ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: X-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αίτηση/Έφεση: 227/2020

 

Αναφορικά με τον Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμον, Κεφ. 224 και Τροποποιητικούς Νόμους αρ. 3/60 μέχρι 144(Ι)99, άρθρα 50Α, 61 και 80

 

Μεταξύ:

 

Ανδρούλλα Κατσιαρή (Χρίστου), [ ] 26, [ ], [ ]

Αιτήτρια/Εφεσείουσα

-και-

 

1      Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας

2      Τάκης Μεγάλεμος, [ ] 6Α , [ ], [ ]

3      Exxonmobil Cyprus Ltd, Αγίου Προκοπίου 6-8, 2406, Έγκωμη

4      Μέλανη Κυριάκου Κορινού, [ ] 26, [ ], [ ]

5      Παναγιώτα Προκόπη Χατζηπροκόπη, [ ] 26, [ ], [ ]

6      Ευδοκία Χριστοδούλου Ττοππούζη, [ ] 4, [ ], [ ]

Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσίβλητων

 

---------------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 24/05/2024

Εμφανίσεις:

Για Εφεσείουσα/Αιτήτρια: κα Ρ. Φιλίππου για κ.κ. Μ.Χ. Μυλωνάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Για Εφεσίβλητο/Καθ’ ου η Αίτηση 1: κα Τ. Μένοικου για Γενικό Εισαγγελέα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό κρίση αίτηση/έφεση η Αιτήτρια/Εφεσείουσα («η Εφεσείουσα») εξαιτείται διατάγματος που να ακυρώνει την απόφαση ημερ. 15/06/2020 («η απόφαση») του Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας («ο Διευθυντής») με την οποία απέρριψε την ένσταση της κατά της υιοθέτησης των νέων σχεδίων σύμφωνα με το άρθρο 50Α του Κεφ. 224 αναφορικά με το τεμάχιο αρ. [ ], Φ/Σχ. 20/64, Κοκκινοτριμιθιά (τεμάχιο αρ. [ ], τμήμα 11 του κτηματικού σχεδίου με αρ. 2-218-390). Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 50Α, 61, 80 και 85 του Κεφ. 224, στους περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Έγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμούς του 1956, στο άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στα άρθρα 23 και 30 του Συντάγματος, καθώς και στην γενική πρακτική και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Αντίγραφο της απόφασης του Διευθυντή παρατίθεται ως Τεκ. Α.

 

Σε μια συνοπτική παράθεση των λόγων που προβάλλει στην υπό κρίση αίτηση/έφεση η Εφεσείουσα, αποτελεί η θέση περί παράβασης του άρθρου 50Α του Κεφ. 224, η πλάνη περί τα πράγματα, η έλλειψη δέουσας έρευνας, η έλλειψη δέουσας αιτιολογίας που δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τον φάκελο της υπόθεσης, η αδικαιολόγητη έκδοση της απόφασης μετά από πάροδο 23 ετών από την υποβολή της ένστασης κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης, η έκδοση της κατά τρόπο παράνομο και κατά κατάχρηση εξουσίας, καθώς και η παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος, καθότι άνευ αιτιολογίας η Εφεσείουσα αποστερήθηκε άνευ εύλογης αποζημίωσης 123 τ.μ. που προστέθηκαν στο εμβαδόν γειτονικών τεμαχίων. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι ο Διευθυντής παρέλειψε να εξετάσει την υπόθεση τηρώντας τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης βασιζόμενος σε αντικειμενικά κριτήρια και ότι τα νέα σχέδια της περιοχής κατά των οποίων άσκησε ένσταση η Εφεσείουσα βασίστηκαν σε λανθασμένες μετρήσεις και αγνοούν την επιτόπου κατάσταση και ότι αυτά υιοθετήθηκαν με την χρήση συντεταγμένων που δεν λήφθηκαν μέσω δορυφόρου. Επίσης, όπως υποστηρίζει η Εφεσείουσα, η χωρομετρική εργασία που πραγματοποιήθηκε προς υιοθέτηση των νεών σχεδίων της περιοχής είναι εσφαλμένη, καθότι δεν καταδεικνύει σταθερά σημεία μέτρησης όπως αποτυπώνονται στα παλαιά σχέδια, ενώ για την εργασία αυτή χρησιμοποιήθηκαν ανεπαρκή και ανακριβή όργανα μέτρησης. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η Εφεσείουσα παραπονείται ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι εσφαλμένη, αποτελεί η θέση ότι τα νέα σχέδια της περιοχής ουδέποτε κοινοποιήθηκαν ή γνωστοποιήθηκαν στο Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς.

 

Στην ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας, πέραν της υιοθέτησης των λόγων που προβάλλονται στην υπό κρίση αίτηση/έφεση γίνεται αναφορά στην ιδιοκτησία της στο τεμάχιο αρ. [ ], Φ/Σχ. 20/64, Κοκκινοτριμιθιά και παραθέτει αντίγραφο του τοπογραφικού σχεδίου Κοκκινοτριμιθιάς και του τίτλου ιδιοκτησίας. Όπως εξηγεί, περί το 1987 κάποια εταιρεία αιτήθηκε στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας άδεια για διαχωρισμό των τεμαχίων αρ. 173, 174, 176-179, 181-183 και 187, τα οποία συνορεύουν με το τεμάχιο της, η οποία έγινε δεκτή υπό τον όρο ότι το εγγεγραμμένο μονοπάτι που περνούσε από το τεμάχιο της και από άλλα γειτονικά θα γινόταν πεζόδρομος, κάτι που εν τέλει έγινε κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου. Όπως αναφέρει, ο πεζόδρομος αυτός είναι το μοναδικό σημείο πρόσβασης στο τεμάχιο της, επειδή δεν έχει πρόσβαση στον δημόσιο δρόμο και με την δημιουργία του, αλλά και του νέου οδικού δικτύου για διαχωρισμό των οικοπέδων στην περιοχή Κοκκινοτριμιθιάς άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα στον καθορισμό των συνόρων των τεμαχίων από όπου αυτός περνούσε και για να επιλυθούν οι διαφορές αυτές ο Διευθυντής προχώρησε στην υιοθέτηση νέων κτηματικών σχεδίων.

 

Στην ΕΔ της Εφεσείουσας αναφέρεται ότι αυτή υπέβαλε ένσταση κατά των νέων σχεδίων στον Διευθυντή στις 15/12/1997 και ανοίχθηκε προς τον σκοπό αυτό ο φάκελος με αρ. Α11013912/1996 και μετέπειτα ο φάκελος με αρ. Ε.Κ.Λ.5.19.40.3/2018.

 

Η Εφεσείουσα επισυνάπτει ως τεκμήριο 2 το τοπογραφικό σχέδιο του τεμαχίου της που μετονομάστηκε σε τεμάχιο με αρ. [ ] επί κλίμακας 1:2000, στο οποίο υποστηρίζει ότι στα ανατολικά του εμφαίνεται το μονοπάτι που έγινε πεζόδρομος, στα νότια του εμφαίνεται το μέρος που αφαιρέθηκε από αυτό και προστίθεται στο τεμάχιο αρ. 309 (πρώην τεμάχιο αρ. 172) και στο τεμάχιο αρ. [ ] (πρώην τεμάχιο αρ. 171) άνευ λόγου και αιτίας, αφού η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου αρ. [ ] ουδέποτε αμφισβήτησε τα σύνορα των τεμαχίων τους όλα αυτά τα χρόνια. Παραπονείται δε ότι οι επιτόπιες έρευνες του Τμήματος Χωρομετρίας έλαβαν χώρα στις 13/11/2007, 27/09/2018 και 04/12/2018, δηλαδή από την υποβολή της ένστασης μέχρι την έκδοση της απόφασης στις 15/06/2020 μεσολάβησαν πέραν των 23 ετών και παραθέτει ως τεκμήρια 3, 4, 5 και 6 επιστολές του Διευθυντή σε σχέση με τις επιτόπιες έρευνες.

 

Όπως τονίζει η Εφεσείουσα, με την απόφαση του Διευθυντή μειώθηκε το εμβαδόν του τεμαχίου της κατά 123 τ.μ. και όταν την παρέλαβε ζήτησε από το Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς να δει τα νέα κτηματικά σχέδια, οπόταν με έκπληξη πληροφορήθηκε ότι ουδέποτε τους είχαν σταλεί από το Κτηματολόγιο.

 

 

Όπως προβάλλει, κατά τις επιτόπιες έρευνες οι Λειτουργοί του Κτηματολογίου μετρούσαν και τοποθετούσαν οροθέσια χωρίς να λαμβάνουν κανένα σταθερό σημείο μέτρησης όπως τα προηγούμενα σχέδια και δεν ήσαν απόλυτα σίγουροι για τις εν λόγω μετρήσεις, εξ’ ου και χρειάστηκαν 23 έτη για να εξετάσουν την ένσταση της. Επισημαίνει ότι οι Λειτουργοί της Χωρομετρίας κατά τις επιτόπιες έρευνες δεν χρησιμοποίησαν σταθερά σημεία μέτρησης όπως τα παλαιά σχέδια και συντεταγμένες που να λάβουν δορυφορικά και ότι χρησιμοποίησαν εσφαλμένες μετρήσεις και όργανα. Σύμφωνα με την Εφεσείουσα, εκ του λόγου αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αυθαίρετη και αντικανονική.  

 

Στην Ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης του Εφεσίβλητου/Καθ’ ου η Αίτηση 1 εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η υπό κρίση αίτηση δεν έπρεπε να εγείρεται εναντίον του Διευθυντή σύμφωνα με τον Νόμο και τον σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό καθιστώντας αυτόν διάδικο. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η απόφαση είναι νόμιμη, ορθή και αιτιολογημένη, καθώς και ότι δεν προκύπτει ο οποιοσδήποτε λόγος που να καταδεικνύει ότι αυτή ελήφθη εσφαλμένα. Ακόμη, όπως υποστηρίζεται, η ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας δεν αποκαλύπτει λόγο που να καταδεικνύει τις θέσεις που προβάλλει και ότι οι θέσεις της αποτελούν απλώς εικασίες. Σε μια ειδικότερη αναφορά, όπως εγείρεται στην Ένσταση, η απόφαση του Διευθυντή για γνωστοποίηση των νέων σχεδίων σύμφωνα με το άρθρο 50Α του Κεφ. 224 δεν λήφθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα, αλλά με την ορθή και νενομισμένη διαδικασία και πρακτική, ενώ η υιοθέτηση των νέων σχεδίων έγινε εκ της ανάγκης να ετοιμαστούν νέα σχέδια, ώστε να αποσυρθούν τα προηγούμενα σχέδια που είναι λιγότερης ακρίβειας. Σε σχέση με την χωρομετρική εργασία υποστηρίζεται ότι αυτή έγινε με τον απαραίτητο εξοπλισμό. Σύμφωνα με σχετικό λόγο ένστασης, ο Διευθυντής προέβηκε σε όλες τις δημοσιεύσεις, αναρτήσεις και ενημέρωση των επηρεαζόμενων ιδιοκτητών σύμφωνα με το άρθρο 50Α του Κεφ. 224 και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει ή περιορίζει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο το δικαίωμα της Εφεσείουσας σύμφωνα με το άρθρο 23 του Συντάγματος.

 

Στην ένορκη δήλωση του κ. Κυριάκου Αντωνίου, Λειτουργού Β’ στην Υπηρεσία του Κλάδου Χωρομετρίας Λευκωσίας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας («ΕΔ Κ.Α.»), πέραν της επανάληψης της εγειρόμενης προδικαστικής ένστασης, προβάλλεται ότι ο Διευθυντής σύμφωνα με το άρθρο 50Α του Κεφ. 224 μπορεί να διατάξει την υιοθέτηση νέων σχεδίων για οποιαδήποτε πόλη, χωριό ή ενορία ή τμήμα αυτών όπως αυτός καθορίζει σε αντικατάσταση των σχεδίων που είναι σε χρήση είτε αυτά τα νέα σχέδια είναι επί της ίδιας κλίμακας με αυτά που θα αντικατασταθούν είτε επί διαφορετικής κλίμακας. Όπως εξήγησε, όταν γίνει η δημοσίευση ο κύριος ακίνητης ιδιοκτησίας έχει δικαίωμα όπως εντός 60 ημερών από την τελευταία δημοσίευση της Γνωστοποίησης να υποβάλει ένσταση.  Σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση η ΕΔ Κ.Α. αναφέρει τα εξής:

 

·         Η Κοινότητα Κοκκινοτριμιθιάς ήταν η πρώτη Κοινότητα Παγκύπρια όπου εφαρμόστηκε η διαδικασία της υιοθέτησης Νέων Σχεδίων και στις 18/12/1996 ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λευκωσίας έδωσε οδηγίες σύμφωνα με το άρθρο 50Α του Κεφ. 224 για να ανοιχθεί προς τον σκοπό αυτό ο φάκελος με αρ. Α3912/1996.

·         Ότι στις 06/11/1997 έγινε ανάρτηση της Γνωστοποίησης για υιοθέτηση νέων σχεδίων σε περίοπτα μέρη της Κοινότητας Κοκκινοτριμιθιάς, καθώς και στον Πίνακα Ανακοινώσεων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας.

·         Τα αντίγραφα των παλαιών και νέων σχεδίων, καθώς και μηχανογραφημένοι κατάλογοι δόθηκαν στον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς (Τεκμήριο Α και Β).

·         Στις 14/11/1997 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο ημερήσιες εφημερίδες («Μάχη» και «Αγώνα») η Γνωστοποίηση (τεκμήριο Γ).

·         Με την υιοθέτηση των νέων σχεδίων στην Κοινότητα Κοκκινοτριμιθιάς τα στοιχεία των ακινήτων έχουν τροποποιηθεί, όπως εμφαίνονται στον Πίνακα τεμαχίων που παραθέτει και μεταβλήθηκαν τα εμβαδά τους, μεταξύ των οποίων και του επιδίκου της Εφεσείουσας που αποτελούσε το παλαιό αρ. 170 και ότι από έκταση 1.004 τ.μ. στο παλαιό σχέδιο μετατράπηκε στο νέο αρ. 310 και έκταση 881 τ.μ. 

·         Η Εφεσείουσα στις 15/12/1997 απέστειλε γραπτή ένσταση στον Διευθυντή με το παράπονο ότι με την υιοθέτηση των νέων σχεδίων μειώθηκε το εμβαδόν του επίδικου τεμαχίου της (Τεκμήριο Δ).

·         Σε διάφορες ημερομηνίες που παραθέτει έγιναν επιτόπιες εξετάσεις της ένστασης της Εφεσείουσας στην παρουσία Ανώτερων Κτηματολογικών Λειτουργών όπου και έγινε Χωρομετρική εργασία, οριοθέτηση του υπό ένσταση τεμαχίου σύμφωνα με τα νέα δημοσιευθέντα σχέδια και το άρθρο 50Α του Κεφ. 224, ειδικότερα δε έγινε υπόδειξη των οροσήμων με τα οποία σχετίζεται το ακίνητο επί του εδάφους και καθορίστηκε το κοινό σύνορο του με τα γειτονικά του τεμάχια με αρ. 171, 172, 170, 1321 και 1322 (αντίστοιχα των νέων 308, 309, 310, 311 και 312) στο νέο σχέδιο κλίμακας 1:2000 (από κλίμακα 1:5000).

·         Ότι ο Διευθυντής κατά την υιοθέτηση των νέων σχεδίων έλαβε ορθές μετρήσεις από το τριγωνομετρικό δίκτυο της περιοχής που βασίστηκε ο αρχικός κτηματικός χωρομέτρης όταν χωρομετρούσε και κατέγραφε τα σύνορα των εμπλεκομένων τεμαχίων.

·         Ότι η επιτόπου κατάσταση σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη σοβαρά όταν ταυτίζεται και μπορεί να συσχετιστεί με τα εγγεγραμμένα σύνορα των τεμαχίων και ως προς το σχήμα και ως προς την έκταση.

·         Ότι το αποτέλεσμα για την λήψη των συντεταγμένων είναι το ίδιο είτε οι παρατηρήσεις ληφθούν δορυφορικά είτε με επίγεια όργανα μέτρησης, αφού και οι δύο τρόποι είναι μέθοδοι ταχυμετρίας όπου δεν υπεισέρχεται λάθος ένεκα ανθρώπινου παράγοντα επειδή οι μετρήσεις καταχωρούνται στην μνήμη καταγραφής δεδομένων και συντεταγμένων, με την μόνη διαφορά ότι οι δορυφορικοί δέκτες έχουν υπέρτερη ταχύτητα που δεν έχει να κάνει με την ακρίβεια των μετρήσεων.  

·         Ότι τόσο οι δορυφορικές συσκευές όσο και οι επίγειες βασίστηκαν για την εξαγωγή συντεταγμένων των συνόρων στο ίδιο τριγωνομετρικό δίκτυο της περιοχής που αποκλείει λανθασμένη υπόδειξη και επανατοποθέτηση συνόρων.

·         Ότι στα παλαιά σχέδια τα σταθερά σημεία αποδίδονταν γραφικά με σύμβολα και κατά προσέγγιση, όχι υπό κλίμακα για να βοηθήσουν τον τότε κτηματικό χωρομέτρη στον επιτόπου εντοπισμό τους και ότι σημασία έχει η θέση των σταθερών σημείων επί του εδάφους και όχι η απεικόνιση του σημείου επί του σχεδίου.

·         Ότι όλα ανεξαιρέτως τα σταθερά σημεία είναι εξαρτημένα στο τριγωνομετρικό δίκτυο της περιοχής μέσω των οποίων παίρνουν τιμές οι κορυφές των συνόρων των τεμαχίων και ότι αρχικά εντοπίζονται επί του εδάφους και μετά ακολουθεί η οποιαδήποτε χωρομετρική εργασία.

·         Ότι ως βάση των μετρήσεων αποτέλεσε το τριγωνομετρικό δίκτυο της περιοχής που χρησιμοποίησε ο τότε χωρομέτρης κατά τη χωρομετρία των συνόρων όταν κατάρτιζε και δημοσίευε το παλαιό σχέδιο.

·         Ότι τα χωρομετρικά όργανα που χρησιμοποιήθηκαν φέρουν ελεγμένη ακρίβεια και αξιοπιστία, ενώ τα χωρομετρικά εργαλεία από τον άλυσο μέχρι το total station και οι δορυφορικοί δέκτες ελέγχονται ως προς την αξιοπιστία και ακρίβεια τους είτε μέσω των προμηθευτών τους είτε στις βάσεις ελέγχου του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

Όπως αναφέρεται στην ΕΔ Κ.Α., στις 15/06/2020 εκδόθηκε η Απόφαση του Διευθυντή την οποία επισυνάπτει ως Τεκμήριο Ε. Σε σχέση με την καθυστέρηση που υποστηρίζει η Εφεσείουσα, η ΕΔ. Κ.Α. προβάλλει ότι αυτή οφείλεται στην συνοριακή διαφορά που υπήρχε μεταξύ των τεμαχίων αρ. 171 και 172 Φ/Σχ 20/64, τα οποία εμπλέκονται και στην ένσταση και ότι δεν μπορούσαν να εξετάσουν την ένσταση ενώ εκκρεμούσε συνοριακή διαφορά, η οποία ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2016 και έφερε αρ. φακ. ΑΧ1345/2006.

 

Ειδοποίηση περί Πρόθεσης Ένστασης καταχώρησε και η Εφεσίβλητη/Καθ’ ης η Αίτηση 6, στην οποία κατ’ ουσία προβάλλεται ότι η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά του Διευθυντή για την ακύρωση της απόφασης του ημερ. 15/06/2020 και δεν την αφορά προβάλλοντας διάφορους παραπλήσιους με αυτό ισχυρισμούς που δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω.

 

Εκ του φακέλου του Δικαστηρίου προκύπτει ότι καταχωρήθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερ. 03/11/2022, με την οποία παρατίθεται ως τεκμήριο η απόφαση του Διευθυντή, την οποία η Εφεσείουσα θεώρησε ότι δεν είχε επισυνάψει.  Ακολούθως, στις 12/12/2022 εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο δόθηκε άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του κ. Νικόλα Σιεηττάνη, διπλωματούχου Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού για την πλευρά της Εφεσείουσας, κατόπιν σχετικής αιτήσεως ημερ. 22/09/2022. Περαιτέρω, κατά την ίδια ημερομηνία εκδόθηκε διάταγμα αντεξέτασης του Κ.Α. κατόπιν έγκρισης σχετικής περί τούτου αίτησης της Εφεσείουσας ημερ. 22/09/2022, η οποία έλαβε εν τέλει χώρα στις 22/11/2023 με βάση το πρόγραμμα του Δικαστηρίου υπό την παρούσα σύνθεση. Κατά την ημερ. 12/12/22 ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης/Καθ’ ης η Αίτηση 6 προέβηκε σε δήλωση στο Δικαστήριο ότι υιοθετεί την θέση του Διευθυντή μόνο ως προς το κοινό σύνορο μεταξύ του τεμαχίου της Εφεσείουσας και της πελάτιδας του και δεν θα προχωρούσε σε καταχώρηση άλλης ένστασης στην υπό κρίση αίτηση/έφεση.

 

Στις 19/01/2023 καταχωρήθηκε η συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Σιεηττάνη («ΕΔ Ν.Σ.»).

 

Εν συντομία και επί της ουσίας οι θέσεις του συνοψίζονται ως εξής:

 

·         Ότι κατά την επιτόπια εξέταση της περιοχής που πραγματοποίησε ο ίδιος διαπίστωσε ότι η επιτόπια περίφραξη των τεμαχίων αρ. 309 και 310 έχει ως τα παλιά σχέδια.

·         Ότι η Εφεσείουσα του ανέφερε ότι η περίφραξη αυτή έγινε από την Εφεσίβλητη/Καθ’ ης η Αίτηση 6 ιδιοκτήτρια του τεμαχίου αρ. 309, η οποία ουδέποτε διεκδίκησε μέτρα γης στην βόρεια πλευρά του ακινήτου της (νότια αυτού της Εφεσείουσας), αλλά ότι είχε συνοριακή διαφορά με τον ιδιοκτήτη του τεμαχίου αρ. 308. Αυτό προβάλλει ότι επιβεβαιώνεται από τα σχέδια που παραθέτει ως τεκμήριο 5 σε κλίμακα 1:1000, όπου η αμφισβητούμενη μικρή έκταση εμφαίνεται και σχεδόν καθόλου σε αυτό της κλίμακας 1:2000 (τεκμήριο 6).

·         Ότι στο μέρος που είναι σήμερα περιφραγμένο ως τα παλιά σχέδια υπάρχουν ελαιόδεντρα που φύτεψε η Εφεσείουσα πριν από περίπου 50 χρόνια και παραθέτει ως τεκμήριο 7 τοπογραφικό σχέδιο κλίμακας 1:500 στο οποίο αποτυπώνει την θέση της δενδροφύτευσης.   

·         Ότι συγκρίνοντας το εν χρήσει σχέδιο κλίμακας 1:5000 με το σχέδιο κλίμακας 1:2000 διαπιστώνεται ότι στο κοινό σύνορο των τεμαχίων αρ. 310, 309 και 308 των νέων σχεδίων φαίνεται να έχει δημιουργηθεί «ακμή» προς βόρεια, αντίθετα δε, στα παλιά σχέδια η «ακμή» των τεμαχίων 170, 171 και 172 (αντίστοιχοι παλαιοί αριθμοί) που φαίνεται να υπάρχει είναι προς νότια.

·         Ότι συγκρίνοντας τα παλιά με τα νέα σχέδια που υιοθέτησε ο Διευθυντής φαίνεται ότι υπήρξε αλλοίωση ως προς το σχήμα των ακινήτων και επισημαίνει, με τοποθέτηση στο σχέδιο κλίμακας 1:5000 και των νέων σχεδίων κλίμακας 1:2000 σημείων με κόκκινη μελάνη ως Α, Β και Γ στο νότιο σύνορο του τεμαχίου αρ. 308, ότι γίνεται φανερό εξ αυτού ότι δεν συνάδουν μεταξύ τους. Προσθέτει δε την θέση ότι κατά την επιτόπια εξέταση διαπίστωσε ότι η περίφραξη στο βόρειο σύνορο του τεμαχίου αρ. 172 συνάδει σχηματικά με το αρχικό σχέδιο της κλίμακας 1:5000 που αποτελεί τη βάση για την εγγραφή του τεμαχίου και με θέση με κόκκινη μελάνη των σημείων Δ, Ε και Γ στα σχέδια κλίμακας 1:1000, 1:2000 και 1:500 υποστηρίζει ότι η επιτόπου περίφραξη συνάδει με το αρχικό σχέδιο (παλιό) σε αντιπαραβολή με τα νέα σχέδια.

·         Ότι ο Διευθυντής έπρεπε να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι το κοινό σύνορο των τεμαχίων αρ. 170 (Νέο 310) και 172 (Νέο 309) είναι περιφραγμένα ως τα παλιά σχέδια μέχρι και σήμερα, καθώς και το σχήμα των τεμαχίων, τα οποία δεν έπρεπε να αλλάξουν με την υιοθέτηση των νέων σχεδίων, καθώς και ότι τα σύνορα αυτά ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων αρ. 308 και 309.

·         Ότι με αντιπαραβολή των παλαιών και των νέων σχεδίων προκύπτει ότι το τεμάχιο της Εφεσείουσας έχει σμικρυνθεί και ο Διευθυντής δεν δικαιούται με την δημοσίευση των νέων σχεδίων να μετακινήσει τα εγγεγραμμένα σύνορα, εκτός και αν έχει τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους να προβεί σε σχετικές διορθώσεις.

·         Ότι ο Διευθυντής έπρεπε να εφαρμόσει το άρθρο 61 του Κεφ. 224 και να προβεί στις σχετικές διορθώσεις στο νέο σχέδιο έτσι που να μην υπάρχει διαφορά με βάση τα εγγεγραμμένα σύνορα.

 

Κατά την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα Κ.Α. αυτός δήλωσε ότι προέβη σε επιτόπια εξέταση. Απαντώντας το ερώτημα γιατί αφαιρέθηκε από το τεμάχιο της Εφεσείουσας τόσο σημαντική έκταση παρέπεμψε στον Πίνακα της παραγράφου 9 της ένορκης του δήλωσης στην οποία γίνεται αναφορά στα τεμάχια που συνορεύουν με αυτό της Εφεσείουσας, στο εμβαδό τους πριν την επαναχωρομέτρηση και μετά από αυτή. Όπως εξήγησε, το εμβαδόν τους υπολογίστηκε επί Αγγλοκρατίας γιατί τότε ήθελαν άμεσα να τα υπολογίσουν για σκοπούς φορολογίας. Επέμεινε στην θέση του ότι το σχήμα και η έκταση λαμβάνεται σοβαρά υπόψη μόνο όταν ταυτίζεται και μόνο αν την συσχετίσεις με τα εγγεγραμμένα σύνορα. Δηλαδή, όπως εξήγησε, αν υπάρχει περίφραξη διαφορετική του σχήματος του τεμαχίου δεν θα υιοθετηθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως δήλωσε, το σχήμα του τεμαχίου λήφθηκε υπόψη και υποστήριξε ότι ο λόγος της ένστασης της Εφεσείουσας είναι για το εμβαδόν του τεμαχίου της και όχι για το σχήμα του.

 

Στην υπόδειξη του τοπογραφικού σχεδίου κλίμακας 1:5000 και στο κοινό σύνορο μεταξύ του τεμαχίου αρ. 172 και 171 (τα δύο τεμάχια νότια της Εφεσείουσας) συμφώνησε ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή με κλίση προς Νότια, κάτι που υποστηρίζει ότι υπάρχει και στα υιοθετημένα σχέδια. Στην υπόδειξη του τεκμηρίου 6 Α της Ε.Δ. Ν.Σ., που παραθέτει το υιοθετημένο σχέδιο κλίμακας 1:2000 ερωτώμενος αν συμφωνεί ότι στο κοινό σύνορο των τεμαχίων αρ. 309, 310 και 308 υπάρχει μια κλίση προς τα Βόρεια υπέδειξε ότι το σύνορο όπως το έχουν υιοθετήσει είναι από το σημείο Α στο σημείο Β και έχει Νότια κλίση προς το σημείο Γ (όπως έθεσε τα σημεία με κόκκινη μελάνη ο κ. Σιεηττάνης) και ότι αυτό είναι το ίδιο και στο αρχικό σχέδιο και όχι βόρεια. Συμφώνησε με υπόδειξη του τεκμηρίου 7 της ΕΔ Ν.Σ., ήτοι το σχέδιο κλίμακας 1:500 ότι στο σημείο της μαύρης γραμμής μεταξύ του τεμαχίου αρ. 310 και 309 υπάρχουν ελαιόδεντρα, όμως επανέλαβε ότι η επιτόπου κατάσταση λαμβάνεται υπόψη στην περίπτωση που ταυτίζεται και μπορεί να συσχετιστεί με το τεμάχιο προς το σχήμα και την έκταση. Στην προκείμενη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να υιοθετηθούν εστίες και περίφραξη γιατί δεν θα συμφωνούσε με την έκταση και το κτηματολόγιο, καθότι θα μειωνόταν το εμβαδόν του τεμαχίου αρ. 309 και θα αυξανόταν το εμβαδόν του τεμαχίου αρ. 310 της Εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί το σχήμα του τεμαχίου αρ. 309. Επέμεινε ότι δεν διέκρινε ότι πριν υπήρχε Νότια «ακμή» και ότι έχει εξηγήσει τους λόγους που δεν λήφθηκαν αυτά υπόψη στην υιοθέτηση των νέων σχεδίων.

 

Αναφορικά με την καθυστέρηση 23 ετών για να απαντηθεί ένσταση της Εφεσείουσας εξήγησε ότι υπήρξε σε διπλανό τεμάχιο συνοριακή διαφορά και η αιτήτρια σε αυτή καταχώρησε Έφεση. Οι οδηγίες που έλαβαν ήταν να αναμένεται το αποτέλεσμα της Έφεσης και ακολούθως προέκυψε συνοριακή διαφορά μεταξύ των διπλανών τεμαχίων αρ. 171 και 172. Ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να εξετάσουν την ένσταση της Εφεσείουσας. Στην υπόδειξη ότι έπρεπε πρώτα να εξεταστεί η ένσταση της Εφεσείουσας, επειδή επηρεάζει το κοινό σύνορο των τριών τεμαχίων, εξήγησε ότι ο φάκελος της συνοριακής διαφοράς που ανοίχθηκε με βάση το άρθρο 58 (σ.σ. του Κεφ. 224) ήταν ο Α2106/1990 και ακολούθως ο φάκελος Α94/95 για επαπανατοποθέτηση των ορίων των σημείων με βάση τον πρώτο φάκελο του 1990. Στην συνέχεια, όπως ανέφερε, η αιτήτρια του φακέλου κατάθεσε Έφεση στο Δικαστήριο και αναμενόταν η απόφαση και ότι οι δύο αναφερόμενοι φάκελοι επηρέαζαν το κοινό σημείο με την Αιτήτρια με αποτέλεσμα να έπρεπε να ολοκληρωθεί η διαδικασία της Έφεσης και μετά να εξεταστεί η ένσταση της Εφεσείουσας.

 

Το νομικό πλαίσιο που διέπει την υπό κρίση αίτηση/έφεση αποτυπώνεται περιεκτικότατα και ξεκάθαρα στα λόγια του Έντιμου Αλ. Παναγιώτου, Δ.Ε. στην Πολ. Έφεση αρ. 64/2018, Αντώνης Ζαχαρίου Ιωάννου v. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κ.α., απόφαση ημερ. 28/2/2024 ως κατωτέρω:

 

«Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η αίτηση - έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί την μόνη οδό για αναθεώρηση απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου, προκειμένου να ελεγχθεί όχι μόνο η νομιμότητα αλλά και η ορθότητα της απόφασης (βλ. Σάββας Παπαγεωργίου v. Ιωάννη Πατσαλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ 1365). Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση - έφεση στηρίχθηκε στο Άρθρο 80 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου (Κεφ.224) που έχει ως εξής:

 

80. Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγμα ως ήθελε είναι δίκαιο αλλά, κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί οποιουδήποτε ζητήματος σε σχέση με το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, εκτός με έφεση όπως προνοείται στο άρθρο αυτό:

..............................

Σύμφωνα με την νομολογία που έχει ερμηνεύσει το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, το Επαρχιακό Δικαστήριο ακολουθεί τις αρχές με βάση τις οποίες το Διοικητικό Δικαστήριο, προβαίνει σε δικαστικό έλεγχο σε συνάρτηση με διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις στον τομέα του δημόσιου δικαίου (βλ. Αντωνίου ν. Αριστοκλή κα (2016)  1 Α.Α.Δ 1616).

Μεταξύ των λόγων ακύρωσης διοικητικών πράξεων, έχει αναγνωριστεί και η έλλειψη αιτιολογίας της διοικητικής πράξης (βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρίτου ν Κολοσσιάτη κα (2007) 1 Α.Α.Δ 235). Όσον αφορά τις αποφάσεις του Διευθυντή του Κτηματολογίου, η υποχρέωση αιτιολογίας πηγάζει επίσης από τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 των Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών του 1956.

 

Στο ίδιο πλαίσιο μπορούν να ακυρωθούν αποφάσεις του Διευθυντή που είναι αποτέλεσμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας. Από την άλλη, ισχυρισμοί για εμφιλοχώρηση δόλου και αλλότριων κινήτρων στην απόφαση του Διευθυντή δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο του Άρθρου 80 του Κεφ. 224. Στην υπόθεση  Κτωρίδη Έλλη Μιχαήλ ν. Επάρχου Λεμεσού κα (2005) 1 Α.Α.Δ 541, λέχθηκε ότι εάν η αιτήτρια ήθελε να προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή στηριζόμενη σε αλλότρια κίνητρα, θα έπρεπε να καταχωρήσει αγωγή και όχι αίτηση - έφεση (βλ. επίσης Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844).

 

Όμως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης του Διευθυντή όπως συμβαίνει στην διοικητική δίκη, αλλά επεκτείνεται στην ορθότητα της και γενικότερα στις ρυθμίσεις των δικαιωμάτων των διαδίκων με γνώμονα το δίκαιο του πράγματος. Σύμφωνα με την απόφαση Kafieros ν. Theocharous (1978) 1 Α.Α.Δ. 619, το Επαρχιακό Δικαστήριο δύναται σε διαδικασίες αίτησης - έφεσης με βάση το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, να προβεί σε αναψηλάφιση της απόφασης του Διευθυντή, ακολουθώντας συναφείς αρχές προς την αναθεωρητική διαδικασία, δικαιούμενο όμως ταυτόχρονα να υποκαταστήσει με δική του απόφαση, αυτήν του Διευθυντή. Περαιτέρω, το Επαρχιακό Δικαστήριο ερευνά όχι μόνο αν η απόφαση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη και εύλογη υπό τις περιστάσεις αλλά αν ήταν και ουσιαστικά ορθή (Κουμή ν. Κούντουρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1312 και Σάββα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1944, Κουντουριδη κα ν. Νικολάου, 1 Α.Α.Δ (2008) 2008).

 

Τονίζεται εντούτοις ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν θα υποκαταστήσει εύκολα με τη δική του διακριτική ευχέρεια, αυτήν του Διευθυντή εκτός εάν υπάρχουν ισχυροί λόγοι που να αποδεικνύονται με αποδεκτή μαρτυρία και οι οποίοι να συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Η εξουσία του Διευθυντή είναι πράγματι ευρεία σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανονισμούς, ιδιαίτερα γιατί είναι πρόσωπο περισσότερο ικανό σαν ειδικός να αποφασίσει ζητήματα κτηματικής φύσης και το Δικαστήριο στην απουσία συγκεκριμένων και ισχυρών λόγων δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματά του. Σχετική είναι η υπόθεση Κτωρίδη Έλλη Μιχαήλ ν. Επάρχου Λεμεσού και Άλλων (ανωτέρω). Λέχθηκε ότι, παρότι κατά το δικαστικό έλεγχο που προσφέρει το Άρθρο 80 του Κεφ 224 το Δικαστήριο υπεισέρχεται στην ίδια την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή και δεν περιορίζεται στην εξωτερική νομιμότητα της, εντούτοις το βάρος είναι στον εφεσείοντα - αιτητή να καταδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή ως του κατ' εξοχήν αρμόδιου, είναι λανθασμένη. Εγχείρημα όχι ευχερές, που μπορεί να επιτύχει μόνο αν συντρέχουν ισχυροί λόγοι που να το στηρίζουν.

 

Να σημειωθεί επίσης ως προς το διαδικαστικό μέρος της αίτησης - έφεσης ότι σύμφωνα με το Άρθρο 10.3 των Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών του 1956, η ακρόαση της αίτησης - έφεσης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις με δικαίωμα αντεξέτασης ως προνοείται από τη Διαταγή 39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που ίσχυαν κατά τους επίδικους χρόνους εκδίκασης της υπόθεσης.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση του Διευθυντή για υιοθέτηση νέων σχεδίων, στηρίχθηκε στο άρθρο  50 Α (1) του Κεφ 224 που έχει ως εξής:

 

50Α.—(1) Ο Διευθυντής δύναται να διατάξει την υιοθέτηση νέων σχεδίων για οποιαδήποτε πόλη, χωριό ή ενορία, ή για οποιοδήποτε τμήμα πόλης, χωριού ή ενορίας που καθορίζεται από αυτόν, σε αντικατάσταση των σχεδίων που είναι σε χρήση, είτε τα νέα αυτά σχέδια (τα οποία στο εξής στο άρθρο αυτό θα αναφέρονται "ως τα νέα σχέδια") είναι επί της ίδιας κλίμακας όπως αυτά που θα αντικατασταθούν είτε επί διαφορετικής.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 50Α(3) του Κεφ. 224 αν εντός της προθεσμίας εξήντα ημερών από την τελευταία δημοσίευση της γνωστοποίησης των νέων σχεδίων υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση, ο Διευθυντής μελετά αυτή και κοινοποιεί την απόφαση του σχετικά µε αυτή, µε ειδοποίηση που επιδίδεται στο πρόσωπο που υποβάλλει την ένσταση και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο τα έννομα συμφέροντα του οποίου, δυνατό να επηρεάζονται από την ένσταση ή από την απόφαση.

 

Στην υπόθεση Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. Saint Anthony Hills  Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ 1336, λέχθηκε ότι η διαδικασία της υιοθέτησης νέων σχεδίων που γίνεται για σκοπούς εκσυγχρονισμού των στοιχείων κάθε τεμαχίου γης και ακριβέστερου προσδιορισμού των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών, δεν είναι ξεκομμένη και ανεξάρτητη από την διόρθωση των κτηματικών αρχείων, η οποία στην ουσία ακολουθεί την υιοθέτηση των νέων σχεδίων. Είναι ως εκ τούτου σημαντικό να ειδοποιούνται από το Κτηματολόγιο όλα τα επηρεαζόμενα πρόσωπα εντός των προθεσμιών που καθορίζει η οικεία νομοθεσία ως προς την πρόθεση του Διευθυντή για την υιοθέτηση νέων σχεδίων.

Στην υπόθεση Άννας Μ. Ιωάννου ν. Σοφίας Κωνσταντίνου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749

ο Διευθυντής του Κτηματολογίου τροποποίησε κτηματολογικό σχέδιο και τον τίτλο εγγραφής του οικοπέδου της εφεσείουσας, κατ' επίκληση του Άρθρου 61(1)(2) του Κεφ. 224. Η απόφαση του κρίθηκε από το Δικαστήριο ως ορθή, παρόλο που η τροποποίηση επέφερε μείωση κατά 700 τετραγωνικά πόδια στο ακίνητο της εφεσείουσας, και αύξηση της ανάλογης έκτασης στο ακίνητο της εφεσίβλητης. Ουσιαστικά θεωρήθηκε πως με τη διόρθωση, αποκαταστάθηκε η αντιστοιχία μεταξύ της ιδιοκτησίας και της απεικόνισης της στα κτηματολογικά σχέδια, βιβλία και έγγραφα.

Από την πιο πάνω απόφαση συνάγεται ότι, ακόμα και η δημιουργία αρνητικής επίπτωσης στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα κατόχου γης που προκύπτει από τροποποίηση κτηματολογικού σχεδίου, προς αποκατάσταση της αντιστοιχίας μεταξύ της ιδιοκτησίας και της απεικόνισης της στα κτηματολογικά σχέδια, δεν οδηγεί από μόνη της σε ακυρότητα μια τέτοιας απόφασης. Λέχθηκε επίσης στην πιο πάνω υπόθεση ότι τα Άρθρα 61 και 50 του Κεφ. 224 σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους.  Είναι δε αξιοσημείωτο ότι με τον τροποποιητικό Νόμο 16/80, ο Νομοθέτης επεδίωξε να άρει οποιεσδήποτε αμφιβολίες για το εύρος των εξουσιών του Διευθυντή να προβαίνει σε διορθώσεις λαθών και παραλείψεων σε όλα τα βιβλία, σχέδια και εγγραφές του Κτηματολογίου.».

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπό κρίση αίτησης/έφεσης θα πρέπει να επιληφθώ του ζητήματος της εγειρόμενης προδικαστικής ένστασης που προβάλλει ο Εφεσίβλητος/Καθ’ ου η Αίτηση 1 σε σχέση με την συμπερίληψη του Διευθυντή ως διάδικου στην παρούσα διαδικασία. Σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 5 των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Έγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, ο Διευθυντής δεν θα συνενώνεται ως διάδικος εκτός των διαδικασιών των άρθρων 41, 43, 58, 59, 68, 69 και 69A, τα οποία στην ουσία αφορούν στο καταργηθέν Κεφ. 231, ώστε ορθώς ερμηνευόμενων να αντιστοιχούν στα άρθρα 42, 44, 60, 61, 70, 71 και 72 του Κεφ. 224 (βλ. και Papaloizou v. Themistokleous (1957) ΧΧΙΙ C.L.R 177), κάτι που δεν προκύπτει ότι αφορά την υπό κρίση αίτηση/έφεση, αφού αυτή αφορά σε προσβολή της απόφασης του Διευθυντή για απόρριψη της ένστασης της Εφεσείουσας κατά της υιοθέτησης των νέων σχεδίων σύμφωνα με το άρθρο 50Α. Ο Διευθυντής εμφανίστηκε στην διαδικασία και προσέφερε μαρτυρία σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι η απόφαση του δεν πάσχει και μάλιστα έγινε δεκτή άνευ ενστάσεως και η αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα λειτουργού του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Κ.Α., του οποίου είναι η μόνη μαρτυρία που έχω ενώπιον μου για να καταλήξω αν εν τέλει η προσβαλλόμενη απόφαση του Διευθυντή δεν πάσχει. Καμία άλλη πλευρά δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο στηριζόμενη στην εμφάνιση του Διευθυντή, ο οποίος είτε είχε συνενωθεί διάδικος είτε όχι η υπό κρίση αίτηση/έφεση θα του είχε επιδοθεί και θα εμφανιζόταν στην διαδικασία όπως και έπραξε καταχωρώντας ένσταση. Στην προκείμενη περίπτωση σημασία έχει η εγκυρότητα της απόφασης του Διευθυντή. Ως εκ τούτου κρίνω την προδικαστική ένσταση ανεδαφική και ως μη εξυπηρετούσα οτιδήποτε στην παρούσα διαδικασία, ωσαύτως οδηγούμενη σε απόρριψη.

 

Προχωρώ στην εξέταση των λόγων της υπό κρίση αίτησης/έφεσης επισημαίνοντας ότι το βάρος αποδείξεως ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν λανθασμένη το φέρει η Εφεσείουσα (βλ. και Παπαχρυσοστόμου ν. Παπασταύρου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 546). Στα πλαίσια αυτά λαμβάνω υπόψη μου τα όσα παραθέτει στους λόγους που προβάλλονται στην υπό κρίση αίτηση/έφεση στηριζόμενους από την οποιαδήποτε μαρτυρία προσέφερε που να τους στηρίζει, μεταξύ των οποίων και αυτή του εμπειρογνώμονα Ν.Σ.

 

Τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας περί λανθασμένων δεδομένων, ανεπαρκών μετρήσεων και λήψη αυτών από ανακριβή όργανα αποτελούν αόριστες και αυθαίρετες θέσεις. Αντιθέτως, η θέση του Κ.Α. είναι ότι τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν είναι σύγχρονα και ενδεδειγμένα, ενώ στις μετρήσεις δεν τίθεται ζήτημα παρείσφρησης λάθους, όπως επίσης ότι η ακρίβεια και αξιοπιστία τους επιβεβαιώνεται από τους κατασκευαστές και από την βάση ελέγχου μετρήσεων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Άλλωστε, αυτή την θέση της Εφεσείουσας δεν φαίνεται να υποστήριξε ή να επεξήγησε ο εμπειρογνώμονας της Ν.Σ. στην δική του ένορκη δήλωση. Ως εκ τούτου αποδέχομαι τις σχετικές περί τούτου θέσεις της Ένστασης και της ΕΔ Κ.Α. και απορρίπτω τους λόγους υπό 11 και 13.

 

Σε σχέση με τις θέσεις που προβλήθηκαν από την πλευρά της Εφεσείουσας και αποτυπώθηκαν στα όσα ορκίστηκε ο εμπειρογνώμονας Ν.Σ. στην ένορκη του δήλωση παρατηρώ ότι στην ουσία αυτό στο οποίο φέρει ο ίδιος ένσταση και κρίνει ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι λανθασμένη εδράζεται στο ότι η επιτόπου κατάσταση με την ύπαρξη περίφραξης είναι σύμφωνη με το σύνορο μεταξύ του τεμαχίου της Εφεσείουσας (παλαιό 170 και νέο 310) και του νότιου αυτής τεμαχίου αρ. 172 (νέο 309). Επίσης, η θέση του εδράζεται στο ότι συγκρίνοντας το παλιό σχέδιο με τα νέα σχέδια διαπιστώνεται ότι στο κοινό σύνορο των τεμαχίων 310, 309 και 308 (νέα τεμάχια) έχει δημιουργηθεί ακμή προς τα βόρεια, εν αντιθέσει με το παλιό σχέδιο όπου στα ίδια τεμάχια 170, 171 και 172 η ακμή είναι προς τα νότια προβάλλοντας αλλοίωση του σχήματος των τεμαχίων. Κρίνει δε ότι δεν έπρεπε να αλλάξουν με την υιοθέτηση των νέων σχεδίων και να μετακινηθούν τα σύνορα, ότι η ιδιοκτήτρια του νότιου της Εφεσείουσας τεμαχίου αρ. 172 ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή αιτήθηκε συνοριακής διαφοράς και εν κατακλείδι προβάλλει την θέση περί λανθασμένων χειρισμών και ελέγχων κατά την επαναχωρομέτρηση και ότι αγνόησε θεμελιώδεις αρχές του Κυπριακού Ιδιοκτησιακού Καθεστώτος, όπως χαρακτηριστικά ορκίστηκε.

 

Οι πιο πάνω θέσεις στην ουσία εκ της μεταγενέστερης ενόρκου δηλώσεως του Ν.Σ. απαντούν στα όσα παρέθεσε στην δική του ένορκη δήλωση ο Κ.Α. για τον Διευθυντή.

 

Ο Κ.Α. στην δική του ένορκη δήλωση, αλλά και κατά την αντεξέταση του ήταν σαφής και κατηγορηματικός ότι η επιτόπου κατάσταση λαμβάνεται υπόψη όταν συνάδει και ταυτίζεται κατόπιν συσχετισμού με τα εγγεγραμμένα σύνορα και ως προς το σχήμα και ως προς την έκταση. Δηλαδή, όπως εξήγησε, αν υπάρχει περίφραξη διαφορετική του σχήματος του τεμαχίου δεν θα υιοθετηθεί.

 

Όπως δήλωσε ο Κ.Α., τα στοιχεία και τα δεδομένα λήφθηκαν από το τριγωνομετρικό σχέδιο της περιοχής στα οποία βασίστηκε και ο αρχικός κτηματικός χωρομέτρης όταν χωρομετρούσε και κατέγραφε τα σύνορα των εμπλεκόμενων τεμαχίων. Τόνισε δε ότι στα παλαιά σχέδια τα σταθερά σημεία αποδίδονταν γραφικά με σύμβολα και κατά προσέγγιση και όχι υπό κλίμακα, απλά για να βοηθήσουν τον χωρομέτρη στον επιτόπου εντοπισμό τους, τονίζοντας ότι αυτό που έχει σημασία είναι η θέση των σταθερών σημείων επί του εδάφους και όχι η απεικόνιση του σημείου επί του σχεδίου και ότι όλα αυτά τα σταθερά σημεία εξαρτούνται από το τριγωνομετρικό δίκτυο της περιοχής μέσω των οποίων πήραν τιμές οι κορυφές των συνόρων των τεμαχίων και αφού εντοπιστούν επί του εδάφους ακολουθεί η χωρομετρική εργασία.  Δηλαδή αυτό που δήλωσε είναι ότι γίνεται η εξής διαδικασία: λήψη δεδομένων από τριγωνομετρικό σχέδιο περιοχής, εντοπισμός των σταθερών σημείων επί του εδάφους και ακολουθεί χωρομετρική εργασία με σύγχρονα, αξιόπιστα και ακριβή όργανα.

 

Στην απόφαση του Διευθυντή ημερ. 15/06/2020 αναφέρεται ότι κατά την εξέταση της ένστασης της Εφεσείουσας μετά από χωρομετρική εργασία έγινε οριοθέτηση του τεμαχίου της και της υποδείχθηκαν τα ορόσημα με τα οποία καθορίζεται το κοινό σύνορο του τεμαχίου της με τα νέα τεμάχια 311, 312, 308 και 309. Όπως εξηγείται στην απόφαση, ο σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι ο εκσυγχρονισμός των σχεδίων και αρχείων του Τμήματος, ώστε να καθορίζονται ακριβέστερα τα δικαιώματα στην ακίνητη ιδιοκτησία και να υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια στα σχέδια, να εκλείψουν οι αμφισβητήσεις και να γίνει διόρθωση των εμβαδών των τίτλων ιδιοκτησίας. Στα πλαίσια αυτά, όπως εξηγείται, όλα τα τεμάχια υπόκεινται σε διαφοροποίηση των εμβαδών τους υπολογιζόμενα με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια με σύγχρονες μεθόδους και τεχνολογία και η έκταση της γης που καλύπτεται από την εγγραφή του τίτλου ιδιοκτησίας να είναι η έκταση του τεμαχίου που να μπορεί να συσχετισθεί επί του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου.

 

Αυτό το οποίο προκύπτει από την όλη διενεργηθείσα διεργασία δυνάμει του άρθρου 50Α του Κεφ. 224 είναι η διόρθωση των κτηματικών σχεδίων και εγγραφών των τεμαχίων, ώστε να ανταποκρίνονται στην επιτόπου κατάσταση και δεδομένα. Προς τον σκοπό αυτό γίνεται λήψη των δεδομένων και τιμών από το τριγωνομετρικό σχέδιο της περιοχής, ακολούθως γίνεται εντοπισμός επί του εδάφους των οροσήμων και με σύγχρονες μεθόδους γίνεται χωρομετρική εργασία, ώστε τόσο η πραγματική επιτόπου κατάσταση, όχι όμως όπως έχει διαμορφωθεί με τις όποιες άλλες ενέργειες των ιδιοκτητών, αλλά με βάση τα δεδομένα του τριγωνομετρικού δικτύου, αποτυπωθεί και διορθωθεί στα κτηματικά σχέδια υπό όρους αποτύπωσης και εμβαδού. Για τον λόγο αυτό δύνανται να προκύψουν αλλαγές στα υφιστάμενα σχέδια και στα εμβαδά των τεμαχίων ένεκα του εκσυγχρονισμού αυτού και η όποια αφαίρεση τετραγωνικών μέτρων από τίτλο ιδιοκτησίας δεν σημαίνει και αποστέρηση ιδιοκτησίας, η οποία στην πραγματικότητα δεν άνηκε εξ αρχής στον ιδιοκτήτη.

 

Τα όσα μου παρέθεσε η πλευρά της Εφεσείουσας μέσω της ΕΔ Ν.Σ. εστιάστηκαν σε ισχυρισμούς αλλαγής σχήματος, με έμφαση στη δημιουργία ακμής προς τα βόρεια σε αντίθεση με την προγενέστερη ακμή προς τα νότια, την οποία διαπιστώνει και το Δικαστήριο, σε επιτόπου δημιιουργηθείσα κατάσταση που συνάδει με το σύνορο με το παλιό σχέδιο εκ της περίφραξης. Όλα αυτά ως θέσεις του Ν.Σ. όπως και η αόριστη θέση περί λανθασμένων υπολογισμών και ελέγχων που κρίνω ότι στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης και αιτιολόγησης στα πλαίσια της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, ο οποίος δήλωσε ότι προέβηκε σε επιτόπια εξέταση. Δεν μου παρείχε τα οποιαδήποτε επιστημονικώς τεκμηριωμένα δεδομένα ότι οι υπολογισμοί του Διευθυντή στην επιτόπου κατάσταση ήταν λανθασμένοι, ώστε να μην έπρεπε να αποτυπωθούν υπό όρους σχεδίου και τ.μ. όπως κατέληξε αυτός στην απόφαση του. Όλα αυτά αναφέρθηκαν υπό το βάρος απόδειξης του εσφαλμένου της απόφασης του Διευθυντή, το οποίο φέρει η Εφεσείουσα και με την μαρτυρία που προσκόμισε απέτυχε να αποσείσει.

 

Εν αντιθέσει, ο Κ.Α. υπήρξε κατατοπιστικός και επεξηγηματικός στο Δικαστήριο, όπως και στην ένορκη δήλωση του με την οποία επεξήγησε τους λόγους που υπήρχαν οι διαφοροποιήσεις στα παλιά σχέδια και εμβαδά, που επιδίωξε μέσω του άρθρου 50Α του Κεφ. 224 ο Διευθυντής να θεραπεύσει. Δέχομαι την μαρτυρία του στην ολότητά της παρά την επιμονή του να μην αναγνωρίζει κατά την αντεξέταση του την ακμή που εμφαίνεται στα νέα σχέδια προς τα βόρεια εν αντιθέσει της προηγούμενης προς τα νότια, που δεν κρίνω ότι είναι καταλυτικής σημασίας στην προκείμενη περίπτωση. Επισημαίνω ότι όπως έχει κριθεί, η δημιουργία αρνητικής επίπτωσης στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα εκ της τροποποίησης του κτηματολογικού σχεδίου, ώστε να αποκατασταθεί η αντιστοιχία της ιδιοκτησίας και της απεικόνισης στα κτηματολογικά σχέδια, δεν οδηγεί από μόνης της σε ακυρότητα της απόφασης (βλ. Αντώνης Ζαχαρίου Ιωάννου v. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κ.α., ανωτέρω, Άννας Μ. Ιωάννου ν. Σοφίας Κωνσταντίνου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749). Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του ήταν ότι ο Διευθυντής προέβηκε σε εκπόνηση των νέων σχεδίων με σύγχρονα μέσα υπολογισμού για να αποτυπωθεί η επιτόπου κτηματολογική κατάσταση ενεργώντας εντός του πλαισίου του άρθρου 50Α του Κεφ. 224, αντικαθιστώντας το προηγούμενο εν χρήσει σχέδιο που δεν ήταν μεγάλης ακρίβειας και που ετοιμάστηκε κυρίως για φορολογικούς σκοπούς και όχι για τον ακριβή καθορισμό των συνόρων των διαφόρων ιδιοκτησιών (βλ. Χρ. Ιωάννου, Κυπριακό Δίκαιο Ακίνητης Ιδιοκτησίας, 2014, σελ. 61-61). Ούτε έχει καταδειχθεί ότι ο Διευθυντής παραβίασε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Εφεσείουσας, αφού προκύπτει ότι δεν άλλαξε οτιδήποτε επί του εδάφους, παρά την θέση ότι η περίφραξη και τα ελαιόδεντρα ευρίσκονται εδώ και πέραν των 50 ετών σε συμφωνία με τα παλαιά σχέδια, άνευ της οποιασδήποτε διαμαρτυρίας ή διαδικασίας εκ μέρους της ιδιοκτήτριας του τεμαχίου αρ. 172 (Νέο 309). Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης περί μη δέουσας έρευνας, μη δέουσας αιτιολογίας, παρανομίας, υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, αυθαίρετης και αντικανονικής απόφασης, παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, παράβασης του άρθρου 23 του Συντάγματος και λανθασμένης χωρομετρικής εργασίας απορρίπτονται.

 

Πριν προχωρήσω στην τελική κατάληξη, ο λόγος έφεσης που αφορά στην παράλειψη κοινοποίησης και/ή γνωστοποίησης των νέων σχεδίων στο Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς κρίνω ότι καταρρίπτεται από τα όσα περί αντιθέτου προκύπτουν από τα τεκμήρια Α, Β και Γ της ΕΔ Κ.Α., ήτοι ότι έγιναν οι ενδεδειγμένες δημοσιεύσεις και αναρτήσεις. Ως εκ τούτου ο συγκεκριμένος λόγος απορρίπτεται.

Σε σχέση με τον λόγο έφεσης που αφορά στην καθυστέρηση της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης για 23 έτη με την εισήγηση ότι αυτό είναι ενάντια στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη οφείλω να παρατηρήσω ότι όντως υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση της. Η θέση της ΕΔ Κ.Α., αλλά και της σχετικής απάντησης κατά την αντεξέταση της ήταν ότι προέκυψαν συνοριακές διαφορές που έπρεπε να εξεταστούν πρώτα, όπως και η ολοκλήρωση δικαστικής διαδικασίας σε Έφεση που υποβλήθηκε που επηρέαζε τα σύνορα των τεμαχίων. Η αντίθετη υποβολή που τέθηκε ότι έπρεπε να ολοκληρωθεί πρώτα η διαδικασία της ένστασης της Εφεσείουσας δεν μου έχει τεκμηριωθεί παραμένοντας αόριστη θέση, ώστε να καταλήξω στο αντίθετο συμπέρασμα. Εν πάση όμως περιπτώσει, παρά την καθυστέρηση που προκύπτει δεν αντιλαμβάνομαι πως αυτό μπορεί να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη και ότι αυτή είναι λανθασμένη. Ούτε και το γεγονός της καθυστέρησης και της διενέργειας αριθμού επιτόπιων ερευνών στα πλαίσια της εξέτασης της ένστασης καταδεικνύει το λανθασμένο της απόφασης του Διευθυντή, όπως προβάλλει η Εφεσείουσα με την προσθήκη του ισχυρισμού ότι οι λειτουργοί τοποθετούσαν οροθέσια χωρίς να λαμβάνουν κανένα σταθερό σημείο μέτρησης όπως τα προηγούμενα σχέδια και να μην είναι απόλυτα σίγουροι από τις μετρήσεις τους, κάτι που κρίνω ότι καταρρίπτεται από την προσκομισθείσα μαρτυρία από πλευράς Διευθυντή.

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω η υπό κρίση αίτηση/έφεση απορρίπτεται. Ωσαύτως, εκ της απόρριψης επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου/Καθ’ ου η Αίτηση 1 και εναντίον της Εφεσείουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(υπ.)…………………………………

                                                                                         Χ-Μ Καραπατάκης

                                                                                            Επαρχιακός Δικαστής

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο