ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: X-M Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 4073/15

Μεταξύ:

PAIL LTD

Εναγόντων

-και-

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ

Εναγόμενου

 

---------------------------------------------------------------------------

 

Ημερομηνία: 09/07/2024

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες: κ. Π. Γιωρκάτζης για κ.κ. Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Εναγόμενο: κ. Ν. Λαζάρου με κ. Ρ. Βασιλέα για κ.κ. Αντωνάκη Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                             Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι δικογραφημένες θέσεις:-

 

       H αξίωση των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου είναι για το ποσό των €3.952,21 ως υπόλοιπο τιμολογίων και/ή υπόλοιπο λογαριασμού πλέον τόκους σε σχέση με εμπορεύματα που πώλησαν, παράδωσαν και τιμολόγησαν στο όνομα του Εναγόμενου που εμφανίστηκε ότι εμπορεύεται με την επωνυμία «Zachariou Andreas Furnishings», ο οποίος υπέγραψε για την παραλαβή τους. Όπως δικογραφείται από τους Ενάγοντες, ανοίχθηκε περί τούτου χρεοπιστωτικός λογαριασμός στον οποίον χρεώνονταν τα παραδοθέντα εμπορεύματα και πιστώνονταν πληρωμές και επιστροφές και σχετικά προβάλλεται ότι καταβλήθηκε από καιρό εις καιρό το ποσό των €2.400-, ότι περαιτέρω πιστώθηκε το ποσό των €924-, ώστε κατά την 16/04/2013 αυτός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο το αξιούμενο ποσό χωρίς τον υπολογισμό των τόκων επί των καθυστερούμενων οφειλών βάσει των τιμολογίων, τα οποία συμφωνήθηκε να εξοφλούνται εντός 30 ημερών από της εκδόσεως τους και σε αντίθετη περίπτωση θα επιβαρύνονταν με το εκάστοτε ανώτατο επιτρεπόμενο όριο τόκου. Στην Έκθεση Απαίτησης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι Ενάγοντες απαίτησαν τόσο προφορικά όσο και με επιστολές των δικηγόρων τους την εξόφληση του υπολοίπου άνευ ανταπόκρισης.

 

       Στον αντίποδα, με την Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος, πέραν της γενικής άρνησης των ισχυρισμών των Εναγόντων, εγείρει προδικαστική ένσταση ότι ουδέποτε συμβλήθηκε προσωπικά με τους Ενάγοντες, καθώς και ότι το ονοματεπώνυμο του είναι «Ανδρέας Ζαχαρία». Ισχυρίζεται δε ότι οι Ενάγοντες είχαν συνεργασία με την εταιρεία «ANDREAS ZACHARIA FURNISHINGS LIMITED» και αριθμό εγγραφής ΗΕ779919 που είναι δικών του συμφερόντων και ότι δεν οφείλει προσωπικά στους Ενάγοντες. Επίσης, ο Εναγόμενος αρνείται ότι στα πλαίσια της συνεργασίας με την εταιρεία του συμφωνήθηκε ότι τα τιμολόγια θα επιβαρύνονταν με το εκάστοτε ανώτατο επιτρεπόμενο όριο τόκου και προβάλλει ότι η συμφωνία με τους Ενάγοντες ήταν να ανοιχθεί χρεοπιστωτικός λογαριασμός επ’ ονόματι της, καθώς και ότι οι οφειλές έχουν εξοφληθεί. Σε σχέση με τις επιστολές των δικηγόρων των Εναγόντων, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε τις παρέλαβε και ζητά την απόρριψη της εναντίον του αγωγής.

 

Η προσαχθείσα μαρτυρία:-

 

       Στην ακροαματική διαδικασία προσφέρθηκε η μαρτυρία του Διευθυντή των Εναγόντων κ. Ανδρέα Κόκκινου (ΜΕ) και του Εναγόμενου (ΜΥ). Παρατίθεται κάτωθι η μαρτυρία τους εν συντομία.

 

Μαρτυρία ΜΕ:-

 

       Όπως δηλώνει στην γραπτή του δήλωση που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Έγγραφο Α’, οι Ενάγοντες ασχολούνται με την λιανική και χονδρική πώληση ειδών επιπλοποιίας στην Επαρχία Λευκωσίας και το εγγεγραμμένο τους γραφείο ευρίσκεται στην Λεμεσό. Όπως υποστήριξε, ο Εναγόμενος συνεργαζόταν με τους Ενάγοντες από τους οποίους αγόραζε διάφορα είδη επιπλοποιίας όπως χερούλια για πόρτες, μεντεσέδες και άλλα, επισκεπτόμενος κατά κανόνα προσωπικά το κατάστημα των Εναγόντων στην οδό Η. Παπακυριακού στην Λευκωσία πραγματοποιώντας παραγγελίες, ενώ τα εμπορεύματα παραδίδονταν στο κατάστημα των Εναγόντων είτε στον ίδιο ή στην κα Χ. που ίδιος υπέδειξε ότι ενεργούσε εκ μέρους του. Το εκδοθέν αντίστοιχο τιμολόγιο στο όνομα «Ανδρέας Ζαχαρίου Furnishings» παραδιδόταν στο πρόσωπο που παραλάμβανε. Εξήγησε ότι ο Εναγόμενος ζήτησε να ανοιχθεί μερίδα χρεοπιστωτικού λογαριασμού στο όνομα του, στην οποία οι πωλήσεις γίνονταν επί πιστώσει και η κατάσταση αποστελλόταν σε αυτόν τακτικά χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε για το όνομα, αλλά ούτε για το αναγραφόμενο ποσό. Κατέθεσε ως τεκμήριο 1 σχετική κατάσταση λογαριασμού περιόδου 1/01/12 μέχρι 16/04/13. Περαιτέρω, κατάθεσε ως δέσμη τεκμήριο 2 σειρά 51 τιμολογίων πώλησης για τα οποία εξηγεί ότι το ποσό τους παραμένει οφειλόμενο, προσθέτοντας ότι όλα τα προϊόντα που αναγράφονται αναλυτικά στα τιμολόγια που παραδόθηκαν η συνολική χρέωση ανήλθε στο ποσό των €6.423,32. Για όποια προϊόντα επιστρέφονταν από τον Εναγόμενο στους Ενάγοντες για τα οποία εκδόθηκε τιμολόγιο το ποσό πιστωνόταν στην κατάσταση λογαριασμού και εκδίδονταν σχετικές πιστωτικές σημειώσεις τις οποίες κατάθεσε ως δέσμη τεκμήριο 3 συνολικού ποσού €924,09.

 

       Όπως δήλωσε ο ΜΕ, ο Εναγόμενος κατέβαλε έναντι διάφορα ποσά τα οποία παράθεσε, ήτοι €1.200-, €300-, €600-, και €400- και υποστηρίζει ότι με όλες τις πιστώσεις που έγιναν ο λογαριασμός μέχρι σήμερα παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο €3.952,21 πλέον το επιτόκιο που αναγράφεται ρητά τα τιμολόγια. Όπως υποδεικνύει ο ΜΕ, ο λογαριασμός και τα τιμολόγια εκδίδονταν στο όνομα «Zachariou Andreas Furnishings» και σε καμία περίπτωση ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε για αυτό ή ζήτησε αλλαγή, προσθέτοντας ότι στην περίπτωση που ο πελάτης είναι εταιρεία η πρακτική που ακολουθούν οι Ενάγοντες είναι η αναγραφή του ονόματος της, του αριθμού της εγγραφής της και η διεύθυνση του εγγεγραμμένου της γραφείου, ενώ απαιτείται και η υπογραφή εγγύησης από τουλάχιστον 1 φυσικό πρόσωπο, συνήθως τον διευθυντή σύμφωνα με το δείγμα που κατάθεσε ως τεκμήριο 4 και στην παρούσα περίπτωση, ο λόγος που δεν έγινε αυτό ήταν η επιλογή του Εναγόμενου να συναλλάσσεται με τους Ενάγοντες υπό την προσωπική του ιδιότητα. Συνεχίζοντας τονίζει ότι η διεύθυνση των τιμολογίων ήταν η Η. Παπακυριακού, Έγκωμη, Λευκωσία όπου διατηρούσε κατάστημα με το όνομα ΑΖ Cucina Plus και όχι με το όνομα που ισχυρίζεται ότι είχε η εταιρεία του. Αργότερα, όπως δηλώνει ο ΜΕ, με τον τερματισμό της συνεργασίας με τους Ενάγοντες στα έγγραφα που εκτυπώθηκαν αναγραφόταν η Β Βιομηχανική Περιοχή 12-14, Δασάκι Άχνας, την οποία έδωσε στους Ενάγοντες η υπάλληλος του Εναγόμενου κα Χ. σε ανύποπτο χρόνο. Κατάθεσε ως τεκμήριο 5 διαφημιστικό του καταστήματος AZ Cucina Plus στο οποίο παρατίθεται χειρόγραφα η διεύθυνση, υπογραμμίζοντας ότι σε κανένα του σημείο δεν αναγράφεται το όνομα εταιρείας, της οποίας η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου ευρίσκεται στην Ορμήδεια και σε καμία εκ των δύο οδών.

 

       Ο ΜΕ για να υποστηρίξει τις θέσεις του κατάθεσε ως τεκμήριο 6 επιστολή ημερ. 20/09/12 προς «Zachariou Andreas Furnishing» με την οποία οι Ενάγοντες ζητούσαν όπως επιβεβαιωθεί το υπόλοιπο €1.737,52 ως η συνημμένη κατάσταση για λογιστικούς σκοπούς, η οποία υπογράφηκε από την λογίστρια του Εναγόμενου ως επιβεβαίωση και αποστάληκε με φαξ προέλευσης «Andreas Zaxariou», αριθμός 24….. Επίσης, κατάθεσε δύο επιστολές ως τεκμήρια 7(1) & 7(2) ημερ. 07/07/13 και 28/07/13, αντίστοιχα, των δικηγόρων των Εναγόντων προς τον Εναγόμενο αναφορικά με την αξίωση του, στις οποίες προβάλλει ότι δεν απάντησε και αξιώνει ως η απαίτηση των Εναγόντων.

 

       Στη συνέχεια της κυρίως εξέτασης του, o ΜΕ εξήγησε ότι σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθούν οι Ενάγοντες εάν ο πελάτης είναι ιδιώτης, ο υπάλληλος του υποδεικνύει όπως καταγράψει το όνομα με το οποίο επιθυμεί να ανοιχθεί ο λογαριασμός και αν είναι εταιρεία ζητούν να φέρουν βεβαίωση των διευθυντών και ένας εξ αυτών να υπογράψει την εγγύηση. Εκ των όσων έχει ενημερωθεί ο ΜΕ, δήλωσε ότι όταν ο Εναγόμενος πήγε στο κατάστημα των Εναγόντων ζήτησε να ανοιχθεί μερίδα και έγγραψε πάνω σε ένα χαρτί ο ίδιος το όνομα που ήθελε και ακολούθως προχώρησαν.

 

       Στην αντεξέταση του ο ΜΕ δήλωσε ότι δεν θυμόταν πότε άνοιξαν οι Ενάγοντες το κατάστημα στη Λευκωσία και ότι το κατάστημα του Εναγόμενου ευρισκόταν απέναντι από το δικό τους. Ο ίδιος ως διευθυντής δεν επισκεπτόταν το κατάστημα τους καθημερινά και την στιγμή των συναλλαγών δεν ευρισκόταν εκεί. Όπως εξήγησε, ο Εναγόμενος πήγαινε στο κατάστημα τους, όμως αυτός δεν τον γνώριζε, αλλά ούτε και είχε φιλικές σχέσεις με αυτόν. Αυτά δήλωσε ότι τα γνωρίζει από πληροφορίες που έλαβε από τους υπαλλήλους των Εναγόντων. Η συνεργασία απάντησε ότι ξεκίνησε το 2009 και ότι στην αρχή ο Εναγόμενος πήγαινε στο κατάστημα των Εναγόντων και έπαιρνε διάφορα πράγματα πληρώνοντας τα και μετά ζήτησε να ανοιχθεί μερίδα. Τα τιμολόγια εκδίδονταν επί πιστώσει, όπως εξήγησε. Σε σχέση με την επίσκεψη από την κα Χ. εξήγησε ότι ήρθε μια με δύο φορές με τον Εναγόμενο και μετά συνέχιζε να έρχεται η ίδια, καθώς και ότι τους έπαιρνε τηλέφωνο και έλεγε να περάσουν για είσπραξη.

 

       Ο ΜΕ απαντώντας σχετικά, υπέδειξε ότι ο Εναγόμενος πήγε στο κατάστημα των Εναγόντων και τους ζήτησε να ανοιχθεί μερίδα μετά που το είχε επισκεφθεί πολλές φορές και πλήρωσε σε μετρητά, ότι του ζητήθηκε να δηλώσει σε πιο όνομα να ανοιχθεί η μερίδα και ότι αυτός σε ένα χαρτί που του έδωσε ο Στέλιος έγγραψε το όνομα όπως ήθελε. Ακολούθως επικοινώνησαν με την υπεύθυνη του λογιστηρίου στη Λεμεσό για συγκατάθεση και ανοίχθηκε η μερίδα. Όπως εξήγησε, μετά αντιλήφθηκε ότι υπήρχε τέτοια εταιρεία όταν άρχισαν τη διαδικασία για την καταχώρηση αγωγής, προσθέτοντας ότι όταν προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τον Εναγόμενο και δεν τον εντόπιζαν, ο υπάλληλος των Εναγόντων μίλησε με την κα Χ. και του έδωσε κάποιες πληροφορίες που να τον βρει στην Άχνα και ότι όταν πήγε στην Άχνα βρήκε το εργοστάσιο που διατηρούσε και οι ντόπιοι του ανέφεραν ότι το σπίτι του ήταν κοντά στην Ορμήδεια. Τότε υποστήριξε έμαθαν ότι υπήρχε εταιρεία. Όπως ανέφερε ο ΜΕ, στο τέλος εκάστου μηνός αποστέλλουν σε όλους τους χρεώστες καταστάσεις (statements). Σε ερώτηση αν έτυχε οποτεδήποτε να έχουν λάθος καρτέλα ονόματος εταιρείας απάντησε ότι δεν υπέπεσε στην αντίληψη του κάτι τέτοιο.

 

       Αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τερματίστηκε η σχέση τους με τον Εναγόμενο υποστήριξε ότι επειδή αδυνατούσε να πληρώσει, τον αναζήτησαν και πήγε υπάλληλος τους απέναντι στην κα Χ. για να μιλήσει όταν είδαν πως ξεκίνησε η διαδικασία κλεισίματος του καταστήματος, κάτι που τους το επιβεβαίωσε η κα Χ και άρχισαν να τον ψάχνουν για να δουν πως θα τους πληρώσει. Στα πλαίσια της αντεξέτασης του κατάθεσε ως τεκμήριο 8 ολοκληρωμένη κατάσταση λογαριασμού στο όνομα «Zachariou Andreas Furnishing» ημερ. 1/01/09-16/04/13 με πρώτη εγγραφή την 26/10/09, καθότι η κατάσταση του τεκμήριου 1 εκ παραδρομής, όπως δήλωσε, δεν κατατέθηκε ολοκληρωμένη. Περί της πρώτης σελίδας, τόσο του τεκμηρίου 1, όσο και του τεκμηρίου 8 δήλωσε ότι φέρουν τον ίδιο αριθμό επειδή η υπάλληλος στο γραφείο όταν τα τύπωσε ξεκίνησε στην πρώτη περίπτωση από το 2012 αντί από το 2009 που άρχισε η συνεργασία. Δέχθηκε ότι από την κατάσταση του τεκμηρίου 8 υπήρξε και προηγουμένως συνεργασία με τον Εναγόμενο, όπως είχε αναφέρει.

 

       Ο ΜΕ εξήγησε ότι όταν γινόταν πώληση με πίστωση οι Ενάγοντες εξέδιδαν τιμολόγια και αποδείξεις όταν ο Εναγόμενος πλήρωνε χρήματα. Δεν θυμόταν αν οι καταβολές γίνονταν με επιταγές ή μετρητά εκ της παρόδου του χρόνου, υποδεικνύοντας ότι στην κατάσταση λογαριασμού όταν ο Εναγόμενος έδινε χρήματα αναγράφεται «cash received». Του υποδείχθηκαν 3 επιταγές συνολικά με την υπόδειξη ότι προέρχονται από την εταιρεία και στην ερώτηση αν τις αναγνωρίζει απάντησε καταφατικά. Σε συνέχεια σχετικών ερωτήσεων προς τον ΜΕ και σε σχέση με το κατά πόσο οι αποδείξεις πληρωμής που παρέδιδαν στον Εναγόμενο αφορούσαν την εταιρεία διερωτήθηκε με δεδομένο ότι εκδόθηκαν και παραδόθηκαν πάνω από 50 τιμολόγια και αρκετά credit note γιατί δεν υπήρξε διαμαρτυρία ότι δεν αναγραφόταν το «Λτδ», προσθέτοντας ότι δεν θα είχαν αντίρρηση να ανοιχθεί μερίδα στο όνομα της εταιρείας νοουμένου ότι θα προσκομιζόταν βεβαίωση μετόχων και ένας από αυτούς να υπογράψει εγγύηση. Όπως απάντησε σχετικά ερωτώμενος, οι αποδείξεις εκδίδονταν στο όνομα «Andreas Zachariou Furnishing» και στην ερώτηση αν εκδόθηκαν αποδείξεις στο όνομα της εταιρείας υπέδειξε ότι δεν είχαν μερίδα στο όνομα της εταιρείας και ότι οποιαδήποτε χρήματα πληρώνονταν ήταν έναντι της «Andreas Zachariou Furnishing», ήτοι στο όνομα της μερίδας.

 

       Ο ΜΕ διευκρίνισε ότι η αναγραφή στη γραπτή του δήλωση στο ποσό των €400- αντί €300- για καταβολή ημερ. 16/04 είναι λανθασμένη. Υπέδειξε ότι στην κατάσταση λογαριασμού που για την συγκεκριμένη ημερομηνία αναφέρεται η εν λόγω πληρωμή δεν ήταν σίγουρος αν έγινε σε μετρητά και επανέλαβε προηγούμενη του απάντηση ότι δηλαδή αναφέρεται πάντα ως «cash received» και τον αριθμό απόδειξης και πως πρέπει να αναζητηθεί αυτή για να διαφανεί αν έγινε τοις μετρητοίς ή με επιταγή. Του υποδείχθηκε μια απόδειξη είσπραξης ποσού, την οποία αναγνώρισε ότι προέρχεται από τους Ενάγοντες και απάντησε ότι εκδόθηκε στο όνομα της εταιρείας, προσθέτοντας ότι αυτό έγινε διότι προφανώς η επιταγή που δόθηκε προερχόταν από την εταιρεία παραπέμποντας ότι έγινε λάθος, όπως και σε πολλές αποδείξεις, διότι δεν έχουν μερίδα στο όνομα της εταιρείας. Ο ΜΕ αναγνώρισε σχετική απόδειξη που έδωσε για ποσό €600- που εμφαίνεται στην κατάσταση του τεκμηρίου 1, η οποία εκδόθηκε στο όνομα της εταιρείας και επανέλαβε ότι η υπάλληλος που την εξέδωσε έκανε λάθος επειδή δόθηκαν επιταγές από την εταιρεία. Τέτοια μερίδα στο όνομα της εταιρείας εξήγησε και πάλι ότι δεν είχαν. Ακολούθως αναγνώρισε και άλλες αποδείξεις ότι εκδόθηκαν στο όνομα της εταιρείας που είχε ο Εναγόμενος αποδίδοντας την έκδοσή τους σε λάθος, το οποίο δεν έγινε αντιληπτό. Εξήγησε ότι έγινε το ίδιο λάθος σε 4 αποδείξεις και παραδέχθηκε ότι το λάθος επαναλαμβανόταν για 2 συνεχόμενα χρόνια. Υπέδειξε ότι ο ίδιος ο πελάτης τα έδιδε για τον λογαριασμό που διατηρούσε και είχε υπόλοιπο. Απάντησε ότι προσωπική επαφή με τον Εναγόμενο είχε ο υπεύθυνος του καταστήματος, ο οποίος τον έπαιρνε τηλέφωνο ζητώντας του επιταγές και πληρωμή έναντι του υπολοίπου και του έδινε επιταγές και του έβγαζε την απόδειξη.

 

       Σε σχέση με την πρακτική που ακολουθούν οι Ενάγοντες όταν ανοίγουν μερίδα πελάτη ανέφερε ότι σε περίπτωση ατόμων δεν ζητούν οποιαδήποτε βεβαίωση στηριζόμενοι στον λόγο του γιατί η κοινωνία είναι μικρή και γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Διευκρινίζοντας σε επόμενη του απάντηση εξήγησε ότι δεν μιλά για τον οποιοδήποτε, αλλά για επαγγελματίες του είδους γιατί ξέρουν ποιοι είναι οι επιπλοποιοί και οι πελεκάνοι και στην περίπτωση του Εναγόμενου γνώριζαν ότι είχε κατάστημα απέναντι και δεν ήταν κάποιος άσχετος. Όπως δήλωσε ζητείται όνομα, διεύθυνση και τηλέφωνο. Στην προκείμενη περίπτωση του Εναγόμενου δεν είχε το σημείωμα στην κατοχή του να το παρουσιάσει ένεκα παρόδου χρόνου. Η υπάλληλος δεν είχε λόγο να προσθέσει το «furnishing» στο όνομα και ο Εναγόμενος δεν ήταν ένας τυχαίος, αφού απέναντι διατηρούσε κατάστημα πολυτελείας που πωλούσε κουζίνες. Το σημείωμα εξήγησε ότι το έκανε ο Εναγόμενος προσωπικά και όπως το έγγραψε αυτός ανοίχθηκε η μερίδα. Επανέλαβε την θέση του στην υποβολή ότι το όνομα του Εναγόμενου είναι «Ανδρέας Ζαχαρία» και όχι «Ανδρέας Ζαχαρίου», τονίζοντας ότι εκδόθηκαν πέραν των 50 τιμολογίων και δεν υπήρξε καμία διαμαρτυρία από το λογιστήριο του. Όπως δήλωσε, δεν διερωτήθηκε γιατί σαν φυσικό πρόσωπο η μερίδα ανοίχθηκε ως «Andreas Zachariou Furnishing» απαντώντας στην υποβολή ότι έτσι είναι γραμμένη η εταιρεία του στον Έφορο Εταιρειών, υποστηρίζοντας ότι έχουν πάρα πολλούς πελάτες που γράφουν τέτοια στην επωνυμία που χρησιμοποιούν χωρίς να πρέπει να υπάρχει και το «Λτδ».

 

       Όπως απάντησε περαιτέρω ο ΜΕ, το όνομα «Andreas Zachariou Furnishings» το έγγραψε ο Εναγόμενος που παραπέμπει σε επωνυμία, ενώ δήλωσε ότι γνωρίζει ότι στον Έφορο Εταιρειών διατηρείται μητρώο επωνυμιών, όμως δεν προέβηκαν σε έλεγχο, ούτε τους κίνησε την προσοχή αν ήταν επωνυμία ή εταιρεία, γιατί δεν είχαν λόγο να τον αμφισβητήσουν. Στην υποβολή ότι γνώριζαν εκ των προτέρων ότι είναι εταιρεία, επανέλαβε τα όσα ανέφερε περί πρακτικής λήψης εγγύησης, κάτι που υπέδειξε ότι άλλοι πελάτες δεν ήθελαν να το κάνουν και έφυγαν, καθώς και στο ότι είχαν εκδοθεί πάνω από 50 τιμολόγια χωρίς ένσταση. Οι παραγγελίες δίδονταν τόσο από τον ίδιο προσωπικά ή την κα Χ. στο κατάστημα ή και τηλεφωνικά και μετά παραλάμβαναν. Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν οι τηλεφωνικές παραγγελίες γίνονταν από το τηλέφωνο 24…..Του υποδείχθηκαν στα τιμολόγια του τεκμηρίου 2 όπου γίνεται αναφορά σε ένα κινητό τηλέφωνο και ένα σταθερό τηλέφωνο σε σχέση με την «Andreas Zachariou Furnishing» και δήλωσε άγνοια για τους αριθμούς αυτούς προσθέτοντας ότι πρέπει να τους έγγραψε ο ίδιος στο χαρτάκι που έδωσε για άνοιγμα της μερίδας μαζί με την επωνυμία. Στην υποβολή ότι η εταιρεία διατηρούσε εργοστάσιο με το τηλέφωνο 24…. και από εκεί δίδονταν οι παραγγελίες απάντησε ότι το τηλέφωνο σίγουρα το έδωσε ο ίδιος και δεν είχαν λόγο να αρνηθούν να το γράψουν επειδή ανήκει σε άλλη εταιρεία.

 

       Σε σχέση με την ιδιόχειρη σημείωση στο τεκμήριο 5 της διεύθυνσης στο Δασάκι Άχνας απάντησε ότι παραδόθηκε στον Στέλιο τον υπεύθυνο του καταστήματος που πήγε και στην Άχνα για να εντοπίσει τον κ. Ζαχαρίου. Για δε τις επιστολές των τεκμηρίων 7(1) και 7(2) δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πως έχουν αποσταλεί στον Εναγόμενο και ο ίδιος δεν γνωρίζει αν τις παρέλαβε.

 

       Κατά την επανεξέταση του ο ΜΕ απάντησε ότι από το 2009 μέχρι το 2014 εκδόθηκαν πέραν των 25 αποδείξεων εκτός των πιστωτικών σημειώσεων.

 

Μαρτυρία Εναγόμενου (ΜΥ):

 

       O ΜΥ κατάθεσε γραπτή δήλωση ως Έγγραφο Β’ στην οποία δήλωσε ότι ονομάζεται Ανδρέας Ζαχαρία και ότι είναι ο μοναδικός διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας «Andreas Zacharia Furnishings Limited» με αριθμό εγγραφής ΗΕ77919, η οποία συστάθηκε το 1996 ασχολούμενη με ξυλουργικές εργασίες, επιπλώσεις και κατασκευή κουζινών και συναλλάσσεται με διάφορες εταιρείες εμπορίου. Κατάθεσε ως τεκμήριο 9 αντίγραφο ηλεκτρονικής έρευνας του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Διανοητικής Ιδιοκτησίας σε σχέση με την εταιρεία. Όπως δηλώνει, το εγγεγραμμένο της γραφείο ευρίσκεται στην Ορμήδεια, Λάρνακα, ενώ το εργοστάσιο παραγωγής στην Β. Βιομηχανική 12, 13, 14 στο Δασάκι Άχνας.

 

       Όπως εξηγεί ο ΜΥ, ένεκα επέκτασης των δραστηριοτήτων της εταιρείας άνοιξαν εκθεσιακό κατάστημα στην οδό Η. Παπακυριακού 25 Δ, Έγκωμη, Λευκωσία και υπέγραψε σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο. Περί το έτος 2009, όπως ισχυρίζεται ο ΜΥ, επισκέφθηκε το κατάστημα του ένας κύριος Στέλιος που του ανέφερε ότι εργαζόταν για την PAIL LTD, η οποία ευρισκόταν απέναντι τους και ασχολείτο με την χονδρική πώληση ειδών επιπλοποιίας και εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστεί με την εταιρεία του. Όπως εξηγεί, ζητήθηκε από τον κ. Στέλιο να τους προμηθεύσει με επίσημο κατάλογο τιμών και του έδωσε κάρτα της εταιρείας με τα στοιχεία τους για να του αποστείλει προσφορά και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία των Εναγόντων με την εταιρεία του.

 

       Όπως δηλώνει ο ΜΥ στα πλαίσια της συνεργασίας των Εναγόντων με την εταιρεία του τον προμήθευαν στο κατάστημα με διάφορα εμπορεύματα. Οι παραγγελίες εξήγησε ότι γίνονταν συνήθως τηλεφωνικά από το τηλέφωνο με αριθμό 24… του εργοστασίου της εταιρείας, αλλά και από το φαξ της εταιρείας. Όπως εξηγεί, η συμφωνία ήταν να ανοιχθεί σχετικός χρεοπιστωτικός λογαριασμός στο όνομα της εταιρείας για να υπάρχει σαφής ένδειξη του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου και καταχωρούνται όλες οι δοσοληψίες. Υποστηρίζει δε, ότι στην όψη του λογαριασμού αναγράφεται ως χρεώστης η εταιρεία «Zachariou Andreas Furnishing», όνομα το οποίο είναι ξεκάθαρο ότι παραπέμπει στην εταιρεία των δικών του συμφερόντων με την ονομασία «Andreas Zachariou Furnishing Ltd».  Οι σχετικές πληρωμές γίνονταν είτε με μετρητά είτε με επιταγές της εταιρείας του. Όπως υποστηρίζει, ουδέποτε συμφωνήθηκε ότι στα πλαίσια της συνεργασίας τους τα τιμολόγια θα επιβαρύνονταν με τόκο και ουδέποτε χρεώθηκε τέτοιος τόκος, κάτι που υποστηρίζει ότι εμφαίνεται και από το τεκμήριο 8.

 

       Ο ΜΥ αρνείται ότι συμβλήθηκε οποτεδήποτε προσωπικά με τους Ενάγοντες και δηλώνει ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό σε αυτούς, ενώ διερωτάται με δεδομένο ότι δεν ήταν προσωπικά εγγεγραμμένος στο Φ.Π.Α., αλλά η εταιρεία του, ποιος ο σκοπός ή το όφελος να συναλλαχθεί προσωπικά με τους Ενάγοντες, αφού δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει τον σχετικό Φ.Π.Α. των εμπορευμάτων που αγόρασε. Επίσης, ο ΜΥ αρνείται ότι έλαβε οποιαδήποτε εκ των επιστολών του τεκμηρίου 7(1) και 7(2).

 

       Αντεξεταζόμενος ο ΜΥ δήλωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να βάλει την αναφορά «Furnishing» στο όνομα του και ότι το όνομα της συνεργασίας ήταν «Andreas Zacharias Furnishing Ltd» και όχι προσωπικά.

 

       Όπως δήλωσε, δεν γνώριζε αν υπήρχε άλλο κατάστημα των Εναγόντων στην Λευκωσία και ότι όταν άνοιξαν το κατάστημα τους παρατήρησαν απέναντι το κατάστημα των Εναγόντων, αλλά δεν γνωρίζει πότε εγκαταστάθηκε αυτό εκεί. Επανέλαβε την επίσκεψη του υπευθύνου του καταστήματος των Εναγόντων στο δικό του κατάστημα για συνεργασία και προμήθεια προϊόντων και ότι του ζήτησαν κατάλογο τιμών για προσφορά και ότι αυτός τους τον προμήθευσε. Στην υποβολή ότι το κατάστημα των Εναγόντων όταν άνοιξε το κατάστημα του δεν ήταν απέναντι απάντησε ότι ήξερε πως είχε έδρα στη Λεμεσό και επέμεινε ότι το κατάστημα των Εναγόντων ευρισκόταν απέναντι του. Στην υποβολή ότι μέχρι το 2010 πήγαινε προσωπικά στο κατάστημα των Εναγόντων στην Λεωφ. Στροβόλου 254 και υπόγραφε τιμολόγια πριν μεταφερθεί αυτό απέναντι του απάντησε ότι δεν γνωρίζει που ευρίσκεται η οδός αυτή και ουδέποτε την επισκέφθηκε ή ότι γνώριζε το κατά πόσο υπήρχε εκεί άλλο κατάστημα. Τόνισε ξανά ότι η συνεργασία με τους Ενάγοντες ξεκίνησε όταν πήγαν και άνοιξαν το εκθεσιακό τους κατάστημα στην Μακεδονίτισσα. Το όνομα του καταστήματος τους ήταν ένα λογότυπο το «Cucina Plus» που υπαγόταν στην εταιρεία του «Andreas Zacharia Furnishing Ltd» και αναγνώρισε το τεκμήριο 5 που του υποδείχθηκε ότι το υποδηλώνει. Παραδέχθηκε ότι στο τεκμήριο 5 δεν αναγράφεται το όνομα της εταιρείας του και ότι δεν υπάρχει εγγεγραμμένη εμπορική επωνυμία «AZ Cucina Plus», αλλά ούτε και θυμόταν αν έγινε προσπάθεια για τέτοια εγγραφή προσθέτοντας ότι ήταν απλά ένα λογότυπο και επειδή παλιά το είχε κάποιος το ίδιο το άφησαν εκεί.

 

       Σε σχέση με το τεκμήριο 6 που αναγράφει αριθμό φαξ και όνομα «Andreas Zaxariou» υποστήριξε ότι το τηλέφωνο ήταν προσωπικά επ’ ονόματι του και ότι δεν ήξερε μετά που το μετέφεραν στην εταιρεία, αλλά ότι μπορεί να ήταν έτσι πριν το μεταφέρει στην εταιρεία. Παραδέχθηκε ότι ήταν το δικό του όνομα που ανέγραφε «Ζαχαρίου» και όχι «Ζαχαρία». Επέμεινε όμως ότι αποστάληκε για επιβεβαίωση της οφειλής της εταιρείας.

 

       Σε σχέση με την δέσμη τιμολογίων τεκμήριο 2 αναγνώρισε ότι είναι τα τιμολόγια που εξέδιδαν οι Ενάγοντες, όμως υπέδειξε ότι αυτά εκδίδονταν προς την εταιρεία του. Όπως είπε, το πρώτο φέρει την υπογραφή του ενώ τα υπόλοιπα είναι από διάφορους υπαλλήλους. Υπέδειξε ότι τη σημείωση στα τιμολόγια την φέρουν και αυτά των υπολοίπων συνεργατών τους, ήτοι ότι αν κάποιο τιμολόγιο δεν πληρωθεί στον μήνα μπορεί να φέρει τον εκάστοτε τόκο, όμως δήλωσε ότι ουδέποτε συμφώνησε με τους Ενάγοντες να πληρώνουν κάποιο τόκο. Παραδέχθηκε ότι επειδή αυτή η παράγραφος αναφέρεται σε τιμολόγια όλων των εταιρειών δεν ζήτησαν να αφαιρεθεί γιατί θεωρούσαν ότι και στην προηγούμενη συνεργασία στην τιμολόγηση ή σε κατάσταση ουδέποτε χρεώθηκε τόκος ώστε να διαμαρτυρηθούν.

 

       Σε σχέση με την τιμολόγηση επ’ ονόματι του δήλωσε ότι δεν είχε όφελος να συναλλαχθεί προσωπικά γιατί δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει πίσω τον σχετικό Φ.Π.Α.  Η εταιρεία του δήλωσε ότι ήταν μια μεγάλη εταιρεία με 50 άτομα προσωπικό και δεν είχε λόγο να δημιουργήσει άλλη προσωπική δουλειά να αγοράζει προϊόντα και να τα γράφει πάνω του. Όλα δήλωσε ότι γίνονταν μέσω της εταιρείας, καθώς και ότι όλες οι πληρωμές που έγιναν προς τους Ενάγοντες έγιναν από την εταιρεία. Στην ερώτηση αν όταν τον πληρώνει ένας πελάτης ελέγχει αν είναι αυτός ή τρίτο πρόσωπο απάντησε ότι σίγουρα ελέγχουν ποιος τους πληρώνει.

 

       Κατά την επανεξέταση του ο ΜΥ δήλωσε ότι αν κάποιος του ζητούσε να του ανοίξει κατάσταση λογαριασμού θα έβαζε το όνομα του ή το όνομα της εταιρείας του. Στην ερώτηση που θα εξέδιδε την απόδειξη είσπραξης αν κάποιος τον πλήρωνε για οφειλή προς την εταιρεία απάντησε ότι λογικά θα έπρεπε να την εξέδιδε σε εκείνο που του έδωσε τα χρήματα.

 

Επίδικα θέματα:-

 

       Εκ των όσων προέκυψαν κατά δοθείσα μαρτυρία τόσο από πλευράς των Εναγόντων όσο και από την πλευρά του Εναγόμενου και πάρα την δικογραφημένη θέση ότι ουδέν ποσό οφείλεται, τίποτα δεν τέθηκε ενώπιον μου για να το καταδείξει. Τόσο κατά την αντεξέταση του ΜΕ όσο και στην μαρτυρία του ΜΥ προωθήθηκε η θέση ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε συμβλήθηκε με τους Ενάγοντες προσωπικά, αλλά η εταιρεία «Andreas Zacharia Furnishing Ltd» στην οποία είναι ο μοναδικός μέτοχος και διευθυντής. Ως εκ τούτου, η όποια μαρτυρία που χρήζει αξιολόγησης είναι σε σχέση με το τι παρατέθηκε από τον ΜΕ και τον ΜΥ για να υποστηρίξουν επί τούτου τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Οι θέσεις του ΜΕ σε σχέση με το χρεωστικό υπόλοιπο, αλλά και τα όσα παρατίθενται στα τεκμήρια που κατέθεσε σε σχέση πάντα με τα όσα αριθμητικά αυτά δηλώνουν παρέμεναν αναντίλεκτα και το χρεωστικό υπόλοιπο ως θα επεξηγηθεί κρίνεται ότι έχει καταδειχθεί. Στην περίπτωση που κριθεί ότι η αγωγή των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου είναι επιτυχής παραμένει προς καθορισμό και το ζήτημα του αξιούμενου τόκου.

 

 

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας:-

 

Νομικές αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας:-

 

       Κρίσιμο ζήτημα σε αστικής φύσεως υποθέσεις είναι η ορθή αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, ώστε να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, με τελική κατάληξη στο κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η αναφορά της απόφασης στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858 είναι διαφωτιστική αναφορικά με το ζήτημα αυτό:

 

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

       Περαιτέρω, σημαντικό είναι να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται μέσα στα στενά πλαίσια της δικογράφησης των προβαλλόμενων ισχυρισμών όπως αποτυπώνονται στην όποια προσκομισθείσα μαρτυρία (Cheeseline  Ltd  v  Ανθούλης Θωμά  &  Υιοί Λτδ ECLI:CY:AD:2014:A319, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Ως αυτού, η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της συνοχής της που αυτή καταδεικνύει σε σχέση με την δικογραφηθείσα εκδοχή της κάθε πλευράς (βλ. Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676).

 

       H σημαντικότητα της αντεξέτασης έγκειται στην νομική αρχή που καθορίζει ότι όπου ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες τμήμα της μαρτυρίας του, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε (βλ. Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαϊδη (2006) 1Β 1057). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Σκάρος v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 291:

 

«Η παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίνεται μπορεί να γίνει αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και να οδηγήσει στην εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων χωρίς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς.  Αντίθετα το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα».

 

       Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

       H κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας δεν πρέπει να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση του προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά θα πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της, ήτοι κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με τη βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής (βλ. Ζερβού Παναγιώτης και άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημοσία Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192).

 

       Το Δικαστήριο προέβηκε σε ενδελεχή μελέτη και αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του τόσο από τον ΜΕ για τους Ενάγοντες, όσο και από τον Εναγόμενο. Επίσης το Δικαστήριο μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Προς τον σκοπό αυτό δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην πειστικότητα, καθώς και στην συνοχή της μαρτυρίας αυτής, ενόψει βεβαίως και των δικογραφημένων θέσεων και του περιεχομένου των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Επίσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την νομολογιακή αρχή ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, με απομόνωση των λεγόμενων του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας, ενώ η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 και Mustafa v. Κακουρή κ.α (2002) 1Α Α.Α.Δ. 165). Επίσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς  (βλ.  Γενικός Εισαγγελέας  v. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207 και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506) και πως η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Χάρης Χρίστου v. Ευγενία  Khoreva  (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 455 και Mossa και Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.ά. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 165).

 

 

 

 

Αξιολόγηση ΜΕ:-

 

       O ΜΕ άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και δεν κρίνω ότι σε οποιοδήποτε σημείο κλονίστηκε η μαρτυρία του. Ήταν σαφής και σταθερός στη θέση του ότι ο λογαριασμός που ανοίχθηκε από το λογιστήριο των Εναγόντων στον οποίο χρεώνονταν και πιστώνονταν η αξία των εμπορευμάτων που παραδόθηκαν, οι πληρωμές και πιστωτικές σημειώσεις αντίστοιχα έγινε καθ’ υπόδειξη του Εναγόμενου. Τα ποσά που παράθεσε μέσω των τεκμηρίων 1, 2, 3 και 8 δεν προέκυψε ότι στην ουσία αμφισβητήθηκαν. Η θέση του ΜΕ ήταν σαφής σε σχέση με το όνομα που δηλώνεται στα τεκμήρια αυτά, ήτοι «Zachariou Andreas Furnishing» ότι παραπέμπει στο όνομα του Εναγόμενου, όπως και το ότι στα τιμολόγια που εκδόθηκαν και παραδόθηκαν δεν προέκυψε ότι υπήρξε η οποιαδήποτε διαμαρτυρία του Εναγόμενου ή του οποιουδήποτε αντιπροσώπου του ώστε να υπάρξει διόρθωση, μάλιστα στη δέσμη τιμολογίων του τεκμηρίου 2 υπάρχουν υπογραφές παραλήπτη που έγιναν παραδεκτές από τον Εναγόμενο ότι ανήκουν η μία στον ίδιο και οι υπόλοιπες σε υπαλλήλους του. Επίσης, όπως προέκυψε και από την αντεξέταση του ΜΥ το κατάστημα που άνοιξε απέναντι από αυτό των Εναγόντων δεν έφερε το όνομα της εταιρείας του Εναγόμενου, αλλά ένα λογότυπο που δεν το ενέγραψε στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη.

 

       Στο ίδιο συμπέρασμα παραπέμπει και το διαφημιστικό έντυπο-τεκμήριο 5 στο οποίο γίνεται αναφορά στο λογότυπο «AZ Cucina Plus», το οποίο παρατηρώ ότι αναφέρεται στον εκθεσιακό χώρο στην οδό Η. Παπακυριακού 25Ζ-Η Έγκωμη, Λευκωσία και πουθενά δεν αναγράφεται το όνομα της εταιρείας. Όσον αφορά το τηλέφωνο 24… αυτό δηλώνεται ως το τηλέφωνο του εργοστασίου και τίποτα δεν παραπέμπει σε εταιρεία. Ο ΜΕ παράθεσε και το τεκμήριο 6 στο οποίο οι Ενάγοντες ζήτησαν στις 20/09/2012 επιβεβαίωση του λογαριασμού με επισυναπτόμενη κατάσταση υπολοίπου και στο οποίο φέρεται η υπογραφή λογίστριας με ημερ. 08/10/2012 να επιβεβαιώνει, χωρίς να προκύπτει η οποιαδήποτε διαμαρτυρία σε σχέση με το όνομα, ενώ και πάλι το όνομα του Εναγόμενου φέρεται στα ίχνη του τηλεμοιοτύπου από το οποίο αυτό προέρχεται. Ούτε και κατά αυτόν τον τρόπο προκύπτει ότι υπήρξε η οποιαδήποτε διαμαρτυρία με όλα τα στοιχεία να παραπέμπουν στον ίδιο τον Εναγόμενο.

 

       Η θέση του ΜΕ σε σχέση με την απαίτηση για υπογραφή εγγύησης ως το τεκμήριο 4 που κατάθεσε στην περίπτωση που ο πελάτης επιθυμεί την συνεργασία μέσω της όποιας εταιρείας κρίνεται εκ της ανθρώπινης εμπειρίας λογική και βάσιμη.  

 

       Το γεγονός ότι το επίθετο που πρόβαλε ο Εναγόμενος ότι φέρει, ήτοι «Ζαχαρία» αντί «Ζαχαρίου» δεν κρίνεται ουσιώδους σημασίας για την όποια αξιολογική κρίση του Δικαστηρίου. Σε αυτό παραπέμπω και στο φαξ του ίδιου του Εναγόμενου ως προκύπτει από το τεκμήριο 6 που αναφέρει το «Zaxariou» αντί το «Ζαχαρία» που θεωρώ ότι ο ίδιος το χρησιμοποίησε κατά τον τρόπο αυτό, ενώ εκ του περιεχομένου του φακέλου του Δικαστηρίου παρατηρώ ότι το ιατρικό πιστοποιητικό για τον ίδιο που προσκομίστηκε από τους δικηγόρους του ημερ. 28/03/2024 αναφέρει τον Εναγόμενο ως «Ζαχαρίου», χωρίς να βασίζω βέβαια την αξιολογική μου κρίση επί αυτού.

 

       Δεν μου διέλαθε το γεγονός ότι κάποιες επιταγές έγινε παραδεκτό από τον ΜΕ ότι πληρώθηκαν από την εταιρεία και εκδόθηκαν αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής στην εταιρεία που επικαλέστηκε ο ΜΥ στη δική του μαρτυρία. Ο ΜΕ το απέδωσε σε λάθος της κοπέλας του λογιστηρίου, ενώ το ΜΥ απάντησε ότι σε περίπτωση που πλήρωνε ένας πελάτης η απόδειξη εκδίδεται σε αυτόν που πληρώνεται. Δεν έχω την οποιαδήποτε μαρτυρία περί των λογιστικών αρχών (accounting standards) που θα μου απέκλειαν το ενδεχόμενο η έκδοση αποδείξεων πληρωμής να έγινε απλά λανθασμένα ή να μην είναι επιτρεπτό να εκδοθεί σε άλλο πρόσωπο που πλήρωσε σε σχέση με κατάσταση λογαριασμού που τηρείται στο όνομα άλλου. Εξάλλου, δεν μου τέθηκε η οποιαδήποτε μαρτυρία ότι όλες οι αποδείξεις πληρωμής εκδίδονταν στο όνομα εταιρείας για καταβολές ποσών που ως εμφαίνεται στο τεκμήριο 8 είναι συνολικά 24. Ως εκ τούτου κρίνω αξιόπιστη την θέση που προέβαλε περί τούτου ο ΜΕ.

 

Αξιολόγηση Εναγόμενου:-

 

       Ο Εναγόμενος δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Προσπάθησε να εδράσει την θέση του ότι δεν συμβλήθηκε προσωπικά με τους Ενάγοντες στο γεγονός ότι δραστηριοποιείτο μέσω της εταιρείας «Andreas Zacharia Furnishing Ltd» και ότι δήλωσε αυτό μέσω της κάρτας που έδωσε στον υπεύθυνο του καταστήματος των Εναγόντων, επειδή θα λάμβανε επιστροφές Φ.Π.Α. μέσω της εταιρείας του. Το Δικαστήριο δεν έχει την οποιαδήποτε μαρτυρία αν παρά την τιμολόγηση στο όνομα «Zachariou Andreas Furnishing» δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να δικαιολογήσει τα τιμολόγια για σκοπούς επιστροφής του σχετικού Φ.Π.Α. στον Έφορο Φορολογίας. Υπενθυμίζω ότι σημασία θα πρέπει να αποδοθεί όχι στο πως χειριζόταν τα τιμολόγια ο Εναγόμενος, αλλά με ποιόν συμβλήθηκαν οι Ενάγοντες όπως καταδεικνύει και η κατάσταση λογαριασμού του τεκμηρίου 8.

 

       Ο ίδιος ο Εναγόμενος αναγνώρισε ότι το κατάστημα που διατηρούσε απέναντι από αυτό των Εναγόντων δεν έφερε οποιαδήποτε ένδειξη περί της ύπαρξης εταιρείας, ούτε και υποστήριξε ότι είχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαμαρτυρηθεί για την έκδοση των τιμολογίων χωρίς την αναφορά «Λτδ». Σε σχέση με τον αριθμό 24… του φαξ που έφερε το όνομα του αντί της εταιρείας δήλωσε ότι δεν θυμόταν, αφού αρχικά προσπάθησε να δείξει ότι δεν αντιλήφθηκε την ερώτηση, αν δεν το μετέφερε στην εταιρεία που δήλωσε ότι δραστηριοποιεί από το 1996 και εν τέλει δήλωσε ότι μπορεί να ήταν πριν να το μεταφέρει στην εταιρεία, κάτι που στερείται λογικής με δεδομένο το πότε αυτό αποστάληκε. Τα όσα ανέφερα και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ σε σχέση με το τεκμήριο 5 ισχύουν και σε σχέση με τα όσα ανέφερε ο Εναγόμενος για το λογότυπο στο οποίο γίνεται αναφορά και ότι αυτό δεν ενεγράφηκε στο Έφορο Εταιρειών ως η σχετική υποχρέωση του Κεφ. 116 αν και δραστηριοποιήθηκε υπό αυτήν δικαιολογώντας κάτι τέτοιο στο ότι προηγουμένως την είχε τρίτος μη δίδοντας άλλη εξήγηση.

 

      Σε τελευταία ανάλυση, ο Εναγόμενος δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι ο ίδιος έδωσε το όνομα της εταιρείας αντί το δικό του στους Ενάγοντες ως αναγράφεται στα τιμολόγια και καταστάσεις λογαριασμού για την μεταξύ τους συνεργασία. Η παράλειψη του «Λτδ» στα τιμολόγια, αλλά και στην κατάσταση λογαριασμού δεν είναι άνευ σημασίας, κάτι που δεικνύει ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι οι Ενάγοντες θεωρούσαν ότι είχαν συμβληθεί προσωπικά μαζί του. To γεγονός και μόνο ότι καταδείχθηκε η ύπαρξη εταιρείας δεν σημαίνει ότι οι Ενάγοντες συμβλήθηκαν με εταιρεία. Σε μια άλλη παρατήρηση του Δικαστηρίου επί του τεκμηρίου 9 που αναφέρεται στο όνομα της «Andreas Zacharia Furnishings Limited» σε σχέση πάντοτε με τα τιμολόγια της δέσμης τεκμήριο 2 και της κατάστασης λογαριασμού των τεκμηρίων 1 και 8, όσο και των πιστωτικών σημειώσεων του τεκμηρίου 3 στο οποίο φέρεται το όνομα «Zachariou Andreas Furnishing», δεν θεωρώ ότι υπήρξε απλώς μια παράλειψη της αναφοράς «Λτδ», αλλά μια παράθεση επιθέτου και ονόματος που εύλογα θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει ότι παραπέμπει σε επωνυμία κάποιου φυσικού προσώπου.  

 

Ευρήματα Δικαστηρίου:-

 

       Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ και του Εναγόμενου προβαίνω στην διατύπωση των κάτωθι ευρημάτων:

 

·         Περί το έτος 2009 ο Εναγόμενος ζήτησε από τους Ενάγοντες το άνοιγμα κατάστασης λογαριασμού, ήτοι μερίδα με στην οποία θα χρεωνόταν η αξία των εμπορευμάτων που θα αγόραζε από αυτούς και θα πιστώνονταν τα ποσά που θα κατέβαλε.

·         Απέναντι από το κατάστημα των Εναγόντων στην οδό Η. Παπακυριακού 26 ευρισκόταν κατάστημα το οποίο κατά την εύλογη αντίληψη των Εναγόντων αυτός διατηρούσε φέροντας το λογότυπο «ΑΖ Cucina Plus» και αποτελούσε εκθεσιακό χώρο κουζινών.

·         Η κατάσταση λογαριασμού ανοίχθηκε στο όνομα «Zachariou Andreas Furnishing», ενώ στο ίδιο όνομα εκδίδονταν τα σχετικά τιμολόγια πωλήσεων για τα εμπορεύματα που παράγγελλαν οι υπάλληλοι του καταστήματος ή ο ίδιος ο Εναγόμενος, άνευ της οποιασδήποτε διαμαρτυρίας εκ μέρους αυτού ή των αντιπροσώπων του.

·         Την περίοδο από 26/10/19 μέχρι και την 16/04/13 εκδόθηκε αριθμός τιμολογίων για εμπορεύματα που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν και λαμβανομένου υπόψη των όποιων πιστωτικών σημειώσεων όσο και των καταβολών στις οποίες προέβαινε ο Εναγόμενος ή οι αντιπρόσωποι του ως η κατάσταση λογαριασμού του τεκμηρίου 8 αυτός την 16/04/2013 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €3.952,21 το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα απλήρωτο.

 

Νομική Πτυχή και Κρίση Δικαστηρίου:-

 

       Όπως γίνεται κατανοητό εκ των ανωτέρω γεγονότων και ευρημάτων του Δικαστηρίου η υπόθεση στην ουσία κρίνεται επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καθότι το ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο αφορά στο κατά πόσο η εκδοχή των Εναγόντων ότι συμβλήθηκαν προσωπικά με τον Εναγόμενο είναι περισσότερο πιθανή παρά το αντίθετο.

 

       Το Δικαστήριο προβαίνοντας στην αξιολογική κρίση της μαρτυρίας του ΜΕ και του Εναγόμενου δέχθηκε για τους λόγους που παρατέθηκαν ότι οι Ενάγοντες συμβλήθηκαν προσωπικά με τον Εναγόμενο και όχι με την εταιρεία «Andreas Zacharia Furnishings Limited» που πρόβαλε στην μαρτυρία του ο Εναγόμενος. Σημαντική παράμετρος στην κρίση του Δικαστηρίου αποτέλεσε το γεγονός ότι το κατάστημα το οποίο ευρισκόταν απέναντι από αυτό των Εναγόντων στην οδό Η. Παπακυριακού στην Έγκωμη, Λευκωσία δεν έφερε την οποιαδήποτε ένδειξη ότι σχετιζόταν με οποιαδήποτε εταιρεία, καθότι ουδεμία σχετική πινακίδα ή επιγραφή ευρισκόταν αναρτημένη επί αυτού. Ούτε και το διαφημιστικό έντυπο παρέπεμπε σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία. Επί της υποχρέωσης για τέτοια ανάρτηση σχετικό είναι το άρθρο 103 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο προέβλεπε ότι:

 

«103.-(1) Κάθε εταιρεία-

(α) αναγράφει ή επισυνάπτει, και διατηρεί αναγραμμένο ή επισυνημμένο, το όνομα της πάνω στο εξωτερικό κάθε γραφείου ή τόπου όπου διεξάγονται οι εργασίες της, σε περίοπτο μέρος με ευανάγνωστα γράμματα….».

 

       Η ως άνω υποχρέωση καθορίζεται ως μια θέσμια υποχρέωση εκάστης εταιρείας όμως ο περί Εταιρειών Νόμος, Κεφ. 113 σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης σε αυτή επιβάλλει ευθύνη εκάστου αξιωματούχου σε ποινή προστίμου.

 

       Όπως έχει ήδη λεχθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας εκ των κατατιθέμενων τεκμηρίων και για τους λόγους που έχουν ήδη επεξηγηθεί γινόταν παραπομπή στο όνομα του Εναγόμενου με την προσθήκη της αναφοράς «Furnishing», κάτι που εύλογα παραπέμπει σε εμπορική επωνυμία, όπως και η επωνυμία του καταστήματος, η οποία κατά παραδοχή του Εναγόμενου δεν είχε εγγραφή για τους λόγους που ο ίδιος ασαφώς ανέφερε. Η απουσία τέτοιας εγγραφής σύμφωνα με την υποχρέωση που τάσσει ο περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος, Κεφ.116 απέκλεισε την οποιαδήποτε ένδειξη προς τους Ενάγοντες για το ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης αυτής, όπως την επικαλέστηκε ο ίδιος ο Εναγόμενος σε σχέση με την εταιρεία του.

 

       Επίσης, παραπέμπω και στα όσα έχουν ήδη επεξηγηθεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας σε σχέση με την υπογραφή τόσο των όσων τιμολογίων εκδόθηκαν από τους Ενάγοντες για παραλαβή (δέσμη τεκμήριο 2), όσο και του τεκμηρίου 6, ήτοι της βεβαίωσης προς τους λογιστές των Εναγόντων από την λογίστρια του Εναγόμενου. Ουδεμία διαμαρτυρία προέκυψε σε σχέση με το όνομα επί του οποίου εκδίδονταν τα τιμολόγια ή τηρείτο η κατάσταση λογαριασμού ή η σχετική βεβαίωση.

 

       Η ως άνω αναφορά ως εύρημα του Δικαστηρίου εγείρει και ζήτημα κωλύματος ένεκα της συμπεριφοράς του Εναγόμενου. Ειδικότερα το κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Ιωάννου Γιαννάκης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 (Γ) ΑΑΔ 1522 είναι σχετικό:

 

«Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι ο εφεσείων δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε παραστάσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε εφαρμογή τον Κανόνα του Κωλύματος λόγω παραστάσεων και εφόσον ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν έχει συμπεριληφθεί στη σχετική δικογραφία η εφεσίβλητη δεν μπορεί να επικαλείται την εφαρμογή του.

Σύμφωνα με τον Nokes το Κώλυμα (Estoppel) είναι ένας κανόνας με τον οποίο ένας διάδικος εμποδίζεται από του να εγείρει ή να αρνηθεί ένα γεγονός (Nokes "Introduction to Evidence", 3rd Ed., page 208), ενώ σύμφωνα με τον Phipson είναι ένας κανόνας που εμποδίζει ένα διάδικο από του να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως.  (Phipson on Evidence, 12th Ed., page 912).

Το Κώλυμα μπορεί να είναι

(1)   Κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record),

(2)   Κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed)  και

(3)   Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct or Estoppel in pais).

Σύμφωνα με τον κανόνα του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς,

"Οταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή". (Χ" Γιάννης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1970) 1 C.L.R. 32)

Το Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς μπορεί να πάρει τη μορφή του

(i)   Κωλύματος λόγω παραστάσεων (Soanes v. London and South Western Railway [1919] 120 L.T. 598).

(ii)  Κωλύματος λόγω υποσχέσεων (Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. [1947] 1 K.B. 130)   και

(iii) Περιουσιακού Κωλύματος.

Η μη συμπερίληψη του Κανόνα του Κωλύματος στη σχετική δικογραφία δεν αποστερεί από την εφεσίβλητη το δικαίωμα να εγείρει το θέμα κατά το ακροαματικό στάδιο της διαδικασίας, νοουμένου ότι τα γεγονότα όπως προκύπτουν από τη μαρτυρία δικαιολογούν την παροχή θεραπείας. Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 (552),

"The difficulty is that respondents' case was not cast in that frame nor did the trial Court endeavour to evaluate the facts from the angle of equitable estoppel. That does not, however, appear to be an insurmountable obstacle provided the pleaded facts and the findings of the Court justify the appreciation of the case in that perspective.  In Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437, it was held that the trial Court could raise the issue of trespass notwithstanding the fact that it had not been pleaded so long as the pleaded facts justified a claim for trespass.  In another case, Lord Denning pointed out that so long as the material facts giving rise to a claim are pleaded, a party may obtain any remedy warranted thereby, the rule being that he is not precluded from departing from his pleading with regard to the remedies warranted, as a legal consequence of pleaded facts.  (See Re Vandervell's Trusts (No.2) [1974] 3 All E.R. 205 (C.A.)).  This being the law, we directed our minds to deciding whether the facts of the case, as found by the trial Court, warrant the application of proprietary estoppel."».

 

(βλ. και απόφαση ημερ. 12/7/2022 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2014, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΣΗ ΚΑΠΟΝΑ v. ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ).

 

       Στην προκείμενη περίπτωση πέραν των όσων κρίθηκαν περί του τι δήλωσε ο Εναγόμενος στους Ενάγοντες, η παράλειψη του Εναγόμενου να διαμαρτυρηθεί σε σχέση με την έκδοση των τιμολογίων στην «Zachariou Andreas Furnishing» ή στην επιβεβαίωση του υπολοίπου κατά τον ίδιο τρόπο, η επιστροφή της μέσω τηλεομοιότυπου που έφερε το όνομα του, αποτέλεσε παράσταση γεγονότων σε σχέση με την ταυτότητα του αντισυμβαλλόμενου, μάλιστα δε το Δικαστήριο δέχθηκε την μαρτυρία του ΜΕ ότι αν γνώριζε ότι θα συναλλασσόταν με εταιρεία θα ζητούσε την προσωπική εγγύηση για σκοπούς εξασφάλισης των Εναγόντων, ως η πρακτική που ακολουθούσαν. Οι ενέργειες και παραλείψεις του Εναγόμενου και των αντιπροσώπων του αποτέλεσαν την αιτία να προβούν στην έναρξη και να συνεχίσουν την συνεργασία οι Ενάγοντες προμηθεύοντας εμπορεύματα επί πιστώσει καθορίζοντας κατά αυτό τον τρόπο την εμπορική τους σχέση, αφού εκ της εντύπωσης που δικαιολογημένα αποκόμισαν εκ των ενεργειών και παραλείψεων του Εναγόμενου θεώρησαν ότι συναλλάσσονταν με τον ίδιο και όχι με εταιρεία. Ως εκ τούτου, ο Εναγόμενος κωλύεται να θέτει ζήτημα συναλλαγής με την εταιρεία φέροντας ωσαύτως ο ίδιος προσωπική ευθύνη για την συνεργασία όπως εξελίχθηκε με τους Ενάγοντες. Τα όσα δε προβλήθηκαν και αναφέρθηκαν σε σχέση με την μαρτυρία λήψης επιταγών και έκδοσης αποδείξεων πληρωμής στο όνομα της εταιρείας δεν κρίνω ότι μπορούσαν να έχουν καταλυτική επίδραση επί των όσων κρίνονται εκ του Δικαστηρίου ως αποφασιστικής σημασίας σε σχέση με τον καθορισμό των μερών στην επίδικη συμβατική σχέση εκ των λόγων που έχουν ήδη παρατεθεί στην αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας.

 

       Σε σχέση με το ζήτημα του τόκου που επικαλείται η πλευρά των Εναγόντων περιοριζόμενο στο 5,5% κατά αναφορά στις γραπτές τους αγορεύσεις, οφείλω να επισημάνω ότι δεν μου έχει παρατεθεί η οποιαδήποτε μαρτυρία περί του ανώτατου επιτρεπτού τόκου όπως καθορίζουν τα υπογραφέντα τιμολόγια, ώστε να δυνηθώ να εξετάσω έστω και τον περιορισμό του αξιούμενου τόκου. Ως εκ τούτου κρίνω ότι θα επιδικάσω νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

 

Κατάληξη:-

 

       Εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €3.952,21 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Επιδικάζονται δικηγορικά έξοδα υπέρ των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)..................................

                                                                                                Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο