ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.

Αρ. Αγωγής: 2142/17

Ημερομηνία: 28/06/2024

Μεταξύ:

                            HOUSEMASTERS LIMITED (HE868812), από Λευκωσία

                                                                                                                     Ενάγουσα/Αιτήτρια

                                                                  -και-

1.                                               ΜΑΡΙΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ

2.                                                ΧΛΟΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ

                                                                                                      Εναγόμενων/Καθ’ ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κος Ν. Αγαπίου για Θεοδωρίδης, Γεωργίου, Ιακώβου & Σία ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση: κος Στ. Παναγίδης για Στέλιο Παναγίδη ΔΕΠΕ

Αίτηση Ημερομηνίας 20/03/2024

 

                                                    ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Τα δικόγραφα της αγωγής, προσδιορίζουν τα επίδικα θέματα.

Η Ενάγουσα είναι εργολάβος και η αξίωση της για το ποσό των €134.243 πλέον τόκους και έξοδα, βασίζεται στο αγώγιμο δικαίωμα για παράβαση σύμβασης και εύλογη αμοιβή για προσφερθείσες εργασίες. Η θέση των Εναγομένων, είναι ότι υπήρχε πιστή εκτέλεση της συμφωνίας και ότι πληρώθηκαν οι Ενάγοντες στη βάση πιστοποιητικών πληρωμής του αρχιτέκτονα.

 

Επτά χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, οι Ενάγοντες έχουν καταχωρήσει την παρούσα Αίτηση με την οποίαν ζητούν την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσει τον διορισμό διαιτητή και/ή την παραπομπή ενώπιον διαιτητή δυνάμει των προνοιών του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ.4) για την εκδίκαση και/ή έκδοσης απόφασης επί της διαφοράς των διαδίκων, ήτοι του υπολογισμού του κόστους των εκτελεσθεισών εργασιών αναφορικά με τα διατακτικά αρ.18, 19 και αρ.20-τελικό πιστοποιητικό πληρωμής του αρχιτέκτονα του έργου, καθώς και τα σχετικά αιτήματα πληρωμής της Ενάγουσας στα πλαίσια της συμφωνίας εργολαβίας ημερομηνίας 05/07/2011 μεταξύ του Μάριου και Χλόης Αμερικάνου και της HOUSEMASTERS LIMITED, καθώς επίσης και της παράλειψης της πληρωμής του διατακτικού αρ.18 από τους Μάριο και Χλόη Αμερικάνου.

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου να διορίζεται διαιτητής και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που είναι καταρτισμένος διαιτητής και/ή από το μητρώο διαιτητών του ΕΤΕΚ, ενώπιον του οποίου θα παραπεμφθεί η διαφορά των διαδίκων, ήτοι του υπολογισμού του κόστους των εκτελεσθείσων εργασιών αναφορικά με τα διατακτικά αρ.18, 19 και αρ.20-τελικό πιστοποιητικό πληρωμής, του αρχιτέκτονα του έργου, καθώς και τα σχετικά αιτήματα πληρωμής της Ενάγουσας στα πλαίσια της συμφωνίας εργολαβίας ημερομηνίας 05/07/2011 μεταξύ του Μάριου και Χλόης Αμερικάνου και της HOUSEMASTERS LIMITED, καθώς επίσης και της παράλειψης της πληρωμής του διατακτικού αρ.18 από τους Μάριο και Χλόη Αμερικάνου.

Η νομική βάση της Αίτησης, είναι διάφορα άρθρα του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4.

Η Αίτηση βασίζεται σε γεγονότα που περιέχονται σε ένορκη δήλωση που έχει ετοιμάσει ο διευθυντής της Ενάγουσας εταιρείας. Αναφέρει ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 είναι ιδιοκτήτες του έργου που αφορά την ανέγερση της διώροφης κατοικίας τους στο Στρόβολο και η σχέση τους διέπεται από γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 05/07/2011. Η αξία της εργασίας σύμφωνα με πρόνοια της συμφωνίας, θα ήταν για το ποσό των €662.313. Διορίστηκε για το έργο αρχιτέκτονας και επιμετρητής ποσοτήτων. Οι εργοληπτικές εργασίες έγιναν στη βάση εγγράφων προσφοράς που ετοιμάστηκαν από τον αρχιτέκτονα.

Σε διάφορα στάδια του έργου, υπήρχαν διαφωνίες των μερών και του αρχιτέκτονα. Ο Εναγόμενος 1 είχε εμπλοκή στον υπολογισμό του κόστους για κάθε εργασία με τον αρχιτέκτονα. Το αποτέλεσμα ήταν τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά και τελικό πιστοποιητικό εργασίας να είναι πολύ κατώτερα σε αξία από την πραγματική εκτελεσθείσα εργασία.

Κατά ή περί την 13/12/2013 ο αρχιτέκτονας του έργου έκδωσε το πιστοποιητικό πληρωμής με αριθμό πιστοποιητικού 18, για το ποσό των €24.680,11 (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), από το οποίο οι Εναγόμενοι αρ.1 και 2, αυθαίρετα, παράνομα και αδικαιολόγητα κατέβαλαν στην Αιτήτρια, μόνο το ποσό των €8.750,11 την 20/12/2014 και έκτοτε εκκρεμεί το υπόλοιπο ποσό του διατακτικού. Η Αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 05/02/2014 ζήτησε από τους Εναγόμενους αρ.1 και 2 όπως πληρώσουν ολόκληρο το ποσό του διατακτικού αρ.18 του αρχιτέκτονα. Οι Εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν ποτέ στην απαίτηση. Με το διατακτικό αρ.18, ο αρχιτέκτονας πιστοποιούσε ότι η Αιτήτρια δικαιούτο να πληρωθεί το ποσό των €24.680,11 (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου όπως αναφερόταν σε αυτό και χωρίς αναφορά σε αποκοπή οποιουδήποτε ποσού. Παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 2, αντίγραφο του πιστοποιητικού πληρωμής του αρχιτέκτονα του έργου με αρ. πιστοποιητικού 18, ημερομηνίας 13/12/2013 για το ποσό των €24.680,11 το οποίο στάλθηκε στην Αιτήτρια με τηλεομοιότυπο την 13/12/2013.

Την 19/04/2014 ο αρχιτέκτονας του έργου έκδωσε και απέστειλε στην Αιτήτρια το πιστοποιητικό αρ.19 για συνολικό ποσό πληρωμής €13.886,57 (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) προς την Ενάγουσα. Με το διατακτικό αρ.19, ο αρχιτέκτονας πιστοποιούσε ότι η Αιτήτρια δικαιούτο να πληρωθεί το ποσό των €13.886,57 (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 3, αντίγραφο του πιστοποιητικού πληρωμής του έργου με αρ.19 το οποίο απέστειλε ο αρχιτέκτονας στην Αιτήτρια.

Την 22/05/2014 οι Ενάγοντες απέστειλαν επιστολή προς τον αρχιτέκτονα και εξέφραζαν τη διαφωνία τους με το ποσό πιστοποίησης του διατακτικού αριθμός 19. Ζήτησαν όπως ληφθεί υπόψη απόφαση του αρχιτέκτονα για παράταση χρόνου και την απάντηση του σε σχέση με τον τελικό λογαριασμό που είχε ζητηθεί από τους Ενάγοντες με επιστολή ημερομηνίας 18/09/2013. Υπήρχε εκκρεμότητα η έλλειψη πιστοποίησης όλων των εργασιών που είχαν εκτελέσει. Ο Εναγόμενος 1 τους απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 29/06/2014, ότι το διατακτικό αριθμός 18 δεν πληρώθηκε διότι υπήρχε καθυστέρηση στην παράδοση του έργου και υπήρχε δικαίωμα κατακράτησης €100 για κάθε ημέρα καθυστέρησης. Οι Ενάγοντες απέστειλαν την επιστολή ημερομηνίας 12/06/2014 στον αρχιτέκτονα και τον πληροφόρησαν ότι η πληρωμή προς υπεργολάβο διατακτικό 19 δεν έγινε, επειδή ο Εναγόμενος 1 αρνείτο να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του. Οι Ενάγοντες είχαν εκτελέσει πλήρως όλες τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Υπολόγισαν ότι η εύλογη αμοιβή τους για την εκτελεσθείσα εργασία, ήταν €120.743. Επίσης διεκδικεί από τους Εναγόμενους την πληρωμή του ποσού των €13.500 για εργασίες που περιλαμβάνονται στο διατακτικό αριθμός 18 που αυθαίρετα απέκοψαν οι Εναγόμενοι.

Η Αιτήτρια διαφώνησε και συνεχίζει να διαφωνεί με την εκτίμηση συγκεκριμένων ποσών για τα οποία αποφάσισε ο αρχιτέκτονας. Με επιστολή ημερομηνίας 10/09/2014 αναλύεται σε πίνακα για ποια συγκεκριμένα ποσά υπάρχει διαφωνία. Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι η εκτίμηση των αρχιτεκτονικών οδηγιών που αφορούσε τον τρόπο υπολογισμού εκτίμησης του κόστους συγκεκριμένων εργασιών ήταν λανθασμένη. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8, αντίγραφο της επιστολής ημερομηνίας 10/09/2014, η οποία στάλθηκε από την Αιτήτρια προς τον αρχιτέκτονα του έργου, στην οποίαν επισυνάπτεται πίνακας όπου καταγράφονται οι συγκεκριμένες διαφωνίες σε σχέση με υπολογισμό εκτίμησης συγκεκριμένων εργασιών του έργου σε σχέση με τις αρχιτεκτονικές οδηγίες. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9, Αίτηση πληρωμής αρ.20 ημερομηνίας 08/04/2015, η οποία στάλθηκε από την Αιτήτρια προς τον αρχιτέκτονα του έργου για πληρωμή. Η Αίτηση πληρωμής αρ.20 συμπεριλαμβάνει την εκτελεσθείσα εργασία και οποιωνδήποτε τροποποιήσεων και οδηγιών για το ποσό των €120.743,73 πλέον ΦΠΑ που αναλύεται στον πίνακα της εν λόγω Αίτησης και στα έγγραφα που επισυνάπτονται σε αυτήν.

Την 08/04/2015 και 19/05/2015, εξαιτίας καθυστέρησης στην έκδοση τελικού πιστοποιητικού πληρωμής, οι Ενάγοντες ζήτησαν από τον αρχιτέκτονα να εκδώσει πιστοποιητικό τελικής παραλαβής του έργου και έκδοση πιστοποιητικού πληρωμής, παρά το γεγονός ότι το έργο είχε ήδη παραδοθεί. Ο αρχιτέκτονας έκδωσε τελικό πιστοποιητικό πληρωμής την 13/07/2015 αρ.20,  στο οποίο το ποσό προς πληρωμή ήταν μηδενικό και την ίδια ημέρα είχε εκδώσει πιστοποιητικό τελικής παραλαβής.

Η Αιτήτρια διαφώνησε με το εν λόγω πιστοποιητικό τόσο όσον αφορά το συνολικό ποσό πληρωμής, όσο και για τη μη πληρωμή του διατακτικού αρ.18. Απέστειλε σχετική επιστολή προς τον αρχιτέκτονα του έργου την 25/07/2015. Περαιτέρω, στην ίδια επιστολή ημερομηνίας 25/07/2015 η Αιτήτρια αιτήθηκε ξανά απόφαση του αρχιτέκτονα σύμφωνα με τον όρο 36.1 της συμφωνίας σε σχέση με διαφορές που προέκυψαν μεταξύ της Αιτήτριας και του αρχιτέκτονα για τη συνολική εκτίμηση των αρχιτεκτονικών οδηγιών και τη δικαιολογημένη παράταση χρόνου. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι επειδή ο αρχιτέκτονας παρέλειψε να εκδώσει εντός 28 ημερών απόφαση όπως προβλέπεται στη συμφωνία, είχε ζητήσει με επιστολή της ημερομηνίας 04/11/2014 από τον αρχιτέκτονα όπως παραπέμψει τις διαφορές τους σε διαιτησία, πράγμα το οποίο δεν έκανε ποτέ ο αρχιτέκτονας. Τέλος, η Αιτήτρια με την επιστολή της ημερομηνίας 25/07/2015 ζήτησε ξανά την παραπομπή της διαφοράς σε Διαιτησία και αιτήθηκε απόφαση αρχιτέκτονα, επαναλαμβάνοντας και απαιτώντας τα αξιούμενα από αυτήν ποσά από τους Εναγόμενους. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 14, επιστολή ημερομηνίας 25/07/2015 από την Αιτήτρια προς τον αρχιτέκτονα του έργου.

Η Αιτήτρια καλόπιστα και προς πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της συμφωνίας ημερομηνίας 05/07/2011 ζήτησε, από τον αρχιτέκτονα του έργου και από τους Εναγόμενους να παραπεμφθεί η διαφορά τους σε Διαιτησία. Δεν υπάρχει ανταπόκριση. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 15, επιστολή ημερομηνίας 04/11/2014 η οποία στάλθηκε από την Αιτήτρια προς τον Εναγόμενο αρ.1 ζητώντας, όπως η διαφορά τους παραπεμφθεί σε Διαιτησία και ως Τεκμήριο 16, επιστολή της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/09/2015 προς τους Εναγόμενους αρ.1 και 2, με θέμα ‘’Παραπομπή Σε Διαιτησία’’, ζητώντας πάλι όπως η διαφορά τους παραπεμφθεί σε Διαιτησία.

Τονίστηκε, ότι βάσει του άρθρου 36: επίλυση διαφορών, στο έντυπο κυρίως συμβολαίου για οικοδομικά έργα, ο αρχιτέκτονας είχε υποχρέωση να παραπέμψει τη διαφορά σε Διαιτησία εφόσον, η Αιτήτρια εντός 28 ημερών επέδωσε σχετική ειδοποίηση προς τον αρχιτέκτονα. Ωστόσο, ο αρχιτέκτονας ουδέποτε ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Αιτήτριας. Για τον λόγο ότι τα επίδικα θέματα είναι εξαιρετικά τεχνικά και για τον λόγο ότι το ίδιο το συμβόλαιο προνοεί ρήτρα Διαιτησίας, είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, η διαφορά να παραπεμφθεί σε Διαιτησία.

Η διαφορά θα πρέπει να παραπεμφθεί σε Διαιτησία, καθώς το επίδικο θέμα είναι εξαιρετικά τεχνικό σε τέτοιον βαθμό, που ακόμη και με τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να προβεί σε εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Θα πρέπει να διοριστεί διαιτητής με γνώσεις στα οικοδομικά συμβόλαια, ώστε να εντοπίσει διαφορές στις οικοδομικές εργασίες. Με βάση τα έγγραφα συμβολαίου, σχέδια και δελτίο ποσοτήτων, θα εξετάσει τις όποιες αλλαγές-αρχιτεκτονικές οδηγίες για να καταλήξει στο τελικό ποσό του έργου. Υπάρχει αδιέξοδος των μερών που προκλήθηκε εξαιτίας του τελικού πιστοποιητικού πληρωμής αρ.20. Διαιωνίζεται και απομακρύνεται η προσδοκία των Εναγόντων να πληρωθούν για την αξία των εργασιών που έχουν εκτελέσει.

Είναι θέση της Αιτήτριας, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραπομπή της διαφοράς σε Διαιτησία. Υπάρχει διαφορά μεταξύ των μερών ως είναι έκδηλο στα δικόγραφα της παρούσας αγωγής. Συγκεκριμένα, η διαφορά έγκειται ως έχει εξηγηθεί και ανωτέρω στη διαφορά στον υπολογισμό των πραγματοποιθεισών εργασιών σε συγκεκριμένα διατακτικά, στην ανάλυση και κοστολόγηση των αρχιτεκτονικών οδηγιών και στον υπολογισμό του ποσού στον τελικό λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων για αποζημιώσεις λόγω δικαιολογημένης παράτασης χρόνου στην παράδοση του έργου. Περαιτέρω, η διαφορά και η εξέταση των εγγράφων απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα από εμπειρογνώμονα, ήτοι πολιτικό μηχανικό και απαιτείται η επιστημονική ή επιτόπια έρευνα.

Οι Εναγόμενοι Καθ’ ων η Αίτηση, έχουν καταχωρήσει ένσταση στην Αίτηση και έχουν παραθέσει τους ακόλουθους λόγους ένστασης: 

1.    Η Αίτηση καταχωρείται καταχρηστικά καθ’ όσον η Αιτήτρια, όταν αποφάσισε όπως όλα τα επίδικα θέματα μετά των Καθ’ ων η Αίτηση, επιλυθούν στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής την οποίαν καταχώρησε από το 2017 και όχι στα πλαίσια Διαιτησίας, απεμπόλησε το δικαίωμα της για επίλυση οποιουδήποτε θέματος στα πλαίσια Διαιτησίας σήμερα.

2.    Η Αίτηση για παραπομπή σε Διαιτησία, υποβάλλεται με υπέρμετρη καθυστέρηση (7 χρόνων) από την καταχώρηση της εν θέματι αγωγής, ενώ είχε ολοκληρωθεί όλη η δικογραφία και ενώ ξεκίνησε η διαδικασία ακρόασης της υπόθεσης και η Αιτήτρια παρέδωσε εις τους Καθ’ ων η Αίτηση τη γραπτή δήλωση του διευθυντή της Ενάγουσας.

3.    Η επίδικη διαφορά στο σύνολο της είναι ξεκάθαρη και δεν είναι τέτοιας φύσης που να απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις για τον χειρισμό της.

4.    Τα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, δεν απαιτούν μακρά εξέταση εγγράφων ή επιτόπια έρευνα.

5.    Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για διορισμό διαιτητή από το Δικαστήριο.

6.    Η Αιτήτρια παρέλειψε να ζητήσει αναστολή της δικαστικής διαδικασίας.

7.    Η Αίτηση είναι γενική και αόριστη, εφόσον δεν αναφέρεται το όνομα του Δικαστή, τον οποίον η Αιτήτρια θέλει να διορίσει.

Η ένσταση βασίζεται σε γεγονότα που περιέχονται σε ένορκη δήλωση που έχει ετοιμάσει ο Εναγόμενος 1. Απορρίπτει όλο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του διευθυντή των Εναγόντων, εκτός όπου γίνεται παραδοχή των γεγονότων.

Αναφέρει ότι στο προκεχωρημένο αυτό στάδιο της διαδικασίας, αποφάσισε η Αιτήτρια να υποβάλει την υπό κρίση Αίτηση για παραπομπή της επίλυσης των ισχυριζόμενων επίδικων θεμάτων σε Διαιτησία, λόγω της αδυναμίας της να υποστηρίξει και αποδείξει τους ισχυρισμούς της και την απαίτηση της στο Δικαστήριο.

i.              Την 17/05/2017 καταχωρήθηκε η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή.

ii.             Την 02/06/2017 καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης.

iii.            Την 16/06/2017 η Αιτήτρια καταχώρησε Αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχωρήσεως Υπεράσπισης.

iv.           Την 13/03/2018 καταχωρήθηκε Υπεράσπιση.

v.             Την 28/03/2018 καταχωρήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας απάντηση στην Υπεράσπιση μας.

vi.           Την 28/03/2018 η Αιτήτρια καταχώρησε κλήση για οδηγίες και την 27/02/2019 καταχώρησε ένορκο δήλωση αποκάλυψης εγγράφων.

vii.          Την 06/03/2019 με επιστολή της Αιτήτριας κοινοποίησε τα αποκαλυφθέντα έγγραφα.

viii.         Από την 13/04/2020 η υπόθεση έχει οριστεί για ακρόαση 7 φορές με τελευταία ημερομηνία 28/03/2014, τότε η ακρόαση αναβλήθηκε λόγω της παρούσας Αίτησης και ορίστηκε για ακρόαση την 14/05/2024, ταυτόχρονα είναι ορισμένη για ακρόαση και η παρούσα Αίτηση την ιδία ως άνω ημερομηνία.

ix.           Την 29/01/2024 η Αιτήτρια εφοδίασε τη γραπτή δήλωση του διευθυντή της Αιτήτριας, καθότι η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την 28/03/2024.

Είναι γνώμη του Εναγόμενου 1, ότι οι Ενάγοντες αντιλήφθηκαν τη δυσκολία απόδειξης των αξιώσεων τους και αποφάσισαν σε αυτό το προχωρημένο στάδιο να ζητήσουν, όπως η διαφορά παραπεμφθεί σε Διαιτησία. Το συμβόλαιο υπογράφηκε στις 05/07/2011 σε έντυπο κυρίως συμβολαίου για οικοδομικά έργα για την ανέγερση της κατοικίας τους. Η αξία του συμβολαίου, ήταν για το ποσό των €662.313 και αυτά τα χρήματα επρόκειτο να πληρωθούν με έκδοση πιστοποιητικών πληρωμής από τον αρχιτέκτονα του έργου. Εκδόθηκαν συνολικά 20 πιστοποιητικά στο όνομα της Αιτήτριας προς πλήρη εξόφληση των εκτελεσθείσων εργασιών και επιπλέον 5 πιστοποιητικά στο όνομα διορισμένων υπεργολάβων με εντολή του αρχιτέκτονα προς πλήρη εξόφληση όλων των εκτελεσθείσων εργασιών. Παρέθεσε όλα τα πληρωθέντα πιστοποιητικά τα οποία συμποσούνται συνολικά στο ποσό των €556.884,12. Οι Καθ' ων η Αίτηση πλήρωσαν όλα τα πιστοποιητικά, πλην του πιστοποιητικού αριθμός 18  που εκδόθηκε για το ποσό των €20.915 πλέον ΦΠΑ συνολικά €24.680. Από το πιστοποιητικό αριθμός 18, απέκοψαν το ποσό των €13.500, λόγω πιστοποιημένης από τον αρχιτέκτονα αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην παράδοση του έργου, σύμφωνα με τους όρους της υπογραμμένης συμφωνίας. Οι Ενάγοντες έχουν εκτελέσει εργασίες αξίας €574.754 για τις οποίες έχουν πληρωθεί πλήρως, πλην του αποκοπτέντος ποσού. Η υπόθεση αφορά κατά βάση, την ερμηνεία της επίδικης συμφωνίας και την παραγνώριση του νομικού τύπου της υπογραφείσας συμφωνίας. Η συμφωνία είναι συμβόλαιο για οικοδομικά έργα με ποσότητες. Το ποσό που αναφέρεται, είναι ενδεικτικό και μειώνεται όταν αφαιρεθούν εργασίες και αυξάνεται όταν προστεθούν εργασίες. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εργασίες πιστοποιούνται από τον αρχιτέκτονα. Αυτό το αγνοούν οι Ενάγοντες και επιμένουν ότι η αξία για τις υπηρεσίες που συμφωνήθηκε, ήταν το ποσό των €662.313 που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επιπλέον για το θέμα της καθυστέρησης, ευθύνονται αποκλειστικά οι Ενάγοντες. Ούτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι ο ίδιος είχε παρέμβει σε οποιανδήποτε εργασία για τον υπολογισμό του κόστους οποιασδήποτε εργασίας.

 

Ισχυρίστηκε, ότι η αποκοπή του ποσού των €13.500,00-πλέον ΦΠΑ ήτοι €15.930,00-από το πιστοποιητικό αρ.18 ήταν καθ’ όλα νόμιμος και δικαιολογημένος και σύμφωνος με την επιστολή του αρχιτέκτονα προς την Αιτήτρια ημερομηνίας 30/10/2013 στην οποίαν αφού υπολογίστηκαν οι ημέρες δικαιολογημένης καθυστέρησης. Καθορίστηκε νέα ημερομηνία παράδοσης, η 17/03/2013. Το έργο παραδόθηκε την 31/07/2013 και ο αριθμός των ημερολογιακών ημερών καθυστέρησης του έργου, ήταν 135 ημέρες. Σε συσχετισμό με το άρθρο 23 στη σελίδα 41 της συμφωνίας 05/07/2011, το οποίο προβλέπει αποζημιώσεις εξ €100,00-για κάθε ημέρα αδικαιολόγητης καθυστέρησης, ήτοι νόμιμα και δικαιολογημένα απεκόπη το ως άνω ποσό. Με τις επιστολές ημερομηνίας 29/05/2014 και 16/06/2014 προς την Αιτήτρια, επεξηγήθηκε ο λόγος της αποκοπής.

 

Το πιστοποιητικό 19 εξοφλήθηκε πλήρως.

 

i.         Ο αρχιτέκτονας είναι αυτός που έκρινε αν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση είτε εξ’ υπαιτιότητας της Αιτήτριας, είτε εξ’ υπαιτιότητας των Καθ’ ων η Αίτηση. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο αρχιτέκτονας μελέτησε όλα τα στοιχεία που του έδωσε η Αιτήτρια και θεώρησε για αρκετές ημέρες ότι η καθυστέρηση ήταν δικαιολογημένη και ενέκρινε νέα ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου.

ii.        Υπήρχαν και απαιτήσεις της Αιτήτριας για δικαιολογημένη καθυστέρηση τις οποίες ο αρχιτέκτονας δεν έκανε αποδεκτές.

iii.       Ο αρχιτέκτονας στην επιστολή του προς την Αιτήτρια ημερομηνίας 30/10/2013 εξηγεί εμπεριστατωμένα για τη δικαιολόγηση των καθυστερήσεων των εργασιών του έργου.

iv.       Ο αρχιτέκτονας στην πιο πάνω επιστολή του κατέγραψε 118 δικαιολογημένες ημερολογιακές ημέρες καθυστερήσεων και ενέκρινε ανάλογη νέα ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου.

v.        Επίσης, από τις 118 ημέρες θεώρησε ότι οι 33 ημερολογιακές ημέρες καθυστερήσεων, βάραιναν τους Καθ’ ων η Αίτηση, δηλαδή τους ίδιους. Για τις ημέρες καθυστέρησης που ο αρχιτέκτονας έκρινε ότι προκλήθηκαν εξ’ υπαιτιότητας τους, κλήθηκαν και κατέβαλαν στην Αιτήτρια αποζημίωση.

vi.       Στην επιστολή του αρχιτέκτονα προς την Αιτήτρια ημερομηνίας 18/08/2014, ο αρχιτέκτονας εξέτασε περαιτέρω φάκελο με τις απαιτήσεις της Αιτήτριας για δικαιολογημένη καθυστέρηση που του παραδόθηκε στις 26/02/2014.

vii.      Ο αρχιτέκτονας με έκδοση σχετικών πιστοποιητικών, τους έδωσε εντολή να πληρώσουν απευθείας τους υπεργολάβους έναντι της συνολικής οφειλής τους προς την Αιτήτρια. Σχετική είναι και η επιστολή του αρχιτέκτονα προς την Αιτήτρια ημερομηνίας 15/04/2015. Οι επιστολές ημερομηνίας 22/02/2014 και 12/03/2014 προς την Αιτήτρια αφορούν επίσης υποχρεώσεις της Αιτήτριας τις οποίες πλήρωσαν οι ίδιοι.

 

Προσκάλεσε προφορικά τους Ενάγοντες στις 16/05, αλλά και γραπτώς με επιστολές του ημερομηνίας 29/05/2014 και 16/06/2014 να έρθουν το γραφείο του για να πληρωθούν. Στις 18/06/2014 υπάλληλος της Αιτήτριας, παρέλαβε επιταγή για το πλήρες ποσό του πιστοποιητικού αριθμός 19 και έτσι το συγκεκριμένο διατακτικό, πληρώθηκε στην ολότητα του. Κανένα ποσό δεν οφείλουν στους Ενάγοντες και έχουν πληρωθεί σύμφωνα με τα εκδοθέντα πιστοποιητικά του αρχιτέκτονα. Οι υπολογισμοί είναι αυτοί που φαίνονται στο πιστοποιητικό πληρωμής αριθμός 20 ημερομηνίας 13/07/2015 που ετοίμασε ο αρχιτέκτονας και σύμφωνα με τους υπολογισμούς του πιστοποιητικού, προκύπτει ότι δεν οφείλουν κανένα ποσό στους Ενάγοντες.

 

Είναι θέση τους, ότι στο ποσό των €120.743,73 που λανθασμένα η Αιτήτρια απαιτεί συμπεριλαμβάνονται:

i.         Λανθασμένος υπολογισμός της Αιτήτριας σχετικά με το τελικό ποσό των υπεργολάβων ποσό €34.298,55. Ο αρχιτέκτονας σωστά υπολογίζει τελικό ποσό €25.750 για τον υπεργολάβο των μηχανολογικών, KLIMANIA LTD €28.580 για τον υπεργολάβο των ηλεκτρολογικών C. P. S. YIANNOU LTD και €28.880 για τον υπεργολάβο των ξυλουργικών ΚΕΞΥΛΙΚΑ ΛΤΔ δηλαδή σύνολο €83.210, ενώ η Αιτήτρια υπολογίζει σύνολο €117.508,55. Επισυνάφθηκαν τα τελικά πιστοποιητικά για τους εν λόγω υπεργολάβους όπου τα ποσά συμφωνούν με τα ποσά του αρχιτέκτονα.

ii.        Διαφορά στην αποζημίωση της καθυστέρησης του έργου-ποσό €30.575,00 για καθυστερήσεις. Η Αιτήτρια θεωρεί ότι όλες οι ημέρες αδικαιολόγητης καθυστέρησης προκλήθηκαν εξ’ υπαιτιότητας των Καθ’ ων η Αίτηση και αιτείται αποζημίωση €32.568, ενώ ο αρχιτέκτονας τους έχει πιστοποιήσει το ποσό των €1.993.

iii.       Οι υπολογισμοί της Αιτήτριας δεν λαμβάνουν υπόψη τις εργασίες που όφειλαν να εκτελέσουν και δεν εκτέλεσαν και οι Καθ’ ων η Αίτηση πλήρωσαν άλλους να τις εκτελέσουν κατόπιν οδηγιών του αρχιτέκτονα ποσό €3.738,00. Στην επιστολή ημερομηνίας 13/07/2015 επισυνάπτονται και τα σχετικά αποδεικτικά πληρωμών. Σχετική με την άρνηση της Αιτήτριας να εκτελέσει εργασίες στο έργο ως όφειλε είναι η επισυναπτόμενη επιστολή του αρχιτέκτονα προς την Αιτήτρια ημερομηνίας 07/04/2015 με θέμα Επιβεβαίωση των όσων τους αναφέρθηκαν. Η Αιτήτρια δεν επισήμανε τη διαφωνία της με τα γραφόμενα της πιο πάνω επιστολής.

iv.       Οι υπολογισμοί της Αιτήτριας λανθασμένα δεν έλαβαν υπόψη τα πιστοποιητικά του  αρχιτέκτονα που έκδωσε για διορισμένους υπεργολάβους που οι Καθ’ ων η Αίτηση πλήρωσαν ποσό €28.554,34.

v.        Το σύνολο των πιο πάνω ποσών ανέρχεται σε €97.165,89.

vi.       Το υπόλοιπο ποσό €23.577,84 αφορά διαφορές στην εκτίμηση του αρχιτέκτονα σε σύγκριση με αυτά που αιτήθηκε η Αιτήτρια για προσθαφαιρεμένες εργασίες. Η Αιτήτρια αιτήθηκε πιστοποίησης από τον αρχιτέκτονα όλων των εργασιών που περιλαμβάνει στην αναλυτική της κατάσταση.

 

Η επιστολή ημερομηνίας 10/09/2014 και η Αίτηση πληρωμής αριθμός 20 ημερομηνίας 08/04/2015 των Εναγόντων προς τον αρχιτέκτονα, περιλαμβάνουν κατάλογο με προσθαφαιρέσεις σχετικά με εργασίες που οι Ενάγοντες αιτήθηκαν να πληρωθούν. Η Αίτηση πληρωμής περιλαμβάνει όλες τις εργασίες που περιλαμβάνονται στην επιστολή ημερομηνίας 10/09/2014 και οι υπολογισμοί εσφαλμένα καταλήγουν στο ότι οι Καθ' ων η Αίτηση, οφείλουν στην Αιτήτρια το ποσό των €120.743. Ο αρχιτέκτονας μελέτησε όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τις εν λόγω εργασίες και πιστοποίησε αυτές που αναγράφονται στη δική του αναλυτική κατάσταση. Από τις 75 εργασίες που η Αιτήτρια αιτήθηκε πιστοποίησης, ο αρχιτέκτονας πιστοποίησε πλήρως τις 57. Πιστοποίησε μερικώς τις 15 εργασίες, ενώ δεν πιστοποίησε τις 3. Η επιστολή του αρχιτέκτονα προς τους Ενάγοντες ημερομηνίας 20/05/2015, παραθέτει τους δικαιολογημένους λόγους της καθυστέρησης στην έκδοση του πιστοποιητικού τελικής παραλαβής. Η παράλειψη του αρχιτέκτονα να κοινοποιήσει απόφαση του με βάση το άρθρο 31 της συμφωνίας, θεωρείται τελεσίδικη απόρριψη του αιτήματος που αποτελούσε το θέμα της διαφοράς. Ο ισχυρισμός ότι οι Ενάγοντες παρέλειψαν και/ή αμέλησαν να προβούν τότε στις ενδεδειγμένες ενέργειες για να προβάλουν γραπτή ένσταση στην παράλειψη του αρχιτέκτονα να κοινοποιήσει απόφαση, δεν δικαιολογεί την υποβολή της υπό κρίση Αίτησης.

 

Είναι η θέση του ότι η υπόθεση είναι ξεκάθαρη και κρυστάλλινη και αφορά 20 πιστοποιητικά τα οποία εκδόθηκαν από τον αρχιτέκτονα, πληρώθηκαν όλα πλην του πιστοποιητικού 18, από το οποίο απεκόπη δικαιολογημένα ποσό για αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.

           -η Αίτηση καταχωρείται καταχρηστικά.

-η Αίτηση για παραπομπή της διαφοράς σε Διαιτησία υποβάλλεται με υπέρμετρη καθυστέρηση.

-δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για διορισμό Διαιτητή από το Δικαστήριο.

-η επίδικη διαφορά στο σύνολο της δεν είναι τέτοιας φύσης που να απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις για τον χειρισμό της. Δεν υπάρχει τίποτε τεχνικό, ιδιαίτερα δύσκολο, που δεν μπορεί να ακούσει και να αντιληφθεί το Δικαστήριο.

-τα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων δεν απαιτούν μακρά εξέταση εγγράφων ή επιτόπια έρευνα. Τα θέματα που θα απασχολούσαν τη Διαιτησία, εύκολα και με την ίδια ακριβώς μαρτυρία μπορούν να επιλυθούν από το ίδιο το Δικαστήριο, επιτυγχάνοντας έτσι την ήδη καθυστερημένη υπόθεση, για την οποίαν οι ίδιοι οι Ενάγοντες, η Αιτήτρια, θα έπρεπε να ενδιαφέρεται.

-η Αίτηση είναι γενική και αόριστη, εφόσον δεν κατονομάζεται διαιτητής τον οποίον η Αιτήτρια θέλει να διορίσει.

-δεν νοείται η Αιτήτρια να προβαίνει σε αλλαγή Δικαστή. Στην προκειμένη υπόθεση, η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση στις 20/03/2024 και την όρισε, χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, στις 28/03/2024 για ακρόαση δηλαδή την ίδια ημέρα που ήταν ορισμένη η ακρόαση της κύριας υπόθεσης και εκ των πραγμάτων η τελευταία αναβλήθηκε. Αν η Αίτηση επιτύχει, η Αιτήτρια επιτυγχάνει από μόνη της την αλλαγή Δικαστή.

-η Αιτήτρια παρέλειψε να ζητήσει αναστολή της δικαστικής διαδικασίας.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Το κατά πόσο η παραπομπή της διαφοράς σε Διαιτησία είναι πρόσφορο μέτρο υπό τις περιστάσεις, εξαρτάται από τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων που προδιαγράφονται στη δικογραφία της αγωγής.

Οι Ενάγοντες στηρίζουν την απαίτηση τους στη συμφωνία ημερομηνίας 05/11/2011 και ισχυρίζονται στην παράγραφο 5 της έκθεσης απαιτήσεως, ότι αποπεράτωσαν με επιμέλεια όλες τις εργασίες και/ή υποχρεώσεις που προνοούσε η γραπτή συμφωνία και εφάρμοσαν τους όρους της συμφωνίας στη βάση της επικρατούσας πρακτικής της οικοδομικής βιομηχανίας και εκτίμησαν, υπολόγισαν την αξία της εκτελεσθείσας εργασία στο ποσό των €120.743 πλέον ΦΠΑ.  Παρατίθεται, πιο κάτω, ο υπολογισμός της εκτελεσθείσας εργασίας:

 

Περιγραφή                                       Αφαιρέσεις                                     Προσθέσεις-Ευρώ

Ποσό συμβολαίου                                                                                        662.313,00

Εργασίες με απολογισμό                   586.00      

Προνοητικά ποσά                             45.000

Ποσά αρχικού κόστους                     210.000,00                                            117.508,55

Αρχ. Οδηγίες/Αλλαγές κ.α.               37.644,00                                               118.922,34

ΟΛΙΚΟΝ                                            293.230,00                                             898.743,89

ΚΑΘΑΡΟ ΠΟΣΟ

ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΙΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ                                                                          605.513,86

ΜΕΙΟΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΝΕΣ

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ                                                                                          484.770,13

ΚΑΘΑΡΟ ΠΟΣΟ

ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟΥ-ΣΥΝΟΛΙΚΟ

ΠΟΣΟ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

(ΧΩΡΙΣ ΦΠΑ)                                                                                                120.743,73

                                                       

Περαιτέρω αξίωσαν στην παράγραφο 6 της έκθεσης απαιτήσεως, το ποσό των €13.500 που αντιστοιχεί σε αξία εκτελεσθείσων εργασιών που περιέχονται στο ανεξόφλητο διατακτικό αριθμός 18, ποσό το οποίο ο αρχιτέκτονας του έργου απέκοψε ως μη δικαιολογημένο.

Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι η αξίωση των Εναγόντων εξ’ αρχής, έγινε στη βάση της αξίας εκτελεσθείσας εργασίας, ως η συμφωνία των μερών. Με λίγα λόγια, ήταν γνωστό στους Ενάγοντες από την καταχώρηση της αγωγής, ότι θα έπρεπε να αποδείξουν τα τεχνικά θέματα που επικαλούνται ώστε να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι η εργασία είχε πράγματι εκτελεστεί και ότι είχε εκτελεστεί ικανοποιητικά και σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας. Παρ’ όλο ότι δεν στηρίζονται στην πιστοποίηση των εργασιών από τον αρχιτέκτονα για να αποδείξουν την απαίτηση τους, δεν είχαν συμπεριλάβει στην απαίτηση τους ουσιώδη γεγονότα που να αφορούν τη συγκεκριμένη εκτελεσθείσα εργασία για την οποίαν αξιώνουν πληρωμή. Δικογραφείται μόνο το συμπέρασμα ότι υπάρχει καθαρό ποσό εκτελεσθείσας εργασίας και καθαρό ποσό διατακτικού συνολικό ποσό πληρωμής.

Με τη δικογραφημένη τους Υπεράσπιση, οι Εναγόμενοι παρέπεμψαν στα πιστοποιητικά πληρωμής που είχαν εκδοθεί από τον αρχιτέκτονα, ως η συμφωνημένη μέθοδος πληρωμής της αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας, καθώς και το γεγονός ότι το ποσό των €13.5000, αποκόπηκε νόμιμα λόγω πιστοποιημένης από τον αρχιτέκτονα αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην παράδοση του έργου εκ μέρους του εργολάβου. Επίσης ισχυρίζονται στην παράγραφο 12 της έκθεσης Υπεράσπισης, ότι οι Ενάγοντες έχουν εκτελέσει εργασίες ύψους €572.754 για τις οποίες έχουν πληρωθεί.

Ο κύριος λόγος που οι Ενάγοντες ζητούν την παραπομπή της διαφοράς σε Διαιτησία, είναι επειδή θεωρούν ότι τα επίδικα θέματα είναι τόσο τεχνικά, που ακόμη και εάν προσέλθει στο Δικαστήριο εμπειρογνώμονας προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου για τα τεχνικά θέματα, το Δικαστήριο δεν θα μπορεί να επιλύσει τα ζητήματα. Με αναφορά τα επίδικα ζητήματα ως αυτά προκύπτουν από τη δικογραφία, θεωρώ ότι δεν αναδύεται ως επίδικο θέμα τεχνικό ζήτημα τέτοιας περιπλοκότητας που θα είναι αδύνατον για το Δικαστήριο να το επιλύσει και να το κατανοήσει. Η δικογραφία δεν περιέχει ουσιώδη γεγονότα που να αφορούν τεχνικά θέματα. Οι Ενάγοντες παραπέμπουν σε εκτελεσθείσα εργασία χωρίς να καταγράφονται συγκεκριμένα γεγονότα που να αναφέρουν συγκεκριμένη εκτελεσθείσα εργασία που έχει συμφωνηθεί να υλοποιηθεί, έχει εκτελεστεί και για την οποίαν δεν έχουν πληρωθεί. Δεν δικογραφούνται τα εν λόγω τεχνικά θέματα που θεωρούν ότι είναι επίδικα προς επίλυση της αγωγής. Τα αναφέρουν τώρα για πρώτη φορά στην Αίτηση επτά χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής.

Η απαίτηση των Εναγόντων, διατυπώνεται στη βάση ουσιωδών γεγονότων που απαρτίζουν την απαίτηση. Ισχυρίζονται ότι δεν έχουν πληρωθεί για εργασία που έχουν εκτελέσει κατά παράβαση της συμφωνίας ημερομηνίας 05/11/2011. Παραπέμπουν ρητώς στη γνώμη του αρχιτέκτονα, ότι οι εργασίες θεωρούνται έμπρακτα συμπληρωμένες. Παραπέμπουν ρητώς σε  πρόνοιες της συμφωνίας που προβλέπουν τον τρόπο με τον οποίον θα πιστοποιείται η πληρωμή του έργου. Δικογραφείται ότι  ο αρχιτέκτονας θα εκδίδει ενδιάμεσα πιστοποιητικά και πριν από την εκπνοή από το τέλος περιόδου ευθύνης για ελαττώματα θα εκδώσει τελικό πιστοποιητικό με το άθροισμα των ποσών που έχουν καθοριστεί ως οφειλόμενα. Η βάση της αξίωσης στηρίζεται σε συμφωνία που καθορίζει τον τρόπο που θα αποφασίζεται η πληρωμή των εργασιών ως πιο πάνω. Η παρούσα Αίτηση εισαγάγει νέα διάσταση στην επίδικη διαφορά που δεν είναι δικογραφημένη, ήτοι την διαφωνία των Εναγόντων με την εκτίμηση συγκεκριμένων ποσών για τα οποία αποφάσισε ο αρχιτέκτονας  σε σχέση με την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας και τον τρόπο υπολογισμού του κόστους συγκεκριμένων εργασιών που ήταν το αντικείμενο επιστολής των Εναγόντων. Τέτοια γεγονότα δεν διατυπώνονται στην έκθεση απαιτήσεως και οι Ενάγοντες με την παρούσα Αίτηση, επιχειρούν να διευρύνουν τα επίδικα ζητήματα της αγωγής ώστε να επικαλεστούν ότι η διαφορά  είναι περίπλοκη, ώστε να χρήζει παραπομπής της διαφοράς που εν τέλει δεν δικογραφείται με επάρκεια στην απαίτηση σε Διαιτησία. Εκείνο που επεξηγήθηκε στην υπόθεση Γιαννάκης Πελεκάνος ν. Ανδρέα Πελεκάνου (2006) 1 ΑΑΔ 3990 είναι ότι οι προϋποθέσεις χορήγησης  συγκεκριμένης θεραπείας θα πρέπει να εξειδικεύονται στην έκθεση απαιτήσεως. Χορηγείται η θεραπεία εάν αυτή στοιχειοθετείται από το γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως και δεύτερον, χορηγείται όταν διαπιστωθεί στη συνέχεια ότι τα γεγονότα που έχουν διατυπωθεί στην απαίτηση, έχουν αποδειχθεί στη δίκη. Παρατίθεται ένας σκελετός γεγονότων στην έκθεση απαιτήσεως που διαμορφώνει  τη βάση αγωγής. Όλα τα γεγονότα που  αφορούν τους λανθασμένους  υπολογισμούς του αρχιτέκτονα που επικαλούνται οι Αιτητές, δεν δικογραφούνται. Επιχειρείται η μετατροπή της διαφοράς σε κάτι που δεν είναι σήμερα με αναφορά τις δικογραφημένες παραστάσεις των μερών,   ώστε οι Ενάγοντες να επικαλεστούν περιπλοκότητα γεγονότων που απουσιάζουν από το σώμα της απαίτησης για να δικαιολογηθεί  η παραπομπή της  διευρυμένης μη δικογραφημένης διαφοράς σε διαιτησία επτά χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής.  

 

Η σωστή και ακριβής διατύπωση της απαίτησης, είναι σημαντική ώστε να προσδιοριστούν τα επίδικα θέματα στην αγωγή. Όμως όπως επεξηγήθηκε στην αγγλική υπόθεση Loveridge v Healey [2004] EWCA Civ 173 , ακόμη και στην περίπτωση που διάδικος προωθεί ζητήματα που αποκλίνουν από τη δικογραφημένη θέση, δυνατό να μην δημιουργείται θέμα εάν ο αντίδικος δεν έχει επηρεαστεί δυσμενώς από την απόκλιση:

 

«It is on the basis of the pleadings that the parties decide what evidence they will need to place before the court and what preparations are necessary before the trial. Where one party advances a case that is inconsistent with his pleadings, it often happens that the other party takes no point on this. Where the departure from the pleadings causes no prejudice, or where for some other reason it is obvious that the court, if asked, will give permission to amend the pleading, the other party may be sensible to take no pleading point. Where, however, departure from a pleading will cause prejudice, it is in the interests of justice that the other party should be entitled to insist that this is not permitted unless the pleading is appropriately amended. That then introduces, in its proper context, the issue of whether or not the party in question should be permitted to advance a case which has not hitherto been pleaded».

 

Στην παρούσα περίπτωση, το ζήτημα που εγείρουν οι Ενάγοντες με την Αίτηση, δεν συνιστά μόνο απόκλιση από τις δικογραφημένες τους θέσεις, αλλά επαναπροσδιορισμός της βάσης της αγωγής χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να επιτραπεί με τροποποίηση της δικογραφίας εκ  των προτέρων.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να παραπέμψει διαφορά προς επίλυση σε διαιτητή, πηγάζει από τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται στο Δικαστήριο στην περίπτωση ύπαρξης συνυποσχετικού ήτοι, γραπτή συμφωvία για τηv υπoβoλή υφιστάμεvωv ή μελλovτικώv διαφoρώv σε διαιτησία, είτε o διαιτητής κατovoμάζεται σ' αυτήν, είτε όχι’  (άρθρο 2 Κεφ.4). Στην προκειμένη περίπτωση, η γραπτή συμφωνία προέβλεπε ότι στην περίπτωση αμφισβήτησης ή διαφοράς μεταξύ του εργοδότη ή του αρχιτέκτονα εκ μέρους αφ’ ενός και του εργολάβου αφ’ ετέρου, είτε κατά τη διάρκεια εκτέλεσης, είτε μετά τη συμπλήρωση ή την εγκατάλειψη των εργασιών, τα μέρη θα είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν το θέμα εγγράφως στον αρχιτέκτονα προς επίλυση της διαφοράς, νοουμένου ότι η παραπομπή προς τον αρχιτέκτονα θα γινόταν με ρητή αναφορά στο άρθρο 36(1) του συμβολαίου ως θέμα ή αμφισβήτησης που χρήζει επίλυσης ως προνοεί το συμβόλαιο.

Εκείνο που θέλουν να παραπέμψουν οι Ενάγοντες σε Διαιτησία, αφορά  το αποκοπή ποσό από το διατακτικό 18 εξαιτίας της απόφασης του αρχιτέκτονα ότι υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη συμπλήρωση του έργου. Δεν γίνεται αναφορά σε αδικαιολόγητη αποκοπή του εν λόγω πιστοποιητικού από τον αρχιτέκτονα στην έκθεση απαιτήσεως. Κατά δεύτερο λόγο, ισχυρίζονται ότι το τελικό πιστοποιητικό αρ.20 είναι λανθασμένο, επειδή οι Ενάγοντες διαφώνησαν με την εκτίμηση συγκεκριμένων ποσών για τα οποία αποφάσισε ο αρχιτέκτονας με επιστολή ημερομηνίας 10/09/2014 και η εκτίμηση αφορά αρχιτεκτονικές οδηγίες ως προς τον τρόπο υπολογισμού της εκτίμησης με αποτέλεσμα το τελευταίο πιστοποιητικό πληρωμής να είναι μηδενικό. Τέτοια διαφορά, δεν προσδιορίζεται στη δικογραφία με το ανάλογο πραγματικό υπόβαθρο. Εφόσον δεν καταγράφεται κάτι τέτοιο στη δικογραφία ως επίδικο θέμα, προς τι να παραπεμφθεί η διαφορά προς επίλυση θεμάτων που δεν είναι επίδικα επειδή δεν δικογραφούνται

Σύμφωνα με το άρθρο 36 της συμφωνίας, το συγκεκριμένο θέμα αμφισβήτησης ή διαφοράς, θα έπρεπε να υποβάλλεται εγγράφως στον αρχιτέκτονα με αντίγραφο προς το άλλο μέρος με ρητή αναφορά εις το ότι η υποβολή γίνεται συμφώνως προς τις πρόνοιες του άρθρου 36 της συμφωνίας. (βλ. άρθρο 36(1). Σχετικό αίτημα υποβλήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 10/09/2014 που παρατίθεται πιο κάτω:

«Αξιότιμε κύριε, με την παρούσα αιτούμαστε απόφαση αρχιτέκτονα σύμφωνα με το άρθρο 36.1 των όρων συμβολαίου για τη διαφορά που έχει προκύψει μεταξύ μας τόσο σε σχέση με την εκτίμηση αριθμού αρχιτεκτονικών οδηγιών όσο και σε ιστορικό και λεπτομέρειες των διαφορών παρατίθεται πιο κάτω. Κατά την εκτέλεση των εργασιών υποβάλλονταν από καιρού εις καιρώ εκτιμήσεις για τις αρχιτεκτονικές οδηγίες. Μετά την υποβολή γινόταν αξιολόγηση της εκτίμησης από τον αρχιτέκτονα και ακολουθούσε συζήτηση. Για κάποιες Α. Ο. προέκυψε διαφορά μεταξύ μας και του αρχιτέκτονα, ύψους €46.496,06 όπως φαίνεται στον επισυναπτόμενο πίνακα. Κατά την εκτέλεση των εργασιών, προέκυψαν καθυστερήσεις για τις οποίες υποβλήθηκαν Αιτήσεις για παράταση χρόνου. Ο αρχιτέκτονας με επιστολές του παραχώρησε 133 ημέρες παράταση χρόνου. Πιο κάτω παρατίθεται το ιστορικό των Αιτήσεων και παραχωρήσεων παράτασης χρόνου:

-       στις 19/01/2012 σε επιστολή προς τους αρχιτέκτονες του έργου ο εργολάβος αιτείται για παράταση χρόνου συνολικά 43 εργάσιμες ημέρες.

-       Στις 02/12/2012 ο αρχιτέκτονας σε απάντηση έγκρινε 18 ημερολογιακές ημέρες ως δικαιολογημένη παράταση χρόνου.

-       Στις 24/05/2012 υποβλήθηκε από τον εργολάβο νέα Αίτηση για παράταση χρόνου για συνολικά 135 εργάσιμες ημέρες.

-       Στις 07/06/2012 ο αρχιτέκτονας του έργου με επιστολή του ενέκρινε πρόσθετες 18 ημερολογιακές ημέρες με αποζημιώσεις και 28 ημέρες χωρίς αποζημιώσεις λόγω βροχερού καιρού. Πρόσθετα εγκρίθηκαν 17 ημερολογιακές ημέρες χωρίς αποζημιώσεις λόγω απεργιών. Συνολικά με την επιστολή ημερομηνίας 07/06/2012 εγκρίνονται 77 ημερολογιακές ημέρες.

-       Στις 04/12/2012 σε νέα επιστολή από τον εργολάβο αιτείται παράτασης χρόνου για πρόσθετες 27 εργάσιμες ημέρες.

-       Σε απάντηση του ο αρχιτέκτονας του έργου με επιστολή του στις 04/01/2013 αναφέρει ότι εγκρίνονται πρόσθετα 15 ημερολογιακές ημέρες.

-       Στις 08/01/2023 με νέα επιστολή προς τους αρχιτέκτονες του έργου για παράταση χρόνου για πρόσθετες 14 ημερολογιακές ημέρες.

-       Στις 11/01/2013 με επιστολή του ο εργολάβος του έργου εκφράζει τη διαφωνία του στην απόφαση του αρχιτέκτονα να εγκρίνει μόνο 15 ημερολογιακές ημέρες.

-       Στις 21/02/2013 ο αρχιτέκτονας σε απάντησε ενέκρινε 26 ημερολογιακές ημέρες ως δικαιολογημένη παράταση χρόνου λόγω απεργιών χωρίς αποζημιώσεις.

-       Στις 13/03/2013 σε επιστολή προς τους αρχιτέκτονες του έργου ο εργολάβος εκφράζει τη διαφωνία του με την απόφαση του αρχιτέκτονα του έργου για τις εγκρίσεις της παράτασης χρόνου. Υποβλήθηκε νέα συγκεντρωτική κατάσταση απαίτησης παράτασης χρόνου για 284 εργάσιμες ημέρες.

-       Η 31/07/2013 πιστοποιείται από τους αρχιτέκτονες ως η ημερομηνία έμπρακτης συμπλήρωσης των εργασιών με την έκδοση του αντίστοιχου πιστοποιητικού.

-       Στις 26/02/2014 και με βάση της επιστολής των αρχιτεκτόνων 31/10/2013 δόθηκαν πρόσθετα στοιχεία, αναλύσεις και διευκρινίσεις μαζί με συνοπτικό κατάλογο Αίτησης παράτασης χρόνου.

-       Στις 18/08/2014 ο αρχιτέκτονας ενέκρινε ακόμα 15 ημερολογιακές ημέρες ως δικαιολογημένο χρόνο καθυστερήσεων.

Ο συνολικός χρόνος παράτασης χρόνου που παραχώρησε ο αρχιτέκτονας είναι 133 ημερολογιακές ημέρες. Διαφωνούμε με τη θέση του αρχιτέκτονα και επαναλαμβάνουμε τη θέση μας, ότι η δικαιολογημένη καθυστέρηση είναι 284 εργάσιμες ημέρες».

 

Στη συνέχεια, οι Ενάγοντες απέστειλαν την επιστολή ημερομηνίας 25/07/2015 και ζήτησαν απόφαση του αρχιτέκτονα, σύμφωνα με το άρθρο 36.1, των όρων του συμβολαίου σε σχέση με ποσά για τα καθορισμένα στην επιστολή κονδύλια στο πιστοποιητικό πληρωμής 20 (τελικό) ημερομηνίας 13/07/2015 που πρέπει να είναι συνολικά το ποσό των €120.743 αντί μηδέν, καθώς και για το ότι ο εργοδότης δεν είχε δικαίωμα να μην εξοφλήσει το πιστοποιητικό πληρωμής 18. Είναι θέση των Καθ’ ων η Αίτηση, ότι ο αρχιτέκτονας δεν κοινοποίησε απόφαση για τα πιο πάνω ζητήματα και ότι εφαρμογή θα πρέπει να έχει το άρθρο 36 που προνοεί ότι στην περίπτωση που δεν υπάρχει κοινοποίηση της απόφασης εντός 28 ημερών από την υποβολή του αιτήματος, το ενδιαφερόμενο μέρος δικαιούται να παραπέμψει το ζήτημα σε διαιτησία. Με επιστολή ημερομηνίας 11/09/2015, οι Ενάγοντες αξίωσαν την παραπομπή του ζητήματος σε Διαιτησία, ενόψει του ότι δεν έλαβαν μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας απόφαση του αρχιτέκτονα. Επισήμαιναν ότι θα επικοινωνούσαν με τους Καθ’ ων η Αίτηση για καθορισμό συνάντησης για διορισμό του διαιτητή. Αντί να γίνει τέτοια επικοινωνία ή συνάντηση καταχωρήθηκε η αγωγή.

Το άρθρο 36(1) προνοεί, ότι στην περίπτωση που δεν εκδοθεί απόφαση του αρχιτέκτονα επί των σημείων που έχουν υποβάλει οι Ενάγοντες, το αίτημα θα θεωρείται ένεκα της παράλειψης του να εκδώσει απόφαση, ότι έχει απορριφθεί. Οι Ενάγοντες δεν προώθησαν το αίτημα τους για Διαιτησία ως προνοεί το εδάφιο (5) του άρθρου 36 πιο κάτω:

Οποιοδήποτε μέρος, με σχετική επιστολή, θα καλεί το άλλο μέρος σε συνάντηση εντός τακτής προθεσμίας (η οποία προθεσμία δεν θα είναι μικρότερη των 7 ημερών) προς επίτευξη συμφωνίας για τον από κοινού διορισμό ενός διαιτητή κοινής αποδοχής για να ενεργήσει ως από κοινού διοριζόμενος διαιτητής για την επίλυση της αμφισβήτησης ή διαφοράς. Αν εντός 14 ημερών από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας η οποία καθορίζεται εις την προαναφερόμενη επιστολή τα μέρη δεν συμφωνήσουν, για οποιονδήποτε λόγο, ως προς τον από κοινού διορισμό ενός διαιτητή κοινής αποδοχής, τότε οποιοδήποτε μέρος θα έχει δικαίωμα, διά ειδοποιήσεως με συστημένη επιστολή ή με πιστοποιημένη παράδοση προς το άλλο μέρος, να διορίσει έναν διαιτητή της επιλογής του και να απαιτεί από το άλλο μέρος να ορίσει και ο ίδιος τον διαιτητή της δικής του επιλογής. Αν εντός 7 ημερών από της λήψης της προαναφερόμενης ειδοποίησης, το άλλο μέρος για οιονδήποτε λόγο, αρνηθεί ή παραλείψει να ορίσει και ο ίδιος τον διαιτητή της δικής του επιλογής, τότε θα ισχύουν και θα τίθενται εις εφαρμογή οι σχετικές πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφάλαιο 4 της Δημοκρατίας.

 

Οι Ενάγοντες αντί να καθορίσουν συνάντηση για διορισμό διαιτητή, καταχώρησαν την παρούσα αγωγή. Το άρθρο 36 εδάφιο 4, προνοεί ότι, αν το ενδιαφερόμενο μέρος δεν αξιώσει την παραπομπή της αμφισβήτησης ή διαφοράς σε Διαιτησία, θα θεωρείται ως οριστική και αδιαμφισβήτητη η αποδοχή της απόρριψης του αρχιτέκτονα του αιτήματος τους με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται άλλη απαίτηση επιπρόσθετη διαδικασία να προωθηθεί. Επιπρόσθετα, εκείνο το οποίο προκύπτει από τα γεγονότα τα οποία περιέχονται στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης, είναι ότι δεν υπήρχε έμπρακτη συμπλήρωση των εργασιών. Συγκεκριμένα, στις επιστολές ημερομηνίας 07/04/2015 και 13/07/2015, Τεκμήριο Ξ,  ο αρχιτέκτονας παραπέμπει σε ζημιά που έγινε μετά τη λήξη της περιόδου ευθύνης του εργολάβου με αποτέλεσμα να ειδοποιηθεί ο εργοδότης, ότι θα έπρεπε να αποκαταστήσει τη ζημιά με δικά του έξοδα. Επίσης γίνεται μνεία για ποσό οφειλόμενης εργασίας, στον υπεργολάβο των Εναγόντων για επιπρόσθετες εργασίες που επιβεβαιώθηκαν από τον αρχιτέκτονα και που εκκρεμούσε η πληρωμή τους. Τα ποσά που αναφέρονται στο Τεκμήριο, λήφθηκαν υπόψη και συνυπολογίστηκαν κατά την έκδοση του τελικού πιστοποιητικού πληρωμής. Επομένως, μπορεί ο αρχιτέκτονας να μην απάντησε τις συγκεκριμένες επιστολές των Εναγόντων, με αναφορά το άρθρο 36 του συμβολαίου αλλά απάντησε τους λόγους για τους οποίους δεν πληρώθηκαν οι Ενάγοντες.

 

Οι Ενάγοντες είχαν ζητήσει παραπομπή της διαφοράς σε σχέση με τη συνολική εκτίμηση των αρχιτεκτονικών οδηγιών και δικαιολογημένη παράταση χρόνου. Ο προσδιορισμός των ζητημάτων για παραπομπή σε Διαιτησία, είναι γενικός και αόριστος. Οι Ενάγοντες δεν έχουν καταπιαστεί με τα συγκεκριμένα τεχνικά ζητήματα που καταγράφονται με πολλή λεπτομέρεια και συγκεκριμένα στην απάντηση του αρχιτέκτονα, ο οποίος αναφέρει ότι συνυπολογίστηκαν οι εκτελεσθείσες εργασίες και αυτές που έγιναν ή δεν έγιναν ικανοποιητικά στην έκδοση του τελικού πιστοποιητικού πληρωμής. Δεν είναι κατανοητό στο Δικαστήριο, ποια είναι τα τεχνικά θέματα που θα επιλύσει ο διαιτητής στην περίπτωση που η διαφορά παραπεμφθεί σε Διαιτησία. Το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει να διορίσει διαιτητή για επίλυση συγκεκριμένης αμφισβήτησης ή θέματος μεταξύ των μερών; Το άρθρο 10 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφάλαιο 4, προβλέπει για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να διορίσει διαιτητή και το ακόλουθο απόσπασμα του νόμου είναι σχετικό.

 

                     Σε oπoιανδήπoτε από τις ακόλoυθες περιπτώσεις:

 

                     (Α) όταv τo συvυπoσχετικό πρoβλέπει ότι η παραπoμπή σε Διαιτησία, θα γίvει σε έvαν μόvo διαιτητή και μετά τηv εμφάvιση διαφoρώv, όλoι oι συμβαλλόμεvoι δεv συμφωvoύv στoν διoρισμό εvός διαιτητή.

 

                     Οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συνυπάρχουν για να δικαιολογείται η έκδοση τέτοιου διατάγματος, είναι η εμφάνιση διαφορών μεταξύ των μερών. Δεύτερο ζητούμενο, είναι ότι οι συμβαλλόμενοι θα πρέπει να μην συμφωνούν στον διορισμό ενός διαιτητή.

 

                     Η εμφάνιση διαφοράς, προϋποθέτει σύμφωνα με τη νομολογία, αντικρουόμενες θέσεις μεταξύ των μερών. Στην υπόθεση Kimon Tutorial Centre Ltd v. Γαβριήλ (1998) 1 Α.Α.Δ 2068, το Εφετείο επεξήγησε ότι η εξουσία του Δικαστηρίου για διορισμό διαιτητή δυνάμει του άρθρου 10 του Κεφ. 4, είναι επιτακτική όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις τέτοιου διορισμού. Όταν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου, ως του λεκτικού του συγκεκριμένου άρθρου, συνήθως ακολουθείται ο γενικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίον, το Δικαστήριο οφείλει χωρίς περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας, να διορίσει διαιτητή. Όταν όντως πληρούνται οι προϋποθέσεις, εφαρμόζεται η ρήτρα Διαιτησίας του συνυποσχετικού με την εμφάνιση της διαφοράς, εκτός και αν καταδειχθούν ισχυροί λόγοι που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της. Η θέση της Καθ' ης η Αίτηση, είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ρήτρας Διαιτησίας, διότι η Αιτήτρια έχει αποτύχει να προσδιορίσει τη διαφορά την οποίαν επιθυμεί να παραπέμψει σε Διαιτησία προς επίλυση της διαφοράς. Εκείνο το οποίο υπέδειξε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Steamer Shipping Co Ltd v. Sibyl Trading & Shipping Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ 1069, είναι ότι για την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, θα πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί αν όντως υπάρχει διαφορά που να παραπέμπεται σε Διαιτησία. Μία διαφορά προϋποθέτει διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς τα γεγονότα που θα πρέπει να εντοπιστούν, ώστε να προσδιοριστεί η διαφορά. Ο σκοπός της Διαιτησίας, δεν είναι για να παρέχει στους διαδίκους μίαν εναλλακτική διαδικασία επίλυσης της διαφοράς εν σχέσει με τον επιτακτικό χαρακτήρα μηχανισμού επίλυσης διαφοράς που παρέχει το Δικαστήριο προς εξακρίβωση των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών. Η Διαιτησία είναι κάτι περισσότερο, είναι εναλλακτικό forum για τη διακρίβωση γεγονότων ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα ώστε να αποδίδεται ευθύνη των μερών στη βάση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Συνεπώς, αν τα μέρη δεν συγκεκριμενοποιήσουν τις συγκεκριμένες παραμέτρους της διαφοράς μεταξύ των μερών, το θέμα ή το ζήτημα, δεν συνιστά διαφορά στα πλαίσια ρήτρας Διαιτησίας ώστε να δικαιολογείται η παραπομπή του σε Διαιτησία προς επίλυση της διαφοράς. Στην υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο Tradax Graanhandel B. V v. Quennsea Marine Co Ltd (1986) 1 CLR 559, έθεσε το ζήτημα συνοπτικά με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

                     A dispute presupposes disagreement about facts relevant to liability of the parties or the implications of such facts in law. In this case there was neither disagreement about the facts nor their effect in law as to the liability of the defendants to pay the "dispatch money" provided for in the charterparties. Nor was the amount owing, in dispute. Inability on the part of the defendants to meet their contractual obligations did not give rise to a dispute between the parties. The object of arbitration is not to provide a substitute for the coercive powers of the Court to order the discharge of contractual or other obligations. Arbitration is merely an alternative forum for the elucidation of the facts and establishment of the contractual liabilities of the parties. In this case, no question ever arose between the parties about the liabilities of the defendants nor is presently a dispute pending between them. In the absence of a dispute the arbitration clause was inapplicable and the right of the plaintiffs to have recourse to the Court cannot be suspended or defeated by reference thereto.

 

                     Τα ζητήματα τα οποία προσδιορίζονται από τους Ενάγοντες ως αμφισβήτηση ή διαφορά, είναι τόσο αόριστα και γενικά διατυπωμένα που δεν είναι καθαρό ποια είναι τα συγκεκριμένα γεγονότα, οι τεχνικοί λόγοι που θα πρέπει να εκτεθούν στα πλαίσια της Διαιτησίας ώστε να επιλυθούν. Η απόφαση του αρχιτέκτονα ως προς τις καθυστερήσεις και ως προς το θέμα του υπολογισμού του τελικού λογαριασμού που οφείλεται στους Ενάγοντες, είναι συγκεκριμένη και χειροπιαστή. Με τον  τρόπο που  οι  Ενάγοντες έχουν διατυπώσει ή υποδείξει τη διαφορά ή την αμφισβήτηση, δεν είναι κατανοητό ποια τεχνικά θέματα θα επιλύσει ο διαιτητής. Επειδή είναι αδιευκρίνιστος ο προσδιορισμός των πραγματικών ζητημάτων που θα επιλυθούν από την ενδεχόμενη Διαιτησία, δεν μπορεί να εκτιμηθεί κατά πόσο αυτή είναι περίπτωση που όντως χρήζει παραπομπής σε Διαιτησία. Δεν καθορίζεται περίπλοκο τεχνικό ζήτημα προς εξέταση σε Διαιτησία. Το έργο του Δικαστηρίου γίνεται δυσχερές προς εντοπισμό τέτοιου ζητήματος, ενόψει του ότι δεν γίνεται καμιά αναφορά στο εν λόγω ζήτημα διαφοράς ή αμφισβήτησης στα πλαίσια των δικογραφημένων παραστάσεων των μερών.

 

Στην αγγλική υπόθεση Collins Constructors Ltd v. Baltic Quay Management (1994) Ltd (2004) EWCA Civ 1757, το Δικαστήριο παρέθεσε σειρά παραγόντων που μπορεί να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο για να διακρίνει κατά πόσο προσδιορίζεται διαφορά που χρήζει παραπομπής σε Διαιτησία. Διευκρίνισε επίσης, ότι η λέξη "διαφορά ή αμφισβήτηση θέματος", θα πρέπει να ερμηνεύεται απλά σύμφωνα με τη ρητή σημασία των λέξεων. Δεν πρέπει να ερμηνεύεται η λέξη ‘διαφορά’ κατασταλτικά, ώστε να περιορίζεται η δικαιοδοτική εμβέλεια του Δικαστηρίου να παραπέμπει διαφορές που προκύπτουν στην περίπτωση ύπαρξης τέτοιων ρητρών του συνυποσχετικού. Δεν υπάρχουν άτεγκτοι κανόνες ως προς το ποια είναι διαφορά που χρήζει παραπομπή σε Διαιτησία, αλλά αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία, εντοπίζονται κάποιες κατευθυντήριες γραμμές ως ακολούθως:

 

The mere fact that one party (whom I shall call 'the claimant') notifies the other party (whom I shall call 'the respondent') of a claim does not automatically and immediately give rise to a dispute. It is clear, both as a matter of language and from judicial decisions, that a dispute does not arise unless and until it emerges that the claim is not admitted.
4. The circumstances from which it may emerge that a claim is not admitted are Protean. For example, there may be an express rejection of the claim. There may be discussions between the parties from which objectively it is to be inferred that the claim is not admitted. The respondent may prevaricate, thus giving rise to the inference that he does not admit the claim. The respondent may simply remain silent for a period of time, thus giving rise to the same inference.
5. The period of time for which a respondent may remain silent before a dispute is to be inferred depends heavily upon the facts of the case and the contractual structure. Where the gist of the claim is well known and it is obviously controversial, a very short period of silence may suffice to give rise to this inference. Where the claim is notified to some agent of the respondent who has a legal duty to consider the claim independently and then give a considered response, a longer period of time may be required before it can be inferred that mere silence gives rise to a dispute.
6. If the claimant imposes upon the respondent a deadline for responding to the claim, that deadline does not have the automatic effect of curtailing what would otherwise be a reasonable time for responding. On the other hand, a stated deadline and the reasons for its imposition may be relevant factors when the court comes to consider what is a reasonable time for responding.
7. If the claim as presented by the claimant is so nebulous and ill‑defined that the respondent cannot sensibly respond to it, neither silence by the respondent nor even an express non‑admission is likely to give rise to a dispute for the purposes of arbitration or adjudication.”

 

Στην παρούσα  περίπτωση, η διαφορά ή αμφισβήτηση του λόγου που ισχυρίζονται οι Ενάγοντες ότι πρόκειται για περίπλοκο τεχνικό θέμα, περιγράφεται τόσο γενικά και αόριστα που δεν προσδιορίζεται το θέμα για το οποίο θα διεξαχθεί η Διαιτησία. Εάν αυτά τα ζητήματα ήταν χειροπιαστά και πραγματικά, θα διατυπώνονταν με σαφήνεια στην αγωγή αντί να γίνεται αναφορά μόνο στην αξία της εκτελεσθείσας εργασίας που οι Ενάγοντες αξιώνουν να πληρωθούν.  Δεν εξυπηρετεί την απονομή της δικαιοσύνης το Δικαστήριο να παραπέμψει τέτοιο νεφελώδες ζήτημα σε Διαιτησία.

 

Οι Ενάγοντες δεν κάνουν αναφορά στην απαίτηση τους, ότι ο αρχιτέκτονας λανθασμένα δεν υπολόγισε το ποσό των €120,743 στο τελικό πιστοποιητικό πληρωμής. Ούτε κάνουν αναφορά στους λόγους για τους οποίους ο αρχιτέκτονας δεν θα έπρεπε να αποκόψει ποσό από το διατακτικό 18 εξαιτίας καθυστέρησης, ως οι πρόνοιες του συμβολαίου. Δεν παρατίθεται προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου το γιατί που να αφορά το λανθασμένο της απόφασης του αρχιτέκτονα, ώστε να προσδιοριστεί με σαφήνεια το τεχνικό θέμα που καλείται ο διαιτητής να επιλύσει. Η ουσία της διαφοράς που θα έπρεπε να εκτίθεται με σαφήνεια στο αίτημα, είναι γιατί θεωρούν ότι ο επιβλέπων αρχιτέκτονας, δεν εκτέλεσε ορθά τα καθήκοντα του στη βάση των προνοιών της συμφωνίας όταν έλαβε υπόψη του τις συγκεκριμένες αποφάσεις επί των δύο πιστοποιητικών πληρωμής 18 και 20 αντίστοιχα. Σχετική είναι η υπόθεση AE Farr v. Ministry of Transport (1960) 3 All ER 88, όπου το Δικαστήριο επεξήγησε ότι το γεγονός της μη έκδοσης του τελικού πιστοποιητικού, θα μπορούσε να είναι η πεμπτουσία της διαφοράς μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Το πιο κάτω απόσπασμα είναι σχετικό:

 

Or suppose that the engineer, acting in good faith but in accordance with mistaken principles, because he has misdirected himself about the law, refuses a certificate altogether or refuses to certify more than £15,000 of a proper claim to £20,000; he would again in the one case be withholding a certificate, and in the other be withholding a certificate in respect of £5,000 worth of certifiable work. Counsel for the defendant would contend that in such case the dispute between the employer, represented by the engineer, and the contractor would not be a dispute as to the withholding of a certificate, but a dispute on the question of principle, the engineer's mistaken view of which having resulted in the certificate being withheld. But the important aspect of the engineer's view of the question of principle is that for the time being by reason of the consequent withholding of the certificate the employer has not to pay and the contractor will not receive so much money. In my judgment, any dispute or difference which relates to something in consequence of which a certificate has been refused, which on one view ought to have been given, is a dispute or difference as to the withholding of that certificate.

 

Δυστυχώς οι Ενάγοντες, όχι μόνο δεν έχουν υποδείξει και εκθέσει τους λόγους για τους οποίους ο αρχιτέκτονας έσφαλε στην απόφαση του ως προς τις αξιώσεις τους, αλλά με βάση τη  δικογραφημένη απαίτηση των Εναγόντων, δεν γίνεται καμία αναφορά στο λανθασμένο της απόφασης του αρχιτέκτονα για να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει πραγματικό τεχνικό ζήτημα που είναι καλύτερα να παραπεμφθεί προς επίλυση σε Διαιτησία. Δημιουργείται επιπρόσθετη δυσπιστία για τις προθέσεις των Εναγόντων εξαιτίας του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο αίτημα, εγείρεται για πρώτη φορά επτά χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, ενώ θα μπορούσαν σε προγενέστερη ημερομηνία, να επιδιώξουν τροποποίηση της απαίτησης για τεχνικό ζήτημα που τους ήταν γνωστό κατά την καταχώρηση της αγωγής. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι εξυπηρετείται η απονομή της δικαιοσύνης με την παραπομπή ακαθόριστων και αδιευκρίνιστων τεχνικών ζητημάτων που δεν δικογραφούνται σε Διαιτησία. Η Αίτηση απορρίπτεται και τα έξοδα αυτής επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών, όπως υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Ενόψει του αποτελέσματος της Αίτησης, η αγωγή ορίζεται για ακρόαση την 04/10/2024 και ώρα 10:00 για ακρόαση.

 

                                                                                                                           (Υπ.)……………….

                                                                                             Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο