ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 1/2021

 

Αναφορικά με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο 66(Ι)/1997

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο 22(Ι)/2016

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113

 

και

 

Αναφορικά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd

 

5 Ιουλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κα Χατζηξενοφώντος για A.G. Erotokritou LLC

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Συμεού για Μάκης Αναστασίου & Σια

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση του Μιχαλάκη Κωνσταντίνου (στο εξής ο «Αιτητής») ημερομηνίας 21.11.2022 για άδεια συνέχισης της αγωγής 2147/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού

 

 

Ο Αιτητής, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του, είναι ενάγοντας στην αγωγή 2147/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Μια εκ των εναγόμενων στην αγωγή εκείνη ήταν η Cyprus Popular Bank Public Company Limited (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»). Όταν εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας προέκυψε ανάγκη εξασφάλισης άδειας για συνέχιση της αγωγής εναντίον της.

 

Ένα από τα επίδικα θέματα της αγωγής 2147/2014 είναι η κυριότητα ποσού χρημάτων που ήταν κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομα του Αιτητή (εκεί ενάγοντα) όταν η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε εξυγίανση τον Μάρτιο 2013. Θέση του Αιτητή είναι πως, παρότι ο λογαριασμός ήταν στο όνομα του, δικαιούχος του ποσού που ήταν εκεί κατατεθειμένο δεν ήταν ο ίδιος προσωπικά αλλά η διαχείριση της αποβιωσάσης συζύγου του. Συνεπώς, υποστηρίζει, κατά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας το ποσό αυτό έπρεπε να τύχει χειρισμού ωσάν να άνηκε στη αποβιώσασα και όχι στον ίδιο.

 

Παρενθετικά σημειώνω ότι ενώ εκκρεμούσε η παρούσα Αίτηση, ο Αιτητής υπέβαλε προς επαλήθευση χρέος €327.171,58 προς τον εκκαθαριστή της Λαϊκής Τράπεζας. Το χρέος είχε προκύψει από ποσά κατατεθειμένα σε λογαριασμούς επ’ ονόματι του που «κουρεύτηκαν» στα πλαίσια της εξυγίανσης. Η επαλήθευση έγινε αποδεκτή περί τον Σεπτέμβριο 2022, στο σύνολο της, δηλαδή για ποσό €327.171,58.

 

Ο Αιτητής διαπίστωσε αργότερα ότι εκ λάθους είχε συμπεριλάβει στο ποσό της επαλήθευσης και το επίδικο ποσό της αγωγής 2147/2014 που (σύμφωνα με τη δικογραφημένη του θέση) δεν ανήκουν στον ίδιο προσωπικά. Αποτάθηκε τότε στον εκκαθαριστή και ζήτησε την διόρθωση του ποσού της επαλήθευσης, με την αφαίρεση του ποσού της αγωγής, ώστε το χρέος που επαληθεύτηκε να μειωθεί σε €117.356,61. Ο εκκαθαριστής δεν είχε αποδεχτεί το αίτημα διότι σύμφωνα με τα λογιστικά αρχεία της Λαϊκής Τράπεζας το ποσό που είχε αρχικώς επαληθευτεί, ήταν ορθό. Ακολούθησε άλλη ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της οποίας τελικά διατάχθηκε από το Δικαστήριο όπως το ποσό της επαλήθευσης για τον Αιτητή μειώνεται σε €117.352,61. Σχετική είναι η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.2.2024 στην οποία παραπέμπω.

 

Επανέρχομαι στην παρούσα Αίτηση.

 

Όπως ανέφερα και πιο πάνω ένας από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του Αιτητή στην αγωγή 2147/2014 (εκεί ενάγοντα) είναι ότι ποσό περί τις €200.000 που κατά τον Μάρτιο 2013 ήταν κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομα του στην Λαϊκή Τράπεζα, δεν άνηκε στον ίδιο προσωπικά αλλά στη διαχείριση της αποβιώσασας συζύγου του. Είναι η θέση του ότι, στα πλαίσια της εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας, το εν λόγω ποσό έπρεπε να τύχει χειρισμού ωσάν να άνηκε στη σύζυγο του και όχι στον ίδιο. Οι υπόλοιπες αξιώσεις που εγείρει με την αγωγή συνδέονται με αυτή τη θέση.

 

Στην Υπεράσπιση που είχε εγείρει η Λαϊκή Τράπεζα στην αγωγή ουσιαστικά αρνείται ότι δικαιούχος του πιο πάνω ποσού είναι η διαχείριση. Η δική της θέση είναι ότι το εν λόγω ποσό ανήκε στον Αιτητή προσωπικά. Συνακόλουθα, μεταξύ άλλων, ο εκκαθαριστής υποστηρίζει για σκοπούς της παρούσας Αίτησης ότι δεν υπάρχει έρεισμα για τις αξιώσεις που εγείρονται στην αγωγή και η συνέχιση της αγωγής αχρείαστη.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης οι δύο πλευρές παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει. Έχω επίσης μελετήσει τη νομολογία και πηγές στις οποίες παραπέμπουν καθώς και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου μέσω της Αίτησης και ένστασης αντίστοιχα.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

 

«Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»

 

Ο λόγος που απαιτείται άδεια επεξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Principles of Company Law, Robert Pennington, 1959 edition, σελ. 524. To απόσπασμα αυτό αφορά το section 231 του Companies Act 1948 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Αναφέρονται τα εξής:

 

«The purpose of this is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of extensive litigation. But the court will always give a plaintiff leave to proceed against a company if he has a prima facie case and his claim could not be dealt with in the winding up, or the remedy he seeks could not be given him therein.»

 

Δηλαδή, από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, όλες οι αξιώσεις εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας που μπορούν να τύχουν χειρισμού μέσω της σχετικά ανέξοδης και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, πρέπει να προωθούνται με αυτή τη διαδικασία αντί μέσω αντιδικίας στο Δικαστήριο. Για αυτό το λόγο καμία διαδικασία ξεκινά ή συνεχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη νομολογία, άδεια δίδεται εάν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο (α) ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εταιρείας αλλά και (β) ότι η απαίτηση του δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης.

 

Ξεκινώντας από την πρώτη προϋπόθεση, μέσω της Αίτηση έχει παρουσιαστεί μαρτυρία σε σχέση με τα γεγονότα και δεδομένα που ο Αιτητής επικαλείται ώστε να στοιχειοθετήσει τη δικογραφημένη του θέση για την κυριότητα του επίδικου ποσού. Στην Αίτηση και ένσταση αντίστοιχα υπάρχει εκτενής αναφορά στα γεγονότα και προβάλλονται διάφορα σχετικά επιχειρήματα.

 

Αυτό δεν είναι το κατάλληλο πλαίσιο για αξιολόγηση ή κατάληξη ως προς τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής σε σχέση με τις αξιώσεις που σχετίζονται με αυτή τη θέση. Ο πραγματικός δικαιούχος του επίδικου λογαριασμού μπορεί να αποφασιστεί μόνο στα πλαίσια της αγωγής. Αυτό που ο Αιτητής έπρεπε να καταδείξει σε αυτό το στάδιο, για σκοπούς της παρούσας Αίτησης, είναι ότι διαθέτει συζητήσιμη υπόθεση στις αξιώσεις και θέσεις που εγείρει. Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων, σε ότι αφορά τους περιορισμένους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, έχω ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση στην αγωγή.

 

Προχωρώ στην δεύτερη προϋπόθεση, που αφορά το κατά πόσο οι αξιώσεις που προβάλλονται εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας επιδέχονται επαλήθευσης στα πλαίσια της εκκαθάρισης.

 

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα προκύπτει από τα όσα προηγήθηκαν. Μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης που είχε προηγηθεί η θέση του εκκαθαριστή ήταν ότι ο δικαιούχος του επίδικου ποσού της αγωγής ήταν ο ίδιος ο Αιτητής ο οποίος στα λογιστικά βιβλία της Λαϊκής Τράπεζας παρουσιάζεται ως πιστωτής για τον εν λόγω ποσό. Συνεπώς, ο εκκαθαριστής δεν αναγνωρίζει τη διαχείριση της αποβιώσασας ως δικαιούχο και πιστωτή.

 

Εφόσον ο εκκαθαριστής δεν αναγνωρίζει τη διαχείριση ως πιστωτή της Λαϊκής Τράπεζας, ακολουθεί ότι η απαίτηση της διαχείρισης και το ισχυριζόμενο αντίστοιχο χρέος δεν επιδέχεται επαλήθευσης.

 

Ο μόνος τρόπος να διακριβωθεί εάν η διαχείριση είναι πιστωτής της Λαϊκής Τράπεζας για το ποσό του εν λόγω λογαριασμού είναι μέσω της αγωγής. Ένα από τα κεντρικά επίδικα θέματα της αγωγής και μέρος των θεραπειών που αξιώνονται είναι η ετυμηγορία του Δικαστηρίου κατά πόσο η διαχείριση (και όχι ο Αιτητής προσωπικά) ήταν η δικαιούχος του επίδικου λογαριασμού.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να δοθεί η αιτούμενη άδεια για συνέχιση της αγωγής 2147/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η συνέχιση της αγωγής είναι απαραίτητη για να διακριβωθεί εάν η διαχείριση είναι πιστωτής της Λαϊκής Τράπεζας. Συνεπώς η Αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Α αυτής. 

 

Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, κρίνω ορθό όπως ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής και εκδίδεται αντίστοιχη διαταγή.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο