ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2266/16

Μεταξύ:

ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΔΑΦΝΗΣ ΜΠΑΧΑΡΙΟΥ

Ενάγουσας

                                                                        -και-

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ

Εναγόμενου

 

 

Ημερομηνία: 30 Ιουλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κα Θ. Διάκου μαζί με κ. Μ. Λεάνδρου για Πανίκος Α. Λεωνίδου & Σία

Για Εναγόμενο: κ. Δ. Παπαχρυσοστόμου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ / ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

1.    Με την παρούσα αγωγή της η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου το ποσό των €31.200 το οποίο, σύμφωνα με τη σχετική της αξίωση, της οφείλει ο Εναγόμενος δυνάμει γραπτής συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αξιώνει επίσης παραδειγματικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

2.    Αναφέρει η Ενάγουσα στα πλαίσια της Έκθεσης Απαίτησης της ότι οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 29.9.2007, στην Ελλάδα, ο οποίος λύθηκε συναινετικά με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 5.7.2011. Από το γάμο τους οι διάδικοι απέκτησαν μία θυγατέρα η οποία γεννήθηκε στην Ελλάδα. Κατά ή περί τις 25.6.2010, οι διάδικοι συνήψαν γραπτή συμφωνία με την οποία συμφώνησαν μεταξύ άλλων τα εξής: (α) όπως η επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους ανατεθεί στην Ενάγουσα και (β) όπως ο Εναγόμενος καταβάλλει στην Ενάγουσα το ποσό των €600 μηνιαίως από τις 1.7.2010 («η Συμφωνία»).

 

3.    Η Ενάγουσα τήρησε τα συμφωνηθέντα και ανέλαβε την αποκλειστική φύλαξη και φροντίδα της θυγατέρας τους. Ο Εναγόμενος μετακόμισε μόνιμα στην Κύπρο και κατά παράβαση της Συμφωνίας, παρέλειψε να καταβάλλει μηνιαίες δόσεις για τη διατροφή της θυγατέρας τους, ύψους €600 μηνιαίως, από τον Δεκέμβριο του έτους 2011 και εντεύθεν. Συνεπεία τούτου, η ίδια κατέβαλλε το πιο πάνω ποσό το οποίο συσσωρεύτηκε μέχρι την ημερ. καταχώρησης της αγωγής, ήτοι μέχρι τις 21.5.16, σε σύνολο ύψους €31.200. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν η ίδια να δημιουργήσει χρέη για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις της. Η Ενάγουσα όχλησε τον Εναγόμενο κατ’ επανάληψη χωρίς καμία ανταπόκριση.

 

4.    Με την Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος ήγειρε προδικαστική ένταση προβάλλοντας ότι ουδείς εκ των διαδίκων αποκτά αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του άλλου δυνάμει της Συμφωνίας. Ούτε και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αναφέρει, έχει δικαιοδοσία επίλυσης οποιασδήποτε διαφοράς δυνάμει της Συμφωνίας. Συνεχίζει ότι:

 

«Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η εν λόγω σύμβαση για ρύθμιση τη επιμέλειας και επικοινωνίας του ανηλίκου με τους γονείς του αποτελούσε προαπαιτούμενο στην διαδικασία λύσης του γάμου των διαδίκων συναινετικά στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών το οποίο κάμνει και σχετική αναφορά στην απόφαση του διαζυγίου που επικυρώνει μόνο την συμφωνία αυτή με την οποία ρυθμίζουν την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και την επικοινωνία τους με αυτό.»

 

5.    Άνευ βλάβης, ως αναφέρει, της ως άνω προδικαστικής ένστασης, ο Εναγόμενος περαιτέρω παραδέχεται τις θέσεις της Ενάγουσας ως αυτές καταγράφησαν στην παρ. 2 ανωτέρω. Περαιτέρω αναφέρεται σε συγκεκριμένες πρόνοιες της Συμφωνίας καταλήγοντας ότι «η συμφωνία δεν είναι δεσμευτική μεταξύ των μερών

 

6.    Συνεχίζει πρόσθετα στην παρ.4 ότι:

 

«Ο Εναγόμενος κατά τη σύναψη της συμφωνίας εργαζόταν με μηνιαίες απολαβές ύψους €5,500 μηνιαίως, η δε ανήλικη θυγατέρα τους, ήταν 7 μηνών. Κατά τον καθορισμό του ποσού των €600 μηνιαίως κρίθηκε (…) ότι τα συνολικά έξοδα της ανήλικης τότε 7 μηνών θυγατέρας τους, δεν υπερέβαιναν το ποσό των €300 μηνιαίως. Η ενάγουσα κατά τη σύναψη της πιο πάνω συμφωνίας εργαζόταν σε δική της εταιρεία από την οποία απολάμβανε €3.500 μηνιαίως και είχε και εξακολουθεί να έχει τεράστια περιουσία, κινητή και ακίνητη και προκειμένου να συναινέσει στην έκδοση συναινετικού διαζυγίου απαίτησε από τον εναγόμενο να καταβάλει €600 μηνιαίως, γεγονός που αυτός απεδέχθη, όχι γιατί το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο ύψος της δικής του συνεισφοράς στην διατροφή της ανήλικης, αλλά από το ποσό αυτό τουλάχιστον €450 την μήνα εδίδετο χωρίς αντιπαροχή προς την ενάγουσα και την ανήλικη αφού τούτο δόθηκε χωρίς αντάλλαγμα.»

 

7.    Αποδέχεται ότι από τον Δεκέμβριο του έτος 2011 σταμάτησε να καταβάλει το ποσό των €600 αλλά αυτό ήταν λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Προβάλλει ότι απώλεσε την εργασία του και έμεινε άνεργος και χωρίς εισοδήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αναζήτησε αλλού εργασία και από τον Σεπτέμβριο του έτους 2013 εργάζεται στην Κύπρο με μηνιαίες απολαβές ύψους €24.000 το χρόνο. Πρόσθετα, αντιμετωπίζει και την αίτηση διατροφής που καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας για την θυγατέρα του. Προβάλλει δε ότι τα οποιαδήποτε χρέη που δημιουργήθηκαν από την Ενάγουσα, ουδεμία σχέση έχουν με την διατροφή της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων.  

 

8.    Προβάλλει πρόσθετα ότι οι διατάξεις του Νόμου 219/90 και ιδιαίτερα των άρθρων 33 – 40 είναι αναγκαστικού δικαίου και η οποιαδήποτε ρύθμιση της διατροφής με σύμβαση δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα στον δικαιούχο, ούτε και μπορεί να στερήσει τους υπόχρεους των δικαιωμάτων τους που πηγάζουν από τις διατάξεις που έχουν προαναφερθεί. Το Οικογενειακό Δικαστήριο της Κύπρου έχει αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης υποθέσεων διατροφής ανηλίκων ως η παρούσα.

 

II.  ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

9.    Προς υποστήριξη της απαίτησης κατέθεσε η Ενάγουσα η οποία κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της και η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α. Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης της κατατέθηκαν τα Τεκμήρια 1 μέχρι 8 και κατά την αντεξέταση της κατατέθηκε το Τεκμήριο 9. Δεν δόθηκε μαρτυρία από πλευράς του Εναγόμενου.

 

10. Στα πλαίσια του Εγγράφου Α, η Ενάγουσα επανέλαβε κατ΄ ουσίαν τις δικογραφημένες θέσεις της. Ως Τεκμήριο 1 κατέθεσε τη Συμφωνία, προσθέτοντας ότι τα συμφωνηθέντα τηρήθηκαν και στις 05/07/2011 στα πλαίσια της αίτησης με αρ. 2773/2011 του Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε συναινετικό διαζύγιο. Πρόσθεσε ότι η Συμφωνία επικυρώθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών στις 5.7.11 δυνάμει σχετικής του απόφασης, την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 2. Ακολούθως, αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της Συμφωνίας και κατέθεσε πιστοποιητικό γέννησης της θυγατέρας των διαδίκων, ως Τεκμήριο 3. Ανέφερε επίσης ότι από πλευράς της τήρησε όλα τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα και ανέλαβε την αποκλειστική φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους.

 

11. Συνέχισε ότι, ενώ αρχικά ο Εναγόμενος τηρούσε τη συμφωνία και διέμενε στην Ελλάδα, στην συνέχεια μετέβη και μετακόμισε μόνιμα στην Κύπρο, μέχρι και το έτος 2022. Ο Εναγόμενος παρέλειπε όμως από τον Δεκέμβριο του 2011 να της καταβάλλει το μηνιαίο ποσό των €600. Ένεκα των πιο πάνω και της μη συμμόρφωσης του Εναγόμενου με τους όρους της μεταξύ μας συμφωνίας, ζήτησε και έλαβε νομική συμβουλή από τους δικηγόρους της στην Ελλάδα, οι οποίοι την συμβούλευσαν ότι, καθώς ο Εναγόμενος βρισκόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Κύπρο, δεν μπορούσε να διεκδικήσει τα μη καταβληθέντα ποσά μέσω Δικαστηρίου στην Ελλάδα, όπου η συμφωνία των διαδίκων επικυρώθηκε και ούτε μπορούσε να εκτελεστεί απόφαση εναντίον του στην Ελλάδα. Συνεπώς, και κατόπιν νομικής συμβουλής από τους δικηγόρους της στην Κύπρο, καταχώρησε την παρούσα αγωγή. Οι εν λόγω δικηγόροι της, τη συμβούλευσαν ότι δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει τα εν λόγω ποσά μέσω του Οικογενειακού Δικαστηρίου καθότι τα ποσά αυτά οφείλονταν και αφορούσαν χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας καταχώρησης τυχόν αίτησης της. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερ. 14.3.2018, η οποία δόθηκε στα πλαίσια της αίτησης διατροφής με αρ. 113/2016, που είχε καταχωρήσει εναντίον του Εναγόμενου το έτος 2016. Την εν λόγω απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, κατέθεσε ως Τεκμήριο 4. Ως Τεκμήριο 5 κατέθεσε προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διαδικασίας.

 

12. Απορρίπτοντας τις θέσεις του Εναγόμενου ως προς το ύψος των εισοδημάτων του, κατέθεσε ως Τεκμήριο 6 φορολογικές του δηλώσεις και κατάσταση πληρωμών του. Από εκεί προκύπτει, ως ανέφερε, ότι από τον Σεπτέμβριο του 2013 μέχρι το 2015, οι απολαβές του ανέρχονταν σε καθαρό ποσόν ύψους €32,293.93 ετησίως. Περαιτέρω, κατά την περίοδο Ιανουάριου του 2016 μέχρι τον Απρίλιο του 2016, ο Εναγόμενος λάμβανε μηνιαίως το ποσόν των €3,000 ως βασικό μισθό σύμφωνα με την κατάσταση πληρωμών του. Τον Μάϊο του 2016 και από τον Ιούλιο του 2016 και έπειτα μέχρι τον Νοέμβριο του 2016 λάμβανε το ποσό των €2,446.14 ως βασικό μισθό.

 

13. Συνεχίζει ότι, εξαιτίας της παράλειψης του Εναγόμενου να συνεισφέρει στην διατροφή της θυγατέρας τους, η Ενάγουσα αδυνατούσε να ανταπεξέλθει συγχρόνως στις απαιτήσεις ανατροφής της και παράλληλα σε άλλες τις υποχρεώσεις της προς το δημόσιο, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει χρέη και υποχρεώσεις και να καταβάλλει δόσεις και τόκους. Προς υποστήριξη της θέσης της αυτής κατέθεσε ως Τεκμήριο 7, απόφαση Ρύθμισης Οφειλών και Υπολογισμό Στοιχείων Ρύθμισης.

 

14. Παρουσίασε επίσης, ως Τεκμήριο 8 επιστολές της προς τον Εναγόμενο. Ανέφερε δε ότι ο Εναγόμενος αναγνώριζε την οφειλή του και υποσχόταν ότι θα καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά, αλλά ψευδώς πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν έχει δουλειά και χρειάζεται χρόνο, ενώ ως διαφαίνεται από τις ετήσιες φορολογικές του δηλώσεις και τις καταστάσεις πληρωμών του (Τεκμήριο 6), ο Εναγόμενος εργαζόταν και λάμβανε μισθό από το έτος 2013 και έπειτα.

 

15. Αντεξεταζόμενη αναφέρθηκε στους λόγους δια τους οποίους επέλεξε τη σύναψη συμφωνίας αντί να ακολουθήσει τη δικαστική οδό. Αναγνώρισε το Τεκμήριο 9 το οποίο, ως επεξήγησε αποτελεί την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που είχε καταχωρήσει για την επιμέλεια της θυγατέρας των διαδίκων, εφ’ όσον ο ίδιος ήταν απών. Συμφώνησε με την εισήγηση του κ. Παπαχρυσοστόμου ότι δια του Τεκμηρίου 9 ζητούσε προσωρινή διαταγή για διατροφή, την οποία ακολούθως απέσυρε για να συναφθεί το ιδιωτικό συμφωνητικό για τους λόγους που ανέφερε.

  

16. Ακολούθως απεδέχθη ότι ο Εναγόμενος εργαζόταν κατά το χρόνο σύναψης του Τεκμηρίου 1 ως διευθυντής πωλήσεων σε εταιρεία με μηνιαίες απολαβές ύψους €5.500. Η ίδια δεν γνωρίζει το χρονικό σημείο απόλυσής του, καθώς ο ίδιος δεν επιθυμούσε να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της. Άκουσε από μια γνωστή της το 2016 ότι ο Εναγόμενος πλέον εργάζεται στην Κύπρο. Ακολούθως με ηλεκτρονικό της μήνυμα του ζήτησε να καταβάλει διατροφή και αυτός της απάντησε ότι δεν έχει εργασία. Ακολούθησε συζήτηση ως προς το χρονικό σημείο που για πρώτη φορά τον όχλησε για να καταβάλει τη συμφωνηθείσα διατροφή. Η ίδια επανέλαβε τη θέση της ότι ο λόγος για τον οποίο δεν κινήθηκε νομικά προηγουμένως ήταν γιατί δεν ήξερε πού βρίσκεται. Ανέφερε ότι καταχωρήθηκε από κοινού αίτηση διαζυγίου στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ακολούθως ανέφερε ότι κατέβαλλε το συμφωνηθέν ποσό μέχρι το έτος 2011 και έπειτα σταμάτησε.  

 

III. ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

17. Από τα δικόγραφα και την προσαχθείσα μαρτυρία προκύπτουν τα πιο κάτω ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

 

(α) Η Ενάγουσα είναι μόνιμος κάτοικος Αθήνας·

(β) Στις 29.9.2017 οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στη Ελλάδα·

(γ) Από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη με ημερομηνία γεννήσεως την 5.12.2009. Τούτο επιμαρτυρείται και από το Τεκμήριο 3·

(δ) Από τις 7.7.2009 οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση·

(ε) Στις 25.7.2010 μεταξύ των διαδίκων συνήφθη γραπτή συμφωνία (η Συμφωνία) η οποία αποτελείται από το Τεκμήριο 1·

(στ) Στις 5.7.2011 εκδόθηκε συναινετικό διαζύγιο μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών·

(ζ) Η Ενάγουσα ανέλαβε την αποκλειστική φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων·

(η) Ο Εναγόμενος από την ημερομηνία σύναψης της Συμφωνίας μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2011 κατέβαλλε στην Ενάγουσα €600 μηνιαίως ως έξοδα διατροφής της ανήλικης θυγατέρας του. Για την περίοδο από Ιανουάριο του έτους 2012 μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2016, ήτοι για 52 μήνες, δεν κατέβαλε οποιαδήποτε δόση για τον πιο πάνω σκοπό·

(θ) Στις 14.3.2018 εκδόθηκε απόφαση από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης διατροφής με αρ. 113/2016, την οποία η Ενάγουσα καταχώρησε εναντίον του Εναγόμενου για διατροφή. Η εν λόγω απόφαση απαρτίζεται από το Τεκμήριο 4. Στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας εκδόθηκε και προσωρινό διάταγμα, ως το Τεκμήριο 5. Η εκεί διαδικασία καταχωρήθηκε τον Απρίλιο του έτους 2016· και

(ι) Η Ενάγουσα τελικώς απέσυρε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων την οποία είχε καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εναντίον του Εναγόμενου, αντίγραφο της οποίας αποτελεί το Τεκμήριο 9·

 

18. Συνεπώς, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

IV.  ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

 

19. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία από τον Εναγόμενη ή εκ μέρους του. Παρά τούτο η εκδοχή της Ενάγουσας δεν καθίσταται εκ προοιμίου αποδεκτή και υπόκειται στις ίδιες αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας (Prestos Confectionery Ltd ν. Alpha Bank Cyprus Ltd Πολ. Έφ. 114/2015, 30.4.2024).

 

20. Η Ενάγουσα άφησε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθετε με αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνεια, ενώ ήταν έκδηλη η προσπάθεια της να διατηρήσει τη ψυχραιμία της παρά την αδικία που επίσης, εκδήλως, αισθανόταν όπως επιμαρτυρείτο από τον τόνο της φωνής της κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας της αλλά και την όλη ιδιοσυγκρασία της.

 

21. Έκδηλη επίσης ήταν η διάθεση της να αναφέρει την αλήθεια ενώπιον Δικαστηρίου. Η στάση της αυτή επιμαρτυρείται από την ουσία των θέσεων της, οι οποίες, αφ’ ενός, στηρίζονται στην ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία ως θα καταδειχθεί πιο κάτω. Αφ’ ετέρου, χαρακτηρίζονται από πλήρεις, λογικές και πειστικές επεξηγήσεις, οι οποίες μάλιστα επεκτάθηκαν και σε άκρως προσωπικές της πληροφορίες που αφορούσαν στην περίοδο αμέσως μετά τη γέννηση της θυγατέρας των διαδίκων, στα πλαίσια, ακριβώς, της προσπάθειας της να παρουσιάσει με ειλικρίνεια στο Δικαστήριο την εκδοχή της. Καθ’ όλη τη διάρκεια της αντεξέτασης της παρέμεινε απολύτως σταθερή στις απόψεις σε βαθμό που η αντεξέταση της είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αξιοπιστίας της. Για παράδειγμα, απολύτως εύλογες κρίνονται οι επεξηγήσεις της ως προς τους λόγους που η ίδια επέλεξε να βρει μια συμβιβαστική λύση με τον Εναγόμενο, δια της σύναψης της Συμφωνίας, όπου με νηφαλιότητα επεξήγησε στο Δικαστήριο ότι:

 

«Κοιτάξετε, όταν είχα την κόρη μου και την θήλαζα και ήμουν έξι μηνών έγκυος και μου ετέθη το ερώτημα να ακολουθήσουμε μία δικαστική οδό, που σημαίνει παραστάσεις, δίκες αναβολές. Και ούσα μητέρα, μόνη μητέρα, διότι την ημέρα που γεννήθηκε, και πριν ακόμα γεννηθεί η κόρη μας, είχε φύγει από το σπίτι μας ο κύριος Στράτος και παρουσιάστηκε έξι μήνες μετά τη γέννηση. Και όταν είχα να επιλέξω μία γρήγορη οδό που ήταν αυτή του ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο είναι το Τεκμήριο 1, όταν λοιπόν είχα αυτήν την επιλογή ανάμεσα στο να έχω τη λύση του άμεσα υπογράφω ένα συμφωνητικό, το οποίο παράγει αποτέλεσμα, έχω επισήμως την επιμέλεια της κόρη μου, διότι όταν δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι και κάτι πάθει το παιδί πρέπει κάποιος να έχει την επιμέλεια, μου είπαν οι δικηγόροι ότι το γρηγορότερο και χωρίς να έχει αποτελέσματα στο οποίο θα υπολείπεται μίας απόφασης, να υπογράψω αυτό το ιδιωτικό συμφωνητικό που να ρυθμίζει τις μεταξύ μας σχέσεις.»[1]

 

22. Εύλογες και πειστικές κρίνονται και οι επεξηγήσεις που παρείχε ως προς τα ένδικα μέσα που υιοθέτησε με σκοπό να της καταβληθούν τα οφειλόμενα από τον Εναγόμενο ποσά, παραπέμποντας προς τούτο ακόμα και σε νομικές συμβουλές που έλαβε από τους δικηγόρους της στην Κύπρο και στην Ελλάδα.  

 

23. Αποδέχομαι τις θέσεις της Ενάγουσας ως προς τα εισοδήματα του Εναγόμενου, ως αυτές καταγράφονται στην παρ. 17 της δήλωσης της. Οι εν λόγω θέσεις της απέμειναν αναντίλεκτες και επιμαρτυρούνται πρόσθετα από την ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία, ήτοι, το Τεκμήριο 6. Σημειώνω πρόσθετα ότι η θέση της ότι το Τεκμήριο 6 περιλαμβάνει φορολογικές δηλώσεις του Εναγόμενου δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και επίσης την αποδέχομαι.

 

24. Αποδέχομαι και τη θέση της ότι η ίδια όχλησε κατ’ επανάληψη τον Εναγόμενο θέση που παρέμεινε αναντίλεκτη και επιμαρτυρείται και από περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8. Ούτε και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης.

 

25. Το περιεχόμενο της εν λόγω αλληλογραφίας στηρίζει και τις εξής θέσης της, τις οποίες αποδέχομαι: Πρώτον, ότι ο Εναγόμενος την καθησύχαζε ότι θα κατέβαλλε τη διατροφή μόλις βρει δουλειά. Δεύτερον, ότι ο ίδιος, μέσω των ηλεκτρονικών του μηνυμάτων ημερ. 3.6.14, 3.2.15 και 17.3.16 ψεύδετο όταν της ανέφερε ότι ο ίδιος δεν έχει εισοδήματα. Σημειώνω ότι οι ημερομηνίες των εν λόγω ηλεκτρονικών μηνυμάτων είναι μεταγενέστερες του έτους 2013, οπότε και ο ίδιος ξεκίνησε να εργάζεται με τα συγκεκριμένα εισοδήματα.

 

26. Εύλογες κρίνονται οι επεξηγήσεις που παραχώρησε ως προς την καθυστέρηση για τη λήψη νομικών μέτρων εναντίον του Εναγόμενου. Όπως κατ’ επανάληψη ανέφερε κατά την αντεξέταση της, δεν γνώριζε που μπορεί να βρίσκεται. Εύλογη κρίνεται και η θέση της ότι συνεπεία της παράλειψης του Εναγόμενου να καταβάλλει τις συμφωνηθείσες δόσεις, η ίδια αναγκαζόταν να καλύπτει και να καταβάλλει το συμφωνηθέν ποσό από δικούς της πόρους. Η θέση της αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και, πρόσθετα, στηρίζεται και επί του Τεκμηρίου 8 δια του οποίου προκύπτει ότι η Ενάγουσα ανέφερε κατ’ επανάληψη στον Εναγόμενο ότι «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα».

 

27. Συναφώς αποδέχομαι τη μαρτυρία της σε όλα τα ουσιώδη σημεία της, πλην των εξής πτυχών που καταγράφονται και για τους λόγους που καταγράφονται αμέσως πιο κάτω.

 

28. Σε σχέση με τη θέση της ως προς τις υποχρεώσεις της στο δημόσιο, δεν δύναμαι να προβώ σε οιοδήποτε εύρημα στη βάση αυτής, καθότι, αφ’ ενός δεν συγκεκριμενοποίησε ποιες ήταν αυτές οι υποχρεώσεις. Αφ’ ετέρου, το Τεκμήριο 7, το οποίο αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, δεν είναι σαφές τί περιγράφει. Ούτε δόθηκε οιαδήποτε μαρτυρία επί τούτου. Συναφώς, δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε αξία στο περιεχόμενο του (βλ. άρθρο 27(2)(η) του Κεφ. 9).

 

29. Δεν αποδέχομαι ούτε τις θέσεις της Ενάγουσας ως προς τη νομική ερμηνεία που επιχειρεί να αποδώσει στη Συμφωνία εφ΄ όσον τούτο αποτελεί αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου. Τέτοιες αναφορές εντοπίζονται στις παρ. 6, 8, 9 και 20 της γραπτής της δήλωσης.

 

V.   ΕΥΡΗΜΑΤΑ

30. Πέραν των όσων έχω καταγράψει στην Ενότητα ΙΙΙ, βρίσκω περιπλέον ότι τα εισοδήματα του Εναγόμενου ήταν από τον Δεκέμβριο του 2011 μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2016, αυτά που καταγράφονται επί της παρ. 17 του Εγγράφου Α. Βρίσκω πρόσθετα ότι η Ενάγουσα όχλησε κατ’ επανάληψη τον Εναγόμενο για την καταβολή της συμφωνηθείσας δόσης και ο ίδιος την καθησύχαζε ότι θα της την καταβάλλει αναφέροντας της ότι δεν είχε δουλειά, γεγονός που όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, από το έτος 2013 και εντεύθεν. Η σχετική αλληλογραφία περιλαμβάνεται επί του Τεκμηρίου 8. Λόγω της παράλειψης του Εναγόμενου, η ίδια κατέβαλλε από δικά της εισοδήματα το εν λόγω ποσό, προς πλήρη κάλυψη των αναγκών της θυγατέρας τους.

 

VI.  ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

31. Οι συνήγοροι των μερών παρείχαν στο Δικαστήριο τις εμπεριστατωμένες γραπτές τους αγορεύσεις ενώ τους δόθηκε και η ευχέρεια να αγορεύσουν συμπληρωματικά. Το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψιν του στην πλήρη του έκταση τις εκατέρωθεν θέσεις χωρίς να περιορίζεται στα όσα συνοπτικά καταγράφονται αμέσως πιο κάτω.

 

32. Αποτέλεσε τη θέση του κ. Παπαχρυστοστόμου ότι αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης κέκτηται το Οικογενειακό Δικαστήριο και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Τούτο διότι, οι διατάξεις του περί Σχέσεων των Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90) είναι αναγκαστικού δικαίου και οποιαδήποτε ρύθμιση της διατροφής, με σύμβαση, δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα στον δικαιούχο ούτε και μπορεί να στερήσει τους υπόχρεους των δικαιωμάτων τους που πηγάζουν από τις διατάξεις του Ν.216/90.

 

33. Αποδέχεται ότι είναι θεμιτό και νόμιμο να συμφωνηθούν ζητήματα επικοινωνίας και διατροφής, πλην όμως τέτοια συμφωνία δεν παρέχει σε αυτούς αγώγιμο δικαίωμα για παράβαση σύμβασης, αλλά, είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο που, στη βάση του άρθρου 11 του Ν.23/90 και των άρθρων 33, 36 και 37 του Ν.216/90 θα αποφασίσει, με διάταγμα, το ύψος και τους όρους της διατροφής. Πρόκειται δηλαδή για μια απλή ρύθμιση και όχι συμφωνία. Επιχειρηματολογεί ότι σε περίπτωση παράβασης της ρύθμισης αυτής «ο άλλος γονέας έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, όχι ασφαλώς με βάση αγωγής την παράβαση σύμβασης αλλά με βάση τις διατάξεις του νόμου περί διαζυγίου, περί γονικής μέριμνας ανηλίκων και υποχρέωσης των γονέων για διατροφή ανηλίκου.»[2]

 

34. Προβάλλει ότι, εάν γίνει αποδεκτό ότι η Συμφωνία παράγει έννομα αποτελέσματα και δίδει αγώγιμο δικαίωμα στην Ενάγουσα για αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, τότε σημαίνει ότι όλες οι διατάξεις του Νόμου 216/90 που αφορούν στην διατροφή ανήλικου, δεν έχουν εφαρμογή για τον Εναγόμενο.

 

35. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του παραπέμπει εκτενώς στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, επιχειρηματολογώντας ότι «ξεκάθαρα οι διάδικοι είχαν υπόψη τους ότι η συμφωνία ρύθμισης των πιο πάνω θεμάτων δεν δίδει σε αυτούς αγώγιμο δικαίωμα στη βάση της ρύθμισης», στο άρθρο 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 Ν.23/1990, στο άρθρο 111 του Συντάγματος και σε άλλες αυθεντίες που ερμηνεύουν τον όρο «οικογενειακές σχέσεις».

 

36. Πρόσθετα, προβάλλει ότι η Συμφωνία δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και για τον λόγο ότι, ενώ τα μέρη θα έπρεπε να είχαν λάβει μέτρα για να την καταθέσουν στο Δικαστήριο και να εκδοθεί σχετικό διάταγμα, τούτο, δεν έγινε σε σχέση με το ζήτημα της διατροφής.                  

 

37. Από την αντίπερα όχθη η κα Διάκου, επικαλούμενη τις αυθεντίες Μασούρας Ανδρέας ν. Χρυσταλλένης Παπαμάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 385, Κοζάκη ν. Κοζάκη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1710, Κοζάκη ν. Κοζάκη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1047 επιχειρηματολόγησε ότι με βάση τη Συμφωνία (Τεκμήριο 1) αλλά και τη μαρτυρία της ΜΕ1, αποκαλύπτεται επαρκής αντιπαροχή ώστε να θεωρείται ότι η Συμφωνία αποτελεί μια έγκυρη συμφωνία δυνάμει του Κεφ. 149 και επομένως ορθά προωθήθηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αναφέρθηκε στο αντάλλαγμα αυτό, στο γεγονός της εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων από την Ενάγουσα περιγράφοντας, κατ’ ουσίαν, την μεταβολή από τη δική της θέση. Ως εκ τούτου, με παραπομπή στην Μασούρας και με παραπομπή στο περιεχόμενο της Συμφωνίας, προβάλλει ότι δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, που δεν είναι άλλη από ισχυριζόμενη παράβαση μιας έγκυρης σύμβασης.

 

38. Αφού η υπόθεση ορίσθηκε για αγορεύσεις, εκδόθηκε η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μαργαρίτας Φραγκουλίδου ν. Αθανασίου Ζηκάκη Πολ. Έφ. Ε157/2018 σχ. με Ε158/2018, 27.5.2024) («Φραγκουλίδου») και το Δικαστήριο κάλεσε να μέρη να τοποθετηθούν και επ’ αυτής.

 

39. Ο κ. Παπαχρυσοστόμου επανέλαβε κατ’ ουσίαν τις θέσεις του. Η κα Διάκου επιχειρηματολόγησε ότι η Φραγκουλίδου διαφέρει από τα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης καθώς εκεί προϋπήρχε της σύναψης της συμφωνίας, διάταγμα Οικογενειακού Δικαστηρίου, και είναι κατόπιν που τα μέρη σύναψαν την εκεί συμφωνία.  Αντιθέτως, εν προκειμένω, υπάρχει απλώς μία συμφωνία με επαρκή αντιπαροχή. Επιχείρησε η κα Διάκου να προβάλει ότι η συμφωνία συνήφθη ως προϋπόθεση με βάση τον αστικό κώδικα της Ελλάδος για να υπάρξει συναινετικό διαζύγιο, πλην όμως ουδεμία τέτοια μαρτυρία υπάρχει ενώπιον μου, περί αλλοδαπού δικαίου, και συναφώς η σχετική της αναφορά δεν δύναται να ληφθεί και δεν λαμβάνεται υπόψιν.

 

VII.  ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

40. Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει και από τα πρακτικά κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, προβληματίστηκε εκτενώς ως προς την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, ιδιαίτερα υπό το φως της Φραγκουλίδου. Παρά το ελκυστικό της όλης επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου, προσεκτική ανάλυση του νόμου, της νομολογίας αλλά και της ίδιας της Συμφωνίας, δεν αφήνει περιθώριο για υιοθέτηση της προσέγγισης του.

 

41. Αφετηρία του σκεπτικού του Δικαστηρίου είναι η ελευθερία του συμβάλλεσθαι η οποία κατοχυρώνεται ως συνταγματικό δικαίωμα δυνάμει του άρθρου άρθρο 26.1 του Συντάγματος. Το δικαίωμα μπορεί να τεθεί κάτω από περιορισμούς ή δεσμεύσεις βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, οι οποίες ενσωματώνονται στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149. (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 ΑΑΔ 36 και Ντόροθυ Πιτταρά ν. Cosmos (Cyprus) Insurance Co Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 193. Η ελευθερία, όπως υποδεικνύεται από την ως άνω νομολογία, περιλαμβάνει τόσο την προσχώρηση στη σύμβαση όσο και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Σύμφωνα με το άρθρο 10(1) του Κεφ. 149 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες.»

 

42. Στα άρθρα 24 - 30 του Κεφ. 149 καθορίζονται οι συμβάσεις που δια νόμου χαρακτηρίζονται ως «άκυρες», ήτοι, δεν παράγουν οιαδήποτε έννομα αποτελέσματα. Άλλες πρόνοιες που παραπέμπουν σε ακυρότητα μιας συμφωνίας εντοπίζονται και στα άρθρα 21, 23, 36, 56 και 57 το Κεφ. 149. Σε καμία από τις πρόνοιες του Κεφ. 149 όπου χαρακτηρίζονται συμβάσεις ως «άκυρες», περιλαμβάνεται οιαδήποτε συμφωνία της κατηγορίας ή φύσεως που εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση.

 

43. Είναι σαφώς στο ως άνω πλαίσιο που το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ επανάληψη αναγνώρισε ως έγκυρες και εκτελεστές συμβάσεις αντικείμενο των οποίων εντάσσονταν εν όλω ή εν μέρει εν τη εννοία «οικογενειακών» διαφορών (βλ.  Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 ΑΑΔ 556), νοούμενου ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις μιας έγκυρης συμφωνίας στη βάση των προνοιών του Κεφ. 149. Ενδεικτικά είναι τα εξής παραδείγματα.

 

44. Στην Κοζάκη ν. Κοζάκη (2002) 1 ΑΑ Δ1710 αντικείμενο της διαφοράς των εκεί διαδίκων, ήταν, η υπό ανέγερση οικία των διαδίκων, οι οποίοι είχαν αγοράσει κατά τη διάρκεια του γάμου τους ένα οικόπεδο επί του οποίου άρχισαν να ανεγείρουν την εν λόγω κατοικία, η οποία όμως παρέμεινε ημιτελής. Ως αποτέλεσμα η σύζυγος καταχώρησε αγωγή με την οποία αξίωνε την εγγραφή μεριδίου επ’ ονόματι της. Οι διάδικοι διευθέτησαν εγγράφως τις διαφορές τους σε σχέση με το εν λόγω ακίνητο και η αγωγή απεσύρθη. Όταν ο σύζυγος παρέλειψε να συμμορφωθεί με τους όρους της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, η σύζυγος καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Κατόπιν διαφόρων διαδικασιών που ακολούθησαν, η αγωγή απεσύρθη και η σύζυγος καταχώρησε σχετική αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο, το οποίο, έκρινε ότι στερείτο δικαιοδοσίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επί του ζητήματος καθ’ ύλην δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου και επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, αποφάσισε ότι «οι διαφορές των διαδίκων μετατράπηκαν σε όρους που συμπεριλήφθηκαν στην έγγραφη συμφωνία […] Οι ίδιοι οι διάδικοι επέλεξαν τη μορφή εξώδικου συμβιβασμού των απαιτήσεων τους, που είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση της σχετικής αγωγής […] Η πρωτόδικη απόφαση ότι η συμφωνία μετέφερε τη διαφορά των διαδίκων εκτός των προνοιών του Νόμου 232/92 είναι ορθή

 

45. Στην Κοζάκη ν. Κοζάκη (2003) 1 ΑΑΔ 1047 αντικείμενο της διαφοράς των εκεί διαδίκων, ήταν, όπως επεσήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο η «οικία την οποία το ζεύγος είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου Η σύζυγος κίνησε αγωγή, η οποία διευθετήθηκε με την υπογραφή γραπτής σύμβασης η οποία ρύθμιζε «τελικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών» και «ως εκ της σύμβασης» η σύζυγος απέσυρε την εκεί αγωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η περιουσιακή διαφορά που άλλοτε ενέπιπτε στην δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, υποκαταστάθηκε από σύμβαση η ερμηνεία και εφαρμογή της οποίας ανήκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο.[3]

 

46. Στην Μασούρας Ανδρέας ν. Χρυσταλλένης Παπαμάρκου (2005) 1 ΑΑΔ 385 λέχθηκαν τα εξής (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«(…) το επίδικο θέμα στην Αγωγή 2033/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου είναι η αξίωση της εφεσίβλητης-ενάγουσας, εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου για ποσό £20.000.-, με τόκο 8% ετησίως, επί 10 ποσών των £2.000.- το καθένα από 15.8.2000 έως 15.5.2001 μέχρις εκδικάσεως, πλέον έξοδα. Τα ποσά αυτά είναι προφανές ότι απαιτούνται από την εφεσίβλητη εναντίον του εφεσείοντα δυνάμει της προαναφερόμενης συμφωνίας ημερ. 15.6.2000, η οποία κατά τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης έγινε μεταξύ των διαδίκων και με την οποία ρυθμίστηκε το ζήτημα της οικίας τους στο χωριό Λέμπα της Πάφου. Το αντάλλαγμα για την μεταβίβαση της οικίας εκείνης, από την εφεσίβλητη στον εφεσείοντα, ήταν το ποσό των £20.000.- το οποίο θα καταβαλλόταν σε δύο δόσεις των £10.000.-, σε περίπτωση που ο εφεσείων πετύχαινε τη σύναψη δανείου μέσα σε 2 μήνες από την υπογραφή της συμφωνίας και θα καταβαλλόταν σε 10 μηνιαίες δόσεις των £2.000.- εκάστη από 15.8.2000, σε περίπτωση που ο εφεσείων δεν θα μπορούσε να συνάψει σχετικό δάνειο. Είναι προφανές ότι η οικογενειακή διαφορά των διαδίκων, αναφορικά με την προαναφερόμενη κατοικία τους, είχε διευθετηθεί με την προαναφερόμενη ισχυριζόμενη συμφωνία και ότι η αξίωση της εφεσίβλητης βασίζεται εξολοκλήρου στην προαναφερόμενη συμφωνία και συγκεκριμένα σε ισχυριζόμενη αθέτηση της προαναφερόμενης συμφωνίας από τον εφεσείοντα

 

47. Συνεπώς, μια συμφωνία δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως άκυρη (ώστε να θεωρείται ότι τα μέρη ουδόλως δεσμεύονται από τις εκατέρωθεν συμφωνηθείσες υποχρεώσεις τους) μόνο για το λόγο ότι το αντικείμενο αποτελείται από ζητήματα ή διαφορές οι οποίες δημιουργήθηκαν ως απόρροια της απόφασης συζύγων να λύσουν τον γάμο τους. Ούτε και κάτι τέτοιο δύναται να συναχθεί από τον λόγο της Φραγκουλίδου, στην οποία το Δικαστήριο αναφέρει ρητώς, πλην obiter, επιβεβαιώνοντας έτσι την προηγούμενη νομολογία (βλ. παρ. 44 – 46 πιο πάνω), ότι:

 

«Διαφορετική βέβαια είναι ίσως η περίπτωση όπου το δικαίωμα σε διατροφή χρησιμοποιείται σε μια σύμβαση ως το αντάλλαγμα για την εξασφάλιση άλλων δικαιωμάτων. Ενδεικτικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι η περίπτωση όπου ο/η σύζυγος αποποιείται του δικαιώματος του/της σε διατροφή με αντάλλαγμα διάφορα άλλα περιουσιακά στοιχεία όπως π.χ. την οικογενειακή κατοικία. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον υπάρχει η απαιτούμενη ικανοποιητική αντιπαροχή, η συμφωνία των συζύγων μπορεί να θεωρηθεί ως νομικά έγκυρη και εκτελεστή σύμβαση. Αυτό άλλωστε είναι που προκύπτει από τις αποφάσεις Κοζάκη, Παπαμάρκου και Λογγίνος ανωτέρω όπου, έστω και αν αφορούσαν αποκλειστικά σε περιουσιακές διαφορές συζύγων και όχι σε διατροφή εντούτοις κρίθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, λόγω της ειδική μνείας που υπήρχε στα εκεί συμφωνηθέντα ως προς το ποιο ήταν το αντάλλαγμα της συμφωνίας των διαδίκων, αντάλλαγμα το οποίο μεταβάλλει μια κατά τ' άλλα οικογενειακή διαφορά σε συμβατική. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην κλασική αγγλική απόφαση Meritt ν Meritt [1970] 1 WLR 1121, η οποία αφορούσε σε πανομοιότυπα θέματα, ήτοι συμφωνία για την παροχή διατροφής από σύζυγο σε σύζυγο μετά από κλονισμό της σχέσης τους. Το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι λόγω της ύπαρξης ρητού συμφωνηθέντος ανταλλάγματος στην συμφωνία καταβολής διατροφής, ήτοι η εξόφληση της συζυγικής οικίας και στη συνέχεια η μεταβίβαση της, δεν επρόκειτο πλέον για μια άτυπη συμφωνία μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας στη βάση φυσικής αγάπης και στοργής, στοιχεία βέβαια που απουσίαζαν λόγω του κλονισμού της σχέσης των διαδίκων, αλλά για μια καθαρά έγκυρη και νομικά δεσμευτική σύμβαση.»

 

48. Αυτό το οποίο προκύπτει από την Φραγκουλίδου αλλά και την προηγούμενη νομολογία είναι ότι, η κάθε περίπτωση εξετάζεται στη βάση των δικών της συνθηκών και γεγονότων, ήτοι, τις συνθήκες σύναψης μιας τέτοιας συμφωνίας, τις αντικειμενικές προθέσεις των μερών, ως αυτές δύνανται να συναχθούν από το περιεχόμενο της, την αντιπαροχή αλλά και την πραγματική φύση της αξίωσης που προωθεί ο προσφεύγων στο Επαρχιακό Δικαστήριο (βλ. Meritt ν Meritt [1970] 1 WLR 1121).

 

49. Σε ό,τι αφορά την πραγματική φύση της αξίωσης της Ενάγουσας, ανατρέχοντας στην Έκθεση Απαίτησης προκύπτουν τα εξής. Η Ενάγουσα, επικαλούμενη τη Συμφωνία προβάλλει ότι η ίδια, ενώ εκπλήρωσε τα μεταξύ των μερών συμφωνηθέντα, ο Εναγόμενος παράβηκε τους όρους της. Ειδικότερα, παρέλειψε να της καταβάλλει τις συμφωνηθείσες δυνάμει της Συμφωνίας μηνιαίες δόσεις από τον Δεκέμβριο του 2011 μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Αποτέλεσμα της παράβασης του αυτής, είναι η Ενάγουσα να έχει υποστεί ζημιά ύψους €31.200, εφ’ όσον η ίδια αναγκαζόταν να καλύπτει το συμφωνηθέν ποσό για τα έξοδα της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων. Ως εκ τούτου αξιώνει «απόφαση για το ποσό των €31,200 ποσό το οποίο οφείλει να καταβάλει ο Εναγόμενος δυνάμει γραπτής συμφωνίας και/ή ως αδικαιολόγητο πλουτισμό για την περίοδο από 1.12.11» μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, ήτοι μέχρι τις 21.4.16, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

50. Επομένως, από το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης προκύπτει ότι η Ενάγουσα αξιώνει ως αποζημίωση για παράβαση σύμβασης, το σύνολο των ποσών που ο Εναγόμενος της όφειλε, μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, δυνάμει του όρου 3 της Συμφωνίας. Αξιώνει το εν λόγω ποσό ως αποζημίωση για ζημιά την οποία υπέστη από την ισχυριζόμενη παράβαση σύμβασης του Εναγόμενου εφ’ όσον, ως ισχυρίζεται, η ίδια αναγκάστηκε να το επωμίζεται. Δεν αποτείνεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο ώστε να ζητήσει να καθοριστεί το ύψος της διατροφής που ο Εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλλει κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων του Νόμου Ν.23/90 και Ν. 232/91. Ούτε και αξιώνει από το Δικαστήριο οιοδήποτε διάταγμα καταβολής διατροφής. Συνεπώς, το περιεχόμενο και η φύση της αξίωσης της Ενάγουσας διαφέρουν από την αξίωση που προωθείτο από τους διάδικους στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Χρίστου Κτωρίδη (1990) 1 ΑΑΔ 859 όπου αξιωνόταν και εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα καταβολής διατροφής και Φραγκουλίδου, όπου αξιωνόταν «…μηνιαία διατροφή που οφείλει ο Εναγόμενος να καταβάλει στην Ενάγουσα…». Εν προκειμένω, η Ενάγουσα αξιώνει αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης επικαλούμενη ότι η ίδια παρείχε νόμιμη αντιπαροχή και δυνάμει της οποίας η ίδια εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της (βλ. κατ’ αναλογίαν Πισσίδης ν. Σοφοκλέους (2012) 1 ΑΑΔ 1469.)

 

51. Στρέφομαι τώρα στη Συμφωνία, το περιεχόμενο και η ερμηνεία της οποίας αποτέλεσε κεντρικό άξονα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας των συνηγόρων. Σημειώνω εδώ ότι όπου επιχειρείται ερμηνεία όρων μιας σύμβασης, το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της σύμβασης στον μέσο λογικό άνθρωπο (βλ. Amethyst Distributors Ltd v Ιερά Μονή Κύκκου (2011) 1Α ΑΑΔ 199, Maison Jenny Ltd v Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 B AAΔ.1156 και Πολύφημος Χοτέλς Λτδ ν. Γεώργιος Ν. Μουτσή (2000) 1 ΑΑΔ 1809).  Οι ερμηνευτικοί κανόνες άλλωστε χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου είναι ασαφές. (βλ. Pell Frischmann Cons. Ltd ν Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 33). Όπως λέχθηκε στην Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527: «φυσικά η λεκτική διατύπωση οριοθετεί την ερμηνευτική προσπάθεια.  Διαφορετικά ο ερμηνευτής θα υποκαθιστούσε με τη δική του υποκειμενική κρίση τη βούληση των μερών.» Όπως δε χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Hellenic Bank Public Co Ltd v. Μιχάλη Χριστοδουλίδη, Πολ. Εφ. 82/2011, 24.2.2016:

«Σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες ερμηνείας εγγράφων, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η εξεύρεση της πρόθεσης των μερών της συμφωνίας.  Η αποκάλυψη της κοινής πρόθεσης των μερών είναι εφικτή από τη θεώρηση της συμφωνίας ως συνόλου (βλ. G.I.P. Constructions Ltd v. Assiotis (1982) 1 CLR 535 και Frederickou Schools Co Ltd κ.αν. Acuac Inc (2002) 1Γ ΑΑΔ 1527). Βέβαια, ο σκοπός της συμφωνίας, καθώς και η λεκτική διατύπωση του μέρους της συμφωνίας του οποίου επιζητείται η ερμηνεία, είναι στοιχεία που οριοθετούν την προσπάθεια του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει ένα έγγραφο.»

 

 

52. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, σημειώνω τα εξής. Η Συμφωνία τιτλοφορείται ως «Ιδιωτικό Συμφωνητικό». Εκεί, αφού γίνεται αναφορά στους διαδίκους, στην τέλεση του γάμου τους και στην απόκτηση της θυγατέρας τους γίνεται αναφορά στα εξής (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Όμως ο γάμος τους δεν ευδοκίμησε, και ήδη από τις 7.7.2009, οι ανωτέρω δύο σύζυγοι ευρίσκονται οριστικώς σε διάσταση. Κατόπιν τούτου, ο Δημήτριος Στράτος και η Ευφροσύνη – Δάφνη Μπαχαρίου συμφωνούν να λύσουν τον γάμο τους με την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, εν όψει δε τούτου επιθυμούν να επιλύσουν συμβιβαστικώς τα σχετικά θέματα, στα οποία περιλαμβάνονται και οι μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις, ως εξής:»

 

53. Κατόπιν παρατίθενται οι εξής τρεις υπότιτλοι: «1. Η λύση του γάμου με την έκδοση συναινετικού διαζυγίου», «2. Η ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου της στην μητέρα και η ρύθμιση της επικοινωνίας τούτου με τον πατέρα του», «3. Η διατροφή του τέκνου». Σε κάθε έναν από τους πιο πάνω υπότιτλους παρατίθεται κείμενο με συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο ρυθμίζει και καθορίζει την συμφωνία των μερών σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα στο οποίο αναφέρονται οι υπότιτλοι.

 

54. Από τα πιο πάνω καθίσταται αντικειμενικά εμφανές ότι πρόθεση των διαδίκων ήταν να δημιουργήσουν και να υιοθετήσουν έναν συναινετικό και από κοινώς αποδεκτό μηχανισμό του συνόλου των διαφορών τους, που δημιουργούντο συνεπεία της απόφασης τους να διαλύσουν τον γάμο τους. Σε αυτές τους τις διαφορές σαφώς «περιλαμβάνονται και οι μεταξύ περιουσιακές» (βλ. παρ. 52 πιο πάνω).

 

55. Προκύπτει αβίαστα από το ως άνω περιεχόμενο της Συμφωνίας, ότι οι διάδικοι είχαν κάθε πρόθεση να δημιουργήσουν έννομες σχέσεις. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται πρόσθετα από το γεγονός ότι μεταξύ τους είχε ήδη επέλθει διάσταση ένα περίπου έτος πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας καθώς και από το γεγονός ότι υπήρχε ήδη δικαστική αντιδικία μεταξύ τους, ως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο της Συμφωνίας και το Τεκμήριο 9 (βλ. Meritt – ανωτέρω η οποία υιοθετείται στην Φραγκουλίδου).

 

56. Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο δύναται να εξαχθεί νόμιμη αντιπαροχή (consideration), ώστε να δύναται να αποδοθεί εγκυρότητα στη σύμβαση εν τη εννοία του άρθρου 10(1) του Κεφ. 149.

 

57. Σύμφωνα με το άρθρο 2(2) του Κεφ. 149:

 

«(δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται ‘αντιπαροχή’ για την υπόσχεση ~

 

(ε) κάθε υπόσχεση και κάθε σύνολο υποσχέσεων, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή μεταξύ τους, είναι συμφωνία~

 

(στ) αμοιβαίες υποσχέσεις καλούνται οι υποσχέσεις, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή ή μέρος της αντιπαροχής μεταξύ τους.»

 

 

58. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, από το περιεχόμενο της Συμφωνίας διαπιστώνονται τα εξής.

 

59. O όρος 3 της Συμφωνίας, περιλάμβανε την εξής υπόσχεση του Εναγόμενου:

 

«Και τα δύο μέρη συμφωνούν ότι ο Δημήτριος Στράτος θα συμμετέχει στην διατροφή της κόρης του καταβάλλοντας από 1-7-2010 στην ασκούσα την επιμέλεια μητέρα της Ευφροσύνη – Δάφνη Μπαχαρίου, το μηνιαίο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Το εν λόγω μηνιαίο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ θα είναι προκαταβλητέο εντός του πρώτου πενθήμερου εκάστου ημερολογιακού έτους, με κατάθεση την οποία θα πραγματοποιεί ο Δημήτριος Στράτος στον υπ’ αριθμόν […] λογαριασμό ταμιευτηρίου της Ευφροσύνης – Δάφνης Μπαχαρίου στην Τράπεζα […].»

 

 

60. Για την ως άνω υπόσχεση του Εναγόμενου, η Ενάγουσα παρείχε σειρά υποσχέσεων, τις οποίες και εκπλήρωσε ως αντάλλαγμα της εν λόγω υπόσχεσης και προς όφελος του Εναγόμενου, μεταβάλλοντας παράλληλα τη δική της θέση. Εξηγώ.

 

61. Πρώτον, δια της Συμφωνίας, η Ενάγουσα απεμπόλησε ρητώς πάσα της αξίωση έναντι της από κοινού περιουσίας των διαδίκων. Στη βάση δε της ενώπιον μου μαρτυρίας, ουδέποτε φαίνεται η Ενάγουσα να έχει προωθήσει οιαδήποτε σχετική αξίωση έναντι του Εναγόμενου.

 

62. Ειδικότερα, στην παρ. 5 της Συμφωνίας εκεί αναφέρεται ότι οι διάδικοι (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«(…) αφού με το από 25-6-2010 και ήδη υπογραφέν μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό, ερρύθμισαν πλήρως και ολοσχερώς τις μόνες υφιστάμενες μεταξύ τους περιουσιακές εκκρεμότητες, οι οποίες αναφερόντουσαν σε κινητά αντικείμενα – δώρα γάμου, δηλώνουν αμοιβαίως ότι ουδείς εξ αυτών διατηρεί κατά του άλλου οιαδήποτε αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (ΑΚ 1400), όπως επίσης δηλώνουν αμοιβαίως ότι ουδείς εξ αυτών διατηρεί κατά του άλλου οιαδήποτε αξίωση από οιαδήποτε αιτία.»

 

63. Αποτέλεσε τη θέση του συνηγόρου του Εναγόμενου ότι το ζήτημα των περιουσιακών διαφορών, όπως προκύπτει από την ως άνω παράγραφο, εξαντλήθηκε από προηγούμενη συμφωνία και ως εκ τούτου, η Συμφωνία δεν διέπει οιαδήποτε περιουσιακή διαφορά των διαδίκων. Δεν δύναμαι να υιοθετήσω ένα τέτοιο συμπέρασμα μόνο από την αναφορά στον όρο 5 της Συμφωνίας, περί της ύπαρξης μιας προγενέστερης συμφωνίας. Τούτο διότι στο προοίμιο της Συμφωνίας, περιλαμβάνεται ρητή αναφορά δια το ότι οι διάδικοι «επιθυμούν να επιλύσουν συμβιβαστικώς τα σχετικά θέματα, στα οποία περιλαμβάνονται και οι μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές.» Τούτο από μόνο του καταδεικνύει ότι αντικειμενική πρόθεση των μερών ήταν να εντάξουν εντός της Συμφωνίας όλα τα ζητήματα περιουσιακών τους διαφορών με σκοπό να διασαφηνίσουν, όπως και έπραξαν, ότι ουδεμία αξίωση διατηρεί οιοσδήποτε έναντι του άλλου για περιουσιακές διαφορές. Με όλο το σέβας, εάν και εφ’ όσον υπήρχε χωριστή δεσμευτική συμφωνία επί τούτου, που να αντανακλούσε την ως άνω αντικειμενική πρόθεση των μερών και να επέφερε το ίδιο αποτέλεσμα ως προς την ρητή και σαφή απεμπόληση των δικαιωμάτων τους, δεν θα καθίστατο αντικειμενικά αναγκαία η συμπερίληψη της ως άνω πρόνοιας στο πλαίσιο των συμφωνηθέντων δυνάμει της Συμφωνίας, απλώς και μόνο για σκοπούς επανάληψης, χωρίς τίποτε περισσότερο.

 

64. Το δε γεγονός ότι η πιο πάνω παράγραφος τίθεται στην ενότητα όπου εντάσσεται η υπόσχεση του Εναγόμενου να καταβάλλει στην Ενάγουσα το πιο πάνω μηνιαίο ποσό είναι ενισχυτικό του ότι, η απεμπόληση των όποιων περιουσιακών δικαιωμάτων της Ενάγουσας διενεργήθηκε ως αντάλλαγμα της εν λόγω υπόσχεσης.

65. Δεύτερον, στη βάση της παρ. 2 της Συμφωνίας και με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία, η Ενάγουσα συμφώνησε να αναλάβει και ανέλαβε την πλήρη επιμέλεια και φροντίδα της θυγατέρας των διαδίκων.

 

66. Το γεγονός ότι η ίδια ως μητέρα είχε ήδη νόμιμο καθήκον να αναλάβει την επιμέλεια της θυγατέρας της, δεν αφαιρεί το στοιχείο της αντιπαροχής από την εκπλήρωση της υπόσχεσης της. Στο σύγγραμμα Πολύβιου Γ. Πολυβίου «το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Α’, Λευκωσία, Εκδόσεις Χρυσαφίνης & Πολυβίου (2014) το Σύγγραμμα Πολυβίου»), στη σελ. 166, γίνεται αναφορά στην Ward v. Byham [1956] 1 WLR 496. Αναφέρεται εκεί ότι σε αυτήν την υπόθεση μία μητέρα είχε υποσχεθεί να μεριμνήσει για το νόθο παιδί της έτσι που το παιδί να είναι ευτυχισμένο και με τρόπο που να ικανοποιεί τον πατέρα. Ο πατέρας, έναντι αυτών των υποσχέσεων, ανέλαβε να καταβάλλει κάποιο μηνιαίο ποσό, το οποίο στη συνέχεια διέκοψε. Το Εφετείο έκρινε ότι υπήρχε αντιπαροχή, παρά το ότι η μητέρα είχε ήδη καθήκον να μεριμνά για τα παιδιά της. Στην υπόθεση αυτή η μητέρα είχε υποσχεθεί ότι θα μεριμνούσε για το παιδί της πέραν του τι επιβαλλόταν νομικά. Το στοιχείο αυτό συνιστούσε, για την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, νόμιμη αντιπαροχή. Ο Δικαστής Denning υιοθέτησε μια ευρύτερη προσέγγιση, ότι δηλαδή η υπόσχεση της μητέρας να εκπληρώσει συγκεκριμένο και υφιστάμενο νομικό καθήκον μπορούσε να αποτελέσει αντιπαροχή, διότι η υπόσχεση αυτή εδίδετο τώρα σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

“I approach the case, therefore, on the footing that, in looking after the child, the mother is only doing what she is legally bound to do. Even so, I think that there was sufficient consideration to support the promise. I have always thought that a promise to perform an existing duty, or the performance of it, should be regarded as good consideration, because it is a benefit to the person to whom it is given. Take this very case. It is as much a benefit for the father to have the child looked after by the mother as by a neighbour. If he gets the benefit for which he stipulated, he ought to honour his promise, and he ought not to avoid it by saying that the mother was herself under a duty to maintain the child.”

 

67. Ο συγγραφέας συμπληρώνει ότι η υπόθεση αυτή:

 

«[…] αντικατοπτρίζει την πολιτική των δικαστηρίων να περιφρουρήσουν, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, με τρόπο που υποσχέσεις (όπως η υπόσχεση του πατέρα για καταβολή κάποιου μηνιαίου ποσού) να είναι νομικά κατοχυρωμένες και εφαρμοστέες.»

68. Οι συγγραφείς στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 32η έκδοση, Τόμος 1, Λονδίνο, Sweet & Maxwell (2015)Σύγγραμμα Chitty») υιοθετούν την απόφαση του Δικαστή Denning L.J., αναφέροντας στη σελ. 442, παρ. 4-065 ότι:  

 

“There is, with respect, force in Denning L.J.’s view that the mother provided consideration by merely performing her legal duty to support the child. There was certainly no ground of public policy for refusing to enforce the promise.”

 

 

69. Τρίτον, παραιτήθηκε από και απέσυρε συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία που είχε, πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας, καταχωρήσει εναντίον του Εναγόμενου στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ως το Τεκμήριο 9.

 

70. Ειδικότερα, αναφέρεται στην παρ. 4 της Συμφωνίας:

 

«Κατόπιν των ανωτέρω, η [Ενάγουσα] […] δηλώνει ότι: παραιτείται από την 12-5-2010 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, την οποίαν έχει καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του [Εναγόμενου] […] και της οποίας η συζήτηση έχει ορισθεί για την δικάσιμο 30-6-2010.»

 

71. Με βάση μάλιστα το περιεχόμενο της Συμφωνίας, η δήλωση της περί «παραίτησης» της από την ως άνω διαδικασία τίθεται «κατόπιν των ανωτέρω», ήτοι, κατόπιν της υπόσχεσης του Εναγόμενου να της καταβάλλει το μηνιαίο ποσό των  €600. Συναφώς, με βάση το λεκτικό του κειμένου της Συμφωνίας, η ίδια παραιτήθηκε από την συγκεκριμένη διαδικασία συνεπεία, ήτοι, ως αντάλλαγμα, της εν λόγω υπόσχεσης του Εναγόμενου. Με βάση δε τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η Ενάγουσα εκπλήρωσε την ως άνω υπόσχεση της με την μεταγενέστερη απόσυρση της εν λόγω διαδικασίας.

 

72. Για σκοπούς διαπίστωσης περί επαρκούς ανταλλάγματος συνεπεία παραίτησης από δικαίωμα, δεν χρειάζεται να καταδειχθεί ότι η Ενάγουσα θα επιτύγχανε στο εγχείρημα της ενώπιον του ελληνικού Δικαστηρίου, ούτε ότι είχε καλές πιθανότητες να πετύχει. Όπως επεξηγείται στο Σύγγραμμα Πολύβιου στις σελ. 164 - 165, «παραίτηση από δικαίωμα συνιστά αντιπαροχή» ακόμα και εκεί όπου:

 

«[…] το κατ’ ισχυρισμό δικαίωμα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί με νομική βεβαιότητα και έστω και αν είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν προσπάθεια δικαστικής κατοχύρωσης του δικαιώματος θα επιτύχει. Σημασία έχει ότι υπάρχει παραίτηση από δικαίωμα και/ή κατ’ ισχυρισμόν δικαίωμα. Επομένως, όταν κάποιος συμβιβάζει μια πιθανή αξίωση, και με βάση τη διευθέτηση που προέκυψε δεν εγείρει δικαστική διαδικασία, θεωρείται ότι έχει προβεί σε αντιπαροχή.»[4]

 

73. Στο Σύγγραμμα Chitty στη σελ. 436, παρ. 4-052 αναφέρεται ότι (η  υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

“The compromise of a claim which is doubtful in law is binding as a contact. Making or performing a promise to give up a doubtful claim can constitute consideration for a counter – promise since it involves the possibility of detriment to the person to who the latter promise is made and that of benefit to the person making it.”

 

74. Τέταρτον, η Ενάγουσα συμφώνησε στην έκδοση συναινετικού διαζυγίου στην Ελλάδα (βλ. παρ. 6 της Συμφωνίας) και έλαβε κάθε αναγκαίο μέτρο για την εκ συμφώνου έκδοση του, χωρίς να αντιδικεί με τον Εναγόμενο προς τούτο.

 

75. Η συναίνεση μάλιστα της Ενάγουσας στην έκδοση συναινετικού διαζυγίου ήταν τέτοιας σημαίας για τα μέρη που ο όρος αυτός τέθηκε ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα ολόκληρης της Συμφωνίας. Ως αναφέρεται στην παρ. 6 της Συμφωνίας:

 

«Και τα δύο μέρη δηλώνουν ότι το παρόν συμφωνητικό είναι προϊόν της μεταξύ τους αμοιβαίας διάθεσης να λύσουν το γάμο τους συναινετικώς. Εάν οποιοσδήποτε από τους δύο δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν συμφωνητικό, εν σχέσει προς την έκδοση συναινετικού διαζυγίου και υπάρξει αντιδικία, τότε το παρόν συμφωνητικό θα χάνει οποιαδήποτε ισχύ και ουδεμία δέσμευση ή παραδοχή θα δύναται να συναχθεί από το περιεχόμενό του.»

 

76. Από το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων προκύπτει ότι οι διάδικοι προέβησαν, δυνάμει της Συμφωνίας, σε αμοιβαίες υποσχέσεις προς διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών τις οποίες η Ενάγουσα τήρησε δια της εκπλήρωσης τους, με βάση και την ενώπιον μου μαρτυρία. Στο πλαίσιο αυτό σαφώς μετέβαλε τη θέση της αποδίδοντας παράλληλα στον Εναγόμενο το όφελος της εκπλήρωσης των δικών της υποχρεώσεων (βλ. Williams v. Williams [1957] 1 All ER 305, 307).

 

77. Τα πιο πάνω προσδίδουν ικανοποιητική αντιπαροχή στη Συμφωνία των μερών, εν τη εννοία του άρθρου 2(2)(δ) - (στ) του Κεφ. 149, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται δεσμευτική προς τα μέρη, ως σύμβαση, εν τη εννοία του άρθρου 10(1) του Κεφ. 149. Η υπό κρίση περίπτωση συνεπώς εμπίπτει εντός της εξαίρεσης που προβλέφθηκε obiter στην Φραγκουλίδου (βλ. παρ. 47 πιο πάνω).

 

78. Στρέφομαι σε άλλες επί μέρους εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου.

 

79. Εισηγήθηκε ο κ. Παπαχρυσοστόμου ότι η Συμφωνία δεν μπορεί να είναι έγκυρη καθώς τέθηκε ως προϋπόθεση η έκδοση δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικής απόφασης με διατακτικό το οποίο να περιλαμβάνει τα συμφωνηθέντα. Όμως, επιχειρηματολογεί, με βάση το Τεκμήριο 2, δεν είχε εκδοθεί εκ συμφώνου απόφαση σε ό,τι αφορά το σκέλος της καταβολής μηνιαίας δόσης. Η εκεί δικαστική εκ συμφώνου απόφαση δεν αφορά το σκέλος αυτό.

 

80. Δεν δύναμαι να υιοθετήσω την ως άνω εισήγηση του κ. Παπαχρυσοστόμου. Το Τεκμήριο 2 αποτελεί απόφαση ελληνικού Δικαστηρίου και δη του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η επιχειρηματολογία του κ. Παπαχρυσοστόμου προϋποθέτει δικαστική κρίση επί του ότι η εκεί απόφαση του εν λόγω ελληνικού Δικαστηρίου, δεν καλύπτει το σκέλος της υπόσχεσης του Εναγόμενου να καταβάλλει στην Ενάγουσα το ποσό των €600 μηνιαίως, συμπέρασμα το οποίο δεν δύναται να εξαχθεί εν τη απουσία σχετικής εμπειρογνωμοσύνης ως προς το ελληνικό δίκαιο. Τούτο διότι, από μια απλή ανάγνωση της εκεί απόφασης προκύπτει ότι το εν λόγω ελληνικό Δικαστήριο «ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την από 25.6.2010 συμφωνία», ήτοι τη Συμφωνία, την οποία αμέσως μετά περιγράφει ως συμφωνία «των αιτούντων με την οποία ρυθμίζουν την επιμέλεια του ανηλίκου κοινού τέκνου και την επικοινωνία τους με αυτό.». Το κατά πόσο η εν λόγω περιγραφή της Συμφωνίας συνεπάγεται το περιορισμένο της «επικύρωσης» της εξαιρώντας το σκέλος της διατροφής ή κατά πόσο η εν λόγω περιγραφή ανάγεται σε μια απλή περιγραφή χωρίς να επηρεάζει την «επικύρωση» της Συμφωνίας στην ολότητα της, αποτελεί ζήτημα ελληνικού δικαίου εν σχέσει με το οποίο δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οιαδήποτε μαρτυρία. Αντιστρόφως, το Δικαστήριο δεν δύναται να συμπεράνει, εν τη απουσία σχετικής εμπειρογνωμοσύνης επί ελληνικού δικαίου, ότι η αναφορά σε «επικύρωση» της Συμφωνίας επί του Τεκμηρίου 2 αποτελεί εκπλήρωση των συμφωνηθέντων στην παρ.4 της Συμφωνίας, ώστε να δύναται να καταλήξει ότι η Συμφωνία στην ολότητα της έλαβε τη μορφή διατάγματος Δικαστηρίου.

 

81. Ακόμα και εάν μπορούσε να θεωρηθεί ότι το σκέλος που αφορά στην καταβολή του εν λόγω μηνιαίου ποσού από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα, δεν αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής απόφασης, τούτο δεν αναιρεί την εγκυρότητα της Συμφωνίας, όπως τονίστηκε στην Amey v Amey [1992] 2 FLR 89. Διευκρινίζω στο σημείο αυτό ότι το γεγονός ότι περιλήφθηκε ένας τέτοιος όρος δεν επιμαρτυρεί ότι πρόθεση των μερών ήταν να μην δεσμεύονται από τη Συμφωνία, εν τη απουσία μιας τέτοιας δικαστικής απόφασης. Είναι σαφές ότι πρόθεση αμφότερων των διαδίκων ήταν να δεσμευτούν από τη σύμβαση αντιμετωπίζοντας την ως έγκυρη, ως επιμαρτυρείται από το κείμενο της και, ακόμη, από την αναφορά επί της παρ. 6 της Συμφωνίας περί «ισχύος» και «δέσμευσης» τους από τη Συμφωνία. Επιμαρτυρείται ακόμη και από το γεγονός της εκπλήρωσης των υποσχέσεων της Ενάγουσας αλλά και από το γεγονός ότι ο Εναγόμενος αποπλήρωνε το συμφωνηθέν ποσό για ορισμένο χρονικό διάστημα με τον ίδιο να επικαλείται οικονομική αδυναμία όταν πλέον σταμάτησε, και όχι έλλειψη εγκυρότητας της Συμφωνίας, στην πιο πάνω βάση.

 

82. Των πιο πάνω δοθέντων η σχετική εισήγηση του συνηγόρου του Εναγόμενου δεν δύναται να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

83. Δεν με βρίσκει σύμφωνη ούτε η θέση του συνηγόρου του Εναγόμενου ότι διαπίστωση περί εγκυρότητας και δεσμευτικότητας της Συμφωνίας καταστρατηγεί οιαδήποτε δικαιώματα των διαδίκων δυνάμει του Νόμου Ν. 216/90 ή του Νόμου Ν. 23/90. Προσεκτική ανάγνωση της Συμφωνίας αποκαλύπτει ότι ουδόλως επιχειρήσαν τα μέρη να περιορίσουν τα δικαιώματα που έκαστος έχει δυνάμει των προνοιών του άρθρου 36 Νόμου Ν. 216/90 με αναφορά στην εκατέρωθεν οικονομική δυνατότητα τους ή με αναφορά στις αλλαγές των αναγκών της θυγατέρας τους. Εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δικαστή Longmore LJ στην υπόθεση Soulsbury v. Soulsbury [2007] All ER 132:

 

“48. I agree that the agreement found by the judge to have been made in September 1993 was not an agreement to oust the jurisdiction of the court within the principle established by Hyman v Hyman [1929] 1 AC 201. […] 49. This is a classic unilateral contract of the Carlill v Carbolic Smoke Ball [1893] 1 QB 256 or the 'walk to York' kind. Once the promisee acts on the promise by inhaling the smoke ball, by starting the walk to York or (as here) by not suing for the maintenance to which she was entitled, the promisor cannot revoke or withdraw his offer. But there is no obligation on the promisee to continue to inhale, to walk the whole way to York or to refrain from suing. It is just that if she inhales no more, gives up the walk to York or does sue for her maintenance, she is not entitled to claim the promised sum.

 

50. The facts of this case are analogous to Errington v Errington [1952] 1 KB 290 in which a father paid a lump sum for a house for his son and daughter-in-law leaving a balance payable by mortgage to a building society. He promised his son and daughter-in-law that if they continued in occupation and paid the mortgage instalments, he would transfer the property to them after the last instalment had been paid. When the father died, his personal representatives sought to revoke this promise and claimed possession. It was held that the couple were entitled to occupy the house as long as they paid the mortgage instalments. Denning LJ said at page 295:-

 

“The father's promise was a unilateral contract - a promise of the house in return for their act of paying the instalments. It could not be revoked by him once the couple entered on performance of the act, but it would cease to bind him if they left it incomplete and unperformed, which they have not done. If that was the position during the father's lifetime, so it must be after his death.”

 

The present case is stronger than Errington since on Mr Soulsbury's death, Mrs Soulsbury had completed all possible performance of the act required for enforcement of Mr Soulsbury's promise.”[5]

 

84. Εν προκειμένω, η Ενάγουσα δικαιούτο να λαμβάνει το συμφωνηθέν μηνιαίο ποσό από τον Εναγόμενο, νοουμένου ότι η ίδια τηρούσε τις δικές της υποχρεώσεις, όπως και έπραξε. Η φύση και το περιεχόμενο της Συμφωνίας ουδόλως απέκλειε οιοδήποτε από τα μέρη να αποταθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο (ousting the courts jurisdiction” - βλ. Soulsbury ανωτέρω) για καθορισμό του ύψους της διατροφής που υποχρεούτο, με βάση τα κριτήρια της σχετικής νομοθεσίας, να καταβάλλει ο Εναγόμενος για τη διατροφή της ανήλικης θυγατέρας του. Ούτε και τίθεται ζήτημα παράλληλης δικαιοδοσίας επί τούτου εφ’ όσον ουδόλως, επαναλαμβάνω, η Ενάγουσα αποτάθηκε στο παρόν Δικαστήριο για να αξιώσει διάταγμα καταβολής διατροφής ή άλλως πως καθορισμό του ποσού με βάση τα κριτήρια του Νόμου Ν. 216/90 (βλ. παρ. 50 πιο πάνω). Η αξίωση της ερείδεται επί μίας έγκυρης συμφωνίας μεταξύ των μερών, στη βάση της υπόσχεσης του Εναγόμενου για την οποία παρείχε επαρκές αντάλλαγμα και εκπλήρωσε. Η αξίωση είναι για αποζημιώσεις συνεπεία της παράβασης σύμβασης του Εναγόμενου, τις οποίες, ως ήταν κοινώς αποδεκτό από τα μέρη, το Οικογενειακό Δικαστήριο ουδόλως κέκτηται εξουσίας να επιδικάσει είτε στη βάση της Συμφωνίας είτε σε οιαδήποτε άλλη βάση γεγονότων.

 

85. Δεν μπορεί ούτε να παραγνωριστεί ότι ουδέποτε ο Εναγόμενος ζήτησε «αναπροσαρμογή» της συμφωνηθείσας δόσης, παρά τον μηχανισμό που προνοούσε η ίδια η Συμφωνία (βλ. όρο 3 της Συμφωνίας) και ουδέποτε αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο ώστε να αιτηθεί καθορισμό από το Δικαστήριο του ύψους της διατροφής δυνάμει του Ν. 216/90. Απέμεινε παντελώς αδρανής, λαμβάνοντας πλήρως τα οφέλη από την εκπλήρωση των συμφωνηθέντων από την Ενάγουσα και επικαλούμενος μόνο οικονομική αδυναμία, χωρίς τούτο να αντικατοπτρίζει όμως τα πραγματικά γεγονότα. Ο ίδιος δε ακούσθηκε πλήρως ως προς το ζήτημα αυτό, ήτοι, την οικονομική του δυνατότητα (βλ. Τεκμήριο 4) όταν τελικώς η Ενάγουσα αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Συναφώς, ούτε και στην πράξη φαίνεται να «περιορίστηκε» οποιοδήποτε του δικαίωμα.

 

86. Στη βάση των πιο πάνω η ενέργεια της Ενάγουσας να αποταθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο το έτος 2016 δεν αναιρεί τη δεσμευτικότητα της Συμφωνίας. Είναι ο ίδιος ο Εναγόμενος που επικαλείτο μέχρι και το έτος 2016 οικονομική αδυναμία να αποπληρώνει το συμφωνηθέν ποσό για τα έξοδα της θυγατέρας του (βλ. λ.χ. Τεκμήριο 8), ενώ κάτι τέτοιο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Συναφώς, εύλογη κρίνεται η ενέργεια της Ενάγουσας αφ’ ενός, το έτος 2016, να αποταθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο, το καθ’ ύλην αποκλειστικά αρμόδιο να ακούσει τον Εναγόμενο και να αποφασίσει επί του ζητήματος της οικονομικής του δυνατότητας και, αφ’ ετέρου, να περιορίσει την αξίωση της δια μέσου της παρούσας αγωγής στα οφειλόμενα μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο ποσά. Των πιο πάνω δοθέντων και με δεδομένο το ότι η διαδικασία που καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο αφορά σε περίοδο μεταγενέστερη από αυτήν για την οποία αξιώνονται τα οφειλόμενα από τον Εναγόμενο ποσά στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, δεν προκύπτει ούτε ζήτημα πολλαπλότητας διαδικασιών.

 

87. Όχι μόνο λοιπόν για όλους τους πιο πάνω λόγους ουδόλως καταστρατηγήθηκαν οιαδήποτε δικαιώματα του Εναγόμενου αλλά, αντιθέτως, τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης του συνηγόρου του Εναγόμενου, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης θα απέληγε σε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της Ενάγουσας, ήτοι, την αφαίρεση του δικαιώματος της Ενάγουσας σε αποζημίωση για παράβαση σύμβασης, δυνάμει της οποίας η ίδια εκπλήρωσε τις δικές της υποχρεώσεις.

 

88. Υπό το φως των πιο πάνω ουδείς λόγος υφίσταται ώστε η Συμφωνία να θεωρηθεί ως άκυρη ή μη δεσμευτική. Επρόκειτο για μια έγκυρη και δεσμευτική για τους διαδίκους σύμβαση, εν τη εννοία του Κεφ. 149.

 

89. Η δε παράλειψη του Εναγόμενου στην καταβολή των συμφωνηθέντων ποσών προς στην Ενάγουσα συνιστά παράβαση της Συμφωνίας, συνεπεία της οποίας η Ενάγουσα υπέστη ζημιά, στο ύψος των εν λόγω ποσών. Τούτο προκύπτει και από τη δική της αναντίλεκτη θέση ότι η ίδια κατέβαλλε το εν λόγω ποσό για σκοπούς κάλυψης των εξόδων της θυγατέρας των διαδίκων. Ήταν δε ευλόγως αντιληπτό από τον ίδιο ότι η Ενάγουσα θα επωμιζόταν το εν λόγω κόστος ως επιμαρτυρείται τόσο από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 αλλά και από τη δική του αποδοχή του εν λόγω ποσού, ως ποσό που αντικατοπτρίζει μέρος των αναγκαίων εξόδων της θυγατέρας του. Συνεπώς, στοιχειοθετείται τόσο η αιτιώδης συνάφεια της ζημιάς της Ενάγουσας από την παράβαση του Εναγόμενου όσο και το ύψος της ζημιάς που αξιώνει ως αποζημίωση, εν τη εννοία του άρθρου 73(1) του Κεφ. 149 (βλ. Βουζούνη κ.ά. ν. Αποστόλου Πολ. Έφ. 457/2012, 10.4.19, ECLI:CY:AD:2019:A138. Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.ά. ν. Θέλμας Τρυφωνίδου Πολ. Έφ. 8660, 24.6.1996 και Charalambous v. Kalos Kafes Ltd (1997) 1 ΑΑΔ 199.) Η Ενάγουσα δια της καταχώρησης της παρούσας αγωγής σαφώς τερμάτισε την Συμφωνία,[6] αξιώνοντας το σύνολο την ως άνω ζημιά της από τον Εναγόμενο, ποσό το οποίο δικαιούται ως αποζημίωση υπό το φως όλων των πιο πάνω.

 

90. Η αξίωση της Ενάγουσας δια παραδειγματικές αποζημιώσεις δεν έχει προωθηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και συναφώς, προκύπτει ότι αυτή έχει εγκαταλειφθεί. Σε κάθε περίπτωση για σκοπούς πληρότητας σημειώνω εδώ ότι ζήτημα επιδίκασης παραδειγματικών αποζημιώσεων τίθεται μόνο στην περίπτωση αστικών αδικημάτων και όχι σε σχέση με παράβαση σύμβασης (βλ. Μαρία Ξενοφώντος ν. Taker Sayed Rajab (2014) 1 ΑΑΔ 2605 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες) και συναφώς δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Συνεπώς, απορρίπτεται.

 

VII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

91. Υπό το φως των πιο πάνω, η αγωγή της Ενάγουσας επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου, για το ποσό των €31,200 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, πλέον δικηγορικά έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.)………………….………

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 14.5.24.

 

 

 

[2] Βλ. γραπτή αγόρευση του κ. Παπαχρυσοστόμου ημερ. 14.6.24, σελ. 3 -4.

[3] Βλ. επίσης Δ.Π. το Γένος Ε.Χ. και Α.Π. Πολ. Έφ. 241/14, 5.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:A474.

[4] Πολύβιος Γ. Πολυβίου, «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», σελ. 164 – 165.

[5] Βλ. επίσης Goodinson v Goodinson [1954] 2 All ER 255.

 

[6] βλ. Έλληνας κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 87/2013, 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503, Εταιρεία J.K. Vavlites (Hotels & Leisure) Ltd v. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας του Τακτικού Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού Πολ. Έφ. 31/2013, 30.1.2019 και Μακεδόνας ν. Λαζάρου κ.ά. (2005) 1 ΑΑΔ 1322).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο