας του Πτωχεύσαντα ημερομηνίας 12.5.23, το περιεχόμενο του οποίου ουδόλως αμφισβητήθηκε από τους Πιστωτές, φαίνεται ότι οι Πιστωτές ενέγραψαν τη δικαστική απόφαση που εξασφάλισαν από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων επί των ακινήτων στην ιδιοκτησία των οποίων ο Πτωχεύσας έχει συμφέρον στις 4.11.21 για ακίνητα στη Λευκωσία και στις 24.11.21 για ακίνητα στην Πάφο.

Προκύπτει επίσης ότι ο Πτωχεύσαντας δεν εξασφάλισε άδεια ή κάποια συγκατάθεση από τον Επίσημο Παραλήπτη για να καταχωρίσει την παρούσα Αίτηση, πλην όμως φρόντισε και την επέδωσε στις 25.5.23, όπως καταμαρτυρείται από ένορκη δήλωση της ίδιας ημέρας η οποία είναι καταχωρημένη στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης.

Ο Επίσημος Παραλήπτης ουδέποτε εμφανίστηκε στην παρούσα διαδικασία.

Έχοντας τα πιο πάνω γεγονότα κατά νου στρέφω την προσοχή μου στην παρούσα Αίτηση. Ως προς τη γενικότερη νομική πτυχή της, Στο Άρθρο 92 του Κεφ. 5, αναφέρεται ότι:

«92.-(1) Κάθε Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού δύναται να αναθεωρήσει, ακυρώσει ή διαφοροποιήσει οποιοδήποτε διάταγμα που εκδίδεται από αυτό με βάση την πτωχευτική δικαιοδοσία του.»

Ενώ, στο Άρθρο 31(1) του Κεφ. 5 αναφέρεται ότι:

«Σε περίπτωση που, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, ή αν αποδειχθεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου, ή έχουν διευθετηθεί, ή οι πιστωτές έχουν συγκατατεθεί στην ακύρωση του Διατάγματος, το Δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, δύναται με διάταγμα να ακυρώσει την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση.»

Υπενθυμίζω ότι θέση του Πτωχεύσαντα είναι ότι δεν έπρεπε να κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω παράβασης εκ μέρους των Πιστωτών της υποχρέωσής τους που προνοείται στο Άρθρο 5(2) του Κεφ. 5, στο οποίο αναφέρομαι πιο κάτω. Προστίθεται στην ΕΔΑ ότι σκοπός της έκδοσης του Διατάγματος ήταν ν’ ασκηθεί πίεση στον Πτωχεύσαντα ενόσω οι Πιστωτές είναι «κατοχυρωμένοι», έχοντας εγγράψει τη δικαστική απόφαση σε ακίνητη περιουσία του, αλλά και ότι από την έκδοσή του Διατάγματος επηρεάζεται η ζωή του και συγκεκριμένα αναφέρει ότι έχει ενήλικο εξαρτώμενο τέκνο και υπερήλικη μητέρα. Δεν τέθηκε ζήτημα εξόφλησης, διευθέτησης ή συγκατάθεσης οποιουδήποτε πιστωτή.

Προτού αναφερθώ στο επίμαχο Άρθρο 5(2) του Κεφ. 5, θα πρέπει να επιληφθώ ορισμένων ισχυρισμών της πλευράς των Πιστωτών οι οποίοι άπτονται του δικαιώματος του Πτωχεύσαντα να αιτείται την επίδικη ακύρωση. Ο πρώτος αφορά στο ότι ο  Πτωχεύσας δεν εξασφάλισε άδεια και συγκατάθεση του Επίσημου Παραλήπτη και δεν δικαιούτο να καταχωρίσει την Αίτηση. Η θέση τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Και εξηγώ:

Πράγματι στο Άρθρο 9(4) του Κεφ. 5, προνοείται ότι:

«(4) Μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, ο πτωχεύσας, δύναται να εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, κατόπιν εξουσιοδότησης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή και άδειας του Δικαστηρίου υπό τους όρους τους οποίους δυνατό να επιβάλει το Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και όρου για ασφάλεια εξόδων [..]».

Παρά ταύτα, στον Κανονισμό 71 του περί Πτωχεύσεως Διαδικαστικού Κανονισμού του 1931 (368/1931), ρυθμίζεται συγκεκριμένα το ζήτημα αίτησης που αφορά σε ακύρωση διατάγματος παραλαβής αναφέρεται:

«An application to the Court to rescind a receiving order or to stay proceedings thereunder, or to annul an adjudication, shall not be heard except upon proof of service on the Official Receiver of notice thereof. Pending the hearing of the application the Court may make an interim order staying such proceedings as it thinks fit».

Διαφαίνεται ότι αίτηση για ακύρωση διατάγματος πτώχευσης δεν προχωρεί σε ακρόαση εκτός και εάν αποδειχθεί ότι έγινε επίδοση στον Επίσημο Παραλήπτη. Δεν τίθεται άλλη προϋπόθεση εν προκειμένω. Δεδομένου ότι, ως προανέφερα, η ρύθμιση τούτη ενέχει την επίδοση της αίτησης στον Επίσημο Παραλήπτη, δεν είναι συμβατή και η ανάγκη για λήψη συγκατάθεσης, όσων αφορά τη συγκεκριμένη αίτηση. Κατά παρόμοιο τρόπο το ζήτημα ρυθμιζόταν και στην Αγγλία, αφού στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 2, παράγραφος 660, αναφέρονται τα εξής:

«The application to rescind a receiving order is usually made by the debtor, but it may be made by the official receiver. Unless the Court otherwise directs, an application may only be heard if notice of an application to rescind a receiving order or to stay proceedings thereunder and a copy of the affidavits in support have been served on the official receiver».

Εν όψει των πιο πάνω, με την επίδοση της Αίτησης στον Επίσημο Παραλήπτη όπως προκύπτει από τα ηλεκτρονικό φάκελο της διαδικασίας, θεωρώ ότι ο Πτωχεύσας συμμορφώθηκε με την επιβαλλόμενη υποχρέωση ειδοποίησης και συνεπώς ορθά προχώρησε η Αίτηση σε Ακρόαση.

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά στο ότι ο Πτωχεύσας καταχώρησε την Αίτηση με καθυστέρηση. Στο σύγγραμμα του Α. Ποιητή, «Το Δίκαιο της Πτώχευσης», 1η Έκδοση, στη σελίδα 221 του συγγράμματος εντοπίζεται το εξής απόσπασμα, το οποίο παραθέτω αυτούσιο:

«Η αίτηση θα πρέπει να υποβληθεί χωρίς οποιαδήποτε μη αναγκαία καθυστέρηση και με λογική επιμέλεια. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί και υπάρξει καθυστέρηση αδικαιολόγητη για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως, π.χ. για ένα ολόκληρο χρόνο, ο αιτητής θα πρέπει να δείξει ότι, αν δεν επιτευχθεί η ακύρωση του διατάγματος, αυτό θα αλλοιώσει τα δικαιώματα αθώων προσώπων και ότι αν χορηγηθεί το διάταγμα δε θα επηρεάσει τα δικαιώματα άλλων. Το διάταγμα μπορεί να μην χορηγηθεί ακόμα και όταν η καθυστέρηση είναι μικρότερη, όπως, π.χ., 4 μηνών, ιδιαίτερα αν εν τω μεταξύ ο διαχειριστής εκποίησε μέρος της πτωχευτικής περιουσίας».

Εξετάζοντας τον ισχυρισμό των Πιστωτών, έλαβα υπόψη μου ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου με το οποίο να φαίνεται ότι οποιοδήποτε μέρος της πτωχευτικής περιουσίας εκποιήθηκε. Ούτε τέθηκε ότι έγινε γενικώς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια σχετικά με τη πτωχευτική περιουσία η οποία, σε συνδυασμό με τυχόν διαταγή σχετική με την Αίτηση, θα επηρέαζε οποιαδήποτε δικαιώματα πιστωτών. Έλαβα επίσης υπόψη μου και τη δήλωση του Πτωχεύσαντα ότι δεν είχε προηγουμένως διορίσει δικηγόρο να τον εκπροσωπεί, θέση που παρεπιπτόντως επιβεβαιώνεται και στην ΕΔΚ, αλλά και προκύπτει και από την Απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων της 31.3.21, και ότι τούτο κατέστη μόνον δυνατό με την προσφορά για βοήθεια που δέχθηκε από το δικηγόρο που εν τέλει καταχώρισε για λογαριασμό του την παρούσα Αίτηση. Εν όψει των πιο πάνω, κρίνω ότι η καταχώριση της Αίτησης κατά το χρόνο που έγινε δεν ήταν με τέτοια καθυστέρηση που να την καθιστά, για τούτο και μόνο το λόγο, απορριπτέα.

Έρχομαι τώρα στη θέση της πλευράς των Πιστωτών ότι η εγγραφή δικαστικής απόφασης επί ακίνητης ιδιοκτησίας (ΜΕΜΟ) δεν αποτελεί εξασφάλιση εντός της έννοιας Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5 και ευθύς αναφέρω, με κάθε σεβασμό, ότι ούτε αυτή η θέση με βρίσκει σύμφωνο. Εξηγώ: Στο Άρθρο 2 του Κεφ. 5 ο όρος «εξασφαλισμένος πιστωτής» συμπεριλαμβάνει και κάτοχο επιβάρυνσης επί περιουσίας του χρεώστη. Στο δε Άρθρο 57 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στο οποίο περιγράφονται τ’ αποτελέσματα εγγραφής απόφασης επί ακίνητης ιδιοκτησίας καθίσταται ξεκάθαρο ότι «κατά τη διάρκεια της ισχύος της εγγραφής, το συμφέρον του οφειλέτη χρέους επί της ιδιοκτησίας επιβαρύνεται* με την πληρωμή του οφειλόμενου χρέους δυνάμει της δικαστικής απόφασης […]».

*Έμφαση δοθείσα.

Εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι άλλη ερμηνεία εκτός του ότι η εγγραφή δικαστικής απόφασης αποτελεί επιβάρυνση επί ακίνητης ιδιοκτησίας και ότι ο κάτοχός της, δηλαδή - εν προκειμένω - οι Πιστωτές, είναι εξασφαλισμένοι πιστωτές εντός της έννοιας του Άρθρου 2, αλλά και του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5, δεν χωρεί. Άλλωστε υποθέσεις που αφορούσαν στην ύπαρξη εγγεγραμμένων ΜΕΜΟ επί ακίνητης περιουσίας τέθηκαν και προς εφετειακή κρίση τόσο στην Alpha Bank Cyprus Ltd (πρώην Alpha Bank Ltd) και εν Πτώχευση Θεοδώρου,  Πολιτική Έφεση 264/2011, ημερομηνίας 10ης Σεπτεμβρίου 2018, όσο και στη Σταυρινίδης ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ. (2000) 1 ΑΑΔ 645, χωρίς να τεθεί οτιδήποτε που θέτει υπό αμφισβήτηση το καθεστώς του πιστωτή ως «εξασφαλισμένου».

Έχοντας καταλήξει ότι οι Πιστωτές, στην προκείμενη περίπτωση, είναι εξασφαλισμένοι πιστωτές εντός της έννοιας του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5, έρχομαι στο κυριότερο σημείο της εδώ αντιδικίας, δηλαδή στο κατά πόσο, βάσει των ενώπιον μου γεγονότων ιδωμένων υπό των προνοιών του αλλά και γενικότερα, το Διάταγμα θα πρέπει ν’ ακυρωθεί:

Για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι στο Άρθρο 5(2) του Κεφ. 5 αναφέρονται τα εξής:

«Αν ο αιτητής πιστωτής είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, οφείλει στην αίτηση του είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του προς όφελος των πιστωτών σε περίπτωση που ο χρεώστης κηρυχτεί σε πτώχευση, ή να δώση εκτίμηση της εξασφάλισής του του. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτός ως αιτητής πιστωτής στην έκταση του υπόλοιπου του προς αυτόν οφειλόμενου χρέους, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της εκτιμημένης αξίας, κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν μη εξασφαλισμένος πιστωτής.»

Διαπιστώνω – αβίαστα - ότι οι εδώ Πιστωτές ουδέποτε δήλωσαν είτε ότι προτίθενται να παραιτηθούν της εξασφάλισής τους και ουδέποτε έδωσαν οποιαδήποτε εκτίμηση αυτής. Έτι δε περαιτέρω ουδέποτε αποκάλυψαν ότι είχαν από τις 4.11.21 και 24.11.21 αντίστοιχα, εγγράψει τη δικαστική απόφαση ημερομηνίας 31.3.21 στα ακίνητα στα οποία ο Πτωχεύσας έχει συμφέρον, ενώ καταχώρισαν έκτοτε τουλάχιστον 2 ένορκες δηλώσεις ήτοι την 1.7.22 και την 1.11.22. Μάλιστα στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 1.11.22 αναφέρουν ρητώς ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξασφάλιση και επισυνάπτουν, ως τεκμήριο 7, πιστοποιητικό έρευνας για ακίνητα του Πτωχεύσαντα το οποίο εκδόθηκε στις 13.10.21, δηλαδή 20 ημέρες πριν την πρώτη εγγραφή της δικαστικής απόφασης, αλλά και ένα περίπου χρόνο πριν την ημερομηνία της εν λόγω ένορκης δήλωσης και ενώ οι εγγραφές της Απόφασης είχαν ήδη διενεργηθεί. Επίσης, στην ίδια ένορκη δήλωση αναφέρουν ότι ο Πτωχεύσας είναι κάτοχος ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί, «αφού υπάρχουν υποθήκες προς όφελος τραπεζικών οργανισμών», αλλά το αντίστοιχο τεκμήριο 7 στο οποίο παραπέμπουν αποτελεί απλό πιστοποιητικό έρευνας, το οποίο δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε αναφορά σε επιβαρύνσεις. Ακόμα και στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε την Ένστασή τους στην παρούσα Αίτηση, αρκέστηκαν στο ν’ αναφέρουν ότι η εγγραφή της δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί εξασφάλιση για εκείνους και «από τη στιγμή που ο χρεώστης δηλώνει ότι είναι αφερέγγυος, η μόνη διέξοδος είναι η διασφάλιση της ακίνητης περιουσίας του, ώστε να χρησιμοποιηθεί ορθά για την ικανοποίηση των οφειλόμενων ποσών ή μέρος αυτών».

Είναι επομένως εμφανές ότι οι Πιστωτές δεν συμμορφώθηκαν με τις επιτακτικές πρόνοιες του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5. Απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο η μη συμμόρφωσή τους τούτη θα πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο στο ν’ ακυρώσει το Διάταγμα, ως εισηγείται η πλευρά του Πτωχεύσαντα.

Στο σύγγραμμα Williams and Muir Hunter on Bankruptcy, 19η έκδοση στη σελίδα 54 εντοπίζεται το εξής απόσπασμα, σε ελεύθερη μετάφραση:

«Αιτών πιστωτής, ο οποίος στην αίτησή του δεν υπολογίζει την αξία της εξασφάλισής του, ή δηλώνει ότι θα παραιτηθεί αυτής προς όφελος των πιστωτών σε περίπτωση κατά την οποία ο χρεώστης κηρυχθεί σε πτώχευση, δεν αποποιείται της εξασφάλισης, αλλά το διάταγμα παραλαβής ή η εξέταση που εκδίδεται στη βάση μιας τέτοιας αίτησης, εάν παραμείνει χωρίς τροποποίηση, δύναται να είναι ελαττωματικό και να υπόκειται σε παραμερισμό*. Όμως στην περίπτωση πιστωτή, ο οποίος εκ παραδρομής παρέλειψε να αποκαλύψει εξασφάλιση μικρής ή μηδαμινής αξίας, και εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής και έπειτα ο πρωτοκολλητής επέτρεψε την τροποποίηση της αίτησης, το Εφετείο αρνήθηκε να παραμερίσει το διάταγμα ή να διατάξει επανεκδίκαση της αίτησης. Όπου ο αιτητής εκ παραδρομής παρέλειψε τόσο στην αίτησή του όσο και κατά την επαλήθευση να εκτιμήσει εξασφάλιση σημαντικής αξίας αλλά πολύ χαμηλότερης του ύψους του χρέους, το Δικαστήριο έχει εξουσία να δώσει άδεια να τροποποιηθεί η αίτηση και η επαλήθευση με την εκτίμηση της εξασφάλισης. Κατά την άσκηση της εξουσίας τούτης, το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο η εξασφάλιση είναι μικρής ή μηδαμινής αξίας, αλλά το κατά πόσο το χρέος, αφαιρουμένης της αξίας της εξασφάλισης, είναι λιγότερο από £200. «Εκ παραδρομής» μπορεί να συμπεριλαμβάνει και «επιτηδευμένη» μη συμπερίληψη της εξασφάλισης, κατόπιν νομικής συμβουλής»[1].

*Έμφαση δοθείσα.

Στην Κύπρο, το ζήτημα εξετάστηκε, επισταμένα, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Νεοκλέους ν. Alpha Bank Limited (2014) 1 A.A.Δ. 1700. Παραθέτω – σκόπιμα – εκτενές απόσπασμά της, εν όψει της σχετικότητας της ανάλυσης που εμπερικλείει:

 «Πιστωτής θεωρείται εξασφαλισμένος αν, μεταξύ άλλων, έχει επιβάρυνση επί της περιουσίας του οφειλέτη. Η ύπαρξη εξασφάλισης οφειλής, δεν συνιστά από μόνη της κώλυμα για προώθηση αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής. Το Άρθρο 5(2) του Νόμου οριοθετεί τον τρόπο ενέργειας του αιτητή σε σχέση με το θέμα των εξασφαλίσεων, ορίζοντας ότι, στην περίπτωση όπου πιστωτής δεν δηλώνει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του, έχει την υποχρέωση να δώσει κάποιο υπολογισμό της αξίας της εξασφάλισης η οποία έχει δοθεί.  Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι δυνατή η προώθηση αίτησης πτώχευσης παρά την ύπαρξη εξασφάλισης, ενόσω μάλιστα η παράλειψη δήλωσης εκ μέρους του πιστωτή δεν αποβαίνει αφ' εαυτής μοιραία για την αίτηση πτώχευσης (Παπαδόπουλος ν. Οργαν. Χρημ. Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1716). Το Άρθρο 6(2) του Νόμου προβλέπει την απόδειξη που απαιτείται για έκδοση διατάγματος παραλαβής. Αποτελεί καλά θεμελιωμένη αρχή πως σε διαδικασίες της φύσης υπό εξέταση, όταν εξασφαλισμένος πιστωτής καταχωρεί αίτηση πτώχευσης, το Δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση να εξετάσει αν ο προβαλλόμενος υπολογισμός της αξίας μιας εξασφάλισης στην οποία έχει προχωρήσει ο αιτητής είναι πραγματικός ή όχι. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο καταλήγει ότι η εκτίμηση είναι πραγματική και όχι εικονική, δεν πρέπει να προχωρήσει στη διερεύνηση της ορθότητας της εκτίμησης, έστω και αν το αποτέλεσμα της έρευνας θα μπορούσε να αποδείξει ότι το μη εξασφαλισμένο υπόλοιπο του χρέους δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την αίτηση (Σταυρινίδης ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 645 και Ex parte Voss in Re Boutton [1905] 1 K.B. 602). Το ζήτημα της καταχρηστικής, καταπιεστικής, προώθησης πτωχευτικής διαδικασίας, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης και στην  Πετράκης ν. Κίμωνος (2006) 1 Α.Α.Δ. 1311 με παραπομπή στην London Clubs Ltd ν. Παπαδόπουλου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1699, όπου απορρίφθηκε σχετική εισήγηση για κατάχρηση διαδικασίας:

«Εκεί όπου δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου αιτητή πιστωτή και εις βάρος του χρεώστη και των άλλων πιστωτών του, αίτηση εκδόσεως διατάγματος παραλαβής δεν θεωρείται ότι γίνεται για παράλληλο και αθέμιτο σκοπό ή κατά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας έστω και αν έχει σαν συνεπαγόμενο αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για τον πιστωτή.»

Στην απόφαση Πετράκης ν. Κίμωνος (ανωτέρω) κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τη διαδικασία της πτώχευσης ως καταχρηστική, παρερμήνευσε το λόγο της London Clubs Ltd (ανωτέρω) καθότι ο εφεσείοντας πιστωτής δεν προέβηκε σε πράξη εξασφάλισης προσωπικού αθέμιτου ή παράλληλου πλεονεκτήματος, ή χρησιμοποίησε τη διαδικασία της αίτησης με στόχο άλλο από τον προβλεπόμενο και κατά τρόπο καταπιεστικό για τον καθ' ου η αίτηση. Αν δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του αιτητή πιστωτή και σε βάρος του χρεώστη ή άλλου πιστωτή του, τότε δεν ομιλούμε για καταχρηστική διαδικασία έστω και αν έχει η διαδικασία αυτή ως αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για τον αιτητή πιστωτή.»

Συνεχίζοντας την αναφορά στη Νεοκλέους (ανωτέρω), με εκεί αναφορά στην παλαιότερη Παπαδόπουλος ν. Οργαν. Χρημ. Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1716, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τις εκεί εκπεφρασθείσες αρχές:

«(1) Παρά την επιτακτική διατύπωση του Άρθρου 4(2) - η οποία είναι παρόμοια με εκείνη του δικού μας Άρθρου 5(2) - η παράλειψη να δηλωθεί η εξασφάλιση δεν αποβαίνει μοιραία για την αίτηση.

(2) Είναι δυνατή η τροποποίηση της αίτησης για να περιληφθεί η εξασφάλιση ακόμα και στο στάδιο της επαλήθευσης.

(3) Είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος παραλαβής ακόμα και χωρίς τροποποίηση της αίτησης.

(4) Είναι δυνατή η τροποποίηση ανεξάρτητα από την αξία ή το ύψος της εξασφάλισης.

            (5) Αυτό που έχει σημασία είναι το ποσό του χρέους μετά την αφαίρεση της εξασφάλισης.

 (6) Αυτό που εξετάζεται είναι κατά πόσο προκαλείται αδικία συνεπεία της παράλειψης να δηλωθούν οι εξασφαλίσεις.»

Πέραν των πιο πάνω, η Νομολογία συγκλίνει στο ότι η εξέταση της παρούσας Αίτησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Προσθέτω ότι στη σελίδα 41 του συγγράμματος Williams and Muir Hunter (ανωτέρω) υπό τον τίτλο «Principles governing rescission», αναφέρεται ότι οι λόγοι για την ακύρωση Διατάγματος είναι γενικά οι ίδιοι που θα χρησιμοποιούνταν για ακύρωση επαλήθευσης χρέους, ενώ στη σελίδα 520 - του ίδιου συγγράμματος - αναφέρεται ότι η παράλειψη πιστωτή ν’ αποκαλύψει ότι η εξασφάλιση του χρέους κάλυπτε ολόκληρο το χρέος θεωρείται εσκεμμένη[2]. Παράλληλα, στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση (επανέκδοση 2002), Τόμος 3(2), παράγραφος 611, υπό τον τίτλο Orders which ought not to have been made, αναφέρονται τα εξής:

«[…] A bankruptcy order made in proceedings which are an abuse of process of court may also be annulled, as may an order made under a defective petition which has not been amended before the making of the bankruptcy order, or on evidence relating to the debtor which was untrue* […]».

*Έμφαση δοθείσα.

            Τα γεγονότα της εδώ κρίσιμης περίπτωσης, ως αποκρυσταλλώθηκαν ενώπιον μου, είναι, όπως προανέφερα, ότι οι Πιστωτές ούτε δήλωσαν παραίτησή τους από την εξασφάλιση, αλλ’ ούτε προέβησαν σε οποιαδήποτε εκτίμησή της. Αντίθετα, προέβησαν σε δήλωση ότι δεν διατηρούν εξασφάλιση και παρουσίασαν στοιχεία στο Δικαστήριο, τα οποία δεν ήταν ενημερωμένα, αλλά και στοιχεία τα οποία δεν φανέρωναν τις επιβαρύνσεις που είχαν ήδη από προηγουμένως συστήσει στη περιουσία του Πτωχεύσαντα, δηλώνοντας παράλληλα ότι υπάρχουν υποθήκες επ’ αυτής προς όφελος τραπεζικών οργανισμών χωρίς τούτο να τεκμηριώνεται οπουδήποτε. Έστω και κατόπιν της παρουσίασης του πιστοποιητικού έρευνας από πλευράς του Πτωχεύσαντα ως Τεκμήριο στην ΕΔΑ, στο οποίο φαίνονταν οι εξασφαλίσεις που οι Πιστωτές διατηρούσαν, ούτε τότε προέβησαν σε οποιαδήποτε δήλωση στο Δικαστήριο - είτε δήλωση ότι προτίθενται να παραιτηθούν των εξασφαλίσεων, είτε για να δώσουν έστω μια κάποια εκτίμηση αυτών - προς συμμόρφωση με την υποχρέωσή τους στη βάση του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5, παρά μόνο αρνήθηκαν ότι πρόκειται περί εξασφαλίσεων. Δεν ανέφεραν, εν προκειμένω, για ποιο λόγο δεν αποκάλυψαν προηγουμένως την εγγραφή των ΜΕΜΟ, ούτε επικαλέστηκαν οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη, ούτε ότι έλαβαν προς τούτο νομική συμβουλή. Εν όψει τούτων, ίσως εκ του περισσού ξεκαθαρίζω ότι οι Πιστωτές ουδέποτε ζήτησαν να προβούν σε οποιαδήποτε τροποποίηση της Αίτησής τους, έστω και στο παρόν στάδιο, αφού απέφυγαν παντελώς να καθορίσουν τη θέση τους σε σχέση με τις εξασφαλίσεις που κρατούν. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι κατά την παρουσίαση της υπόθεσής τους στο Δικαστήριο, οι Πιστωτές πρόβαλαν μια στρεβλή εικόνα των δεδομένων, όχι μόνο αποσιωπώντας ότι είχαν, ως φαίνεται, εξασφαλισμένο το χρέος τους, αλλά αναφέροντας ότι τούτο δεν ήταν εξασφαλισμένο, αλλά και ότι υπήρχαν εξασφαλίσεις προς όφελος άλλων πιστωτών.

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω γεγονότα, υπό το φως των σχετικών αρχών, θεωρώ ότι η παρούσα διαφοροποιείται από τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόσο στη Νεοκλέους (ανωτέρω) όσο και στην Παπαδόπουλος (ανωτέρω), αλλά ακόμα και από εκείνα της Θεοδώρου (επίσης ανωτέρω). Τα διαφοροποιητικά εδώ στοιχεία προκύπτουν, (α) από την ίδια την ήδη περιγραφείσα συμπεριφορά των Πιστωτών, αλλά και (β) από τα στοιχεία που φαίνονται στο Τεκμήριο 2 της ΕΔΑ, δηλαδή το πιστοποιητικό έρευνας που προσκόμισε ο Πτωχεύσας, στο οποίο φαίνεται ότι η αναφερόμενη εκτιμημένη αξία της περιουσίας του, είναι, εκ πρώτης όψεως, κατά πολύ μεγαλύτερη του χρέους του προς τους Πιστωτές:

Ως προς το (α), σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, καθορίστηκε - έστω και καθυστερημένα - η θέση των πιστωτών σε σχέση με το επίμαχο ζήτημα των εξασφαλίσεων (βλ. Παπαδόπουλος), ή έστω υπήρξε διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι επρόκειτο περί καλόπιστης παράλειψης δυνάμενης να τροποποιηθεί (βλ. Θεοδώρου) και χωρίς οποιαδήποτε σκοπιμότητα (βλ. Νεοκλέους).

Ως προς το (β), έστω και να θεωρηθεί η εκτίμηση στο Τεκμήριο 2 της ΕΔΑ ως ενδεικτική, διαφαίνεται ότι τουλάχιστον η αξία του πρώτου κατά σειρά ακινήτου επί του οποίου ενεγράφη η Απόφαση ημερομηνίας 31.3.21, ανέρχεται στα €583.700,00 με γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου κατά την 1.1.21. Βάσει των λοιπών δε στοιχείων, ο Πτωχεύσας δικαιούται σε ½ μερίδιο στο εν λόγω ακίνητο, ενώ δικαιούται και, μεταξύ άλλων, και ½ μεριδίου σε ακίνητο στην Πάφο η γενική αξία του οποίου ανέρχεται, ως καταγράφεται, σε €287.700,00 κατά την 1.1.21. Ενώ το ελατήριο για τη συμπεριφορά των Πιστωτών δεν είναι αυτό καθ’ αυτό προς εξέταση, τα πιο πάνω στοιχεία δίδουν διάσταση στο αποτέλεσμα της, το οποίο είναι και εκείνο που εδώ έχει προβληματίσει: Η προς όφελος τους ύπαρξη εξασφάλισης - και δη εξασφάλισης η οποία, στη βάση των στοιχείων του Τεκμηρίου 2 της ΕΔΑ (αφού άλλα δεν προσκομίστηκαν), φαίνεται αφενός να συστάθηκε πολύ πριν την καταχώριση της Αίτησης Πτώχευσης και αφετέρου - και σημαντικότερα - ν’ αφορά σ’ εξασφάλιση επί ακίνητης περιουσίας η αναλογούσα αξία της οποίας να είναι ενδεχομένως και πολλές φορές μεγαλύτερη του επίμαχου χρέους των €23,622.50 -, αλλά και η ανυπαρξία άλλων εξασφαλίσεων προς όφελος άλλων πιστωτών, καταμαρτυρούν ότι: πρώτον οι Πιστωτές απέκρυψαν από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα, τα οποία πιθανόν να κατεύθυναν διαφορετικά την κρίση του σε σχέση με την έκδοση του Διατάγματος μια και οι εξασφαλίσεις τους φαίνεται να υπερκάλυπταν το επίμαχο χρέος, αλλά και χωρίς να δίδεται κάποια εκτίμηση των εξασφαλίσεων, ούτως ώστε να υπάρχει ένδειξη του υπολοίπου μετά την αφαίρεση των εξασφαλίσεων, προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση έστω να εξετάσει το κατά πόσο οι Πιστωτές θα γίνονταν δεχτοί ως τέτοιοι και σε ποια έκταση, όπως ορίζει το δεύτερο μέρος του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5[3], και δεύτερον, ότι διατηρούσαν τις εξασφαλίσεις, επί ολόκληρης της περιουσίας του Πτωχεύσαντα, χωρίς να τις αποποιηθούν, ενόσω το Διάταγμα ήταν σε ισχύ και χωρίς να είναι ορατό πότε χρονικά η περιουσία τούτη επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς της πτωχευτικής διαδικασίας. Συνυπολογίζοντας επίσης το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δεικνύει ότι ο Πτωχεύσας έχει οποιουσδήποτε άλλους πιστωτές, η απόκρυψη - και εν τέλει η πλήρης άρνηση ύπαρξης – της πλήρους εξασφάλισης που φαίνεται να έχουν οι Πιστωτές για το επίμαχο χρέος, θέτει σοβαρές αμφιβολίες στο κατά πόσο το Διάταγμα αφενός θα έπρεπε να είχε εκδοθεί και αφετέρου εάν εν τέλει εκπληρώνεται με αυτό ο σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας, δηλαδή η προστασία της περιουσίας του χρεώστη προς όφελος όλων των πιστωτών.

Ως προς το εγειρόμενο ζήτημα αρχής που διατυπώνεται σε ολόκληρο αλλά και συγκεκριμένα στο δεύτερο μέρος του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5, αυτό αντανακλάται με σαφήνεια στην Αγγλική Νομολογία:

Στην υπόθεση Barclays Bank PLC v Mogg [2003] EWHC 2645 CH, με αναφορά τόσο στην αρχή αλλά και στις συνέπειες μη αποκάλυψης του χρέους αναφέρθηκαν τα εξής, ελεύθερα μεταφρασμένα:

«Αποκάλυψη της εξασφάλισης σε αίτηση πτώχευσης είναι, σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό ζήτημα. Είναι αρχή του καθεστώτος της πτώχευσης ότι ένας εξασφαλισμένος πιστωτής δεν μπορεί να αξιώνει τα οφέλη της πτώχευσης του χρεώστη του, ή να επιζητεί τη πτώχευσή του, και να διατηρεί επιπρόσθετα και την εξασφάλισή του για την πλήρη αξία της αξίωσής του. Παρά ταύτα, δεν αναφύεται οποιοδήποτε πρόβλημα εάν ο πιστωτής προτίθεται να παραιτηθεί της εξασφάλισής του προς όφελος όλων των πιστωτών, ή αν το χρέος είναι μεγαλύτερο της αξίας της εξασφάλισης σε ποσό τουλάχιστον ίσο με το ελάχιστο ποσό που επιτρέπει για να στοιχειοθετήσει αίτηση πτώχευσης.»[4].

*Έμφαση δοθείσα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και στην υπόθεση Mogg (αμέσως ανωτέρω) διατυπώθηκε παράλληλα η αρχή ότι άθελη παράλειψη αναφοράς εξασφάλισης για μηδαμινή αξία, ή εν πάση περιπτώσει αξία η οποία δεν καλύπτει το χρέος ούτε μετά την αφαίρεση του αφήνει υπόλοιπο χαμηλότερο από το ελάχιστο βάσει του οποίου μπορεί να καταχωριστεί αίτηση πτώχευσης, μπορεί να θεραπευθεί με τροποποίηση νοουμένου ότι δεν προκαλείται αδικία στον χρεώστη. 

Ενώ στην υπόθεση White v Davenham Trust Ltd. [2011] EWCA Civ 747, η οποία υιοθετήθηκε όσον αφορά το πιο κάτω σκεπτικό και μεταγενέστερα στην Promontoria (Chestnut) Limited ν (1) Bell (2) Bell [2019] EWHC 1581 (Ch), αναφέρθηκαν τα εξής, ελεύθερα μεταφρασμένα:

«Το σκεπτικό πίσω από αυτές τις διατυπώσεις είναι ότι η πτωχευτική διαδικασία δεν προορίζεται ως μέσο για ένα πιστωτή να εκτελέσει το χρέος εναντίον του χρεώστη αλλά ως μέθοδος συλλογικής ρευστοποίησης της περιουσίας ενός χρεώστη που δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη του, για να διαμοιραστεί προς όφελος όλων των πιστωτών που αξιώνουν εναντίον της περιουσίας. Πιστωτής ο οποίος είναι πλήρως εξασφαλισμένος επί της περιουσίας του χρεώστη δεν χρειάζεται να προχωρήσει με πτωχευτική διαδικασία και δεν θα πρέπει να το πράξει, εκτός και αν είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί της εξασφάλισής του, επειδή η περιουσία επί της οποίας υπάρχει εξασφάλιση δεν θα αποτελεί μέρος της περιουσίας που πρόκειται να διαμοιραστεί προς όφελος των πιστωτών γενικά. Είναι γι’ αυτό το λόγο που ένας εξασφαλισμένος πιστωτής δεν μπορεί να καταχωρίσει αίτηση πτώχευσης στη βάση του άρθρου 267(2)(b) εκτός και αν προτίθεται να παραιτηθεί της εξασφάλισής του ή αν η εξασφάλισή του δεν είναι επαρκής για να καλύψει το χρέος, στην οποία περίπτωση έχει τα ίδια δικαιώματα με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές, όμως μόνο όσον αφορά τη διαφορά στο υπόλοιπο [5].

*Έμφαση δοθείσα.  

Προκύπτει και από την Αγγλική Νομολογία, όπως και από τις αρχές στην Παπαδόπουλος (ανωτέρω) (βλ. σημεία (5) και (6) στο απόσπασμα που παρατέθηκε προηγουμένως στην παρούσα Απόφαση) και στην Θεοδώρου (επίσης ανωτέρω) πως, ναι μεν είναι δυνατή η θεραπεία της παράλειψης δια τροποποιήσεως, νοουμένου όμως δε ότι αυτή έγινε καλόπιστα, ότι δεν απολήγει σε αδικία και νοουμένου ότι υπάρχει υπόλοιπο χρέους το οποίο δεν καλύπτεται από την εξασφάλιση ή αναλόγως δήλωση παραίτησης των εξασφαλίσεων.

Στην εδώ κρίσιμη περίπτωση, υπό το φως των προηγούμενων διαπιστώσεών μου, καταλήγω ότι οι Πιστωτές, παραγνωρίζοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5 σε όλα τα στάδια της παρούσας διαδικασίας, παρουσίασαν κατά την αίτησή τους για έκδοση του Διατάγματος, αναληθή στοιχεία στο Δικαστήριο, στη βάση των οποίων και την πέτυχαν. Πετυχαίνοντας την, βρέθηκαν στη θέση από τη μία να διατηρούν, ως φαίνεται, πλήρως εξασφαλισμένο το χρέος και ταυτόχρονα να έχουν θέσει το Πτωχεύσαντα σε καθεστώς πτώχευσης. Δεν έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε ενώπιον μου με το οποίο να μπορώ να καταλήξω ότι ο τρόπος που ενήργησαν ήταν καλόπιστος ή άθελος. Αντίθετα, εκ των πραγμάτων διαφαίνεται ότι παρουσίασαν τα γεγονότα αυτά γνωρίζοντας ότι δεν ήταν αληθή. Προφανώς, από τη στιγμή που δεν αποκαλύφθηκε ότι υπήρχαν εξασφαλίσεις για το χρέος, και δη εξασφαλίσεις οι οποίες, ως φαίνεται, το υπερκαλύπτουν, ο Πτωχεύσας τέθηκε υπό το καθεστώς πτώχευσης με τις συνέπειες που αυτό ενέχει για τη ζωή και την οικονομική δραστηριότητά του. Ευκαιρίας δοθείσης, υπενθυμίζω τη βασική αρχή ότι «από τη στιγμή που ο χαρακτήρας της πτωχευτικής διαδικασίας είναι οιωνεί ποινικός, και επηρεάζει το καθεστώς του χρεώστη, η απόδειξη της διενέργειας πράξης πτώχευσης, η οποία καθορίζει και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, πρέπει να είναι ξεκάθαρη και πειστική· ουδείς θα πρέπει να πτωχεύει επί τη βάση ασάφειας»[6]. Πέραν τούτων, η πρόθεση των Πιστωτών αναφορικά με την τύχη των εν λόγω εξασφαλίσεων, αλλά και η αξία στην οποία ίδιοι τις εκτιμούν παραμένει, ακόμα και σήμερα, άγνωστη και συνεπώς τυχόν διαταγή για τροποποίηση της Αίτησής τους δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί ούτως ώστε να επέλθει συμμόρφωση με το Άρθρο 5(2) του Κεφ. 5.

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη ούτως ώστε ν’ ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια και ακυρώσω το Διάταγμα Πτώχευσης. Προσθέτω στο σκεπτικό μου ότι, η συμπεριφορά των Πιστωτών ενώπιον του Δικαστηρίου όπως την περιέγραψα αμέσως πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως καταχρηστική της διαδικασίας του Δικαστηρίου, ιδιαιτέρως ενόψει και της ίδιας της φύσεως της πτωχευτικής διαδικασίας. Για τον επιπρόσθετο αυτό λόγο λοιπόν θα ενέκρινα την Αίτηση του Πτωχεύσαντα και θα ακύρωνα το Διάταγμα.

Η Αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο το Διάταγμα Πτώχευσης ημερομηνίας 16.11.22 ακυρώνεται. Εκδίδεται επίσης Διάταγμα με το οποίο η ειδοποίηση του παρόντος ακυρωτικού Διατάγματος δημοσιευθεί αμέσως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο, ως προβλέπεται στο Άρθρο 31(3) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5. Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, εν όψει του αποτελέσματος, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση – Πιστωτών, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

.....................................

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

    



[1] Στο πρωτότυπο: «A petitioning creditor, who in his petition does not estimate the value of his security, or state that he will give it up for the benefit of the creditors in the event of the debtor being made bankrupt, does not thereby forfeit his security, though a receiving order or adjudication made on such a petition, if unamended, might be bad and liable to be set aside. Where, however, a petitioning creditor inadvertently omitted to disclose a security of little or no value, and a receiving order was made, and the registrar subsequently allowed the petition to be amended, the Court of Appeal refused to set aside the receiving order or to direct the petition to be reheard. Where the petitioner has by inadvertence omitted both in his petition and in his proof to value a security of considerable value but much less than the debt, the court has jurisdiction to give leave to amend the petition and proof by valuing the security; in exercising this jurisdiction, the test is not whether the security is of little or no value, but whether the debt, less the security, is less than £200. “Inadvertence” may include a “deliberate” exclusion of the security on legal advice».

[2] Στο πρωτότυπο: «Where a creditor to whom the bankrupt was indebted for various amounts and who held security to cover the bankrupt’s entire indebtedness to him, proved and voted for a part only of his debt, without8 mentioning the security, his omission to disclose or value the security was held to be deliberate and not due to any inadvertence […]».

[3] Επαναλαμβάνεται για σκοπούς εύκολης αναφοράς: «[…] Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτός ως αιτητής πιστωτής στην έκταση του υπόλοιπου του προς αυτόν οφειλόμενου χρέους, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της εκτιμημένης αξίας, κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν μη εξασφαλισμένος πιστωτής»

[4] Στο πρωτότυπο: «Disclosure of security in a bankruptcy petition is, on any footing, an important matter. It is axiomatic to the bankruptcy regime that a secured creditor cannot both claim the benefits of the bankruptcy of his debtor, or seek his debtor’s bankruptcy, and also retain the benefit of his security for the full value of his claim. However, no problem arises if the creditor is prepared to give up his security for the benefit of all the creditors, or if the debt is more than the value of the security by at least the minimum amount required to found a bankruptcy petition».

[5] Στο πρωτότυπο: «Lying behind these arrangements is the fact that bankruptcy proceedings are not intended as a means for a single creditor to enforce his debt against the debtor but rather as a method of collective realisation of the assets of a debtor who cannot pay his debts, to be distributed for the benefit of all creditors with claims on those assets. A creditor who is fully secured over assets of that debtor does not need to take bankruptcy proceedings, and should not do so, unless he is willing to give up the security, because the asset over which the security exists will not be part of the estate divisible for the benefit of the creditors generally. That is why a secured creditor cannot present a bankruptcy petition under s 267(2)(b) unless either he is willing to give up the security or his security is not adequate to cover the whole debt, in which case he ranks with the other unsecured creditors but only so far as the shortfall is concerned*».

[6] Βλ. σύγγραμμα Williams and Muir Hunter (ανωτέρω), σελ. 1: «Since bankruptcy is quasi-penal in character, and affects the status of the debtor, the proof of the commission of an act of bankruptcy, which alone confers jurisdiction on the court, must be clear and convincing; no person should be made bankrupt on an ambiguity»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο