ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2111/2014

Μεταξύ:

         1.  ΕΛΕΝΗ-ΜΑΡΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΗ-ΠΡΟΜΠΟΝΑ, [ ] 9, Αθήνα

         2.  ΚΕΛΥ-ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΚΟΥΛΑΡΗ, [ ] 9, Αθήνα

Εναγουσών

-και-

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Στασίνου 51, Στρόβολος, Λευκωσία

Εναγόμενη

-------------------------------------------------------------------------

Αίτηση ημερ. 07/12/2023 για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης

Ημερομηνία: 09/01/2024

Εμφανίσεις:

Για τις Ενάγουσες/Αιτήτριες: κα Κλαΐδη για κ.κ. TTC Temple Court Chambers

Για την Εναγόμενη/Καθ΄ ης η Αίτηση: κ. Σ. Κόκκινος για κ.κ. Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή οι Ενάγουσες αξιώνουν δυνάμει της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης τους εναντίον της Εναγόμενης απόφαση για ποσό €150,000- πλέον τόκους προβάλλοντας ότι κατά παράβαση των σχετικών τους εντολών ημερ. 12/03/2013 αυτή παρέλειψε να μεταφέρει τα χρήματα που διατηρούσαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε νέο τραπεζικό λογαριασμό του εξωτερικού με αποτέλεσμα να υποστούν απομείωση καταθέσεων με τα γνωστά διατάγματα του 2013. Εκ της δηλώσεως των δικηγόρων ημερ. 2/11/2023 για επιστροφή χρημάτων στις Ενάγουσες και μείωσης του διεκδικούμενου ποσού στην κλίμακα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου ξεκίνησε η ακρόαση της αγωγής, οπόταν και εξετάστηκαν και αντεξετάστηκαν οι Ενάγουσες.

 

Με την υπό κρίση αίτηση, η οποία κατόπιν προφορικού αιτήματος και άδειας του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε εκκρεμούσης της ακρόασης της αγωγής οι Ενάγουσες/Αιτήτριες εξαιτούνται κατά ουσιώδη αναφορά ως ακολούθως:

 

«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να δίδεται η άδεια στις Ενάγουσες να τροποποιήσουν την Έκθεση Απαιτήσεως τους, με την προσθήκη της νέας παραγράφου 4 (α), αμέσως μετά την υφιστάμενη παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαιτήσεως, η οποία να διαβάζεται ως ακολούθως:

 

« 4 (α). Κατά ή περί τις 09/04/2013 οι Ενάγουσες με την συνοδεία του δικηγόρου τους επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της Εναγόμενης Τράπεζας στην Ελλάδα, όπου οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Εναγόμενης παρουσίασαν τηλεομοιότυπα τα οποία είχαν αποσταλεί από την Τράπεζα Κύπρου της Κύπρου, στο υποκατάστημα της στην Ελλάδα εν σχέση με τις εντολές μεταφοράς των χρημάτων τους κατά τις 12/03/2013. Κατά ή περί τις 05/09/2013 ο δικηγόρος των Εναγουσών απέστειλε σχετικό εξώδικο και/ή γραπτή απαίτηση με την οποία καλούσε την Εναγόμενη όπως καταβάλει άμεσα το ποσόν της εντολής και/ή αλλιώς το ποσόν που ζημιώθηκαν λόγω μη εκτέλεσης των εντολών μεταφοράς των χρημάτων ημερομηνίας 12/03/2013. Κατά ή περί τις 10/10/2013 η Εναγόμενη Τράπεζα απέστειλε σχετική απάντηση εις τον δικηγόρο των Εναγουσών που βεβαίωνε πως η Τράπεζα Κύπρου της Ελλάδος είχεν αποστείλει με φαξ την ίδια ημέρα τις σχετικές εντολές στο αρμόδιο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου της Κύπρου».

 

(Β) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να καθορίζεται ο χρόνος εντός του οποίου θα γίνει η ως άνω τροποποίηση ως επτά (7) ημέρες από την σύνταξη του εν λόγω Διατάγματος.».

 

Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.25 Κ. 1 - 6, Θ.Θ.1-6, Δ.9, Θ.Θ2 και 10, Δ.12, Θ.4 και Δ.48, Θ.1,2, Θ.8(1) (p) και (2) και Δ.64, στους περί Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικούς) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2022 και στο άρθρο 30 του Συντάγματος, και Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και στη γενική πρακτική, στις συμφυείς εξουσίες και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου Δ.Χ. που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση προβάλλονται συνοπτικά τα εξής:

 

·         Ότι την 01/12/2023 όταν κλήθηκε ο δικηγόρος εξ Ελλάδος των Εναγουσών για να μαρτυρήσει ενώπιον του Δικαστηρίου, γνωστοποίησε και αποκάλυψε την ύπαρξη αλληλογραφίας που είχε ανταλλαχθεί μεταξύ των διαδίκων, καθώς και νέων γεγονότων, τα οποία δεν γνώριζαν οι δικηγόροι των Εναγουσών κατά την ετοιμασία της Έκθεσης Απαίτησης, οπόταν και προέβηκαν σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων και σε τροποποίηση της γραπτής δήλωσης του δικηγόρου ώστε να συμπεριληφθούν.

 

·         Ότι κατά την 01/12/2023 εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας, διαπιστώθηκε η ανάγκη τροποποίησης της Έκθεσης Απαιτήσεως, ώστε να συνάδει με την δοθείσα μαρτυρία και με την μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων που επιθυμούν οι Ενάγουσες να παρουσιάσουν προς υποστήριξη της απαίτησης τους.

 

·         Ότι οι Ενάγουσες επιθυμούν να δικογραφήσουν σαφώς την επίσκεψη με τον δικηγόρο τους κατά τις 09/04/2013 στο υποκατάστημα της Εναγόμενης Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και την σχετική αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των διαδίκων.

 

·         Ότι χωρίς την τροποποίηση η Έκθεση Απαίτησης είναι ελλιπής σε σχέση με την ακριβή ημερομηνία επίσκεψης των Εναγουσών με τον δικηγόρο τους και δεν έχουν δικογραφηθεί τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την επίσκεψη των Εναγουσών με τον δικηγόρο τους, δηλαδή η σχετική αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των διαδίκων.

 

·         Ότι οι Ενάγουσες έχουν ήδη δώσει μαρτυρία για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 09/04/2013 και ειδικότερα παρουσίασαν και τεκμήρια, ήτοι την αποστολή τηλεομοιότυπων που στάλθηκαν από την Τράπεζα Κύπρου του υποκαταστήματος Παραλιμνίου προς στην Εναγόμενη Τράπεζα στην Ελλάδα κατά τις 09/04/2013 (δέσμη τεκμήριο 7) και αντεξετάσθηκαν από τον δικηγόρο της Εναγόμενης και συνεπώς δεν έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα της Εναγόμενης σε δίκαιη δίκη.

 

·         Ότι χωρίς την απαιτούμενη τροποποίηση, θα αποκλεισθεί μαρτυρία και τεκμήρια που υποστηρίζουν μεταξύ άλλων, την μαρτυρία των Εναγουσών που αφορά τις εντολές τους διά την μεταφορά των χρημάτων τους που δόθηκαν, τόσον στο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου της Ελλάδας όσον και στο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου της Κύπρου.

·         Ότι η αιτούμενη τροποποίηση είναι αναγκαία, ώστε να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου επιπρόσθετη μαρτυρία του δικηγόρου κ. Χαράλαμπου Καλογραιάκη, εξ Ελλάδος, που συνόδευσε τις Ενάγουσες στο υποκατάστημα της Εναγόμενης κατά τις 09/04/2013 και τις ενέργειες που είχε προβεί υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος των Εναγουσών στην Ελλάδα.

 

·         Ότι η αιτούμενη τροποποίηση γίνεται καλόπιστα και δεν σκοπείται η καθυστέρηση της διαδικασίας, αλλά η ολοκληρωμένη παρουσίαση της υπόθεσης των Εναγουσών στο Δικαστήριο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και οι Καθ' ων η αίτηση δεν θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη στα συμφέροντα τους, αφού μπορούν να αποζημιωθούν με χρήμα. 

 

Στην Ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης η πλευρά της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση προβάλλει τους κάτωθι λόγους για τους οποίους η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί:

 

«(α)     Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη και/ή ανεπίτρεπτη και/ή αντίθετη και/ή κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών και της πρακτικής του Δικαστηρίου.

 

(β)       Η καταχώρηση της παρούσας αίτησης προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου, των δικαιωμάτων των εναγομένων και έκδηλη κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the Court).

 

(γ)        Υπάρχει πρωτοφανής και/ή υπέρμετρη και/ή μακρά και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση (latches) στην υποβολή της παρούσας αίτησης με την οποία ζητείται ουσιαστικά η τροποποίηση της ουσίας αλλά και του συνόλου της υφιστάμενης Έκθεσης Απαίτησης των εναγόντων, αναφορικά με γεγονότα που ήταν γνωστά και/ή θα έπρεπε να ήταν γνωστά στις αιτήτριες από κατά ή περί το έτος 2013 τουλάχιστον και σε κάθε περίπτωση πέραν των 9 ετών από το έτος 2014 που καταχωρήθηκε η αγωγή. Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τους ενάγοντες τώρα, εκπροσωπούσαν πάντοτε αυτούς, δηλαδή δεν ανέλαβαν πρόσφατα, καθώς και το γεγονός ότι έχει ξανατροποποιηθεί η έκθεση απαίτησης των εναγόντων.

 

Περαιτέρω, δεν δίδεται καμία σοβαρή εξήγηση για την επιδειχθείσα καθυστέρηση.

 

(δ)        Η αιτούμενη τροποποίηση της υφιστάμενης Έκθεσης Απαίτησης των εναγόντων με την προσθήκη των νέων αιτούμενων παραγράφων στην Απαίτηση των εναντίον των εναγομένων δεν είναι καλόπιστη και/ή δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη και/ή για να τεθούν και/ή προσδιοριστούν ενώπιον του Δικαστηρίου ουσιαστικές θέσεις και ισχυρισμοί των εναγόντων και/ή για να εκδικαστούν όλα τα επίδικα θέματα ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά η αιτούμενη τροποποίηση αποτελεί ξεκάθαρα προσπάθεια πρόκλησης περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκαση της παρούσας αγωγής και προσπάθεια εισαγωγής ισχυρισμών που θα έπρεπε να ήταν εις γνώση και/ή ήταν εις γνώση της πλευράς των εναγόντων εδώ και πολύ καιρό, ως αναφέρεται ανωτέρω.  Μάλιστα παρουσιάστηκε μαρτυρία ως προς τούτα, με την πλευρά των Εναγομένων, να υφίστανται ανεπανόρθωτη ζημία, που καμία διαταγή αναφορικά με τα έξοδα είναι ικανή να μετριάσει αυτήν.

 

(ε)        Οι ενάγοντες δεν εξειδικεύουν κανένα νέο και/ή ουσιαστικό στοιχείο στην αίτηση τους που να επιτείνει την ανάγκη για την αιτούμενη τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης με την προσθήκη και νέων ισχυρισμών στην Απαίτηση των εναντίον των εναγομένων. Τουναντίον, με την υπό κρίση αίτηση, οι ενάγοντες προσπαθούν να εισαγάγουν γεγονότα και/ή στοιχεία και/ή ισχυρισμούς τα οποία θα έπρεπε να ήταν εις γνώση τους και/ή ήταν εις γνώση τους τουλάχιστον κατά το έτος 2013 και/ή εν πάση περιπτώσει από την καταχώριση της αγωγής το 2014.

 

(στ)      Με την παρούσα αίτηση οι ενάγοντες εισαγάγουν νέους αβάσιμους και/ή λανθασμένους και/ή αναληθείς και/ή ανυποστήρικτους και/ή αντιφατικούς ισχυρισμούς με αποτέλεσμα να μεταβάλουν άρδην την ουσία της  υφιστάμενης Έκθεσης Απαίτησης τους, κάτι το οποίο αναπόφευκτα συνεπάγεται και τον επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και την μετατροπή όλων των ήδη καταχωρηθέντων δικογράφων και την προσθήκη νέων δικογράφων, σε μία αγωγή παλαιά, που έκλεισε αισίως περίπου 9 χρόνια ζωής.

 

(ζ)        Μέρος των αιτούμενων να εισαχθούν νέων παραγράφων στην υφιστάμενη Έκθεση Απαίτησης των εναγόντων αποτελούν σχολιασμό και προσθήκη περαιτέρω λεπτομερειών προς υποστήριξη ισχυρισμών που αναφέρονται ήδη στην υφιστάμενη Έκθεση Απαίτησης τους, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς.

 

(η)        Η αιτούμενη τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης των εναγόντων είναι αντινομική και/ή δεν θα έπρεπε να επιτραπεί καθότι αποτελεί ξεκάθαρα προϊόν δευτέρας σκέψεως του ενάγοντα.                                    

 

(θ)        Δεν υπάρχουν και/ή δεν απεκαλύφθησαν επαρκείς λόγοι και/ή  στοιχεία που να καταδεικνύουν το ουσιώδες και/ή την χρησιμότητα και/ή αναγκαιότητα της αιτούμενης τροποποίησης της υφιστάμενης Έκθεσης Απαίτησης. Μάλιστα ένεκα του γεγονότος ότι έχουν ήδη προσφέρει το σύνολο της μαρτυρίας τους, οι ενάγουσες, το δικαίωμα υπεράσπισης των εναγομένων πλήττεται εκ βάθρων.

 

(ι)         Η παρούσα αίτηση έχει ως μόνο σκοπό να καθυστερήσει και/ή εκτροχιάσει και/ή δυσχεράνει και/ή επιβραδύνει την όλη διαδικασία και/ή κατά συνέπεια να παρεμποδίσει την εκδίκαση της παρούσας αγωγής. 

 

(κ)        Οι αιτητές δεν παρουσιάζουν εύλογη αιτία και/ή επαρκείς λόγους που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος τροποποίησης της υφιστάμενης Έκθεσης Απαίτησης τους, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας.

 

(λ)        Το αιτούμενο διάταγμα θα επιφέρει τέτοια βλάβη στους εναγομένους/καθ’ ων η αίτηση που δεν θα είναι δυνατόν να αποζημιωθούν με έξοδα.

 

(μ)        H αιτούμενη τροποποίηση δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις και/ή δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να επιτραπεί σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, αφού έχει οριστεί για ακρόαση πολλάκις στο παρελθόν κι έχει ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία, με την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας των Εναγουσών.».      

 

Στην ένορκη δήλωση του υπαλλήλου της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση Μ.Σ. αναπαράγονται οι λόγοι Ένστασης. Ειδικότερα τονίζεται ότι τυχόν έγκριση της αιτούμενης τροποποίησης θα επηρεάσει δυσμενώς την Εναγόμενη/Καθ΄ ης η αίτηση  εστιάζοντας στο ότι οι δύο Ενάγουσες εξετάστηκαν και αντεξετάστηκαν επί των σημείων που ήγειραν σύμφωνα με τα δικόγραφα. Επίσης, ο Μ.Σ. προβάλλει ότι με την αιτούμενη τροποποίηση εισάγονται νέοι ισχυρισμοί και νέα γεγονότα αφού έχουν προσφέρει μαρτυρία οι Ενάγουσες που εκφεύγει των δικογράφων και η Εναγόμενη δεν θα έχει το δικαίωμα να αντεξετάσει τις ενάγουσες σε αυτές τις νέες πληροφορίες και γεγονότα που προβάλλουν. Επισημαίνει ότι στην ένορκη δήλωση του Δ.Χ. γίνεται παραδοχή ότι στις 01.12.2023 διαπιστώθηκε η ανάγκη τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, ώστε να συνάδει με την ήδη δοθείσα μαρτυρία.

 

Σύμφωνα με τον Μ.Σ., η υπό κρίση αίτηση είναι κακόπιστη και καταχρηστική, καθότι όλα όσα οι Ενάγουσες επιθυμούν να εισαγάγουν ήταν εν γνώσει τους πολύ πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και τυχόν έγκριση του αιτήματος θα ζημιώσει ανεπανόρθωτα την πλευρά της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση και ουδεμία διαταγή για έξοδα δεν είναι ικανή να αντιστρέψει αυτήν την ζημία. Όπως εξηγεί, η υπό κρίση αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη του ότι έχει ήδη εγκριθεί προηγουμένως σχετικό αίτημα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και η υπόθεση ορίστηκε επανειλημμένως για ακρόαση.

 

Τα μέρη παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους τις οποίες μελέτησα μετά προσοχής, όμως δεν κρίνω σκόπιμο να κάνω την οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά σε αυτές.

 

Προτού προχωρήσω να παραθέσω το νομικό πλαίσιο που διέπει την υπό κρίση αίτηση θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι ενόψει της ημερομηνίας καταχώρησης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής η εφαρμοστέα διαταγή είναι η παλαιά διαταγή Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας πριν την τροποποίησή της.

 

Πράγματι, η επιφύλαξη του Κ. 8 της Δ.25 προβλέπει ως εξής:

«Νοείται ότι για αγωγές που καταχωρήθηκαν μέχρι και 31.12.2014 και αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 που καταχωρήθηκαν μέχρι 31.12.2015 θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται μέχρι την αποπεράτωση τους οι πρόνοιες των διατάξεων της Διαταγής 25 που ίσχυαν πριν την 1.1.2015».

(δική μου υπογράμμιση)

Ως εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι υπό αυτό το νομικό πλαίσιο θα εξετάσω και την υπό κρίση αίτηση, ήτοι αυτό που ίσχυε μέχρι και την τροποποίηση της Δ.25 με τον Δ.Κ. 2/2014 ημ. 26/09/2014 (Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4095, 26.9.2014, με έναρξη εφαρμογής από την 1.1.2015).

 

Συμφώνως με την Δ.25 Θ1, Θ4 και Θ5. όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της:

 

«1. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.

………………………………………………………………………………………….

4. Whenever any indorsement or any pleading is amended, such amended document shall be delivered to the opposite party together with an office copy of the order giving leave to amend within the time allowed for amending.

5. The Court or a Judge may at any time, and on such terms as to costs or otherwise as the Court or Judge may think just, amend any defect or error in any proceedings, and all necessary amendments shall be made for the purpose of determining the real question or issue raised by or depending on the proceedings.».

 

Αναφορικά με την προσέγγιση της νομολογίας σχετικά με την «ευκολία» με την οποία τέτοιας φύσης αιτήματα τυγχάνουν έγκρισης χαρακτηριστική είναι η απόφαση στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, όπου αναφέρθηκαν τα εξής σημαντικά:

 

«Στην υπόθεση Nicolaides v. Yerolemi (1980)1 C.L.R. 1, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετήθησε αυτό που ο Λόρδος Denning M.R. είπε στην υπόθεση Associated Leisure Ltd, and  Others v. Associated  Newspapers Ltd [1910] 2 All E.R. 754, στην οποία ανέφερε τα πιο κάτω:

 

"I start with the principle, well settled, that an amendment ought to be allowed even if it comes late, if it is necessary to do justice between the parties, so long as any hardship done thereby can be compensated in money. That principle applies here."

 

Η ελεύθερη απόδοση του πιο πάνω στα Ελληνικά είναι η πιο κάτω:

 

"Ξεκινώ με την αρχή, την καλά καθιερωμένη, ότι μια τροποποίηση πρέπει να επιτρέπεται έστω και αν ζητείται αργά, εάν είναι αναγκαία για να αποδοθεί δικαιοσύνη μεταξύ των διαδίκων, μια και οποιαδήποτε δυσχέρεια προκληθεί από αυτή μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα. Αυτή η αρχή ισχύει εδώ."

 

Αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.».

 

Στην SABA & Co (T.M.P) v. T.M.P. Agents (1994) 1 A.A.Δ., 426 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Mένει το ερώτημα της δικαιολόγησης της καθυστέρησης. H σημασία του ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει γίνει τέτοιος ή άλλος ανάλογος ισχυρισμός και δε συμφωνούμε πως καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.  Aπό την άλλη, η ανάπτυξη επιχειρημάτων σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί πως δεν μπορεί να οφείλεται η καθυστέρηση σε τέτοιους λόγους χωρίς να έχει προηγηθεί αμφισβήτηση της αλήθειας του περιεχομένου της ένορκης  δήλωσης που συνόδευσε την αίτηση για τροποποίηση, είναι ατελέσφορη.  [Bλ. Aθηνόδωρος Bασιλειάδης και Άλλοι ν. Πετρολίνα Λτδ(1994) 1 A.A.Δ. 16].».

 

Στην Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζα (1992) 1 Α.Α.Δ., 704 τονίστηκε ότι τροποποιήσεις δεν εγκρίνονται όταν αυτό μπορεί να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή όταν ο αιτητής ενεργεί με κακή πίστη. Όπως λέχθηκε:

 

«Στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44επιβεβαιώθηκε κατ΄αρχάς η λεγόμενη σύγχρονη τάση της νομολογίας όπως τα Δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις, ακόμη και αν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα. Σημειώνεται ότι στην υπόθεση εκείνη, η αγωγή είχε καταχωρηθεί κατά το 1986 ενώ το συγκεκριμένο αίτημα τροποποίησης υποβλήθηκε κοντά το 1998, δηλαδή περί τα 12 χρόνια αργότερα και ενώ η ακρόαση είχε προηγουμένως αρχίσει και διεξαχθεί μερικώς δύο φορές αλλά διατάχθηκε η εξ υπαρχής ακρόαση λόγω διορισμού των εκδικαζόντων Προέδρων ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.».

 

Περαιτέρω, όπως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει την τροποποίηση επειδή εισάγεται μια νέα βάση αγωγής, αλλά θα την απορρίψει όπου μια τέτοια τροποποίηση θα είχε ως αποτέλεσμα να μετατρέψει την αγωγή σε ουσιωδώς διαφορετικού χαρακτήρα, η οποία θα μπορούσε με περισσότερη ευχέρεια να αποτελέσει αντικείμενο νέας αγωγής (βλ. Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά, ανωτέρω και Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1958, σελ. 627). Τέτοια εισαγωγή νέας βάσης αγωγής θα πρέπει να υπήρχε κατά τον χρόνο έκδοσης του αρχικού κλητηρίου, καθότι με την τροποποίηση δεν εισάγεται νέο κλητήριο ένταλμα, αλλά η αγωγή συνεχίζεται ως εάν η τροποποίηση περιλαμβανόταν από την αρχή (βλ. Gaber Alian Ali Al Somrani v. The Cyprus Ship “Poseidonia” (1990) 1 AAΔ 990). Όπως έχει αποφασιστεί, όταν τα όσα επιχειρούνται να εισαχθούν με την τροποποίηση ήταν στη σφαίρα γνώσης του Αιτητή ή αυτός μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να τα φέρει στην επιφάνεια η τροποποίηση δεν επιτρέπεται (βλ. Γραμμές Στριντζή Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία ν. Always Travel Holidays Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 607, United Sea Transport Ltd v. Zakou (1980) 1 C.L.R 501, Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.α. Πολ. Εφ. αρ. 138/2013, απόφαση ημ. 20/03/2014). Στην Ikos Cif Ltd, ανωτέρω χαρακτηριστικά αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Πάγια νομολογία διαμόρφωσε τον κανόνα ότι αίτηση τροποποίησης δεν είναι δυνατό να επιτύχει αν το υλικό, το οποίο σκοπείται να εισαχθεί, ήταν σε γνώση του αιτητή ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί έγκαιρα. Η δε αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία για παρατηρούμενη καθυστέρηση που οδηγεί σε εκτροχιασμό της δίκης και δεν παρέχει, αφ΄εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας.  (Γραμμές Στριντζή Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία ν. Always Travel Holidays Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. και United Sea Transport Ltd v. Zakou (1980) 1 A.Α.Δ. 501, 510).  Η γραμμή αυτή της νομολογίας συναρτάται απόλυτα με την φειδώ με την οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια, ιδίως στις περιπτώσεις όπου η όποια καθυστέρηση ενέχει καταλυτικές επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. 

 

Στην υπό εξέταση, το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν θα ήταν συμβατό με την παροχή άδειας για τροποποίηση, λόγω των ιδίων των δεδομένων της υπόθεσης, τα οποία επιμαρτυρούν κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην αντίδικη πλευρά.   Τα βασικά γεγονότα ήταν γνωστά στην Εφεσείουσα, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί και από την ανάγκη που οδήγησε στο αίτημα για προσθήκη νέων διαδίκων και τους λόγους που επικαλέστηκε προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωση αυτή.  Η αναφορά σε αλλαγή των δικηγόρων της Εφεσείουσας, στην προσπάθεια στήριξης της αναγκαιότητας για τροποποίηση, δε συνιστούσε βάσιμο λόγο αλλά ούτε και δικαιολογία της παρατηρηθείσας, ήδη, καθυστέρησης.  Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος καταχωρήθηκε δεκατέσσερις μήνες μετά την έγκριση του αιτήματος για προσθήκη νέων διαδίκων και δέκα περίπου μήνες μετά την αλλαγή δικηγόρου για την Εφεσείουσα.  Αντίστοιχα, η αίτηση για τροποποίηση και της έκθεσης απαίτησης, καταχωρήθηκε είκοσι περίπου μήνες μετά την προαναφερθείσα προσθήκη νέων διαδίκων και δεκαπέντε περίπου μήνες μετά την αλλαγή δικηγόρου.».

 

Σύμφωνα με την Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1958, σελ. 628:

 

“…a plaintiff will not be allowed to amend by setting up fresh claims in respect of causes of action, which, since the issue of the writ have become barred by the Statute of Limitations..”

 

Στην υπόθεση Ανδριανή Αρακελιάν ν. Ταμείου Προνοίας του Προσωπικού της Marfin Λαϊκής Τράπεζας Λτδ και των εξαρτημένων της εταιρειών κ.α. Πολιτική Έφεση αρ. 51/2012, απόφαση ημερομηνίας 11/02/2016:

 

«Η συνήθης βλάβη που μπορεί να επέλθει και η οποία δεν είναι εύκολο να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων, είναι στις περιπτώσεις που εγείρεται θέμα παραγραφής, π.χ. όπου εισάγεται αγώγιμο δικαίωμα το οποίο έχει παραγραφεί ή όπου ο εναγόμενος εμποδίζεται από του να εγείρει συγκεκριμένη υπεράσπιση, λόγω νομοθετικής παραγραφής (βλ. Lancaster v. Moss [1899] 32(2) Reissue, Digest 1575, Marshall v. L.P.T.D. [1936] 3 All ER 83 και Annual Practice 1959 σελ. 627).».

 

Στην απόφαση της πλειοψηφίας στην Δημητρίου ν. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd κ.α. Πολιτική Έφεση Ε151/16, απόφαση ημ. 6/07/2018 συνοψίζονται οι αρχές που ακολουθούνται για να αποφασιστεί κατά πόσο θα εγκριθεί μια αίτηση τροποποίησης ως ακολούθως:

 

«…….Να επαναλάβουμε κατ΄ αρχάς ότι σύμφωνα με τη νομολογία (Preece κ.α. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2138Παπαχρυσοστόμου ν. Κ. Γρηγοριάδης & Συνεταίροι κ.α.Ikos Cif Ltd v. Marfin Coward κ.α., Πολ. Εφ. 137/13 και 138/13 ημερ. 20.3.14, Kayat Trading Ltd vGenzyme Corporation, Πολ. Εφ. 58/12 ημερ. 4.3.13, Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Χαρικλείδη κ.α. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1608 και άλλες) η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου επί του θέματος ασκείται με γνώμονα δύο καθοριστικούς παράγοντες.  Ο πρώτος, κατά πόσο οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς  ώστε να αποδοθεί αποτελεσματική δικαιοσύνη και, ο δεύτερος, κατά πόσο αν με την έγκριση τους θα προκληθεί ή όχι ζημιά στον αντίδικο.  Με την επισήμανση ότι η βαρύτητα που δίδεται στους διάφορους άλλους παράγοντες - καθυστέρηση υποβολής του αιτήματος, προβολή νέων ισχυρισμών ή νέας βάσης αγωγής και άλλους - ουσιαστικά είναι υποβοηθητική για την εν τέλει δικαστική κρίση σ΄ ό,τι αφορά τους προαναφερθέντες δύο καθοριστικούς παράγοντες.».

 

Στην Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης και Συνεταίροι (2012) 1 Α.Α.Δ. 81, το Εφετείο τόνισε τα εξής σχετικά:

 

«Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού διέγνωσε την αναγκαιότητα αιτιολόγησης της καθυστέρησης στην εκδήλωση διαβήματος για εξασφάλιση άδειας για τροποποίηση και με αναφορά σε νομολογία, επεσήμανε τη σημασία της με την έννοια όχι αυτής της ίδιας της εκκρεμότητας της αγωγής για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά της καθυστέρησης στη λήψη μέτρων για εξασφάλιση άδειας για  τροποποίηση  (Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλας (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 223, Astor Manufacturing & Exporting Co. κ.ά. v. A.G. Leventis κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και Ταξί Κυριάκος Λτδ. ν. Ανδρέα Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560), υπέδειξε το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν προσδιορίζει το χρόνο κατά τον οποίο είχαν περιέλθει σε γνώση του τα κατ' ισχυρισμό γεγονότα που, σύμφωνα με τον ίδιο επέβαλλαν την τροποποίηση του δικογράφου του. Τα αφήνει να αιωρούνται στο χρόνο διορισμού από πλευράς του, νέων δικηγόρων………………………………………………………………………………………………..

……………………………………..ουδόλως αιτιολογείται από τον εφεσείοντα το γιατί άφησε να διαρρεύσει ένας ολόκληρος χρόνος προτού προσφύγει στο δικαστήριο για εξασφάλιση άδειας για τροποποίηση. Η παράλειψη του εφεσείοντα να αιτιολογήσει τη συγκεκριμένη παράλειψη του, να αποταθεί δηλαδή στο δικαστήριο έγκαιρα, σφράγιζε, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο τη μοίρα της αίτησης, την οποία και απέρριψε.

…………………………………………………………………………………………………………………………………

Διεξήλθαμε προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις και τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, όπως αυτά διατυπώθηκαν αρχικά στα πλαίσια της αιτιολογίας των λόγων έφεσης και στη συνέχεια προωθήθηκαν στα πλαίσια του περιγράμματός του. Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε το μεμπτό στην πρωτόδικη απόφαση. Τόσο η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων επέδειξε υπέρμετρη καθυστέρηση στη λήψη διαβημάτων για τροποποίηση του δικογράφου του, όσο και η κατάληξη του ότι η εν λόγω παράλειψη του ουδόλως αιτιολογήθηκε, μας βρίσκει σύμφωνους.

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι ο λόγος καθυστέρησης από μόνος του δεν συνιστά κατ' ανάγκη αιτία για απόρριψη αίτησης για τροποποίηση, ούτε και ότι το γεγονός της καθυστέρησης δεν εξισούται κατ' ανάγκη με κακοπιστία. Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός και συνιστά έναν από τους πολλούς παράγοντες που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, συνεκτιμάται δε σαν λογική απόρροια του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Astor Manufacturing (πιο πάνω) και Clive Preece (πιο πάνω)). Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αργοπορία του εφεσείοντα να επιδιώξει τροποποίηση του δικογράφου του προβάλλει ανάγλυφη μέσα από το ιστορικό των γεγονότων που περιβάλλουν το θέμα. Η αγωγή εκκρεμούσε ενώπιον του δικαστηρίου αναμένοντας εκδίκαση για επτά και πλέον χρόνια.».

 

Στην Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά, ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι δεν είναι εκ προοιμίου νομικά επιλήψιμη η επιδίωξη τροποποίησης για να συνάδει η προσαχθείσα μαρτυρία με το δικόγραφο του διαδίκου. Στην Kayat Trading Ltd ν. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1 ΑΑΔ 543 παραμερίστηκε πρωτόδικη απορριπτική απόφαση σε αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης που υποβλήθηκε μετά την έναρξη της Ακρόασης και η οποία σκοπούσε στη δικογράφιση λεπτομερειών ζημιών, όπου κρίθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθετο ζήτημα παντελούς παράλειψης δικογράφησης συγκεκριμένου είδους ζημιών και ότι οποιαδήποτε ταλαιπωρία ήθελε προκληθεί από την επανακλήτευση μαρτύρων, δεν μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ των εφεσιβλήτων καθότι προείχε το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενώ η όποια ζημιά μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα. Ο λόγος της καθυστέρησης από μόνος του δεν συνιστά πάντοτε αιτία για απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση, ούτε και το γεγονός της καθυστέρησης εξισούται κατ' ανάγκη με κακοπιστία (βλ. Aνδρέου Αντώνης ν. C Ataliotis Niche Advertising Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 653).

 

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω νομικών αρχών προχωρώ στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης.

 

Καταρχάς παρατηρώ από το πρακτικό ημερ. 1/12/2023 με το οποίο δόθηκε άδεια για καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης ότι η ευπαίδευτη συνήγορος αιτήθηκε προφορικά και στις 4/12/2023 έλαβε άδεια για να προβεί σε τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, ώστε να προστεθεί στην υφιστάμενη παράγραφο 4 της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης στην έκτη γραμμή η φράση «κατά ή περί την πιο πάνω και/ή αλλιώς κατά τον ουσιώδη χρόνο 9/04/13 οι Ενάγουσες και ο δικηγόρος τους» δυνάμει των Περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022 (35/2022) ως ετροποποιήθηκαν. Η άδεια δόθηκε από το Δικαστήριο λαμβανομένου υπόψη του σταδίου κατά το οποίο υποβλήθηκε το αίτημα και την ανάγκη για ταχύτατη προώθηση των υποθέσεων, άνευ εξέτασης της ουσίας ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εξετάζοντας το λεκτικό της αιτούμενης προς προσθήκη παραγράφου διαπιστώνεται ότι πλευρά των Εναγουσών επιχειρεί να εισαγάγει όχι μόνο αναφορά σε επίσκεψη των Εναγουσών συνοδεία του δικηγόρου τους σε υποκατάστημα της Εναγόμενης στην Ελλάδα, αλλά και ενέργειες των υπαλλήλων της δια της παρουσίας τηλεομοιοτύπων που κατ’ ισχυρισμό τους είχαν σταλεί από την Εναγόμενη σε σχέση με εντολές μεταφοράς χρημάτων ημερ. 12/03/2013. Περαιτέρω, επιχειρείται η εισαγωγή ισχυρισμών γεγονότων και ενεργειών του δικηγόρου των Εναγουσών που κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα περί τις 5/09/2013, αλλά και επιστολή ημερ. 10/10/2013 που προβάλλεται ότι έλαβε αυτός από την Εναγόμενη που επιβεβαιώνει την λήψη των εντολών μεταφοράς χρημάτων που δόθηκαν στις 12/03/2013. Ως εκ τούτου κατά το μέρος που η υπό κρίση αίτηση αφορά σε περαιτέρω τροποποιήσεις κρίνεται ως καταχωρηθείσα κατά παράβαση της αδείας του Δικαστηρίου, οδηγούμενη σε απόρριψη.

 

Εν πάση όμως περίπτωση, επί της ουσίας των αιτούμενων τροποποιήσεων και των όσων προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του Δ.Χ. που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση παρατίθενται οι πιο κάτω σκέψεις του Δικαστηρίου:

 

1.    Την 1/12/2023 όταν κλήθηκε ο εν Ελλάδι δικηγόρος των Εναγουσών για να δώσει μαρτυρία, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον Δ.Χ. γνωστοποίησε και αποκάλυψε την ύπαρξη αλληλογραφίας και νέων γεγονότων και έγινε τροποποίηση της γραπτής του δήλωσης. Ποιος τότε συνέταξε την αρχική ένορκη δήλωση του εν Ελλάδι δικηγόρου των Εναγουσών ή τουλάχιστον πώς συντάχθηκε από αυτόν χωρίς να προσθέσει αυτά για τα οποία αξιώνονται οι τροποποιήσεις;

 

2.    Αναφέρεται δε στην ένορκη δήλωση του Δ.Χ. ότι κατά την 1/12/2023 εκκρεμούσε η συνέχιση της ακρόασης και διαπιστώθηκε η ανάγκη για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης για να συνάδει με την δοθείσα μαρτυρία, καθώς και για όποια άλλη μαρτυρία που επιθυμούν οι Ενάγουσες να παρουσιάσουν. Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που επισημαίνω είναι ότι η διαπίστωση για την εν λόγω μαρτυρία έγινε όταν το Δικαστήριο δεν επέτρεψε μεγάλο μέρος της γραπτής δήλωσης του κ. Καλογραιάκη ως κείμενη εκτός των δικογράφων και ημερομηνιών που καταγράφει η τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης.

 

3.    Με μια απλή ανάγνωση της γραπτής δήλωσης της Ενάγουσας 1, ήτοι το Έγγραφο Α’ που κατατέθηκε στην ακροαματική διαδικασία, χωρίς να προβαίνω σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του όποιου ισχυρισμού προβάλλει, διαπιστώνεται ότι γίνεται αναφορά σε επίσκεψη στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στην Ελλάδα με τον δικηγόρο τους στις 9/04/2013 και καμία αναφορά σε οποιεσδήποτε ενέργειες του που ακολούθησαν και επιχειρούνται να δικογραφηθούν δια της αιτούμενης τροποποίησης. Πώς δικαιολογείται να μην είχαν υπόψη τους οι Ενάγουσες εκ των προτέρων τις ενέργειες του δικηγόρου τους και την σχετική αλληλογραφία, αφού η Εναγόμενη 1 στο Έγγραφο Α’, όπως επίσης και η Εναγόμενη 2 στην δική της μαρτυρία τον επικαλούνται, ήτοι ότι έχει εμπλακεί ενεργά στην υπόθεση;

4.    Εκ του περιεχομένου του φακέλου του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στην δέσμη εγγράφων που καταχώρησε η πλευρά των Εναγουσών ημερ. 18/01/2023 σύμφωνα με τις πρόνοιες των Περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022 (35/2022) ως ετροποποιήθηκαν δεν συμπεριλαμβάνεται η όποια γραπτή δήλωση του εν Ελλάδι δικηγόρου των Εναγουσών, εξ’ ου και ζητήθηκε άδεια να προσκομιστεί η μαρτυρία του αφού στις 3/11/2023 είχε δηλωθεί ότι δεν θα προσκομίζετο άλλη μαρτυρία για τις Ενάγουσες πέραν της δικής τους. Άρα πότε προέκυψε τελικά η ανάγκη για τροποποίηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης και για διόρθωση ποιας γραπτής δήλωσης του εν λόγω δικηγόρου; To να επιτραπεί η παρουσίαση μαρτυρά κατά την δίκη είναι ένα πράγμα και άλλο πράγμα είναι να επιτραπεί μαρτυρία επί μη δικογραφημένων θέσεων και μάλιστα για γεγονότα που κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα μετά τις 9/04/2013 για τα οποία σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση διαπιστώνεται ότι εκ της μέχρι σήμερα προσκομισθείσας μαρτυρίας και αφού εξετάστηκαν και αντεξετάστηκαν οι Ενάγουσες υπήρξε η παραμικρή ένδειξη ότι θα παρουσιαστεί. Μάλιστα, αυτό που υποστηρίζεται εκ του Εγγράφου Α’ σε σχέση με την εμπλοκή του εξ Ελλάδος δικηγόρου των Εναγουσών στις 9/04/2013 (παρ. 30) ήταν η επίσκεψη του στο υποκατάστημα της Εναγόμενης για προσωπική επίπληξη και γνωστοποίηση του παραπόνου τους με την αναφορά ότι «εν των μεταξύ» είχε αποστείλει στον εμπλεκόμενο υπάλληλο και στην Διευθύντρια εξώδικα για προσωπική αμέλεια για την μη εκτέλεση των εντολών. Συνεπώς οι Ενάγουσες φαίνεται να γνώριζαν από προηγουμένως τις ενέργειες του εξ Ελλάδος δικηγόρου τους, πώς όμως δεν γνώριζαν αυτές που επιχειρούν να δικογραφήσουν δια της αιτούμενης τροποποίησης;

 

Τονίζω ότι σύμφωνα με την νομολογία υπό την οποία εξετάζεται η υπό κρίση αίτηση, όσο πιο καθυστερημένα επιζητείται η τροποποίηση, τόσο πιο δύσκολα εγκρίνεται, ειδικότερα σε προχωρημένο στάδιο της δίκης, λαμβανομένων υπόψη του κινδύνου εκτροχιασμού της διαδικασίας και της βλάβης στα δικαιώματα του αντιδίκου και συνεπώς όσο πιο καθυστερημένα υποβάλλεται το αίτημα καλόπιστα, τόσο πιο μεγάλο το βάρος δικαιολόγησης. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτιολογία που προβάλλεται για το δικονομικό στάδιο της υπό κρίση αίτησης είναι η διαπίστωση στις 1/12/2023 για νέα έγγραφα και νέα γεγονότα μετά από πληροφόρηση που έλαβαν από τον εξ Ελλάδος δικηγόρο τους και αφορούν σε ενέργειες του και αλληλογραφία μετά τις 9/04/2013, ενώ για τα όσα έλαβαν χώρα στις 9/04/2013 προτάσσεται ότι δόθηκε ήδη μαρτυρία και κατατέθηκαν έγγραφα άνευ ενστάσεως κατά την ακροαματική διαδικασία και επιθυμούν αυτή να καλυφθεί. Για μεν τον προβαλλόμενο λόγο της κάλυψης της μαρτυρίας που δόθηκε επισημαίνω ότι υπάρχει δυνατότητα επιδίωξης τροποποίησης για να συνάδει η δοθείσα μαρτυρία με τα δικόγραφα και όχι να καλυφθεί η μαρτυρία από τα δικόγραφα (βλ. Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά, ανωτέρω). Εννοιολογικά το να «συνάδει» ένα πράγμα με κάτι άλλο εμπεριέχει την έννοια της συμπόρευσης και της ταύτισης σε όσο βαθμό γίνεται αυτό εφικτό. Υπενθυμίζω ότι στην Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά, ανωτέρω, η αρχικώς διατυπωμένη παράγραφος 3, αναφερόταν σε πώληση με γραπτό πωλητήριο έγγραφο ημερ. 13/3/77 και η αιτούμενη τροποποίηση που λανθασμένα απορρίφθηκε αφορούσε στην ίδια δοσοληψία μόνο που η συμφωνία ήταν προφορική και επιβεβαιώθηκε με έγγραφη αναγνώριση και/ή ανάληψη υποχρέωσης ημερ. 13/3/77. Τονίστηκε ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση υποκατάστασης του βάθρου της αγωγής και επισημάνθηκε ότι η αίτηση υποβλήθηκε στην αφετηρία της δίκης.

 

Στην  Homeros  Th. Courtis  and  Others  v.  Panos  K.  Iasonides  (1970)1 CLR 180   λέχθηκε ότι «η δίκη διατρέχει την πορεία επί των γραμμών που οριοθέτησε η δικογραφία, όπως το τρένο κινείται κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής». Η «κάλυψη» μαρτυρίας που έχει ήδη δοθεί απέχει παρασάγγας από την τροποποίηση ώστε αυτή να «συνάδει» και τείνει να υποκαταστήσει τις γραμμές τις διαδρομής, μετατρέποντας αυτές από προκαθορισμένες σε αβέβαιες.

 

Σε σχέση με τα όσα προβάλλονται αναφορικά με την ανάγκη για τροποποίηση ώστε να εισαχθούν τα όσα επιχειρούνται ως ισχυρισμοί για την περίοδο μετά την 9/04/2013 ως καθορίζονται στο αιτητικό της υπό κρίση αίτησης κρίνω ότι η πλευρά των Εναγουσών απέτυχε να καταδείξει τόσο το ότι δεν ήταν σε γνώση τους, ενόψει των όσων παραθέτει στις ανωτέρω σκέψεις του το Δικαστήριο, χωρίς να προβάλλει βέβαια οποιοδήποτε άλλο λόγο που να μπορώ να εξετάσω.

 

Υπενθυμίζω ότι στο παρόν στάδιο το βάρος της αιτιολόγησης της καθυστέρησης στην υποβολή της υπό κρίση αίτηση είναι ιδιαιτέρως μεγάλο, αφού εκ του φακέλου του Δικαστηρίου προκύπτει ότι όχι μόνο η αγωγή ορίστηκε πολλές φορές για οδηγίες και για ακρόαση, τις ημερομηνίες αυτών κρίνω αχρείαστο να παραθέσω, ότι η ακρόαση της παρούσας άρχισε με την εξέταση και αντεξέταση των Εναγουσών, υπό αυστηρό χρονοδιάγραμμα ένεκα της κατοικίας τους στο εξωτερικό, αλλά και ότι η υπό κρίση αίτηση έπεται προγενέστερης εκτεταμένης τροποποίησης που επιτράπηκε με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 9/07/2019. Μάλιστα δε, στην ένορκη δήλωση του κ. Κουλούρη που συνόδευε την αίτηση ημερ. 31/07/2019 για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης παρατηρώ ότι γίνεται και πάλι αναφορά σε ουσιώδη έγγραφα και γεγονότα που διαπιστώνονται από τους νέους δικηγόρους, ήτοι τους σημερινούς ευπαίδευτους συνηγόρους των Εναγουσών, τα οποία προέκυψαν τότε μετά από εκτεταμένες συζητήσεις με τις Ενάγουσες, όπου διαπιστώθηκαν ουσιώδεις παραλείψεις.

 

Ως εκ τούτου, γίνεται φανερό, μετά την σύντομη σκιαγράφηση των δεδομένων, ότι η υπό κρίση αίτηση αγγίζει τα όρια της κατάχρησης και παρά τα ελαστικά κριτήρια που ακολουθούνται υπό το νομικό καθεστώς που αυτή εξετάζεται δεν δύναται να εγκριθεί. Περαιτέρω, διαπιστώνω μια κακοπιστία αναφορικά με το πότε προβάλλεται ότι ήταν σε γνώση των Εναγουσών τα γεγονότα και οι ισχυρισμοί που επιδιώκονται να εισαχθούν, όπως παρατίθενται στους προβληματισμούς και σκέψεις του Δικαστηρίου, η οποία υπέσκαψε τον πυρήνα της υποχρέωσης που είχαν για να παράσχουν προς το Δικαστήριο γνήσιες και ικανοποιητικές εξηγήσεις για την καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης, η οποία την οδηγεί και άνευ ετέρου σε απόρριψη (βλ. Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιιουσίας του αποβιώσαντος Θεόφιλου Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση Αρ. 304/13, ημερ. 16/7/2021), ECLI:CY:AD:2021:A316.

 

Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ακόμα κάτι. Σύμφωνα με τους Περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022 (35/2022) ως ετροποποιήθηκαν, κανονισμό 5 «η ακροαματική διαδικασία κάθε υπόθεσης θα αρχίζει και θα συνεχίζεται απρόσκοπτα, τον χειρισμό δε της όλης διαδικασίας διεκπεραίωσης της θα έχει το Δικαστήριο, με στόχο την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και την περίσωση εξόδων.». Επίσης, στον κανονισμό 4 προβλέπεται η εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώρηση κάθε ενδιάμεσης αίτησης. Σκοπός και στόχος είναι η ολοκλήρωση των διαδικασιών εντός εύλογου χρόνου. Όλα αυτά συνηγορούν ότι ο παράγοντας χρόνος και καθυστέρηση να αποκτά την δική της σημασία στα πλαίσια των αιτήσεων τροποποίησης που υποβάλλονται υπό το νομικό καθεστώς που εξετάστηκε η παρούσα και να καθιστούν ακόμη μεγαλύτερο το βάρος κατάδειξης του λόγου της καθυστέρησης, αναδεικνύοντας τον ως ένα βασικό πυλώνα για έγκριση τέτοιων αιτήσεων.

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Εναγουσών/Αιτητριών ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο καταβλητέα μετά το πέρας της αγωγής.

 

 

 

 

(Υπ.)..................................

                                                                                     Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο