ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: X-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 4401/2014

Μεταξύ:

Άννας Χατζημάρκου

Ενάγουσας

-και-

Κυριάκου Κυριάκου, εμπορευόμενου υπό την επωνυμία KYRIAKOS CARS

Εναγόμενου

 

Αρ. Αγωγής: 697/2015

Μεταξύ:

Τάκη Πούλλου

Ενάγοντος

-και-

Κυριάκου Κυριάκου, εμπορευόμενου υπό την επωνυμία KYRIAKOS CARS

Εναγόμενου

 

-------------------------------------------------------------------------------------------

Αίτηση ημερ. 15/12/2023 υπό της Ενάγουσας στην αγωγή 4401/2014 για κλήτευση του Εναγόμενου

 

Ημερομηνία: 17/01/2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Κ. Θεοχαρίδου για κ.κ. Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο/Καθ’ ου η Αίτηση: κα Κοζάκου για κ.κ. Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους συνεκδικαζόμενες αγωγές αφορούν σε αξιώσεις των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου για αποζημιώσεις για την αξία των οχημάτων τους, τα οποία καταστράφηκαν από πυρκαγιά που ξέσπασε στη μάντρα αυτοκινήτων που διατηρούσε στις 17/12/2013, για την οποία του καταλογίζουν, μεταξύ άλλων, ευθύνη εξ αμελείας.

Η ακρόαση των αγωγών ξεκίνησε με τη μαρτυρία των Εναγόντων και ακολούθως εξετάστηκε και αντεξετάστηκε ο ερευνών λειτουργός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου, τον οποίον κάλεσε η πλευρά του Εναγόμενου. Στη συνέχεια, η πλευρά του Εναγόμενου δήλωσε ότι δεν θα προσφέρει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.

 

Η δήλωση αυτή αποτέλεσε και την αιτία για την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης κατόπιν προφορικού αιτήματος και άδειας του Δικαστηρίου σύμφωνα με τον περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022 (35/2022) ως ετροποποιήθηκαν. Το αίτημα υπέβαλε η πλευρά της Ενάγουσας στην υπ’ αριθμό αγωγή 4401/2014, καθότι, όπως δήλωσε, επιθυμούσε να ακουστεί η μαρτυρία του Εναγόμενου και να κλητευθεί δυνάμει του άρθρου 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.

 

Ειδικότερα, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται άδεια του Δικαστηρίου όπως κλητευθεί ως μάρτυρας ο Εναγόμενος για να δώσει μαρτυρία, να εξεταστεί και να αντεξεταστεί σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης, επί των δικογραφημένων του θέσεων και των διαφόρων προβαλλόμενων του ισχυρισμών που έχουν εγερθεί από τους συνηγόρους του κατά την ακροαματική διαδικασία. Στο αιτητικό της υπό κρίση αίτησης καθορίζονται όχι εξαντλητικά, όπως τίθεται, τα εξής ζητήματα για τα οποία ζητείται η κλήτευση του Εναγόμενου: (1) οι συνθήκες φύλαξης του επίδικου οχήματος, (2) το είδος της ευθύνης που ανέλαβε, (3) για τα οχήματα και το καθεστώς των οχημάτων που είχε η μάντρα, (4) για τον εμπρησμό όπως δικογραφεί στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης του, (5) οτιδήποτε ο ίδιος γνωρίζει για τον εμπρησμό την 17/12/2013 (6) για τις καταστροφές που προκλήθηκαν συνεπεία του εμπρησμού, (7) για το μέγεθος, ύψος, εύρος, ένταση της ζημιάς και καταστροφής που προκλήθηκε από τον εμπρησμό, (8) για τα μέτρα ασφαλείας που έφεραν τα υποστατικά του ως η αναφορά της παραγράφου 8 της Υπεράσπισης, (9) για τα μέτρα που έλαβε για την προστασία των υποστατικών και των οχημάτων που ευρίσκονταν εντός του υποστατικού, (10) να δώσει μαρτυρία και να επεξηγήσει τα έγγραφα που έχουν αποκαλυφθεί εκ μέρους του και (11) να δώσει την δική του εκδοχή επί των γεγονότων.

 

Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται στα άρθρα 6.1., 6.3δ και 13 της Ε.Σ.Δ.Α, στα άρθρα 30, 35 και 169 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα άρθρα 12, 47 και 48 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον περί Δικαστηρίων Νόμο, Ν. 14/60, άρθρα 2, 29, 30, 48 και 49, στην Δ.32 θ. 5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9, άρθρα 26, 33, 36, 37, 38, 39 και 48, επί της σχετικής Νομολογίας, επί του δικαίου της επιείκειας και της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

Στην ένορκη δήλωση της Ενάγουσας/Αιτήτριας υποστηρίζεται ότι στις 17/11/23 έγινε δήλωση από την συνήγορο του Εναγόμενου πως εξέδωσε μαρτυρική κλήση του ιδίου για τις 27/11/23 και ότι η μαρτυρία του θα ήταν σύντομη. Ακολούθως, όπως προβάλλει, η ημερομηνία αυτή αντικαταστάθηκε με τις 29/11/23, οπόταν και δήλωσε ότι δεν έχει επικοινωνία με τον Εναγόμενο και ότι αυτή είναι δύσκολη. Εν τέλει, όπως υποστηρίζει, κλητεύθηκε άλλος μάρτυρας, εξετάστηκε και αντεξετάστηκε και η πλευρά του Εναγόμενου δήλωσε ότι δεν θα φέρει άλλον μάρτυρα.  

 

Είναι η θέση της ότι αφού η πλευρά του Εναγόμενου ομολόγησε ότι ο Εναγόμενος θα δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο και έχει κλητευθεί προς τον σκοπό αυτό, με την προβολή δήθεν προβλημάτων υγείας εν τέλει δεν θα προσέλθει και διερωτάται πώς τότε εκδόθηκε μαρτυρική κλήση και πώς προωθείται η υπόθεση του αφού έχει προβλήματα υγείας.

 

Όπως υποστηρίζει, κατά την ακροαματική διαδικασία η συνήγορος του Εναγόμενου πρόβαλε διάφορους ισχυρισμούς και είναι αναγκαίο να προσέλθει αυτός για να τύχει αντεξέτασης ώστε να κριθεί η αξιοπιστία του. Επιβάλλεται δε, όπως προβάλλει, να προσέλθει ο Εναγόμενος και να δώσει τις απαντήσεις του, να υποβληθεί στις ερωτήσεις των συνηγόρων και το Δικαστήριο να τον κρίνει, για λόγους ίσης μεταχείρισης, αφού είναι διάδικο μέρος, άμεσα εμπλεκόμενο και επηρεαζόμενο, με άμεση γνώση των γεγονότων και καθ’ ομολογία, ο μόνος μάρτυρας της υπόθεσης του.

 

Όπως κρίνει η Ενάγουσα/Αιτήτρια, δεν τίθεται ζήτημα να διορθωθούν κενά ή παραλείψεις της υπόθεσης της, αλλά αποτελεί ζήτημα δίκαιης δίκης και με την αντεξέταση του Εναγόμενου και τις απαντήσεις που θα δώσει θα αναδείξει την αξιοπιστία του και το Δικαστήριο θα εκδώσει τεκμηριωμένη απόφαση. Διερωτάται πως ο Εναγόμενος λέει την αλήθεια και υπερασπίζεται την υπόθεση του και δεν επιδιώκει να προσέλθει στο Δικαστήριο να πει την εκδοχή του για να λάμψει η αλήθεια, να εξηγήσει τα έγγραφα που έχει αποκαλύψει και να δώσει τη θέση του για κάθε ένα από αυτά, αλλά και για όσα κατατέθηκαν, λαμβανομένου υπόψη του βάρους απόδειξης που έχει ο κάθε διάδικος.

Όπως υποστηρίζει, διαφάνηκε από την μαρτυρία του Αρχιπύραρχου πως εμπλοκή στη δράση του ως εξεταστής της υπόθεσης είχε ο Εναγόμενος με τον οποίο συνομίλησε και προκύπτει ότι για τα βασικά γεγονότα και συνθήκες ο μόνος που μπορεί και επιβάλλεται να δώσει μαρτυρία είναι ο ίδιος ο Εναγόμενος. Θεωρεί τον Εναγόμενο ως βασικό και μόνον μάρτυρα της υπόθεσης όπως προκύπτει από τα δικόγραφά του και την ακροαματική διαδικασία, τον οποίο έχει καθήκον η Υπεράσπιση να προσφέρει στο Δικαστήριο και στους αντιδίκους της για σκοπούς έντιμης δικαστικής διαδικασίας. Επισημαίνει ότι η συνήγορος Υπεράσπισης υπέβαλε στην ίδια διάφορες υποβολές, αλλά ο μάρτυρας της Υπεράσπισης στις απαντήσεις ή στις υποβολές της συνηγόρου του έδωσε εκ διαμέτρου αντίθετες και άλλες απαντήσεις δημιουργώντας αντιφατική ή αντίθετη θέση που επιβάλλεται και είναι αναγκαίο να κληθεί ο Εναγόμενος να δώσει την εκδοχή του.

 

Εν κατακλείδι, υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αίτηση πρέπει να επιτύχει και να προσέλθει ο Εναγόμενος για να δώσει μαρτυρία σε σχέση με τα θέματα που καθορίζονται ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά.

 

Στην Ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση στη βάση της Δ.48 θ. 4 και Δ.32 θ. 5 η πλευρά του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση προβάλλει ότι η υπό κρίση αίτηση είναι καταχρηστική και νομικά ανυπόστατη. Περαιτέρω, όπως παρατίθεται στους λόγους που προβάλλει, ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση χειρίζεται την υπόθεση του και παρουσιάζει την μαρτυρία του όπως ο ίδιος επιθυμεί, καθώς και ότι με την υπό κρίση αίτηση η Ενάγουσα/Αιτήτρια επιχειρεί να αλιεύσει μαρτυρία και να αυτοενοχοποιήσει τον Εναγόμενο/Καθ’ ου η Αίτηση. Επίσης, όπως προβάλλεται, στο αντιπαραθετικό μας σύστημα δεν δίδεται άδεια να κλητεύσει ο διάδικος τον αντίδικό του και ότι η Ενάγουσα/Αιτήτρια έκλεισε την υπόθεση της και μετά το πέρας της μαρτυρίας του Εναγόμενου επιχειρεί η ίδια να επανανοίξει την υπόθεση της. Στην ένορκη δήλωση της δικηγόρου Σ.Ν. που στηρίζει την Ένσταση του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση γίνεται επανάληψη των λόγων Ένστασης και τίποτα παραπάνω.

 

Τα μέρη παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους στις οποίες θα γίνει αναφορά μόνο όταν αυτό κριθεί σκόπιμο.

 

Προτού προχωρήσω με την εξέταση της υπό κρίση αίτησης οφείλω να επισημάνω ότι όπως προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 6/12/23 το αίτημα για κλήτευση του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση και συνακολούθως η άδεια που δόθηκε για καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης στις 11/12/23 δυνάμει των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022 (35/2022) ως ετροποποιήθηκαν, αφορούσε σε καταχώρηση αίτησης δυνάμει του άρθρου 48 και 49 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.

 

Εκ του λεκτικού της υπό κρίση αίτησης δεν γίνεται πλήρως ξεκάθαρο αν η Ενάγουσα/Αιτήτρια εξαιτείται άδειας για να κλητεύσει τον Εναγόμενο/Καθ’ ου η Αίτηση η ίδια ή αν εξαιτείται από το Δικαστήριο να κλητεύσει τον Εναγόμενο δυνάμει του άρθρου 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60. Εν πάση όμως περιπτώσει το αίτημα όπως εγκρίθηκε να υποβληθεί και όπως προκύπτει από το λεκτικό της υπό κρίση αίτησης, αλλά και προωθείται στην ένορκη δήλωση της Ενάγουσας/Αιτήτριας ότι προωθείται αφορά σε αίτημα για κλήτευση μάρτυρα από το Δικαστήριο.[1]

 

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα καθίστατο μάρτυρας του διαδίκου που θα τον είχε κλητεύσει και στα λόγια του Fletcher Moulton L.J στην In re Enoch and Zaretzky, Bock & Co.’s Arbitration [1910] 1 K.B. 327 στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε «to get over the difficulty that if either party calls a witness he is supposed to be responsible for his personal credibility, though not for the accuracy of his statements, for it is well known that if a party calls a witness he may not attack his general credibility.». Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι επιθυμητό από πλευράς της Ενάγουσας/Αιτήτριας.

 

Στην υπόθεση In re Enoch and Zaretzky, Bock & Co.’s Arbitration, ανωτέρω, ο Fletcher Moulton L.J. ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«There may in some cases be a person whom it would be desirable to have before the Court; but neither party wishes to take the responsibility of vouching his personal credibility, or admitting that he is fit to be called as a witness. In such a case the judge may relieve the parties by letting him go into the box as a witness of neither party; and, of course, if the answers are immaterial he may refuse to allow cross-examination. But the dictum does not lay down, and in my opinion it is certainly not the law, that a judge, or any person in a judicial position, such as an arbitrator, has any power himself to call witnesses to fact against the will of either of the parties.».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60: 

 

«48. Εις πάσαν ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου πολιτικήν διαδικασίαν και καθ' οιονδήποτε στάδιον αυτής το δικαστήριον, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε διαδίκου, δύναται να καλέση οιονδήποτε πρόσωπον εντός της ∆ηµοκρατίας ή των Κυριάρχων Περιοχών των Βάσεων να προσέλθη διά να δώση µαρτυρίαν ή να παρουσιάση οιονδήποτε υπό την κατοχήν αυτού έγγραφον, δύναται δε να εξετάση το τοιούτον πρόσωπον ως µάρτυρα ή ως εµπειρογνώµονα και να ζητήση παρ' αυτού να παρουσιάση οιονδήποτε υπό την κατοχήν ή την εξουσίαν αυτού έγγραφον, επιφυλασσοµένων πασών των ευλόγων εξαιρέσεων.»

 

Στο σύγγραμμα των κ.κ. Ηλιάδη και Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, 2η έκδοση, 2016, σελ. 738, αναφέρεται ότι το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας έχει την διακριτική ευχέρεια είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης διαδίκου να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο να δώσει επιπλέον μαρτυρία και σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να παρέχεται η ευκαιρία στους διαδίκους να υποβάλουν ερωτήσεις στον μάρτυρα υπό τύπο αντεξέτασης.  

 

Στην Μιχαλάκης Κ. Δράκος & Σια Λτδ ν. Νίκου Αργυρίδη (1989) 1E ΑΑΔ 162 αναφορικά με την διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων λέχθηκαν τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων διαφέρει από την διαδικασία ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου που κατά κανόνα διέπεται από τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Το στοιχείο της αντιπαράθεσης που αποτελεί τον άξονα της διαδικασίας στην πολιτική δίκη δεν είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Οι όροι της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων καθιστούν υποχρέωση του δικαστηρίου την επίλυση κάθε αναφυόμενης διαφοράς "μεθ' όλης της λογικής ταχύτητος". Για την επίτευξη του στόχου αυτού το άρθρο 5 του Νόμου καθορίζει ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου θα είναι συνοπτική και θα διεξάγεται χωρίς δέσμευση από τους κανόνες της απόδειξης. Και οι δικονομικοί θεσμοί που ρυθμίζουν την διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι κατ' εξοχή προσαρμοσμένοι στο εξεταστικό σύστημα της δίκης. Ο Κ. 4(γ) προβλέπει ότι:

 

"Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις σε μάρτυρες προς διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας για επίλυση της διαφοράς. Το δικαστήριο έχει επίσης δικαίωμα για επίλυση της διαφοράς. Το δικαστήριο έχει επίσης δικαίωμα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να καλέσει ή επανακαλέσει μάρτυρα προς διευκόλυνση και συμπλήρωση της έρευνας".

 

Ο ερευνητικός χαρακτήρας της διαδικασίας έχει επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση A. C. T. Textiles ν. Zodhiatis (1986) 1 C. L. R. 89.

 

Ο εξεταστικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας μεταβάλλει τα κριτήρια βάσει των οποίων ασκείται η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να επιτρέψει απόκλιση από την προκαθορισμένη πορεία της δίκης. Η ολοκλήρωση της έρευνας το συντομότερο είναι το πρωταρχικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Συνεπώς η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίστηκε σε εσφαλμένα κριτήρια. Η αποδοχή του αιτήματος για την συμπλήρωση της μαρτυρίας θα ολοκλήρωνε την έρευνα. Ούτε υπήρχε ορατός κίνδυνος δυσμενούς επηρεασμού των συμφερόντων του ενοικιαστή. Από την αρχή θέση των ιδιοκτητών ήταν ότι υπήρχε άδεια σε ισχύ. Και βεβαίως θα τους παρείχετο κάθε ευκαιρία να προσθέσουν την νέα μαρτυρία. Ο αποκλεισμός της μαρτυρίας οδήγησε στο τέλος στην απόρριψη της αίτησης χωρίς ουσιαστική εξέταση της διαφοράς προς το σκοπό επίλυσής της όπως καθορίζει το άρθρο 4 του Νόμου.

 

Γίνεται κατανοητό εκ των ανωτέρω ότι το Δικαστήριο στην πολιτική δίκη όπου ισχύει το αντιπαραθετικό σύστημα διαφορετικά θα ασκήσει την όποια διακριτική ευχέρεια κλήτευσης μάρτυρα σε σχέση με την εξεταστικού χαρακτήρα διαδικασία που ακολουθείται σε οποιαδήποτε άλλη ειδική δικαιοδοσία όπως αυτή του Ενοικιοστασίου ή σε διαδικασίες που καθορίζονται τέτοιες εξουσίες δυνάμει Νόμων, όπως για παράδειγμα σύμφωνα με τον περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμου (Ν.23(Ι)/96) ως ετροποποιήθηκε.

 

Η Έντιμη Δικαστής του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου κα Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου (Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως ήταν τότε) στην απόφαση στην Πολιτική Αίτηση 71/2022, Αναφορικά με την Αίτηση του xxx xxx EARLE για άδεια για την καταχώρηση Αίτησης για την έκδοση Εντάλματος Certiorari σε σχέση με την κλήτευση του Αιτητή από το Δικαστήριο ως μάρτυρα τόνισε τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Πέραν αυτού, ο αιτητής μέμφεται το Δικαστήριο ως προς την κλήτευση του ιδίου ως μάρτυρα.  Θα πρέπει να υπομνησθεί εδώ, πέραν της ευρείας εξουσίας που παρέχει ο Νόμος στο Δικαστήριο, το ίδιο το περιεχόμενο του Άρθρου 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, το οποίο έχει ως εξής:

…………………………………………………………………………………………………………………………………

Ως εκ του περιεχομένου του ΄Αρθρου διαφαίνεται η εξουσία του Δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη κλήτευση μάρτυρα.   αιτητής ήταν ο ενόρκως δηλών επί της ένστασης στην κυρίως αίτηση.  Παρά τον τρόπο με τον οποίο εδόθη οδηγία για κλήτευση του από την καθ΄ης η αίτηση, προκύπτει πως ο μάρτυρας καλείται με βάση το ΄Αρθρο 48Είναι βεβαίως εξουσία που ασκείται με περισσή φειδώ.  Πλην όμως, εν προκειμένω, το ίδιο το θέμα, εντασσόμενο στο συγκεκριμένο Νόμο, ο οποίος είναι εξεταστικού χαρακτήρα, ενδυνάμωνε την προσπάθεια του προσπάθεια του Δικαστηρίου να εξεύρει το τι δέον γενέσθαι.».

 

Στην Αγαθοκλέους v. Χριστοδούλου (1992) 1 (Α) ΑΑΔ 176 λέχθηκαν τα εξής σημαντικά (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Εν όψει του κειμένου του Δικονομικού Κανόνα 5(1)(γ) (ανωτέρω), το Δικαστήριο Εργάτικών Διαφορών έχει διακριτική εξουσία να απαιτήσει αυτεπάγγελτα την παράσταση οποιουδήποτε προσώπου ως μάρτυρα χωρίς τη συγκατάθεση των διαδίκων, ακόμα και παρά τη ρητή αντίθεσή τους, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που η Αγγλική νομολογία έχει καθιερώσει με την υπόθεση Re Enoch and Zaretzky & Co.'s Arbitration, [1910] 1 K.B. 327 (C.A) στην οποία το Αγγλικό Εφετείο, διαφωνώντας με την απόφαση στην υπόθεση Coulson v. Disborough, [1894] 2 Q.B. 316 (C.A.), αποφάσισε ότι σε αστικές υποθέσεις το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα να καλέσει μάρτυρα μόνο κατόπιν συγκατάθεσης όλων των μερών.».

 

Η πιο πάνω αναφορά στην Αγαθοκλέους ν. Χριστοδούλου, ανωτέρω, οριοθετεί και τα όρια παρέμβασης του Δικαστηρίου στην πολιτική διαδικασία, ήτοι το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης, υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να διαβάζεται το άρθρο 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60. Αυτό που γίνεται κατανοητό είναι ότι το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να παρεμβαίνει στον τρόπο παρουσίασης της μαρτυρίας οποιουδήποτε διαδίκου και ποιους μάρτυρες αυτός θα επιλέξει για να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών που αυτός προβάλλει. Άλλωστε, ένας διάδικος μπορεί να επιλέξει να μην προσφέρει καν την οποιαδήποτε μαρτυρία (βλ, Ηλιάδη και Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, ανωτέρω, σελ. 198), ενώ σύμφωνα με την νομολογία δεν μπορεί ένας διάδικος δυνάμει της Δ.32 θ. 5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που εμπεριέχεται στην νομική βάση της υπό κρίση αίτησης να κλητεύσει μάρτυρα για να καταθέσει ως μάρτυρας του αντιδίκου του (βλ. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Ανδρέα Αλωνεύτη (2002) 1 ΑΑΔ 1863).

 

Εξετάζοντας τα δεδομένα της υπό κρίση αίτησης αυτό που διαπιστώνω είναι ότι όντως η εντύπωση που είχε δοθεί από την πλευρά του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση είναι ότι θα προσκομιζόταν η μαρτυρία του, εξ’ ου και εκ του φακέλου του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στις 13/10/2023 έχει εκδοθεί κλήση μάρτυρα με την οποία καλείται ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση να προσέλθει στις 27/11/2023 για να καταθέσει «αναφορικά με την φωτιά που εξερράγη στην μάντρα αυτοκινήτων του». Η επόμενη δικάσιμος ήταν η 29/11/2023 αντί η 27/11/2023, ημερομηνία κατά την οποία εκ του πρακτικού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ευπαίδευτη συνήγορος του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση δήλωσε ότι αναφορικά με τον Εναγόμενο έγινε ένα μπέρδεμα και κλητεύθηκε για τις 27/11/2023 προσθέτοντας ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να τον φέρει να της δοθεί νέα ημερομηνία γιατί σε εκείνη δεν είχε την δυνατότητα να τον παρουσιάσει, αλλά ότι θα παρουσιαζόταν η μαρτυρία του Αρχιπύραρχου. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Ενάγουσας/Αιτήτριας κατά την ημερομηνία εκείνη δήλωσε ότι η παρουσία του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση κρίνεται αναγκαία για να αντεξεταστεί, καθότι αυτό αποτελεί ουσιαστικό δικαίωμα της Ενάγουσας μπροστά στους ισχυρισμούς που πρόβαλε η συνήγορος του Εναγόμενου. Πρόσθεσε ότι είχε προετοιμαστεί μάλιστα για αντεξέταση του Εναγόμενου και όχι του Αρχιπύραρχου και ότι θα ζητούσε αναβολή για να τον αντεξετάσει μετά που θα έδιδε την μαρτυρία του, όπως και εν τέλει έγινε. Η κα Κοζάκου τόνισε εις απάντηση ότι είναι δικαίωμα του Εναγόμενου όπως θέλει να παρουσιάσει την υπόθεση του, αν και στο τέλος της δικασίμου εκείνης σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν θα έχει μάρτυρα τον Εναγόμενο, απάντησε «βασικά ναι» όμως ήθελε να το αποφασίσει σε κατοπινό στάδιο και ότι δεν ήταν σε θέση να το καθορίσει, γιατί θα ήθελε να εξηγηθεί με το γραφείο της και να καταφέρει να επικοινωνήσει με τον Εναγόμενο, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Εν τέλει στις 6/12/2023 η κα Κοζάκου δήλωσε ότι δεν θα έφερνε άλλο μάρτυρα και τα όσα ακολούθησαν οδήγησαν στην υπό κρίση αίτηση.

 

Εκ των παρατιθέμενων νομικών αρχών γίνεται φανερό ότι ο χειρισμός της υπόθεσης του κάθε διαδίκου και το ποια μαρτυρία πρέπει να προσκομίσει για να αποσείσει το βάρος απόδειξης που αυτός φέρει στο αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στις πολιτικές υποθέσεις εναπόκειται στον ίδιο και στους συνηγόρους του. Η διαδικασία που ακολουθείται δεν είναι εξεταστικού χαρακτήρα. Αυτό το οποίο διαπιστώνω εκ των αιτητικών της υπό κρίση αίτησης και των όσων αυτή διαλαμβάνει, σε συνδυασμό με τα όσα προβάλλονται στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει, πέραν του ότι δεν είναι δυνατόν να κλητευθεί μάρτυρας να καταθέσει ως μάρτυρας του αντιδίκου του, αυτό που επιζητείται είναι να κλητευθεί ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση στο Δικαστήριο για να εξεταστεί και να αντεξεταστεί επί όλων των θεμάτων που αφορούν την υπόθεση, εν είδους ανάκρισης για να λάμψει η αλήθεια, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται εξηγώντας κάθε έγγραφο που αποκάλυψε και όλα όσα κατατέθηκαν. Κάτι τέτοιο θα μεταβάλει το δικονομικό σύστημα της πολιτικής δίκης από αντιπαραθετικό σε εξεταστικό και θα αποτελούσε σοβαρή εκτροπή.

 

Πέραν των πιο πάνω κρίσεων παρατηρώ ότι σε σχέση με το ζήτημα της όποιας δοθείσας εντύπωσης ότι θα προσερχόταν ο Εναγόμενος να δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο και του επηρεασμού των δικαιωμάτων της Ενάγουσας δεν μου έχει παρατεθεί το οτιδήποτε που θα καταδείκνυε ότι επειδή η πλευρά της ευρισκόταν υπό την εντύπωση αυτή στερήθηκε μαρτυρίας που θα ήθελε η ίδια να προσκομίσει και δεν το έπραξε επειδή θα προσερχόταν ο Εναγόμενος. Κάτι τέτοιο δεν επικαλέστηκε. Ούτε και πρόβαλε ζήτημα εξ ακοής μαρτυρίας με το ανάλογο αίτημα για αντεξέταση επί συγκεκριμένων ισχυρισμών, αλλά ούτε και πρόβαλε κάτι συγκεκριμένο επί των ζητημάτων και ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τους δικηγόρους του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση, τα οποία εν πάση περιπτώσει αποτελούν τις θέσεις της πλευράς του και θα τύχουν του ανάλογου αξιολογικού και αποδεικτικού χειρισμού, αν και εφόσον δεν παρέμειναν μετέωροι χωρίς την υποστήριξη τους από σχετική εκ μέρους του μαρτυρία.

 

Η πολιτική δίκη διέπεται από το σύστημα αντιπαράθεσης των διαδίκων, οι οποίοι επιλέγουν τον τρόπο απόδειξης των όσων δικογραφικά προβάλλουν, λαμβανομένου υπόψη του βάρους απόδειξης που έκαστος φέρει. Στα πλαίσια αυτά είναι ανεπίτρεπτο το Δικαστήριο να μεταβάλλεται σε ανακριτή υπόθεσης και να κατέρχεται κατά τον τρόπο αυτό στην αρένα της δίκης, προσφέροντας μαρτυρία για να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει οποιοσδήποτε διάδικος.   

 

 

Προτού προχωρήσω με την τελική κατάληξη θα ήθελα να επισημάνω ότι στην γραπτή αγόρευση της Ενάγουσας/Αιτήτριας δεν παραπέμφθηκα σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο που να την νομιμοποιεί στην αιτούμενη θεραπεία, ούτε αναλύθηκε ή προωθήθηκε συγκεκριμένη νομική βάση. Περαιτέρω, σε σχέση με τα όσα παρατίθενται για αντικανονικότητα της ένορκης δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση της πλευράς του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση δεν διαπιστώνω κάτι τέτοιο και ούτε και θεωρώ ότι σε αυτή θα έπρεπε να προβεί ο ίδιος ο Εναγόμενος σύμφωνα με την Δ.39 θ. 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για να στηρίξει ενδιάμεση αίτηση ιδιαίτερα όταν τα ζητήματα που τίθενται είναι νομικά (βλ. Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Βασίλη Χαραλάμπους και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 829).

 

Οι πιο πάνω κρίσεις του Δικαστηρίου προδιαγράφουν και την τύχη της υπό κρίση αίτησης η οποία απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας στην υπ’ αριθμό αγωγή 4401/2014, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, καταβλητέα μετά το πέρας της εν λόγω αγωγής.

 

 

 

(υπ.)……………………………………….

Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] «…επί σκοπώ δόσεως μαρτυρίας, εξετάσεως και αντεξετάσεως του σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης που είναι διάδικο μέρος…».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο