ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 667/99

Μεταξύ:

Ανδρέας Γ. Ζορπά διεξάγων επιχειρήσεις υπό την εγγεγραμμένη,

Εμπορική Επωνυμία A.G. ZORPAS TRAVEL, εκ Λευκωσίας

Ενάγοντας/Αιτητής

-και-

Βασιλική Δημητρίου, εκ Λευκωσίας

Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση

--------------------------------------------------------------

Αίτηση ημερ. 27/11/2023 υπό του Ενάγοντα/Αιτητή για αναστολή εκτέλεσης απόφασης ημερ. 25/10/22 μέχρι εκδικάσεως της Εφέσεως αρ. Ε187/2022 και διαζευτικά για συμφηφισμό (set-off)

 

Ημερομηνία: 19/02/2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα/Αιτητή: κ. Γ. Παπαθεοδώρου

Για Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση: κα Ε. Βλάχου για Πιερίδης & Πιερίδης.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το αποδεκτό υπόβαθρο γεγονότων που αποτέλεσε το έναυσμα για καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης έχει ως εξής:

 

·         Στις 18/03/1999 εκδόθηκε απόφαση υπέρ Ενάγοντα/Αιτητή εναντίον της Εναγόμενης/Καθ΄ης η Αίτηση για ποσό Λ.Κ. 350- με νόμιμο τόκο 8% τον χρόνο από 21/01/1999 μέχρι εξοφλήσεως πλέον Λ.Κ. 111.45 έξοδα αγωγής συμπεριλαμβανομένων των εξόδων απόφασης πλέον τόκο 8% τον χρόνο από 26/01/1999 μέχρι εξόφλησης, πλέον 8% Φ.Π.Α. και Λ.Κ. 2- έξοδα επίδοσης.

 

·         Ουδέν ποσό έχει καταβληθεί από την Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση.

 

·         Το Δικαστήριο στις 25/10/2022 απέρριψε με ενδιάμεση απόφαση του την αίτηση ημερ. 15/09/2021 με την οποία ο Ενάγων/Αιτητής αιτήθηκε άδεια για εκτέλεση της απόφασης ημερ. 18/03/1999 και καταδικάστηκε να καταβάλει στην Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση έξοδα στο ποσό των €450- πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

·         Εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 25/10/2022 ο Ενάγων/Αιτητής καταχώρησε την Πολιτική Έφεση αρ. Ε187/2022.

 

·         Με αίτηση ημερ. 12/01/2023 η Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση εξαιτείται την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου που να διατάσσει τον Ενάγοντα/Αιτητή να αποπληρώσει το ποσό των εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της στα πλαίσια της απορριφθείσας αίτησης ημερ. 15/09/2021 δια μηνιαίων δόσεων €150-.

 

Με την υπό κρίση αίτηση στη βάση, μεταξύ άλλων, της Δ.35 θ. 18, της Δ.59 θ. 7 & 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και στη σύμφυτη εξουσία και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ο Ενάγων/Αιτητής ζητά την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 25/10/2022 μέχρι την εκδίκαση της Πολιτικής Έφεσης αρ. 187/2022 και διαζευτικά τον συμψηφισμό του επιδικασθέντος ποσού των €450 πλέον Φ.Π.Α (αν υπάρχει) με το ποσό το οποίο η Εναγόμενη/Καθ΄ ης η Αίτηση διατάχθηκε να καταβάλει στον Ενάγοντα/Αιτητή με την απόφαση ημερ. 18/03/1999. Περαιτέρω, ο Ενάγων/Αιτητής εξαιτείται την αναστολή συνέχισης της εκδίκασης της αίτησης ημερ. 12/01/2023 μέχρι την αποπεράτωση της υπό κρίση αίτησης, καθώς και σε περίπτωση που εγκριθεί ο συμψηφισμός των εξόδων, το διάταγμα ημερ. 25/10/2022 για καταβολή των εξόδων και η αίτηση έρευνας ημερ. 12/01/2023 να θεωρηθούν ως απορριφθέντα και το ποσό ότι έχει ικανοποιηθεί.

 

Στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα/Αιτητή που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση παρατίθεται το υπόβαθρο των γεγονότων όπως έχουν ήδη σκιαγραφηθεί. Όπως αυτός προβάλλει, το οφειλόμενο ποσό υπό της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση ανέρχεται σήμερα στα €3.943-, ήτοι εννέα φορές μεγαλύτερο από το ποσό που οφείλει να καταβάλει ο Ενάγων/Αιτητής σε αυτή εκ της αποφάσεως ημερ. 25/10/2022, η οποία έχει εφεσιβληθεί, τονίζοντας ότι θα έπρεπε να διαταχθεί ο συμψηφισμός του με τα οφειλόμενα προς αυτόν όταν εκδίδετο η εν λόγω απόφαση.

 

Σε σχέση με το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 25/10/2022 εκκρεμούσης της Έφεσης αρ. 187/2022, ο Ενάγων/Αιτητής εξηγεί ότι εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό που του ζητείται με κίνδυνο να μην είναι δυνατόν να το εισπράξει από την Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση με οποιοδήποτε τρόπο σε περίπτωση επιτυχίας της υπό αναφοράς Έφεσης και αυτή θα συνεχίσει να του οφείλει το ποσό της απόφασης ημερ. 18/03/1999. Για το ζήτημα του αιτούμενου συμψηφισμού προβάλλει ότι αποτελεί καταφανή αδικία να πρέπει να καταβάλει το ποσό που οφείλει στην Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση ενώ αυτή του οφείλει πολύ περισσότερα.

 

Στην Ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση προβάλλεται, πέραν του ότι η υπό κρίση αίτηση είναι κατά νόμο και ουσία αβάσιμη και ότι τα περιστατικά δεν δικαιολογούν την παροχή των αιτούμενων θεραπειών, κατάχρηση και κακοπιστία που αποσκοπεί στην καθυστέρηση της αίτησης έρευνας ημερ. 12/01/2023. Περαιτέρω, όπως παρατίθεται στους λόγους Ένστασης, ο Ενάγων/Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι η Έφεση αρ. 187/2022 θα χάσει την σημασία της αν δεν χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή και ότι εξ αυτού θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς και ότι δεν έχει καταδειχθεί πως αυτή έχει καλή πιθανότητα επιτυχίας. Ακόμη εγείρει ζήτημα λήξης ισχύος της απόφασης ημερ. 18/03/1999 και δεν δύναται να συμψηφιστεί, όπως επίσης και ότι το ποσό των €450- αφορά μόνο το ποσό των επιδικασθέντων εξόδων και ο Ενάγων/Αιτητής δεν δύναται να αιτείται συμψηφισμό Απαίτησης με έξοδα που επιδίκασε το Δικαστήριο προς όφελος της. Τέλος, προβάλει ότι σύμφωνα με την νομολογία τα δικηγορικά έξοδα πάντοτε πληρώνονται ακόμη και αν η ισχύς της απόφασης έχει ανασταλεί από το Δικαστήριο.

 

Στην ένορκη δήλωση της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση που συνοδεύει την Ένσταση παρατίθενται τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα όπως αναφέρονται ανωτέρω. Στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα/Αιτητή γίνεται αναφορά στο ότι την 1/03/2000 εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση να καταβάλει το ποσό των Λ.Κ. 50- μηνιαίως προς αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων της πρώτης δόσης πληρωτέας την 1/04/1999 πλέον Λ.Κ. 107.55 έξοδα αίτησης. Σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό η Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση στην παράγραφο 8 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση της προβαίνει σε παραδοχή, με επιφύλαξη των ισχυρισμών της που συμπεριλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένταση της στην αίτηση μηνιαίων δόσεων που καταχώρησε εναντίον της ο Ενάγων/Αιτητής, ενώ στην παράγραφο 9 αναφέρει ότι αποτελεί εύλογο ερώτημα που προκύπτει εκ της παραγράφου 3 της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα/Αιτητή η αναφορά ότι την 01/03/2000 διατάχθηκε να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος με μηνιαίες δόσεις.   

 

Τα μέρη παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους, τις οποίες έχω μελετήσει, όμως δεν κρίνω σκόπιμο να κάνω οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά σε αυτές.

Σε σχέση με το αιτητικό υπό (Γ) τα μέρη αποδέχθηκαν την εισήγηση του Δικαστηρίου όπως εκδικαστεί πρώτα η υπό κρίση αίτηση και αναλόγως του αποτελέσματος να προχωρήσει η εκδίκαση της αίτησης έρευνας ημερ. 12/01/2023. Ως εκ τούτου κατέστη άνευ αντικειμένου.

 

Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στην Δ.35 Θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προνοεί τα εξής:

 

«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.».

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση  έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχήν παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου (βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 ΑΑΔ 1147, Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλουκινά κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1921P. & MA Restaurant Limited κ.ά. ν. Wakeham (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1239, The Governor and the Company of the Βank of Scotland ν. S.S. Sapphire Seas (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 955, Χαραλάμπους ν. Panayides Contracting Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1978, A.B.P. Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 287, Νεοφύτου ν. Δημητρίου (1989) 1 Α.Α.Δ.592).

 

Περαιτέρω, όπως έχει επισημανθεί, οι προοπτικές επιτυχίας της Έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις και πως το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της Έφεσης είναι η ακρόαση της Έφεσης, καθώς και ότι όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της Έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου (βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων, ανωτέρω, Παπά Ανδρέας ν. Nόνας Α. Οικονομίδου και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 58).

 

Το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλάμπους v. A. Panayides Contractors Ltd, ανωτέρω, παραθέτει τις αρχές, βάσει των οποίων μπορεί να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για χορήγηση τέτοιας θεραπείας:

 

«Οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα, εκπηγάζουν από τη νομολογία και μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

(α)     Η απόφαση για αναστολή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας γίνεται στο πλαίσιο της Δ.35 θ.18  και σε συνάρτηση προς τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

(β)     Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης η οποία, παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή της από το Εφετείο.  Έπεται ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του εκ μόνου του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης του αντιδίκου του.  Από την άλλη όμως αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης.  Η άρνηση έκδοσης διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης δυνητικά συνεπάγεται κίνδυνο εξανέμισης της αξίας της έφεσης.».

 

Όπως έχει κριθεί, το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να κινείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στην περίπτωση  αναστολών είναι η προσπάθεια εξισορρόπησης δύο παραγόντων, ήτοι να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μην μείνει ο άλλος, αν νικήσει, με κενά χέρια (βλ. The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas, ανωτέρω). Περαιτέρω, για να δικαιολογείται αναστολή εκτέλεσης απόφασης ενόσω εκκρεμεί έφεση θα πρέπει να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις (βλ. Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R 649). Στην Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd (1991) 1 ΑΑΔ, 172, η δεινή οικονομική κατάσταση του εξ αποφάσεως δανειστή, κρίθηκε ότι συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις, αφού αυτός θα ήταν αδύνατο να επέστρεφε το ποσό της απόφασης σε περίπτωση που η έφεση του εξ αποφάσεως οφειλέτη γινόταν δεκτή (βλ. και Ξενοφώντος κ.α. ν. Δημητρίου Πολ. Εφ.91/20 ημερ. 20/07/2021), ECLI:CY:AD:2021:A323.

 

Το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση  Ιωσηφάκης ν. Αριστοδήμου (1990) 1 Α.Α.Δ. 284 αναδεικνύει την σημασία της εξισορρόπησης των παραγόντων στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αλλά και της ανάγκης επεξήγησης της όποιας καθυστέρησης στην προώθηση τέτοιου αιτήματος:

 

«Δύο είναι οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την αναστολή πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Πρώτο, η διασφάλιση της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την παράλληλη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του διαδίκου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση και δεύτερο, η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι δύο αυτοί παράγοντες εξισορροπούνται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Η εξισορρόπηση συνήθως επιτυγχάνεται με την επιβολή τέτοιων όρων που να εξασφαλίζουν ένα υγιές ισοζύγιο μεταξύ των συγκρουόμενων συμφερόντων των διαδίκων. Στην προκείμενη περίπτωση η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης που επεκτείνεται σε ένα σχεδόν χρόνο, δεν εξηγείται. Εύλογα συνάγεται από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι πρωταρχικός σκοπός του εφεσείοντα δεν είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος έφεσης, αλλά η παράκαμψη της διαδικασίας για την τιμωρία του προς αποφυγή των συνεπειών της ανυπακοής του διατάγματος της 29/3/1989.».

 

Στην Hammond Suddard Solicitors v. Agrichem International Holdings Ltd (2001) EWCA Civ 2065, παράγρ. 22 παρατίθενται τα ερωτήματα που χρήζουν απάντησης από το Δικαστήριο για να καταλήξει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας σε τέτοιες αιτήσεις:

 

«...if a stay is refused what are the risks of the appeal being stifled? If a stay is granted and the appeal fails, what are the risks that the respondent will be unable to enforce the judgment? On the other hand if a stay is refused and the appeal succeeds, and the judgment is enforced in the meantime, what are the risks of the appellant being able to recover any monies paid from the respondent?».

 

Ερχόμενος στην εξέταση του κατά πόσο θα διατάξω την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 25/10/2022 ως το υπό (Α) αιτητικό της υπό κρίση αίτησης παρατηρώ ότι δεν μου έχει παρατεθεί οτιδήποτε συγκεκριμένο αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αν δεν διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης θα υποστεί ζημιά η πλευρά του Ενάγοντα/Αιτητή. Στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα/Αιτητή που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται γενικά και αόριστα ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό που διατάχθηκε να καταβάλει με την απόφαση ημερ. 25/10/2022 με βέβαιο κίνδυνο να μην είναι δυνατόν να εισπράξει από την Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση με οποιονδήποτε τρόπο σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης αρ. 187/2022. Τέτοιος βέβαιος κίνδυνος δεν επεξηγείται, αλλά ούτε και παρατίθενται οι λεπτομέρειες και τα όποια δεδομένα τον περιβάλλουν. Περαιτέρω, ο Ενάγων/Αιτητής ζητά γενικά αναστολή εκτέλεσης απόφασης με την οποία, αν εξαιρέσουμε το ποσό που αφορά στα έξοδα που επιδικάζονται, αυτή αφορά και στο μέρος της απόρριψης της αίτησης άδειας για εκτέλεση απόφασης. Κατά το μέρος αυτό πρέπει να λεχθεί ότι το αντικείμενο της αναστολής είναι η υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση, και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται (βλ. Δημητρούδης Mιχάλης ν. Aνδρέα Nίκου Λουγκρίδη (2011) 1 ΑΑΔ 687).

 

Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις Δ.59 θθ. 7 & 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας («Θ.Π.Δ.»). Αυτές αντιστοιχούν με τις παλιές Αγγλικές Διαταγές  O.65 (rr) 14 και 27(21).

 

Ειδικότερα η  Δ. 59 θ. 7 των Θ.Π.Δ. προνοεί τα εξής:

 

«A set-off for damages or costs between parties may be allowed. ».

 

Η Δ.59 θ. 13 των Θ.Π.Δ. προβλέπει ως εξής:

 

«In any case in which, under Rule 13 of this Order, or any other Rule of Court, or by the order or direction of a Court or Judge, or otherwise, a party entitled to receive costs is liable to pay costs to any other party, the taxing officer may tax the costs such party is so liable to pay, and may adjust the same by way of deduction or set-off, or may, if he shall think fit, delay the allowance of the costs such party is entitled to receive until he has paid or tendered the costs he is liable to pay; or such officer may allow or certify the costs to be paid, and the same may be recovered by the party entitled thereto in the same manner as costs ordered to be paid may be recovered».

 

Στα σχόλια του Annual Practice 1959 σελ 1899 -1900 αναφέρονται τα ακόλουθα ως προς την ερμηνεία της πανομοιότυπης με την Κυπριακή Διαταγή 59 θ 7, ήτοι της O.65 (rr) 14 :

 

«Effect of the Rule: The Rule does not apply to costs in independent proceedings even though they are subsequently consolidated. ».

 

Στο Annual Practice του 1958 στα σχόλια της 0.65 r.27 reg (21) παρατίθενται τα εξής:

 

«... .costs  payable  under  different orders  in  the  same  suit, and notwithstanding change of solicitors,........or in two suits in which the same estate is being administered ...... may be set off against each other; but the costs of two independent proceedings in different Courts cannot be set off against each other».

 

Συνεπώς, οι ως άνω διαταγές εφαρμόζονται όταν τα έξοδα προκύπτουν στην ίδια διαδικασία.

 

Χαρακτηριστικά στον κυρίως τίτλο της Αγγλικής υπόθεσης David v. Rees  [1904] 2 K. B. 435 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«The provisions of Order LXV., r. 14, and Order LXV., r. 27, sub-r. 21, with regard to set-off of costs between parties are confined to cases in which the judgments for costs sought to be set off against each other are in the same action or proceeding, and do not extend to cases in which the judgments for costs are in distinct and independent litigations. ».

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Serguei Pugachev (2006) 1 A.Α.Δ. 353 αναφέρθηκαν τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Ορθώς επιχειρηματολογεί ο Αιτητής ότι στους θεσμούς δεν προβλέπεται διαδικασία υπολογισμού εξόδων από τον Πρωτοκολλητή άλλη από τη διαδικασία ψήφισης. Όντως βεβαίως, όπως παρατηρεί ο Εναγόμενος 2, το Δικαστήριο εδώ δεν διέταξε να γίνει ψήφιση και έτσι δεν θα εφαρμόζετο η διαδικασία της ψήφισης. Όμως, η διαταγή όπως τα έξοδα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή δεν συνεπάγεται άλλη θεσμική διαδικασία εμπίπτουσα στη δικαιοδοσία του Πρωτοκολλητή και απολήγουσα σε δική του τελική απόφαση, παρά μόνο ισοδυναμεί με απ' ευθείας διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα όπως αυτά θα εγκριθούν τελικά από το Δικαστήριο, αφού αυτό βοηθηθεί από τον Πρωτοκολλητή στον υπολογισμό τους, με συνέπεια προς τη βασική αρχή της Δ.59, θ.1 ότι τα έξοδα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο όποιος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή λοιπόν, ακόλουθα τέτοιας διαταγής του Δικαστηρίου, δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει και την οριστική ευθύνη στο θέμα………………. Αν ήταν άλλως, μάλιστα, ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή χωρίς έγκριση του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητηθεί αφού θα ακολουθούσε νόμιμα τη διαταγή του Δικαστηρίου και δεν θα συνιστούσε ψήφιση.».

 

Αυτό που προκύπτει εκ των ανωτέρω νομικών αρχών λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της παρούσας, τα εκατέρωθεν έξοδα προέκυψαν από έγκριση του Δικαστηρίου ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει της Δ.59 θ. 1 Θ.Π.Δ. και όχι κατόπιν ψήφισης. Συνεπώς, κρίνω ότι η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευθύνη για την τελική έγκριση των εξόδων. Η πρόνοια της Δ.59 θ. 13 των Θ.Π.Δ. αναφέρεται στον Υπεύθυνο ψήφισης εξόδων και δεν αναφέρεται στην περίπτωση που το Δικαστήριο καθορίζει στα πλαίσια των εξουσιών του τα έξοδα με την βοήθεια του Πρωτοκολλητή και της κατοπινής εγκρίσεώς τους.

 

Στην Αγγλική υπόθεση Reid v. Cupper [1915] 2 K.B. 147 στα λόγια του Buckley L.J. γίνεται η διάκριση της εξουσίας που δίδει η Αγγλική Διαταγή 14 σε σχέση με την Διαταγή 27(21), με την δεύτερη να αποτελεί εξουσία που δύναται να ασκήσει ο Υπεύθυνος ψήφισης εξόδων και δεν αφορά την εξουσία του Δικαστηρίου (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«I must, however, see what are the authorities. Before discussing Barker v. Hemming (1) I may observe that I am considering the powers not of a taxing Master but of a judge to direct a set-off. There is another rule, Order LXV., r. 27, sub-r. 21, directing what a taxing Master may do. That rule says: "In any case in which, under the last preceding regulation or any other rule of Court, or by the order or direction of a Court or judge, or otherwise, a party entitled to receive costs is liable to pay costs to any other party, the taxing officer may tax the costs such party is so liable to pay, and may adjust the same by way of deduction or set-off," and so on. That is addressed to what the taxing Master may do.».

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει συμψηφισμό βασίζεται στις αρχές του ονομαζόμενου «equitable set-off». Το κατά πόσο το Δικαστήριο θα επιτρέψει τον συμψηφισμό εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, ενώ αν δεν υπάρχουν πειστικοί παράγοντες που να εισηγούνται το αντίθετο, τότε γενικά είναι δίκαιο να δίδεται άδεια, ειδικότερα όταν δεν υπάρχει προοπτική αποπληρωμής ενός ποσού χρέους το οποίο συμψηφίζεται (βλ. Blackstones Civil Practice, 2018, par. 63.20).

 

Ως εκ τούτου δεν κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί έστω και στο παρών στάδιο και να εξεταστεί από το Δικαστήριο.

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της υπό κρίση αίτησης προκύπτει ότι με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 25/10/2022 το Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση απέρριψε την αίτηση του Ενάγοντα/Αιτητή ημερ. 15/09/2021 για άδεια εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 18/03/1999. Στα πλαίσια αυτά και ανεξαρτήτως της όποιας θέσης για το κατά πόσο θα μπορούσα υπό τις περιστάσεις να διατάξω συμψηφισμό σύμφωνα με τις σχετικές νομικές αρχές, αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για την όποια εξέταση είναι να υπάρχει έγκυρα εκτελεστή απόφαση, ήτοι να υπάρχει άδεια εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 18/03/1999. Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο απέρριψε τέτοια αίτηση για άδεια εκτέλεσης. Το να εγκριθεί το αιτητικό υπό (Β) της υπό κρίση αίτησης θα αποτελούσε στην ουσία εν μέρει άδεια εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 18/03/1999, κάτι το οποίο το Δικαστήριο απέρριψε με την ενδιάμεση του απόφαση ημερ. 25/10/2022, εναντίον της οποίας καταχωρήθηκε η Έφεση αρ. 187/2022. Περαιτέρω, στην περίπτωση που εγκρινόταν το αιτητικό υπό (Β) θα σήμαινε αυτομάτως ότι σε περίπτωση απόρριψης της Έφεσης αρ. 187/2022 η πλευρά της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση θα είχε αποστερηθεί τα έξοδα που της είχαν επιδικαστεί με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 25/10/2022 ένεκα συμψηφισμού τους με το ποσό της απόφασης ημερ. 18/03/1999 για την οποία η άδεια εκτέλεσης δεν επιτράπηκε και αυτό να είχε επικυρωθεί και κατ’ έφεση, δηλαδή παρά το αντίθετο της αποτέλεσμα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω, η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(υπ.)………………………………………..

Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

 

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο