ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1050/13

 

Μεταξύ:

Σύλβιας Βασιλείου

Ενάγουσα

-ν-

 

Κλεάνθιας Μάμα

Εναγόμενης

-ν-

 

Μιχάλη Παναγιώτου

Τριτοδιάδικου

------------------------------------------

Αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης ημερ. 08/12/2023

 

Ημερομηνία: 27 Ιουνίου, 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγουσα - Αιτήτρια: κα Γιωργαλλέτη για Αθανασίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη - Καθ’ ης η αίτηση: κα Κυριάκου για Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Ενάγουσα - Αιτήτρια με την αίτηση ημερομηνίας 08/12/2023 ζήτησε την τροποποίηση της καταχωρηθείσας Έκθεσης Απαίτησης «λόγω δεδικασμένου ή/και κωλύματος (estoppel)» σε σχέση με την εκδίκαση του θέματος της ευθύνης της Ενάγουσας, ενόψει του ότι έχει εκδοθεί απόφαση στην Αγωγή Αρ.5635/13 στις 31/07/2023, από άλλο Δικαστήριο σε σχέση με τα ίδια μέρη. Στη συγκεκριμένη απόφαση κρίθηκε ότι η Εναγόμενη ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για την πρόκληση του συγκεκριμένου δυστυχήματος. Παράλληλα, αιτήθηκε την έκδοση διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται η επανακρόαση και επανεκδίκαση του ίδιου επίδικου θέματος για δεύτερη φορά.

 

Νομική βάση για την αίτηση αποτέλεσαν η Δ.19 θ.26 (1) – (4), και η Δ.48 θ.θ.1 – 4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, καθώς και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Προς υποστήριξη της αίτησης καταρτίστηκε ένορκη δήλωση από την ίδια την Ενάγουσα, η οποία κατέγραψε ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων. Δηλώνει ότι κατά τον χρόνο που επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα ήταν 19 ετών, ήταν συνεπιβάτιδα στη μοτοσυκλέτα με αριθμούς εγγραφής [ ] και τόσο η ίδια, καθώς και ο Τριτοδιάδικος ο οποίος οδηγούσε τη μοτοσικλέτα, τραυματίστηκαν. Ο Τριτοδιάδικος καταχώρησε την Αγωγή Αρ. 5635/13 εναντίον της Εναγόμενης, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 31/07/2023, οπόταν το θέμα της ευθύνης είναι κοινό και έχει λήξει με την έκδοση της απόφασης στην Αγωγή Αρ. 5635/13. Καταλήγει, ότι η έκδοση διαφορετικών αποφάσεων από δύο Δικαστήρια, για το ίδιο επίδικο θέμα, οδηγεί το σύστημα σε ανυποληψία.

 

Η αίτηση αντιμετωπίστηκε με ένσταση στην οποία καταγράφηκαν δεκατρείς (13) λόγοι ενστάσεως. Οι συγκεκριμένοι λόγοι ενστάσεως μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση δεν βασίζεται στους ορθούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, ότι είναι αντινομική ή/και λανθασμένη και γ΄αυτό δεν μπορεί να προχωρήσει, ότι η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει έγινε με λανθασμένο ή/και αντινομικό τρόπο, ότι είναι καταχρηστική και προωθείται κακόπιστα, ότι τα γεγονότα που παρατίθενται τόσο στην αίτηση καθώς και στην ένορκη δήλωση είναι αναληθή και παραπλανητικά ή/και ελλιπή, ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για την καταχώριση της αίτησης και για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Νομική βάση για την ένσταση αποτέλεσαν οι Δ.19, Δ.25 θ.θ. 1 - 4, Δ.48 θ.θ.1 - 4 και Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα προς υποστήριξη της ένστασης παρατέθηκαν σε ένορκη δήλωση της Μαρίας Αγαθαγγέλου, Διευθύντριας του Τμήματος Απαιτήσεων της ασφαλιστικής εταιρείας Commercial General Insurance, στην οποία ήταν ασφαλισμένη η Eναγόμενη. Προωθεί τη θέση ότι γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα και είναι εξουσιοδοτημένη στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης. Είναι ισχυρισμός της ότι η αίτηση θα έπρεπε να βασίζεται στην Δ.25, η οποία διέπει τα θέματα τροποποιήσεων και ότι ο τρόπος που είναι διαμορφωμένη είναι αντινομικός ή/και λανθασμένος, αφού έπρεπε να είχαν τεθεί οι επιθυμητές παράγραφοι που η πλευρά της Αιτήτριας προτίθετο να εισάγει αυτολεξεί και με πλήρη λεπτομέρεια, έτσι ώστε να καταρτιστεί το διάταγμα τροποποίησης. Προωθεί τη θέση ότι για να είναι δυνατή η επίκληση του δεδικασμένου ή/και του κωλύματος επί του επίδικου θέματος της ευθύνης απαιτείται η δικογράφησή του. Υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο αίτημα έχει υποβληθεί λόγω του γεγονότος δεν έχει δικογραφηθεί το θέμα του δεδικασμένου, για να καταστεί δυνατό να εγερθεί ο συγκεκριμένος ισχυρισμός. Κατά τη δική της άποψη δεν μπορούν να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα πρώτον, γιατί δεν δίδεται το ακριβές λεκτικό το οποίο ζητείται να προστεθεί με την τροποποίηση και δεύτερον, γιατί το αίτημα είναι πρώιμο αφού δεν μπορεί να εκδοθεί το διάταγμα υπό την παράγραφο Β χωρίς να υπάρχει στα δικόγραφα ισχυρισμός περί δεδικασμένου.

 

Επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι το θέμα του δεδικασμένου έχει εγερθεί, το αίτημα έχει απορριφθεί και η απόφαση απόρριψης του Δικαστηρίου έχει εφεσιβληθεί οπόταν, η υπό κρίση αίτηση, είναι καταχρηστική. Ως προς τα γεγονότα υποστηρίζει ότι η απόφαση στην Αγωγή Αρ. 5635/13 είναι πρωτόδικη και δεν έχει τελεσίδικη ισχύ αφού έχει εφεσιβληθεί εφ' όλης της ύλης με 76 λόγους εφέσεως. Καταγράφει, ότι δεν υπάρχει ταύτιση των διαδίκων οπόταν δεν μπορεί να υπάρξει δεδικασμένο που να δεσμεύει άλλο πρωτόδικο Δικαστήριο. Επίσης, είναι η εισήγηση της Ομνύουσας, ότι δεν υπάρχει ταύτιση στις ιδιότητες των διαδίκων ή των επίδικων θεμάτων αφού στην Αγωγή Αρ. 5635/13 η απαίτηση αφορούσε αποζημιώσεις για τραυματισμούς του Ενάγοντα, Μιχάλη Παναγιώτου, ενώ η παρούσα αφορά τραυματισμούς της Σύλβιας Βασιλείου, συνεπιβάτιδας, η οποία επιβιβάστηκε στη μοτοσυκλέτα εν γνώσει της ότι αυτή οδηγείτο από ανήλικο οδηγό και αφορά και δική της αμέλεια. Καταλήγει, ότι η αίτηση για τροποποίηση θα πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, καταχρηστική, ατεκμηρίωτη και ανεδαφική.

 

Οι συνήγοροι των δυο πλευρών με τις εισηγήσεις τους, τις οποίες προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου, υποστήριξαν και ανέπτυξαν τις εκατέρωθεν διαμετρικά αντίθετες θέσεις τους για το ζήτημα που απασχολεί στην παρούσα. Το Δικαστήριο έχει σημειώσει τις αναφορές, τοποθετήσεις και εισηγήσεις των δυο πλευρών, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα επιχειρήματα όσο και τις νομικές αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκαν. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο στο πλαίσιο της παρούσας και όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προς αποκατάσταση των γεγονότων θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Δικαστήριο, με την παρούσα σύνθεση, στην ενδιάμεση απόφασή του ημερ.27/10/2023 δεν αποφάσισε το θέμα του δεδικασμένου. Αποφάσισε κατά πόσο θα μπορούσε αυτό να εγερθεί προδικαστικά και επειδή έλειπε από το φάκελο του Δικαστηρίου η «Περαιτέρω Υπεράσπιση του Τριτοδιαδίκου», ημερ. 05/09/2023, στην οποία εγείρεται συγκεκριμένα το θέμα του δεδικασμένου σε σχέση με την ευθύνη για το συγκεκριμένο δυστύχημα, θεώρησε ότι αυτό δεν μπορούσε να εκδικαστεί προδικαστικά.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η απόφαση στην Αγωγή Αρ. 5635/13 είναι πρωτόδικη και δεν έχει τελεσίδικη ισχύ, δέον να αναφερθεί ότι το γεγονός ότι έχει εφεσιβληθεί, από μόνο του, δεν της αφαιρεί την τελεσιδικία αφού δεν έχει ζητηθεί, ή τουλάχιστον το Δικαστήριο δεν έχει ενημερωθεί, κατά πόσο ζητήθηκε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Οπόταν, ο λόγος της είναι έγκυρος μέχρι το Εφετείο να αποφασίσει το αντίθετο.

 

Ο ισχυρισμός ότι το θέμα του δεδικασμένου δεν συμπεριλήφθηκε στην αρχική Έκθεση Απαίτησης, απαντάται με τα πραγματικά δεδομένα, ήτοι ότι κατά τον χρόνο καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης δεν υφίστατο θέμα δεδικασμένου και ότι αυτό προέκυψε μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στην Αγωγή Αρ. 5635/13 ημερ. 31/07/2023.

 

NOMIKH ΠTYXH

 

Η αίτηση στηρίζεται στην Δ.19 θ.26. η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

« 26. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.».

 

Ο συγκεκριμένος θεσμός επιτρέπει την διαγραφή ή τροποποίηση οποιουδήποτε ζητήματος σε οποιαδήποτε οπισθογράφηση ή δικόγραφο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως μη αναγκαίο ή σκανδαλώδες ή που θα τείνει να προκαταβάλει, περιπλέξει ή καθυστερήσει την εκδίκαση της αγωγής. Στην υπό εξέταση περίπτωση όμως, η διαγραφή δικογράφου δεν είναι ζητούμενο. Αυτό που επιζητείται είναι η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης με την προσθήκη του θέματος του «δεδικασμένου». Ο Δικονομικός Θεσμός ο οποίος επιτρέπει την υποβολή τέτοιου είδους αιτημάτων είναι η Δ.25, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή της στις 06/02/2015.

 

Διαπιστώνεται ότι η Δ.25 θ.3 δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της υπό εξέταση αίτησης, ως επισημάνθηκε και από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Καθ΄ης η αίτηση – Εναγόμενης. Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο μπορεί η συγκεκριμένη παράλειψη να θεραπευτεί. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48 θ.θ.1 και 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κάθε αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς και να αναφέρει τη φύση του αιτήματος και το συγκεκριμένο άρθρο του νόμου ή τον συγκεκριμένο θεσμό στον οποίο αυτή βασίζεται. Η χρήση της λέξης «shall» στο αντίστοιχο Αγγλικό κείμενο καταδεικνύει ότι πρόκειται για επιτακτική πρόνοια η οποία επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης με αυτή. Σχετικές επί του θέματος είναι οι υποθέσεις Φαλέκκου v. Χριστοφίδη (2013) 1 Α.Α.Δ. 2534 και Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 366.

 

Η συγκεκριμένη δικονομική διάταξη αποτέλεσε αντικείμενο αναφοράς στην υπόθεση Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, στην οποία υιοθετήθηκε η υπόθεση Kouppas and another v. Vassiliades (1981) 1 J.S.C. 120 και η αρχή ότι σε ενδιάμεσες αιτήσεις «ο καθορισμός του νομικού υπόβαθρου, με αναφορά στο άρθρο ή άρθρα της νομοθεσίας και των θεσμών που το στοιχειοθετούν, αποτελεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.48 Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού μέτρου».

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μαχλουζαρίδης (ανωτέρω) είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό:

 

« Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kouppa συνοψίζεται στο πιο κάτω απόσπασμα:

Σε μετάφραση:

 

"Ο καθορισμός των θεσμών στους οποίους στηρίζεται το ενδιάμεσο δικονομικό μέτρο (αίτηση με κλήση) δεν είναι όπως κατανοώ μόνο θέμα τύπου αλλά ουσιαστική δικονομική διάταξη, η οποία πρέπει να ακολουθείται αυστηρά. εν όψει του ότι η ενδιάμεση διαδικασία συνιστά διαδικασία ασυνήθη χαρακτήρα για το λόγο ότι τα επίδικα θέματα εκδικάζονται έξω από το πλαίσιο της ολοκληρωμένης δίκης που αποτελεί τη συνήθη οδό για την εκδίκαση των επίδικων θεμάτων. Συνεπώς τα δικονομικά εχέγγυα τα οποία αποβλέπουν στον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και του πλαισίου εκδίκασής τους πρέπει να τηρούνται με σχολαστικότητα ιδιαίτερα στην περίπτωση των επιτακτικών προνοιών της Δ.48 θ.1. Δεν είναι τυχαίο ότι το νομικό υπόβαθρο της αίτησης πρέπει, αντίθετα με την έκθεση απαιτήσεως, να καθορίζεται. συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι που επιβάλλουν όπως παρεμφερή θέματα προσδιορίζονται τόσο νομικά όσο και πραγματικά με ακρίβεια ώστε το Δικαστήριο, χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, να είναι σε θέση να τα εξετάσει και με αυτό τον τρόπο να επιστρώσει το έδαφος διά την εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς."

Συμφωνούμε με τις αρχές που διατυπώνονται στην Kouppa ως προς το δικονομικό πλαίσιο το οποίο διέπει την έγκυρη έγερση ενδιάμεσων αιτήσεων.». 

 

Στην υπόθεση Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (ανωτέρω) το Εφετείο έθεσε τα κριτήρια με βάση τα οποία το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει κατά πόσο θα θεραπεύσει τέτοια παρατυπία στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

« Στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται απλώς για μη συμμόρφωση με τους θεσμούς – την Δ.48 θ.1. Δεν πρόκειται για ουσιώδη ή θεμελιώδη παράλειψη ούτε για παραβίαση βασικών νομικών αρχών. Ακολουθεί πως η σημειωθείσα παράλειψη ισοδυναμεί με παρατυπία η οποία είναι θεραπεύσιμη. Πώς όμως επιτυγχάνεται η θεραπεία και μάλιστα σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου η άλλη πλευρά δεν έχει εγείρει θέμα ακυρότητας ή παρατυπίας; Και ποιοί είναι οι παράγοντες που ασκούν επιρροή στην άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου όταν εξετάζει τα ζητήματα παρατυπίας;

 

Το θέμα έχει τύχει αντιμετώπισης από το Αγγλικό Εφετείο στην Metroinvest Ansalt and Others v. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513, 520, 521, 522. Στην υπόθεση εκείνη έχει ερμηνευθεί η νέα αγγλική Δ.2 - αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64 - και από τη μελέτη της απόφασης προκύπτουν τα εξής:

 

1. Όπου διαπιστώνεται παρατυπία λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς το παράτυπο μέτρο ή έγγραφο παραμένει παράτυπο inter partes μέχρις ότου το ζήτημα εξεταστεί από το δικαστήριο δυνάμει της νέας Δ.64 θ.2.

 

2. Επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος της παρατυπίας από το δικαστήριο έστω και αν τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί από τους διάδικους.

 

3.Η παραίτηση της άλλης πλευράς, με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, από το δικαίωμα που της παρέχεται λόγω της παρατυπίας αποτελεί καλό λόγο για να γίνει αποδεκτή η παρατυπία.

 

4. Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64 θ.2 είναι ο δυσμενής επηρεασμός (prejudice) της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας. Ωστόσο η νέα Δ.64 θ.2 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη.

 

5. Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει πλήρως ή μερικώς τη διαδικασία στην οποία έχει σημειωθεί η παρατυπία ή - διαζευκτικά - "να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον".»

 

Στην υπόθεση Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Aρ. 2) (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 35, η οποία αφορούσε παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Δ.2 θ.10, καταγράφονται τα ακόλουθα σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής της Δ.64:

 

« Ο σκοπός της νέας  Δ.64 είναι η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου, εξισώνοντας έτσι κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς με αντικανονικότητα δυνάμενη να θεραπευθεί. Το θέμα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ..

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά., σελ. 151-152 διαβάζουμε τα εξής:

 

«Με την κατάργηση της Δ.64 .. και την αντικατάστασή της με τη Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού .., η διάκριση μεταξύ άκυρης και παράτυπης διαδικασίας καταργήθηκε και η μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή την φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία. Πέραν αυτού, με τη νέα Δ.64, παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο διάσωσης της παράτυπης διαδικασίας στην κατάλληλη περίπτωση. Κατά συνέπεια θέση ότι μια έφεση είναι θνησιγενής όταν κανένας από τους λόγους της δεν είναι αιτιολογημένος και επομένως δεν είναι έγκυρη, καταργήθηκε με την τροποποίηση της Δ.64, αλλά η οποιαδήποτε παρατυπία θα πρέπει να θεραπεύεται.

 

Η θεραπεία αυτή επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους Θεσμούς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται έγκαιρα. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση στη λήψη διορθωτικών μέτρων, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που αναλαμβάνει ο αιτητής να πείσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελός του. ..»

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι σε περιπτώσεις που πριν την τροποποίηση της Δ.64 το δικαστήριο, με βάση τη νομολογία που ίσχυε τότε, ήταν υπόχρεο να καταλήξει ότι κάποια παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς οδηγούσε σε ακυρότητα, με τη νέα Δ.64 έχει διακριτική εξουσία να θεωρήσει την μη συμμόρφωση ως απλή παρατυπία, που δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε ακυρότητα.»

 

Με βάση τις ανωτέρω νομικές αρχές, στην προκειμένη περίπτωση η παράλειψη αναφοράς στη Δ.25 θ.3 αποτελεί παρατυπία σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.64. Το ουσιώδες όμως ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή είναι τυπικής μορφής και θεραπεύσιμη ή ουσιαστική και ως τέτοια να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης. Χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρουν οι αποφάσεις στις οποίες απασχόλησε ειδικά το θέμα παράλειψης στοιχειοθέτησης του ορθού νομικού υπόβαθρου αιτήσεων.

 

Στην απόφαση Χριστοφόρου v. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743, η αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης στηριζόταν στη Δ.25 θ.1 και στη Δ.48 θ.θ.1-2. Το Εφετείο δέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι η αίτηση βασιζόταν σε λανθασμένους Κανονισμούς και ότι η σχετική Διάταξη ήταν η Δ.35 θ.4. Υιοθετώντας το σκεπτικό των αποφάσεων Kouppa και Μαχλουζαρίδης (ανωτέρω) το Εφετείο επανέλαβε ότι «απαράβατοι όροι της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου μίας ενδιάμεσης αίτησης είναι η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης» και κατέληξε ότι δεν χωρούσε διορθωτική επέμβαση με την καταφυγή στις πρόνοιες της Δ.64.

 

Σχετικό είναι και το σκεπτικό της Egiazaryan Ashot κ.ά. v. Denoro Investments Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 409, όπου αφορούσε αίτηση για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας στα πλαίσια της έφεσης. Η αίτηση στηριζόταν μόνο στη Δ.35 θ.8, ενώ έγινε εισήγηση από τους εφεσίβλητους ότι η αίτηση έπρεπε να στηρίζεται στο άρθρο 25(3) του Ν.14/60. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:

« Το άρθρο 25(3) ως δικαιοδοτικό υπερτερεί της κανονιστικής ρύθμισης που εμπεριέχεται στη Δ.35 θ.8, στην οποία θα γίνει αναφορά αμέσως μετά. Ακριβώς διότι το άρθρο έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία κατ΄ επανάληψη περιοριστικά, κατά τον τρόπο που θα εξηγηθεί στη συνέχεια, οι εφεσείοντες όφειλαν να εστιάσουν την προσοχή τους και σ΄ αυτό, ιδιαιτέρως διότι  η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι οποιαδήποτε αίτηση θα πρέπει να αναφέρει το νόμο και τους κανονισμούς στους οποίους βασίζεται ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικονομικού μέτρου.  Σχετικές είναι οι υποθέσεις Κούππα ν. Βασιλειάδη (1981) 1 J.S.C. 120, Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 743, στην οποία μάλιστα λέχθηκε ότι η παράλειψη αναφοράς στους ορθούς κανονισμούς και, βέβαια, το νόμο δεν χωρεί διόρθωσης στη βάση των προνοιών της Δ.64. Η σημασία της τήρησης των Θεσμών τονίστηκε και στις πρόσφατες αποφάσεις Τσεσμέλογλου ν. Σοφοκλέους, Πολ. Έφ. αρ. 205/2010, ημερ. 15.1.2013 και Σ΄ ό,τι αφορά την περιουσία του Ιωάννου Κοντού, Πολ. Έφ. αρ. 187/09, ημερ. 29.1.2013.».

 

Καθοδηγούμενο το Δικαστήριο από τις πιο πάνω νομικές αρχές επισημαίνει ότι η καταγραφή της Δ.25 θ.3 ήταν απαραίτητη για να προσδώσει εξουσία στο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Υπενθυμίζεται ότι η Δ.19, την οποία επικαλείται η Αιτήτρια αφορά σε εντελώς διαφορετικό θέμα. Κατά συνέπεια, με δεδομένη αφενός την επιτακτική αναγκαιότητα αναφοράς του συγκεκριμένου Κανονισμού ο οποίος στοιχειοθετεί το νομικό υπόβαθρο και δίνει έρεισμα στην αίτηση και αφετέρου την κατάληξη ότι ο Κανονισμός στον οποίο γίνεται επίκληση και ειδικότερα η Δ.19 θ.θ. 26 και 1 – 4, ουδόλως αφορούν την υπό κρίση περίπτωση, ενόψει ακριβώς της φύσης της αίτησης, η αίτηση δεν μπορεί να διασωθεί. Οι συγκεκριμένοι Θεσμοί δεν μπορούν να παράσχουν με οποιοδήποτε τρόπο δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης για τροποποίηση.

 

Το γεγονός ότι στη νομική βάση της αίτησης γίνεται επίκληση, μεταξύ άλλων, στη Δ.48 θ.2 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν βοηθά με οποιονδήποτε τρόπο την Αιτήτρια - Ενάγουσα στην προώθηση της αίτησης της. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Re Evand Promotions Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 736, η απλή επίκληση της Δ.48 δεν παρέχει αφ΄ εαυτής δικαίωμα καταχώρισης οποιασδήποτε αίτησης αλλά διαγράφει μόνο το δικονομικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να υποβληθεί μία ενδιάμεση αίτηση εφόσον αυτή έχει ως νομικό υπόβαθρο ειδικό άρθρο του νόμου ή ειδικό θεσμό. Όσον αφορά την εγγενή ή σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, στην ίδια υπόθεση λέχθηκε ότι αυτή δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου που προσδιορίζεται από την αναγκαιότητα της ίδιας της ύπαρξης της, ούτε κατά κανόνα αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς και ότι κατ΄ εξαίρεση η επίκληση της σύμφυτης εξουσίας, είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που η τυχόν άρνηση εξουσίας ή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος διαδίκου. Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί, επικαλούμενο τη σύμφυτη εξουσία του, να ασκήσει οποιαδήποτε εξουσία η οποία υπάρχει και προνοείται από τους Θεσμούς αλλά δεν του παρέχεται, στην προκειμένη περίπτωση, από το αναγκαίο νομικό υπόβαθρο. 

 

Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι στην προκειμένη περίπτωση η παράλειψη αναφοράς της ορθής νομικής βάσης στην οποία η Αιτήτρια - Ενάγουσα στήριξε το αίτημα της είναι τέτοια που δεν αποτελεί απλή παρατυπία που είναι θεραπεύσιμη, αλλά αντιθέτως έλλειψη του νομικού υπόβαθρου το οποίο θα παρείχε εξουσία στο Δικαστήριο να εξετάσει την αίτηση. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο επισημαίνει ότι και ο τύπος της αίτησης είναι λανθασμένος αφού δεν καταγράφεται με τον ορθό τρόπο η τροποποίηση που επιδιώκεται. Συνακόλουθα, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η επίκληση της Δ.25 θ.3 ήταν επιβεβλημένη για την έγκυρη στοιχειοθέτηση της επίδικης αίτησης και η έλλειψη της αναγκαίας νομικής βάσης αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην περαιτέρω προώθηση της αίτησης.

 

Ως εκ τούτου, η αίτηση αποτυγχάνει. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Καθ΄ης η αίτηση - Εναγόμενης και εναντίον της Αιτήτριας – Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, τα οποία θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας. 

 

 

 

(Υπ.) …..………………………………

Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο