ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.

 

 

                                                                                                      Αρ. Αγωγής: 2297/2016

ΜΕΤΑΞΥ:         

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

                                                                                                                           Ενάγοντα

και

 

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ (ΗΕ 19119)

 

                                                                                                                                                                                                                                    Εναγόμενης

 

Αίτηση ημερομηνίας 19/03/2024

 

Ημερομηνία:  24 Ιουλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα-Αιτητή: κκ Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες

Για Εναγόμενη-Καθ’ ής η Αίτηση: κος Ανδρέας Μ. Κλεάνθους

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

          Έναυσμα για την έκδοση της παρούσης, αποτέλεσε η Αίτηση ημερομηνίας 19/03/2024  (στο εξής ως «η Αίτηση») με την οποία ζητείται η έκδοση διατάγματος για Τροποποίηση της οπισθογράφησης του Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης δια της αντικατάστασης της ημερομηνίας 29/12/2015 με την ημερομηνία 28/12/2015 ως το Παράρτημα Α και Β που επισυνάπτονται στην υπό κρίση Αίτηση.

 

          Πρωτίστως να αναφερθεί ότι η υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή καταχωρήθηκε στις 22/04/2016 επί γενικώς οπισθογραφημένου κλητήριου εντάλματος. Η Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα καταχωρήθηκε περί την 05/09/2016 και η Υπεράσπιση καταχωρήθηκε την 10/02/2017. Μέσω της αγωγής αξιώνονται γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά που προκλήθηκε στο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] αλλά και για πόνο και ταλαιπωρία που κατ’ ισχυρισμό υπέστη ο ενάγοντας λόγω κατ’ ισχυρισμό τραυματισμού του από όχημα που οδηγούσε ο ασφαλισμένος της Εναγόμενης Μιλτιάδης Λουκά περί την 29/12/2015. Μέσω της Έκθεσης Απαίτησης παραθέτει λεπτομέρειες του κατ’ ισχυρισμό συμβάντος καθώς και λεπτομέρειες των ειδικών ζημιών και σωματικών βλαβών του Ενάγοντα.

 

          Μέσω της Υπεράσπισης της η Εναγόμενη αρνείται τις θέσεις του Ενάγοντα και ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι κατά ή περί την 29/12/2015 ο οδηγός του υπ’ αριθμόν εγγραφής οχήματος [ ], στάθμευσε νόμιμα και κανονικά το όχημα σε χώρο κατάλληλα και/ή ειδικά διαμορφωμένο για στάθμευση στο πλάι του δρόμου της 28ης Οκτωβρίου στη Μακεδονίτισσα. Στο σημείο στάθμευσης, έμπροσθεν του [ ] βρισκόταν παρκαρισμένο το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] εντός του οποίου βρισκόταν ο Ενάγοντας. Αρνείται δε τις λεπτομέρειες αμέλειας και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε χώρα περί την 29/12/2015 τέτοιο συμβάν. Ισχυρίζεται επίσης ότι τυχόν βλάβες και ζημιές δεν ήταν σοβαρές.

 

          Με την υπό κρίση Αίτηση ουσιαστικά ζητείται η τροποποίηση τόσο στη οπισθογράφηση του κλητήριου εντάλματος όσο και στην Έκθεση Απαίτησης  δια της διαγραφής της ημερομηνίας 29/12/2015 και την αντικατάσταση της με την ημερομηνία 28/12/2015.

 

          Μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι το ατύχημα για το οποίο δίδει λεπτομέρειες στο δικόγραφο του ο Ενάγοντας συνέβη την 28/12/2015 και όχι την 29/12/2015 ως αναγράφηκε ως αναφέρει καλόπιστα και εκ παραδρομής στο δικόγραφο. Αυτό το αντιλήφθηκαν πρόσφατα και δη όταν παραδόθηκε από τους δικηγόρους της Εναγομένης στους δικηγόρους του Ενάγοντα η επιστολή ως το Τεκμήριο 1 την οποία κοινοποίησε η Ύδρα Ασφαλιστική Εταιρεία (η οποία ήταν η ασφαλιστική εταιρεία η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο παρείχε κάλυψη στον Ενάγοντα) στην Εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία. Μέσω του εν λόγω εγγράφου διαπιστώθηκε ότι υπήρξε εκ παραδρομής και ένεκα καλόπιστου λάθους λανθασμένη δικογράφηση της ημερομηνίας του τροχαίου ατυχήματος. Επίσης επισυνάπτει ως Τεκμήριο 2 αλληλογραφία από την οποία προκύπτει ότι και οι δικηγόροι της Εναγόμενης σε επιστολή τους προς τους δικηγόρους του Ενάγοντα αναφέρονταν στο τροχαίο δυστύχημα με ημερομηνία 29/12/2015. Θεωρεί ότι αυτό δείχνει το καλόπιστο του λάθους. Επίσης ως Τεκμήριο 3 επισύναψε έκθεση του Δρ. Ηλία Γεωργίου στην οποία αναφέρεται ότι το δυστύχημα έγινε κατά την 29/12/2015. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις δε μεταβάλουν κατά τη θέση της ενόρκως δηλούσας την ουσία και τη βάση της αγωγής ούτε παρεκτρέπουν τη διαδικασία αλλά επιδιώκουν τη διασαφήνιση των επίδικων θεμάτων. Ως αναφέρει η Εναγόμενη οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης αλλά και τον πλήρη προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων.

 

          Η υπό κρίση Αίτηση αντικρούσθηκε από την Εναγόμενη-Καθ΄ής η Αίτηση η οποία περί την 23/05/2024 καταχώρησε ειδοποίηση περί προθέσεως ένσταση (στο εξής ως η «Ένσταση»). Με την Ένσταση εγείρονται 17 λόγοι ένστασης οι οποίοι συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

  1. Η Αίτηση είναι παράτυπη, αβάσιμη και/ή είναι ουσία και νόμω αβάσιμη, αντικανονική, αστήρικτη, ελλείπει το ορθό νομικό και δικονομικό υπόβαθρο και αντίθετη στις πρόνοιες των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
  2. Η Αίτηση είναι καταχρηστική προϊόν δευτέρας σκέψεως, καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση χωρίς να παρασχεθεί ικανοποιητική εξήγηση.
  3. Δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος, δεν πρόκειται περί καλόπιστου λάθους υπό την έννοια του νόμου και της νομολογίας, επιχειρείται ακόμη μια ευκαιρία για καταχώρηση ουσιαστικά νέας Έκθεσης Απαίτησης με νέους ισχυρισμούς και θα περιπλεχθεί η διαδικασία.
  4. Επιδιώκεται νέα βάση αγωγής και επαναπροσδιορισμός των επίδικων θεμάτων.
  5. Η αιτούμενη τροποποίηση δε γίνεται καλή τη πίστη θα μπορούσαν να εντοπιστούν τα γεγονότα νωρίτερα. Η Αίτηση δε βασίζεται σε ύπαρξη νεοδημιουργηθέντων γεγονότων ούτε σε ύπαρξη νεοανακαλυφθέντων γεγονότων αλλά αφορά γεγονότα που ήταν εις γνώση τους και εύλογα μπορούσαν να εντοπιστούν.
  6. Η αιτούμενη τροποποίηση θα έχει καταλυτικές συνέπειες για την Εναγόμενη και θα επηρεαστούν δυσμενώς τα δικαιώματα της αφού ετοίμασε την Υπεράσπιση της και μάζεψε μαρτυρικό υλικό με γνώμονα ότι το ατύχημα συνέβη την εν λόγω ημερομηνία και δεν μπορεί τώρα να συλλέξει νέο υλικό.

 

          Η Ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του κου Θωμά Θωμά ο οποίος μέσω της ενόρκου δηλώσεως του υιοθετεί ουσιαστικά τους λόγους ένστασης. Αναφέρει επίσης ότι τα γεγονότα ήταν γνωστά στον Αιτητή και εν πάση περίπτωση θα μπορούσαν να εξευρεθούν με τη δέουσα έρευνα. Η αιτούμενη τροποποίηση δε θεωρείται περίπτωση που εμπίπτει εντός του ορισμού του καλόπιστου λάθους αφού μεταξύ άλλων η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής ή συνιστούν αναγκαίες λεπτομέρειες προς υποστήριξη των δικογραφημένων ισχυρισμών δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους. Αναφέρει ότι η Αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση. Η Υπεράσπιση έκτισε την υπόθεση της με βάση το ότι το ατύχημα συνέβη τη μέρα που δικογραφείται, θα περιπλεχθεί η διαδικασία, θα επέλθει εκ βάθρων αλλαγή της γραμμής της απαίτησης και τρομακτική διεύρυνση των επίδικων θεμάτων.

 

          Εισηγείται λοιπόν την απόρριψη της Αίτησης.

 

          Κατά την ακροαματική διαδικασία, ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων έχουν εφοδιάσει το Δικαστήριο με γραπτά κείμενα αγορεύσεων.

 

          Σημειώνεται ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε το έτος 2016. Συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της Δ.25 Θ.1-4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών μετά την τροποποίηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26.9.2014. Υπενθυμίζω ότι η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε πριν την εκδίκαση της αγωγής. Σύμφωνα τη Δ.25 Θ 1(3) μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Δ.30, καμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ή στην περίπτωση που έχουν  προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή καταχώρησης του κλητήριου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.

 

          Με τις πρόνοιες της Δ.25 θ. 3 ως τροποποιήθηκε καθίσταται σαφές ότι μετά την έκδοση κλήσης οδηγιών η τροποποίηση κάποιου δικογράφου περιορίζεται σημαντικά και δη θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο εάν πληρούνται οι δύο προυποθέσεις που ορίζονται στη Δ.25 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Εάν και εφόσον κριθεί ότι πληρείται μια εκ των προϋποθέσεων που ορίζεται στη Δ.25 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών θα εξεταστούν οι γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της τροποποίησης των δικογράφων που οι οποίες θα μπορούν να εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis) ως έχουν εκτεθεί στην υπόθεση Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation Ltd κ.α., (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. σελ. 33.

         

         Προχωρώ πρωτίστως να εξετάσω εάν συντρέχει η πρώτη προυπόθεση της Διαταγής 25 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι η αναγραφή της ημερομηνίας 29/122015 αντί 28/12/2015 έγινε εκ παραδρομής και ότι αυτό συνιστά καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της δικογραφίας. Στο σημείο εδώ παρεμβάλλω να τονίσω ότι κατά τη σύνταξη της δικογραφίας εξ' υπακούεται το λάθος να συνέβηκε κατά το χρόνο σύνταξης της δικογραφίας. 

 

 

          Αναφορικά με την έννοια «καλόπιστο», πράγματι δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί η νομολογία μας με συγκεκριμένα παραδείγματα. Το Δικαστήριο κάθε φορά εξετάζει το καλόπιστο με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

          Στην απόφαση Mogridge v Clapp (1892) 3 Ch 38 2 C A σελ. 391, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«What does "good faith" mean? What is meant by those two English words which are the exact equivalent in every sense of the expression which is perhaps more commonly used, though not more correctly or properly bona fides? I think that the best way of defining the expression so far as it is necessary or safe to define it is by saying that it is the absence of bad faith of mala fides»

 

          Σχετική επίσης είναι η απόφαση στην υπόθεση United Sea Transport Co. Ltd & Another v Stavros Zakou (1980) 1 CLR 510, σελ. 515:

«The general principles as to when leave to amend should be given are stated by L.J. Bramwell in the case of Tildesley v. Harper, 10 Ch.D. 393 at page 396: "My practice has always been to give leave to amend unless I have been satisfied that the party applying was acting mala fide, or that, by his blunder he had done some injury to his opponent which could not be compensated for by costs or otherwise".

 

          Επιπρόσθετα είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι η νομολογία όπως διαμορφώθηκε για αιτήματα τροποποίησης με τη παλαιά Δ.25 αντιμετώπιζε αυστηρά θέματα εμφανής κακοπιστία και αυτό αποτελούσε λόγο απόρριψης αιτήματος τροποποίησης. Συνεπάγεται ότι η καλή πίστη αποτελούσε σοβαρό παράγοντα για έγκριση αιτήματος και με την παλαιά Δ.25. Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση SABA & Co. (T.M.P. Agents) (1994) 1 A.A.D. 426  

 

«...δεν συμφωνούμε πως καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.».

 

          Αναφορικά με το καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας δεν έχει προσδιοριστεί ούτε υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός. Εξετάζεται κάθε φορά η έννοια αυτή με τη σύνηθη έννοια της μεν αλλά με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά. Ουσιαστικά το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας φαίνεται να συνδέεται με λάθος στη σύνταξη ή πλημμέλεια κατά το χρόνο της σύνταξης και δε φαίνεται να συνδέεται με παράλειψη συμπερίληψης ισχυρισμών. Νοείται ότι το λάθος δε συνδέεται με σφάλμα που να συνιστά παράλειψη καταγραφής γεγονότων αλλά αναμένεται να συνδέεται κυρίως με λάθη τυπογραφικά ή λεκτικά χωρίς αυτό να είναι απόλυτο.

 

          Επιπρόσθετα λάθη στη σύνταξη της δικογραφίας αναμένεται να είναι λάθη μικρής έκτασης που πράγματι εμφιλοχωρούν κατά το χρόνο σύνταξη του δικογράφου όπως η εκ παραδρομής αναγραφής λάθους τοποθεσίας, ονόματος, ημερομηνίας ή αριθμού. Δεν είναι στενή η ερμηνεία του τι σημαίνει λάθος στη σύνταξη δικογράφου αλλά σαφώς δεν αφορά εκτενείς ισχυρισμούς ή παράλειψη αναφοράς γεγονότων ή θέσεων ή ακόμα και θέσεων που ενδεχομένως εκ παραδρομής να μην συμπεριλήφθηκαν αλλά να μην αποτελούν λάθη κατά τη σύνταξη του δικογράφου. Παραπέμπω σχετικά σε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθεση με αρ. 3919/2017 Μ. Παναγίδη κ.α. v Alpha Bank ημερ. 24/05/2024.

 

          Η θέση του Ενάγοντα εν προκειμένω είναι ότι υπήρξε λανθασμένη δικογράφηση εκ μέρους του της ημερομηνίας που συνέβηκε το τροχαίο ατύχημα για το οποίο ήγειρε την αγωγή. Ο ίδιος ο Ενάγοντας μετέφερε την ημερομηνία λανθασμένα στους δικηγόρους του, στον γιατρό που τον εξέτασε με αποτέλεσμα να αναγραφεί λανθασμένα αυτή στο δικόγραφο, και στα ιατρικά πιστοποιητικά αλλά ακόμη και η Εναγόμενη μέσω των δικηγόρων της σε επιστολές που αντάλλαξε με τους δικηγόρους της κατάγραψε την ημερομηνία 29/12/2015 αντί 28/12/2015 σαν ημερομηνία του συμβάντος. Προφανώς η εσφαλμένη εντύπωση του Ενάγοντα αναφορικά με την ημερομηνία και στη συνέχεια η αναγραφή αυτής σε διάφορες επιστολές και στο δικόγραφο οφείλεται σε λάθος. Δεν έχω διαπιστώσει από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου να ενήργησε κακόπιστα ο Ενάγοντας ή η καταγραφή της ημερομηνίας στα διάφορα έγγραφα να εμφιλοχώρησε κακόπιστα. Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για καλόπιστο λάθος το οποίο προφανώς καλόπιστα εμφιλοχώρησε και στη δικογραφία κατά τη σύνταξη αρχικά της οπισθογράφησης και στη συνέχεια της Έκθεσης Απαίτησης. Δε συμφωνώ με τη θέση που προβάλλεται εκ μέρους της Εναγόμενης ότι πρόκειται για λάθος που συνδέεται με παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής.

 

          Πρωτίστως αναφέρω ότι στο δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης περιγράφονται τα γεγονότα που συνιστούν τη βάση της αγωγής και τις λεπτομέρειες αμέλειας. Το λάθος που εμφιλοχώρησε δεν αλλάζει τη βάση της αγωγής. Επισημαίνω επίσης ότι στην Έκθεση Απαίτησης αναφέρεται ότι το επίδικο συμβάν έγινε «περί την 29/12/2015». Αυστηρά ομιλούντες στο δικόγραφο παρατίθενται οι λεπτομέρειες του συμβάντος και τέθηκαν οι αναγκαίες λεπτομέρειες ώστε να είναι σε θέση η Εναγόμενη να αντιληφθεί σε ικανοποιητικό βαθμό την απαίτηση του Ενάγοντα. Καταγράφεται στο δικόγραφο πότε περίπου έγινε το δυστύχημα και όχι ότι αυτό έγινε τη συγκεκριμένη μέρα. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι ενδεχομένως το γεγονός ότι στα δικόγραφα δεν αναγράφεται ούτως ή άλλως η ακριβής ημερομηνία του συμβάντος αλλά πότε περίπου έγινε αυτό να μην αποτελεί ισχυρισμό που να  έχρηζε τροποποίησης εν πάση περίπτωση.

 

          Εν προκειμένω η αναγραφή της ημερομηνίας 29/12/2015 στο δικόγραφο έγινε με την εσφαλμένη εντύπωση ότι αυτή ήταν η ημερομηνία του ατυχήματος. Εκ παραδρομής λοιπόν μεταφέρθηκε λάθος η ημερομηνία στο δικόγραφο. Θεωρώ ότι αυτό το λάθος που έγινε καλόπιστα είναι λάθος που μπορεί να διορθωθεί.

 

          Παραπέμπω επίσης στο Τεκμήριο 2 που επισυνάπτεται μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση, (δέσμη επιστολών) όπου φαίνεται χωρίς να υπεισέρχομαι σε θέματα ουσίας ότι κατά την ανταλλαγείσα αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων για την παρούσα υπόθεση και οι δύο πλευρές έκαναν αναφορά στην ημερομηνία 29//12/2015 ως ημερομηνία του ατυχήματος. Παρατηρώ επίσης ότι και στο Τεκμήριο 3 ο ιατρός εκ μέρους της Εναγόμενης καταγράφει ως ημερομηνία του συμβάντος την 29/12/2015. Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για καλόπιστο λάθος.

 

         Παρόλο που δε διαπίστωσα κακοπιστία εκ μέρους του Ενάγοντα κρίνω ορθό να αναφέρω επειδή τέθηκε μέσω της ένστασης ισχυρισμός για κακοπιστία ότι εν πάση περίπτωση κακοπιστία εξετάζεται με βάση συγκεκριμένη μαρτυρία και με γεγονότα από τα οποία θα πρέπει να προκύπτει αβίαστα όχι από συμπεράσματα και γνώμη ή από εικασίες για το τι μπορεί να σημαίνει κάτι. Σχετική προς τούτο είναι η απόφαση Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 745 όπου λέχθηκε ότι «για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα». 

 

          Ως αναφέρω ανωτέρω δεν έχω διαπιστώσει κακοπιστία αλλά ούτε αποδείχθηκε με συγκεκριμένη μαρτυρία κάτι τέτοιο. Θεωρώ ότι δε θα διακινδύνευε κάποιος διάδικος σκόπιμα να αναγράψει λάθος ημερομηνία που έγινε ένα δυστύχημα στο δικόγραφο του. Δεν έχω διαπιστώσει λοιπόν να ενήργησε ο Ενάγοντας με κακοπιστία ούτε μπορώ να προβώ σε οποιοδήποτε συμπέρασμα για αβίαστη και εξώφθαλμη κακοπιστία. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μικρή ασάφεια, λάθος στο δικόγραφο το οποίο εμφιλοχώρησε κατά τη σύνταξη του δικογράφου. Δεν πρόκειται σαφώς για τυπογραφικό λάθος αλλά μεταφέρθηκε λανθασμένα.  Το λάθος έγινε κατά τη σύνταξη.

 

          Συνεπώς, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αποτελούν περίπτωση «εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους» στη σύνταξη της οπισθογράφησης του Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης και ότι κατά συνέπεια εμπίπτει σε μια από τις εξαιρέσεις της Δ.25 Θ 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που επιτρέπει την τροποποίηση μετά την έκδοση της κλήσης για οδηγίες.

 

          Προχωρώ να εξετάσω τις θέσεις που εγέρθηκαν περί υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης αλλά και για το ότι η αιτούμενη τροποποίηση θα προκαλέσει δυσμενείς συνέπειες στην Εναγόμενη. Δεν έχω διαπιστώσει όμως πως θα βρεθεί η Εναγόμενη σε δυσμενή θέση και πως θα επηρεαστεί η Υπεράσπιση της. Καταρχάς από τα Τεκμήρια που παρατέθηκαν μέσω της Αίτησης φαίνεται να ήταν εις γνώση της το συμβάν από το έτος 2015. Μάλιστα είχε εξετάσει τον Ενάγοντα και ιατρός εκ μέρους της ακριβώς για το ατύχημα που συνέβη. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 3 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση.

 

           Όσον αφορά το θέμα της καθυστέρησης παρατηρείται μια μικρή καθυστέρηση στην προώθηση της ακροαματικής διαδικασίας όμως οφείλω να αναφέρω ότι δε διαπιστώνω ότι η εν λόγω καθυστέρηση προκαλεί οποιαδήποτε βλάβη στο δικαίωμα του Εναγόμενης για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου. Υπενθυμίζω ότι η ακρόαση της υπόθεσης δεν έχει ξεκινήσει. Επίσης ο Ενάγοντας αποτάθηκε έγκαιρα στο Δικαστήριο και δη μόλις διαπίστωσε το λάθος. Δεν επιδείχθηκε δηλαδή ολιγωρία. Στην παρούσα υπόθεση η καθυστέρηση λοιπόν που θα προκληθεί ένεκα της τροποποίησης δεν θα ήταν ικανή, κατά την κρίση μου, από μόνη της, να πλήξει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της Εναγόμενης- Καθ’ ής η Αίτηση για γρήγορη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της κατά τρόπο που θα υπαγόρευε την απόρριψη του αιτήματος. Δεν έχω διαπιστώσει να προκαλείται ζημιά στην Εναγόμενη/Καθ’ ής η Αίτηση η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με την κατάλληγη διαταγή εξόδων. Επίσης θα της δοθεί η ευκαιρία να καταχωρήσει τροποποιημένη Υπεράσπιση. Επισημαίνω επίσης ότι η αιτούμενη τροποποίηση δεν αλλάζει τη βάση της αγωγής για αμέλεια.

 

          Σταθμίζοντας, λοιπόν, κάθε σχετικό παράγοντα, καθώς και το γεγονός ότι πληρούνται οι προυποθέσεις που ορίζονται στη Δ.25 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Δικαδικαστικών Κανονισμών κρίνω ότι παρέλκει η περαιτέρω εξέταση οιουνδήποτε άλλου ζητήματος.

 

          Η Αίτηση λοιπόν εγκρίνεται και εκδίδεται διάταγμα Τροποποίησης ως το Α,Γ και Δ της Αίτησης. Τροποποιημένη οπισθογράφηση Κλητήριου Εντάλματος και Έκθεσης Απαίτησης να καταχωρηθεί εντός 15 ημέρών  από σήμερα και να παραδοθεί στην πλευρά της Εναγόμενης. Τυχόν τροποποιημένη Υπεράσπιση να καταχωρηθεί εντός 45 ημέρων από την καταχώρηση και επίδοσης του τροποποιημένου κλητήριου εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης. Τυχόν Απάντηση στην τροποποιημένη Υπεράσπιση να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών από την καταχώρηση και επίδοσης της Τροποποιημένης Υπεράσπισης.

 

          Όσον αφορά το θέμα των εξόδων της παρούσας Αίτησης καθώς και όσα έξοδα θα προκληθούν από την τροποποίηση αυτά θα βαρύνουν τον Ενάγοντα-Αιτητή. Συνεπώς τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης-Καθ’ ής η Αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 (Υπ.)  …………………………..
                    Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο