ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2949/2015

Μεταξύ:

Γιάννης Έλληνας, [ ] 9, [ ]

Ενάγοντα

-και-

        1.  Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, μέσω

                  ή/και εκπροσωπούμενη από τον Ειδικό Διαχειριστή

                                  2.  Marfin CLR (Financial Services) Ltd

                                  3.  Κεντρική Τράπεζα

                                  4.  Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

                                  5.  Γενικό Εισαγγελέα

Εναγόμενων

Ως έχει τροποποιηθεί δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/06/2023

 

Μεταξύ:

Γιάννης Έλληνας, [ ], [ ]

Ενάγοντα

-και-

1.  Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, υπό εκκαθάριση,             μέσω του Εκκαθαριστή της Αυγουστίνου Παπαθωμά

                                 2.  Marfin CLR (Financial Services) Ltd

                                 3.  Κεντρική Τράπεζα

                                 4.  Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

                                 5.  Γενικό Εισαγγελέα

Εναγόμενων

--------------------------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 29/02/2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κα Ξ. Καντούνα για κ.κ. Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 1: κα Μ. Κυριάκου για κ.κ. Πολάκη Σαρρή & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 4: κ. Αλ. Παναγή για κ.κ. Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ως προς τα έξοδα Εναγόμενων 1 και 4)

 

Στις 14/02/2024 η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε εναντίον των Εναγόμενων 1 και 4 και παρέμεινε το ζήτημα των εξόδων προς απόφαση από το Δικαστήριο. Αφορά στην απόκτηση αξιογράφων κεφαλαίου της Εναγόμενης 1 από τον Ενάγοντα. Όπως προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου στις 28/03/2023 ο Ενάγων εξασφάλισε άδεια συνέχισης της αγωγής εναντίον της Εναγόμενης 1 και στις 30/06/2023 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης του τίτλου. Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε εναντίον των Εναγόμενων 2, 3 και 5 σε προηγούμενο στάδιο.

 

Εκ της διαφωνίας που προέκυψε αναφορικά με το ζήτημα των εξόδων οι ευπαίδευτοι συνήγοροι όλων των πλευρών αγόρευσαν στο Δικαστήριο υποστηρίζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους.

 

Η θέση της πλευράς του Ενάγοντα στην αγόρευση του είναι ότι είναι δίκαιο κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της. Όπως προέβαλε, η προσφυγή του Ενάγοντα στο Δικαστήριο δεν ήταν αδικαιολόγητη και ότι ενόψει της χρηματικής δυσκολίας του κατέστηκε αναγκαία η απόσυρση της αγωγής. Όπως υποστήριξε, δεν είναι δίκαιο ο Ενάγων να τιμωρηθεί γιατί καταχώρησε αγωγή για να δικαιωθεί στο Δικαστήριο και ότι καθοριστικό είναι το αποτέλεσμα της δίκης, όπου κανένας διάδικος δεν δικαιώθηκε, αλλά ούτε και έχασε. Προέβαλε τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κύπρο κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά και το γεγονός ότι ο Ενάγων δεν ήταν ούτε επενδυτής ούτε οργανισμός ή εταιρεία.

 

Η πλευρά της Εναγόμενης 1 επισήμανε την προώθηση της αγωγής εναντίον της μετά από δικονομικά διαβήματα μετά την θέση της σε εκκαθάριση, καθώς και ότι η απόφαση του Ενάγοντα να την αποσύρει αφορά σε δικούς του αποκλειστικά λόγους. Όπως τονίζει, οι λόγοι που επικαλείται ο Ενάγων είτε αφορούν την οικονομική του δυσχέρεια είτε ότι πρόκειται για καινοφανή ζητήματα δεν αποτελούν επίδικα θέματα, αλλά τα όσα τίθενται στα δικόγραφα αφορούν σε ισχυρισμούς για ψευδείς παραστάσεις, παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων που δεν αποτελούν καινοφανή. Η θέση της πλευράς της Εναγόμενης 1 είναι ότι το θέμα των εξόδων είναι ζήτημα που έπρεπε να συνυπολογίσει ο Ενάγων προωθώντας την αγωγή, αφού υπήρχε το ενδεχόμενο να μην πετύχει και να καταδικαστεί στα έξοδα. Ως εκ τούτου θεωρεί ότι θα πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα ο Ενάγων.

 

Η θέση της πλευράς της Εναγόμενης 4 αναφορικά με τα έξοδα είναι ταυτόσημη υποστηρίζοντας ότι η απόφαση του Ενάγοντα να αποσύρει την αγωγή καθορίζει και το αποτέλεσμα εφόσον αναγνωρίζει ότι λανθασμένα καταχωρήθηκε αγωγή εναντίον ενός διαδίκου. Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Παπακοκκίνου Βερεγγάρια ν. Saki and Kourea και άλλων (2012) 1 Α.Α.Δ. 1833. Όπως επισημαίνει, δεν ειπώθηκε κάτι σχετικό για τον λόγο που δεν προωθείται η αγωγή εναντίον της Εναγόμενης 4 και ότι αν ο Ενάγων πίστευε ότι δικαιούτο στις αξιούμενες θεραπείες εναντίον της να συνεχίσει την αγωγή και ότι η απόσυρσή της είναι καθαρά προϊόν δικής του βούλησης με αντιστάθμιση των παραγόντων που ο ίδιος θεωρεί ως λόγο μη προώθησης της. Συμφώνησε με την θέση της πλευράς της Εναγόμενης 1 ότι τα ζητήματα δεν είναι καινοφανή, αλλά για αναγνωρισμένες βάσεις αγωγής υπογραμμίζοντας την ύπαρξη πρωτόδικων δικαστικών αποφάσεων από το έτος 2017 και διερωτήθηκε γιατί να αποστερηθεί των εξόδων της τόσο η πλευρά της Εναγόμενης 1 όσο και της Εναγόμενης 4 για μια διαδικασία που εκκρεμεί εδώ και 9 έτη άνευ ευθύνης, αφού η θέση της Υπεράσπισης τους είναι σταθερή αρνούμενοι τα όσα τους καταλογίζει ο Ενάγων.

 

Δεν κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ περισσότερο στις εκατέρωθεν θέσεις εκάστης πλευράς.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/1960, ως ετροποιήθη,

 

«Τα έξoδα oιασδήπoτε πoλιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμεvα πρoς αυτήv, εvώπιov oιoυδήπoτε δικαστηρίoυ, εκτός εάv άλλως πρoβλέπεται υπό oιoυδήπoτε εκάστoτε ισχύovτoς vόμoυ ή δευτερoγεvoύς voμoθεσίας, θα τελoύv υπό τηv διακριτικήv εξoυσίαv τoυ δικαστηρίoυ και τo δικαστήριov θα έχη πλήρη εξoυσίαv vα απoφασίζη υπό τιvoς και κατά τιvα έκτασιv τα τoιαύτα έξoδα θα πληρωθώσι.».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με την Δ.59, Θ 1,

 

Subject to the provisions of any law or Rules, the costs of any incident to any proceeding shall be in the discretion of the Court or Judge, who may authorize an executor, administrator or trustee who has not unreasonably instituted, or carried on, or resisted any proceeding, to have his costs paid out of a particular estate or fund.

 

Η βασική αρχή όπως αποτυπώνεται στο ισχύον νομικό πλαίσιο ως επεξηγήθηκε στην νομολογία μας αποτελεί το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μαρία Μαυρονικόλα ν. Άντης Ξάνθου, Πολιτική Έφεση αρ. 9/2014, απόφαση ημερομηνίας 7/06/2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα.  Ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, τυγχάνει εφαρμογής και σε ενδιάμεσες αποφάσεις, όπως αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επέλυσε οριστικά το ζήτημα της παρακοής στο διάταγμα του Δικαστηρίου που τέθηκε με την αίτηση του εφεσίβλητου (βλ.  Δημοκρατία ν. Milouca  Motor  Trading  Ltd  (2000) 1  A.A.Δ. 630).  Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι, οι οποίοι ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δεν σχετίζονταν με το αποτέλεσμα (βλ. Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833,  Θρασυβούλου ν.  Arto Estates Ltd  (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Μάριου Δημητράκη Χρυσοστόμου ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, Πολ. Έφ. 341/2010, ημερομηνίας 15.10.2015).» 

 

Συνεπώς, όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν υπάρχουν λόγοι ικανοί για απόκλιση από τον κανόνα. Στην υπόθεση Νίτσα Θρασυβούλου ν. Arto Estates Limited, (1993), 1 A.A.Δ. 12, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο. Όπως τονίστηκε στη Georghios E. Glykys v. Ioannis Stylianou (1959 - 60) 24 C.L.R. 220, η επίδειξη καλής προαίρεσης (kindness) από το δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο προς μετριασμό αισθημάτων πικρίας του αποτυχόντα διαδίκου, δε συνιστά δικαστική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.».

Περαιτέρω, χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Έντιμης Προέδρου κας Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ. όπως ήταν τότε στην υπόθεση Peter Cyril Day κ.α. ν. Christiana Alexandrou & Associates Ltd, αρ. αγωγής 2306/04, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημ. 24 Νοεμβρίου 2009, ECLI:CY:EDLAR:2009:A117, με αναφορά στην J.T. Stratford & Son Ltd v. Lindley and Others (No.2) (1969) 3 All E.R. 1122:

 

«Στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκε ότι δεν θα ήταν πρακτικό να γίνει οποιοσδήποτε υπολογισμός των θεωρητικών πιθανοτήτων επιτυχίας αν οι διάδικοι προχωρούσαν σε εκδίκαση της υπόθεσης τους και της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα.  Επίσης λέχθηκε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι σύμφωνα με τους οποίους μία αγωγή μπορεί να απορριφθεί και πολλοί λόγοι για την απόρριψη της χωρίς να γίνεται αναφορά στην ουσία της αγωγής.  Παραθέτω στο σημείο αυτό τη σχετική περικοπή από την απόφαση του Δικαστή Winn L.J., η οποία απαντάται στη σελίδα 1124:

 

«I agree with all that has been said by Lord Denning MR, about the impracticability of any assessment of theoretical prospects of success had the parties gone to trial and about the breadth of discretion then available to the tribunal.  It appears to me not to restrict our discretion to recognize, as I do, that their Lordships in the House of Lords must primarily have been ruling on what should be the result if there was a determination of the action on its merits.  In order to give it value in the actual events - ut res magis valeat quam pereat - to avoid the most undesirable results from a public point of view of forcing people to litigate when they really have no desire to do so, it appears to me to be perfectly legitimate to give the ruling of their Lordships the specific additionally meaning that if this action were not ever determined on its merits then the result so far as costs are concerned was to be that which Lord Denning MR has pronounced and explained. It is as though it had been said-this is something which was tacit, not mentioned but left on one side-if the action is disposed of by one of those processes of dismissal which are far more numerous than one usually remembers, the ruling is not to take effect in its literal meaning, but is to be equivalent to an order referring the costs to be determined by the tribunal which dismisses the action. A glance at The Supreme Court practice, vol. 2, paras 2018-2021, makes it very plain that there are many ways in which an action can be dismissed and many reasons for the dismissal of an action, or other form of legal proceedings, without reference to merits

            (δικές μου υπογραμμίσεις). 

 

Η πιο πάνω υπόθεση, αν και έχει διαφορές με την υπό εξέταση περίπτωση, εντούτοις προσφέρει μια χρήσιμη κατεύθυνση για τον τρόπο που το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια όταν μια υπόθεση δεν έχει προχωρήσει σε εκδίκαση και έχει αποσυρθεί.

 

Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω πιστεύω ότι υπό τις περιστάσεις η πιο δίκαιη διαταγή, εφόσον η παρούσα αγωγή ουδέποτε εκδικάστηκε, είναι να επωμιστεί κάθε πλευρά τα έξοδα της και επομένως εκδίδω ανάλογη διαταγή.»

 

Η ανωτέρω αναφερόμενη υπόθεση αποτέλεσε μία εξ αυτών που στήριξε την θέση της η πλευρά του Ενάγοντα ως προς το ότι η δικαιότερη διαταγή υπό τις περιστάσεις είναι η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της. Η θέση αυτή εδράζεται στο ότι δεν υπάρχει επιτυχών διάδικος στην παρούσα διαδικασία, πέραν των θέσεων που προβλήθηκαν για την ύπαρξη καινοφανών ζητημάτων, αλλά και της οικονομικής αδυναμίας του Ενάγοντα να συνεχίσει την διαδικασία. Από την άλλη εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί μια πλευρά, η οποία αρνείται σταθερά τις αξιώσεις του Ενάγοντα να επωμιστεί το κόστος μιας επί αρκετών ετών διαδικασίας, επειδή αυτός αποφάσισε να αποσύρει την αγωγή εναντίον της. Στην προκείμενη περίπτωση τίθεται και το ζήτημα της περίπτωσης της Εναγόμενης 1 εναντίον της οποίας ο Ενάγων ζήτησε και εξασφάλισε άδεια συνέχισης πριν από μερικούς μήνες για να συνεχίσει να προωθεί εναντίον της τις αξιώσεις του.

 

Στην ουσία η απάντηση που πρέπει να δώσει το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας ασκώντας πάντοτε δικαστικά την διακριτική του ευχέρεια είναι ποια είναι υπό τις περιστάσεις η δίκαιη διαταγή για τα έξοδα. Το επιχείρημα των Εναγόμενων 1 και 4 είναι ισχυρό και θεωρώ ότι αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Re Walker Windsail Systems Ltd [2006] 1 All ER 272: «to walk away on the basis that the defendants are left to bear all their own costs. If that is what the law permits or requires, then I am bound to say I find that startling». Η υπόθεση αυτή αποφασίστηκε στη βάση της Αγγλικής CPR 38.6(1), η οποία προβλέπει ότι εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, Ενάγων ο οποίος διακόπτει διαδικασία ευθύνεται για τα έξοδα του Εναγόμενου εναντίον του οποίου διακόπτει. Όπως αποφασίστηκε, ο Ενάγων φέρει το βάρος να πείσει το Δικαστήριο προς την αντίθετη κατεύθυνση και το αντίστοιχο καθήκον του Δικαστηρίου είναι να κρίνει κατά πόσο υπάρχει κάποιος καλός λόγος να αποκλίνει από τον κανόνα αυτό.

 

Στην Re Walker Windsail Systems Ltd, ανωτέρω, το Αγγλικό Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση για τα έξοδα. Συγκεκριμένα στην υπόθεση αυτή ο εκκαθαριστής μιας εταιρείας προωθούσε για αρκετά χρόνια διαδικασία παράβασης (misfeasance) ενάντια στους διευθυντές της σε σχέση με αμοιβές συμβούλων, έξοδα και δόλια προτίμηση σε πιστωτές επιδιώκοντας την επιστροφή ποσών στην υπό εκκαθάριση εταιρεία, καθώς και διατάγματα αναφορικά με κατ’ ισχυρισμό δόλιο εμπόριο (fraudulent trading) και wrongful trading. H αίτηση του εκκαθαριστή για διακοπή χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα βασίστηκε στη θέση ότι ο εκκαθαριστής συμπέρανε ότι η διαδικασία δεν εξυπηρετούσε οποιονδήποτε χρήσιμο σκοπό ένεκα γεγονότων που επισυνέβηκαν μετά την έναρξη της. Τα έξοδα του Εναγόμενου (η συνεναγόμενη σύζυγός του είχε αποβιώσει) ανέρχονταν στο ποσό των £100.000-. Το πρωτόδικο δικαστήριο επέτρεψε την αίτηση χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Το Αγγλικό Εφετείο ανατρέποντας την απόφαση του πρωτόδικου δικαστή ανέφερε τα εξής (per Chadwick L.J.):

 

«Indeed as it seems to me, it would be unjust if Mr Walker was left to bear the costs of these proceedings-amounting to a sum likely to be in excess of £100.000- simply because the liquidator has arrived late at a decision which he could and should have reached at the time when the proceedings were commenced. I do not think it is just to allow the liquidator to walk away from these proceedings leaving Mr Walker to bear his own costs, in the circumstances that the relevant factors have not changed in any material respect since the time at which proceedings were commenced.».

(υπογραμμίσεις δικές μου)

 

Αυτό δηλαδή που έκρινε το Αγγλικό Εφετείο είναι ότι ο εκκαθαριστής ξεκίνησε μια διαδικασία, η οποία στην βάση των δεδομένων της υπόθεσης ήταν εξαρχής μη χρήσιμη και δεν εκτίμησε ορθώς τα δεδομένα της. Όμως το Αγγλικό Εφετείο έκανε αναφορά σε διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για απόκλιση από τον κανόνα ότι ο Ενάγων που διακόπτει καταβάλλει τα έξοδα του Εναγόμενου κρίνοντας ότι υπό τις περιστάσεις η απόφαση του πρωτόδικου δικαστή χαρακτηριζόταν για τον λόγο αυτό από θεμελιώδη αδυναμία («flawed»).

 

Σε μια ερμηνευτική προσέγγιση του κανόνα στην ανωτέρω υπόθεση, ο Chadwick L.J. αποτύπωσε μια θεμελιώδη αρχή για το πως θα πρέπει να προσεγγίζεται η άσκηση τέτοιας διακριτικής ευχέρειας:

 

«The rule reecognises that justice will normally lead to the conclusion that a defendant who defends himself at substantial expense against a plaintiff who changes his mind in the middle of the action for no good reason other than that he has re-evaluated the factors that have remained unchanged- should be compensated for his costs.».

(υπογραμμίσεις δικές μου)

 

Σε μια άλλη σκέψη ανέφερε τα εξής:

 

«The point that was exercising this court, as it seems, is that there had become a perception, following a decision of Henry J in Barretts & Baird (Wholesale) Ltd v. Institute of Professional Civil Servants [1987] IRLR 3, that the claimant would only be required to pay a defendant’s costs on discontinuance if he was, in effect, surrendering and acknowledging defeat. That perception was laid to rest in the Britannia Life case; and it is plainly no longer the law in the light of CPR 38.6, if (indeed) it ever was».

   (υπογραμμίσεις δικές μου)

 

Προς επίρρωση των σκέψεων του έκανε αναφορά στην υπόθεση Everon v. World Professional Billiards and Snooker Association (Promotions) Ltd [2001] All ER (D) 172, όπου επιτράπηκε η διακοπή αγωγής εναντίον ενός εκ των Εναγόμενων, ο οποίος πτώχευσε κατά την εκκρεμοδικία, χωρίς έξοδα σε βάρος του Ενάγοντα. Εκεί κρίθηκε ότι η διακοπή δεν μπορούσε να εξισωθεί με ήττα ή με αναγνώριση πιθανότητας ήττας, αλλά υπό τις περιστάσεις η αξίωση του Ενάγοντα εναντίον ενός εκ των Εναγόμενων που πτώχευσε κατέστηκε άχρηστη άνευ της δικής του υπαιτιότητας. Το να καταδικαστεί στα έξοδα της διακοπής θα ήταν άδικο, αφού στην ουσία εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την απαίτηση του και υπό τις περιστάσεις κρίθηκε ότι ήταν δίκαιο και λογικό να του επιτραπεί να διακόψει την απαίτηση του χωρίς διαταγή για έξοδα. Αυτό που γίνεται κατανοητό εκ της απόφασης αυτής είναι ότι στην πορεία της δικαστικής διαδικασίας άλλαξαν οι περιστάσεις, οι οποίες έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ώστε να αποφασιστεί κατά πόσο ήταν λογικό και σώφρων να επιδιωχθεί η απαίτηση, όχι επειδή ο Ενάγων έπραξε κάτι ή παρέλειψε, αλλά για λόγους που αφορούσαν ένα εκ των Εναγόμενων.   

 

Σε σχέση με την υπόθεση J.T. Stratford & Son Ltd v. Lindley and Others (No.2), ανωτέρω, το Αγγλικό Εφετείο προέβηκε στη διαπίστωση ότι διαφοροποιείτο, από τα δεδομένα της υπόθεσης, πέραν του διαφορετικού δικονομικού κανόνα υπό τον οποίο εξετάστηκε, επισημαίνοντας ότι σε εκείνη την υπόθεση κανένας εκ των διαδίκων δεν επιθυμούσε να κριθεί η ουσία της αγωγής και το ζήτημα παρέμενε ακαδημαϊκής σημασίας, καθότι καμία πλευρά δεν είχε συμφέρον για το επίδικο θέμα και ότι τόσο οι Ενάγοντες όσο και οι Εναγόμενοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να συνεχίσουν την «μάχη» των εξόδων. Στην προκείμενη περίπτωση, ο κ. Walker θα ήθελε να αποφασιστεί το ζήτημα του κατά πόσο υπείχε ευθύνη για τα όσα του καταλόγιζε ο εκκαθαριστής και θα ήθελε να συνεχίσει την δικαστική διαδικασία προς τον σκοπό αυτό. Και πρόσθεσε:

 

«It is the liquidator who no longer wants that issue decided: first, because it will not bear him any fruit even if it is decided in his favour and, second, because his own funding position, as counsel frankly accepted, is such that he cannot afford to continue to fight……So that, in contrast to J.T. Stratford & Son Ltd v. Lindley and Others (No.2), this is not case where, if the claimant is refused leave to discontinue on the terms which he seeks, he will simply go on with the action. He is not in a position to do so.».

(υπογραμμίσεις δικές μου)

 

Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τα πραγματικά και δικονομικά δεδομένα της Re Walker Windsail Systems Ltd, ανωτέρω, όμως παρέχει κάποιες κατευθυντήριες τις οποίες το παρόν Δικαστήριο θα λάβει υπόψη του προς τον σκοπό της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας δικαστικά και όχι αυθαίρετα, αλλά ούτε και κατά τρόπο που να δείχνει απλά καλή προαίρεση προς τον Ενάγοντα. Το ζήτημα είναι απλό. Η πλευρά του Ενάγοντα επέλεξε να εναγάγει όπως είχε κάθε δικαίωμα τόσο την Εναγόμενη 1 όσο και την Εναγόμενη 4. Πριν την λήψη της απόφασης αυτής ζύγισε όλα τα δεδομένα (ή τουλάχιστον έπρεπε να ζυγίσει) και έλαβε υπόψη του τον ενδεχόμενο κίνδυνο και το ρίσκο (ή τουλάχιστον έπρεπε να λάβει υπόψη του) να αποτύχει στις αξιώσεις του καταβάλλοντας τα έξοδα ως αποτυχών διάδικος. Η αγωγή εναντίον των Εναγόμενων 1 και 4 αποσύρθηκε και απορρίφθηκε χωρίς να υπάρξει επί της ουσίας της επιτυχών ή αποτυχών διάδικος. Όμως, δεν μου έχει παρατεθεί οτιδήποτε ώστε να κρίνω ότι ο λόγος απόσυρσης αποτέλεσε ζήτημα για το οποίο δεν έφερε την ευθύνη ο ίδιος ο Ενάγων ή ότι το αντικείμενο της αγωγής εξέλιπε για οποιοδήποτε λόγο, ώστε να κρίνω πως είναι δίκαιο να ασκηθεί η διακριτική μου ευχέρεια προς την κατεύθυνση του «κάθε πλευρά να φέρει τα έξοδα της».

 

Απεναντίας, αυτό που προκύπτει εκ της παραδοχής της συνηγόρου του Ενάγοντα ο λόγος απόσυρσης είναι η οικονομική του αδυναμία να συνεχίσει με την αγωγή, κάτι που αφορά τον ίδιο προσωπικά. Όσο και να ήθελε να επιδείξει επιείκεια στον Ενάγοντα το Δικαστήριο, άλλο τόσο αυτό θα προκαλούσε αδικία στους Εναγόμενους 1 και 4, οι οποίοι χρηματοδότησαν για 9 περίπου χρόνια την υπεράσπιση τους στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή. Ούτε και θεωρώ ότι η πλευρά των Εναγόμενων 1 και 4 δεν επιθυμούσαν ή δεν είχαν επιθυμία να συνεχίσουν να υπερασπίζονται την αγωγή, εκ της συμφωνίας τους στην απόσυρση της αγωγής ή ότι τέτοια απόσυρση ήταν αποτέλεσμα συνδιαλλαγής ή διευθέτησης. Όσον αφορά την θέση περί καινοφανών ζητημάτων και σε συνάρτηση με τις βάσεις αγωγής, παρατηρώ ότι, παρά τις ιδιάζουσες οικονομικές συνθήκες που κατά δικαστική γνώση έχουν υπάρξει στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη χρόνο και επηρέασαν δυστυχώς μια μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας, τέτοιες βάσεις αγωγής δεν είναι άγνωστες για τα Κυπριακά Δικαστήρια.

 

Όλες οι πιο πάνω σκέψεις, προβληματισμοί και κρίσεις με οδηγούν στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας προς την κατεύθυνση της επιδίκασης των εξόδων της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής υπέρ των Εναγόμενων 1 και 4 και εναντίον του Ενάγοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και συνεπώς εκδίδεται προς τούτο σχετική διαταγή.

 

 

(υπ.)………………………………………..

Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο