ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής:4416/13

 

Μεταξύ:

1.   Ανδρέας Σάββα

2.   Μαρία Σάββα

3.   Κυριάκος Σάββα

4.   Χάρης Σάββα

5.   Γεωργία Σάββα

6.   June Ann Savva

Εναγόντων

και

 

Τράπεζας Κύπρου

Εναγόμενης

-------------------------------

Ημερομηνία: 14 Ιουνίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1 - 6: κα Μελεάγρου

Για Εναγόμενη: κα Κ. Πολυβίου για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι Ενάγοντες με την αγωγή τους αξιώνουν την έκδοση διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στην Εναγόμενη Τράπεζα να προχωρήσει στην περαιτέρω μετατροπή του 22.5% των καταθέσεων των Εναγόντων σε μετοχικό κεφάλαιο, διάταγμα που να αντιστρέφει τη μετατροπή του 37.5% των καταθέσεων των Εναγόντων σε μετοχές και να επαναφέρει τα αντίστοιχα ποσά στους λογαριασμούς τους, διάταγμα που να απελευθερώνει το ποσό που παγοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2013 στον λογαριασμό ΧΧΧΧΧ4805, καθώς και διάταγμα που να διατάσσει την Τράπεζα όπως ανατρέψει αναδρομικά τους επτά (7) λογαριασμούς σε κοινούς. Αξιώνουν, παράλληλα, γενικές αποζημιώσεις για την αβεβαιότητα, το ψυχικό άγχος και την απογοήτευση που τους προκάλεσε η αμέλεια της Εναγόμενης.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης oι Ενάγοντες 1 και 2 είναι σύζυγοι και διατηρούσαν κοινούς καταθετικούς λογαριασμούς ή και γραμμάτια στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Λάρνακα. Οι Ενάγοντες 3, 4 και 5 είναι τα παιδιά τους και η Ενάγουσα 6 είναι η σύζυγος του Ενάγοντα 3. Οι Ενάγοντες 4 και 5 είναι κάτοικοι Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Ενάγοντας 1, τον Φεβρουάριο του 2013, είχε επισκεφθεί το κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Λάρνακα και είχε ζητήσει πληροφορίες, από τον Υπεύθυνο Συναλλαγών, σε σχέση με τη μετατροπή των έξι (6) κοινών λογαριασμών που διατηρούσε με τη σύζυγό του και ενός προσωπικού του λογαριασμού σε κοινούς λογαριασμούς στο όνομα όλων των Εναγόντων. Στις 06/03/2013 ο Ενάγοντας 1 με τον Ενάγοντα 3 επισκέφθηκαν την Τράπεζα και παρέλαβαν από τον νυν Υπεύθυνο Συναλλαγών τα απαιτούμενα έντυπα προς συμπλήρωση για μετατροπή των επτά (7) λογαριασμών σε κοινούς με τους Εναγόμενους 3, 4, 5 και 6. Ο Υπεύθυνος Συναλλαγών της Τράπεζας τους ενημέρωσε ότι μαζί με τις συμπληρωμένες αιτήσεις θα έπρεπε να προσκομίσουν την ταυτότητα τους και έντυπο λογαριασμού κοινής ωφέλειας. Με την καθοδήγηση του Υπεύθυνου Συναλλαγών οι ίδιοι συμπλήρωσαν και υπέγραψαν τις αιτήσεις τις οποίες και παρέδωσαν, αυθημερόν, στον Υπεύθυνο Συναλλαγών, ενώ παράλληλα παρέλαβαν τις αιτήσεις που αφορούσαν τους Εναγόμενους 4 και 5 για να τους τις διαβιβάσουν. Στις 15/03/2013 έχοντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα συμπληρωμένα και υπογεγραμμένα τα παρέδωσαν στον Υπεύθυνο Συναλλαγών, ο οποίος τα παρέλαβε και τα έλεγξε και τους διαβεβαίωσε ότι θα προχωρούσε στην εκτέλεση των οδηγιών τους. Στις 16/03/2013 συνέβησαν τα γεγονότα που οδήγησαν στο κούρεμα των καταθέσεων και οι Ενάγοντες 1 και 3, στις 28/03/2013, επισκέφθηκαν την Τράπεζα για να πληροφορηθούν ότι οι επτά (7) λογαριασμοί δεν είχαν μετατραπεί σε κοινούς. Αποτέλεσμα της αμέλειας της Τράπεζας ήταν να εφαρμοστεί το «μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα», το οποίο απαιτούσε όπως ποσό που υπερέβαινε τις €100.000, σε λογαριασμό πελάτη, μειωνόταν κατά 37.5% και μετατρεπόταν σε μετοχές τάξης Α και ποσοστό 22,5% παγοποιείτο προσωρινά. Οι Ενάγοντες, λόγω της αμέλειας της Τράπεζας να εκτελέσει τις οδηγίες τους, υπέστησαν ζημιές.

 

Ο Υπεύθυνος Συναλλαγών είχε παραλάβει και εγκρίνει τις αιτήσεις για τη μετατροπή των επτά (7) λογαριασμών σε κοινούς στις 15/03/2013 όμως, λόγω του μέτρου εξυγίανσης, η Τράπεζα είχε προχωρήσει και είχε αθροίσει όλους τους λογαριασμούς των Εναγόντων 1 και 2, οι οποίοι ήταν κοινοί και απομείωσε ή και κούρεψε τις καταθέσεις τους με οποιοδήποτε ποσό υπερέβαινε τις €100.000. Αποτέλεσμα της πράξης αυτής ήταν, για τον Ενάγοντα 1, ποσό ύψους €67.681,86, ήτοι 37.5% του ποσού που του αναλογούσε, να μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο και ποσό ύψους €40,609,12, ήτοι το 22.5% της κατάθεσης που του αναλογούσε, να παγοποιηθεί με πρόβλεψη για την μετατροπή του σε μετοχικό κεφάλαιο. Με τον ίδιο τρόπο η Ενάγουσα 2 απώλεσε €65.326,75, το οποίο μετατράπηκε σε μετοχικό κεφάλαιο και ποσό ύψους €39.196,05, το οποίο παγοποιήθηκε ως πρόβλεψη για μετατροπή μετοχικού κεφαλαίου. Παράλληλα, παγοποιήθηκε στον λογαριασμό ποσό ύψους €39.186,22, στα πλαίσια των προσωρινών περιοριστικών μέτρων.

 

Η Εναγόμενη Τράπεζα παραδέχεται ότι οι Ενάγοντες 1 και 3 είχαν επισκεφθεί, για δεύτερη φορά, το κεντρικό κατάστημα στην Λάρνακα στις 15/03/2013, προσκομίζοντας έγγραφα για μετατροπή των λογαριασμών τους σε κοινούς, πλην όμως, είχαν επισκεφθεί το συγκεκριμένο κατάστημα η ώρα 13:15 μ.μ. και λόγω του προχωρημένου της ώρας και του φόρτου εργασίας δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρη διεκπεραίωση των σχετικών πράξεων, έτσι ώστε να ολοκληρωθούν οι οδηγίες που είχαν δοθεί. Ακολούθησαν τα γεγονότα της 16/03/2013, τα οποία εμπόδισαν την Eναγόμενη από την εκτέλεση των οδηγιών. Προωθείται η θέση ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της αγωγής γιατί δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα, αφού σύμφωνα με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο Ν.17(Ι)/2013 και συγκεκριμένα τα άρθρα 12(15) και 12(16), τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία απαιτώντας την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με τα ίδια μέσα. Οπόταν, κωλύονται στην έγερση της συγκεκριμένης αγωγής.

 

Παράλληλα, επικαλούνται την υπεράσπιση της ματαίωσης, αφού ισχύει το λεκτικό της Κ.Δ.Π.103/13, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(Ι)/2013. Υποστηρίζουν ότι δεν είχαν οποιανδήποτε επιλογή από το να εφαρμόσουν το συγκεκριμένο Διάταγμα και να συμμορφωθούν πλήρως με τις πρόνοιές του καθώς και με τις πρόνοιες της νομοθεσίας.

 

Διαζευκτικά, αρνούνται ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε αποζημίωση ή και κάλυψη, γιατί η ισχυριζόμενη ζημιά που έχουν υποστεί οφείλεται αποκλειστικά στις πράξεις ή και παραλείψεις της Κεντρικής Τράπεζας ως Αρχής Εξυγίανσης ή και σε πράξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία εξέδωσε τη σχετική νομοθεσία.

Οι Ενάγοντες, προς απόδειξη της υπόθεσής τους, κάλεσαν τρείς (3) μάρτυρες. Πρώτος έδωσε μαρτυρία ο Κυριάκος Σάββα, Μ.Ε.1, Ενάγοντας 3, ο οποίος παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 1 το αγγλικό κείμενο και ως Έγγραφο 1(Α) η μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα. Δηλώνει ότι οι Ενάγοντες 1 και 2 είναι γονείς του, οι Ενάγοντες 4 και 5 είναι αδέλφια του και η Ενάγουσα 6 είναι η σύζυγός του. Υποστηρίζει ότι, ως αποτέλεσμα της παράνομης ή/και λανθασμένης ή/και αμελούς εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, οι κοινοί λογαριασμοί των Εναγόντων απομειώθηκαν κατά €168.477,50 και δόθηκαν στους Ενάγοντες 168.477 συνήθεις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου με ονομαστική αξία 1 ευρώ. Οι Ενάγοντες ζητούν από το Δικαστήριο όπως αποκαταστήσει πλήρως τις καταθέσεις τους, ως είχαν πριν την απομείωση μαζί με τον νόμιμο τόκο, αφού οι ζημιές που έχουν υποστεί έχουν προκληθεί καθαρά και μόνο από την έλλειψη επιμέλειας και φροντίδας από μέρους της Τράπεζας στην εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων έναντι όλων των Εναγόντων. Προωθεί τη θέση ότι οι Νομοθεσίες και τα Διατάγματα του 2013 που αφορούν την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με το θέμα της υπό κρίση αγωγής, αφού οι Ενάγοντες δεν αμφισβητούν την εγκυρότητα των ρυθμίσεων που έλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία ή και η Κεντρική Τράπεζα για αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και την επιβίωση της οικονομίας.

 

Ως προς τα γεγονότα, καταγράφει ότι ο ίδιος παρακολουθούσε τα γεγονότα και την επιδείνωση της τραπεζικής κρίσης και το 2011 εισηγήθηκε στην οικογένειά του όπως αποσύρουν τις καταθέσεις τους από την Τράπεζα Κύπρου στο Λονδίνο, εισήγηση η οποία υλοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2012. Τον Ιούνιο του 2012 εισηγήθηκε στον πατέρα του την προαιρετική μεταφορά κάποιων εκ των καταθέσεων που υπήρχαν στην Τράπεζα Κύπρου της Λάρνακας σε άλλη τράπεζα, όμως ο πατέρας του δεν έδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Αποτέλεσμα, όμως, της επιμονής του και των πιέσεων που ασκούσε στον Ενάγοντα 1 ήταν, αρχές Φεβρουαρίου του 2013, ο Ενάγοντας 1 να επισκεφθεί την Τράπεζα και να ζητήσει από τον τότε Υπεύθυνο Συναλλαγών να αποσύρει όλες τις καταθέσεις του και να κλείσει τους λογαριασμούς του. Ο Υπεύθυνος Συναλλαγών προσπάθησε να τον καθησυχάσει και να διασκεδάσει τις ανησυχίες του αναφέροντας ότι η Εναγόμενη Τράπεζα δεν διέτρεχε οποιοδήποτε κίνδυνο όμως, ο Ενάγοντας 1, επέμενε και ο Υπεύθυνος του πρότεινε, εναλλακτικά, όπως μετατρέψει τους επτά (7) λογαριασμούς σε κοινούς για όλη την οικογένεια έτσι ώστε το ποσό που θα αναλογούσε στον καθένα από τους έξι Ενάγοντες να ανέρχεται μέχρι €100.000, ήτοι να εμπίπτει εντός του ορίου των ασφαλισμένων καταθέσεων. Ο Ενάγοντας 1 πείστηκε, με όσα του είχαν λεχθεί, έχοντας μια σχέση εμπιστοσύνης για χρόνια με την Τράπεζα και τον τραπεζίτη και στις 06/03/2013 ο ίδιος μαζί με τον Ενάγοντα 3 επισκέφθηκαν την Τράπεζα και συναντήθηκαν με τον Υπεύθυνο Συναλλαγών, ο οποίος τους εξήγησε τι απαιτείτο για την μετατροπή των λογαριασμών, δηλαδή τα έγγραφα που έπρεπε να συμπληρωθούν για την μετατροπή των λογαριασμών σε κοινούς. Επίσης τους πληροφόρησε ότι, μαζί με τις συμπληρωμένες αιτήσεις, θα έπρεπε να προσκομίσουν δελτίο ταυτότητας ή και διαβατήριο καθώς και έναν λογαριασμό υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Οι συγκεκριμένες αιτήσεις υπογράφτηκαν αυθημερόν από τους Ενάγοντες 1 και 2, ακόμη και για τον λογαριασμό που δεν ήταν κοινός, σύμφωνα με τις οδηγίες του νέου Υπεύθυνου Συναλλαγών. Παράλληλα υπογράφτηκαν και αιτήσεις για άνοιγμα προσωπικών λογαριασμών στο όνομα του καθενός από τους Ενάγοντες 1, 2, 3 και 6 ξεχωριστά για τον καθένα, για τους επτά λογαριασμούς. Οι αιτήσεις υπογράφτηκαν και έγιναν αποδεχτές στις 06/03/2013 και δόθηκαν εντολές για μετατροπή όλων των λογαριασμών σε κοινούς. Ο ίδιος είχε παραλάβει τις αιτήσεις, για να τις διαβιβάσει στους Ενάγοντες 4 και 5 στο Ηνωμένο Βασίλειο, έτσι ώστε να τις υπογράψουν. Στις 15/03/2013 ο ίδιος παρέδωσε τις εντολές για άνοιγμα κοινών λογαριασμών, που είχε παραλάβει μαζί με τα αναγκαία έγγραφα που του είχαν ζητηθεί, στον Υπεύθυνο Συναλλαγών υπογεγραμμένες και συμπληρωμένες από όλους τους Ενάγοντες. Αφού ελέγχθηκαν από τον Υπεύθυνο, αυτός τοποθέτησε την ημερομηνία σε όλα τα έντυπα και υπόγραψε εκ μέρους της Τράπεζας διαβεβαιώνοντας τους ότι τα έγγραφα ήταν συμπληρωμένα και ότι θα προχωρούσε άμεσα με τη διαδικασία για τροποποίηση των επτά λογαριασμών. Οι ίδιοι, ήτοι ο Ενάγοντας 1 και ο ίδιος, είχαν αποκομίσει την εντύπωση ότι η Τράπεζα θα προχωρούσε άμεσα με όλες τις απαραίτητες διατυπώσεις για την τροποποίηση των λογαριασμών στο δικό της σύστημα. Τελικά η Κυπριακή Δημοκρατία οδηγήθηκε σε συμφωνίες με την Ευρωζώνη, σε σχέση με τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος και μετά τα συμβάντα, όταν πλέον άνοιξε η Τράπεζα στις 28/03/2013, ο ίδιος μαζί με τον Ενάγοντα 1 επισκέφθηκαν την Τράπεζα Κύπρου για να βεβαιωθούν ότι είχαν διεκπεραιωθεί οι οδηγίες τους. Με μεγάλη έκπληξη ενημερώθηκαν ότι οι επτά λογαριασμοί είχαν παραμείνει στο όνομα των Εναγόντων 1 και 2 και οι εντολές και οι αιτήσεις τους δεν είχαν γίνει αποδεχτές, γιατί η Εναγόμενη Τράπεζα είχε αμελήσει να τις καταχωρήσει ηλεκτρονικά. Ο Υπεύθυνος, ο οποίος είχε παραλάβει και εγκρίνει τις αιτήσεις στις 15/03/2013, ήταν απολογητικός και τους παρέπεμψε στον Διευθυντή, ο οποίος απέτυχε να δικαιολογήσει την παράλειψη της Τράπεζας να εκτελέσει την υποχρέωσή της έναντι των Εναγόντων, σχετικά με τη συμπλήρωση της καταχώρησης στο σύστημα των εγγράφων για μετατροπή των συγκεκριμένων λογαριασμών. Τον Απρίλιο του 2013 προμηθεύτηκαν καταστάσεις λογαριασμών, όπου πλέον διαπίστωσαν την τεράστια ζημιά που είχαν υποστεί, ως αποτέλεσμα της αποτυχίας της Τράπεζας να εκτελέσει τις εντολές τους.

 

 

Υποστηρίζει ότι σύμφωνα με την κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 29/04/2013 η Τράπεζα άθροισε όλους τους λογαριασμούς των Εναγόντων 1 και 2, ως κοινούς λογαριασμούς μόνο για τους Ενάγοντες 1 και 2 και κούρεψε τις καταθέσεις με το ποσό που υπερέβαινε τις €100.000 για τον καθένα τους. Στη συνέχεια, η Τράπεζα επέλεξε τον λογαριασμό με το μεγαλύτερο υπόλοιπο, τον οποίο και απομείωσε. Τον Ιούλιο του 2013 οι καταθέσεις των Εναγόντων απομειώθηκαν κατά €168.477 με την παραχώρηση αντίστοιχου αριθμού μετοχών αξίας 1 ευρώ έκαστη. Ο Ενάγοντας 1 απώλεσε ποσό ύψους €67.681,86, ήτοι 37.5% του ποσού που του αναλογούσε, το οποίο μετατράπηκε σε μετοχικό κεφάλαιο και ποσό ύψους €40,609,12, ήτοι το 22.5% της κατάθεσης που του αναλογούσε, παγοποιήθηκε ως πρόβλεψη για τη μετατροπή του σε μετοχικό κεφάλαιο. Με τον ίδιο τρόπο η Ενάγουσα 2 απώλεσε €65.326,75, το οποίο μετατράπηκε σε μετοχικό κεφάλαιο και ποσό ύψους €39.196,05, το οποίο παγοποιήθηκε ως πρόβλεψη για μετατροπή μετοχικού κεφαλαίου. Παράλληλα, παγοποιήθηκε στον λογαριασμό ποσό ύψους €39.186,22, στα πλαίσια των προσωρινών περιοριστικών μέτρων. Τον Ιούλιο 2013 εκδόθηκαν στον Ενάγοντα 1 85,730 μετοχές και στην Ενάγουσα 2, 82,747 μετοχές.

 

Προωθεί τη θέση ότι η Εναγόμενη δεν συμμορφώθηκε με τις συμβατικές της υποχρεώσεις αφού είχε υποχρέωση να χειριστεί τους επτά λογαριασμούς ως κοινούς για όλους τους Ενάγοντες. Η Eναγόμενη όχι μόνο λειτούργησε με αμέλεια και απόλυτη έλλειψη της δέουσας φροντίδας, ως όφειλε έναντι των Εναγόντων, αλλά προτίμησε την εύκολη οδό, ήτοι το κούρεμα των καταθέσεων τους.

 

Κατάθεσε ως Τεκμήριο 1 κατάσταση λογαριασμού που αφορούσε και τους επτά (7) λογαριασμούς, ως Τεκμήριο 2 τις υπογεγραμμένες αιτήσεις που αφορούσαν την μετατροπή του λογαριασμού σε κοινό, ως Τεκμήριο 3 την δέσμη αιτήσεων για άνοιγμα προσωπικών λογαριασμών από τους Ενάγοντες 3, 4, 5 και 6, ως Τεκμήριο 4, επτά εντολές ημερομηνίας 15/03/2013 υπογεγραμμένες από όλους τους Ενάγοντες και τον Υπεύθυνο Συναλλαγών, ως Τεκμήριο 5 κατάσταση λογαριασμού των Εναγόντων 1 και 2 ημερομηνίας 29/04/2013, ως Τεκμήριο 6 ενημερωτική επιστολή ημερομηνίας 08/08/2013 προς τον Ενάγοντα 1 για τις μετοχές που του είχαν παραχωρηθεί συνοδευόμενη από κατάσταση λογαριασμού και ως Τεκμήριο 7 την ίδια ενημερωτική επιστολή που διαβιβάστηκε προς την Eναγόμενη 2 συνοδευόμενη από κατάσταση λογαριασμού.

 

Αντεξεταζόμενος υποστήριξε ότι οι γονείς του, Ενάγοντες 1 και 2, διατηρούσαν διάφορους λογαριασμούς στην Τράπεζα Κύπρου και επιθυμούσαν όπως προσθέσουν τον ίδιο και τους Ενάγοντες 4, 5 και 6 ως συνδικαιούχους και για αυτό ακολούθησαν τις οδηγίες του Διευθυντή της Τράπεζας. Παραδέχτηκε ότι έπρεπε να υπογραφτούν διάφορα έγγραφα από όλους τους Ενάγοντες, να εγκριθούν και μετά να εκτελεστούν. Όμως επέμενε στη θέση του ότι στις 15/03/2013 τα συγκεκριμένα έγγραφα παραδόθηκαν στην Τράπεζα υπογεγραμμένα, ολοκληρωμένα και ακολούθως σφραγίστηκαν και ο Υπεύθυνος Συναλλαγών της Τράπεζας τα αποδέχτηκε. Αρνήθηκε την υποβολή ότι η υπογραφή του υπαλλήλου της Τράπεζας σηματοδοτούσε μόνο το γεγονός ότι είχε παραλάβει τα έγγραφα. Προώθησε τη θέση ότι από τη στιγμή που τα έγγραφα είχαν υπογραφεί από τον Υπεύθυνο, ο οποίος τοποθέτησε την ημερομηνία και τα σφράγισε, είχε ολοκληρωθεί η οδηγία για τη μετατροπή των λογαριασμών. Επέμενε στη θέση του ότι δεν τους αναφέρθηκε από τον Υπεύθυνο οτιδήποτε ή και δεν τους υποδείχθηκε οτιδήποτε γραμμένο αναφορικά με οποιανδήποτε απαίτηση περαιτέρω χρόνου για διεκπεραίωση της διαδικασίας μετατροπής των επτά λογαριασμών σε κοινούς.

 

Παραδέχτηκε ότι η συγκεκριμένη μέρα ήταν Παρασκευή και ότι η επίσκεψη στην Τράπεζα είχε γίνει κοντά στο μεσημέρι, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί με ακρίβεια την ώρα. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε λεχθεί στους Ενάγοντες οτιδήποτε αναφορικά με το θέμα ότι ήταν Παρασκευή και ότι η εξυπηρέτηση του κοινού ολοκληρώνεται μέχρι τις 13:30 το μεσημέρι. Προώθησε, δε, την άποψη ότι ο φόρτος εργασίας υπάρχει σε πολλές επιχειρήσεις αλλά, όταν ο πελάτης ολοκληρώσει μια συμφωνία με τη σφράγιση της αίτησης, τότε θεωρεί ότι η δουλειά έχει ολοκληρωθεί. Ο ίδιος ήταν πεπεισμένος, μετά από τη χειραψία με τον Υπεύθυνο της Τράπεζας, ότι οι οδηγίες είχαν εκτελεστεί στην πράξη. Παραδέχτηκε ότι είχαν ληφθεί μετοχές σε αντάλλαγμα του ποσού που είχε απολεσθεί, όμως υποστήριξε ότι ο ίδιος δεν γνώριζε την αξία των μετοχών και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ιδιοκτήτες των λογαριασμών δεν είχαν επιλογή.

 

Μαρτυρία δόθηκε και από τον Αντρέα Σάββα, Μ.Ε.2, Ενάγοντα 1. Η γραπτή του δήλωση, στην οποία παρέθεσε τις δικές του θέσεις, σημειώθηκε ως Έγγραφο 2. Καταγράφει ότι η Ενάγουσα είναι σύζυγός του, οι Ενάγοντες 3, 4 και 5 τα τρία παιδιά του και η Ενάγουσα 6 σύζυγος του υιού του, Ενάγοντα 3. Σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε ο ίδιος, επαναπατρίστηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο το 2006 και άνοιξε καταθετικούς λογαριασμούς μαζί με τη σύζυγό του στην Τράπεζα Κύπρου. Είχε εμπιστοσύνη στον παλαιό Υπεύθυνο Συναλλαγών του καταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στην Λάρνακα και τον συμβουλευόταν συχνά. Ένιωθε ασφάλεια ότι οι οικονομίες του στην Τράπεζα Κύπρου ήταν ασφαλισμένες. Το 2011 ο Ενάγοντας 3, ο οποίος παρακολουθούσε την τραπεζική και οικονομική κατάσταση στην Κύπρο, τον είχε πείσει να αποσύρει τις καταθέσεις που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου της Αγγλίας και να επενδύσει σε ακίνητη περιουσία. Το 2012, ο Ενάγοντας 3, τον πίεζε να αποσύρει τις καταθέσεις που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου στην Λάρνακα, όμως ο ίδιος δίσταζε. Μετέβη στον Υπεύθυνο Συναλλαγών του καταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στην Λάρνακα, για να συζητήσει το θέμα. Συζητώντας, ο Υπεύθυνος του εισηγήθηκε όπως μετατρέψει τους λογαριασμούς σε λογαριασμούς κοινούς για όλη την οικογένεια, δηλαδή να προστεθούν οι Ενάγοντες 3, 4, 5 και 6, έτσι ώστε ο καθένας από αυτούς να διασφάλιζε ποσό ύψους €100.000. Η οικογένεια συμφώνησε να προχωρήσει η μετατροπή των επτά λογαριασμών σε κοινούς. Επισκέφθηκε ο ίδιος, μαζί με τον Ενάγοντα 3, την Τράπεζα στις 06/03/2013, όπου συνάντησαν τον νέο Υπεύθυνο Συναλλαγών, ο οποίος τους εξήγησε ποια έγγραφα θα έπρεπε να υπογραφούν, αλλά και τι έγγραφα έπρεπε να προσκομιστούν στην Τράπεζα, για να προχωρήσει στις μετατροπές. Την ίδια μέρα ο ίδιος μαζί με την Ενάγουσα 2 συμπλήρωσαν τις αιτήσεις για τη μετατροπή των κοινών λογαριασμών, ώστε να συμπεριληφθούν τα παιδιά τους και η νύφη τους στους συγκεκριμένους λογαριασμούς. Τα έγγραφα που έπρεπε να υπογραφούν από τους Ενάγοντες 4 και 5, οι οποίοι διέμεναν στην Αγγλία, τα παρέλαβε ο Ενάγοντας 3 για να τους τα διαβιβάσει. Στις 15/03/2013, έχοντας υπογεγραμμένα και συμπληρωμένα όλα τα έντυπα, επισκέφθηκαν την Τράπεζα και τα παρέδωσαν στον Υπεύθυνο, συμπληρώνοντας έτσι όλα τα έγγραφα που έπρεπε να παραδοθούν εκ μέρους τους για τη μετατροπή των λογαριασμών σε κοινούς. Ο Υπεύθυνος τα εξέτασε, τους ανάφερε ότι ήταν όλα εντάξει και τα υπόγραψε και ο ίδιος. Έφυγαν βέβαιοι ότι οι λογαριασμοί είχαν μετατραπεί σε κοινούς για όλους και ένιωσε να φεύγει ένα βάρος από πάνω του. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν οι μέρες της τραπεζικής κρίσης και ακριβώς λόγω των γεγονότων ο ίδιος είχε επισκεφθεί τον πρώην Υπεύθυνο Συναλλαγών της Τράπεζας στο σπίτι του και μαζί τηλεφώνησαν στον νυν Υπεύθυνο Συναλλαγών της Τράπεζας Κύπρου, ο οποίος ανέφερε ότι, ο ίδιος, δεν είχε διεκπεραιώσει τις οδηγίες γιατί είχε πολλή δουλειά. Στις 28/03/2013, όταν επισκέφθηκαν το κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου με τον Ενάγοντα 3, πληροφορήθηκαν για το κούρεμα των συγκεκριμένων λογαριασμών.

Αντεξετασθείς επέμενε στη θέση του ότι όλα τα έγγραφα είχαν παραδοθεί στην Τράπεζα, συμπληρωμένα και υπογεγραμμένα, στις 15/03/2013 και ο Υπεύθυνος τους διαβεβαίωσε ότι ήταν εντάξει και μετά αποχώρησαν. Παραδέχτηκε ότι τα έγγραφα είχαν παραδοθεί μεσημέρι, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί την ακριβή ώρα και προώθησε τη θέση ότι δεν ήταν δικό του πρόβλημα το θέμα της ώρας αλλά πρόβλημα της Τράπεζας. Υποστήριξε ότι την καθυστέρηση την είχε δημιουργήσει, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο, η ίδια η Τράπεζα, γιατί του επέβαλε να υποδείξει ότι τα παιδιά του είχαν τόπο διαμονής το Λονδίνο. Επέμενε στον ισχυρισμό του ότι, ό,τι είχε ζητηθεί από την Τράπεζα, ο ίδιος το είχε παραδώσει όσον αφορά τα έγγραφα.

 

Κατατέθηκε από κοινού, ως Τεκμήριο 8, η επιστολή που αποστάλθηκε από τη συνήγορο των Εναγόντων προς την Τράπεζα με ημερομηνία 03/06/2013.

 

Τελευταίος μάρτυρας για τους Ενάγοντες ήταν ο Γεώργιος Ποΐζης, ο οποίος κατάθεσε το βιογραφικό του σημείωμα ως Τεκμήριο 9. Σε σχέση με τα γεγονότα παρέθεσε γραπτό κείμενο το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 3. Κατέγραψε ότι είναι χρηματοοικονομικός σύμβουλος με ειδικότητα στα χρηματοοικονομικά και ότι υπηρέτησε σε διευθυντικές θέσεις, αρχικά στην Barclays Bank και μετά στην Ελληνική Τράπεζα. Σήμερα κατέχει τη θέση χρηματοοικονομικού σύμβουλου και εκτελεστικού διευθυντή εταιρείας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Υποστήριξε ότι οι Ενάγοντες του ζήτησαν να ετοιμάσει έκθεση εμπειρογνωμοσύνης σε σχέση με το πότε οι επτά λογαριασμοί που διατηρούσαν στην Τράπεζα Κύπρου θα έπρεπε να είχαν μετατραπεί σε κοινούς για όλους τους Ενάγοντες. Κατά τη δική του άποψη οι επτά λογαριασμοί θα έπρεπε να είχαν μετατραπεί σε κοινούς λογαριασμούς πριν κλείσουν οι τράπεζες στις 15/03/2013 και πριν εφαρμοστεί το Διάταγμα στις 29/03/2013. Οπόταν, η απομείωση που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί ήταν αποτέλεσμα λάθους ή και αμέλειας εκ μέρους της Τράπεζας. Συγκεκριμένα, οι Ενάγοντες 1 και 2 είχαν υπογράψει και είχαν υποβάλει τις εντολές για μετατροπή των λογαριασμών σε κοινούς στις 06/03/2013 και κάποιες από αυτές τις αιτήσεις φέρουν την σφραγίδα της ίδιας της Τράπεζας, παρά το γεγονός ότι δεν φέρουν ημερομηνία. Όμως είναι αδιαμφησβήτητο ότι παραδόθηκαν στις 06/03/2013 και ότι έγιναν δεχτές την ίδια μέρα από την Τράπεζα, σύμφωνα με την τραπεζική πρακτική. Αποτέλεσμα ήταν οι Ενάγοντες να αποκτήσουν δικαίωμα συνιδιοκτησίας στους επτά λογαριασμούς. Όσον αφορά τα «mandates for α joint deposit account» ισχυρίστηκε ότι αποτελούν την επίσημη συμφωνία που καθορίζει τη λειτουργία διαχείρισης των κοινών λογαριασμών. Με το συγκεκριμένο έγγραφο η Τράπεζα εξασφαλίζει δείγμα της υπογραφής του κάθε κατόχου του κοινού λογαριασμού. Με την αποδοχή των εντολών, στις 15/03/2013, οι επτά κοινοί λογαριασμοί είχαν δικαιούχους όλους τους υπογράφοντες των συγκεκριμένων εγγράφων. Δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο προς διεκπεραίωση και κατέστησαν, όλοι οι Ενάγοντες, δικαιούχοι των λογαριασμών. Ως αποτέλεσμα, το Διάταγμα για διάσωση της Τράπεζας Κύπρου με ίδια μέσα θα έπρεπε να εφαρμοστεί σύμφωνα με τους κανονισμούς που αφορούσαν κοινούς λογαριασμούς για τους έξι κατόχους και όχι για τους δύο, οπότε δεν θα υπήρχε απομείωση. Καταγράφει ότι, το γεγονός ότι η Εναγόμενη Τράπεζα δεν είχε προλάβει ή και είχε αμελήσει να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, στο δικό της σύστημα, τα στοιχεία των Εναγόντων αφορά εσωτερική διαδικασία και δεν συνεπάγεται κατάργηση του περιεχομένου των συγκεκριμένων εγγράφων που έγιναν αποδεχτά πριν εφαρμοστεί το διάταγμα για απομείωση.

 

Αντεξεταζόμενος υποστήριξε ότι ο ίδιος είχε εργαστεί σε δύο τράπεζες ξεκινώντας την καριέρα του από το ταμείο της τράπεζας. Ήταν η δική του θέση ότι είχαν υπογραφεί όλα τα έγγραφα και τα mandates και όλα είχαν παραδοθεί στις 15/03/2013 και ως εκ τούτου οι οδηγίες βρίσκονταν σε ισχύ. Ερωτηθείς ανέφερε ότι οι επτά λογαριασμοί κατέστησαν κοινοί και μπορούσαν να λειτουργήσουν από την υπογραφή των εγγράφων, αφού το mandate ισχύει από το ίδιο δευτερόλεπτο που υπογράφεται και εν πάση περιπτώσει, δεν αφορά τον οποιονδήποτε πελάτη της Τράπεζας ο τρόπος εσωτερικής λειτουργίας της. Υπέδειξε την υπογραφή του υπαλλήλου της Τράπεζας στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 η οποία, κατά τη δική του άποψη, καταδείκνυε στους πελάτες την αποδοχή των εγγράφων. Επέμενε στην θέση του ότι οι εντολές που δίδονται στην Τράπεζα είναι σε ισχύ από την ώρα που υπογράφονται, αφού οι πελάτες ουδέποτε γνωρίζουν την εσωτερική λειτουργία της Τράπεζας και πρέπει να εκτελεστούν από την ώρα που δίδονται.

 

Για την Τράπεζα μαρτυρία δόθηκε από τον Χρίστο Διάκο, Μ.Υ.1, ο οποίος παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτό κείμενο, το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 4. Καταγράφει ότι είναι διευθυντής σε υποκατάστημα της Εναγόμενης και έχει εμπειρία σε διάφορα πόστα. Μέρος των καθηκόντων είναι η ενασχόληση, μεταξύ άλλων, με τις χορηγήσεις δανείων, τις καταθέσεις, τις συναλλαγές πελατών, καθώς και οι επαφές με πελάτες για την εύρυθμη λειτουργία του καταστήματος. Δεν γνώριζε προσωπικά τους Ενάγοντες, ούτε τα περιστατικά τις υπόθεσης αλλά του υποδείχθηκαν τα έγγραφα που κατατέθηκαν από τους Ενάγοντες στη δικαστική διαδικασία και αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για την προσθήκη τεσσάρων προσώπων, ως συνιδιοκτητών, σε επτά τραπεζικούς λογαριασμούς. Υποστήριξε ότι η προσθήκη συνδικαιούχων σε λογαριασμούς πραγματοποιείται από τον ταμία της Τράπεζας, ακόμα και όταν τα έγγραφα έχουν παραδοθεί στον Υπεύθυνο Συναλλαγών, γιατί θα πρέπει να καταχωριστούν στο σύστημα. Εξήγησε ότι ο ταμίας καταγράφει τα ονόματα των ατόμων που θα αποτελέσουν τους συνδικαιούχους του λογαριασμού στη σελίδα του υπολογιστή με τίτλο «add - maintain account name». Παρέπεμψε στην Οργανωτική Εγκύκλιο με αριθμό 105, ημερομηνίας 13/12/2012 και υποστήριξε ότι λόγω του ότι υπάρχουν δύο διαθέσιμες γραμμές, για την καταγραφή των ονομάτων, η καταγραφή των έξι ονομάτων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν απλή αφού αυτά έπρεπε να συμπτυχθούν στις δύο γραμμές που είναι διαθέσιμες και απαιτείται, για τη συγκεκριμένη εργασία, συνολικά 70 λεπτά χρόνος, ήτοι 10 λεπτά επί 7 (λογαριασμοί). Μετά τη διεκπεραίωση της συγκεκριμένης εργασίας θα πρέπει να καταγραφεί ο αριθμός λογαριασμού και άλλες λεπτομέρειες που αφορούν τους συνδικαιούχους στη σελίδα «add account to customer relationship». Η συγκεκριμένη διαδικασία, ήταν η θέση του ότι, στην καλύτερη περίπτωση απαιτούσε χρόνο ανερχόμενο σε 140 λεπτά. Με την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης διαδικασίας θα πρέπει να ελεγχθεί, για το κάθε άτομο και για κάθε λογαριασμό, από τον Υπεύθυνο Συναλλαγών. Απαιτούνται, για τον συγκεκριμένο έλεγχο, περαιτέρω 105 λεπτά χρόνος, με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία να απαιτεί δουλειά 5 ωρών και 25 λεπτών. Λόγω του ότι οι εντολές είχαν δοθεί στην Eναγόμενη την Παρασκευή, 15/03/2013, η ώρα 13:15, δεν μπορούσαν να ολοκληρωθούν μέχρι τις 14:30 που κλείνει η Τράπεζα. Προώθησε τη θέση ότι ο χρόνος των 5 ωρών και 25 λεπτών είναι χρόνος που προϋποθέτει ότι τόσο ο ταμίας όσο και ο υπεύθυνος δεν θα ασχοληθούν με άλλη εργασία μετά την παραλαβή των συγκεκριμένων οδηγιών. Ισχυρίστηκε ότι ένας λογαριασμός δεν μπορεί να μετατραπεί σε κοινό ή να προστεθούν συνιδιοκτήτες χωρίς να εισαχθούν τα απαραίτητα στοιχεία στο λογισμικό σύστημα της Τράπεζας. Στην υπό κρίση υπόθεση η διαδικασία δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί εφόσον δεν παρέχετο η ευχέρεια χρόνου. Υποστήριξε ότι η υπογραφή του Υπεύθυνου της Τράπεζας στα έγγραφα εντολής δεν αποτελεί ένδειξη ότι οι εντολές είχαν εκτελεστεί, αφού ήταν τοποθετημένη στο πεδίο μάρτυρας και δεν καταγράφεται η λέξη έγκριση.

 

 

Κατάθεσε, ως Τεκμήριο 10, την Οργανωτική Εγκύκλιο με αριθμό 105. Εξήγησε ότι γενικά η διαδικασία προσθήκης συνδικαιούχων είναι χρονοβόρα, σημαντική, αλλά και ευαίσθητη. Ο τραπεζικός υπάλληλος οφείλει να διασφαλίσει την εγκυρότητα της πληροφόρησης που θα εισάγει στο σύστημα της Τράπεζας.

 

Αντεξεταζόμενος συμφώνησε ότι η διαδικασία, για αλλαγή των επτά λογαριασμών σε κοινούς, είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο και ότι τα έγγραφα είχαν παραδοθεί σταδιακά με τους πελάτες να καθοδηγούνται από την Τράπεζα. Ερωτηθείς ανέφερε ότι ελέγχεται, πριν την αλλαγή των λογαριασμών, κατά πόσο ο πελάτης συνδέεται με τον συγκεκριμένο λογαριασμό με βάση τα έγγραφα που προσκομίζονται από τον ίδιο τον πελάτη και αφορούν τον χώρο διαμονής του κτλ. Ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία διεκπεραιώνεται ενώ οι πελάτες βρίσκονται στην Τράπεζα προσωπικά ή μπορούν να αφήσουν τα έγγραφα με σκοπό η διαδικασία να ολοκληρωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Εξήγησε ότι για να προστατευτεί ο πελάτης από τυχόν λάθη, η Τράπεζα εφαρμόζει το «four eyes principle», δηλαδή, τα έγγραφα ελέγχονται από δύο τραπεζικούς υπαλλήλους. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος δεν είχε γνώση του τι πραγματικά είχε διαμειφθεί. Ερωτηθείς επέμενε στη θέση του ότι η προσθήκη συνιδιοκτητών είναι λεπτομερής εργασία και απαιτεί πολύ χρόνο, για να καταλήξει ότι για τον ίδιο οι Ενάγοντες δεν ήταν συνδικαιούχοι στους επτά λογαριασμούς, αφού στην τραπεζική εργασία η ολοκλήρωση μίας πράξης γίνεται με την καταχώρισή της στο λογισμικό σύστημα.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και οι δύο πλευρές προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με εμπεριστατωμένες και υποβοηθητικές για το Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις. Το Δικαστήριο έχει κατά νου το περιεχόμενο και των δύο γραπτών αγορεύσεων και θα αναφερθεί σε αυτό όπου το κρίνει απαραίτητο. Στην αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόντων, προώθησε τη θέση ότι η Εναγόμενη Τράπεζα παράνομα και κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων εφάρμοσε τα Διατάγματα Εξυγίανσης στους λογαριασμούς των Εναγόντων 1 – 6 προκαλώντας τους ζημιά. Κατέγραψε τις νομικές αρχές που διέπουν την σχέση τραπεζίτη - πελάτη και ανέπτυξε το θέμα του καθήκοντος επιμέλειας που οφείλεται από τον τραπεζίτη στον πελάτη. Υποστήριξε ότι η εσωτερική διαδικασία της Τράπεζας, η οποία ήταν άγνωστη προς τους Ενάγοντες, δεν μπορεί να επηρεάσει το γεγονός ότι οι Ενάγοντες είχαν διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τα απαιτούμενα έγγραφα και η Τράπεζα τα είχε παραλάβει.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγόμενης Τράπεζας υποστήριξε ότι οι Ενάγοντες 3, 4, 5 και 6 δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα λόγω του γεγονότος ότι οι λογαριασμοί δεν είχαν μετατραπεί σε κοινούς αφού η οδηγία δεν είχε εκτελεστεί. Προώθησε τη θέση ότι η Εναγόμενη Τράπεζα δεν έχει υποχρέωση να εκτελέσει άμεσα την επίδικη εντολή που της δόθηκε από τους πελάτες, ιδιαίτερα λόγω του περιορισμένου του χρόνου και του γεγονότος ότι οι επίδικες εντολές δεν περιβάλλονταν με το στοιχείο του επείγοντος. Κατέληξε, ότι με το κλείσιμο των Τραπεζών στις 15/03/2013, οι συγκεκριμένες εντολές δεν μπορούσαν πλέον να εκτελεστούν λόγω της επιβολής των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν. Επικαλέστηκε επίσης και την υπεράσπιση της «ματαίωσης».

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Η υπό κρίση υπόθεση θα αποφασιστεί στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207 και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), η δε επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Χάρης Χρίστου v. Ευγενία Khoreva (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 455 και Mossa Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Demil Imports Exports v. Ζήνων Κωνσταντινίδης (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 462:

 

« Στις αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, η απόδειξη κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων, να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την αξίωση τους. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη.

 

Στην υπόθεση Μαρσέλ (πιο πάνω) λέχθηκε ότι «Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι η πιο πιθανή παρά ή αντίθετη, εκείνη δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και εάν η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά η αντίθετη, εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του.(Βλέπε μεταξύ άλλων Phipson on Evidence, 14th  Edition, par.4-38 και Αθανασίου  κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614.)».

 

Η γενική αρχή σε μια πολιτική υπόθεση είναι ότι ο ενάγων έχει το γενικό βάρος να αποδείξει, στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η δική του εκδοχή γεγονότων είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Χρυσάνθη Χρυσάνθου και Σταύρος Φραντζή ν. Αντρέα Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295.

 

Δέον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία όπως παρατίθεται, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Κώστα Νικολαϊδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1060, «εκεί που ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του παρέχει στο δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε».

 

Η μαρτυρία των δύο Εναγόντων, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, ήταν σύμφωνη με τη θέση που προωθήθηκε από την Εναγόμενη Τράπεζα. Δηλαδή, ότι είχαν επισκεφθεί το υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου αρχικά στις 06/03/2013 και στη συνέχεια το μεσημέρι της 15/03/2013 για να τροποποιήσουν τους λογαριασμούς έτσι ώστε να καταστούν συνιδιοκτήτες. Το μόνο στοιχείο για το οποίο διαφώνησαν, οι Ενάγοντες 1 και 3 με την Τράπεζα, ήταν η ακριβής ώρα της επίσκεψης. Οι Ενάγοντες δεν μπορούσαν να θυμηθούν την ώρα που επισκέφθηκαν το συγκεκριμένο υποκατάστημα ενώ αρνήθηκαν την υποβολή ότι ήταν η ώρα 13:30. Αν πράγματι ήταν ώρα που έκλεινε η πόρτα της Τράπεζας στο κοινό, εγείρεται το εύλογο ερώτημα γιατί εξυπηρετήθηκαν για μια δουλειά που είναι χρονοβόρα, ως ισχυρίστηκε ο Μ.Υ.1. Ή γιατί δεν τους λέχθηκε ότι λόγω του προχωρημένου της ώρας οι οδηγίες τους δεν θα μπορούσαν να διεκπεραιωθούν. Δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ίχνος μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι οι Ενάγοντες 1 και 3 είχαν ενημερωθεί ότι λόγω του προχωρημένου της ώρας υπήρχε πρόβλημα με την ολοκλήρωση των οδηγιών που είχαν δώσει, ούτε και αντεξετάστηκαν επί του συγκεκριμένου σημείου. Το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να απορρίψει τις θέσεις τους, όπως εκφράστηκαν. Ακόμη και αν ήταν προχωρημένη η ώρα, γεγονός που παρέμεινε αμφισβητούμενο, όφειλε ο Λειτουργός της Τράπεζας να τους ενημερώσει για το γεγονός ότι δεν θα ολοκληρωνόταν η εργασία και να αφήσει την επιλογή στους Ενάγοντες, αφού ήταν εις γνώση της Τράπεζας ότι οι Ενάγοντες είχαν ξεκινήσει την συγκεκριμένη διαδικασία από τις 06/03/2013 για τη μετατροπή των συγκεκριμένων λογαριασμών σε κοινούς, όπως ήταν σε γνώση του Τραπεζικού Λειτουργού η αγωνία τους σε σχέση με τους συγκεκριμένους λογαριασμούς. Με αυτές τις διαπιστώσεις η μαρτυρία των Εναγόντων 1 και 3 κρίνεται αξιόπιστη και πειστική αφού περιβάλλετο από ειλικρίνεια, ευθύτητα, καθώς και σταθερότητα.

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.3, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας θα προσεγγιστεί με βάση τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Το κατά πόσο ένας μάρτυρας έχει τα απαιτούμενα προσόντα να κριθεί πραγματογνώμονας, είναι ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Aρ.1) (2013) 1Α Α.Α.Δ. 438). Η αξιολόγηση τέτοιων μαρτύρων δεν διαφέρει και αυτοί δεν αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο με διαφορετικό τρόπο από ό,τι άλλοι μάρτυρες, ενώ η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών (βλ. Καουρής v. Δημητρίου κ.α. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 967 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους v. Κονναρή (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298). Οι πραγματογνώμονες θα πρέπει να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με όλα εκείνα τα εχέγγυα έτσι ώστε το ίδιο να μπορεί να καταλήξει στην ορθότητα των συμπερασμάτων τους και να διαμορφώσει τη δική του άποψη. Στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των κ.κ. Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, σελ. 580 και 581 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

« Το καθήκον των πραγματογνωμόνων έναντι του Δικαστηρίου κατά τη μαρτυρία τους έγκειται στην αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει ευχερώς την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων τους και να διαμορφώσει συναφώς τη δική του ανεξάρτητη άποψη δια της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης.».

 

Όπως αναφέρεται και πιο κάτω, στη σελίδα 581 του συγκεκριμένου συγγράμματος, το καθήκον αυτό έχει προτεραιότητα έναντι των όποιων υποχρεώσεων του πραγματογνώμονα προς τον πελάτη. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας εξέφρασε απόψεις οι οποίες συνάδουν με τη λογική, την τραπεζική πρακτική ως ο ίδιος την βίωσε, αλλά και με τα γεγονότα ως είχαν διαμειφθεί στην Τράπεζα τη συγκεκριμένη μέρα, και έχοντας κατά νου τόσο το γεγονός ότι τα απαιτούμενα έγγραφα παραδόθηκαν στον υπεύθυνο λειτουργό της Τράπεζας χωρίς να λεχθεί οτιδήποτε στους Ενάγοντες, ότι η διαδικασία είχε ξεκινήσει στις 06/03/2013 και ότι ο συγκεκριμένος λειτουργός τα υπέγραψε δίδοντας την εντύπωση στους Ενάγοντες ότι είχαν διεκπεραιωθεί οι οδηγίες τους, δεν έχω λόγο να απορρίψω την μαρτυρία του.

 

Εξετάζοντας την μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί ότι ήταν κομμένη ραμμένη στα μέτρα των θέσεων της Εναγόμενης Τράπεζας. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του αφού ο ίδιος δεν γνώριζε τι είχε διαμειφθεί την συγκεκριμένη μέρα ή στις 06/03/2013 που οι Ενάγοντες 1 και 3 είχαν επισκεφθεί, για πρώτη φορά, την Τράπεζα και οι Ενάγοντες 1 και 2 είχαν υπογράψει όλα τα απαραίτητα έγγραφα στο υποκατάστημα της Τράπεζας στην Λάρνακα. Εν πάση περιπτώσει, οι υπολογισμοί του, όσον αφορά τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση των οδηγιών, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί αφού είναι αυθαίρετοι και εκφεύγουν της λογικής. Το Δικαστήριο έχει την άποψη ότι δεν μπορεί να βασιστεί στη συγκεκριμένη μαρτυρία αφού σκοπούσε μόνο στο να προωθήσει τις απόψεις της Τράπεζας, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πώς λειτουργούσε το συγκεκριμένο υποκατάστημα της Τράπεζας στην πραγματικότητα και ιδιαίτερα πόση δουλειά είχε το συγκεκριμένο υποκατάστημα στις 14/03/2013.

 

Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει ότι τα γεγονότα είχαν εξελιχθεί ως ακολούθως: Λόγω ανησυχίας του για τα τραπεζικά δρώμενα ο Ενάγοντας 1, με παρότρυνση του υιού του Ενάγοντα 3, είχε επισκεφθεί το κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Λάρνακα, τον Φεβρουάριο 2013, αρχικά για να αποσύρει τις καταθέσεις του. Ο τότε Υπεύθυνος Λειτουργός Συναλλαγών τον έπεισε να μετατρέψει τους επτά λογαριασμούς που διατηρούσε, έξι κοινούς με την Ενάγουσα 2 και ένα μόνος του, σε κοινούς με τα παιδιά του και την νύφη του έτσι ώστε να διασφαλιστούν, αφού οι εξασφαλισμένες καταθέσεις ανέρχονταν σε €100.000 ανά άτομο. Στις 06/03/2013 επισκέφθηκε ξανά την Τράπεζα, αυτή τη φορά με τον Ενάγοντα 3, όπου ο ίδιος και η σύζυγός του υπέγραψαν τα απαραίτητα έγγραφα και ο Ενάγοντας 3 παρέλαβε τα έγγραφα προς διαβίβαση στα αδέλφια του στο Λονδίνο. Στις 15/03/2013 προς το μεσημέρι επισκέφθηκαν, ο Ενάγοντας 1 με τον Ενάγοντα 3, την Τράπεζα όπου ο καινούργιος Λειτουργός Συναλλαγών έλεγξε ότι είχαν όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την μετατροπή των λογαριασμών, τα παρέλαβε και τα υπέγραψε, Τεκμήριο 4. Έφυγαν με την εντύπωση ότι οι οδηγίες τους θα εκτελούνταν, για να ενημερωθούν, μετά τα συμβάντα του Μαρτίου του 2013, ότι δεν είχαν εκτελεστεί γιατί δεν είχε προφτάσει ο συγκεκριμένος Λειτουργός να ολοκληρώσει τη διαδικασία, με αποτέλεσμα να απομειωθούν οι λογαριασμοί και να υποστούν χρηματική απώλεια συνολικού ύψους €168.447, λόγω της εφαρμογής των περί Εξυγίανσης Κανονισμών στις 23/03/2013.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Οι ισχυρισμοί οι οποίοι είτε δεν προβλήθηκαν στην Υπεράσπιση ή απλώς κατεγράφησαν χωρίς να εξειδικευτούν και ακολούθως αναπτύχθηκαν εκτενώς στην γραπτή αγόρευση των Εναγομένων, θα αγνοηθούν. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τα δικόγραφα «επιδιώκεται ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, ο καθορισμός της βάσης της ακρόασης της υπόθεσης και ο αποκλεισμός αιφνιδιασμού του αντιδίκου» (βλ. μεταξύ άλλων, Μάγος κ.α. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κάθηκα Πολ. Έφεση 256/13 ημερ. 22/04/2020 και Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826).

 

Στο σύγγραμμα «The Law and Practice of Banking, Vol.1, Banker and Customer» του M. Haiden, στη σελ. 241, αναφέρεται ότι η πληρώνουσα Τράπεζα έχει καθήκον, σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη. Οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια από τον πελάτη, δίδει δικαίωμα σε αγωγή γι΄ αποζημιώσεις (βλ. Bank of Montreal v. Dominion Fresham Guarantee and Casualty Co. Ltd. [1930] A.C. 657).

 

Επίσης, στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking, 13η έκδοση, σελ. 408, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

« When executing the customer's instruction to make a fund transfer the bank acts as its customer's agent. (Royal Products Ltd v. Midland Bank Ltd. (1981) 2 Lloyd's Rep. 194, 198).   Acting as agent the bank owes the customer a duty to observe reasonable care and skill in and about executing the customer's orders.  The duty arises both at common law and under statute». »

 

Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα, αναφορικά με το καθήκον της Τράπεζας προς τον πελάτη της, από το Σύγγραμμα Ellingers Modern Banking Law, 5η εκδ., σελ. 127, στην οποία διαβάζονται τα εξής:

 

« Thirdly a bank owes its customer concurrent common law and contractual duties to exercise reasonable care when providing banking services or products……»

 

Από τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητο ότι είχαν δοθεί οδηγίες για τη μετατροπή των λογαριασμών των Εναγόντων 1 και 2 σε κοινούς με τα παιδιά τους στις 06/03/2013. Η σχέση των Εναγόντων και της Τράπεζας διέπεται από την γραπτή εντολή και η συγκεκριμένη γραπτή εντολή συνιστά ανάθεση καθήκοντος από τον πελάτη στην Τράπεζα και ότι σε αυτό το πλαίσιο, δηλαδή κατά την εκτέλεση καθήκοντος, η Τράπεζα υποχρεούται, κατά την εκτέλεση της εντολής, να ασκήσει εύλογη επιμέλεια. Η εντολή αυτή είχε δοθεί στις 06/03/2013 και ολοκληρώθηκε στις 15/03/2013.

 

Ας επιτραπεί στο Δικαστήριο να υιοθετήσει το σκεπτικό της απόφασης του κ. Δαυϊδ, Π.Ε.Δ, όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Δ Δ. Σ Σ. κ.α. ν. Bank of Cyprus Company Limited κ.α Αγ. Αρ. 5893/2013 ημερ. 09/06/2023, με την οποία συμφωνεί απόλυτα και στην οποία καταγράφονται τα ακόλουθα σημαντικά:

 

« Με κάθε σεβασμό, η ως άνω προσέγγιση δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Είναι φανερό ότι η υπό συζήτηση περίπτωση δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες των ως άνω άρθρων του σχετικού νόμου, αφού οι αξιώσεις της πλευράς των εναγόντων απορρέουν, πρωταρχικά,  από την ισχυριζόμενη αδικαιολόγητη παράλειψη της εναγόμενης 1 (συμβατικά και άλλως) να εκτελέσει την εντολή τους, πριν από την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος εξυγίανσης και όχι από την εφαρμογή του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το υπόλοιπο που βρισκόταν κατατεθειμένο στον επίδικο καταθετικό λογαριασμό. Ούτε ισχύει στην υπό συζήτηση περίπτωση η Υπεράσπιση της «ματαίωσης σύμβασης», (frustration) καθ' ην έκταση η ισχυριζόμενη εντολή για μεταφορά των χρημάτων - και συνακόλουθα το παράπονο και οι όποιες αξιώσεις των εναγόντων σε βάρος της εναγόμενης 1 τράπεζας ως αποτέλεσμα της μη εκτέλεσή της - δεν αμφισβητείται ότι προωθήθηκε πριν την έκδοση του σχετικού διατάγματος εξυγίανσης.

 

Κατ' επανάληψη έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία των Δικαστηρίων μας ότι η σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη είναι συμβατική. Ως υποδείχθηκε μεταξύ άλλων στην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd vOtis Elevator (CyprusLtd κ.α. (2015) 1(Α) ΑΑΔ 277:

 

«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking, 9η έκδοση, σελ. 70, η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη είναι σχέση που ρυθμίζεται από συμφωνία. Ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας. Πότε είναι αμελής, εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης. Η σχέση συνήθως αποτελείται από τη γενική συμφωνία, η οποία είναι βασική για όλες τις συναλλαγές, μαζί με ειδικές συμφωνίες (που αφορούν δανεισμό, συναλλαγές ξένου συναλλάγματος κ.τ.λ.) οι οποίες ισχύουν δια ρητών ενεργειών ή εξυπακουόμενες προθέσεις των μερών.

 

Στο σύγγραμμα The Law and Practice of Banking, Vol.1, Banker and Customer του M. Haiden, σελ. 241 αναφέρεται ότι η πληρώνουσα Τράπεζα, έχει καθήκον σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη.  Οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια υπό του πελάτη, δίδει δικαίωμα γι' αγωγή γι' αποζημιώσεις (βλ. Bank of Montreal v. Dominion Fresham Guarantee and Casualty Co. Ltd. [1930] A.C. 657).

Επίσης στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking 13η έκδοση σελ. 408, αναφέρονται τ' ακόλουθα:

 

 «When executing the customer's instruction to make a fund transfer the bank acts as its customer's agent. (Royal Products Ltd. v. Midland Bank Ltd. [1981] 2 Lloyd's Rep. 194, 198).  Acting as agent the bank owes the customer a duty to observe reasonable care and skill in and about executing the customer's orders. The duty arises both at common law and under statute. »

 

Στην υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Beogradka Banka DD Cobu (2002) 1 ΑΑΔ 252, αφού σημειώθηκε ότι η σχέση πελάτη - τραπεζίτη είναι σχέση πιστωτή και χρεώστη, με την τράπεζα να αποκτά δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα χρήματα του πελάτη ως δικά της, ο δε τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα, στη βάση συμβατικής  υποχρέωσης της τράπεζας απέναντι του, να του καταβληθεί από την τράπεζα ίσο ποσό, υποδείχθηκε παράλληλα ότι:

 

« .... Εφόσον τα χρήματα εμβάζονται στην Τράπεζα για συγκεκριμένο σκοπό, δημιουργείται εμπίστευμα η δε Τράπεζα, ως εμπιστευματοδόχος, υπέχει υποχρέωση να ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του αποστολέα (εμπιστευματοπάροχου). (Βλέπε σχετικά Selangor United Rubber States v. Cradock [1968] 2 All ER, σελ. 1072 και Karak Rubber Co. Ltd v. Burden (No 2) [1972] 1 All ER, σελ. 1210, επίσης, Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 3, (1) παρ. 156 και Paget's Law of Banking, 9η Έκδοση, σελ. 89). »

 

Το συμβατικό καθήκον της τράπεζας προς τους πελάτες της, διασυνδέεται με το καθήκον επιμέλειας που αυτή αναμένεται να επιδεικνύει προς αυτούς. Ως επισημαίνεται στην υπόθεση Hellenic Bank Public Company v. χχχ Ζαχαριάδου Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2014, ημερ. 11.03.2021, ECLI:CY:AD:2021:A92:

 

«Οι σχέσεις τραπεζίτη-πελάτη και το καθήκον επιμέλειας του πρώτου προς το δεύτερο έχει με σαφήνεια σχολιαστεί και οριοθετηθεί διαχρονικά μέσα από τη νομολογία και τα συγγράμματα. Στο σύγγραμμα "The relationship of bank and customer division C para.61εξηγείται πως:

 

"General. A bank has a duty under its contract with its customer to exercise reasonable care and skill in carrying out its part with regard to operations within its contract with its customer. The duty to exercise reasonable care and skill extends over the whole range of banking business within the contract with the customer. Thus, the duty applies to interpreting, ascertaining and acting in accordance with the instructions of the customer. The standard of reasonable care and skill is an objective standard applicable to banks. Whether or not it has been attained in any particular case has to be decided in the light of all the relevant facts, which can vary almost infinitely."»

 

Συμπλέοντας με την ως άνω θεώρηση των πραγμάτων, στο  σύγγραμμα Ellinger's Modern Banking Law, 5η έκδ., σελίδα 154, στην παράγραφο υπό τον τίτλο: Duty of care in contract and tort, υποδεικνύεται πως: «A customer may try to recover his losses from the bank by pleading the breach of an implied term in the banker - customer contract to exercise reasonable care and skill», ενώ σημειώνεται στη συνέχεια ότι ένας ενάγοντας μπορεί να προωθήσε απαιτήσεις του, στηριζόμενος συγχρόνως (concurrently) και σε αστικό αδίκημα καταλήγοντας πως:

 

«Whilst the contractual and tortious duties are usually coextensive, there is no principled reason why a tortious duty might not be wider in score than its contractual counterpart, although the contractual relationship will often be important in defining the scope of any common law duty of care and a court will not impose any such tortious duty at all if it would be inconsistent with the contractual terms. »

 

Ως δε υποδεικνύεται στο ίδιο πιο πάνω σύγγραμμα, στη σελίδα 169, στην παράγραφο υπό τον τίτλο, Remedies:

 

«When a bank breaches its contractual and - or tortious duty of care the ordinary contractual and tortious remedies apply, the most usual of which is an award of compensatory damages.  In contrast, breach of fiduciary duty attracts remedies that are primarily restitutionary or restorative in nature. ».

 

Προκύπτει στις δικογραφημένες θέσεις της Εναγόμενης Τράπεζας ότι προβάλλεται ως δικαιολογία, της μη εκτέλεσης των οδηγιών των Εναγόντων αναφορικά με την μετατροπή των λογαριασμών τους σε κοινούς, η ώρα προσέλευσης τους στο κατάστημα της Τράπεζας, καθώς και ο φόρτος εργασίας. Προωθούνται ως παράγοντες που δεν καθιστούσαν δυνατή τη διεκπεραίωση των οδηγιών και τη συνακόλουθη μετατροπή των λογαριασμών σε κοινούς, ως η επιθυμία των Εναγόντων. Η όλη μαρτυρία δείχνει τους Ενάγοντες 1 και 3 να αγωνιούν σε σχέση με τις καταθέσεις τους, εξ ου και ο Ενάγοντας 1 είχε επισκεφθεί την Εναγόμενη Τράπεζα τον Φεβρουάριο 2013, ενώ στις 06/03/2023 είχε επισκεφθεί την Τράπεζα ο Ενάγοντας 1 μαζί με τον Ενάγοντα 3 για να διεκπεραιώσουν την μετατροπή των λογαριασμών, πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατόν και στις 15/03/2013 επισκέφθηκαν εκ νέου την Τράπεζα για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι Ενάγοντες 1 και 2 υπέγραψαν όλα τα απαραίτητα έγγραφα για μετατροπή των λογαριασμών από τις 06/03/2013. Υπό το φως όλων αυτών των γεγονότων θα ανέμενε κανείς, εν προκειμένω ο μέσος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ότι το ελάχιστο που θα έκανε ο Υπεύθυνος Συναλλαγών, στις 15/03/2013, ήταν να τους ενημέρωνε ότι δεν υπήρχε ευχέρεια χρόνου διεκπεραίωσης των οδηγιών τους. Δεν το έπραξε. Η Τράπεζα οφείλει να εκτελέσει τις οδηγίες του πελάτη της έτσι ώστε να εξαντληθεί το καθήκον επιμέλειας που υπέχει, αλλά και να συμμορφωθεί με τα συμβατικά του καθήκοντα. Οι όποιοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν, για την μη εκτέλεση των οδηγιών, συνιστούν εκ των υστέρων σκέψεις της Εναγόμενης Τράπεζας. Δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε όρος στη δέσμη των εγγράφων που κλήθηκαν οι Ενάγοντες να υπογράψουν και επιστρέψουν στην Εναγόμενη Τράπεζα, ήτοι το Τεκμήριο 4, o οποίος ρητά να καθορίζει τον χρόνο εντός του οποίου η Τράπεζα αναλάμβανε να εκτελέσει οδηγίες του είδους. 

 

Δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 ότι είχε λεχθεί οτιδήποτε στους Ενάγοντες αναφορικά με τον χρόνο που απαιτείτο για την μετατροπή των λογαριασμών σε κοινούς. Ούτε και η Οργανωτική Εγκύκλιος, Τεκμήριο 10, κάνει οποιαδήποτε αναφορά στον χρόνο που κατ΄ ισχυρισμόν απαιτείται για την μετατροπή των λογαριασμών. Ούτε και ρωτήθηκαν, οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, κατά την αντεξέτασή τους αν ενημερώθηκαν για τον χρόνο που κατ΄ ιχυρισμόν απαιτείτο για την ολοκλήρωση των οδηγιών τους. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχθεί τη θέση του Μ.Υ.1 ότι απαιτείται τόσος πολύς χρόνος για την εκτέλεση των συγκεκριμένων οδηγιών. Ο Μ.Υ.1, ως ανέφερε, είναι διευθυντής Υποκαταστήματος της Τράπεζας στην Λευκωσία και δεν γνωρίζει ούτε τους Ενάγοντες, ούτε τη σχέση τους με τον τραπεζίτη τους, αλλά ούτε και το ανθρώπινο δυναμικό του συγκεκριμένου υποκαταστήματος στο οποίο τηρούσαν τους λογαριασμούς τους οι Ενάγοντες για να μπορεί να εκφέρει την οποιαδήποτε άποψη κατά πόσο η εκτέλεση των οδηγιών τους ήταν εφικτή και μιλούσε θεωρητικά.

 

Εν πάση περιπτώσει, το Διάταγμα Κ.Δ.Π.103/13 που εκδόθηκε δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.17(Ι)/2013 το οποίο αφορούσε την απομείωση καταθέσεων εκδόθηκε στις 29/03/2013, 14 μέρες μετά που δόθηκαν οι οδηγίες των Εναγόντων στην Εναγόμενη Τράπεζα. Δεν θα μπορούσε να έχει ετεροχρονισμένη ισχύ. Η Εναγόμενη Τράπεζα είχε υποχρέωση να εκτελέσει τις οδηγίες που της είχαν δοθεί από τις 06/03/2013 ή αν δεν παρείχετο η ευχέρεια χρόνου να ενημερώσει τους πελάτες της σε σχέση με το συγκεκριμένο γεγονός.

 

Δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου πως η Εναγόμενη Τράπεζα δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχείο ικανό για να καταδείξει ότι πράγματι, τη συγκεκριμένη εργάσιμη ημέρα, για αντικειμενικά αποδεχτούς λόγους οι λειτουργοί της Τράπεζας στο συγκεκριμένο υποκατάστημα στην Λάρνακα, που σημειωτέων ήταν το κεντρικό κατάστημα της Εναγόμενης, ως αποκαλύπτεται από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί, δεν είχαν το χρόνο να εκτελέσουν τη συγκεκριμένη εντολή των Εναγόντων. Ο μάρτυρας υπεράσπισης Μ.Υ.1, πέραν των γενικών αναφορών και επεξηγήσεων του για τον τρόπο μετατροπής των λογαριασμών σε κοινούς σε περιπτώσεις όπως η υπό συζήτηση, δεν ήταν εμπλεκόμενος στην εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση και ούτε γνώριζε πώς λειτουργούσε το συγκεκριμένο Υποκατάστημα, ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να προβάλλει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πειστική δικαιολογία για τη μη εκτέλεση των συγκεκριμένων εντολών εντός του χρόνου που υπήρχε.  

Έχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νου, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη Τράπεζα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραλείποντας να ενεργήσει και να εκτελέσει την εντολή των πελατών της, ενώ είχε τη δυνατότητα προς τούτο, παραβίασε την υποχρέωση της να επιδείξει τη δέουσα φροντίδα και επιμέλεια απέναντί τους. Δεν έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου οτιδήποτε ικανό να δικαιολογήσει την ολιγωρία εκ μέρους της και τη μη εκτέλεση της επίδικης εντολής των Εναγόντων.

 

Ενόψει όλων όσων πιο πάνω το Δικαστήριο προσπάθησε να εξηγήσει, είναι της άποψης ότι η αγωγή των Εναγόντων πρέπει να πετύχει. Όμως, όσον αφορά τις θεραπείες που μπορούν να αποδοθούν αναφορά γίνεται στη σελίδα 169 του Συγγράμματος Ellingers Modern Banking Law (ανωτέρω), στην οποία διαβάζονται τα εξής:

 

« Remedies

 

The only remaining issue concerns the customer’s remedies when a bank breaches the various duties considered above. When a bank breaches its contractual and or tortious duty of care, the ordinary contractual and tortious remedies apply, the most usual of which is an award of compensatory damages. ».

 

Δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία από τους Ενάγοντες που να υποστηρίζει την επιδίκαση των οποιωνδήποτε γενικών αποζημιώσεων για την αβεβαιότητα, το ψυχικό άγχος και την απογοήτευση που προκλήθηκε σ΄αυτούς από την διαπιστωθείσα αμέλεια, οπόταν δεν μπορούν να τους επιδικασθούν αποζημιώσεις του συγκεκριμένου είδους.

 

Ως εκ τούτου, εκδίδεται απόφαση, προς όφελος των Εναγόντων 1 – 6 και σε βάρος της Εναγόμενης Τράπεζας, με την οποία διατάσσεται η Εναγόμενη όπως εκτελέσει την οδηγία που της είχε δοθεί στις 06/03/2013 και ολοκληρώθηκε στις 15/03/2013 και όπως καταστήσει τους Ενάγοντες 3, 4, 5 και 6 συνδικαιούχους στους συγκεκριμένους λογαριασμούς, ήτοι των λογαριασμών των Εναγόντων 1 και 2 και ακολούθως να εφαρμόσει την όποια απομείωση σύμφωνα με τον Ν.17(Ι)/2013. Τα ποσά που θα παραμείνουν μετά την απομείωση θα φέρουν νόμιμο τόκο από 15/03/2013 μέχρι σήμερα.

 

Οι Ενάγοντες 1 και 2 θα επιστρέψουν τις μετοχές που τους έχουν παραχωρηθεί σύμφωνα με τα Τεκμήρια 6 και 7.

 

Εφαρμόζοντας τον κανόνα όσον αφορά τα έξοδα, σύμφωνα με τον οποίο αυτά θα πρέπει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, η Εναγόμενη Τράπεζα θα επιβαρυνθεί τα έξοδα των Εναγόντων στη διαδικασία, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                (Υπ.)  …………………………………….

    Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο