ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2111/2014

Μεταξύ:

         1.  ΕΛΕΝΗ-ΜΑΡΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΗ-ΠΡΟΜΠΟΝΑ, [ ] 9, Αθήνα

         2.  ΚΕΛΥ-ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΚΟΥΛΑΡΗ, [ ] 9, Αθήνα

Εναγουσών

-και-

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Στασίνου 51, Στρόβολος, Λευκωσία

Εναγόμενη

-------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 25/04/2024

Εμφανίσεις:

Για τις Ενάγουσες: κα Ανδρ. Κλαΐδη με κ. Χρυσάνθου για κ.κ. TTC Temple Court Chambers

Για την Εναγόμενη: κ. Σ. Κόκκινος για κ.κ. Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Εισαγωγή:-

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή αφορούν στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην οποία περιήλθε η Κυπριακή Δημοκρατία και στην κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το έτος 2013. Οι Ενάγουσες είναι μερικές εκ των χιλιάδων ατόμων που είδαν τις καταθέσεις τους να απομειώνονται και για τον λόγο αυτό ήγειραν εναντίον της Εναγόμενης την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή. Ακολουθεί η δική τους ιστορία.

 

Τα δικόγραφα:-

 

Στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης που καταχώρησαν δυνάμει διατάγματος ημερ. 09/07/2019 («ΤΕΑ») οι Ενάγουσες ισχυρίζονται ότι διατηρούσαν με την Εναγόμενη κοινούς προθεσμιακούς τραπεζικούς λογαριασμούς υπ’ αριθμούς [ ] («λογ. 789») και [ ] («λογ. 293») που κατά την 12/03/2013 παρουσίαζαν υπόλοιπο €156.676,62 και €156.973,33 αντίστοιχα («τα υπόλοιπα»). Την 12/03/2013 προβάλλουν ότι εμφανίστηκαν σε υποκατάστημα της Εναγόμενης στα Άνω Πατήσια και υπέγραψαν παν αναγκαίο έγγραφο και εντολές πριν την λήξη τους με σκοπό την πρόωρη ανάληψη και μεταφορά των υπολοίπων σε τραπεζικό λογαριασμό του εξωτερικού υπ’ αριθμό [ ] («λογ. 946»). Προς επιβεβαίωση του ανοίγματος του λογ. 946 εξεδόθηκε έγγραφο ημερ. 12/03/2013 και αρμόδιος υπάλληλος βεβαίωσε την πραγματοποίηση, εκτέλεση και αποστολή των εντολών και οδηγιών στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στην Κύπρο και την ολοκλήρωση τους μέχρι την 15/03/2013. Όπως υποστηρίζουν οι Ενάγουσες, στις 18/03/2013, αφού πληροφορήθηκαν στις 16/03/2013 για την απόφαση απομείωσης των καταθέσεων, μεταξύ άλλων και στην Εναγόμενη, αν και δεν ανησύχησαν, καθότι είχαν δώσει σχετικές εντολές μεταφοράς των χρημάτων τους, εμφανίστηκαν στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στα Άνω Πατήσια για βεβαίωση της μεταφοράς των υπολοίπων στον λογ. 946. Εκεί διαπίστωσαν ότι οι οδηγίες και εντολές τους δεν είχαν εκτελεστεί ένεκα φόρτου εργασίας, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την απομείωση των υπολοίπων και στους δύο λογαριασμούς κατά ποσοστό 47.5% για το ποσό που υπερβαίνει τις €100.000- και συνακόλουθα να υποστούν ζημιά. Καταλογίζουν εξ αυτού αμέλεια στην Εναγόμενη για την παράλειψη εκτέλεσης των εντολών τους με σειρά λεπτομερειών αμέλειας τις οποίες παραθέτουν στην ΤΕΑ. Συναφώς δε, καταλογίζουν στην Εναγόμενη παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων εκ της παραλείψεως των υπαλλήλων της να επιδείξουν την απαιτούμενη λογική φροντίδα και προσοχή.

 

Η απαίτηση των Εναγουσών κατά την ημερομηνία έναρξης της ακρόασης περιορίστηκε για την μεν Ενάγουσα 1 στο ποσό των €36.129- πλέον νόμιμο τόκο από 12/03/2013 και για την Ενάγουσα 2 στο ποσό των €27.544- πλέον νόμιμο τόκο από 12/03/2013.

 

Στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση Εναγόμενης («ΤΥ») πέραν της άρνησης των ισχυρισμών των Εναγουσών προβάλλεται ότι το αρμόδιο υποκατάστημα της Εναγόμενης ουδέποτε παρέλαβε οδηγίες μεταξύ 12/03/2013 και 15/03/2013 και ότι μετά τα γεγονότα του Μαρτίου 2013 οι Ενάγουσες προέβηκαν σε μεταφορές χρημάτων από τους δύο λογαριασμούς στα πλαίσια των περιοριστικών μέτρων στην Ελλάδα με αποτέλεσμα ο λογ. 378 να κλείσει στις 27/01/2014 και ο λογ. 293 να κλείσει στις 28/04/2014.

 

Η Εναγόμενη προβάλλει ότι οι αναφερόμενες οδηγίες ουδέποτε δόθηκαν στην Εναγόμενη και προσθέτει ότι εκ των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν από τις 16/03/2013 από σχετικά Διατάγματα, οι όποιες οδηγίες δεν θα μπορούσαν να εκτελεστούν. Σε μια άλλη θέση η Εναγόμενη προβάλλει ότι οι Ενάγουσες δεν νομιμοποιούνται και/ή κωλύονται να προωθούν την παρούσα αγωγή για απαίτηση πληρωμής χρέους ή υποχρέωσης που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρων διάσωσης με ίδια μέσα και άνευ βλάβης αυτού εγείρουν ζήτημα ματαίωσης της σύμβασης. Επικαλούνται υποχρέωση συμμόρφωσης με τις πρόνοιες των Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013 και της Νομοθεσίας υπό την οποία αυτά εκδόθηκαν και ότι δεν είχαν οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Θέτουν δε και ζήτημα Δικαίου της Ανάγκης προς αντιμετώπιση έκτακτης κατάστασης στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Ν. 17(Ι)/2013 και τα σχετικά υπό αυτού εκδοθέντα Διαταγμάτα παραβιάζουν τις πρόνοιες του Συντάγματος και ζητούν την απόρριψη της αγωγής.

 

Υπό αυτές τις δικογραφημένες θέσεις ξεκίνησε η ακρόαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής στην οποία μαρτυρία έδωσαν οι δύο Ενάγουσες (ΜΕ1 & ΜΕ2) και η κα Χρ. Χατζηπαναγή για την πλευρά της Εναγόμενης (ΜΥ).

 

Προσαχθείσα μαρτυρία:-

 

Η ΜΕ1 κατέθεσε Γραπτή Δήλωση που σημειώθηκε ως Έγγραφο Α’. Σε αυτή αναφέρθηκε στους προθεσμιακούς λογαριασμούς 789 και 293 για 6 μήνες και 3 μήνες αντίστοιχα που διατηρούσαν με την Εναγόμενη και κατάθεσε ως τεκμήριο 1 και τεκμήριο 2 σχετικές καταστάσεις. Αναφέρθηκε στην επίσκεψή της στις 12/03/2013 με την θυγατέρα της Ενάγουσα 2 στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στα Άνω Πατήσια στην Αθήνα με σκοπό την μεταφορά των υπολοίπων σε νέο προθεσμιακό λογαριασμό στην Εναγόμενη στην Ελλάδα με πιο συμφέρον επιτόκιο 6%. Εκεί την πληροφόρησαν ότι έπρεπε να δοθεί γραπτή εντολή μεταφοράς των υπολοίπων και ανοίχθηκε ο λογ. 946. Κατάθεσε ως τεκμήριο 3 «Έντυπο Βεβαίωσης Δέσμευσης Πελάτη για Άνοιγμα Νέας Προθεσμιακής Κατάθεσης με την Λήψη Εισερχόμενου Εμβάσματος» με εντολή ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων μηνών και διατήρηση ελάχιστου ποσού €250. Ακολούθως, όπως αναφέρει, προχώρησαν με την υπογραφή της εντολής μεταφοράς των υπολοίπων, ώστε να γίνει η μεταφορά τους στον νέο λογαριασμό στην Ελλάδα και κατάθεσε ως τεκμήριο 4 αντίγραφο αίτησης για έμβασμα προς την Τράπεζα Κύπρου, υποκατάστημα Κεντρικό Παραλιμνίου που φέρει την υπογραφή της ίδιας και της Ενάγουσας 2, καθώς και του αρμόδιου υπάλληλου κ. Μαυρέλη που διεκπεραίωσε την μεταφορά, ο οποίος τονίζει ότι τις διαβεβαίωσε ότι οι εντολές ανάληψης και μεταφοράς είχαν ολοκληρωθεί και σε κάθε περίπτωση εντός 24 ωρών. Προς τον σκοπό αυτό κατάθεσε ως τεκμήριο 5 αντίγραφο οδηγιών διαχείρισης λογαριασμών κατάθεσης ημερ. 12/03/2013 προς την Εναγόμενη υποκατάστημα Κεντρικό Παραλιμνίου που υποστηρίζει ότι βεβαιώνει την πρόωρη ανάληψη των υπολοίπων και τη μεταφορά στον λογ. 946 και φέρουν την υπογραφή των Εναγουσών, του κ. Μαυρέλη και ενημέρωση της Διεύθυνσης του υποκαταστήματος. Η ΜΕ1 υποστηρίζει ότι ο κ. Μαυρέλης της ανέφερε ότι όλα είχαν τακτοποιηθεί και ότι η μεταφορά θα εμφαίνετο στον νέο λογαριασμό εντός 24 ωρών και όπως περάσει από το υποκατάστημα να πάρει τα έγγραφα του νέου προϊόντος με τις λεπτομέρειες του όποτε ήθελε. Τα όσα κατάθεσε ως τεκμήρια της είχαν δοθεί από το υποκατάστημα Άνω Πατησίων.

 

Παρά το ότι πληροφορήθηκε για το κούρεμα των καταθέσεων ξημερώματα της 16/03/2013 ένοιωθε ανακουφισμένη γιατί είχε πραγματοποιήσει την μεταφορά των υπολοίπων, όμως την 18/03/2013 ενημερώθηκαν από τον κ. Μαυρέλη και την διευθύντρια ότι οι εντολές τους δεν είχαν υλοποιηθεί από την Εναγόμενη στην Κύπρο και πλέον δεν ήταν εφικτό εκ των ληφθέντων μέτρων να υλοποιηθούν. Σε σχέση με την ημερομηνία αυτή εξήγησε ότι είχε μαζευτεί κόσμος έξω από το υποκατάστημα στα Άνω Πατησια με άγριες διαθέσεις και σε κάποια στιγμή ο κ. Μαυρέλης και η διευθύντρια βγήκαν έξω από το υποκατάστημα και της επιβεβαίωσε την μη εκτέλεση των εντολών. Κατάθεσε ως τεκμήριο 6 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού ημερ. 22/09/2021 στο οποίο εμφαίνεται το υπόλοιπο των λογ. 789 και 293 και πως προέκυψε το τελικό ποσό της απομείωσης στο ποσό των €36.129- που μετατράπηκε σε μετοχές, το οποίο διεκδικεί, αφού η Εναγόμενη κατά την τελευταία δεκαετία προέβηκε σε διαδοχική επιστροφή χρημάτων.    

 

Στις αρχές Απριλίου 2013 ισχυρίζεται ότι μετέβηκε με τον δικηγόρο τους στο υποκατάστημα των Άνω Πατησίων, αφού είχαν αποστείλει στον κ. Μαυρέλη και στην διευθύντρια κα Κοσιώνη εξώδικα για προσωπική αμέλεια και μη εκτέλεση των εντολών τους. Στην συνάντηση τους παρακάλεσαν να αποσύρουν την διαδικασία εναντίον τους γιατί ευθυνόταν η Εναγόμενη στην Κύπρο και τους εφοδίασαν με τα έγγραφα του τεκμήριου 7 (1-4) που τους απέστειλαν από την Εναγόμενη στο Παραλίμνι που φαίνεται ότι οι εντολές λήφθηκαν.

 

Κατά την αντεξέταση της απάντησε ότι για τους λογαριασμούς γενικά υπέγραφε η ίδια και μετά περνούσε από το υποκατάστημα η θυγατέρα της Ενάγουσα 2 και υπέγραφε και αυτή, καθώς και ότι ήταν απαραίτητο να υπογράψουν και οι δύο. Παραδέχθηκε ότι το τεκμήριο 3 δεν φέρει την υπογραφή κάποιων εκ των δύο και ότι το τεκμήριο 5 αναφέρεται στον ένα εκ των δύο λογαριασμών, ότι δεν ήξερε για τον άλλο το έντυπο, όμως οι οδηγίες τους αφορούσαν και τους δύο λογαριασμούς. Για το τεκμήριο 3 θεωρεί ότι είναι εντολή για να μεταφερθούν τα χρήματα για να πάνε στην Τράπεζα Κύπρου Ελλάδος και ότι δεν αντιλαμβάνεται από τραπεζικά έγγραφα, καθότι αυτά είναι ζητήματα της τράπεζας.

 

Επέμεινε στη θέση της ότι η θυγατέρα της ήταν μαζί της και υποστήριξε ότι το γεγονός ότι υπέγραφε η ίδια αρκούσε. Όταν την έβαλε στον λογαριασμό ήταν ακόμη ανήλικη και η ίδια εκπροσωπούσε τα πάντα. Όπως δήλωσε, το 2020 πήγε στο υποκατάστημα Παραλιμνίου και μίλησε με τον κ. Νικολάου, ο οποίος την κατατόπισε για τα πάντα. Υπέδειξε δε ότι το υποκατάστημα Παραλιμνίου έλαβε τις εντολές όπως προκύπτει από το τεκμήριο 7. Επίσης, παραδέχθηκε ότι στο τεκμήριο 4 δεν αναγράφει τα ποσά των λογαριασμών, όμως υποστήριξε ότι αφορούσε σε όλα. Αρνήθηκε ότι είχε πληροφόρηση για κούρεμα στην Κύπρο και ανέφερε ότι της είχε προτείνει μια φίλη της ένα προϊόν που ήταν πιο συμφέρον από αυτά που έπαιρνε και ακολούθως ο κ. Μαυρέλης του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου Ελλάδος της πρόσφερε επιτόκιο 6% και αποφάσισε να μην προχωρήσει με το άλλο που της προτάθηκε.

 

Στην υποβληθείσα θέση ότι για κάθε €1- απομείωσης κατάθεσης τους δόθηκαν αντίστοιχης αξίας μετοχές και ότι δεν υπέστηκαν ζημιά απάντησε ότι θα έπρεπε αυτές να ήταν εξαγοράσιμες για να μπορούν να τις κάνουν ό,τι ήθελαν, όμως δεν μπορούσαν και ήταν κοροϊδία, μέχρι που μετατράπηκαν σε €0.01 έκαστη.

 

Όπως δήλωσε, την ενδιέφερε μετά την μεταφορά των χρημάτων να μείνουν οι λογαριασμοί ενεργοί για μελλοντική συνεργασία με το υπόλοιπο των €250-. Για την υπόδειξη ότι εκ του τεκμηρίου 8 προκύπτει ότι γνώριζε για τις δυσοίωνες προβλέψεις στην Κυπριακή οικονομία απάντησε ότι αυτά τα γνώριζε η σύμβουλος και όχι η ίδια. Επεξηγώντας τι εννοούσε ότι ανακουφίστηκαν όταν έμαθε για το κούρεμα γιατί θεωρούσε ότι εκτελέστηκαν οι εντολές τους είπε ότι ο λόγος ήταν επειδή η Τράπεζα Κύπρου Ελλάδας είναι ξεχωριστή από την Κύπρο και ανήκει στο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας. Όπως δήλωσε, εκ της εμπειρίας της και από ό,τι της έλεγαν το έμβασμα ήθελε 24 ώρες να εκτελεστεί το πολύ.

Στην υποβληθείσα θέση ότι οι εντολές δεν εκτελέστηκαν γιατί δεν λήφθηκαν από το υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στο Παραλίμνι παράπεμψε στο τεκμήριο 7 και στα ίχνη στο φαξ που προέρχονται από την Εναγόμενη στο Παραλίμνι. Για την θέση ότι η Εναγόμενη δεν είχε άλλη εκλογή από το να εφαρμόσει τα Διατάγματα αντίτεινε ότι η μεταφορά ζητήθηκε πριν από το κούρεμα. Εν συνεχεία υπέδειξε ότι αφού η Εναγόμενη έλαβε εντολές την Τρίτη  όφειλε να τις εκτελέσει και αν δεν μπορούσε έπρεπε να τους ειδοποιήσει να το ξέρουν. Επέμεινε στην θέση της ότι ο κ. Μαυρέλης της πρότεινε το νέο προϊόν με επιτόκιο 6%, υπέγραψαν, δόθηκαν οι εντολές στο υποκατάστημα Παραλιμνίου και της είπε ότι εντός 24 ωρών θα μπουν τα λεφτά και ότι όποτε ήθελε να περάσει για να της δώσει το πακέτο του νέου προϊόντος. Το ότι δεν εκτελέστηκαν οι εντολές της το είπε και ο κ. Νικολάου όταν επισκέφθηκε το υποκατάστημα Παραλιμνίου μέσα στην περίοδο της πανδημίας covid-19, ο οποίος της εξήγησε πως έγινε το κούρεμα και ότι αυτό έγινε και σε άλλες περιπτώσεις.

 

H Ενάγουσα 2 κατάθεσε γραπτή δήλωση ως Έγγραφο Β’. Σε αυτή επιβεβαιώνει ότι κατείχε με την μητέρα της Ενάγουσα 1 τους κοινούς λογαριασμούς, οι οποίοι με την ολοκλήρωση του κουρέματος έγιναν ατομικοί/προσωπικοί. Όπως υποστηρίζει, την 12/03/2013 συνόδευσε την Ενάγουσα 1 στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στα Άνω Πατήσια στην Αθήνα. Τις όποιες αποφάσεις για τους λογαριασμούς τις λάμβανε με την μητέρα της κατόπιν επενδυτικής συμβουλής της κας Σωτηράκη. Δεν θυμόταν αν την εν λόγω συμβουλή για το νέο επενδυτικό προϊόν με υψηλότερο επιτόκιο την έλαβε από την επενδυτική σύμβουλο ή από τον κ. Μαυρέλη. Όταν εξήγησαν στον κ. Μαυρέλη ότι επιθυμούσαν την μεταφορά των χρημάτων σε νέο προθεσμιακό λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα τους ανέφερε ότι έπρεπε να δοθεί γραπτή εντολή για μεταφορά των διαθέσιμων υπολοίπων και για άνοιγμα νέου λογαριασμού στον οποίο θα λάμβαναν 6% αντί 3.1% ή 3.9% της Κύπρου και ότι για να μην κλείσουν οι λογαριασμοί θα έπρεπε να παραμείνει σε κάθε λογαριασμό υπόλοιπο €250-. Ο κ. Μαυρέλης ετοίμασε τα έγγραφα, τα οποία τους ανέφερε ότι χρειάζονταν υπογραφή για να διεκπεραιωθούν οι εντολές τους και αφού τα υπέγραψαν τόσο η μητέρα της, όσο και η ίδια, ο κ. Μαυρέλης ανέφερε στην μητέρα της ότι είχε γίνει η ανάληψη και η μεταφορά των υπολοίπων στον νέο τραπεζικό προθεσμιακό λογαριασμό στην Ελλάδα και θα εμφανίζονταν το πολύ την επόμενη μέρα και ότι όποτε ήθελαν να περάσουν για να πάρουν τα έγγραφα του προϊόντος. Όπως αναφέρει, τους παραδόθηκαν μόνο τα έγγραφα που αφορούσαν την ανάληψη και μεταφορά των χρημάτων.

 

Στην συνέχεια αναφέρει τα όσα υποστηρίζει και η Ενάγουσα 1 σε σχέση με την επίσκεψη τους στο υποκατάστημα των Άνω Πατησίων στις 18/03/2013 ήρεμες ότι γλύτωσαν από το κούρεμα για να πληροφορηθούν ότι οι εντολές τους δεν είχαν εκτελεστεί και ότι οι λογαριασμοί τους απομειώθηκαν. Για όσα άλλα ακολούθησαν πέραν της εντολής έγερσης της παρούσας αγωγής δεν γνωρίζει. Κατέθεσε ως τεκμήριο 9 και τεκμήριο 10 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού με ημερ. εκτύπωσης την 08/12/21 που εξασφάλισαν κατά την επίσκεψη τους στο υποκατάστημα της Εναγόμενης, της διαμόρφωσης της απομείωσης που αφορούν την ίδια και την μητέρα της αντίστοιχα, τα οποία τους παρέδωσε προσωπικά ο κ. Νικολάου. Ως τεκμήριο 11 κατέθεσε αντίγραφο κατάστασης πελάτη μετά το Διάταγμα που εμφανίζει τον αριθμό μετοχών 27.544 που της παραχωρήθηκαν μετά την απομείωση και πρόσθεσε ότι ο κ. Νικολάου παραδέχθηκε ότι έλαβαν τις εντολές από την Ελλάδα, όμως δεν τις εκτέλεσαν, όπως έκαναν και σε άλλους. Υποδεικνύει ότι στις καταστάσεις λογαριασμών εμφαίνεται ότι τα υπόλοιπα παρέμειναν στους λογαριασμούς μέχρι την 26/03/2013 και δεν υπέστηκαν απομείωση, ενώ στις 28/04/2013 διαπιστώνεται η απομείωση. Εν συνεχεία παραθέτει το πως έγινε αρχικά η απομείωση στους λογαριασμούς και για τον δικό της λογαριασμό, όπως διαμορφώθηκε εκ του διαχωρισμού τους, με επιστροφή χρημάτων τα 10 προηγούμενα χρόνια, ώστε η τελική απομείωση που μετατράπηκε σε μετοχές μηδαμινής αξίας ανήλθε στο ποσό των €27.544-, το οποίο απαιτεί πλέον τόκους από 12/03/2013.

 

Σε περαιτέρω κυρίως εξέταση η ΜΕ2 ανέφερε ότι ο κ. Νίκος Νικολάου τους εξήγησε το πως έγινε η απομείωση και τους αριθμούς όταν επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Παραλίμνι. Το 2013 δήλωσε ότι ήταν 19 ετών και ότι στις 18/03/13 ήταν παρούσα με την μητέρα της και τον δικηγόρο τους κ. Καλογραιάκη στο υποκατάστημα Άνω Πατησίων, όπου ο κόσμος ήταν αγριεμένος και πετούσε πέτρες. Στο τεκμήριο 7(2) αναγνώρισε την δική της υπογραφή και της μητέρας της, στο τεκμήριο 7(3) αναγνώρισε την υπογραφή της μητέρας της και την υπογραφή και σφραγίδα του κ. Μαυρέλη. Όπως είπε τα έγγραφα του τεκμήριου 7 τα εξασφάλισε η μητέρα της στην παρουσία της από τον κ. Μαυρέλη.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι για ανάληψη από τους λογαριασμούς χρειαζόταν η υπογραφή και των δύο συνδικαιούχων και ότι έπρεπε να δοθεί προειδοποίηση για να πάρουν τα χρήματα. Με την οικονομική σύμβουλο κα Σωτηράκη ανέφερε ότι η μητέρα της είχε προσωπική συνεργασία και ότι ο κ. Μαυρέλης τους έκανε καλύτερη πρόταση για επιτόκιο 6%. Δεν ήξεραν ότι θα γινόταν κούρεμα, αλλιώς δεν θα ευρίσκονταν στο Δικαστήριο. Σε άλλη απάντηση που έδωσε, μόνο την Τρίτη 12/03/2013 πήγαν στην Εναγόμενη στα Άνω Πατήσια. Η εντολή, όπως δήλωσε, ήταν να μείνουν €250- στους λογαριασμούς, ώστε να παραμείνουν ανοικτοί και ότι στο τεκμήριο 7(2) όπου υπάρχει σχετικό σημείο/κουτάκι «ολική ανάληψη» το σημείωσε ο κ. Μαυρέλης και ότι αυτά είναι πράγματα της τράπεζας. Παραδέχθηκε ότι το τεκμήριο 7(3) δεν φέρει την υπογραφή της, αλλά μόνο της μητέρας της. Συμφώνησε ότι τις εντολές του τεκμηρίου 7 τις έστειλε το υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Παραλίμνι στην Ελλάδα στις 9/04/2013, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει γιατί δεν εμφαίνονταν οι εντολές με φαξ πάνω στο έγγραφο του τεκμηρίου 7 όταν αποστάληκαν προς το υποκατάστημα Παραλιμνίου.

 

Περαιτέρω αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι στις 18/03/2013 στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στα Άνω Πατήσια παρόντες ήταν ο κ. Μαυρέλης, η κα Κοσιώνη και αρκετός κόσμος έξω από αυτό που φώναζαν και έριχναν πέτρες και επέμεινε ότι μαζί τους ήταν και ο δικηγόρος τους κ. Καλογραιάκης. Δεν μπορούσε να τοποθετηθεί γιατί πήραν μαζί τους τον δικηγόρο τους αφού δήλωσαν ανακουφισμένες ότι δεν απομειώθηκαν οι λογαριασμοί τους και ότι τα χρήματα είχαν μεταφερθεί. Εν συνεχεία ανέφερε ότι ο δικηγόρος τους ήρθε μετά.

 

Όπως ανέφερε, μετά τα γεγονότα συνέχισε να υπάρχει η ταμπέλα με την επωνυμία της Εναγόμενης στο εν λόγω υποκατάστημα. Σε σχέση με την επεξήγηση της απομείωσης επέμεινε ότι την έκανε ο κ. Νικολάου μια μέρα του Δεκέμβρη του 2021 όταν επισκέφτηκαν το υποκατάστημα στο Παραλίμνι. Στην υποβολή της θέσης ότι δεν εργάζεται εκεί κάποιος κ. Νικολάου απάντησε ότι αυτόν συνάντησαν και στην υπόδειξη των τεκμηρίων 9, 10 και 11 είπε ότι είναι αυτά που τους εκτύπωσε ο κ. Νικολάου και τους εξήγησε την διαδικασία σε μια συνάντηση που κράτησε 4-5 ώρες.

 

Η ΜΕ2 αρνήθηκε την θέση ότι σύμφωνα με το τεκμήριο 7 δεν δόθηκαν εντολές να σπάσει το γραμμάτιο λογ. 293. Όπως υποστήριξε, τα γράμματα που εμφαίνονται στο τεκμήριο 6 είναι του κ. Νικολάου, ο οποίος τους εξήγησε πως έγινε το τελικό κούρεμα. Το ίδιο και τα γράμματα του τεκμηρίου 10. Στην υπόδειξη της ημερομηνίας 22/09/21 στα τεκμήρια 6 και 10 ανέφερε ότι και τα δύο εκτυπώθηκαν μπροστά της.

 

Μαρτυρία για την Εναγόμενη έδωσε η κα Χριστίνα Χατζηπαναγή, η οποία δήλωσε στην γραπτή της δήλωση που κατατέθηκε ως Έγγραφο Γ’ ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν προϊστάμενη του τμήματος συναλλαγών στο υποκατάστημα Παραλιμνίου και τώρα ότι ευρίσκεται στο υποκατάστημα Παραλιμνίου ως υπεύθυνη του τμήματος δανειοδοτήσεων ιδιωτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

 

Όπως δηλώνει η ΜΥ, τα υποκαταστήματα της Εναγόμενης στην Ελλάδα, η θυγατρική εταιρεία που ασκούσε εκεί εργασίες ήταν ένα διαφορετικό πιστωτικό ίδρυμα με διαφορετικούς κωδικούς swift, αριθμούς λογαριασμών και εποπτεία, η οποία ασκείτο από την Τράπεζα της Ελλάδος σε αντίθεση με την Τράπεζα Κύπρου στην Κύπρο που εποπτευόταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Τα συστήματα των δύο τραπεζών δεν συνδέονταν και οι συνάδελφοι στην Ελλάδα δεν είχαν πρόσβαση στα συστήματα της Κύπρου, αφού ήταν δύο διαφορετικές νομικές οντότητες. Όπως αναφέρει, τα υποκαταστήματα θυγατρικών εταιρειών της Εναγόμενης στο εξωτερικό δεν δέχονταν και δεν εκτελούσαν οδηγίες από πελάτες που διατηρούσαν λογαριασμούς στην Κύπρο, απλά εκ πρακτικής οι υπάλληλοι είχαν το δικαίωμα να πιστοποιούν υπογραφές των πελατών και να αποστέλλονται σε πρωτότυπη μορφή οι οδηγίες στο αρμόδιο υποκατάστημα στην Κύπρο, όπου όταν λαμβάνονταν θα σφραγίζονταν ως ληφθείσες και τότε θα υφίστατο έγκυρη σύμβαση μεταξύ των μερών και να θεωρείται ότι δόθηκαν ολοκληρωμένες και ορθές οι εντολές.

 

Κατέθεσε ως τεκμήριο 13 εγκύκλιο της Εναγόμενης ημερ. 05/03/2013 παραπέμποντας στο σημείο 6.7 υποστηρίζοντας ότι εντολές από φαξ εκτελούνταν μόνο εφόσον έχουν παραχωρηθεί στους πελάτες ειδικές συσκευές DIGIPASS 550 μέσω του Direct Banking μετά από υπογραφή σχετικής εξουσιοδότησης, προσθέτοντας ότι οι κατ’ ισχυρισμό οδηγίες, έστω και αν λαμβάνονταν χρειάζονταν έγκριση ανώτερης αρχής για να διεκπεραιωθούν, αφού αφορούσαν σε πρόωρη εξόφληση λογαριασμού προθεσμίας και έμβασμα στο εξωτερικό και οι οποίες τονίζει ότι δεν λήφθηκαν ποτέ από το υποκατάστημα της ούτε με φαξ ούτε με ταχυδρομείο. Παραθέτει εν συνεχεία τα γεγονότα της 15/03/13 τις βραδινές ώρες όπου αποφασίστηκε η απομείωση των καταθέσεων στην Εναγόμενη με βάση την Νομοθεσία και τα Διατάγματα και τονίζει ότι τα υποκαταστήματα της Εναγόμενης παρέμειναν κλειστά από τις 16/03/13 μέχρι και τις 29/03/13.

 

Της προκάλεσαν έκπληξη τα όσα υποστηρίζουν οι Ενάγουσες αναφορικά με το ότι ήταν εφησυχασμένες κατά την 16-18/03/13 ότι τελικά δεν απομειώθηκαν οι καταθέσεις τους αφού πρόλαβαν και έδωσαν εντολή για μεταφορά. Όπως εξήγησε, οι Ενάγουσες γνώριζαν ότι έπρεπε να φτάσουν στο Παραλίμνι οι εντολές τους όπως έκαναν και στο παρελθόν σύμφωνα με τον φάκελο που τηρείται στο αρχείο της Εναγόμενης που δεν κρίνει σκόπιμο να καταθέσει ως τεκμήριο. Προέβηκε σε κατάθεση ως τεκμήριο 14 αντίγραφο της Κ.Δ.Π. 98/2013 για την πώληση των εργασιών της Εναγόμενης στην Ελλάδα στην Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ στις 26/03/13 ώρα 17:00 λίγες ώρες μετά το «κλείδωμα» του ποσοστού απομείωσης, κάτι που ήταν πολιτική απόφαση. Υποστήριξε ότι μέχρι τις 26/03/13 δεν είχε αποφασιστεί ότι δεν θα επηρεάζονταν οι καταθέσεις των πελατών της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα, η οποία μετά τις 29/03/2013 δεν υφίστατο. Όπως δηλώνει η ΜΥ, η τελευταία εργάσιμη μέρα πριν την εφαρμογή των Διαταγμάτων ήταν η Παρασκευή 15/03/13 και μέχρι τις 29/03/13 κηρύσσονταν όλες οι εργάσιμες μέρες ως ειδικές τραπεζικές αργίες και η 18/03/13 ήταν κανονική τραπεζική αργία, αφού και στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν Καθαρά Δευτέρα και τα υποκαταστήματα της Τράπεζας Κύπρου και στις δύο χώρες ήταν κλειστά εξ αυτού.

 

Από την μελέτη των τεκμηρίων που κατατέθηκαν υποστήριξε ότι η διαδικασία που θα χρειαζόταν για να διεκπεραιωθεί το σπάσιμο των προθεσμιακών καταθέσεων, η μεταφορά τους σε τρεχούμενο λογαριασμό στην Κύπρο και ακολούθως σε λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου Ελλάδος μέσω εμβάσματος swift ήταν σχετικά μεγάλη γιατί απαιτείτο και έγκριση από ανώτερη αρχή για πρόωρη ανάληψη και αποστολή του αιτήματος στο τμήμα εκτέλεσης εμβασμάτων στα κεντρικά γραφεία της Εναγόμενης στην Λευκωσία ενόψει και του μεγάλου ποσού. Προέβαλε ότι έπρεπε να δοθούν τρεις σαφείς οδηγίες και να συμπληρωθούν κατάλληλα έγγραφα (σπάσιμο του 1ου γραμματίου-σπάσιμο του 2ου γραμματίου-μεταφορά από τρεχούμενο στην Κύπρο σε επενδυτικό τακτής προθεσμίας στην Ελλάδα).

 

Για τον λογ. 789 παρατήρησε ότι ήταν προθεσμίας 6 μηνών και δεν είχε επέλθει ωρίμανση την 12/03/13 και έπρεπε να υπογράψουν αναφορικά με αυτόν και οι δύο Ενάγουσες. Τα ίδια παρατηρεί και για τον λογ. 293 με την διαφορά ότι ήταν προθεσμίας 3 μηνών. Στο τεκμήριο 7(1) παρατήρησε ότι η ημερομηνία εντολής δεν ήταν καθαρή, ενώ για τεκμήριο 7(2) υποστηρίζει ότι αφορά μόνο στον λογ. 789 και όχι στον λογ. 293. Από τον λογ. 789 αναφέρει ότι φαίνεται να ζητείται ανάληψη και μεταφορά του ποσού στον τρεχούμενο/όψεως των Εναγουσών με αρ. λογ. …946 του υποκαταστήματος της Εναγόμενης Παραλιμνίου. Κατάθεσε ως τεκμήριο 15 αίτηση ανοίγματος του λογ. 946 ημερ. 21/10/10 όπου διαφαίνεται η υπογραφή της Ενάγουσας 1 και ως τεκμήριο 16 οδηγίες της Ενάγουσας 1 για άνοιγμα του νέου καταθετικού λογαριασμού ημερ. 21/10/10 για την οποία υποστηρίζει ότι διαφέρει η υπογραφή της από τα κατατιθέμενα τεκμήρια στη διαδικασία και ειδικότερα στο τεκμήριο 7(2) και 7(3). Τονίζει ότι αν παραλάμβανε τις οδηγίες ως υπεύθυνη του τμήματος συναλλαγών θα ζητούσε διευκρινήσεις και αποστολή αμέσως νέων οδηγιών και δεν θα μπορούσαν να εκτελεστούν αυτές άμεσα.

 

Προβαίνει σε σύγκριση των γραμμάτων των τεκμηρίων 7(1)-7(3) και αυτών των τεκμηρίων 15 και 16 και υποστηρίζει ότι ομοιάζουν πολύ μεταξύ τους και ότι η Ενάγουσα 1 τα συμπλήρωσε και όχι οι υπάλληλοι της τράπεζας που πιστοποιούν τις υπογραφές τους που είναι διαφορετικοί. Αυτό την οδηγεί εκ πείρας στο συμπέρασμα ότι δεν τα συμπλήρωσαν οι υπάλληλοι, αλλά η ίδια η Ενάγουσα 1, προσθέτοντας ότι η ημερομηνία στα τεκμήρια 7(2) και πάνω αριστερά στο τεκμήριο 7(3) δεν είναι ευκρινής. Για το τεκμήριο 7(3) υποδεικνύει ότι αφορά σε επαναπατρισμό τόκων και όχι σε ολική ανάληψη των ποσών του λογ. 789 και λογ. 293 και επισημαίνει την απουσία υπογραφής της Ενάγουσας 2, κάτι που ήταν απαραίτητο για να σπάσουν τα γραμμάτια, να γίνει μεταφορά στον τρεχούμενο και ακολούθως να γίνει η μεταφορά στην Ελλάδα. Εκ όλων των ανωτέρω αναφορών υποστηρίζει ότι ακόμη και αν λαμβάνονταν από το αρμόδιο υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Παραλίμνι δεν θα μπορούσαν να εκτελεστούν και διερωτάται γιατί οι Ενάγουσες δεν αναζήτησαν εκτέλεση την περίοδο μέχρι την 15/03/13, αφού είχαν λάβει όπως ισχυρίζονται υπόσχεση ότι όλα είχαν εκτελεστεί. Αν υπό αυτές τις περιστάσεις λάμβαναν τις ελλιπείς και λανθασμένες οδηγίες θα επικοινωνούσαν με τον κ. Μαυρέλη ή με τις ίδιες τις Ενάγουσες για επιβεβαίωση. Όπως προβάλλει, ούτε ο κ. Μαυρέλης, ούτε και η κα Κοσιώνη επικοινώνησαν με το υποκατάστημα Παραλιμνίου για να παραπονεθούν για τις οδηγίες που απέστειλαν, αλλά ούτε και πριν για να τις αποστείλουν.

 

Για τις Ενάγουσες αναφέρει ότι έλαβαν γνώση του παραπόνου τους λίγο πριν καταχωρηθεί η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή.

 

Περαιτέρω, η ΜΥ δήλωσε τα εξής:

 

·         Ότι την περίοδο 16/03/13-28/03/13 είχαν αυστηρές οδηγίες να μην επισκέπτονται ή ανοίγουν τα υποκαταστήματα της Εναγόμενης τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα για να μην γίνονται στόχος εξαγριωμένων πελατών και αποκλείεται να ήταν ανοικτό το υποκατάστημα των Άνω Πατησίων Καθαρά Δευτέρα 18/03/13.

·         Ότι για να γίνει η μεταφορά των χρημάτων απαιτείτο έμβασμα και έγκριση από ανώτερη αρχή για πρόωρο σπάσιμο χωρίς να επιβληθεί πρόστιμο πρόωρης ανάληψης και να γίνει έμβασμα σε άλλη τραπεζική οντότητα με διαφορετικό IBAN και Swift.

·         Ότι την περίοδο 16/03/13-28/03/13 τα υποκαταστήματα της Εναγόμενης παρέμειναν κλειστά και η ίδια επισκεπτόταν υπό συνοδεία ασφαλείας το υποκατάστημα Παραλιμνίου αργά το βράδυ μόνο για να γεμίσει τα ATM με τον ταμία με χρήματα που έπαιρνε από το strong room του υπογείου και δεν θυμάται να έχει δει κάποια αλληλογραφία στο φαξ. Δήλωσε ότι κλειστά παρέμειναν και τα συστήματα της Εναγόμενης από τα κεντρικά της γραφεία και κανένας υπάλληλος δεν είχε πρόσβαση στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή.  

·         Επανέλαβε ότι ουδέποτε κατά την περίοδο 12/03/13-15/03/13 ή μετέπειτα εντοπίστηκαν οι οδηγίες που ισχυρίζονται ότι απέστειλαν οι Ενάγουσες στο υποκατάστημα Παραλιμνίου. Οι όποιες εντολές θα περνούσαν από την ίδια και από συγκεκριμένη υπάλληλο που κατονομάζει με την οποία συνομίλησε και δεν έχει δει τέτοιες εντολές με φαξ ή ταχυδρομείο.

·         Διερωτάται γιατί στο τεκμήριο 7 δεν φαίνεται να υπάρχει σφραγίδα του υποκαταστήματος Παραλιμνίου ότι έχουν ληφθεί οι εντολές κάτι που αποτελεί το πρώτο πράγμα που κάνουν όταν τέτοιες λαμβάνονται με φαξ ή ταχυδρομικώς. Επίσης διερωτάται γιατί δεν προκύπτει αναφορά φαξ από το υποκατάστημα των Άνω Πατησίων στο υποκατάστημα στο Παραλίμνι, αφού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αποστάληκαν μέσω φαξ. Κατάθεσε ως τεκμήρια 18, 19 και 20 αντίγραφα μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τα οποία υποστηρίζει ότι διεξήχθη ενδελεχής έρευνα της Εσωτερικής Νομικής Υπηρεσίας της Εναγόμενης όταν εγέρθηκε η αγωγή, μεταξύ των οποίων και του κ. Ν. Νικολάου ημερ. 29/12/14 (τεκμήριο 20) από το οποίο εμφαίνεται ότι δεν έχουν εντοπιστεί οποτεδήποτε οι οδηγίες των Εναγουσών. Το παράπονο των Εναγουσών το έλαβαν με το τεκμήριο 17 που κατάθεσε, ήτοι την επιστολή εξώδικης διαμαρτυρίας ημερ. 26/11/13 και ουδέποτε προηγουμένως.

·         Οι υπογραφές του κ. Μαυρέλη και κας Κοσιώνη δεν συνεπάγονται και λήψη εντολών των πελατών γιατί σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις ανοίγματος των λογαριασμών, οι όποιες εντολές πρέπει να δίδονται στο υποκατάστημα που τηρούνται οι λογαριασμοί και παραθέτει απόσπασμα του εν λόγω όρου που απαιτεί αποστολή ειδοποιήσεως στην τράπεζα με ταχυδρομείο στο υποκατάστημα δια ταχυδρομημένης επιστολής.

·         Ότι εκείνη την περίοδο πολλοί άλλοι πελάτες, Έλληνες υπήκοοι με καταθέσεις στην Εναγόμενη στην Κύπρο μετέβαιναν αεροπορικώς και εμφανίζονταν στα υποκαταστήματα της τράπεζας για να δώσουν εντολές και να αποσύρουν τα χρήματα τους. Την εβδομάδα που έληξε στις 15/03/13 λήφθηκαν πολλές εντολές διεκπεραίωσης πράξεων από την Ελλάδα και δέχονταν καταιγισμό τηλεφωνημάτων.

·         Τονίζει ότι στην εξώδικη διαμαρτυρία τεκμήριο 17 εμφαίνεται ότι οι Ενάγουσες γνώριζαν για την επικείμενη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο. Την επιστολή υπογράφει ο κ. Ν. Κουλούρης και όχι ο κ. Καλογραιάκης για τον οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι συνόδευσε τις Ενάγουσες σε συνάντηση στις 09/04/13 πλέον στο κατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς.

·         Ότι οι Ενάγουσες από τα γεγονότα του Μαρτίου 2013 πραγματοποίησαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα μηνιαίες μεταφορές από τους λογαριασμούς τους στα πλαίσια των Capital Controls με αποτέλεσμα τόσο ο λογ. 789 όσο και ο λογ. 293 να κλείσουν στις 27/01/14 και 28/04/14 αντίστοιχα. Για το ποσό της απομείωσης παραχωρήθηκαν στις Ενάγουσες αντίστοιχος αριθμός μετοχών της Εναγόμενης προς €1- ονομαστικής αξίας έκαστη.  

 

Κατά την αντεξέταση της απάντησε ότι τα έτη 2020-2021 ήταν Υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος Παραλιμνίου. Παραδέχθηκε ότι τα έτη 2020-2021 εργαζόταν στο υποκατάστημα ο κ. Νίκος Νικολάου, όμως δεν γνωρίζει αν το επισκέφθηκαν εκεί το 2020 οι Ενάγουσες και είχαν συνάντηση μαζί του. Τώρα έχει αφυπηρετήσει.

 

Παραδέχθηκε ότι η Εναγόμενη ήταν η ίδια οντότητα με αυτή της Ελλάδας, όμως επέμεινε ότι δεν είχαν τα ίδια ηλεκτρονικά συστήματα και πρόσβαση με αυτά της Ελλάδος. Επέμεινε ότι μόνο πιστοποίηση αυθεντικότητας υπογραφών πελατών και εγγράφων έκαναν τα υποκαταστήματα της Ελλάδας για να μην πηγαίνουν αυτοί σε ΚΕΠ και πρεσβείες. Αυτές ήταν οι οδηγίες.

 

Όπως δήλωσε η ΜΥ δεν γνώριζε περί ενημερωτικών δελτίων για έκδοση αξιογράφων το 2012 και 2013 που δήλωναν ότι οι υπάλληλοι των υποκαταστημάτων είναι υπάλληλοι της Εναγόμενης, ούτε και αν οι Ενάγουσες επισκέφθηκαν στις 12/03/13 το υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου Άνω Πατησίων. Επέμεινε ότι η εντολές αν δεν είναι στην Κύπρο δεν μπορούν να εκτελεστούν αμέσως γιατί πρέπει να ελεγχθεί η ορθότητα των υπογραφών και των εντύπων από τον αρμόδιο υπάλληλο και να προωθηθούν στο αρμόδιο τμήμα και πως δεν είχε μαρτυρία ή γνώση αν έδωσαν στοιχεία στις Ενάγουσες ότι οι πράξεις τους δεν θα γίνονταν την ίδια μέρα γιατί δεν τα είδε ποτέ της. Ούτε και είχε αντίθετη μαρτυρία αν ο κ. Μαυρέλης τους είπε ότι δεν θα εκτελεστεί η εντολή τους.

 

Σε σχέση με το τεκμήριο 7(1) δήλωσε ότι είναι της Τράπεζας Κύπρου Ελλάδος και ότι όπως το ερμηνεύει αποτελεί οδηγίες μη χρέωσης εξόδων. Όπως είπε, αυτό θεωρεί ότι είναι οδηγίες προς την Εναγόμενη ότι οι πελάτες θέλουν να ανοίξουν λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου στην Ελλάδα και να τους απαλλάξουν από το κόστος πρόωρης εξόφλησης των δύο γραμματίων. Αναφορικά με το τεκμήριο 7(4) είπε ότι δεν προκύπτει ότι άνοιξε λογαριασμός, αλλά ότι μπορεί να υπήρχε ήδη. Δεν διαπιστώνει όμως στο τεκμήριο 7(1) οδηγίες των πελατών για σπάσιμο γιατί αποτελεί εσωτερική αλληλογραφία. Συμφώνησε ότι το τεκμήριο 7(2) είναι οδηγίες των Εναγουσών για μεταφορά των χρημάτων σε λογαριασμό στην Εναγόμενη στο Παραλίμνι με πιστοποιημένες υπογραφές από Μαυρέλη και Κοσιώνη.

 

Αναφορικά με το τεκμήριο 7(3) είπε ότι δεν είναι σωστά συμπληρωμένο, ότι δεν καταγράφει ποσά, αλλά γράφει διάφορους αριθμούς λογαριασμών, ότι δεν είναι ξεκάθαρες οι οδηγίες ή ότι είναι οδηγίες για να μεταφερθούν χρήματα από λογαριασμούς στην Εναγόμενη στην Ελλάδα και ότι αναγράφουν για επαναπατρισμό τόκων. Υπέδειξε ότι μόνο το ένα άτομο υπογράφει. Στην ερώτηση αν δεν ήταν δική τους υποχρέωση να το συμπληρώσει σωστά ο συνάδελφός της απάντησε ότι γνώριζε την διαδικασία τότε επειδή ήταν προϊστάμενη του τμήματος και ότι το έντυπο μόλις παραληφθεί θα έπρεπε να σφραγιστεί με σχετική ημερομηνία και αν υπήρχαν ασάφειες ή όχι θα έπρεπε να επικοινωνήσουν με πελάτη και τηλεφωνικώς.

 

Στην ερώτηση γιατί τότε δεν το έκαναν αυτό, είπε ότι δεν έλαβαν αυτές τις οδηγίες γιατί είναι τόσο λάθος το έντυπο συμπληρωμένο και αμφισβητεί ότι αυτό συμπληρώθηκε από συνάδελφο της. Αμφισβήτησε ότι είναι ο κ. Μαυρέλης που το έκανε γιατί και στο τεκμήριο 7(1) είναι διαφορετικά τα γράμματα και η ημερομηνία δεν είναι ξεκάθαρη. Όπως δήλωσε η μοναδική ευθύνη του συναδέλφου στην Ελλάδα είναι να πιστοποιήσει την υπογραφή των πελατών. Στην υπόδειξη ότι οι εντολές συμπληρώνονται από αρμόδιο υπάλληλο που ελέγχει τα στοιχεία και βεβαιώνει τις οδηγίες και μετά θέτει την υπογραφή του για εκτέλεση των εντολών απάντησε ότι αυτό θα συνέβαινε αν ο πελάτης ήταν μπροστά στην Τράπεζα Κύπρου στην Κύπρο και ήταν αυτοί οι αρμόδιοι να διεκπεραιώσουν το έμβασμα. Όπως είπε, ο συνάδελφος στην Ελλάδα δεν γνώριζε τις διαδικασίες. Επέμεινε ότι δεν λήφθηκαν οι οδηγίες και ότι έπρεπε να λαμβάνονται στο κάθε κατάστημα πρωτότυπες οδηγίες και όχι με φαξ ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Στην ερώτηση αν ο κ. Μαυρέλης και η κα Κοσιώνη έβαλαν τις οδηγίες στο συρτάρι και τις ξέχασαν η ΜΥ απάντησε ότι δεν γνωρίζει και επανέλαβε ότι δεν έλαβαν οδηγίες στο Παραλίμνι.

 

Στην υπόδειξη ότι ο κ. Νικολάου τους είπε ότι οι οδηγίες λήφθηκαν και απλά δεν εκτελέστηκαν παρέπεμψε στο τεκμήριο 20, όπου ο ίδιος αναφέρει το αντίθετο. Για την θέση ότι το τεκμήριο 7 φέρει ίχνη αποστολής από την Εναγόμενη στο Παραλίμνι παράπεμψε στην θέση της ότι θα ανέμενε και ίχνη προς την Εναγόμενη στο Παραλίμνι από την Ελλάδα, ενώ είπε ότι έλεγξε και δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός φαξ της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα. Ούτε γνωρίζει αν ανοίχθηκε λογαριασμός στην Ελλάδα.

 

Όπως απάντησε η ΜΥ, τα καταστήματα της Εναγόμενης στην Κύπρο και στην Ελλάδα από τις 15/03/13 παρέμειναν κλειστά για 2 εβδομάδες και ότι αυτό που της έκανε εντύπωση είναι ότι ενώ οι Ενάγουσες πήγαν την Τρίτη 12/03/13 στο υποκατάστημα της Ελλάδας δεν έλεγξαν ξανά τους λογαριασμούς τους ή δεν ξαναρώτησαν μέχρι την Παρασκευή 15/03/13 αν έγιναν οι πράξεις τους ή όχι, δηλαδή αν πήγαν τα χρήματα. Δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει ο κ. Μαυρέλης γιατί δεν είναι ο ίδιος που θα τις διεκπεραίωνε. Όπως τόνισε, από τις 5/03/13 δεν δέχονταν οδηγίες μέσω φαξ και ότι για να εκτελεστούν πράξεις μέσω φαξ μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις γινόταν με έγκριση ανώτερης αρχής, που ήταν ο διευθυντής του καταστήματος και κατόπιν επιβεβαίωσης τα όσα ανάφεραν οι οδηγίες του φαξ με πελάτες. Όπως εξήγησε, η αρμόδια αρχή ήταν ο διευθυντής ή ο περιφερειακός, αλλά πρώτα θα έπρεπε οι οδηγίες να περάσουν από την ίδια ως προϊστάμενη.  

 

Η ΜΥ παραδέχθηκε ότι η συναλλαγή θα γινόταν μέσω swift, αλλά όχι από τον κ. Μαυρέλη, νοουμένου ότι οι πελάτες έστελναν πρωτότυπες οδηγίες στην Εναγόμενη στο Παραλίμνι, κάτι που μπορούσαν να πράξουν είτε με κούριερ ή με ταχυδρομείο. Όπως είπε, όλοι ήξεραν την διαδικασία αυτή και δεν γνώριζε τι είπε ο κ. Μαυρέλης ή η κα Κοσιώνη. Όπως υπέδειξε, για να μην λάβουν τις οδηγίες ούτε με φαξ θεωρεί ότι δεν είχαν συμπληρωθεί πριν την 12/03/13. Με την λέξη «αυτοπροσώπως» εξήγησε ότι εννοεί ο πελάτης να επισκεφθεί το υποκατάστημα Παραλιμνίου και όχι στην Ελλάδα και παρέπεμψε ξανά στο τεκμήριο 13 και ειδικότερα στην παράγραφο 6.7.1. αυτού, το οποίο είπε ότι κυκλοφορούσε στα καταστήματα της Εναγόμενης πριν από τις 12/03/13.

 

Όπως υπέδειξε η ΜΥ, οι Ενάγουσες γνώριζαν ότι οι πράξεις τους δεν γίνονταν την ίδια μέρα, κάτι που διαπίστωσε η ίδια από τις κινήσεις στους λογαριασμούς τους. Παραδέχθηκε δε, ότι τις πράξεις τους τις έκαναν μέσω της Τράπεζας Κύπρου Ελλάδος και δεν έρχονταν στην Κύπρο, όμως είπε ότι δεν γίνονταν την ίδια ημέρα, τονίζοντας ότι ήξεραν ότι οι οδηγίες τους έπρεπε να ληφθούν στο Παραλίμνι.

 

Στην υπόδειξη ότι αφού έκαναν έρευνα αν δεν θεώρησαν σωστό να μιλήσουν με τον κ. Μαυρέλη και κα Κοσιώνη για να τους πουν τι έγινε η ΜΥ απάντησε ότι η κα Κοσιώνη ήταν πια στην Τράπεζα Πειραιώς και ο κ. Μαυρέλης δεν ήταν πια στον τραπεζικό τομέα. Όπως εξήγησε, δεν μπορούσε να μιλήσει με άτομο που δεν άνηκε στην τράπεζα τους για λόγους προσωπικών δεδομένων.

 

Σε σχέση με την αναφορά στο τεκμήριο 7(1) στο οποίο γίνεται αναφορά στο όνομα του κ. Μάριου ως πρόσωπο που τίθεται υπόψη του το ζήτημα είπε ότι έφυγε από την Εναγόμενη το 2013 προσθέτοντας ότι η ίδια ήταν υπεύθυνη συναλλαγών και οποιαδήποτε πράξη θα περνούσε από αυτή γιατί χρειαζόταν έγκριση, υπογραφή και βεβαίωση υπογραφής. Δεν θεωρεί σημαντικό να μιλήσει με άτομο που έφυγε από την τράπεζα για το οποίο επιβεβαίωσε το επίθετό του και ότι εργαζόταν στην Εναγόμενη στην Κύπρο στις 12/03/2013. Εν κατακλείδι, αρνήθηκε ότι η έρευνα ήταν ελλιπής γιατί μίλησε με άτομα του καταστήματος Παραλιμνίου, τα οποία ήταν ακόμα στην τράπεζα και κανένας δεν είδε τις οδηγίες.  

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας και ευρήματα:-

 

Κρίσιμο ζήτημα σε αστικής φύσεως υποθέσεις είναι η ορθή αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, ώστε να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, με τελική κατάληξη στο κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η αναφορά της απόφασης στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858 είναι διαφωτιστική αναφορικά με το ζήτημα αυτό:

 

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

Περαιτέρω, σημαντικό είναι να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται μέσα στα στενά πλαίσια της δικογράφησης των προβαλλόμενων ισχυρισμών όπως αποτυπώνονται στην όποια προσκομισθείσα μαρτυρία (Cheeseline  Ltd  v  Ανθούλης Θωμά  &  Υιοί Λτδ ECLI:CY:AD:2014:A319, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Ως αυτού, η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της συνοχής της που αυτή καταδεικνύει σε σχέση με την δικογραφηθείσα εκδοχή της κάθε πλευράς (βλ. Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676).

 

H σημαντικότητα της αντεξέτασης έγκειται στην νομική αρχή που καθορίζει ότι όπου ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες τμήμα της μαρτυρίας του, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε (βλ. Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαϊδη (2006) 1Β 1057). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Σκάρος ν.  Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 291:

 

«Η παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίνεται μπορεί να γίνει αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και να οδηγήσει στην εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων χωρίς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς.  Αντίθετα το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Το Δικαστήριο προέβηκε σε ενδελεχή μελέτη και αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του τόσο από τις ίδιες τις Ενάγουσες, όσο και από την ΜΥ για την Εναγόμενη. Επίσης το Δικαστήριο μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Προς τον σκοπό αυτό δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην πειστικότητα, καθώς και στην συνοχή της μαρτυρίας αυτής, ενόψει βεβαίως και των δικογραφημένων θέσεων και του περιεχομένου των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Επίσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την νομολογιακή αρχή ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, με απομόνωση των λεγόμενων του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας, ενώ η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 και Mustafa v. Κακουρή κ.α (2002) 1Α Α.Α.Δ. 165). Επίσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς  (βλ.  Γενικός Εισαγγελέας  v. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207 και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506) και πως η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Χάρης Χρίστου v. Ευγενία  Khoreva  (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 455 και Mossa και Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.ά. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 165).

 

H κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας δεν πρέπει να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση του προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά θα πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της, ήτοι κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με τη βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής (βλ. Ζερβού Παναγιώτης και άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημοσία Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192).

 

Η ΜΕ1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν ξεκάθαρη η θέση της ότι στις 12/03/2013 επισκέφθηκε με την κόρη της Ενάγουσα 2 το υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου Άνω Πατησίων με σκοπό να τερματίσουν τους λογ. 789 και 293 με σκοπό τη μεταφορά τους σε νέο λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ο λόγος της επίσκεψής τους ήταν γιατί θορυβήθηκαν από την δύσκολή οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην Κυπριακή Δημοκρατία και τις φήμες για κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αντί γιατί επιθυμούσαν να επωφεληθούν από ένα νέο καταθετικό προϊόν, θέση που υποστήριξε η ΜΕ1, ποσώς θεωρώ ότι επηρεάζει την εν γένει αξιοπιστία της. Η ΜΕ1 κρίνεται ειλικρινής στην θέση που εξέφρασε ότι ο κ. Μαυρέλης, υπάλληλος του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στα Άνω Πατήσια που μερίμνησε να συμπληρωθούν διάφορα έγγραφα προς τον σκοπό υλοποίησης των οδηγιών των Εναγουσών τις διαβεβαίωσε ότι οι οδηγίες αποστάληκαν στο υποκατάστημα Κεντρικό Παραλιμνίου όπου τηρούντο οι λογ. 789 και 293. Η υπογραφή του κ. Μαυρέλη έχει τεθεί στο τεκμήριο 4 & 5, ενώ της προϊσταμένης κας Κοσιώνη τέθηκε στα τεκμήρια 3 και 5 και δεν αμφισβητήθηκε. Άλλωστε, ως άμεσα εμπλεκόμενοι υπάλληλοι στο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στα Άνω Πατήσια στα γεγονότα δεν προσφέρθηκε η μαρτυρία τους για να αμφισβητηθούν οι ισχυρισμοί της ΜΕ1. Αξιολογώντας το τεκμήριο 3 που αντιστοιχεί στο τεκμήριο 7(1) προκύπτει ότι απευθύνεται ως έντυπο επικοινωνίας μεταξύ του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στα Άνω Πατήσια με υπεύθυνο επικοινωνίας τον κ. Μαυρέλη με το Κεντρικό υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου Παραλιμνίου, υπόψιν του κ. Μάριου, τον οποίο η ΜΥ υπέδειξε ως τον κ. Μάριο Κουδελή με το οποίο βεβαιώνεται για τον πελάτη ΜΕ1 δέσμευση ανοίγματος νέας προθεσμιακής κατάθεσης με αιτούμενο ποσό μεταφοράς την εξόφληση των λογ. 789 και 293 πλην ποσού €250- και για απαλλαγή από τα έξοδα εμβάσματος, καθώς και του κόστους πρόωρης ανάληψης. Μάλιστα δε το τεκμήριο 3 υπογράφεται από την προϊστάμενη κα Κοσιώνη και φέρει το εσωτερικό της τηλέφωνο. Το δε τεκμήριο 4 που φέρει και αυτό ημερ. 12/03/2013 αποτελεί αίτηση εμβάσματος με αναγραφόμενο ποσό τις προθεσμίες των λογ. 789 και 293 και πληρωτή δια της χρέωσης του λογ. 946 και πίστωση του λογ. 298 που ανοίχθηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου Ελλάδας. Σε σχέση με το τεκμήριο 5, ήτοι τις οδηγίες διαχείρισης λογαριασμών κατάθεσης που αναγράφει μόνο τον λογ. 789 και φέρεται να υπογράφεται και από τις δύο Ενάγουσες δίδονται οδηγίες προς το υποκατάστημα Κεντρικό Παραλίμνι να γίνει πρόωρη ολική ανάληψη και το ποσό να μεταφερθεί στον λογ. 946 στην Κύπρο. Οι υπογραφές επιβεβαιώνονται από τον κ. Μαυρέλη και φέρεται να ενημερώνεται η κα Κοσιώνη. Συνοψίζοντας, το τεκμήριο 5 αποτελεί εντολή για πρόωρη ανάληψη του ποσού του λογ. 789 (χωρίς να φαίνεται ότι παραμένει υπόλοιπο €250-) και να μεταφερθεί στον λογ. 946 της ΜΕ1 στην Τράπεζα Κύπρου στην Κύπρο. Το τεκμήριο 3 αποτελεί δέσμευση πελάτη για να ανοίξει νέα προθεσμιακή κατάθεση που θα εξοφληθούν οι προθεσμίες των λογ. 789 και 293 εκτός ποσού €250- και για απαλλαγή κόστους πρόωρης ανάληψης και εξόδων εμβάσματος, ενώ το τεκμήριο 4 είναι η εντολή εμβάσματος ποσού ίσου των προθεσμιών με χρέωση του λογ. 946 για μεταφορά του στον λογ. 298 στην Ελλάδα. Στο τεκμήριο αναγράφεται μόνο το όνομα της Ενάγουσας 1, όμως δεν κρίνεται ουσιώδες αφού αυτό αποτελεί έντυπο αλληλογραφίας μεταξύ υποκαταστημάτων κατόπιν συνεννόησης με τον κ. Μάριο του υποκαταστήματος Παραλιμνίου. Στο τεκμήριο 4 απουσιάζει η υπογραφή της Ενάγουσας 2, όμως ως όνομα πελάτη του λογ. 946 φαίνεται μόνο η Ενάγουσα 1 της οποίας τέθηκε η υπογραφή. Το τεκμήριο 5 που αποτελεί τις οδηγίες σπασίματος και μεταφοράς αφορά μόνο στον λογ. 789 και όχι και στον λογ. 293 με πιστοποίηση των υπογραφών. Όμως αυτό δεν αναιρεί την ξεκάθαρη πρόθεση και συμφώνως με τις θέσεις της Ενάγουσας 1 ότι ζητήθηκε και υπογράφηκαν τα όποια έγγραφα τους δόθηκαν και για τους δύο λογαριασμούς 789 και 293. Άλλωστε δεν ανέμενα από τις Ενάγουσες την δέουσα συμπλήρωση των εγγράφων, όπως προέβαλε η ΜΥ ότι ελλείπει, να προβούν στα δέοντα. Αυτό αποτέλεσε έργο του κ. Μαυρέλη που ανέλαβε το έργο της εκπλήρωσης των οδηγιών των Εναγουσών 1 και 2 και τους καθοδήγησε στο τι να υπογράψουν σε συνεννόηση με το Κεντρικό Παραλιμνίου. Το όνομα κ. Μάριος αναγνωρίστηκε ότι αφορούσε σε συγκεκριμένο υπάλληλο στο Παραλίμνι με τον οποίο προφανώς συνεννοήθηκαν οι κ.κ. Μαυρέλης και Κοσιώνη. Το εάν και πότε πήραν το δικηγόρο τους οι Ενάγουσες να διαμαρτυρηθούν και πότε δεν κρίνω ότι επιδρά στην εν γένει αξιοπιστία της Ενάγουσας 1. Ουδεμία αντίθετη θέση προβλήθηκε από την πλευρά της Εναγόμενης πέραν της προσπάθειας να αμφισβητήσουν την δέουσα συμπλήρωση των οδηγιών αν και η θέση τους ήταν ότι απλά ουδέποτε λήφθηκαν οι οδηγίες. Στο ζήτημα αυτό δεν κρίνω ότι δεν αποστάληκαν οι οδηγίες ως η διαβεβαίωση που έλαβαν οι Ενάγουσες αφού τα τεκμήρια 3, 4, και 5 εισηγούνται το αντίθετο. Ο σκοπός που αυτά συμπληρώθηκαν ήταν για να αποσταλούν και η όποια ενδεχόμενη παράλειψη της αποστολής δεν είναι κάτι για το οποίο ευθύνονται οι Ενάγουσες. Χωρίς ακόμη να λαμβάνω υπόψη μου το ότι το τεκμήριο 7(1-4) φέρει την αναφορά ημερ. 9/04/2013 και αποστολή από την Τράπεζα Κύπρου (BOC) Παραλίμνι. Το πως τα απέστειλαν οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος Άνω Πατησίων δεν είναι ξεκάθαρο, ώστε να ανέμενα ότι θα υπήρχε αντίθετη αποστολή που να εμφαίνεται στο εν λόγω τεκμήριο, το οποίο συνυπολογίζεται ως έγγραφο που καταδεικνύει λήψη των τεκμηρίων 3, 4 και 5 στα οποία εν μέρει το τεκμήριο 7 ανταποκρίνεται, εντός της δικογραφημένης θέσης των Εναγουσών περί λήψης εντολών.

 

Η ΜΕ2 παρουσιάστηκε συγχυσμένη και πολλές φορές μη βοηθητική στο Δικαστήριο. Πολλές φορές ήταν αδύνατο να αντιληφθεί τις ερωτήσεις της αντεξέτασης. Σε κάποιο σημείο φάνηκε αρκετά στρεσαρισμένη και απολογητική προς το Δικαστήριο. Δεν μπορώ να γνωρίζω την όποια εν γένει κατάσταση της. Παρά ταύτα δεν κρίνω ότι ήρθε να πει ψέματα στο Δικαστήριο αναφορικά με το τι έγινε στις 12/03/2013 στο υποκατάστημα των Άνω Πατησίων στην Αθήνα σε σχέση με τις εντολές και την επιθυμία των Εναγουσών να σπάσουν τους προθεσμιακούς λογαριασμούς τους στην Κύπρο και να τους μεταφέρουν σε νέο λογαριασμό στην Ελλάδα. Άλλωστε δέχομαι ότι ό,τι της έλεγε η μητέρα της Ενάγουσα 1 αυτή έκανε εκ του νεαρού της τότε ηλικίας της. Αξιόπιστη κρίνεται η μαρτυρία της σε σχέση με το ποσό της απομείωσης της κατάθεσης της στην Εναγόμενη μετά την διάσπαση των κοινών προθεσμιακών λογαριασμών και την παροχή αντίστοιχων μετοχών της Εναγόμενης. Ούτε και αμφισβητώ ότι το 2021 οι Ενάγουσες επισκέφθηκαν το υποκατάστημα Παραλιμνίου και έλαβαν τα έγγραφα του κουρέματος που καταθέσαν ως τεκμήρια. Το ουσιώδες αποτελεί το κατά πόσο δόθηκαν οι εντολές.

 

Η ΜΥ έδωσε την εντύπωση μάρτυρα που σκοπό είχε να βοηθήσει την Εναγόμενη. Ήταν έντονη η προσπάθεια της να υποστηρίξει ότι ουδέποτε λήφθηκαν οι οδηγίες των Εναγουσών στο Παραλίμνι και ότι δεν γνώριζε τι έκαναν οι κ.κ. Μαυρέλης και Κοσιώνη στην Ελλάδα. Στήριξε την θέση της στο τεκμήριο 15, ήτοι την εκδοθείσα εγκύκλιο ότι από 5/03/2013 δεν μπορούσαν να δοθούν οδηγίες με το φαξ και μόνο κατ’ εξαίρεση, καθώς και ότι μόνο αυτοπροσώπως θα μπορούσαν να δοθούν. Για ποια εγκύκλιο μιλούμε και πως αποδεικνύεται ότι κοινοποιήθηκε στις Ενάγουσες; Ποια η μαρτυρία ότι οι κ.κ. Μαυρέλης και Κοσιώνη αρνήθηκαν να προβούν στις απαραίτητες διαδικασίες για σπάσιμο των προθεσμιών και μεταφορά των χρημάτων ή τουλάχιστον ότι παρέπεμψαν τις Ενάγουσες στο υποκατάστημα Παραλιμνίου; Το ερώτημα είναι γιατί τότε η όλη διαδικασία των τεκμηρίων 3, 4 και 5. Η ΜΥ είχε έτοιμη και αυτή την απάντηση, ήτοι ότι μόνο τις υπογραφές των πελατών μπορούσαν να πιστοποιούν οι υπάλληλοι της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα, χαρακτηρίζοντας τα υποκαταστήματα της ως άλλο νομικό πρόσωπο για αλλάξει ακολούθως την θέση της περί τούτου. Το σημαντικό ήταν ότι υποστήριξε πως προέβηκε σε ενδελεχή έρευνα για το τι έγινε, αλλά δεν κάλεσε τους άμεσα εμπλεκόμενους ήτοι τους κ.κ. Μαυρέλη και Κοσιώνη περιοριζόμενη στο να ερευνήσει το εάν λήφθηκαν οδηγίες στο υποκατάστημα Παραλιμνίου. Ούτε και τον κ. Μάριο ανέφερε ότι ρώτησε. Ο λόγος που προέβαλε ειδικότερα για τους κ.κ. Μαυρέλη και Κοσιώνη ήταν τα προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων. Δεν μπορώ να αντιληφθώ πως δεν κλήθηκαν οι εν λόγω υπάλληλοι, αφού ήσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπάλληλοι της Εναγόμενης στο εξωτερικό, οι οποίοι προέβηκαν όχι απλά σε διαδικασία πιστοποίησης υπογραφών αλλά και σε συγκεκριμένες ενέργειες σύμφωνα με τις επιθυμίες των Εναγουσών. Πως είναι δυνατόν να μην καλείται ο υπάλληλος, οπουδήποτε και αν εργάζεται για να αναφέρει και να διαφωτίσει τις συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφησαν έγγραφα την 12/03/2013 στα Άνω Πατήσια στην Αθήνα σε υποκατάστημα της Εναγόμενης εν Ελλάδι, των οποίων δεν ζητήθηκε καν η παρουσία τους στο Δικαστήριο για να το διαφωτίσουν προφανώς αναμένοντας να τους εξεύρουν μετά από 11 χρόνια οι ίδιες οι Ενάγουσες.

 

Περαιτέρω, σε μια άλλη προσπάθεια να αποφύγουν τις όποιες ευθύνες της Ενάγουσας, η ΜΥ προέβαλε ότι για να σπάσουν οι λογαριασμοί απαιτείτο μια μεγάλη διαδικασία και εγκρίσεις ανώτερης αρχής, που αρχικά μίλησε για τα κεντρικά της Εναγόμενης αργότερα είπε ότι μπορεί να είναι και ο προϊστάμενος. Εστιάστηκε σε ισχυρισμούς μη δέουσας συμπλήρωσης των εντολών, παραβλέποντας ότι αυτά έγιναν με την εμπλοκή των κ.κ. Μαυρέλη και Κοσιώνη. Υποβάθμισε την σημασία της όποιας εμπιστοσύνης επέδειξαν οι Ενάγουσες στους υπαλλήλους της Εναγόμενης στο υποκατάστημα της Αθήνας προβάλλοντας ζητήματα διαδικαστικά, ότι αποτελούν ξεχωριστά πιστωτικά ιδρύματα με διαφορετική εποπτεία, υποβαθμίζοντας βολικά θα έλεγα ότι από τα ίδια τα έντυπα ήταν ξεκάθαρο ότι τα υποκαταστήματα της Εναγόμενης στην Ελλάδα ήσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία για θέματα πελατών με αυτά της Κύπρου για διαδικαστικά ζητήματα και όχι απλά για πιστοποίηση υπογραφών. Εν κατακλείδι, η θέση της ήταν ότι δεν λήφθηκαν ποτέ οι οδηγίες και αυτό διαφάνηκε τόσο από προσωπική της γνώση ως προϊστάμενη κατά τον επίδικο χρόνο του τμήματος συναλλαγών όσο και από την εσωτερική έρευνα που πραγματοποίησε χωρίς όμως να καλέσει και να ερωτήσει τους άμεσα εμπλεκόμενους, τους οποίους όχι απλά κατονόμασαν οι Ενάγουσες, αλλά των οποίων εμφαίνονται οι υπογραφές, όχι απλά για να επιβεβαιώσουν αυτές των Εναγουσών, αλλά και ως πρόσωπα επικοινωνίας, αποστολής και εκτέλεσης των εντολών τους.

 

Οι Ενάγουσες στις 12/03/2013 επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της Εναγόμενης Άνω Πατησίων στην Αθήνα για να προβούν σε ενέργειες «σπασίματος» των λογ. 789 και 293 στα οποία ήσαν συνδικαιούχες. Συμφώνως με τα έγγραφα που συμπληρώθηκαν και υπογράφηκαν υπό τις οδηγίες και καθοδήγηση του υπαλλήλου της Εναγόμενης στο υποκατάστημα των Άνω Πατησίων και εν γνώση της προϊσταμένης κας Κοσιώνη οι Ενάγουσες έδωσαν εντολές που απευθύνονταν στην Τράπεζα Κύπρου Κατάστημα Κεντρικό Παραλίμνι όπως στις 12/03/2013 γίνει πρόωρη ολική ανάληψη του λογ. 789 και μεταφερθεί στον λογ. 946 που τηρείτο ως όνομα πελάτη αυτό της Ενάγουσας 1. Επίσης, υπεγράφη από την Ενάγουσα 1 έντυπο εμβάσματος με το οποίο ζητείτο όπως το υποκατάστημα της Εναγόμενης Παραλιμνίου εμβάσει το ποσό των προθεσμιών λογ. 789 και 293 με χρέωση του λογ. 946 στον λογ. 298 που ανοίχθηκε στο υποκατάστημα της Εναγόμενης Άνω Πατησίων. Η διαδικασία αυτή συντονίστηκε και προωθήθηκε από τους κ.κ. Μαυρέλη και την προϊστάμενη κα Κοσιώνη, οι οποίοι ζήτησαν για τις Ενάγουσες απαλλαγή από συνολικά έξοδα εμβάσματος και κόστους πρόωρης αποπληρωμής των προθεσμιών εκ της διατήρησης και ποσού €250 στους λογαριασμούς. Οι Ενάγουσες έλαβαν διαβεβαιώσεις από τους κ.κ. Μαυρέλη και κα Κοσιώνη ότι οι εντολές τους είχαν αποσταλεί στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Παραλίμνι και ότι τα χρήματα θα μεταφέρονταν εντός των επόμενων 24 ωρών στον λογ. 298 στο υποκατάστημα Άνω Πατησίων, Αθήνα. Στις 16/03/2013 ακολούθησε το τσουνάμι για το Κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα που οδήγησε στην επιβολή των capital controls και εν τέλει στην απομείωση των καταθέσεων των πελατών της Εναγόμενης που διατηρούνταν στην Κυπριακή Δημοκρατία και στις 26/03/2013 την πώληση των υποκαταστημάτων της Εναγόμενης στην Τράπεζα Πειραιώς δυνάμει της Κ.Δ.Π. 98/2013 αποκόπτοντας τον ομφάλιο λώρο με την Εναγόμενη. Οι Ενάγουσες μετά την επιβολή των περιορισμών κεφαλαίων διαπίστωσαν ότι οι εντολές τους δεν εκτελέστηκαν από το υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Παραλίμνι με αποτέλεσμα οι λογ. 789 και 293 να υποστούν κούρεμα σε ποσοστό 47,5% και εν τέλει, αφού διαχωριστούν για έκαστη Ενάγουσα να δοθούν για κάθε €1 απομείωσης 1 μετοχή της Εναγόμενης και ειδικότερα η Ενάγουσα 1 να απωλέσει €36.129- και η Ενάγουσα 2 €27.544-, ποσά που αξιώνουν ως τη ζημία που υπέστησαν πλέον τόκους.  

 

Νομική πτυχή και κρίση Δικαστηρίου:-

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Pagets Law of Banking, 13η έκδοση, 2007, σελ. 147, η κλασσική περιγραφή της σύμβασης που δημιουργείται μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη αποτυπώθηκε στα λόγια του Atkin L.J. στην υπόθεση Joachimson v. Swiss Bank Corpn [1921] 3 KB 110. Συγκεκριμένα στα πλαίσια της σχέσης αυτής η τράπεζα αναλαμβάνει να παραλάβει χρήματα και γραμμάτια για τον λογαριασμό του πελάτη της και τα δανείζεται με την ανάληψη της υποχρέωσης να τα επιστρέψει στο κατάστημα της τράπεζας όπου τηρείται ο λογαριασμός και εντός των ωρών τραπεζικών εργασιών. H συμβατική φύση της σχέσης που δημιουργείται μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη τονίστηκε και στην νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου όπου λέχθηκε ότι ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας και ότι οφείλει να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη, ενώ σε περίπτωση παράβασης του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια υπό του πελάτη, παρέχεται δικαίωμα γι' αγωγή γι' αποζημιώσεις (βλ. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd v. Otis Elevator (Cyprus) Ltd κ.α. (2015) 1(Α) ΑΑΔ 277).

 

Σε σχέση με τον τρόπο παροχής τέτοιας εντολής για επιστροφή στα λόγια του Atkin L.J. γίνεται αναφορά σε «written order of the customer addressed to the bank at the branch, and as such written orders may be outstanding in the ordinary course of business for two or three days, it is a term of the contract that the bank will not cease to do business with the customer except upon reasonable notice…I think it is necessarily a term of such a contract that the bank is not liable to pay the customer the full amount of his balance until he demands payment form the bank at the branch at which the current account is kept.».

 

Η ίδια θέση επιβεβαιώνεται από τον Atkin L.J. στην υπόθεση Akbar Khan v. Attar Singh [1936] 2 All ER 545.

 

Παρά την πιο πάνω αναφορά, στο σύγγραμμα Ellingers Modern Banking Law, 5η έκδοση 2011, σελ. 123 υποστηρίζεται ότι το κατά πόσο η απαίτηση πρέπει να είναι γραπτή παρέμεινε ζήτημα ανοικτό από τον Atkin L.J. στην υπόθεση Joachimson v. Swiss Bank Corpn, ανωτέρω και αναφέρεται ότι στη σύγχρονη τραπεζική πρακτική οι τράπεζες είναι συχνά πρόθυμες να μην επιμένουν («dispense with») σε τέτοιες έγγραφες οδηγίες βασιζόμενες σε άλλες λύσεις ασφαλείας, όπως κωδικούς που επιτρέπουν στους πελάτες να έχουν πρόσβαση εξ αποστάσεως. Υποστηρίζεται δε, ότι υφίσταται σύγχρονη τραπεζική πρακτική με την οποία η τράπεζα ενεργεί σύμφωνα με τις προφορικές οδηγίες του πελάτη και υποστηρίζεται από την απόφαση στην υπόθεση Morrell v. Workers Savings & Loan Bank [2007] UKPC 3, στην οποία κρίθηκε ότι όταν οι οδηγίες λογαριασμού (account mandate) απαιτούν όπως οι οδηγίες του πελάτη να είναι γραπτές, οι μεταγενέστερες προφορικές οδηγίες αποτελούν μετατροπή της προηγούμενης προϋπόθεσης. Παρά το ότι η υγιής τραπεζική πρακτική πιθανόν να απαιτεί γραπτή επιβεβαίωση των οδηγιών πελάτη, κρίθηκε ότι η τράπεζα μπορεί να στηριχθεί στις προφορικές του οδηγίες (βλ. Hill Street Services Co Ltd v. National Westminster Bank plc [2007] EWHC 2379 (Ch) [14]-[16]).  

 

Σε σχέση με τους όρους της δημιουργηθείσας σύμβασης μεταξύ τράπεζας και πελάτη σε σχέση με λογαριασμό που φέρει τόκο, στο σύγγραμμα Ellingers Modern Banking Law, ανωτέρω σελ. 365, αναφέρεται ότι συνήθως αποτελούνται από σταθερούς όρους, αλλά μπορεί να προστίθενται επιπρόσθετοι όροι στο κάτω μέρος της προθεσμιακής κατάθεσης ή στο βιβλιάριο και αφορούν στις προϋποθέσεις για αποπληρωμή των πιστωθέντων χρημάτων από την τράπεζα, όταν επισυρθεί η προσοχή του πελάτη κατά το άνοιγμα του λογαριασμού. Όμως όταν τέτοιοι όροι προβλεφθούν μετά το άνοιγμα της προθεσμιακής κατάθεσης, δεν εισάγονται στην σύμβαση, εκτός αν συγκατατεθεί σε αυτούς ο πελάτης.  

 

Στο σύγγραμμα Pagets Law of Banking, ανωτέρω, σελ. 148 χαρακτηρίζεται ως εξυπακουόμενος όρος της σύμβασης ότι η τράπεζα δεν θα υπέχει ευθύνη πληρωμής στον πελάτη μέχρι να γίνει τέτοια απαίτηση. Όπως αναφέρεται, δεν είναι δυνατό να παρατεθεί μια εξαντλητική λίστα καθηκόντων επιμέλειας που υπέχει η τράπεζα προς τον πελάτη και αντίστροφα, καθότι το δικαστήριο ενδιαφέρεται για την συγκεκριμένη σύμβαση ή σε περίπτωση απαίτησης για παράβαση καθήκοντος επιμέλειας σε αγωγή για αστικό αδίκημα, την εγγύτητα των μερών και προβλεψιμότητα εκ των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (σελ. 149). Το καθήκον επιμέλειας του τραπεζίτη προς τον πελάτη ως συμβατικό καθήκον αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της υπόθεσης Hellenic Bank Public Company v. χχχ Ζαχαριάδου Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2014, ημερ. 11.03.2021, ECLI:CY:AD:2021:A92, ECLI:CY:AD:2021:A92:

 

«Οι σχέσεις τραπεζίτη-πελάτη και το καθήκον επιμέλειας του πρώτου προς το δεύτερο έχει με σαφήνεια σχολιαστεί και οριοθετηθεί διαχρονικά μέσα από τη νομολογία και τα συγγράμματα. Στο σύγγραμμα "The relationship of bank and customer division C para.61" εξηγείται πως:

 

"General. A bank has a duty under its contract with its customer to exercise reasonable care and skill in carrying out its part with regard to operations within its contract with its customer. The duty to exercise reasonable care and skill extends over the whole range of banking business within the contract with the customer. Thus the duty applies to interpreting, ascertaining and acting in accordance with the instructions of the customer. The standard of reasonable scare and skill is an objective standard applicable to banks. Whether or not it has been attained in any particular case has to be decided in the light of all the relevant facts, which can vary almost infinitely.

 

Για σκοπούς μεταφοράς χρημάτων ένα υποκατάστημα εξωτερικού θεωρείται ως ξεχωριστή τράπεζα (Pagets Law of Banking, ανωτέρω, σελ. 369). Στην σελ. 407 του ιδίου συγγράμματος αναφέρεται ότι όταν ο πελάτης δίδει εντολή μεταφοράς η πρωταρχική σχέση που δημιουργείται με την τράπεζα είναι αυτή του χρεώστη και πιστωτή και στην περίπτωση αυτή η τράπεζα έχει καθήκον να υπακούσει στις εντολές (βλ. και Genemp Trading Ltd v. Beogradka Banka DD Cobu (2002) 1 ΑΑΔ 252). Στις σελ. 407-408 του ιδίου συγγράμματος καταγράφονται τα εξής σημαντικά (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«The doctrine of strict compliance, which applies to documentary credit transactions has been held not to apply to a customer’s instruction to transfer funds. Where payment is not made at all, or is made only after delay, the originator’s bank does not act outside its mandate. In such cases the originator’s bank will only be liable for the customer’s consequential loss where it is caused by its own negligence or that of its employees or agents. When executing the customer’s instruction to make a funds transfer the bank acts as its customer’s agent. Acting as agent the bank owes the customer a duty to observe reasonable care and skill in and about executing the customer’s orders. The duty arises both at common law and statute…………………………………………………….

Where the time of the transfer is not specified by the customer, or it cannot be inferred from the method of transferred specified by the customer, the bank must make the payment within a reasonable time.».

 

Παραθέτει δε στην σελ. 409 την υπόθεση Dovey v. Bank of New Zealand [2000] 3 NZLR 641, όπου αποφασίστηκε ότι η τράπεζα δεν παραβίασε την σύμβαση με τον πελάτη όταν αγνόησε τις οδηγίες του για αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό με tested telex και χρησιμοποίησε το γρηγορότερο σύστημα swift, καθώς κρίθηκε ότι ο καθορισμένος τρόπος μεταφοράς δεν ήταν ουσιαστικός όρος της σύμβασης. Η τράπεζα θα υπέχει ευθύνη εκ προστήσεως για την αμέλεια ή τις παραλείψεις των εργοδοτούμενων της και των αντιπροσώπων της, ακόμη και για την αμέλεια οποιασδήποτε ανταποκρίτριας τράπεζας που χρησιμοποιεί, εκτός αν για τέτοια τράπεζα απαλλάξει την ευθύνη της (σελ. 410).  

 

Το ερώτημα που τίθεται βασανιστικά για να απαντήσει το Δικαστήριο είναι αν η παράλειψη της Εναγόμενης να εκτελέσει τις οδηγίες των Εναγουσών επέφερε την απομείωση των υπολοίπων των λογαριασμών τους και συνεπακόλουθα την ζημιά την οποία αξιώνουν να ανακτήσουν δια των αποζημιώσεων που διεκδικούν με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή. Το ζήτημα δεν είναι απλά ένας συνειρμός σκέψης ή ζήτημα απλά λογικής, ήτοι αν εκτελούνταν κανονικά στην ώρα τους οι εντολές μεταφοράς των υπολοίπων, τότε αυτά δεν θα υπόκειντο σε κούρεμα γιατί απλά δεν θα αποτελούσαν αντικείμενο των Διαταγμάτων που τα επέβαλαν. Υπενθυμίζω ότι η απομείωση στους λογ. 789 και 293 επήλθε δια της σχετικής Νομοθεσίας και των Διαταγμάτων που τα επέβαλαν, ήτοι από μια πράξη της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία συμφωνήθηκε στα πλαίσια του Eurogroup που έλαβε χώρα κατά την ταραγμένη οικονομικά περίοδο.

 

Εξετάζοντας την ΤΕΑ διαπιστώνω ότι οι Ενάγουσες προωθούν τις αξιώσεις τους εναντίον της Εναγόμενης τόσο στην βάση της παράβασης σύμβασης όσο και για αυτό της παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας που τους όφειλαν, ήτοι στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας (άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148) με παράθεση σχετικών λεπτομερειών.

 

Στην περίπτωση παράβασης σύμβασης, ο τραπεζίτης υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, ήτοι για όλες τις ζημιές, οι οποίες κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης μπορούσαν να είχαν ευλόγως προβλεφθεί ότι θα προέκυπταν από την παραβίαση. Πέραν αυτού, ο τραπεζίτης δεν υπέχει ευθύνη για ειδική ζημιά την οποία υπέστη ο δικαιούχος, εκτός αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει υπό τις περιστάσεις κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας (βλ. άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 που στηρίζεται στις αρχές της υπόθεσης Hadley v. Baxendale (1854) 9 Exch 341).

 

Σε σχέση με την προώθηση της αξίωσης στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της αμέλειας ως παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας απαιτείται η αιτιώδεις συνάφεια, ήτοι ότι η παράβαση επέφερε την ζημιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell On Torts, 20η έκδοση, παρ. 2-91, σελ. 118:      

 

«The normal rule is that the defendant’s wrongdoing must be shown to be a necessary condition for the occurrence of the claimant’s damage, though that rule (the “but for” test) is sometimes relaxed to enable a claimant to overcome the causation hurdle when it might otherwise seem unjust to require the claimant to prove the impossible. The outcome of the explanatory inquiry may, but will not necessarily, indicate where responsibility for causing the damage should be attributed. Sometimes it is apparent that the defendant’s wrongdoing was a necessary condition, but there where also other events without which the damage would not have occurred. The court may then have to make a choice as to whether the defendant’s wrongdoing is to be treated as having causative relevance, or whether the other causes, without which the damage would also not have occurred, effectively supersede the causative potency of the defendant’s wrongdoing.».

 

Συνεχίζοντας στην παρ. 2-93, σελ. 121 αναφέρεται ως εξής:

 

«In Wright v Lodge, the Court of Appeal relied on that dictum to exculpate the claimant from responsibility for her own carelessness in not pushing her car off the nearside of a dual carriageway after a breakdown. The defendants subsequent reckless driving was found to be the substantive cause of the ensuing collision. As a matter of policy, it seems, deliberate or reckless conduct may eclipse an act of prior negligence, albeit “but for” that prior negligence the relevant damage would not have occurred.».

 

Εξετάζοντας τα πραγματικά περιστατικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι χωρίς την παράλειψη της Εναγόμενης να εκτελέσει τις εντολές μεταφοράς των υπολοίπων στο λογαριασμό που ανοίχθηκε στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στην Ελλάδα, η οποία εν τέλει δεν κουρεύτηκε εκ της πώλησης των εργασιών της στην Τράπεζα Πειραιώς δεν θα επερχόταν η απομείωση τους δυνάμει των σχετικών διαταγμάτων και ωσαύτως η ζημία στις Ενάγουσες.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell On Torts, ανωτέρω, παρ. 2-171, σελ. 164:

 

«The normal basis for recovery of pure economic loss is an action in contract. The remoteness test for contract is based on the kind of loss that thαt the defendant could reasonably contemplate as a consequence of his breach. In The Heron II, Lords Reid and Pearce stated that the “contemplation” test in contract required a greater degree of probability than the foresight test in tort.».

 

Εξηγώντας την πιο πάνω θέση στην υποσημείωση 521 αναφέρει ότι οι εν λόγω Λόρδοι δικαιολόγησαν την περιοριστική τους προσέγγιση στο γεγονός ότι ενώ σε μια συμβατική σχέση ο Ενάγων έχει την ευκαιρία να ειδοποιήσει τον Εναγόμενο για οποιεσδήποτε μη συνήθεις ζημιές που μπορεί να υποστεί σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, άρα θα είναι εύλογο να περιοριστεί η ανάκτηση για τις μη κοινοποιηθείσες ζημιές σε εκείνες που αντικειμενικά ήταν πιθανές, σε μια συνήθη υπόθεση απαίτησης για αστικό αδίκημα που αφορά άγνωστους, η κοινοποίηση δεν είναι δυνατή και συνεπώς είναι εύλογο να επιτραπεί προς ανάκτηση μια μεγαλύτερη κατηγορία ζημιών με βάση το τεστ της προβλεψιμότητας («foresight test»). Όμως, όπως παραθέτει στην παρ. 2-171, σελ. 165 είναι έντονα συζητήσιμο κατά πόσο αξίωση για οικονομική ζημιά στη βάση αστικού αδικήματος που προκύπτει από την παράβαση σύμβασης από μέρους του Εναγόμενου με τον Ενάγοντα είναι εφαρμοστέο το περιοριστικό τεστ του δικαίου των συμβάσεων. Παραθέτει την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην υπόθεση South Australia Asset Management Corp v. York Montague Ltd [1997] A.C. 191SAAMCO») όπου κρίθηκε ότι ο Εναγόμενος θα πρέπει να είναι υπόλογος για το είδος της ζημιάς η οποία εμπίπτει εντός του καθήκοντος επιμέλειας του και παραθέτει επί τούτου τα λόγια του Λόρδου Hoffmann. Συγκεκριμένα:

 

«Rules which make the wrongdoer liable for all the consequences of his wrongful conduct are exceptional and need to be justified by some special policy. Normally the law limits liability to those consequences which are attributable to that which made the act wrongful. In the case of liability in negligence for providing inaccurate information, this would mean liability for the consequences of the information being inaccurate.».

 

Η υπόθεση SAAMCO αφορούσε σε απαίτηση τράπεζας εναντίον εκτιμητών για αμελή υπερεκτίμηση της αξίας ακινήτων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως εξασφαλίσεις σε δάνεια. Όταν οι δανειολήπτες παραβίασαν τις συμφωνίες δανείων ένεκα μη αποπληρωμής, η αξία των ακινήτων αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αρκετή να καλύψει το δάνειο. Στην περίοδο μεταξύ της συνομολόγησης των συμβάσεων δανείου και της εκποίησης των ακινήτων η αγορά ακινήτων κατέρρευσε, με αποτέλεσμα η ζημία της τράπεζας να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την διαφορά μεταξύ της εξ αμελείας εκτίμησης και της πραγματικής που έπρεπε να είχε γίνει. Η τράπεζα αξίωσε την πλήρη ζημιά ακόμα και αυτή που προέκυπτε από την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων υποστηρίζοντας ότι αν γνώριζαν την πραγματική αξία των ακινήτων δεν θα προέβαιναν στον δανεισμό και ως εκ τούτου δεν θα εκτίθεντο στον κίνδυνο της κατάρρευσης της αγοράς των ακινήτων ή ότι θα προέβαιναν σε κατά πολύ μικρότερο δανεισμό ώστε η αξία των ακινήτων που δόθηκαν ως εξασφάλιση θα επαρκούσε για να καλύψει τα δάνεια ακόμη και σε περίπτωση κατάρρευσης της αγοράς ακινήτων. Στην απόφαση δεν έγιναν δεκτές οι θέσεις της τράπεζας και λέχθηκε ότι ο δανειστής έχασε την εξασφάλιση του στο ποσό της υπερεκτίμησης και ότι μόνο αυτές οι ζημιές είναι ανακτήσιμες ως συμπεριλαμβανόμενες στο καθήκον επιμέλειας και ότι οι άλλες δεν εμπίπτουν σε αυτές. Το δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του μόνο την διαφορά μεταξύ της λανθασμένης εκτίμησης και της ορθής κατά τον χρόνο που αυτή έγινε και όχι την πτώση των αξιών στην αγορά ακινήτων ακόμη και αν ο δανειστής γνώριζε την πραγματική αξία των ακινήτων δεν θα προέβαινε στον δανεισμό. Αυτό που προκύπτει από την εν λόγω απόφαση αν και δεν τέθηκε το γεγονός της πτώσης στην αγορά ακινήτων ξεκάθαρα ως ζήτημα μεμακρυσμένης (remote) ζημιάς θεωρείται ως το βασικό στοιχείο σε περίπτωση αξίωσης για καθαρή οικονομική ζημία και εκείνο που πρέπει να έχει ευλόγως ο Εναγόμενος στο μυαλό του ως η συνέπεια της παράβασης πρέπει να εξαρτάται από το πεδίο ή σκοπό του καθήκοντος του (Clerk & Lindsell On Torts, ανωτέρω, παρ. 2-174, σελ. 167). Και το σύγγραμμα ξεκαθαρίζει ως ακολούθως:

 

«What the defendant can reasonably contemplate as a consequence of his breach must depend upon the scope or purpose of his duty. If the risk of the particular kind of damage fell outside the purpose of the defendant’s duty, then however foreseeable that risk in general terms, it would not fall within the reasonable contemplation of the defendant. Whether the scope of the duty is seen as an independent test or as the key element in the concept of remoteness, it has had a major impact in limiting tortious liability for pure economic loss.».

 

Εν συνεχεία το σύγγραμμα παραθέτει κάποιες αποφάσεις στις οποίες διευκρινίζει ότι υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ του Ενάγοντα και του Εναγόμενου και τα δικαστήρια δεν διέκριναν μεταξύ συμβατικών απαιτήσεων και απαιτήσεων στη βάση αστικού αδικήματος για παράλειψη εύλογης επιμέλειας και φροντίδας. Μεταξύ αυτών και την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Andrews v. Barnett Waddingham LLP (a Firm) [2006] EWCA Civ 93, όπου παρά το ότι οι Εναγόμενοι κρίθηκαν υπαίτιοι αμέλειας, όμως όχι για την ζημία που αποδόθηκε σε μείωση της απόδοσης της επένδυσης, αφού κρίθηκε ότι δεν ενέπιπτε στο πεδίο του καθήκοντος επιμέλειας των Εναγομένων.

 

Προχωρώντας στην διατύπωση της κρίσης του Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της παρούσας ενόψει και των ευρημάτων που παρατίθενται στις προηγούμενες παραγράφους, γίνεται φανερό ότι οι Ενάγουσες είτε γιατί έκριναν ότι οι καταθέσεις τους στην Κύπρο δεν ήσαν ασφαλείς είτε γιατί αποφάσισαν να αναζητήσουν καλύτερο επιτόκιο επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της Εναγόμενης στα Άνω Πατήσια με σκοπό να δώσουν οδηγίες για πρόωρη ανάληψη των προθεσμιακών τους καταθέσεων που ευρίσκονταν στους λογ. 789 και 293 και την μεταφορά τους σε λογαριασμό στην Ελλάδα. Το εάν εν τέλει προέκυψε ότι εκ των υστέρων διαφάνηκε ότι οι καταθέσεις των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ένεκα της πώλησης τους στην Τράπεζα Πειραιώς θα ήσαν ασφαλείς δεν έχει καμία σημασία σε σχέση με το ότι ζητήθηκε η απομάκρυνση τους από την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος της Εναγόμενης στα Άνω Πατήσια είναι υπάλληλοι και αντιπρόσωποι της Εναγόμενης και δεν έχει καμία σημασία το ότι οι Ενάγουσες δεν επισκέφθηκαν το υποκατάστημα Παραλιμνίου. Ακόμη και αν θεωρείτο ότι έπρεπε να πράξουν τούτο προς τον σκοπό να δοθούν οι οδηγίες πρόωρης ανάληψης και μεταφοράς, οι ενέργειες των υπαλλήλων της Εναγόμενης στην Αθήνα υποδηλώνουν ότι μπορούσε να γίνει και διαμέσου του υποκαταστήματος των Άνω Πατησίων και αφού δεν προκύπτει ότι οι υπάλληλοι αρνήθηκαν να τις εκτελέσουν όφειλαν να το πράξουν δεόντως και ήσαν υπεύθυνοι να το πράξουν. Το ίδιο ισχύει και για την δέουσα συμπλήρωση των απαραίτητων εντύπων για τον ίδιο σκοπό και λήψης των όποιων απαραίτητων υπογραφών. Περαιτέρω, όφειλαν να διασφαλίσουν ότι οι εντολές αυτές θα κοινοποιούνταν στο υποκατάστημα Κεντρικό Παραλιμνίου της Εναγόμενης. Αυτό ανέλαβαν και αυτό όφειλαν να διεκπεραιώσουν και δεν μπορούν να επικαλούνται ότι δεν λήφθηκαν σε καμία περίπτωση εντολές παρά το ότι εκ της μαρτυρίας προκύπτει ότι αυτές λήφθηκαν. Αυτό που προέβαλε στην μαρτυρία της η ΜΥ ήταν η αμφισβήτηση των εντολών εστιάζοντας στα υπογραφέντα έγγραφα, καθώς και στην εσωτερική έρευνα που προέβηκαν για το κατά πόσο αυτές λήφθηκαν, χωρίς να προσαχθεί η μαρτυρία των προσώπων που κατονομάζονται σε αυτά για τις ενέργειες τους. Οι Ενάγουσες είχαν παράσχει σε ικανοποιητικό βαθμό μαρτυρία, ώστε να αντιστρέψουν τον αποδεικτικό βάρος απόδειξης στην Εναγόμενη. Οι εντολές δόθηκαν από τις 12/03/2013 και κρίνεται ότι η Εναγόμενη είχε αρκετό χρόνο να τις εκτελέσει μέχρι και τις 15/03/2013 πέραν του εύλογου ακόμη και αν έπρεπε να προβούν σε απαραίτητους ελέγχους και εγκρίσεις. Ακόμη και αν απαιτούνταν περαιτέρω λεπτομέρειες, ίσως και υπογραφές υπήρχε άπλετος χρόνος για να αναζητηθούν και να ληφθούν και το έμβασμα να εκτελεστεί μέσω swift. Θα αποτελούσε μια πράξη εντός της Εναγόμενης χωρίς να μου διαλανθάνει το γεγονός ότι τα χρήματα θα μεταφέρονταν σε υποκατάστημα άλλης χώρας. Η θέση της Εναγόμενης βέβαια ήταν ότι τέτοιες εντολές δεν λήφθηκαν, αυτό όμως για τους λόγους που παρατέθηκαν δεν αποτελεί ζήτημα που αφορά τις Ενάγουσες. Η σχέση τραπεζίτη και πελάτη είναι σχέση εμπιστοσύνης και εμπεριέχει καθήκον επιμέλειας, το οποίο υπό τις περιστάσεις ξεκάθαρα παραβιάστηκε. Ως αποτέλεσμα οι Ενάγουσες νομιμοποιούνται να εγείρουν αγωγή για παράβαση σύμβασης και για το αστικό αδίκημα της αμέλειας όπως και έπραξαν.

 

Η προβαλλόμενη θέση της πλευράς της Εναγόμενης ότι οι Ενάγουσες δεν δύνανται να προωθούν την παρούσα αγωγή εκ του άρθρων 12(5) και 12(6) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013, καθώς και ότι εκ του εκδοθέντος Διατάγματος με βάση τον ίδιο Νόμο προκύπτει ματαίωση της σύμβασης δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Η βάση επί της οποίας προωθούν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή οι Ενάγουσες αφορά στην παράλειψη της Εναγόμενης να εκτελέσει τις εντολές τους πριν την εφαρμογή του οποιουδήποτε μέτρου εξυγίανσης. Για τον ίδιο λόγο η Εναγόμενη ενάγεται για παράβαση εντολών πριν από την έκδοση του σχετικού διατάγματος και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα ματαίωσης της σύμβασης καθιστώντας την σχετική εγειρόμενη υπεράσπιση ανεδαφική.

 

Σε σχέση με την ύπαρξη ζημιάς στις Ενάγουσες εκ της παραχώρησης αντίστοιχων μετοχών ίσων προς το ποσό της τελικής απομείωσης των καταθέσεων τους η σχετική θέση της Εναγόμενης ότι δεν προκύπτει εκ του λόγου αυτού τέτοια ζημιά δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Καταρχήν οι Ενάγουσες δεν επέλεξαν τις μετοχές, ούτε και θέλησαν να καταστούν επενδυτές στην Εναγόμενη, αλλά επέλεξαν την πιο ασφαλή λύση της κατάθεσης σε προθεσμιακό λογαριασμό. Σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει ότι η πραγματική αξία της όποιας μετοχής που παραχωρήθηκε είχε την ίδια αξία σε χρήμα με την αξία των καταθέσεων κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά και ούτε ότι οι Ενάγουσες είχαν όχι μόνο το νομικό δικαίωμα να τις πωλήσουν, αλλά και την πραγματική δυνατότητα να το πράξουν κατά τον επίδικο χρόνο τουλάχιστον στην ονομαστική τους αξία.  

 

Προχωρώ στο ζήτημα της ζημιάς. Τι πραγματικά προκάλεσε την ζημιά; H αλληλουχία των γεγονότων κατέληξε στην δέσμευση και απαγόρευση των συναλλαγών από τις 16/03/2013 και στην απομείωση των υπολοίπων στους λογ. 789 και 293. Αν εκτελούνταν δεόντως οι εντολές, τότε η μεταφορά των χρημάτων στο λογαριασμό στην Ελλάδα, ενδεχομένως θα προστάτευε τις καταθέσεις των Εναγουσών εκ της μεταγενέστερης πώλησης των υποκαταστημάτων της Εναγόμενης στην Ελλάδα στην Τράπεζα Πειραιώς σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 98/2013 από τις 26/03/2013.

 

Το γεγονός που εν τέλει προκάλεσε την ζημιά στις Ενάγουσες είναι η εφαρμογή των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατά τον επίδικο χρόνο. Καλώς εχόντων των πραγμάτων οι Ενάγουσες θα επανέρχονταν για να ελέγξουν αν οι οδηγίες τους είχαν εκτελεστεί και στην περίπτωση που διαπίστωναν ότι αυτές δεν είχαν εκτελεστεί θα επανατροχιοδρομείτο η διαδικασία υλοποίησης των εντολών τους, χωρίς καμία ζημιά πέραν της όποιας διαφοράς του επιτοκίου που θα ελάμβαναν για την περίοδο μη εκτέλεσης των εντολών στην προθεσμιακή κατάθεση Ελλάδας σε σχέση με αυτή της Κύπρου. Ως εκ τούτου το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η ζημία εκ του γεγονότος της έκδοσης των Διαταγμάτων που απομείωσαν τους λογ. 789 και 293 ήταν ευλόγως προβλεπτό. Ως τέτοιο θα μπορούσε να ενταχθεί τόσο στο συμβατικό καθήκον επιμέλειας όσο και σε αυτό που προωθείται ως παράβαση του στην βάση του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

 

Το γεγονός της απομείωσης των καταθέσεων, όχι μόνο των Εναγουσών, αλλά και χιλιάδων άλλων συμπολιτών μας αποτέλεσε η εφαρμογή μιας πολιτικής απόφασης που λήφθηκε στα πλαίσια του Eurogroup πέραν του οποιουδήποτε προηγούμενου. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η απομείωση των καταθέσεων ήταν ευλόγως προβλέψιμη συνέπεια έστω και αν αυτό θα γινόταν με απόφαση τρίτων. Ζυγίζοντας όλα τα ενώπιον μου δεδομένα και λαμβανομένου υπόψη της σχέσης εμπιστοσύνης των Εναγουσών με την Εναγόμενη κρίνω ότι το είδος της ζημιάς όπως επήλθε εντάσσεται στο καθήκον επιμέλειας που αυτή κατά τον ουσιώδη χρόνο υπείχε προς τις Εναγόμενες. Πέραν όμως αυτού, ανάτρεξα στην μαρτυρία της ΜΥ και στην αντεξέταση που αυτή υπέστηκε για να καταλήξω τι είχε η Ενάγουσα σε γνώση της και οι υπάλληλοι της. Στην γραπτή της δήλωση, ήτοι το Έγγραφο Γ’ αναφέρει ότι την εβδομάδα που έληξε την Παρασκευή 15/03/2013, ενημερώθηκε από τους δικηγόρους τους, ότι η Εναγόμενη λάμβανε πολλές εντολές διεκπεραίωσης πράξεων από την Ελλάδα και δέχονταν καταιγισμό τηλεφωνημάτων, προσθέτοντας ότι στις πλείστες των περιπτώσεων Έλληνες υπήκοοι που διατηρούσαν καταθέσεις στην Εναγόμενη στην Κύπρο μετέβαιναν αεροπορικώς και εμφανίζονταν δια ζώσης στα υποκαταστήματα της τράπεζας για να δώσουν εντολές και αποσύρουν τα χρήματα τους που διατηρούσαν στα κυπριακά υποκαταστήματα. Κατά την αντεξέταση της υποστήριξε ότι από το εξώδικο που απέστειλαν μεταγενέστερα οι Ενάγουσες προκύπτει ότι ήταν θορυβημένες από τις φήμες για κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο, κάτι που η ίδια στην ουσία δεν αρνήθηκε, ενώ συγκεκριμένα ερωτώμενη αν δεν υπήρχαν φήμες για κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο και αυτό δεν πρέπει να την εκπλήσσει απέφυγε να απαντήσει, χωρίς όμως να το αρνηθεί, λέγοντας ότι της έκανε έκπληξη ότι ενώ πήγαν την Τρίτη δεν έλεγξαν τους λογαριασμούς τους μέχρι την Παρασκευή αν έγιναν οι πράξεις τους.

 

Αυτό που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι ότι ακόμη και το ενδεχόμενο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος ως κίνδυνος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ευλόγως προβλεπτός ή τουλάχιστον δεν αποκλειόταν ως πιθανότητα από την Εναγόμενη. Κατάρρευση τραπεζικού συστήματος σημαίνει την αδυναμία των πιστωτικών ιδρυμάτων συμπεριλαμβανομένης της Εναγόμενης να συμμορφωθεί με την συμβατική της υποχρέωση να επιστρέψει το ποσό των καταθέσεων των πελατών τους ολικώς ή μερικώς. Οι ενέργειες που ακολούθησαν με τα Διατάγματα που εκδόθηκαν σύμφωνα με την κείμενη Νομοθεσία που θεσπίστηκε δεν ήταν κάτι που δεν ήταν ευλόγως προβλεπτό ως ενδεχόμενο να επισυμβεί στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ως εκ τούτου, πέραν της κρίσης μου ότι η απομείωση των καταθέσεων ως ζημιά εντάσσεται στο καθήκον επιμέλειας της Εναγόμενης εκ της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο με τις Ενάγουσες, κρίνεται και ως μια υπαρκτή πιθανότητα ασχέτως του τρόπου που εν τέλει αυτή επήλθε στην προκείμενη περίπτωση, καθιστώντας την ζημιά που υπέστησαν οι Ενάγουσες ανακτήσιμη.

 

Κατάληξη:-

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω η αγωγή των Εναγουσών εναντίον της Εναγόμενης έχει επιτυχή κατάληξη. Εκδίδεται απόφαση υπέρ Ενάγουσας 1 και Ενάγουσας 2 εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €36.129- και το ποσό των €27.544- αντίστοιχα πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ Εναγουσών 1 και 2 και εναντίον της Εναγόμενης

όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.    

 

 

(υπ.)………………………………………

Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο