ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 121/24 (ijustice)

Μεταξύ:

1.    Ζηνοβίας Σαμουήλ

2.    Νικηφόρου Σαμουήλ

Εναγόντων

-και-

Νικολάου Στυλιανού

Εναγόμενου

Ημερομηνία:              7η Αυγούστου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες:          κα. Οικονομίδου

Για Εναγόμενο:         κος. Αρτεμίου

Αίτηση υπό των Εναγόντων ημερομηνίας 12.2.24 για την έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος

 Ενδιάμεση Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Οι Ενάγοντες με την Απαίτησή τους αξιώνουν εναντίον του Εναγόμενου, γενικές, παραδειγματικές, τιμωρητικές και άλλες αποζημιώσεις, για ψυχική βλάβη ένεκα παρενόχλησης και επίθεσης, καθώς και διατάγματα που του απαγορεύσουν να προσεγγίζει την περιουσία τους και να ψεκάζει ή ραντίζει με υγρά πέριξ αυτής.

Καταχώρισαν στο πλαίσιο της Απαίτησής τους, ενδιάμεση Αίτηση, η οποία βασίστηκε κυρίως στο Άρθρο 10 του περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου του 2021 (Ν. 114(Ι)/2021) και με την οποία ζήτησαν - και στις 16.2.24 εξασφάλισαν - μονομερώς Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο απαγορεύθηκε στον Εναγόμενο, μέχρι τελικής εκδίκασης ή και αποπεράτωσης της Αγωγής ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, από το να ραντίζει ή και να ψεκάζει με υγρά πέριξ της περιουσίας τους (το «Διάταγμα»). Επισημαίνεται ότι στην Αίτηση συμπεριλήφθηκαν αρχικά κι άλλα αιτητικά, τα οποία αποσύρθηκαν από την εμφανιζόμενη συνήγορο των Εναγόντων στις 16.2.24.

Την Αίτηση στήριξε ένορκη δήλωση της Ενάγουσας 1 (η «ΕΔΕ») με σχετικά Τεκμήρια. Στην ΕΔΕ η ομνύουσα ανέφερε ότι οι ενάγοντες είναι σύζυγοι και διαμένουν σε πολυκατοικία, ενώ ο Εναγόμενος είναι γείτονάς τους, κάτοικος στην ίδια πολυκατοικία. Η αποθήκη του διαμερίσματος των Εναγόντων γειτνιάζει μ’ εκείνη του Εναγόμενου. Επειδή οι διάδικοι διαφώνησαν σχετικά με ζητήματα κοινοχρήστων, ο Εναγόμενος άρχισε από το έτος 2022 να τους παρενοχλεί. Συγκεκριμένα ραντίζει με υγρά με έντονες οσμές γύρω και πάνω στην αποθήκη των Εναγόντων, ακόμα και όταν η ίδια η Ενάγουσα 1 είναι εντός της αποθήκης. Επισύναψαν σχετικά φωτογραφίες που, κατά την ομνύουσα, τον απαθανατίζουν να προβαίνει στις πιο πάνω ενέργειες (Τεκμήριο 1 της ΕΔΕ). Ως αποτέλεσμα, οι Ενάγοντες φοβούνται, αναστατώνονται και αγωνιούν επειδή κινδυνεύει η ήδη βεβαρημένη υγεία της Ενάγουσας 1 η οποία φαίνεται στα συνημμένα Τεκμήρια 2 και 3 της ΕΔΕ. Για τη συμπεριφορά του Εναγόμενου οι Ενάγοντες υπέβαλαν σχετικά παράπονα και καταγγελίες στις αρμόδιες αρχές (Τεκμήριο 4 της ΕΔΕ) και απηύθυναν και προς τον ίδιο επιστολή μέσω δικηγόρου (Τεκμήριο 5 της ΕΔΕ). Παρά ταύτα ο Εναγόμενος συνέχισε να προβαίνει στις ίδιες ενέργειες θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία της Ενάγουσας 1, αλλά και τη ζωή γάτων οι οποίοι τρέφονται στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Εν όψει του κινδύνου που πιστεύουν ότι διατρέχουν, οι Ενάγοντες αποφεύγουν τις μετακινήσεις. Στις 23.3.23 καταχωρίστηκε εναντίον τόσο της Ενάγουσας 1 όσο και του Εναγόμενου ποινική υπόθεση για δημόσια εξύβριση και άλλα αδικήματα.

O Εναγόμενος, εμφανιζόμενος στη διαδικασία, κατέθεσε μια μακροσκελή Ένσταση με την οποία ζητά απόρριψη της Αίτησης για 39 λόγους, κάποιοι εκ των οποίων αναφέρουν απλά γεγονότα, τα οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνονται στην ένορκη δήλωσή του που συνόδευσε την Ένσταση, και κάποιοι επαναλαμβάνουν άλλους λόγους ένστασης. Συνοψίζονται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, ότι οι Ενάγοντες παρουσίασαν αναληθή στοιχεία και απέκρυψαν άλλα, στο ότι κωλύονται να προωθούν την Απαίτηση και να ζητούν θεραπεία εκφράζοντας απροσδιόριστες ανησυχίες ενώ δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε αφόρητη γι’ αυτούς κατάσταση, στο ότι η συμπεριφορά του Εναγόμενου δεν αποτελεί παρενόχληση, ενώ είναι ο ίδιος θύμα παρενόχλησης από τους Ενάγοντες και ότι οι πράξεις του ήταν εύλογες, ακίνδυνες και δικαιολογημένες. Εάν το Διάταγμα παραμείνει σε ισχύ ή εκδοθούν άλλα διατάγματα, εισηγείται ο Εναγόμενος μέσω της Ένστασης, θα πληγούν τα δικαιώματά του στην απόλαυση της περιουσίας του και θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, αλλά θα πληγεί και η απονομή της δικαιοσύνης. Επίσης, το εκδοθέν Διάταγμα τροποποιεί σχετική συμφωνία των διαδίκων ως κατόχων διαμερισμάτων στην πολυκατοικία. 

Ως ανέφερα, η Ένσταση συνοδεύτηκε με ένορκη δήλωση την οποίο έλαβα υπόψη μου στην πλήρη έκτασή της (η «ΕΔΚ») μαζί με τα κατατεθειμένα σ’ αυτή 22 Τεκμήρια. Στην ΕΔΚ ο Εναγόμενος αναφέρει ότι και ο ίδιος έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του για να λάβουν μέτρα εναντίον των Εναγόντων. Επιβεβαιώνει ότι κατοικεί στην ίδια πολυκατοικία με τους Ενάγοντες. Αναφέρει ότι πάσχει από συγκεκριμένη σοβαρή αυτοάνοση νόσο, βρίσκεται σε ανοσοκαταστολή και γι’ αυτούς τους λόγους επηρεάζεται η ποιότητα ζωής του, ενώ η κατάσταση της υγείας του χρήζει παρακολούθησης και παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις. Επιπρόσθετα είναι αλλεργικός στις γάτες και στο τρίχωμά τους. Έπειτα αναφέρεται σε ιστορικό διαφορών μεταξύ του και των Εναγόντων με απαρχή την ίδια τη μετακόμιση των Εναγόντων στην πολυκατοικία. Σύμφωνα με τον Εναγόμενο, η Ενάγουσα 1 έβαζε φαγητό σε αδέσποτους γάτους με αποτέλεσμα να υπάρχουν προστριβές μεταξύ της και των λοιπών ενοίκων. Οι γάτες εισέρχονταν και στη βεράντα του διαμερίσματός του και ο ίδιος παραπονέθηκε. Το παράπονό του όμως δεν εισακούστηκε και αναγκάστηκε ν’ απευθυνθεί στην Ενάγουσα 1 γραπτώς. Παράλληλα, ξέσπασε άλλη διαμάχη που αφορούσε το ύψος των κοινοχρήστων, θέμα για το οποίο η Ενάγουσα 1 παραπονείτο. Οι διαμάχες έλαβαν διαστάσεις και επεκτάθηκαν και σε προσωπικό επίπεδο και κατέληξαν στην υποβολή καταγγελιών του Εναγόμενου στην Αστυνομία. Το θέμα δεν έμεινε μέχρι εκεί, αλλ’ ούτε επιλύθηκε, ενώ η Ενάγουσα 1 προεξέτεινε τα προβλήματα και σε ζητήματα που αφορούσαν κατ’ ισχυρισμό παράνομη επέκταση των διαμερισμάτων του Εναγόμενου κι ενός άλλου ενοίκου. Για τα θέματα ανταλλασσόταν ενίοτε και αλληλογραφία, την οποία ο Εναγόμενος επισυνάπτει στην ΕΔΚ. Το θέμα των γάτων απασχόλησε τη γενική συνέλευση των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας και λήφθηκαν σχετικές αποφάσεις με τις οποίες οι Ενάγοντες διαφώνησαν. Με συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα ο Ενάγων 2 κατηγόρησε τον Εναγόμενο ότι ρίχνει χημικά υγρά. Λόγω των συνεχιζόμενων διαφωνιών η διαχειριστική επιτροπή διόρισε δικηγόρο, ο οποίος με τη σειρά του απηύθυνε επιστολές προς τους Ενάγοντες. Σε πρακτικό επίπεδο, ισχυρίζεται ο Εναγόμενος, οι δημοτικές αρχές απαγόρευσαν στους Ενάγοντες να ταΐζουν γάτες στο πεζοδρόμιο και οι τελευταίοι μετέφεραν τη δραστηριότητα αυτή δίπλα από την αποθήκη του, ενώ οι προστριβές μεταξύ των εξελίχθηκαν σε φραστικές αντιπαραθέσεις που κοινοποιήθηκαν και στον επαγγελματικό κύκλο του. Αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι να επηρεαστεί η ζωή του Ενάγοντα. Άλλη απόρροια ήταν να καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον της Ενάγουσας 1, το περιεχόμενο της οποίας αλλοιώθηκε από την ίδια στην ΕΔΕ, καθότι αφορά και αδίκημα επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη κατά άλλου ενοίκου της πολυκατοικίας. Ο Εναγόμενος προσθέτει ότι η Ενάγουσα 1 δεν είναι μόνιμη κάτοικος Κύπρου ως μπορεί να συμπεράνει από τα έγγραφα που η ίδια επεσύναψε στην ΕΔΕ. Σχετικότερα όμως με τα εδώ προς εξέταση ζητήματα, προχωρεί ν’ αναφέρει ότι οι Ενάγοντες χρησιμοποιούν την αποθήκη τους ως καταφύγιο αδέσποτων γάτων και στούντιο ζωγραφικής. Ο ίδιος, λόγω της ασθένειάς του, καθαρίζει σχολαστικά τους κοινόχρηστους χώρους και δη το χώρο έξω από την αποθήκη του. Οι ισχυρισμοί των Εναγόντων περί ραντίσματος και ψεκασμού είναι ψευδείς καθότι ο Εναγόμενος προβαίνει μόνο απολύμανση του χώρου δίπλα και γύρω από την αποθήκη και το αυτοκίνητό του και αυτή γίνεται με νερό, ξύδι, νερωμένη χλωρίνη και υγρό γενικού καθαρισμού, όλα οικιακής χρήσεως. Η απολύμανση είναι απαραίτητη λόγω της κατάστασης που προκαλούν οι ενέργειες των Εναγόντων, ενώ τα υγρά ουδεμία επίδραση έχουν στην υγεία των Εναγόντων οι οποίοι, παρά τα όσα ισχυρίστηκαν στην ΕΔΕ, εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το χώρο. Εν όψει των πιο πάνω ο Εναγόμενος επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης και ζητεί όπως το Διάταγμα ακυρωθεί και η αίτηση απορριφθεί.  

            Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε και με την ολοκλήρωση του σταδίου κατάθεσης ενόρκων δηλώσεων από πλευράς των διαδίκων, οι δικηγόροι τους κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες έλαβα υπόψη μου στην πλήρη έκτασή τους και συνοψίζω ως ακολούθως:

Οι δικηγόροι του Ενάγοντα στην αγόρευσή τους αναφέρουν ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε στη βάση του Άρθρου 10 του Ν.114(Ι)/2021. Ο Νόμος 114(Ι)/2021, προκρίνουν, δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει σχετικό Διάταγμα στο πλαίσιο Αγωγή ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60). Αναλύουν τις σχετικές πρόνοιες του Ν. 114(Ι)/2021 και υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο, βάσει της μαρτυρίας, ικανοποιήθηκε περί της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων του εν λόγω Νόμου και εξέδωσε το ενδιάμεσο Διάταγμα. Έχει, κατά την άποψή τους, στοιχειοθετηθεί ότι ο Εναγόμενος προβαίνει σε παρενοχλητικές πράξεις και συμπεριφορές, αλλά και ότι υπάρχει κίνδυνος επανάληψής τους, καθώς επίσης και ενυπάρχει, αιτιολογημένα, φόβος περί τούτου από πλευράς Εναγόντων. Παράλληλα, εισηγούνται, πληρούνται και οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60 συμπεριλαμβανομένης και της προϋπόθεσης ότι στο ισοζύγιο της ευχέρειας το Δικαστήριο θα πρέπει να διατηρήσει το Διάταγμα σε ισχύ. Επίσης οι δικηγόροι σχολιάζουν τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου εστιάζοντας στο ότι πολλοί δεν σχετίζονται με τα υπό εξέταση ζητήματα. Πέραν τούτου, δράττονται της ευκαιρίας ν’ απαντήσουν και σε ορισμένους ισχυρισμούς του Εναγόμενου, όπως δηλαδή ότι ήταν με τη σύμφωνο γνώμη του Δήμου Στροβόλου και φιλοζωικών οργανώσεων που οι Ενάγοντες στείρωσαν 3 γάτες, αλλά δεν διατηρούν και δεν σιτίζουν αδέσποτες γάτες στους κοινόχρηστους χώρους, ενώ σχετική πρότασή τους για δημιουργία διαχωριστικού μεταξύ του διαμερίσματός τους και του Εναγόμενου απορρίφθηκε από τον ίδιο. Τα δε προβλήματα υγείας του Εναγόμενου δεν δικαιολογούν την παρενοχλητική συμπεριφορά του. Σε κάθε περίπτωση, αναφέρουν οι δικηγόροι, οι Ενάγοντες έχουν πλέον φροντίσει κι έλαβαν μέτρα, τα οποία εμποδίζουν την πρόσβαση των κατοικίδιων τους στο διαμέρισμα του Εναγόμενου. Ως προς τον ισχυρισμό περί μη αποκάλυψης στοιχείων αυτός είναι, πάντα κατά τους δικηγόρους, ανεδαφικός καθότι οι ίδιοι αποκάλυψαν όλα τα ουσιώδη γεγονότα. Προσθέτουν ότι οι οποιεσδήποτε προστριβές μεταξύ των Εναγόντων και άλλων ενοίκων της πολυκατοικίας έχουν πλέον ξεπεραστεί και διατηρούν άριστες σχέσεις μεταξύ τους.   

Από την αντίπερα όχθη οι δικηγόροι του Εναγόμενου, επίσης σχολιάζουν τα σχετικά Άρθρα του Ν.114(Ι)/21, αναφέροντας όμως ότι οι επιμέρους αρχές έκδοσης διαταγμάτων του Άρθρου 32 του Ν.14/60 θα πρέπει να καθοδηγήσουν το Δικαστήριο. Με τούτη τη βάση, η υποχρέωση αποκάλυψης όλων των σχετικών γεγονότων, αλλά και η ύπαρξη του στοιχείου του κατεπείγοντος εξακολουθούν να ισχύουν ως κριτήρια για χορήγηση θεραπείας. Εν προκειμένω, οι Ενάγοντες δεν απάντησαν στους ισχυρισμούς του Εναγόμενου στην ΕΔΚ και ως καθίσταται προφανές δεν αποκάλυψαν όλα τα σχετικά γεγονότα και απέκρυψαν τόσο το ιστορικό της διαφοράς, όσο και τη χρήση που κάνουν την αποθήκης τους, αλλά και το ότι προκάλεσαν ζήτημα υγιεινής σε όλους τους ενοίκους της πολυκατοικίας αναγκάζοντας τον Εναγόμενο να καθαρίζει. Ψευδώς δε, συνεχίζουν οι δικηγόροι, οι Ενάγοντες παρουσίασαν την απολύμανση στην οποία προβαίνει ο Εναγόμενος ως ψεκασμό ή ράντισμα. Πέραν τούτου και εκ πραγματικών των γεγονότων, τα οποία παρέθεσε ο Εναγόμενος, δεν στοιχειοθετείται κατεπείγον ζήτημα, καθότι τα προβλήματα χρονολογούνται και γι’ αυτά ευθύνονται οι Ενάγοντες. Επί των ίδιων γεγονότων δεν είναι δυνατό, προκρίνουν να στοιχειοθετηθεί παρενόχληση, καθότι η συμπεριφορά του Εναγόμενου ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογη. Ούτε ζημιά ή πρόβλημα υγείας επικαλούνται ότι υπέστησαν οι Ενάγοντες για να αιτιολογείται η αναφορά σε παρενοχλητική συμπεριφορά του Εναγόμενου. Παράλληλα τυχόν διατήρηση του Διατάγματος σε ισχύ σημαίνει και την απαγόρευση απολύμανσης του ευρύτερου χώρου, ο οποίος χρησιμοποιείται δικαιωματικά και από τον Εναγόμενο. Έπειτα οι δικηγόροι του Εναγόμενου θίγουν ότι η παράθεση μαρτυρίας από τους δικηγόρους των Εναγόντων μέσω της γραπτής τους αγόρευσης δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και γενικότερα εισηγούνται ότι το σχετικό Διάταγμα, με το λεκτικό του το οποίο με τη σειρά του είναι γενικό και δυσχεραίνει την καθημερινότητα του Εναγόμενου, θα πρέπει ν’ απορριφθεί.              

Προτού προχωρήσω σε οποιαδήποτε άλλη ανάλυση της ενώπιον μου κρίσιμης περίπτωσης, θα πρέπει ν’ αναφέρω ότι η συμπλήρωση ή εισαγωγή μαρτυρίας δια μέσω αγόρευσης δικηγόρου δεν είναι αποδεκτή[1]. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να λάβω υπόψη μου τα όσα οι δικηγόροι των Εναγόντων πρόβαλαν είτε ως απαντητικούς είτε ως επιπρόσθετους ισχυρισμούς γεγονότων στη γραπτή τους αγόρευση. Εάν οι Ενάγοντες προτίθεντο είτε ν’ απαντήσουν σε ισχυρισμούς είτε ν’ αμφισβητήσουν με σκοπό να κλονίσουν, τρόπον τινά, θέσεις της άλλης πλευράς, θα έπρεπε να το πράξουν χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δικονομικά μέσα και όχι μέσω των αγορεύσεων. H πλευρά των Εναγόντων, κατ’ αντίθεση με την αρχή ότι η αγόρευση δικηγόρου δεν είναι πρόσφορο μέσο για εισαγωγή μαρτυρίας, πρόβαλε σωρεία απαντητικών ισχυρισμών μέσω της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων της. Πέραν της σύγκρουσης με την πιο πάνω αρχή, η αγόρευση των δικηγόρων επεκτάθηκε και αχρείαστα παρά τα όσα επιτάσσει ο πρωταρχικός σκοπός των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, στρέφω την προσοχή μου στην εξέταση της Αίτησης:

Προέχει η εξέταση της θέσης της πλευράς του Εναγόμενου ότι οι Ενάγοντες δεν προέβησαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, προσερχόμενοι στο Δικαστήριο για να ζητήσουν μονομερώς και επειγόντως θεραπεία.

Το ζήτημα της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding AG κ.α. ν. Adeona Holdings Ltd κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 386, όπου οι σχετικές αρχές συγκεφαλαιώθηκαν ως ακολούθως:       

«Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη […]Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.

Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd´s Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλLinsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd [2010] EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει. Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd´s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.ά. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.

Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.

Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.ά. v. Tράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866, ECLI:CY:AD:2014:A269). Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος […]».

            Η Νομολογία λοιπόν καθορίζει ότι το καθήκον διαδίκου να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων άπτεται της καλής πίστης που θα πρέπει να επιδεικνύεται, όταν ιδιαίτερα η θεραπεία που ο διάδικος επιζητεί από το Δικαστήριο γίνεται σε μονομερή βάση και κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα ότι για ν’ αποφασιστεί ένα θέμα πρέπει να ακούγονται και οι δύο πλευρές. Υπό το πρίσμα τούτο έλαβα υπόψη μου όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου τόσο δια των ενόρκων δηλώσεων όσο και δια των γραπτών αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων και συνεκτιμώ αυτά στο βαθμό που τούτο είναι αναγκαίο για να κρίνω την κρίσιμη Αίτηση, χωρίς να τ’ αξιολογώ. Τούτων δοθέντων, διαπιστώνω ότι η θέση των δικηγόρων του Εναγόμενου επί του θέματος της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων από πλευράς των Εναγόντων με βρίσκει σύμφωνο για τους εξής λόγους:

Ως διαφαίνεται από το περιεχόμενο της ΕΔΚ, οι Ενάγοντες με την ΕΔΕ, μετέφεραν στο Δικαστήριο μόνο μέρος της εικόνας των όσων διαμείφθηκαν μεταξύ των διαδίκων αλλά και την ίδια την εμπλοκή άλλων ενοίκων και της διαχειριστικής επιτροπής. Δηλαδή φαίνεται ότι οι Ενάγοντες απομόνωσαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο μόνο τις δικές τους καταγγελίες εναντίον του Εναγόμενου, παραλείποντας ν’ αποκαλύψουν αλληλογραφία, η οποία φαίνεται να ήταν στην κατοχή τους και στην οποία περιλαμβάνονταν κι άλλα σχετικά με τα υπό κρίση ζητήματα στοιχεία. Εξηγώ: Οι Ενάγοντες μέσω της ΕΔΕ έθεσαν ως αιτία των προστριβών μεταξύ τους και του Εναγόμενου τη διαφωνία τους για το θέμα των κοινοχρήστων (βλ. παράγραφος 5 της ΕΔΕ). Κατ’ ουσία πρόβαλαν ότι ο Εναγόμενος ψεκάζει και ραντίζει τους επίμαχους χώρους των αποθηκών επειδή οι ίδιοι εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για, κατ’ ισχυρισμό αδικία, στο θέμα αυτό (βλ. παραγράφους 5 και 6 της ΕΔΕ συνδυαστικά). Εστίασαν την εξιστόρηση των γεγονότων στις ενέργειες του Εναγόμενου εναντίον του προσώπου τους (βλ. παράγραφο 8, 9 και 16 της ΕΔΕ) παρουσιάζοντας ουσιαστικά ότι ο Εναγόμενος στόχευε να προκαλέσει βλάβη στους ιδίους. Η εμπλοκή και η έκταση του ζητήματος της φροντίδας των γάτων τέθηκε από τους Ενάγοντες ακροθιγώς και ως παρεμπίπτον ή δευτερευούσης σημασίας ζήτημα. Ομοίως και η ίδια η έκθεση των γάτων σε κίνδυνο ένεκα των κατ’ ισχυρισμό ενεργειών του Εναγόμενου παρουσιάστηκε στην ΕΔΕ ως να ήταν παράπλευρη συνέπεια της στοχοποίησης των ιδίων και της περιουσίας τους από τον Εναγόμενο (βλ. παράγραφο 14 της ΕΔΕ), λόγω ακριβώς της διαφωνίας που εξέφραζαν για το θέμα των κοινοχρήστων, παρά οτιδήποτε άλλο. Το κατά πόσο η πιο πάνω εικόνα που παρουσίασαν οι Ενάγοντες ισχύει ή όχι, είναι ζήτημα που εκφεύγει των ορίων της παρούσας εξέτασης, καθότι απαιτεί επί της ουσίας αξιολόγηση της μαρτυρίας, πράγμα που δεν είναι δυνατό να γίνει πριν την επί της ουσίας δίκη. Εκείνο που εδώ όμως ενδιαφέρει και συνάμα προβληματίζει είναι ότι, αναμφίβολα, οι Ενάγοντες γνώριζαν γεγονότα και προφανώς κατείχαν αλληλογραφία, την οποία δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο και η οποία, και πάλι αναμφίβολα, αφορούσε το ιστορικό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, αλλά και, ως φάνηκε, έριχνε φως σε άλλες κατά καιρούς εκατέρωθεν ενέργειες.

Υπενθυμίζω ότι οι Ενάγοντες ουδέποτε αρνήθηκαν ότι παρέλαβαν ή ότι, αντιστοίχως, απέστειλαν τα ηλεκτρονικά μηνύματα και επιστολές, που επισυνάφθηκαν ως Τεκμήρια από τον Εναγόμενο στην ΕΔΚ. Συγκεκριμένα, ενώ οι Ενάγοντες, ως φαίνεται, είχαν λάβει το ηλεκτρονικό μήνυμα εκ μέρους της διαχειριστικής επιτροπής ημερομηνίας 1.12.22 και απάντησαν σ’ αυτό στις 8.12.22 (βλ. Τεκμήριο 13 ΕΔΚ) επέλεξαν να μην το αποκαλύψουν στο Δικαστήριο. Κατά τον ίδιο τρόπο ενήργησαν και όσων αφορά τα Τεκμήρια 5, 6, 14, 15 και 16 της ΕΔΚ, όλα εκ των οποίων φαίνεται να είχαν κοινοποιηθεί με τον ένα τρόπο ή τον άλλο σ’ εκείνους. Οι Ενάγοντες ουσιαστικά δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο τα παράπονα που εκφράστηκαν από τον Εναγόμενο και από άλλους ενοίκους της πολυκατοικίας ή και από την ίδια τη διαχειριστική επιτροπή και αφορούσαν τους ιδίους και τα οποία, έστω κατά τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου και των άλλων προσώπων, έγειραν πιθανά ζητήματα υγιεινής και καθαριότητας που προκαλούσε η φροντίδα και φιλοξενία γάτων από τους Ενάγοντες. Υπενθυμίζω ότι τα θέματα υγιεινής και καθαριότητας αποτέλεσαν και την αιτιολογία που παρουσίασε ο Εναγόμενος για την απολύμανση με οικιακής χρήσεως καθαριστικά στην οποία κατ’ ισχυρισμό προβαίνει. Χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία των ισχυρισμών του Εναγόμενου γενικότερα, εκ της όψεως τους και μόνο και υπό το πρίσμα των πιο πάνω, η ανταλλαγείσα αλληλογραφία που οι Ενάγοντες δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο, καταδεικνύει ότι το θέμα της φιλοξενίας και φροντίδας γάτων σε χώρους της πολυκατοικίας, αποτέλεσε σημαντικό σημείο τριβής, όχι μόνο μεταξύ των εδώ διαδίκων, αλλά και μεταξύ άλλων ενοίκων, ακόμα και της διαχειριστικής επιτροπής, και των Εναγόντων και συνεπώς το περιεχόμενό της ήταν ουσιώδες στο πλαίσιο των γεγονότων της κρίσιμης Αίτησης και του εκδοθέντος Διατάγματος. Δεν πρόκειται, εν προκειμένω, περί αντικρουόμενων ερμηνειών και απόψεων επί γεγονότων, έτσι ώστε οι Ενάγοντες ν’ απαλλάσσονταν της ευθύνης να τ’ αποκαλύψουν, αλλ’ αντίθετα, περί απτών στοιχείων τα οποία φαίνεται να υπήρχαν και ν’ αφορούσαν - αν όχι καθ’ ολοκληρία, σε σημαντικό βαθμό - τη ρίζα των ζητημάτων που πρόβαλαν οι Ενάγοντες ως κλονιστικά της σχέσης γειτονίας μεταξύ των διαδίκων.

Εκ των πιο πάνω καταλήγω ότι αποτέλεσμα της μη αποκάλυψης των πιο πάνω στοιχείων ήταν η επιλεκτική παρουσίαση στοιχείων από τους Ενάγοντες στο Δικαστήριο κατά την αναζήτηση μονομερούς θεραπείας. Κατά τον τρόπο αυτό οι Ενάγοντες κατεύθυναν τη δικαστική κρίση περιορίζοντας τα εγειρόμενα θέματα στις δικές τους καταγγελίες εναντίον του Εναγόμενου και αποσιωπώντας ταυτόχρονα το πλήρες ιστορικό και φάσμα της διαμάχης, το οποίο, ως προανέφερα, σε σημαντικό βαθμό, φαίνεται να είχε να κάνει με την προαναφερθείσα φιλοξενία και τη φροντίδα των γάτων και τα ζητήματα υγιεινής και καθαριότητας. Από τη στιγμή που οι θέσεις του Εναγόμενου και της διαχειριστικής επιτροπής επ’ αυτού ήταν γνωστές στους Ενάγοντες και τους είχαν κοινοποιηθεί γραπτώς, οι Ενάγοντες, προσερχόμενοι στο Δικαστήριο και ζητώντας να εκδοθεί απαγορευτικό διάταγμα χωρίς την παρουσία της άλλης πλευράς, όφειλαν, κατ’ ελάχιστον, να τις παρουσιάσουν ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει πλήρη εικόνα των γεγονότων τα οποία, τόσο χρονικά όσο και ουσιαστικά ήταν συνυφασμένα με τις αιτιάσεις τους. Με τον τρόπο που οι Ενάγοντες ενήργησαν αποστέρησαν από το Δικαστήριο την ευκαιρία να γνωρίζει και σταθμίσει το σύνολο των γεγονότων αυτών που ήταν σχετικά και διαθέσιμα κατά το χρόνο καταχώρισης της μονομερούς Αίτησης.

Υπό το φως της σχετικής νομολογιακής προσέγγισης, θεωρώ ότι η επιλογή των Εναγόντων να μην προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πιο πάνω γεγονότων, δεν είναι δυνατό ούτε να αποδοθεί σε άθελη ενέργεια ούτε, εν όψει της σοβαρότητάς της αλλά και της απουσίας οποιασδήποτε αιτιολογίας γι’ αυτή, να παραβλεφθεί.

Επομένως και ως αποτέλεσμα των πιο πάνω κρίνω ότι το Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16.2.24, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν μπορεί να παραμείνει σε ισχύ, αλλά και ότι η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, εν προκειμένω, παρέλκει.

Για τον πιο πάνω λόγο, η Αίτηση απορρίπτεται και το Διάταγμα ημερομηνίας 16.2.24 ακυρώνεται.

Ως προς τα έξοδα της Αίτησης και εν όψει του αποτελέσματος, επιδικάζω αυτά υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον των Εναγόντων 1 και 2. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 39.7 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 39.9, να υποβάλουν προτεινόμενους καταλόγους εξόδων μέχρι τις 10.9.24 και ώρα 14.00 μ.μ. Ο συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων ορίζεται στις 13.9.24 και ώρα 9.00 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο.

 

………..………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

            

   

   



[1] βλ. El Fath Co. For International Trade S.A.E. v. E.D.T. Shipping Ltd κ. Α. (1992) 1 ΑΑΔ 1255


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο