ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 355/2022

Μεταξύ:

Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, εκ Λευκωσίας

Αιτητές

-και-

Αναφορικά με τους:

1.    ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΜΠΑ (Α.Δ.Τ. [ ]), εκ Λευκωσίας

2.    ΣΟΥΛΛΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Α.Δ.Τ. [ ]), εκ Λευκωσίας

Καθ’ ων η Αίτηση

--------------------------------------------------------------

Αίτηση ημερ. 8/09/22 υπό των Αιτητών για εγγραφή διαιτητικής απόφασης.

Ημερομηνία: 08/01/2024

Εμφανίσεις:

 

Για τους Αιτητές: κα Μαυρομμάτη για κ.κ. Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνέταιροι Δ.Ε.Π.Ε  

Για την Καθ’ ης η Αίτηση 1: κα Γρηγορίου για κ. Χρ. Ματθαίου

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση οι Αιτητές επιδιώκουν να εγγράψουν στην βάση, μεταξύ άλλων, του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85 ως ετροποποιήθηκε, άρθρα 52, 53, του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4, άρθρο 21, του περί Δικαστηρίων Νόμου, N. 14/60, άρθρο 37, των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών, Θ. 79, την απόφαση του Διαιτητή ημερ. 13/02/2006 που εξεδόθηκε υπέρ τους και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση αλληλέγγυα ή/και κεχωρισμένα αναφορικά με το Γραμμάτιο υπ’ αριθμό 434 για ποσό ΛΚ 6.226- (€11.540,22) κεφάλαιο και τόκο προς 9% ετησίως, πλέον ΛΚ 50 (€92,68) έξοδα («η διαιτητική απόφαση»).

 

Στην ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέα Ανδρέου («ΕΔ Ανδρέου»), υπαλλήλου της Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd, η οποία διαχειρίζεται αριθμό χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων των Αιτητών, μεταξύ των οποίων και το επίδικο δάνειο, γίνεται αναφορά σε σειρά συγχωνεύσεων, μεταβιβάσεων εργασιών και μετονομασιών αρχικά της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δένειας με άλλα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα και άλλων συνακόλουθων συγχωνεύσεων και μετατροπών, οι οποίες απέληξαν στην Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, ήτοι την οντότητα που αποτελούσαν οι Αιτητές όταν καταχωρήθηκε η παρούσα. Σημειώνεται ότι δυνάμει σχετικής ειδοποίησης που καταχωρήθηκε στον ηλεκτρονικό φάκελο δυνάμει του άρθρου 18(6) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμου, Ν. 169(Ι)/2015 τα δικαιώματα εκ της διαιτητικής απόφασης μεταβιβάστηκαν στις 07/10/2022 στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ.  

 

Όπως υποστηρίζει η ΕΔ Ανδρέου, στις 13/02/2006 ο διαιτητής κ. Ανδρέας Αντωνιάδης, ο οποίος διορίστηκε από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών εξέδωσε στα πλαίσια της διαφοράς μεταξύ της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δένειας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση την διαιτητική απόφαση αντίγραφο της οποίας παραθέτει ως τεκμήριο 9.  

 

Όπως προβάλλεται, στις 20/07/2022 διαμέσου του ιδιώτη επιδότη κ. Πανίκου Αριστείδου, επιδόθηκε η διαιτητική απόφαση στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 και επισυνάπτεται ως τεκμήριο 10 αντίγραφο της Ειδοποίησης και της ένορκης δήλωσης του επιδότη ημερ. 25/07/2022 (παράγραφος 9 της ΕΔ Ανδρέου). Επίσης, στην παράγραφο 11 της ΕΔ Ανδρέου προβάλλεται ότι η διαιτητική απόφαση κατέστη τελεσίδικη, καθότι έχει παρέλθει ο χρόνος των 21 ημερών για υποβολή έφεσης κατά αυτής, ενώ παραθέτει ως τεκμήριο 12 αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού υπ’ αριθμό [ ], όπου την 31/12/2021 το υπόλοιπο οφειλόμενο ανέρχεται στο ποσό των €38.642,13- υποστηρίζοντας ότι ουδέν ποσό έχει καταβληθεί.

 

Όπως εμφαίνεται στο πρακτικό ημερ. 27/10/2023 η υπό κρίση αίτηση αποσύρθηκε εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 2.

 

Στην Ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης της Καθ’ ης η Αίτηση 1 παρατίθενται σειρά λόγων ένστασης, ομαδοποιούμενων ως ακολούθως:

 

·         Οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, καθώς και ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 1 ουδέποτε ενημερώθηκε για τις μεταβιβάσεις, συγχωνεύσεις και μετονομασίες (1ος & 16ος λόγος).

·         Η υπό κρίση αίτηση είναι δικονομικά άκυρη, ανυπόστατη, αόριστη, δικονομικά αβάσιμη, καθώς και στερούμενη νομικής βάσης (2ος & 7ος λόγος).

 

·         Η επίδικη διαφορά ουδέποτε παραπέμφθηκε σε διαιτησία σύμφωνα με τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, Ν. 22/1985, τον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4, ότι δεν ειδοποιήθηκε νομότυπα η Καθ’ ης η Αίτηση 1 για την έναρξη της διαιτησίας και τον διορισμό του διαιτητή, αλλά ούτε και συμφώνησε ή συγκατατέθηκε στον διορισμό του (3ος, 4ος, 5ος & 6ος λόγος).

 

·         Η διαιτητική απόφαση είναι ασαφής και αόριστη, καθότι διατάσσει την πληρωμή του γραμματίου 434 χωρίς να επισυνάπτεται αυτό ώστε να εξακριβωθεί η ορθότητα του ποσού και δεν είναι σε μορφή, η οποία να μπορεί να εγγραφεί ως απόφαση Δικαστηρίου. Επίσης, ότι η διαιτητική απόφαση δεν καθορίζει το χρόνο εντός του οποίου θα γίνει η πληρωμή και σε ποιόν (8ος, 9ος & 10ος λόγος).

 

·         Με την διαιτητική απόφαση λανθασμένα αποφασίζεται η πληρωμή του Γραμματίου και των τόκων να γίνει «αλληλέγγυα» και όχι «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως» ενώ οι διάδικοι δεν είναι όλα τα πρόσωπα εναντίων των οποίων αυτή εκδόθηκε, παράλειψη για την οποία ουδεμία εξήγηση δίδεται (11ος & 12ος λόγος).

  

·         Η διαιτητική απόφαση κατ’ ισχυρισμό επιδόθηκε στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 μετά την πάροδο 16 και πλέον ετών κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης, που φτάνει στα όρια της κατάχρησης, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστεί η απαίτηση, ενώ οι συνθήκες ζωής της Καθ’ ης η Αίτηση 1 σήμερα έχουν αλλάξει (13ος & 14ος λόγος).

 

·         Ουδέποτε αποστάλθηκαν στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 επιστολές καθυστερήσεων κατά παράβαση του άρθρου 12(1) του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου και δεν γίνεται αναφορά στην υπό κρίση αίτηση για τα τυχόν μέτρα που έχουν ληφθεί εναντίον του Πρωτοφειλέτη και των άλλων Εγγυητών, ούτε και γιατί δεν ζητείται η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης εναντίον τους (15ος & 17ος λόγος).

 

·         Η ένορκη δήλωση που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση είναι προγενέστερη της υπό κρίση αίτησης (18ος λόγος).

 

·         Δεν υπάρχει έγκυρη επίδοση της διαιτητικής απόφασης στην Καθ’ ης η Αίτηση 1, ότι δεν επιδόθηκε σε αυτή προσωπικά και η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης είναι πρόωρη (19ος & 20ος λόγος).  

 

Στην ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση 1 που στηρίζει την Ένσταση προβάλλεται ότι οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, καθότι η επίδικη διευκόλυνση στις 07/10/2022 μεταβιβάστηκε σε άλλο νομικό πρόσωπο, υποστηρίζοντας ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για τις προγενέστερες μεταβιβάσεις, συγχωνεύσεις, διαλύσεις, μεταφορές και μετονομασίες που παραθέτει η ΕΔ Ανδρέου.

 

Περαιτέρω, η Καθ’ ης η Αίτηση 1 αρνείται την νομιμότητα της διαιτητικής απόφασης, υποστηρίζοντας ότι ουδέποτε υπήρξε νόμιμη παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία ή γνώση περί της πρόθεσης έναρξης διαιτητικής διαδικασίας, ότι ουδέποτε της επιδόθηκε ειδοποίηση περί πρόθεσης διορισμού του διαιτητή κ. Α. Αντωνιάδη, καθώς και ότι ουδέποτε συμφώνησε στον διορισμό του ή της δόθηκε η ευκαιρία να εκφέρει την γνώμη της περί τούτου.

 

Στην παράγραφο 5 της ενόρκου δηλώσεως της, η Καθ’ ης η Αίτηση 1 προβάλει τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε της επιδόθηκε η διαιτητική απόφαση και ότι η ισχυριζόμενη επίδοση προς την μητέρα της Εύη Ρούμπα, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη ημερ. 25/07/2022 δεν αποτελεί καλή επίδοση και σε κάθε περίπτωση ότι ουδέποτε διέμενε με την μητέρα της Εύη Ρούμπα, αλλά στο [ ], οδός [ ] 9 όπου και εξακολουθεί να μένει μέχρι σήμερα. Στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης της Καθ’ ης η Αίτηση 1 προβάλλεται ότι δεν έγινε προσωπική επίδοση στην ίδια προσωπικά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καλή επίδοση και ως εκ τούτου η αίτηση εγγραφής είναι πρόωρη, η δε προθεσμία των 21 ημερών για υποβολή έφεσης δεν έχει αρχίσει ακόμη να προσμετρά.   

 

Παραδέχεται δε, ότι δεν έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, όμως αγνοεί αν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό από τον Πρωτοφειλέτη και τους άλλους Εγγυητές για τους οποίους όφειλαν οι Αιτητές να εξηγήσουν γιατί δεν προωθούν εναντίον τους την υπό κρίση αίτηση και αν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό, καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό ασαφή και αόριστη την δική της οφειλή. Αμφισβητεί το υπόλοιπο και την κατάσταση του τεκμηρίου 12 ως αυτό παρατίθεται στην ΕΔ Ανδρέου.

 

Στην παράγραφο 10 της ένορκης δήλωσης της Καθ’ ης η Αίτηση 1 προβάλλεται για πρώτη φορά ισχυρισμός περί αντικανονικότητας της ΕΔ Ανδρέου, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί με λογική βεβαιότητα ως προς τα γεγονότα, ότι δεν έχει προσωπική γνώση των γεγονότων, καθώς και ότι δεν έχει σχέση με την διαιτητική απόφαση ή εξουσιοδότηση από τους από την 07/10/2022 πιστωτές.

 

Εν κατακλείδι, η ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση 1 αναπαράγει τους λόγους ένστασης και ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης.  

 

Στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερ. 07/12/2023 του κ. Ανδρέα Ανδρέου («ΣΕΔ Ανδρέου»), η οποία καταχωρήθηκε κατόπιν διατάγματος ημερ. 04/12/2023 στα πλαίσια ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, αναφέρεται ότι όταν του ανατέθηκε η προώθηση της διαδικασίας για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, ανέτρεξε στον σχετικό φάκελο και ηλεκτρονικό αρχείο που διατηρούν οι Αιτητές για τα σχετικά έγγραφα και εντόπισε την προσωπική κάρτα της Καθ’ ης η Αίτηση 1 ως πελάτη που υπεγράφη εκ μέρους της και αναφέρει ως δηλωθείσα προσωπική διεύθυνση την οδό [ ] 10, [ ] Λευκωσίας, την οποία και παραθέτει ως τεκμήριο 1.

 

Όπως υποστηρίζει η ΣΕΔ Ανδρέου, σε συνέχεια της διαδικασίας ανεύρεσης της εν λόγω διεύθυνσης προώθησε αυτή στους δικηγόρους των Αιτητών και ο ιδιώτης επιδότης προχώρησε με επίδοση της διαιτητικής απόφασης στην μητέρα της Καθ’ ης η Αίτηση 1, καθότι η ίδια δεν ήταν παρούσα εκεί την δεδομένη στιγμή. Τονίζει δε, ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 1 εμφανίζεται στην διαδικασία για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ένεκα επίδοσης που έγινε στην μητέρα της στην ίδια διεύθυνση και ότι μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι με τον ίδιο τρόπο έλαβε γνώση και για την επίδοση της διαιτητικής απόφασης, αφού και οι δύο επιδόσεις έγιναν στο ίδιο πρόσωπο και διεύθυνση.

 

Στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερ. 07/12/2023 του ιδιώτη επιδότη κ. Πανίκου Αριστείδου («ΣΕΔ Αριστείδου»), η οποία καταχωρήθηκε κατόπιν διατάγματος ημερ. 04/12/2023 στα πλαίσια ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου προβάλλεται ότι κατόπιν οδηγιών των δικηγόρων των Αιτητών του ανατέθηκε η επίδοση της διαιτητικής απόφασης στην οδό [ ] 10, [ ] Λευκωσία και ότι στις 20/07/2022 επέδωσε την διαιτητική απόφαση στην οδό αυτή στην μητέρα της Καθ’ ης η Αίτηση 1 έναντι της υπογραφής της γιατί δεν βρήκε εκεί την δεδομένη στιγμή την Καθ’ ης η Αίτηση 1. Περαιτέρω, όπως εξηγεί ο κ. Αριστείδου, η μητέρα της Καθ’ ης η Αίτηση 1 δεν αρνήθηκε να παραλάβει το οποιοδήποτε δικαστικό έγγραφο για λογαριασμό της Καθ’ ης η Αίτηση 1, ούτε κατά την επίδοση της διαιτητικής απόφασης στις 20/07/2022, αλλά ούτε και κατά την επίδοση στις 12/09/2022 της αίτησης εγγραφής ως επιβεβαιώνεται από τις ένορκες του δηλώσεις επίδοσης που ευρίσκονται στον ηλεκτρονικό φάκελο του Δικαστηρίου που φέρουν την υπογραφή της κας Εύης Ρούμπα.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων των δύο πλευρών και τα μέρη παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους.

 

Το άρθρο 52.1(α) του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85 προνοεί ότι όταν προκύπτει διαφορά μεταξύ Συνεργατικής Εταιρείας και μελών, καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους, τότε η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται από την εταιρεία ή από οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα στον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών. Σύμφωνα δε με το εδάφιο 2 του άρθρου 52: 

 

«(2) Ο Έφορος δύναται, με τη λήψη της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:

(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή

(β) να παραπέμπει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις των Θεσμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (6).

………………………………………………………………………………………………………………………………

(4) Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μιας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης.

(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ’ αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Νάπας ν. Άντη Κυριακίδη κ.α.(2008) 1 ΑΑΔ 716  λέχθηκε ότι:

 

«Η διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως απόφαση Δικαστηρίου είναι, κατά την άποψη μας, ζήτημα τύπου. Για να εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου χρειάζεται η εμπλοκή του ιδίου, που αφενός την διατάσσει και ταυτόχρονα την εποπτεύει. Επομένως, η διαιτητική απόφαση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταχωριστεί, να «εγγραφεί" δηλαδή στα αρχεία του πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου, για να προχωρήσει η εκτέλεση της. Γι΄αυτό το σκοπό υπεβλήθη η υπό συζήτηση αίτηση, και μάλιστα επιδόθηκε στους εφεσίβλητους για να προβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε ήθελαν, με αναφορά ασφαλώς μόνο στο επίδικο θέμα, της προώθησης δηλαδή της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης.»

 

Αναφορικά με τα ζητήματα που μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης στην υπόθεση Χατζηγεωργίου Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1 ΑΑΔ 707 αναφέρθηκαν τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι' αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει ο,τιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται.».

 

Στην ίδια απόφαση αναφέρθηκε ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει θέμα νομιμότητας διορισμού του διαιτητή, καθότι το εν λόγω θέμα είναι θέμα ουσίας και εκφεύγει του δικαιοδοτικού πλαισίου της διαδικασίας. Στην υπόθεση Μανώλης  Χριστοφή ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών (2014) 1 ΑΑΔ 1183 λέχθηκε ότι το δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, οφείλει μόνο να διαπιστώσει κατά πόσο αυτή επιδόθηκε, ότι η απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα. Ακόμη και η προφορική γνωστοποίηση αρκεί (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Σωτήρη Δημοσθένους (2000) 1 Α.Α.Δ. 1699) και Μανώλης  Χριστοφή ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών, ανωτέρω).

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης κρίνω ορθό να ασχοληθώ με τον 18ο λόγο Ένστασης που αφορά στην αντικανονικότητα και/ή παρατυπία της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, αφού αυτή χρονολογείται στις 30/08/2022, ενώ η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 08/09/2022. Στην ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση 1 γίνεται απλά επανάληψη του λόγου ένστασης με την περαιτέρω αναφορά ότι το προγενέστερο της ένορκης δήλωσης σφραγίζει και την τύχη της υπό κρίση αίτησης. Στην γραπτή δε αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση 1 ο λόγος αυτός δεν προωθείται, αλλά ούτε και παρατίθεται κάποια ειδική αναφορά προς τεκμηρίωση της θέσης που προώθησε αναφορικά με την χρονολόγηση της ένορκης δήλωσης σε τέτοιου είδους διαδικασίες, χωρίς την οποία δεν θα ήμουν έτοιμος να αποδεχθώ πως δικαιολογείται, για τέτοιο λόγο, να απορρίψω την αίτηση (βλ. σχετικά Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Ιωάννου, (2011) 1 ΑΑΔ 971). Αυτά πάντοτε σε γνώση του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνέπειες των προγενέστερων σε αγωγές ένορκων δηλώσεων για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων (βλ. Halsburys Laws of England (4η έκδοση), Τόμος 24, παρ. 1059, Re Stavros Hotel Apartments Ltd  others (1994) 1 Α.Α.Δ. 836Aναφορικά με την αίτηση της Βαβέλ Μπουτίκ  Λιμιτεδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 947, Perpetti S.P.A v. Lounic Confectionery  Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 960), αλλά και της προσφάτως τροποποιηθείσας πρόνοιας της Δ.39 θ. 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται.

 

Στην παράγραφο 10 της ένορκης δήλωσης Καθ’ ης η Αίτηση 1 προβάλλεται για πρώτη φορά ο ισχυρισμός περί αντικανονικότητας της ΕΔ Ανδρέου και ότι αυτός δεν είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί με λογική βεβαιότητα ως προς τα γεγονότα, ότι δεν έχει προσωπική γνώση των γεγονότων, καθώς και ότι δεν έχει σχέση με την διαιτητική απόφαση ή εξουσιοδότηση από τους από την 07/10/2022 πιστωτές.

 

Εξετάζοντας τους λόγους Ένστασης δεν εντοπίζω ότι εξειδικεύεται συγκεκριμένος περί τούτου λόγος όπως επιτάσσει η νομολογία (βλ. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825, Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92, Yugos Finance BV και Άλλοι ν. Halebay Holdings Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 569). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Αρακελιάν Ανδριανή, διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Harutune L Arakelian ν. Ταμείου Προνοίας του προσωπικού της Marfin Λαϊκή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ και των εξαρτημένων της εταιρειών και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 412:

 

«Δεν συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατ' αρχάς είναι ορθό το παράπονο της Εφεσείουσας ότι από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι δεν συμπεριέλαβαν στην ένστασή τους λόγο ένστασης για την κατ' ισχυρισμό εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εξετάσει ένα τέτοιο λόγο. Δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση των δικηγόρων των Εφεσιβλήτων ότι το θέμα ηγέρθη στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση. Όπως επισημάνθηκε στην Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Χαρίδη (2011) 1B A.A.Δ.825, στην οποία ηγέρθη παρόμοιο θέμα, «κάθε Ειδοποίηση Ένστασης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47 και 'θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους ένστασης' .. Άλλο είναι οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα στην οποία στηρίζονται» (βλ. επίσης Σοφοκλέους v. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 92).».

 

Ως εκ τούτου, η προβολή του σχετικού ισχυρισμού στην ένορκη δήλωση και η απουσία εξειδίκευσης του στο σώμα της Ένστασης της Καθ’ ης η Αίτηση 1 δεν καθιστά δυνατή την εξέταση του από το Δικαστήριο. Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμη και αν εξειδικευόταν σχετικός λόγος Ένστασης πάλι θα υπόκειτο σε απόρριψη. Και εξηγώ.

 

Εξετάζοντας την ΕΔ Ανδρέου παρατηρώ ότι αυτός αναφέρει ότι είναι υπάλληλος της Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd και κατέχει τη θέση του λειτουργού του Τμήματος Ανάκτησης Χρεών, καθώς και ότι η εργοδότης του διαχειρίζεται πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις, συμπεριλαμβανομένης της επίδικης, κατόπιν συμφωνίας με τους Αιτητές, των οποίων χειρίζεται δικαστικές υποθέσεις. Μπορεί ο ενόρκως δηλών να μην είχε γνώση των γεγονότων με προσωπική εμπλοκή εκ της εκδόσεως της διαιτητικής απόφασης ημερ. 13/02/2006, όμως αυτό δεν αποκλείει την υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης διαμέσου της μαρτυρίας του ως πρόσωπο που είχε πρόσβαση στο σχετικό φάκελο και στα έγγραφα των Αιτητών όπως αυτοί προέκυψαν από τις διάφορες συγχωνεύσεις και μεταβιβάσεις εργασιών (βλ. και ΧΧΧ Ρώσσου ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Έφεση αρ. 448/2012 ECLI:CY:AD:2018:A543 και Ζερβού Παναγιώτης και άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημοσία Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192). Όπως προκύπτει από προσεκτική μελέτη του συνόλου της ΕΔ Ανδρέου και των εγγράφων που την συνοδεύουν, ως Λειτουργός χειρισμού δικαστικών υποθέσεων των Αιτητών έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης.

 

Επιπρόσθετα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου ν. Βασίλη Χαραλάμπους κ.α. (2010) 1Β Α.Α.Δ 829, κρίθηκε ότι οι πρόνοιες της Δ.39, θ.2 ικανοποιούνται όπου η πηγή πληροφόρησης του ομνύοντα είναι φανερή και έχει παρουσιαστεί προς έλεγχο του Δικαστηρίου μέσω των επισυναφθέντων σχετικών εγγράφων. Ακόμη, ουδεμία αντικανονικότητα διαπιστώνω στην ΕΔ Ανδρέου και ούτε κάτι το συγκεκριμένο παρατέθηκε για να υποστηρίξει την θέση αυτή. Όσον αφορά δε τη θέση ότι δεν έχει εξουσιοδότηση από τους νέους πιστωτές μετά την μεταβίβαση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την διαιτητική απόφαση, ήτοι την 07/10/2022 επισημαίνω ότι η ημερομηνία καταχώρησης της ΕΔ Ανδρέου είναι η 30/08/2022, δηλαδή πριν την μεταβίβαση στους νέους πιστωτές, κάτι που παρατηρώ εκ της σχετικής ειδοποίησης που καταχωρήθηκε στον ηλεκτρονικό φάκελο δυνάμει του άρθρου 18(6) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμου, Ν. 169(Ι)/2015.

 

Η Καθ’ ης η Αίτηση 1 με τον 1ο λόγο της Ένστασης της προβάλλει ότι οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, ενώ με τον 16ο λόγο υποστηρίζει ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για τις μεταβιβάσεις, συγχωνεύσεις και μετονομασίες. Σε σχέση με την νομιμοποίηση των Αιτητών να προβούν στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης με τα όσα σχετικά τεκμήρια παρατέθηκαν με την ΕΔ Ανδρέου, αλλά και με την ειδοποίηση ημερ. 12/10/2022 σύμφωνα με τον περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και συναφή θέματα Νόμο, Ν. 169(Ι)/2015 κρίνω ότι έχει παρατεθεί το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων και μαρτυρίας, η οποία καταδεικνύει την νομιμοποίηση των Αιτητών να προωθούν την παρούσα διαδικασία εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 1. Εξάλλου, η θέση της Καθ’ ης η Αίτηση 1 περί της έλλειψης νομιμοποίησης των Αιτητών παραμένει γενική και αόριστη και τίποτε το συγκεκριμένο δεν έχει προβληθεί περί τούτου, καθιστώντας τον 1ο λόγο Ένστασης έκθετο σε απόρριψη. Όσον αφορά δε τον 16ο λόγο Ένστασης, τίποτα ειδικότερο δεν προωθείται από την Καθ’ ης η Αίτηση 1 που να επεξηγεί πως η όποια παράλειψη προσωπικής της ενημέρωσης για τις εν λόγω συγχωνεύσεις, μεταβιβάσεις και μετονομασίες επηρεάζει καταλυτικά το δικαίωμα των Αιτητών να προωθούν την υπό κρίση αίτηση, ούτε και έχω παραπεμφθεί σε οποιαδήποτε νομική αρχή που επιτάσσει τέτοια προσωπική ειδοποίηση, αφήνοντας εκ του λόγου αυτού και τον 16ο λόγο Ένστασης έκθετο σε απόρριψη.  

 

Με τον 2ο & 7ο λόγο Ένστασης, η Καθ’ ης η Αίτηση 1 υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αίτηση είναι δικονομικά άκυρη, ανυπόστατη, αόριστη, δικονομικά αβάσιμη, καθώς και στερείται νομικής βάσης. Τίποτα το συγκεκριμένο δεν έχει προωθηθεί επί τούτου, λαμβανομένης υπόψη και της σχετικής νομολογίας που έχει ήδη παρατεθεί αναφορικά με την ανάγκη εξειδίκευσης των λόγων ένστασης (βλ., μεταξύ άλλων, Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη, ανωτέρω). Συνεπώς, οι υπό αναφορά λόγοι Ένστασης απορρίπτονται.

 

Με τους υπ’ αριθμό 3, 4, 5 & 6 λόγους Ένστασης προβάλλεται ότι η επίδικη διαφορά ουδέποτε παραπέμφθηκε σε διαιτησία σύμφωνα με τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, 22/1985, τον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4, ούτε ειδοποιήθηκε νομότυπα η Καθ’ ης η Αίτηση 1 για την έναρξη της διαιτησίας και τον διορισμό του διαιτητή, αλλά ούτε και συμφώνησε η Καθ’ ης η Αίτηση 1 ή συγκατατέθηκε στον διορισμό του. Προς τον σκοπό αυτό υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με την κείμενη νομολογία ζητήματα που άπτονται της διαδικασίας και ουσίας της διαιτητικής απόφασης, ζητήματα διορισμού του διαιτητή, τα όποια ζητήματα προσκομισθείσας μαρτυρίας και ζητήματα δέουσας αιτιολογίας δεν δύνανται να εγερθούν στο παρόν στάδιο (βλ. Χατζηγεωργίου Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς, ανωτέρω), αλλά το μόνο που θα πρέπει να εξετάσει το Δικαστήριο είναι εάν η υπό κρίση αίτηση επιδόθηκε στην Καθ’ ης η Αίτηση 1, εάν η διαιτητική απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε δεόντως σε αυτή (βλ. Μανώλης  Χριστοφή ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών, ανωτέρω). Ως εκ τούτου οι σχετικοί λόγοι Ένστασης απορρίπτονται.

 

Η ίδια απορριπτική κρίση και αιτιολογία ισχύει και για τους λόγους 11 & 12 της Ένστασης της Καθ’ ης η Αίτηση 1, με τους οποίους προβάλλεται ότι με την διαιτητική απόφαση λανθασμένα αποφασίζεται η πληρωμή του Γραμματίου και των τόκων να γίνει «αλληλέγγυα» και όχι «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως» ενώ οι διάδικοι δεν είναι όλα τα πρόσωπα εναντίων των οποίων αυτή εκδόθηκε, παράλειψη για την οποία προβάλλεται πως ουδεμία εξήγηση δίδεται. Για τους ίδιους λόγους κρίνεται ως ζήτημα ουσίας της διαιτητικής απόφασης ο λόγος ένστασης 15 κατά το μέρος του οποίου η Καθ’ ης η Αίτηση 1 προβάλλει ότι ουδέποτε της αποστάλθηκαν επιστολές καθυστερήσεων κατά παράβαση του άρθρου 12(1) του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου. Σε σχέση δε με την θέση ότι δεν γίνεται αναφορά στην υπό κρίση αίτηση για τα τυχόν μέτρα που έχουν ληφθεί εναντίον του Πρωτοφειλέτη και των άλλων Εγγυητών κρίνω ότι αυτό δεν αποτελεί ζήτημα που εξετάζει το Δικαστήριο στα πλαίσια της αρμοδιότητας του να αποφασίσει αν θα εγκρίνει την υπό κρίση αίτηση και προς τον σκοπό αυτό παραπέμπω και πάλι στα όσα έχουν παρατεθεί αναφορικά με το τι εξετάζει το Δικαστήριο στα πλαίσια αιτήσεων της φύσης της υπό κρίση αίτησης (βλ. Μανώλης  Χριστοφή ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών, ανωτέρω). Τα ίδια ισχύουν και για τον 17ο λόγο Ένστασης όπου προβάλλεται ότι δεν εξηγείται το γιατί δεν ζητείται η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης εναντίον του Πρωτοφειλέτη και των άλλων εγγυητών. Συνεπώς, τόσο οι λόγοι Ένστασης 11 & 12, όσο και οι λόγοι Ένστασης 15 & 17 απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι 19 και 20 της Ένστασης της Καθ’ ης η Αίτηση αφορούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν εντός της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάσει σύμφωνα με τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο 22/1985 και την σχετική επί τούτου νομολογία. Συγκεκριμένα, όπως προβάλλει η Καθ’ ης η Αίτηση 1, δεν υπάρχει έγκυρη επίδοση σε αυτή της διαιτητικής απόφασης, ότι δεν επιδόθηκε σε αυτή προσωπικά και η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης είναι πρόωρη, αφού προφανώς εννοεί ότι δεν έχει αρχίσει να προσμετρά η περίοδος των 21 ημερών για καταχώρηση έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/1985, κάτι που εξετάζει το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

 

Εκ του λεκτικού και του πνεύματος του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/1985, ενόψει και της παρατιθέμενης νομολογίας σε σχέση με τον τρόπο που μπορεί να γίνει η γνωστοποίηση μιας διαιτητικής απόφασης δεν κρίνω ότι ο μοναδικός τρόπος για μια τέτοια γνωστοποίηση είναι μόνο δια προσωπικής επίδοσης, αλλά ότι προς τον σκοπό αυτό οποιοσδήποτε άλλος δικονομικά νομότυπος τρόπος επίδοσης εγγράφων σε φυσικά πρόσωπα πληροί την εν λόγω προϋπόθεση. Κατά συνέπεια, κρίνονται ως εφαρμοστέοι οι σχετικοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με την έγκυρη επίδοση νομικών εγγράφων.

 

Ειδικότερα σύμφωνα με την Δ.5 θ.2(1)(ιι) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:   

 

«2. (1) The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left-

(ι) with any member of his family of apparently 16 years and upwards then in his town or village or within the lands thereof……».

 

Στην προκείμενη περίπτωση εκ του τεκμηρίου 10 της ΕΔ Ανδρέου, όπου παρατίθεται η ένορκη δήλωση επίδοσης του ιδιώτη επιδότη κ. Πανίκου Αριστείδου αναφέρεται ότι η επίδοση έγινε στην μητέρα και συγκάτοικο της Καθ’ ης η Αίτηση 1 κα Εύη Ρούμπα. Εκ της ΣΕΔ Ανδρέου, όπου παρατίθεται το τεκμήριο 1 προκύπτει, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι η δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής της Καθ’ ης η Αίτηση 1 είναι η οδός [ ] 10, [ ] Λευκωσίας και όχι αυτή που επικαλείται η ίδια, ήτοι η οδός [ ] 6, [ ], Λευκωσία. Περαιτέρω, η Καθ’ ης η Αίτηση 1 με κανένα τρόπο δεν αμφισβήτησε ότι η μητέρα της παρέλαβε άνευ ενστάσεως την επιδοθείσα διαιτητική απόφαση, αλλά ούτε και παράθεσε το οτιδήποτε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση της, πέραν από τα όσα προβάλλει, που να υποδηλώνει και καταδεικνύει διαφορετική διεύθυνση διαμονής από αυτή που η ίδια φέρεται να δήλωσε στους Αιτητές.

 

Στην υπόθεση Χαράλαμπος Τουμαζή ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Οικονομικών κ.α.(1997) 4 Α.Α.Δ. 745 αποφασίστηκε ότι έννοια της λέξης «οικογένεια» πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη συνήθη χρήση και έννοια της λέξης, χωρίς να δίδονται ερμηνείες παράλογες με παράλογα αποτελέσματα, ενώ κατόπιν σχετικής παραπομπής στο "Σύντομον Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό" - Ελευθερουδάκη για την ερμηνεία της λέξης «οικογένεια» υιοθετήθηκε ο ορισμός ότι «Οικογένεια εν τη στενοτέρα έννοια ομάς αποτελούμενη εκ των δια νομίμου γάμου συνδεομένων γονέων και των τέκνων αυτών, εν τη ευρυτέρα έννοια ομάς περιλαμβάνουσα τους δύο γονείς τα τέκνα των και συζύγους των αρρένων τέκνων και τους τούτων απογόνους. Η μορφή της οικογένειας εξαρτάται από την εκάστοτε μορφή του πολιτισμού έκαστου λαού και εκ των οικονομικών συνθηκών αυτού.».

 

Ως εκ τούτου, ενόψει των ανωτέρω σκέψεων και κρίσεων του Δικαστηρίου, η επίδοση της διαιτητικής απόφασης στην μητέρα της Καθ’ ης η Αίτηση 1, ήτοι σε μέλος της οικογένειας της στην διεύθυνση Κριεζή 10, 1080 Λευκωσία κρίνεται καθόλα νόμιμη, ώστε υπό το σύνολο των περιστάσεων να προκύπτει ότι έχει δεόντως γνωστοποιηθεί σε αυτή στις 20/07/2022 εν τη έννοια του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/1985. Επίσης, είναι αναντίλεκτο ότι αυτή δεν προέβη στην άσκηση του δικαιώματος καταχώρησης έφεσης εντός 21 ημερών σύμφωνα με το άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/1985. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου με τον ίδιο τρόπο επιδόθηκε η υπό κρίση αίτηση στη μητέρα της Καθ’ ης η Αίτηση 1 χωρίς οποιοδήποτε παράπονο και δεν αμφισβητήθηκε ότι δεν εξέφρασε τέτοιο παράπονο και η Καθ’ ης η Αίτηση 1 εμφανίστηκε και εκπροσωπήθηκε δεόντως στην παρούσα διαδικασία, κάτι που ενισχύει την θέση ότι έλαβε  γνώση και για το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης, η οποία επιδόθηκε με τον ίδιο τρόπο. Ως εκ τούτου οι λόγοι Ένστασης υπ’ αριθμό 19 και 20 απορρίπτονται.  

 

Οι λόγοι Ένστασης 8, 9 & 10 άπτονται του περιεχομένου της διαιτητικής απόφασης, της σαφήνειας και του κατά πόσο επιδέχεται εκτέλεσης ως απόφαση Δικαστηρίου. Σε αυτό τον λόγο Ένστασης θα εξετάσω και την σημασία του λεκτικού της διαιτητικής απόφασης για υποχρέωση «αλληλέγγυας» καταβολής του ποσού και όχι «αλληλέγγυας και/ή κεχωρισμένης» υποχρέωσης υπό το πρίσμα ενδεχόμενης ασάφειας. Συγκεκριμένα η Καθ’ ης η Αίτηση 1 προβάλλει ότι η διαιτητική απόφαση είναι ασαφής, αόριστη, καθότι διατάσσει την πληρωμή του γραμματίου 434 χωρίς να επισυνάπτεται αυτό ώστε να εξακριβωθεί η ορθότητα του ποσού και δεν είναι σε μορφή, η οποία να μπορεί να εγγραφεί ως απόφαση Δικαστηρίου. Επίσης, ότι η διαιτητική απόφαση δεν καθορίζει το χρόνο εντός του οποίου θα γίνει η πληρωμή και σε ποιόν. Οι υπό αναφορά λόγοι Ένστασης κρίνονται ανεδαφικοί. Και εξηγώ τον λόγο ως κατωτέρω.

 

Μια διαιτητική απόφαση δεν απαιτείται να είναι διατυπωμένη με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αλλά πρέπει να είναι ξεκάθαρη και σαφής. Όπως εξηγείται στον Halsbury’s Laws of England, Τόμος 2, 3η έκδοση, σελ. 42:  

 

«No particular form of words is requisite for the validity of an award; it may be expressed in such language as the arbitrator or umpire thinks fit provided its meaning is clear. An ambiguous or uncertain award is bad and cannot be enforced».

 

Στην υπόθεση In Wood v. Griffith (1818) 1 Swan 43 at 52 [1814-23] All ER Rep 294 o Lord Eldon LC επισήμανε τα εξής σε σχέση με την ανάγκη το Δικαστήριο να διαπιστώνει ότι μια διαιτητική απόφαση είναι ξεκάθαρη και τελική:

 

«It is extremely clear that every award must be clear and final; but it has, particularly in more modern times, been considered the duty of the Court, in construing an award, to find that it is certain and final; and instead of leaning to a construction, which in effect would destroy nine-tenths of the awards made, if possible to put one consistent sense on all the terms».

 

Μια διαιτητική απόφαση δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά, αλλά πρέπει να της αποδίδεται μια φιλελεύθερη ερμηνεία για να διαπιστώνεται η πραγματική πρόθεση του διαιτητή (βλ. Middlemiss & Could (a firm) v. Hartlepool Corporation (1973 1 All ER 172).

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο του τεκμηρίου 9 της ΕΔ Ανδρέου, ήτοι του αντιγράφου της διαιτητικής απόφασης διαπιστώνω τα εξής:

 

·         Ότι γίνεται αναφορά στην νομική της βάση, ήτοι στους Θεσμούς 78 & 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

·         Ότι γίνεται αναφορά στο όνομα του διορισθέντος διαιτητή κ. Ανδρέα Αντωνιάδη, ο οποίος διορίστηκε για να επιληφθεί της διαφοράς μεταξύ της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δένειας, του Πρωτοφειλέτη και των Εγγυητών που αναφέρονται ονομαστικά, μεταξύ των οποίων και η Καθ’ ης η Αίτηση 1.

·         Ότι γίνεται αναφορά στην απαίτηση αναφορικά με το Γραμμάτιο υπ’ αριθμό 434 για £6.226,00 κεφάλαιο και τόκο προς 9% ετησίως από 13/02/2006 μέχρι εξοφλήσεως.

·          Ότι γίνεται αναφορά στο γεγονός της ειδοποίησης δια επίδοσης στον Πρωτοφειλέτη και στους εγγυητές του, εκτός της Καθ’ ης η Αίτηση 2 εγγυήτριας για την οποία η υπό κρίση αίτηση αποσύρθηκε και εναντίον της οποίας η εταιρεία επιφυλάσσει τα δικαιώματά της.

·         Ότι γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι ουδείς εμφανίστηκε στην διαδικασία.

·         Ότι ο Διαιτητής σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που του παρουσιάστηκαν και κατατέθηκαν από τον κατονομαζόμενο Χ. Παναγιώτου, Γραμματέα των κατά τον ουσιώδη χρόνο Αιτητών, προέβηκε στην έκδοση της διαιτητικής απόφασης με την οποία διέταξε όπως το Γραμμάτιο και οι τόκοι όπως καθορίστηκαν στην απαίτηση πλέον £50 έξοδα πληρωθούν αλληλεγγύως από τον Πρωτοφειλέτη και τους εγγυητές, εκτός της Καθ’ ης η Αίτηση 2, υπογράφοντας ακολούθως και θέτοντας την ημερομηνία και τόπο έκδοσης.

 

Δεν διαπιστώνω ότι εκ των ανωτέρω παρατιθέμενων η διαιτητική απόφαση δεν είναι σαφής και ξεκάθαρη και ότι δεν φέρει τα γνωρίσματα έγκυρης διαιτητικής απόφασης.

 

Σε σχέση δε με την θέση ότι δεν καθορίζεται ο χρόνος πληρωμής, δεν διακρίνω την οποιαδήποτε ασάφεια, αφού τα ίδια ισχύουν και σε περιπτώσεις εκδόσεως δικαστικών αποφάσεων που διατάσσουν την καταβολή ποσού, ήτοι χωρίς την ανάγκη για ρητή αναφορά σε άμεση καταβολή, το οποίο ισχύει εν τη απουσία οποιασδήποτε άλλης ρητής προς το αντίθετο διαταγής.

 

Η αναφορά στην διαιτητική απόφαση σε «αλληλέγγυα» υποχρέωση και όχι σε «αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένη» δεν πάσχει από οποιαδήποτε ασάφεια. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, Vol. 22 (2019) παρ. 431,  

 

«Joint liability arises where two or more persons jointly promise to do the same thing; for instance, B and C jointly promise to pay £100 to A. In the case of a joint promise, there is only one obligation, namely a single payment of £100. Each of B and C is liable for the performance of the whole promise but payment of £100 by one discharges the other…………… Joint and several liability arises where two or more persons join in the same instrument in making a promise to the same person, and at the same time each of them individually makes the same promise to that same promisee; for instance B and C jointly promise to pay £100 to A, but both B and C also separately promise A that £100 will be paid to him by either B or C. Joint and several liability is similar to joint liability in that the co-promisors are not cumulatively liable, so that payment of £100 by B to A discharges CFootnote ».

Στην προκείμενη περίπτωση η αλληλέγγυα ευθύνη της Καθ’ ης η Αίτηση 1 με τα άλλα πρόσωπα που αυτή καθορίζει αφορά σε υποχρέωση καταβολής του κεφαλαίου και των τόκων, την οποία έκαστος αυτών οφείλει να εκπληρώσει, απλά η εκπλήρωση κάποιου εξ αυτών απαλλάσσει στην έκταση εκπλήρωσης, έναντι του δανειστή πάντοτε, τους υπόλοιπους.

 

Αναφορικά με τους λόγους Ένστασης 13 & 14 που αφορούν στον ισχυρισμό περί καταχρηστικής και αδικαιολόγητης καθυστέρησης πέραν των 16 ετών για καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, κατά παράβαση της δίκαιης δίκης, με αποτέλεσμα να έχουν αλλάξει η συνθήκες ζωής της Καθ’ ης η Αίτηση 1 παρατηρώ ότι αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό για να στερήσει το δικαίωμα των Αιτητών από του να προχωρήσουν, έστω και καθυστερημένα με την εγγραφή και στη συνέχεια με την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Όπως έχει αποφασιστεί, δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός στην εγγραφή διαιτητικής απόφασης και κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο (βλ. ΧΧΧ Στυλιανού ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς-Ανάγυιας, Πολ. Έφεση αρ. 92/14, απόφαση ημερ. 22/04/2021), ECLI:CY:AD:2021:A168. Εξάλλου, το ότι οι Αιτητές υποχρεώνονται να αιτηθούν από το Δικαστήριο άδεια για εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης οφείλεται στην παράλειψη της Καθ' ης η αίτηση 1 να εξοφλήσει το χρέος της, για το οποίο παραδέχεται ότι ουδέν ποσό κατέβαλε, ενώ η διαιτητική απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί, καθιστάμενη κατά αυτό τον τρόπο τελική (βλ. άρθρο 52(5) του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και άρθρο 21 του Περί Διαιτησίας Νόμου[1]). Συνεπώς οι λόγοι Ένστασης 13 & 14 απορρίπτονται.

 

Ως εκ των ανωτέρω, μετά και την απόρριψη όλων των εγειρόμενων λόγων ένστασης που προέβαλε η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση 1 και λαμβανομένων υπόψη ότι η διαιτητική απόφαση ημερ. 13/02/2006 που εξεδόθηκε εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 1 από τον Διαιτητή κ. Ανδρέα Αντωνιάδη φέρει τα στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, ότι στις 20/07/2022 γνωστοποιήθηκε στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη κ. Π. Αριστείδου και δεν έχει εφεσιβληθεί εντός 21 ημερών από την γνωστοποίηση καθιστάμενη κατά τον τρόπο αυτό τελική σύμφωνα με το άρθρο 52(2) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, ώστε να δύναται να εκτελεστεί ως απόφαση Δικαστηρίου, κρίνω ότι η υπό κρίση αίτηση έχει επιτυχή κατάληξη. Η κατάληξη του Δικαστηρίου, όπως έχει αιτιολογηθεί, αποτελεί και αιτιολογία για την απόρριψη οποιουδήποτε ενδεχόμενα λόγου ένστασης δεν έχω πραγματευτεί ειδικότερα.

 

Εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος υπό Α της υπό κρίση αίτησης αναφορικά με την Καθ’ ης η Αίτηση 1 και συμφώνως του λεκτικού και περιεχομένου της διαιτητικής απόφασης ημερ. 13/02/2006 που εμπεριέχεται στο τεκμήριο 9 της ΕΔ Ανδρέου ημερ. 30/08/2022. Περαιτέρω, επιδικάζονται δικηγορικά έξοδα υπέρ των Αιτητών και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 1 όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)..................................

                                                                                     Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] « 21. Διαιτητική απόφαση που εκδίδεται με βάση συνυποσχετικό δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου, να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως δικαστική απόφαση ή διάταγμα με την ίδια ισχύ και σε τέτοια περίπτωση δύναται να καταχωρηθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμενο εκείνο της διαιτητικής απόφασης.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο