ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: X-M Kαραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3438/2006

Μεταξύ:

Έλλης Ιακωβίδου Κονταρά του Δημητρίου διά του Πληρεξούσιου

Αντιπροσώπου της Νικολάου Κωνσταντίνου Κονταρά

Ενάγουσας

-και-

THABET ABBARAH, ως γραμματέας που εκπροσωπεί τα μέλη της ΛΕΣΧΗΣ

«SYRIAN ARAB FRIENDSHIP CLUB CYPRUS»

Εναγόμενων

ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 06/08/2018

Έλλης Ιακωβίδου Κονταρά του Δημητρίου διά του Πληρεξούσιου

Αντιπροσώπου της Νικολάου Κωνσταντίνου Κονταρά

Ενάγουσας

-και-

THABET ABBARAH, ως γραμματέας που εκπροσωπεί τα μέλη της ΛΕΣΧΗΣ «SYRIAΝ ARAB FRIENDSHIP CLUB CYPRUS» και/ή οποιοδήποτε διάδοχο αυτού εις τίτλο του Γραμματέα που εκπροσωπεί τα μέλη της ΛΕΣΧΗΣ «SYRIAN ARAB FRIENDSHIP CLUB CYPRUS»

Εναγόμενων

ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ.14/03/2022

Έλλης Ιακωβίδου Κονταρά του Δημητρίου διά του Πληρεξούσιου

Αντιπροσώπου της Νικολάου Κωνσταντίνου Κονταρά

Ενάγουσας

-και-

ΣΩΜΑΤΕΙΟ «ΣΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ-SYRIAN CLUB» ΜΕ ΑΡ. ΜΗΤΡΩΟΥ ΛΕΥ/Σ/102 ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΧΑΛΕΤ ΑΜΠΑΡΑ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΑΥΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΑΙ/Η ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΝΑ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ

Εναγόμενων

-------------------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 11/06/2024

Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους/Αιτητές: κα Π. Σάββα για κ.κ. Κλεόπα & Παρασκευά Δ.Ε.Π.Ε.

Για την Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση: κα Ρ. Φιλίππου για κ.κ. Μ.Χ. Μυλωνάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Αίτηση ημερ. 20/10/2022 για παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης και/ή Διατάγματος ημερ. 14/03/2022 και επαναφοράς του τίτλου της αγωγής

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό κρίση αίτηση στη βάση, μεταξύ άλλων, της Δ.9 θθ 1-13, Δ.12 θθ1-10, Δ.25, Δ.48 θ.θ. 1 έως 9, 8(4) και 11 και Δ.64, οι Εναγόμενοι/Αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση και/ή παραμερισμό του Διατάγματος ημερ. 14/03/2022 με το οποίο το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) στη βάση μονομερούς αίτησης διέταξε (α) την τροποποίηση του τίτλου της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής με την απάλειψη του ονόματος των Εναγόμενων και την υποκατάσταση του (β) με την προσθήκη του Σωματείου ως περιγράφεται στον τίτλο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και (γ) επέτρεψε στους Ενάγοντες όπως συνεχίσουν την δικαστική διαδικασία και/την λήψη μέτρων εκτέλεσης της απόφασης και/ή του διατάγματος ημερ. 23/05/2006 εναντίον του Σωματείου το οποίο προστέθηκε δια του υπό (β).

 

Σύμφωνα με τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα που προηγήθηκαν της υπό κρίση αίτησης, στις 14/03/2022 εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα κατόπιν μονομερούς αιτήσεως ημερ. 18/02/2022 που καταχώρησαν οι Ενάγοντες/Καθ’ ων η Αίτηση. Αντίγραφο της εν λόγω αίτησης ημερ. 18/02/2022 ευρίσκεται στον προσωρινό φάκελο του Δικαστηρίου που ανοίχθηκε προς τον σκοπό αυτό. Περαιτέρω, είναι κοινώς αποδεκτό ότι στα πλαίσια μονομερούς αιτήσεως ημερ. 28/01/2020, η οποία κατέστη δια κλήσεως, καθότι το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της, η Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση εξαιτήθηκε την τροποποίηση του τίτλου της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, ώστε το όνομα των Εναγόμενων/Αιτητών να διαβάζεται ως τελικά τροποποιήθηκε με το προσβαλλόμενο διάταγμα. Η υπό αναφορά αίτηση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο μετά από ακρόαση.

 

Στην ένορκη δήλωση του κ. Η.Α., ταμία των Εναγόμενων/Αιτητών («ΕΔ Η.Α.») αναφέρεται ότι περί τα τέλη Αυγούστου 2022 ένα σερβιτόρος που εργάζεται στο εστιατόριο Syrian Club, στο οποίο ευρίσκεται η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του Σωματείου, του παρέδωσε ένα φάκελο μέσα στον οποίο διαπίστωσε ότι ευρίσκονταν 2 έγγραφα. Όπως εξηγεί, ο φάκελος ευρισκόταν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα και παραλήφθηκε από κάποιον από τους υπαλλήλους, άγνωστο όμως από ποιον, ο οποίος δεν έχει σχέση με την διοίκηση του Σωματείου, στις 03/06/2022 κατόπιν επίδοσης. Όπως δήλωσε, δεν έγινε αντιληπτό ότι ο φάκελος αφορούσε το Σωματείο για να του παραδοθεί. Στην ΕΔ Η.Α. αναφέρεται ότι όπως διπιστώθηκε στο φάκελο ευρίσκονταν το διάταγμα ημερ. 14/03/2022 και η απόφαση ημερ. 23/05/2006 (τεκ. 1 & 2). Προβάλλεται δε, ότι η αίτηση που οδήγησε στην έκδοση του διατάγματος ημερ. 14/03/2022 είναι πανομοιότυπη με την αίτηση ημερ. 28/01/2020, την οποία απέρριψε το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 05/01/2022 και ότι σκοπίμως την απέκρυψε η Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση, καθώς και ότι εκ της απόρριψης αυτής προκύπτει δεδικασμένο. Παραθέτει ως τεκ. 3, 4 και 5 αντίγραφα της αίτησης ημερ. 28/01/2020, της ένστασης των Εναγόμενων/Αιτητών, καθώς και της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 05/01/2022, αντίστοιχα και επικαλείται ότι ο λόγος που αυτό έτυχε εκμετάλλευσης από την Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση ήταν το γεγονός ότι ο φάκελος της αγωγής είχε απωλεσθεί και ανοίχθηκε προσωρινός φάκελος για να εξεταστεί η αίτηση που οδήγησε στο προσβαλλόμενο διάταγμα.

 

Ως τυγχάνει νομικής συμβουλής ο ενόρκως δηλών, η Ενάγουσα/Καθ΄ης η Αίτηση επιχειρεί να εκτελέσει εναντίον του Σωματείου την απόφαση ημερ. 23/05/2006. Παραπονείται δε, ότι με το διάταγμα ημερ. 14/03/2022 θα έπρεπε να τους είχε επιδοθεί και η Αίτηση με την ένορκη δήλωση που οδήγησε στην έκδοση του, για την οποία έλαβαν γνώση κατόπιν έρευνας στον φάκελο που πραγματοποίησαν οι δικηγόροι του Σωματείου, η οποία έγινε στις 12/09/2022 κατόπιν αιτήματος που υπέβαλαν στο Πρωτοκολλητείο την 01/09/2022, οπόταν και έλαβαν αντίγραφα. Σε σχέση με τον κ. Τhabet A. υποστηρίζει ότι ουδέποτε υπήρξε πρόεδρος, αλλά ούτε και κατείχε θέση στο Δ.Σ. του Σωματείου από της ιδρύσεως του μέχρι σήμερα.

 

Συνοπτικά εκ της ΕΔ Η.Α. εγείρονται οι εξής λόγοι που στηρίζουν τις δια της υπό κρίσεως αίτησης αξιούμενες θεραπείες:

 

·         Μη δέουσα επίδοση του διατάγματος ημερ. 14/03/2022 σε αρμόδιο πρόσωπο του Σωματείου.

·         Παράλειψη επίδοσης της Αίτησης και της ένορκης δήλωσης που οδήγησε στην έκδοση του.

·         Ύπαρξη δεδικασμένου εκ της απόρριψης πανομοιότυπης αίτησης ημερ. 18/01/2020 με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 05/01/2022.

·         Ότι η αίτηση ημερ. 18/02/2022 που οδήγησε στην μονομερή έκδοση του διατάγματος ημερ. 14/03/2022 δεν υποστηρίζεται από ορθή νομική βάση και δεν περιλαμβάνει κάποια νομοθετική πρόνοια που να δύναται να την στηρίξει.

·         Ότι η Ενάγουσα/Αιτήτρια καταβάλλει προσπάθεια να εκτελέσει μια απόφαση δια τροποποίησης του τίτλου μιας πεπερασμένης αγωγής επιχειρώντας να την εκτελέσουν εναντίον του Σωματείου, κάτι που δεν ευρίσκει έρεισμα στον Νόμο.

·         Ότι παρά την σχέση που πιθανόν να υπάρχει μεταξύ της Λέσχης «SYRIAN ARAB FRIENDSHIP CLUB CYPRUS» και του Σωματείου, τα δύο εξακολουθούν να αποτελούν χωριστές οντότητες και δεν δύναται να επιζητείται να εκτελεστεί εναντίον του απόφαση που λήφθηκε σε διαδικασία που δεν ήταν διάδικο μέρος και που εκδόθηκε μακράν της ιδρύσεως του.

 

Στον αντίποδα, με την Ειδοποίηση περί Πρόθεσης Ένστασης της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση, προβάλλεται, πέραν της γενικής αναφοράς περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, ότι η ΕΔ Η.Α. εμπεριέχει αντιφατικούς, ασαφείς και αόριστους ισχυρισμούς. Περαιτέρω, προβάλλεται ζήτημα καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, καθότι αυτή καταχωρήθηκε 4 μήνες μετά την ημερομηνία επίδοσης του Διατάγματος του οποίου επιζητείται ο παραμερισμός. Προβάλλονται δε, θέσεις περί κατάχρησης της διαδικασίας και περιφρόνησης του Δικαστηρίου, καθώς και η επιδίωξη αλλότριων σκοπών και παρεμπόδισης της εκτέλεσης της εξ συμφώνου απόφασης ημερ. 23/05/2006 και ότι η έκδοση των διαταγμάτων θα πλήξει άμεσα τα δικαιώματα της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση άνευ βάσιμου λόγου. Υποστηρίζεται δε, ότι η αίτηση ημερ. 18/02/2022 βασίστηκε στην ορθή νομική βάση και ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια που να επιβάλλει την επίδοση της αίτησης. Κανένα ζήτημα δεδικασμένου υποστηρίζεται ότι προκύπτει, καθότι προβάλλεται ότι πρόκειται για διαφορετική αίτηση με διαφορετικές θεραπείες, καθώς και ότι στις ενδιάμεσες αιτήσεις και διατάγματα δεν υφίσταται υπό την αυστηρή έννοια ζήτημα δεδικασμένου.

 

Στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου Στ. Μ. («ΕΔ Στ.Μ.») απορρίπτονται τα όσα υποστηρίζει η Ε.Δ. Η.Α. και αναπαράγονται οι λόγοι ένστασης. Σε μια ειδικότερη αναφορά, η ΕΔ Στ.Μ. υποστηρίζει ότι το διάταγμα επιδόθηκε από τον ιδιώτη επιδότη με μεγάλη δυσκολία, καθότι οι αντιπρόσωποι του Σωματείου απέφευγαν και αποφεύγουν να παραλάβουν οποιοδήποτε έγγραφο. Υποδεικνύει την καθυστέρηση που προκύπτει από την ημερομηνία επίδοσης του διατάγματος ημερ. 14/03/2022 (σ.σ. 03/06/2022) μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης στις 20/10/2022 και ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το Σωματείο έλαβε γνώση του μονομερούς διατάγματος ημερ. 14/03/2022 περί τα τέλη Αυγούστου 2022 δεν προκύπτει ότι έχει δικαιολογηθεί η παρέλευση 2 μηνών μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης. Επίσης, όπως τονίζει η ΕΔ Στ.Μ. η ΕΔ Η.Α. εσκεμμένα παραλείπει να αναφέρει ποια είναι η νομική οντότητα πίσω από το εστιατόριο και ότι οι Εναγόμενοι/Αιτητές κρύβονται πίσω από τυπολατρίες, ενόψει του ότι γίνεται παραδεκτό ότι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του Σωματείου ευρίσκεται στην διεύθυνση του εστιατορίου. Για την μη επίδοση της αίτησης και της ένορκης δήλωσης με το μονομερές διάταγμα υποστηρίζει ότι δεν ήταν απαραίτητο, καθότι αυτό δεν είναι προσωρινό διάταγμα και ότι απαραίτητη προϋπόθεση στην αίτηση παρακοής ημερ. 01/11/2022 που καταχωρίστηκε από την Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση είναι η επίδοση της εξ συμφώνου απόφασης ημερ. 23/05/2006 και ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κρίθηκε από την ίδια ορθό να επιδοθεί. Εν πάση περιπτώσει, προβάλλει ότι αν ήθελε αποφασιστεί ότι έπρεπε να είχε επιδοθεί και η αίτηση με την ένορκη δήλωση, αυτό αποτελεί θεραπεύσιμη παρατυπία δυνάμει της Δ.64 των Θ.Π.Δ.

 

Για δε τα αιτητικά που περιλαμβάνονται στην αίτηση ημερ. 18/02/2022, τα οποία εγκρίθηκαν με το προσβαλλόμενο διάταγμα ημερ. 14/03/2022, αλλά και για την αίτηση ημερ. 28/01/2020 υποστηρίζει ότι δύναται να γίνουν μονομερώς σύμφωνα με τους Θ.Π.Δ. και ότι ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την επίδοση τους, κάτι που έκανε σε σχέση με την αίτηση ημερ. 28/01/2020, όχι όμως με την αίτηση ημερ. 18/02/2022, ορθά κατά την άποψή του. Αρνείται ότι τίθεται ζήτημα δεδικασμένου. Υποστηρίζει ότι υπήρχε πιο γρήγορος τρόπος ώστε η πλευρά των Εναγόμενων/Αιτητών να λάβουν γνώση του περιεχόμενου της μονομερούς αίτησης ημερ. 18/02/2022 και της συνοδευτικής της ένορκης δήλωσης με το να αποταθούν στους δικηγόρους της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Η ΕΔ Στ.Μ. απορρίπτει ότι οι δικηγόροι της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση μπορούσαν να γνωρίζουν κατά πόσο είχε χαθεί ο φάκελος της αγωγής και ότι είχε δημιουργηθεί προσωρινός φάκελος, κάτι που μπορούσαν να διαπιστώσουν από την έρευνα που πραγματοποίησαν εκ της απουσίας σχετικού διπλότυπου έρευνας, το οποίο θα υπήρχε στον φάκελο. Υποστηρίζει ότι η πλευρά τους θεώρησε ότι όλα τα έγγραφα της αίτησης, της ένορκης δήλωσης, της ένστασης και οι γραπτές αγορεύσεις που αφορούσαν στην αίτηση ημερ. 28/01/2020 ευρίσκονταν εντός του φακέλου και συνεπώς δεν υπάρχει οποιαδήποτε εσκεμμένη απόκρυψη τους. Παραθέτει ως τεκ. 1 αντίγραφο μηνύματος η-ταχυδρομείου με το οποίο εξηγεί ότι η εμφάνιση ημερ. 14/03/2022 έγινε άνευ φυσικής παρουσίας και αμφισβητεί ότι είχε χαθεί ο φάκελος γιατί αν είχε γίνει κάτι τέτοιο ενδεχόμενα το Δικαστήριο θα διέταζε φυσική παρουσία ή θα έδιδε οδηγίες επίδοσης.

 

Επαναλαμβάνεται η θέση περί ανυπαρξίας δεδικασμένου σε ενδιάμεσες αιτήσεις υπό αυστηρή έννοια και υποστηρίζει ότι αν θεωρηθεί ότι υπάρχει δεδικασμένο για το υπό Α της αίτησης ημερ. 18/02/2022 όπως εγκρίθηκε, τα υπό Β και Γ δεν έχουν ζητηθεί προηγουμένως. Προβάλλεται δε ότι η υπό κρίση αίτηση αποτελεί λανθασμένο ένδικο μέσο και ότι θα έπρεπε να γίνει έφεση για να εξεταστούν οι λόγοι που προβάλλονται. Εξηγεί ότι σύμφωνα με την περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμο του  2017 (Ν. 104(Ι)/2017) οποιαδήποτε εγγραφή Λέσχης δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Λεσχών Νόμου, Κεφ. 112 λογίζεται ότι εξακολουθεί υπό προϋποθέσεις να βρίσκεται σε ισχύ και νοουμένου ότι αυτές τηρηθούν λαμβάνοντας την μορφή του Σωματείου ως συνέχεια της.

 

Σε σχέση με την απόφαση ημερ. 23/05/2006 υποστηρίζει ότι έχει ανανεωθεί με σχετικό διάταγμα και ότι η Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση νομιμοποιείται να προχωρήσει με την εκτέλεση της. Για τον κ. Thabet A. παραθέτει το πρακτικό του Δικαστηρίου για την εξ συμφώνου έκδοση της απόφασης ημερ. 23/05/2006 για καταδείξει την σχέση του με το Σωματείο και ότι είναι ο φερόμενος ως ιδιοκτήτης του εστιατορίου Syrian Club και ότι αυτός συζητεί την υπόθεση εκ μέρους της Λέσχης και του Σωματείου. Εν κατακλείδι, όπως προβάλλει, το Σωματείο αλλάζει μέλη του Δ.Σ. δολίως και εσκεμμένα όλα αυτά τα χρόνια για να μην μπορεί η Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση να εκτελέσει την απόφαση ημερ. 23/05/2006, όμως κρίνει πως αυτό δεν έχει σημασία γιατί το μονομερές διάταγμα εκδόθηκε σε σχέση με το Σωματείο δια του Προέδρου του και διαμέσου κάθε μέλους του Δ.Σ. να το εκπροσωπεί σύμφωνα με το Καταστατικό του.

 

Τα μέρη παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους, στις οποίες θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά όταν αυτό κριθεί σκόπιμο.

 

Προτού προχωρήσω να εξετάσω τους λόγους που εγείρονται στην υπό κρίση αίτηση θεωρώ ότι πρέπει να με απασχολήσει πρώτα η πρόνοια του άρθρου 56 (1) του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου του  2017 (Ν. 104(Ι)/2017) ως ετροποποιήθη. Ειδικότερα σύμφωνα με αυτό σωματεία, ιδρύματα και λέσχες που ιδρύθηκαν με βάση τους καταργηθέντες με τον Ν. 104(Ι)/2017 Νόμους, θεωρείται ότι εγκρίθηκαν με βάση τις διατάξεις αυτού, νοουμένου ότι θα προβούν στις αναγκαίες προσαρμογές και τροποποιήσεις εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Σε αντίθετη περίπτωση ο Έφορος θα προέβαινε σε δημοσίευση κατά τον καθορισμένο τρόπο γνωστοποίησης πρόθεσης για έναρξη διαδικασίας διάλυσης αναφορικά με τα καθοριζόμενα στη γνωστοποίηση σωματεία, ιδρύματα και λέσχες. Οι πρόνοιες του άρθρου 56(1) προβλέπουν διαδικασία υποβολής αιτήματος για ακύρωση της συμπερίληψης στους πίνακες γνωστοποίησης με υποβολή όλων των σχετικών στοιχείων στον Έφορο και ακολουθεί δημοσίευση νέας γνωστοποίησης με προανάρτηση των τελικών πινάκων των υπό διάλυση σωματείων, ιδρυμάτων και λεσχών που δεν υπέβαλαν θεμελιωμένο αίτημα ακύρωσης. Με την παρ. 3 του άρθρου 56 ο Έφορος διαγράφει αυτοδικαίως από το Μητρώο τα σωματεία, τα ιδρύματα και τις λέσχες που καθορίζονται στην εν λόγω γνωστοποίηση και μεριμνά για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας διάλυσης ενώπιον  δικαστηρίου. Λέσχη που ενεγράφη σύμφωνα με τον περί Λεσχών Νόμο, Κεφ. 112 δύναται να διατηρήσει την λέξη «Λέσχη» στην επωνυμία της μετά την λήξη της προθεσμίας που καθορίζεται στο εδάφιο (1) κατά την 2η παράγραφο του άρθρου 56.

 

Στην ουσία αυτό που έγινε ήταν να τεθεί η Λέσχη υπό την νομική ομπρέλα της νέας νομοθεσίας διασώζοντας την συνέχεια της χωρίς την διάλυση της. H ύπαρξη δηλαδή νομικής προσωπικότητας ως Λέσχη δυνάμει του Κεφ. 112, ήτοι ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δυνάμενη π.χ. να ενάγει και να ενάγεται (βλ. άρθρο 19 του Κεφ. 112) διατηρήθηκε υπό το νέο νομικό καθεστώς. Η ύπαρξη νομικής προσωπικότητας ασφαλώς και δεν πρέπει να συγχέεται με την περίπτωση ύπαρξης ξεχωριστής νομικής προσωπικότητας από τα μέλη της.

 

H ανωτέρω σκέψη υποστηρίζεται και από το άρθρο 57 στην οποία γίνεται αναφορά σε «εγγραφή» της Λέσχης δυνάμει του προηγούμενου νομικού καθεστώτος και για «συμμόρφωση», αν υπάρξει, στις διατάξεις του νέου νόμου ως ακολούθως:

 

«57.  Οποιαδήποτε εγγραφή λέσχης διενεργήθηκε δυνάμει των διατάξεων του καταργηθέντος περί Εγγραφής Λεσχών Νόμου για περίοδο που εκπνέει την 30ή Ιουνίου 2018 λογίζεται ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ μέχρι την 31ή Δεκεμβρίου 2019 ή μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία επέρχεται συμμόρφωση της λέσχης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εφόσον αυτή προέβη στις αναγκαίες αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις του καταστατικού της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 και 56, οποιαδήποτε από τις δύο ημερομηνίες είναι η προγενέστερη.».

 

Όπως γίνεται φανερό από τις ως άνω αναφερόμενες πρόνοιες, σε περίπτωση που ένα σωματείο, ίδρυμα ή λέσχη συμμορφωθεί με τις απαιτούμενες τροποποιήσεις και προβεί στις απαραίτητες προσαρμογές συνεχίζει να διατηρεί την νομική οντότητα την οποία είχε και θα συνεχίσει να διέπεται υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς. Σε αντίθετη περίπτωση διαγράφεται από τον Έφορο μέχρι την ολοκλήρωση της διάλυσης του. Αυτό φαίνεται να προκύπτει από το γράμμα του σχετικού Νόμου και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα επανασύστασης νέου νομικού προσώπου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που προκύπτει από το τεκμήριο 1 της αίτησης ημερ. 18/02/2022 που απέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, ήτοι του καταστατικού του Σωματείου «ΣΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ-SYRIAN CLUB» είναι ότι ιδρύεται σωματείο σύμφωνα και με βάση τις διατάξεις του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα συναφή Θέματα νομοθεσίας, το οποίο θα αποτελεί συνέχεια της λέσχης με την επωνυμία «Syrian Arab Friendship Club Cyprus» που λειτουργούσε δυνάμει του Κεφ. 112. Η «σύσταση» του Σωματείου όπως αναφέρεται ενόψει και του λεκτικού του άρθρου 65(1) του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου του 2017 (Ν. 104(Ι)/2017) δεν παραπέμπει σε διάλυση της Λέσχης και σε επανασύσταση της σε Σωματείο, αλλά την μετατροπή της σε Σωματείο, αφού γίνουν οι απαραίτητες τροποποιήσεις του καταστατικού της σύμφωνα με αυτόν και θα συνεχίσει να λειτουργεί υπό το νομικό πλαίσιο, το οποίο αυτός καθορίζει. Περαιτέρω, εκ της βεβαίωσης ημερ. 11/01/2020 του τεκμηρίου 2 που παρατίθεται αυτό που προκύπτει είναι ότι η Λέσχη απέκτησε αρ. μητρώου ΛΕΥ/Σ/102 υπό τις πρόνοιες του νέου νομοθετικού καθεστώτος που την διέπει. Η πιο πάνω διαπίστωση αποτελεί και την απόρριψη της θέσης των Εναγόμενων/Αιτητών σχετικά με την σχέση της Λέσχης και του Σωματείου, ειδικότερα για τα όσα προβάλλει ότι παρά την σχέση που πιθανόν να υπάρχει μεταξύ της Λέσχης και του Σωματείου, τα δύο εξακολουθούν να αποτελούν χωριστές οντότητες και δεν δύναται να επιζητείται να εκτελεστεί εναντίον του απόφαση που λήφθηκε σε διαδικασία που δεν ήταν διάδικο και που εκδόθηκε μακράν της ιδρύσεως του.

 

Λαμβανομένων υπόψη μου των ανωτέρω επισημάνσεων οφείλω να παρατηρήσω ότι το ζήτημα της δέουσας επίδοσης του διατάγματος ημερ. 14/03/2022 σε αρμόδιο πρόσωπο του Σωματείου, ήτοι το κατά πόσο υπάρχει έγκυρη επίδοση ή όχι δεν αφορά λόγο για τον οποίον αυτό θα πρέπει να παραμεριστεί, αλλά ζήτημα στοιχειοθέτησης των προϋποθέσεων ενδεχόμενης αίτησης παρακοής. Συνεπώς το ζήτημα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια αυτά και όχι στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης.

 

Σε σχέση δε με την παράλειψη επίδοσης της Αίτησης και της ένορκης δήλωσης που οδήγησε στην έκδοση του διατάγματος ημερ. 14/03/2022, σύμφωνα με την Δ.48 θ. 13 «Όποτε επιδίδεται δυνάμει των παρόντων Κανονισμών διάταγμα που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση, επιδίδεται ταυτόχρονα και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκο δήλωση που τυχόν τη συνόδευσε.». Στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Dau Si Senh κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 1935 λέχθηκε ότι όταν παραβιάζεται η Δ.48 θ. 13 θα πρέπει να αναζητούνται οι συνέπειες της παραβίασης, καταλήγοντας στην προκείμενη περίπτωση ότι επειδή η μονομερής αίτηση είχε περιέλθει στην γνώση των Εφεσιβλήτων στην πράξη η παραβίαση έχει αποθεραπευτεί. Τα ίδια επαναλήφθηκαν και στην Πολ. Έφεση 208/2012, Koza Michael David κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημοσίας Εταιρείας Λτδ, απόφαση ημερ. 24/11/2017, στην οποία επιβεβαιώθηκε η προσέγγιση της Alpha Bank Cyprus Ltd v. Dau Si Senh κ.α., ανωτέρω και λέχθηκε ότι η διαφορετική προσέγγιση της πλειοψηφίας στην Πολ. Έφεση 387/2011 Consortia Europe Ltd v. Fregata Holdings Ltd, απόφαση ημερ. 17/10/2014 στην οποία επισημάνθηκε ότι το λεκτικό της Δ.48 θ. 13 είναι σαφές και επιτακτικό και δεν χωρεί απόκλιση από αυτό ώστε αυτή να θεωρείται θεραπεύσιμη κάτω από την Δ.64 ως παρατυπία, έχει ληφθεί κατά παραγνώριση της προηγούμενης απόφασης στην Alpha Bank και θεωρείται ότι αποφασίστηκε per incuriam. Εξάλλου, με την υπό κρίση αίτηση δεν προκύπτει ότι ζητείται ο παραμερισμός της επίδοσης του διατάγματος ημερ. 14/03/2022.

 

Σε σχέση με τον λόγο που προβάλλεται για την μονομερή έκδοση του διατάγματος ημερ. 14/03/2022, ήτοι στην απουσία νομοθετικής βάσης παρατηρώ ότι προβάλλεται γενικά και αόριστα, άνευ οποιασδήποτε εξειδίκευσης για να δύναται να εξεταστεί. Όμως για τους λόγους που θα επεξηγηθούν κατωτέρω ο λόγος αυτός δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει.

 

Σε σχέση με την προβολή της θέσης περί ύπαρξης δεδικασμένου εκ της απόρριψης πανομοιότυπης αίτησης ημερ. 18/01/2020 με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 05/01/2022, όπως έχει κριθεί η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου η καταχώριση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Ειδικότερα στην Recnex Trading Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Πειραιώς Κύπρου Λτδ (2014) 1 ΑΑΔ 866 τονίστηκαν τα εξής:

 

«Οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμη και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για την μετέπειτα διαδικασία. Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου η καταχώριση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει τη δεύτερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει, ελλείψει νέων στοιχείων. Στο τέλος της ημέρας το Δικαστήριο δεν μόρφωσε και ούτε εξέφρασε τελική γνώμη με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος.».

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αδελφός Δικαστής δεν εξέφρασε την οποιαδήποτε τελική γνώμη κατά τρόπο καθοριστικό, τόσο σε σχέση με το κατά πόσο η Λέσχη και το Σωματείο αποτελούσαν ξεχωριστές νομικές οντότητες παρά θεώρησε αυτό ότι αποτελούσε κοινή αποδεκτή θέση από τις δύο πλευρές. Ωσαύτως εκ του αιτητικού απέρριψε την αίτηση. Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω νομικών αρχών και διαπιστώσεων του Δικαστηρίου η θέση αυτή απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με τις θέσεις που προβάλλονται αναφορικά με το ότι η Ενάγουσα/Αιτήτρια καταβάλλει προσπάθεια να εκτελέσει μια απόφαση δια τροποποίησης του τίτλου μιας πεπερασμένης αγωγής επιχειρώντας να την εκτελέσει εναντίον του Σωματείου και ότι αυτό δεν ευρίσκει έρεισμα στον Νόμο εξηγούμαι ως ακολούθως.

 

Η Δ.25 θ. 1 των Θ.Π.Δ πριν την τροποποίηση της, η οποία αφορά στην υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή προβλέπει ότι «το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να επιτρέψει σε οποιοδήποτε διάδικο να μεταβάλει ή τροποποιήσει την οπισθογράφηση ή τα δικόγραφά του, κατά τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους που θα ήταν δίκαιο, και όλες αυτές οι τροποποιήσεις πρέπει να γίνονται όπως θα ήταν αναγκαίο προς το σκοπό καθορισμού των πραγματικών ζητημάτων τα οποία αμφισβητούνται μεταξύ των διαδίκων». Στην υπόθεση Λάμπρου ν. Λάμπρου (2002) 1 ΑΑΔ 1092 έγινε αναφορά σε Αγγλικές αποφάσεις ως εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Το ερώτημα αν μια τροποποίηση μπορεί να επιτραπεί μετά την έκδοση απόφασης εξετάστηκε στην υπόθεση Pearlman (Veneers) S.A. v. Bartels [1954] 3 All ER 659, τα γεγονότα της οποίας είναι παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Στην πιο πάνω υπόθεση η ενάγουσα εταιρεία πέτυχε την έκδοση απόφασης στα Αγγλικά δικαστήρια για αποζημιώσεις για παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων εναντίον του εναγομένου Bernhard Bartels.  Όταν προσπάθησαν να εκτελέσουν την απόφαση σε Γερμανικά δικαστήρια, ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Josef Bartels και όχι Bernhard Bartels.  Η ενάγουσα εταιρεία καταχώρησε αίτηση στα Αγγλικά δικαστήρια για την τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος, των πρακτικών της διαδικασίας και το περιεχόμενο της απόφασης για την τροποποίηση του ονόματος του εναγομένου.  Το Αγγλικό Εφετείο αποδέχθηκε την αίτηση.  Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Denning,

 

"When the substantive judgment is not being altered, but only the title of the action, it is to my mind quite plain that this court has ample jurisdiction to correct any misnomer or misdescription at any time whether before or after judgment." 

 

Η πιο πάνω αναφορά του Λόρδου Denning υιοθετήθηκε αργότερα στην υπόθεση Mercer Alloys Corporation and another v. Rolls Royce Ltd. [1972] 1 All ER 211, που αφορούσε τροποποίηση του ονόματος ενός εκ των διαδίκων μετά την έκδοση εκ συμφώνου απόφασης, όπου ο Δικαστής Davies τόνισε ότι εκτός από την Αγγλική Διαταγή 15, θεσμός 6(2) (οι πρόνοιες της οποίας είναι παρόμοιες με εκείνες της δικής μας Διαταγής 25, θεσμού 1), το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να επιτρέψει εκείνες τις τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».

 

Στην υπόθεση Ferro Fashions Limited ν. Fashion Box SRL (1999) 1 ΑΑΔ 1805 λέχθηκαν τα εξής σημαντικά σε σχέση με την βάση επί της οποίας τροποποιείται λανθασμένο όνομα (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Η διόρθωση λανθασμένου ονόματος είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο δεν πρέπει να επιτρέπει σε άτομα να αποκτούν πλεονέκτημα από μια λανθασμένη περιγραφή ονόματος, όταν όλοι γνωρίζουν την πραγματικότητα (Williams and Glyn's Bank Ltd v. The Ship "Maria" (1983) 1 C.L.R. 106). 

Στην υπόθεση Spyropoullos v. Transavia Holland N. v. Amsterdam (1979) 1 C.L.R. 421, όπου το προηγούμενο όνομα της ενάγουσας εταιρείας  τροποποιήθηκε πριν την έγερση της αγωγής, αλλά στο κλητήριο ένταλμα είχε αναγραφεί το προηγούμενο όνομα της εταιρείας, αποφασίστηκε ότι η αλλαγή του ονόματος της εταιρείας δεν επιδρά επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της.  Επισημάνθηκε ότι επρόκειτο μόνο για αγωγή που ηγέρθηκε με λανθασμένο όνομα και συνεπώς θα έπρεπε να δοθεί άδεια τροποποίησης.

Το θέμα είναι απλό.  Εκεί όπου εμφανίζεται μια απλή λανθασμένη περιγραφή ονόματος μπορεί να παρασχεθεί άδεια για τροποποίηση (Alexander Mountain & Co v. Rumere Ltd [1948] 2 All E.R. 482). Η λανθασμένη περιγραφή ονόματος δεν είναι παρά ανακριβής αναφορά του ονόματος του διάδικου. Δεν αναφέρεται στην ουσία της υπόθεσης

Έχει λεχθεί ότι η λανθασμένη περιγραφή ονόματος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αφεθεί να επηρεάσει την απόφαση επί της ουσίας που το δικαστήριο καλείται να εκδόσει (Etablissement Bandelot v. R. S. Graham and Co Ltd [1953] 1 All E.R. 149).  Πολύ δε περισσότερο στην παρούσα περίπτωση όπου τίποτε δεν είχε λεχθεί που να συνηγορεί υπέρ του επιχειρήματος ότι το Δικαστήριο εκτίμησε το θέμα λανθασμένα.».

 

Στην EG Falekkos Ltd ν. Reana Manufacturers Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 443 λέχθηκαν τα εξής σημαντικά:

 

«Το εγειρόμενο ερώτημα όμως είναι ευρύτερο, κατά πόσο δηλαδή η προτεινόμενη διόρθωση μπορεί να γίνει δυνάμει της γενικότερης εξουσίας του δικαστηρίου βάσει της Δ.25 θ.5 ή και της συμφυούς εξουσίας του.  Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το θέμα αυτό δεν εξετάσθηκε πρωτόδικα αφού, όπως αναφέραμε, η απόφαση φαίνεται να περιορίσθηκε στην παρεχόμενη από τη Δ.25 θ.6 δυνατότητα.  Είναι όμως γεγονός ότι η γραπτή αίτηση είχε βασισθεί επί της Δ.25 γενικά, ο δε ευπαίδευτος συνήγορος στην αγόρευση του είχε καλέσει το δικαστήριο να ενεργήσει με αναφορά στη νομολογία γενικότερα περιλαμβανομένης ιδιαίτερα της υπόθεσης Pearlman (Veneers) S.A. (Pty), Ltd v. Bartels [1954] All ER 659.  Η υπόθεση αυτή, η οποία ακούσθηκε από το Court of Appeal (Denning, L.J., και Hodson, L.J., ως ήσαν τότε) ως έφεση από Judge in Chambers, αφορούσε αίτημα για διόρθωση του ονόματος του εναγομένου μετά από την απόφαση.  Η ανάγκη αυτή προέκυψε από το ότι, όπως απεκαλύφθη όταν επεδιώχθη εκτέλεση της απόφασης, το πραγματικό όνομα του εναγομένου ήταν Josef Bartels και όχι Bernhard Bartels όπως αναφέρετο στην αγωγή και στην απόφαση και όπως είχε διεξάγει τις εμπορικές δραστηριότητες του με τους ενάγοντες.  Ο Slade J., απορρίπτοντας την ένσταση του εναγομένου ότι δεν κέκτητο σχετικής δικαιοδοσίας, επικύρωσε την απόφαση του Master και ενέκρινε την εν λόγω διόρθωση, η δε απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Court of Appeal.  O Denning, L.J., χαρακτηρίζοντας την αίτηση ως επιδιώκουσα "to overcome this very technical point",  σχολίασε τη θέση του Εναγομένου ως "that plea sounds very ill in the mouth of the defendant ........." (σ. 660).  Διακρίνοντας δε την παλαιότερη απόφαση του Court of Appeal στην υπόθεση MacCarthy v. Agard [1933] 2 K.B. 417 (στην οποία η διόρθωση δεν επετράπη) ως περίπτωση στην οποία επεδιώκετο όχι απλώς η αλλαγή του ονόματος ή της περιγραφής του εναγομένου (το οποίο τελικά επετράπη) αλλά η αλλαγή του ουσιαστικού και λειτουργικού μέρους της ίδιας της απόφασης, είπε τα ακόλουθα στη σελ. 660:

"When the substantive judgment is not being altered, but only the title of the action, it is to my mind quite plain that this court has ample jurisdiction to correct any misnomer or misdescription at any time whether before or after judgment. ............. All that is necessary to be done, which this court has ample power to do, is to alter the title by describing the defendant in the name he now says is his correct name ..."

Και ο Hodson, L.J., συμφωνώντας με την, όπως τη χαρακτήρισε, προσεκτική απόφαση του Denning, L.J., και την ανάλυση του της MacCarthy v. Agard, παρατήρησε στις σελ. 660-661:

"There is, in my view, no question of altering the judgment itself, which could not be done either under the slip rule or under the general power to amend contained in R.S.C., Ord. 28, r. 12,

................................................................................................

I think the wording of that rule is wide enough to cover the amendment of the title and I do not accept the objection which counsel for the defendant has raised, that the rule must necessarily only apply to proceedings before judgment."

Είναι προφανές ότι το Court of Appeal, βασιζόμενο ευρύτερα στην Ο.28 r.12 και τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου, θεώρησε ότι μια τέτοια διόρθωση μπορεί να γίνει στα πλαίσια εκείνα εφ' όσον δεν πρόκειται για αλλαγή της αποφάσεως αυτής καθ' αυτής.  Η O.28 r. 12 προνοεί:

"The court or a judge may at any time, and on such terms as to costs or otherwise as the court or judge may think just, amend any defect or error in any proceedings, and all necessary amendments shall be made for the purpose of determining the real question or issue raised by or depending on the proceedings."

Η O.28 r.12 είναι βέβαια καθ΄όλα πανομοιότυπη με τη δική μας Δ.25 θ.5.  Θεωρούμε ότι η απόφαση στην υπόθεση Bartels τυγχάνει εφαρμογής και στην Κύπρο.  Όπως παρατήρησε δε ο Hodson, L.J., η δικαιοδοσία του δικαστηρίου δυνάμει της εν λόγω διαταγής δεν περιορίζεται σε τροποποιήσεις πριν από την απόφαση.  Η ίδια η διαταγή, εξ άλλου, προνοεί "at any time" και καλύπτει "any proceedings".  Συναφώς, σημειώνουμε και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Επί της αφορώσι την Αίτηση της Cyprus Transport (Taxi) Co Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 294, η οποία αφορούσε αίτημα για έκδοση προνομιακού διατάγματος prohibition απαγορεύοντας στο πρωτόδικο δικαστήριο να επιληφθεί αίτησης για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής μετά από την έκδοση της απόφασης για το λόγο ότι το δικαστήριο εστερείτο σχετικής δικαιοδοσίας.  Η αίτηση για τροποποίηση αφορούσε ακριβώς το όνομα της εναγομένης η οποία στην αγωγή και στην απόφαση αναφέρετο ως "KEM TAXI" ώστε αυτό να διορθώνετο στο πραγματικό της όνομα που ήταν "CYPRUS TRANSPORT (TAXI) CO LTD".  Απορρίπτοντας το αίτημα, ο Δικαστής Παπαδόπουλος είπε στις σελ. 296-297:

"Διαφωνώ με την εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών πως υπάρχει κατάδηλη έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Λευκωσίας και ότι η δικαιοδοσία του εξαντλείται μέχρι της έκδοσης αποφάσεως."

Μετά από αυτό μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί, η αίτηση για διόρθωση του ονόματος της εναγομένης ακούσθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο και, ακολουθώντας την υπόθεση Pearlman και παρά την ένσταση των εναγομένων, επέτρεψε την αιτούμενη διόρθωση, παρατηρώντας ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο για το ίδιο νομικό πρόσωπο.

Είναι η θεωρημένη μας άποψη, υπό το φως των πιο πάνω, ότι η απόφαση στην υπόθεση Pearlman ορθώς εκφράζει τη νομική θέση και στην Κύπρο όπου αφορά την άσκηση της σχετικής εξουσίας του δικαστηρίου δυνάμει της Δ.25 θ.5 καθώς και της συμφυούς εξουσίας του να προβεί σε διόρθωση λανθασμένου ονόματος διαδίκου στην αγωγή (misnomer) και μετά την έκδοση της απόφασης.  Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ως πενταμελούς Εφετείου) στην υπόθεση Orphanides v. Michaelides (1968) 1 C.L.R. 295, η οποία υπήρξε η αφετηρία του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο να αντιστρατεύεται την άποψη αυτή.  Η υπόθεση εκείνη αφορούσε το εντελώς διαφορετικό θέμα που εγείρετο από αίτημα επανακροάσεως της εφέσεως μετά την έκδοση απόφασης επ' αυτής ως κατ' ισχυρισμό λανθασμένης.  Η παρατήρηση του δικαστηρίου στη σελ. 303, ότι μετά την έκδοση απόφασης δεν είναι δυνατή η αλλαγή της εκτός δυνάμει της Δ.25 θ.6, εσκοπείτο να τονίσει το ότι, όπως εξ άλλου παρατήρησε το Δικαστήριο, στην ενώπιον του υπόθεση δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής της Δ.25 θ.6 αλλά ουσιαστικό θέμα αλλαγής της όλης απόφασης.  Το Δικαστήριο σίγουρα δεν ασχολήθηκε με το θέμα που προκύπτει στην περίπτωση misnomer.».

 

Στην υπόθεση Williams & Glyns Bank Ltd v. The ShipMaria(1983) 1 AAΔ 106 υποβλήθηκε αίτηση τροποποίησης, ώστε το όνομα του Ενάγοντα να συνάδει με το νέο όνομα μετά που η εταιρεία επανεγράφη ως δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εκ της αλλαγής που επήλθε στο Αγγλικό Companies Act 1980. Ως εκ τούτου το όνομα του Ενάγοντα άλλαξε σε «Williams and Glyn's Bank Public Limited Company». Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά για την περίπτωση της αλλαγής αυτής:

 

«On the material before me I am satisfied that the plaintiff company has never ceased to exist and that by operation of law, the plaintiff, being "an old company as defined in the law" had to be re-registered under the 1980 Act, as a result of which its original description according to the certificate of re-registration such description being "Williams and Glyn's Bank Plc". The change of such name does not affect or render defective the present legal proceedings which were instituted in the original name of the plaintiff. (See section 19(4) of our Companies Act, Cap. 113 and section 18(4) of the English Companies Act, 1948 (supra) ).».

 

Το Δικαστήριο αφού παράθεσε την Διαταγή 28 θ. 12 των Αγγλικών Θεσμών (αντίστοιχο στη Δ.25 θ. 5 των Θ.Π.Δ. που εφαρμόζονται στην παρούσα) επισήμανε ότι είναι συμπληρωματική στην εξουσία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την Διαταγή 28 θ. 1 των Αγγλικών Θεσμών (αντίστοιχης με την Δ.25 θ. 1 των Θ.Π.Δ. που εφαρμόζονται στην παρούσα) τονίζοντας ότι « It given to the Court a general power for amendment in addition to the powers under rule 1.». Σε σχέση με την διάκριση της Διαταγής 28 και της Διαταγής 16 λέχθηκε ότι «that in the case of a mere misnomer Order 28, rules '1 and 12 come into operation, whereas in the' case of addition 'of new parties either as plaintiffs or defendants, then Order I6 is the one to apply.». Συνεχίζοντας το Δικαστήριο διαχώρισε την περίπτωση της Διαταγής 28 θ.θ. 1 και 12 από την Διαταγή 28 θ. 11 (αντίστοιχη της Δ.25 θ. 5 των εφαρμοστέων παλαιών Θ.Π.Δ. ως εξής:

 

«In the explanatory notes under Order 28; rule 1 in the Annual Practice 1960 Vol. 1 at p. 621 under the heading "Scope of the rule" it reads as follows:

"Thus by rr. 1 and 12 of this Order the Court, or a Judge, at any, time and in such manner and on such terms as may be just, may amend any defect or error in any proceedings and make all such amendments in any indorsement or pleading as may be necessary; while by r. 11 of this Order, he may at any time correct any clerical mistake in any judgment or order, or any error therein arising from any accidental slip or omission".».

 

Ακολούθως αναφέρθηκε στις σημειώσεις στο Annual Practice 1960 σελ. 634 παραθέτοντας τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«"Pearlman (Veneers) S.A. (Pty) v. Bernhard Bartels, [1954] 1 W.L.R. 1457, C.A. (Change of title to correct misdescription Re. Army and Navy Hotel, 31 Ch. D. 645 (error in name of company in winding-up order corrected)

A perusal of Orders 16 and 28 and the notes thereto in the Annual Practice, makes it abundantly clear that whereas Order 16 provides as to who should be the proper parties in civil proceedings and regulates the procedure where a new party has to be added or substituted or where the proceedings are brought in the name of the wrong party as plaintiff or defendant, Order 28 regulates matters pertaining to any necessary amendments of the writ of summons, the indorsement of the writ of summons or the pleadings. The present case is not one of adding a new party or where the action was brought in the name of the wrong plaintiff but a case where the action commenced in the name of the proper plaintiff whose name had to be subsequently amended due to a change in its description effected after the 'institution of the action. Therefore, Order 16, rule 2 is not applicable in the circumstances of the present case; (see Alexander Mountain & Co. v. Rumere Ltd. on appeal [1948] 2 All E. R. 482 at p. 482) and counsel for applicant correctly based this application on Order 28. Irrespective, however, of the provisions of the Rules, correction of a misnomer especially in the circumstances of the present case is a matter within the inherent jurisdiction of the Court. Using the words of Lord Denning M.R. in Nittan v. Solent Steel (supra) a court "Should not allow people to take advantage of a misnomer when everyone knows what was intended."».

 

Όπως γίνεται φανερό από τα πιο πάνω η περίπτωση τροποποίησης του ονόματος Εναγόμενου δύναται να γίνει πριν και μετά την απόφαση δυνάμει των Δ.25 θ.1 και 5 των Θ.Π.Δ. που εφαρμόζονται στην παρούσα, αλλά και συμφώνως της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου. Το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την ουσία της απόφασης που έχει εκδοθεί, αλλά απλά τροποποίησης του ονόματος ενός διάδικου που παραμένει ο ίδιος ένεκα της αλλαγής στο νομικό καθεστώς που το διέπει εκ της θέσπισης του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου του 2017 (Ν.104(Ι)/2017). Η παρούσα περίπτωση δεν θεωρώ ότι διαφέρει από αυτή της Williams & Glyns Bank Ltd v. The ShipMaria, ανωτέρω, όπου επανεγράφηκε εταιρεία ως δημόσια συμφώνως με το νέο νομοθετικό καθεστώς που εισήχθηκε στην Αγγλία με το Companies Act 1980 και προέβλεπε ότι όλες οι δημόσιες εταιρείες θα έπρεπε να επανεγραφούν ως τέτοιες και να προσθέσουν το σχετικό ακρωνύμιο στο όνομα τους. Η ουσία ήταν ότι αποτελούσαν τον ίδιο διάδικο και όχι άλλο και συνεπώς δεν είχαν εφαρμογή οι πρόνοιες της αλλαγής ή προσθήκης διαδίκου αντίστοιχης της Δ.9 θ. 2 των Θ.Π.Δ. Το σημαντικό είναι ότι το Δικαστήριο επισήμανε ότι αυτή η αλλαγή μπορούσε να γίνει και συμφώνως με την σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου και δεν επέρχεται οποιαδήποτε βλάβη από αυτή στην πλευρά του Εναγόμενου. Αυτά αφορούν και την προκείμενη υπό εξέταση περίπτωση.

 

Το επόμενο που χρήζει εξέτασης είναι ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων τι έπραξε η πλευρά της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση για να εξασφαλίσει το διάταγμα ημερ. 14/03/2022 και υπό ποια νομική βάση. Εκ του περιεχομένου της αίτησης ημερ. 18/02/22 διαπιστώνω ότι γίνεται επίκληση της Δ.25, αλλά και της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου. Εκ της ενόρκου δηλώσεως του κ. Σ.Ο. που την συνοδεύει γίνεται αναφορά και παρουσιάζονται ως τεκμήρια 1 & 2 το καταστατικό του Σωματείου και η βεβαίωση ημερ. 11/01/2020, αντίστοιχα. Στην ένορκη δήλωση του Σ.Ο. γίνεται αναφορά στην άδεια εκτέλεσης της απόφασης για 10 έτη από την 16/04/2016, κάτι που δεν αμφισβητείται από την άλλη πλευρά, αλλά και στην έρευνα στον Έφορο Σωματείων όπου διαπιστώθηκε ότι η Εναγόμενοι/Αιτητές, ένεκα του νέου νομοθετικού καθεστώτος, έπαψε να υφίσταται ως Λέσχη και τα μέλη της προχώρησαν σε σύσταση σωματείου που αποτελεί συνέχεια αυτής και στο οποίο μεταβιβάστηκαν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αυτό δηλαδή που επικαλέστηκε είναι ότι η Λέσχη έπαυσε να υφίσταται και συστάθηκε ως συνέχεια της Σωματείο. Όμως εξετάζοντας τα όσα παρατέθηκαν ως μαρτυρία στην ένορκη δήλωση ειδικότερα εκ των παρατιθέμενων τεκμηρίων, ενόψει και του άρθρου 56(1) του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου του 2017 (Ν.104(Ι)/2017), δεν προκύπτει ότι έπαυσε να υφίσταται το πρόσωπο των Εναγομένων/Αιτητών, αλλά δυνάμει επενέργειας του νόμου (by operation of law) και για να αποφευχθεί η διάλυση της Λέσχης έγιναν οι απαραίτητες τροποποιήσεις στο καταστατικό της και μετατράπηκε σε Σωματείο, έστω και αν στο καταστατικό του γίνεται αναφορά σε ίδρυση Σωματείου και όχι σε μετατροπή. Στην ουσία δια του νέου νομοθετικού καθεστώτος η Λέσχη για να αποφευχθεί η διάλυσης της επανεγράφηκε ως Σωματείο δυνάμει του νέου Νόμου διασφαλίζοντας την συνέχεια του. Η τροποποίηση στο όνομα των Εναγόμενων/Αιτητών ως καταγράφεται στο διάταγμα ημερ. 14/03/2020 καλύπτεται τόσο εκ της νομικής βάσης που αναφέρεται στην αίτηση ημερ. 18/02/2022 όσο και εκ των νομικών και πραγματικών δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης. Το ότι εξασφαλίστηκαν διατάγματα για υποκατάσταση διαδίκου με το Σωματείο ως άλλη οντότητα  και άδεια συνέχισης με λήψης μέτρων εκτέλεσης δεν κρίνεται ότι προσθέτει στο οτιδήποτε, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν απότοκο της όποιας τροποποίησης του ονόματος των Εναγόμενων/Αιτητών. Ως εκ τούτου δεν κρίνω ότι θα πρέπει να παρέμβω επί αυτού γιατί οποιαδήποτε τέτοια παρέμβαση προς ακύρωση θα ήταν άνευ ουσίας των πραγμάτων.

 

Τα υπό αναφορά διατάγματα εκδόθηκαν μονομερώς. Τα όσα παρατίθενται στις γραπτές αγορεύσεις και στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς αφορούν στις αιτήσεις δυνάμει της Δ.12 και Δ.40 θ. 8. Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει και διάταγμα για τροποποίηση που θα μπορούσε να δοθεί με την προσκόμιση της κατάλληλης μαρτυρίας δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου. Για το ζήτημα της υποκατάστασης διαδίκου και της άδειας για λήψη μέτρων εκτέλεσης εκ των πραγμάτων δεν προκύπτει επηρεασμός ως έχει ήδη επεξηγηθεί. Το ερώτημα που τίθεται αν το γεγονός ότι εξασφαλίστηκε και το διάταγμα τροποποίησης μονομερώς δύναται να θεραπευτεί ή όχι. Όπως έχει λεχθεί από τον Έντιμο κ. Οικονόμου στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 139/2022 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ROCK AMOUR ESTATE COMPANY LTD κ.α., απόφαση ημερ. 5/10/2022:

 

«Όταν το δικαστήριο επιστρέφει σε ένα διάταγμα το οποίο, αποκλίνοντας από τη φυσική δικαιοσύνη, έδωσε μονομερώς, δεν πράττει τούτο υπό την έννοια ενός επανελέγχου εφετειακής φύσεως, αλλά για να αναθεωρήσει τα πράγματα, αφού ακούσει και την άλλη πλευρά προς αποκατάσταση της θεμελιακής αρχής της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem (δικαίωμα ακρόασης και της άλλης πλευράς).  Αυτή την έννοια έχει λ.χ. η διαδικασία όταν μονομερή διατάγματα ορίζονται επιστρεπτέα, ή όταν ένας διάδικος ζητά από το δικαστήριο να ασκήσει τις εξουσίες του με βάση τη Δ.48 κ.8(4), αναφορικά με διατάγματα που εκδίδονται μονομερώς.».

  

Στην υπό κρίση περίπτωση το διάταγμα τροποποίησης εκδόθηκε μονομερώς χωρίς να εμπίπτει στις περιπτώσεις που δύνανται να εκδοθούν ως τέτοια δυνάμει της Δ.48 θ. 8.(1) των Θ.Π.Δ. Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Πολιτική Έφεση Ε106/2022, Tricor Ltd υπό Εκκαθάριση (Δια του Εκκαθαριστή της Αθανάση Νεοφύτου) ν. Έφορος Φορολογίας – Τμήμα Φορολογίας, απόφαση ημερ. 25/04/2024 του Εφετείου Κύπρου:

 

«Εδώ, το θέμα ήταν εξόχως θεμελιακό - απτόμενο αρχών δικαίου αλλά και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Όπως έχουμε εξηγήσει ανωτέρω, η διαδικασία έκδοσης άδειας για καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον της εφεσειούσας έπρεπε απαρεγκλίτως να επιδοθεί στον εκκαθαριστή (είτε πριν την παραχώρηση της άδειας είτε μετά σε περίπτωση που το διάταγμα ήταν επείγον), ώστε να διασφαλιζόταν το δικαίωμα του να ακουστεί προτού οριστικοποιηθεί  η εν λόγω άδεια. Ο εκκαθαριστής, επαναλαμβάνουμε, για κάθε νόμιμη διαδικασία, εκπροσωπεί τα συμφέροντα του συνόλου των πιστωτών, όχι μόνο του πιστωτή που αποτείνεται για την άδεια.

 

Το Δικαστήριο που παραχώρησε την άδεια, δεν είχε, υπό τις περιστάσεις, τη διακριτική ευχέρεια να το πράξει, ούτε ήταν ζήτημα δικαστικής κρίσης η παραχώρηση τέτοιας άδειας, μονομερώς.».

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα ότι το να προβώ σε τέτοια διαπίστωση καθίσταμαι Εφετείο ομοβάθμου Δικαστηρίου. Αυτό υποδηλώνεται στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης. Ούτε όμως και ότι θα πρέπει να προχωρήσω στον παραμερισμό του διατάγματος ημερ. 14/03/2022, καθότι τα όσα προβάλλονται δια της παρούσας και αφορούν στους λόγους που θα πρέπει να παραμεριστεί έχουν απορριφθεί για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί.

 

Εκτός των ανωτέρω σκέψεων και κρίσεων του Δικαστηρίου στο κάδρο μπαίνει το ζήτημα της ενδεχόμενης καθυστέρησης στην υποβολή του αιτήματος για παραμερισμό. Από την μια προκύπτει ότι δεν τίθεται προθεσμία για υποβολή αίτησης δυνάμει της Δ.48 θ. 8(4) των Θ.Π.Δ. (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 2191), όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η παράλειψη έγκαιρης υποβολής τους αιτήματος παραμερισμού είναι συνυφασμένη με το δικαίωμα ακρόασης μιας υπόθεσης εντός εύλογου χρόνου δυνάμει του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, το οποίο συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας (βλ. Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997, Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984), καθώς και άρρηκτα συνδεδεμένο με την προστασία από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (βλ. Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας ν. Sazen Fast Food Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1283).

 

Στην προκείμενη περίπτωση προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι περί τα τέλη Αυγούστου 2022 ένα σερβιτόρος που εργάζεται στο εστιατόριο Syrian Club, στο οποίο ευρίσκεται η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του Σωματείου, παρέδωσε στον ενόρκως δηλούντα ένα φάκελο μέσα στον οποίο διαπίστωσε ότι ευρίσκονταν 2 έγγραφα, ήτοι η απόφαση ημερ. 23/05/2006 και το διάταγμα ημερ. 14/03/2022. Όλες οι περιστάσεις της κατά παραδοχή επίδοσης ημερ. 03/06/2022, για την εγκυρότητα της οποίας δεν αποφαίνομαι, μέχρι την παράδοση του φακέλου δεν κρίνονται ως επαρκούντως δικαιολογημένα. Ούτε και γιατί η έρευνα στον φάκελο ζητήθηκε να γίνει στις 01/09/2022 και εν τέλει έγινε 12 ημέρες αργότερα στο Πρωτοκολλητείο, ενώ καμία δικαιολογία δεν δίδεται γιατί μετά την έρευνα στον φάκελο προς διαπίστωση των γεγονότων η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 20/10/2022. Η παρατηρηθείσα καθυστέρηση ομολογουμένως αγγίζει στα όρια της κατάχρησης και καθιστά την υπό κρίση αίτηση άνευ ετέρου έκθεση σε απόρριψη.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση εναντίον των Εναγόμενων/Αιτητών όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Υπ.)...............................

                                                                                         Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο