ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: X-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Συνεκδικαζόμενες Αγωγές

Αρ. Αγωγής: 4401/2014

Μεταξύ:

Άννας Χατζημάρκου

Ενάγουσας

-και-

Κυριάκου Κυριάκου, εμπορευόμενου υπό την επωνυμία KYRIAKOS CARS

Εναγόμενου

 

Αρ. Αγωγής: 697/2015

Μεταξύ:

Τάκη Πούλλου

Ενάγοντος

-και-

Κυριάκου Κυριάκου, εμπορευόμενου υπό την επωνυμία KYRIAKOS CARS

Εναγόμενου

 

-------------------------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 28/03/2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα στην υπ’ αριθμό αγωγή 4401/2014: κα Κ. Θεοχαρίδου για κ.κ. Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενάγοντα στην υπ’ αριθμό αγωγή 697/2015: κ. Κωστόπουλος για κ.κ. Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο: κα Α. Κοζάκου με κα Νικολάου για κ.κ. Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Εισαγωγή:-

 

Το περιστατικό που περιβάλλει τις υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους αγωγές έλαβε χώρα στις 17/12/2013 ώρα 00:55 όταν ξέσπασε πυρκαγιά στην μάντρα πώλησης αυτοκινήτων του Εναγόμενου με αποτέλεσμα να καούν ολοσχερώς, μεταξύ άλλων, το όχημα υπ’ αριθμούς εγγραφής [ ] μάρκας BMW X3 της Ενάγουσας στην υπ’ αριθμό αγωγή 4401/15 («η Ενάγουσα 4401/14») και  το όχημα υπ’ αριθμούς εγγραφής [ ] μάρκας BMW X3 του Ενάγοντα στην υπ’ αριθμό αγωγή 697/15 («ο Ενάγων 697/15»).

 

Δικογραφημένες θέσεις στην αγωγή 4401/14:-

 

Όπως προβάλλει η Ενάγουσα 4401/14 περί τις αρχές Δεκεμβρίου 2013 συμφώνησε με τον Εναγόμενο όπως το όχημα της εγκατασταθεί στην μάντρα αυτοκινήτων του που ευρισκόταν στην Δευτερά, Λευκωσίας για να πωληθεί παραδίδοντας του τόσο τα κλειδιά όσο και τα σχετικά πιστοποιητικά και έγγραφα. Καταλογίζει αμέλεια στον Εναγόμενο, καθότι θεωρεί ότι δεν έλαβε τα δέοντα μέρα προς αποφυγή της πυρκαγιάς και της εξάπλωσης της, την κατάσβεση και την μη πρόκλησή της. Ειδικότερα, όπως ισχυρίζεται στις λεπτομέρειες αμέλειας, ο Εναγόμενος δεν διέθετε εξοπλισμό πυρόσβεσης, γενικότερο σύστημα κατάσβεσης και συναγερμό που να προειδοποιεί για να καταφθάνουν τάχιστα στον χώρο οι αρμόδιες αρχές πυρόσβεσης, αλλά ούτε και μετέβηκε στον χώρο για να λάβει τα απαραίτητα μέτρα πυρόσβεσης και μη επέκτασης της πυρκαγιάς. Επίσης του καταλογίζει ότι δεν έλαβε προληπτικά μέτρα για επαρκή απόσταση μεταξύ των οχημάτων, ώστε σε περίπτωση πυρκαγιάς να μην καταστρέφονται τα διπλανά οχήματα, καθώς και όρους και προδιαγραφές διατήρησης των οχημάτων με ασφάλεια συμπεριλαμβανομένου του οχήματος του. Σε μια άλλη θέση, η Ενάγουσα 4401/14 προβάλλει ότι ο Εναγόμενος δεν έδωσε οδηγίες να ειδοποιηθεί η Πυροσβεστική Υπηρεσία, ότι δεν χρησιμοποίησε ο ίδιος νερό και πυροσβεστήρα και δεν μερίμνησε να τοποθετήσει φρουρούς έξω από την μάντρα για να εμποδίσει πιθανούς εμπρηστές ή να λάβει έγκαιρη προειδοποίηση πυρκαγιάς ή για να ειδοποιήσουν την Πυροσβεστική λαμβανομένης υπόψη της τοποθεσίας της.

 

Ακόμη προβάλλει ως λεπτομέρειες οχληρίας ότι ο Εναγόμενος ως ιδιοκτήτης μάντρας πωλήσεως αυτοκινήτων στην οποία ευρισκόταν το όχημα της δια πράξεων ή συμπεριφοράς παρενέβη στην εύλογη χρήση και απόλαυση του αποστερώντας το από αυτή. Ως παράνομη επέμβαση σε κινητή περιουσία καταλογίζει στον Εναγόμενο ότι παρανόμως διατάραξε το περιουσιακό της στοιχείο αποστερώντας την χρήση και κάρπωση του χωρίς να λάβει προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα.

 

Η Ενάγουσα 4401/14 δικογραφεί ότι μετά το συμβάν μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό και έδωσε κατάθεση και συμπλήρωσε έντυπο απαίτησης στην Ασφαλιστική της εταιρεία, η οποία την παρέπεμψε στους ασφαλιστές του Εναγόμενου, ο οποίος χωρίς την συγκατάθεση της παρέδωσε το όχημα της σε εταιρεία που κατονομάζει και εκδόθηκε πιστοποιητικό καταστροφής χωρίς να το γνωρίζει καταλογίζοντας του παράνομη ιδιοποίηση.

 

Στις λεπτομέρειες ζημιάς προβάλλει ότι το όχημα της ανέρχεται σε αξία στις €20.000- και αξιώνει περαιτέρω γενικές αποζημιώσεις.

 

Στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου στην απαίτηση της Ενάγουσας 4401/14 προβάλλεται ότι δεν ανέλαβε ευθύνη για οποιαδήποτε ζημιά στο όχημα της, ότι ουδέποτε ενεργούσε ως θεματοφύλακας του, αλλά ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ του ιδίου και αυτής πλην της παράκλησης της να της πωλήσει το όχημα της. Όπως προβάλλει, κατά τον επίδικο χρόνο άγνωστα πρόσωπα προέβηκαν κακόβουλα σε εμπρησμό σε οχήματα που ευρίσκονταν σταθμευμένα στην μάντρα οχημάτων του στην Λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ Κάτω Λακατάμια, για τον οποίο δεν φέρει ευθύνη, με αποτέλεσμα εκ της εξάπλωσης της πυρκαγιάς να καταστραφούν σταθμευμένα οχήματα, μεταξύ των οποίων και το δικό της. Αρνείται τις λεπτομέρειες αμέλειας, οχληρίας και παράνομης επέμβασης, υποστηρίζοντας ότι τα υποστατικά του ήταν ασφαλή και ότι ο ίδιος έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία υποστατικών και οχημάτων που ευρίσκονταν εντός των υποστατικών, όμως ήταν αδύνατον να προστατευτεί από εγκληματικές πράξεις. Όπως ισχυρίζεται ο Εναγόμενος, ανέλαβε ευθύνη για πώληση του οχήματος της Ενάγουσας 4401/14 κατόπιν παράκλησης της, άνευ ετέρας υποχρέωσης έναντι της και ο κίνδυνος φύλαξης του παρέμεινε με αυτή.

 

Δικογραφημένες θέσεις στην αγωγή 697/15:-

 

Ο Ενάγων 697/15 προβάλλει ότι περί τον Σεπτέμβριο του 2014 συμφώνησε με τον Εναγόμενο όπως του παραδώσει το όχημα του και αυτός αποδέχθηκε την παραλαβή του αναλαμβάνοντας την κατοχή του με σκοπό την πώληση του. Επίσης, όπως προβάλλει, ο Εναγόμενος συμφώνησε και ανέλαβε την ευθύνη για την ασφαλή φύλαξη του στον υπαίθριο χώρο έκθεσης αυτοκινήτων που διατηρούσε μέχρι την πώληση του, για την οποία θα ελάμβανε χρηματικό ποσό ως προμήθεια. Το όχημα του εξαιτίας πυρκαγιάς που επισυνέβη στην μάντρα στις 16/12/14 καταστράφηκε και υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται σε παράβαση σύμβασης, σε παράβαση νόμιμων καθηκόντων, καθώς και στην αμέλεια του Εναγόμενου για την οποία παραθέτει λεπτομέρειες, οι οποίες αφορούν κυρίως σε παράλειψη λήψης μέτρων για αποφυγή και εξάπλωση πυρκαγιάς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά ύψους €12.000- που προβάλλει ότι αποτελεί την αξία του οχήματος του, την οποία δεν του αποζημιώνει, ενώ συνάμα υποστηρίζει ότι τέτοια απαίτηση του προς την ασφαλιστική εταιρεία του Εναγόμενου απορρίφθηκε. Ως εκ τούτου απαιτεί ως η αναφερόμενη ζημία και αιτία.

 

Στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου γίνεται άρνηση των λεπτομερειών αμέλειας και παράβασης νόμιμων και συμβατικών καθηκόντων υποστηρίζοντας ότι ο Ενάγων 697/15 επιθυμούσε να πωλήσει το όχημα του και παρακάλεσε τον Εναγόμενο να το αφήσει στην μάντρα που διατηρούσε με σκοπό την προσέλκυση τυχόν αγοραστών, οι οποίοι την επισκέπτονται, με την προσδοκία να εξευρεθεί ενδιαφερόμενος. Όπως προβάλλει, ουδέποτε ανέλαβε ευθύνη για τυχόν ζημιές και ουδέποτε ενέργησε ως θεματοφύλακας ή ότι συμβλήθηκε με τον Ενάγοντα 697/15. Όπως τονίζει, περί την 16/12/14 άγνωστο πρόσωπο προέβηκαν σε εμπρησμό κακόβουλα στα οχήματα που ευρίσκονταν σταθμευμένα στην μάντρα και λόγω της εξάπλωσης της υπέστη ζημιές και το όχημα του Ενάγοντα 697/15.

 

Υποστηρίζει δε, ότι τα υποστατικά του ήταν ασφαλή και ότι ο ίδιος ανέλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία τους, όμως ήταν αδύνατο να υπάρξει προστασία από εγκληματικές ενέργειες. Σε μια εκ των τελευταίων παραγράφων της Υπεράσπισης του ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ακόμη και αν αποδειχθεί ότι ήταν θεματοφύλακας του οχήματος του Ενάγοντα 697/15 δεν φέρει ευθύνη, καθότι ενήργησε εντός των πλαισίων ενός λογικού ανθρώπου και ότι ο κίνδυνος για φύλαξη παρέμεινε πάντοτε με τον Ενάγοντα 697/15.

 

Στην Απάντηση στην Υπεράσπιση ο Ενάγων 697/15 αρνείται τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου επαναλαμβάνοντας τις θέσεις της Έκθεσης Απαίτησης και για πρώτη φορά εγείρει ζήτημα εφαρμογής της αρχής Res Ipsa Loquitur.  

 

Προσαχθείσα μαρτυρία:-

 

Με τις κατ’ ουσίαν ανωτέρω προβαλλόμενες θέσεις των διαδίκων, καθοριζόμενων κατά τον τρόπο αυτό των επίδικων θεμάτων, οι υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους αγωγές προχώρησαν σε ακρόαση στην οποία μαρτυρία για την Ενάγουσα 4401/14 και για τον Ενάγοντα 697/15 έδωσαν οι ίδιοι, ενώ για την πλευρά του Εναγόμενου μαρτυρία δόθηκε από τον κ. Νίκο Λογγίνο, Αρχιπύραρχο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (ΜΥ).

 

Μαρτυρία Ενάγουσας 4401/14:-

 

Στην γραπτή της δήλωση που σημειώθηκε ως Έγγραφο Α’ η Ενάγουσα 4401/14 αναφέρθηκε στο όχημα της υπ’ αριθμούς εγγραφής [ ], για το οποίο υποστήριξε ότι συμφώνησε στις αρχές Δεκεμβρίου 2013 με τον Εναγόμενο να το εγκαταστήσει στη μάντρα αυτοκινήτων που διατηρούσε, ώστε αυτός να το πωλήσει και ότι ήταν εξυπακουόμενος όρος ότι θα αναλάμβανε και την ευθύνη σε περίπτωση που συνέβαινε οτιδήποτε που θα του προκαλούσε ζημιά. Υποστηρίζει ότι ο Εναγόμενος κατέστη θεματοφύλακας του οχήματος της αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο που θα προέκυπτε, αφού αυτό παρέμενε στον χώρο που αυτός έλεγχε.

 

Όπως εξηγεί την 16ην προς 17ην Δεκεμβρίου 2013 ξέσπασε φωτιά σε διπλανό του δικού της οχήματος, η οποία επεκτάθηκε με αποτέλεσμα να καταστραφεί το όχημα της ολοσχερώς. Μέσα στο όχημα της ευρίσκονταν τα σχετικά πιστοποιητικά, άδειες και έγγραφα που το αφορούσαν, τα οποία και καταστράφηκαν, επειδή ο σκοπός της εγκατάστασης του στην μάντρα ήταν για να πωληθεί. Τα κλειδιά, όπως αναφέρει, τα κατείχε μόνον ο Εναγόμενος, ο οποίος θα εύρισκε αγοραστή. Το γεγονός της καταστροφής του οχήματος της το διαπίστωσε όταν πληροφορήθηκαν για την πυρκαγιά και μετέβηκε στον χώρο. Επαναλαμβάνει τις δικογραφημένες της θέσεις περί αμέλειας του Εναγόμενου και των λεπτομερειών της, όπως και των λεπτομερειών οχληρίας, παράνομης επέμβασης σε κινητή ιδιοκτησία, αλλά και τους ισχυρισμούς περί παράνομης ιδιοποίησης εκ της θέσεως της περί καταστροφής του άνευ της συγκατάθεσης της. Όπως εξηγεί, κατέθεσε στον Αστυνομικό σταθμό για τις συνθήκες υπό τις οποίες ευρισκόταν το όχημα της στην μάντρα του Εναγόμενου και αναφέρθηκε στην απόρριψη του αιτήματος της για αποζημίωση από δική της ασφαλιστική εταιρεία, ενώ πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο Εναγόμενος απέφυγε την οποιαδήποτε συζήτηση για αποζημίωση, αλλά και ότι αυτός δεν της παρείχε λεπτομέρειες για την ασφαλιστική του κάλυψη. Για την αξία του οχήματος της αναφέρει ότι αυτή κατά τον ουσιώδη χρόνο ανερχόταν στις €20.000-, τις οποίες αξιώνει μαζί με εκτιμητικά έξοδα.

 

Στα πλαίσια της κυρίως της εξέτασης η Ενάγουσα 4401/14 κατέθεσε ως τεκμήριο 1 την Αστυνομική Έκθεση σε σχέση με τον εμπρησμό του οχήματος της ημερ. 2/06/2014, ως τεκμήριο 2 κατατέθηκε το πιστοποιητικό καταστροφής ημερ. 26/03/14, ως τεκμήριο 3 το πιστοποιητικό εγγραφής του οχήματος της, ως τεκμήριο 4 το πιστοποιητικό ασφάλισης με ημερ. έναρξης την 2/09/13 και λήξης την 1/09/14, ως τεκμήριο 5 το έντυπο απαίτησης που υπέβαλε στην ασφαλιστική της εταιρεία για αποζημίωση, ως τεκμήριο 6 την επιστολή της δικηγόρου της προς τον Εναγόμενο ημερ. 22/05/14, ως τεκμήριο 7 φωτογραφία που δείχνει αριθμό τριών καταστραμμένων οχημάτων, ενώ ως τεκμήριο 8 κατάθεσε την απόδειξη καταβολής τελών για λήψη αστυνομικής έκθεσης.

 

Το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 έγινε παραδεκτό για την αλήθεια του περιεχομένου του όπως και το περιεχόμενο του τεκμηρίου 5, ήτοι το έντυπο υποβολής απαίτησης με εξαίρεση την αναφορά σε αυτό ότι η φωτιά ξεκίνησε από όχημα πλησίον του δικού της, ότι αυτό καταστράφηκε ολοσχερώς, καθώς και ότι τα πιστοποιητικά εγγραφής, καταλληλότητας καταστράφηκαν, όπως επίσης και ότι το κλειδί το είχε δώσει στον Εναγόμενο.

 

Η Ενάγουσα 4401/14 υπέδειξε στην φωτογραφία του τεκμηρίου 7 το μεσαίο αυτοκίνητο ως το όχημα της που καταστράφηκε από την φωτιά και αναγνώρισε τον χώρο ως την μάντρα αυτοκινήτων του Εναγόμενου. Όπως δήλωσε, ο Εναγόμενος ουδέποτε ήρθε σε επαφή μαζί της για σκοπούς συζήτησης αποζημίωσης μετά το συμβάν.

 

Αντεξεταζόμενη, η Ενάγουσα 4401/14 δήλωσε ότι για να τοποθετηθεί το όχημα της στην μάντρα του Εναγόμενου είχε προηγηθεί συζήτηση μαζί του ότι ήθελε να το πουλήσει και αυτός την παρέπεμψε να το πάρει στην μάντρα του για να τοποθετηθεί προς πώληση. Όπως υπέδειξε, ο Εναγόμενος της είπε ότι θα πωλείτο το όχημα της γιατί είχε ήδη κάποιον ενδιαφερόμενο αγοραστή. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι ο Εναγόμενος της ανέφερε ότι υπήρχαν ενδιαφερόμενοι και θα προχωρούσε η διαδικασία πώλησης. Το όχημα, όπως απάντησε σχετικά, ήταν στην μάντρα του Εναγόμενου για 15-20 μέρες. Διαφώνησε με την θέση ότι ο Εναγόμενος δεν της υποσχέθηκε να της το πουλήσει, αλλά ότι απλά συμφώνησε μαζί της να το βάλει στην δική του μάντρα με σκοπό να το πωλήσει αν βρεθεί αγοραστής. Όπως δήλωσε, θα έπαιρνε το μερίδιο που αντιστοιχούσε στην πώληση και επέμεινε ότι με δική του παρότρυνση τοποθετήθηκε εκεί. Επεξηγώντας το πως κατέληξε να τοποθετηθεί το όχημα της στην μάντρα ανέφερε ότι ήταν πελάτης του Εναγόμενου σε άλλη επιχείρηση φούρνου που αυτός διατηρούσε και του είπε ότι σκεφτόταν να πουλήσει το όχημα της και αυτός την παρότρυνε να το τοποθετήσει στην μάντρα του.

 

Σε σχέση με το τι συμφώνησε με τον Εναγόμενο ανέφερε ότι δεν έγινε κάτι γραπτώς και ότι κύριος του οχήματος παρέμεινε η ίδια. Όπως ισχυρίστηκε, ο Εναγόμενος της υπέδειξε ασφαλιστήριο έγγραφο που ανέγραφε ότι για οτιδήποτε συνέβαινε στα οχήματα που ήταν παρκαρισμένα στην μάντρα του αυτά ήταν ασφαλισμένα, καθώς και ότι της είπε ότι το όχημα της θα ήταν εκεί ασφαλές. Υποστήριξε ότι ο Εναγόμενος κατέστηκε θεματοφύλακας της περιουσίας της κατά τον τρόπο αυτό, αφού είχε άμεση επαφή και έλεγχο του οχήματος της και έφερε την ευθύνη.

 

Αναφορικά με το τεκμήριο 1, ήτοι την Αστυνομική Έκθεση του συμβάντος συμφώνησε με την υπόδειξη ότι αυτό που αναφέρει είναι ότι η φωτιά τέθηκε κακόβουλα από τρίτους και παραδέχθηκε ότι δεν αποδείχτηκε ποτέ ποιοι το έκαναν. Σε σχέση με τον ισχυρισμό της ότι το όχημα της έπιασε φωτιά από διπλανό όχημα και στην υποβολή της θέσης ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, απάντησε ότι ρώτησε και της είπαν πως ήταν από διπλανά οχήματα. Δεν έχει πάρει αποζημίωση γιατί το ασφαλιστήριο συμβόλαιο της δεν κάλυπτε ζημιά από φωτιά. Το όχημα της, όπως δήλωσε, θα παρέμενε στην μάντρα μέχρι να πωληθεί.

 

Σε σχέση με την θέση της ότι ο Εναγόμενος δεν έλαβε μέτρα είπε ότι η ίδια και η οικογένεια της αφίχθηκαν στον χώρο πριν πάει ο ιδιοκτήτης της μάντρας, οπότε και αδυνατούσε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για να περιορίσει την φωτιά. Δεν θυμόταν μέσα στον πανικό της αν όταν πήγε στο χώρο ευρισκόταν η Πυροσβεστική και η Αστυνομία. Όπως εξήγησε ήταν πάρα πολύ κοντά από το σπίτι της η μάντρα και έφτασε έγκαιρα. Της υποδείχθηκε ότι στο τεκμήριο 5 φέρεται να δηλώνει ότι στο χώρο έφτασαν η μητέρα και ο αδελφός της μετά το συμβάν και πως αυτή πήγε την επόμενη μέρα για να απαντήσει ότι πήγε και την επόμενη μέρα το πρωί και την ίδια νύκτα. Καταλόγισε στον Εναγόμενο ότι ο χώρος δεν είχε κάποιο σύστημα πυρόσβεσης, ότι δεν είχε φύλακα, ούτε καν περίφραξη. Για το σύστημα πυρόσβεσης εξήγησε ότι δεν είχε ηχήσει κάτι στον χώρο, ενώ για το ζήτημα της φύλαξης εξήγησε ότι κανονικά κάποιες φορές θα έπρεπε να τοποθετείται φύλακας και σκύλος. Όπως εξήγησε, όταν πήρε το όχημα στην μάντρα του Εναγόμενου δεν μπήκε στην διαδικασία να ψάχνει τα συστήματα ασφάλειας γιατί εξυπακούεται ότι σε μια μάντρα πρέπει να υπάρχει σύστημα ασφάλειας. Διαφώνησε με την θέση ότι η μάντρα αυτοκινήτων του Εναγόμενου είχε ψηλή περίφραξη με πλέγμα (ττέλλι).

Για την άφιξη της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής στον χώρο δήλωσε ότι δεν ξέρει ποιος τους ειδοποίησε, συνδέοντας το με την θέση της ότι ο Εναγόμενος δεν έλαβε μέτρα για να αποφευχθεί περαιτέρω η καταστροφή. Εκτός αυτού, δήλωσε ότι δεν είδε κάποιον να κρατά πυροσβεστήρα ή λάστιχο με νερό που θα μπορούσε να μειώσει την ζημιά, ούτε και είδε τον Εναγόμενο όταν πήγε να το κάνει. Η Πυροσβεστική και η Αστυνομία όπως απάντησε έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά θα μπορούσαν να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθεί το περιστατικό. Όπως ανέφερε, θα ήθελε να δει στοιχεία από την εταιρεία που τοποθέτησε πυροσβεστήρες ή το σύστημα συναγερμού για να πιστοποιηθεί ότι υπήρχαν κάποια μέτρα ασφαλείας.

 

Ερωτώμενη και πάλι γιατί δέχθηκε να τοποθετήσει το όχημα της στην μάντρα αυτοκινήτων του Εναγόμενου, αφού δεν είχε μέτρα ασφαλείας, απάντησε ότι δεν γνώριζε για τα πράγματα αυτά και όταν έγινε το συμβάν πρόσεξε κάποια πράγματα και έμαθε για τα μέτρα ασφαλείας. Διαφώνησε με την θέση ότι η πυρκαγιά έσβησε ταχύτατα παραπέμποντας στην καταστροφή 13 αυτοκινήτων και των υποστατικών. Δεν γνώριζε αν 10 εκ των οχημάτων ανήκαν στον Εναγόμενο ως η υποβληθείσα σε αυτήν θέση.

 

Για την καταστροφή του οχήματος της από εταιρεία και τις απαιτήσεις της για ιδιοποίηση ανέφερε ότι το όχημα της παρέμεινε στον χώρο για μέρες μετά την πυρκαγιά και ακολούθως η μάντρα καθαρίστηκε χωρίς να έχει κάποια ενημέρωση, προσπαθώντας να επικοινωνήσει με τον Εναγόμενο άνευ αποτελέσματος. Όπως εξήγησε, όταν έλαβε μήνυμα από την Αρχή Αδειών για ανανέωση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος της στις 26/03/14 πήγε για να πάρει κάποια απάντηση, ώστε να δηλώσει ότι το όχημα της δεν υπήρχε. Πίστευε ότι το όχημα της παραλήφθηκε ως τεκμήριο, ενώ αυτό καταστράφηκε χωρίς να ενημερωθεί. Ούτε και έλαβε ειδοποίηση από την Αστυνομία για να καταστρέψει το όχημα και να το δηλώσουν ως τέτοιο. Στην υποβολή ότι κατόπιν οδηγιών της Αστυνομίας ο Εναγόμενος ανέλαβε τα κουφάρια των αυτοκινήτων και για κάθε ένα ιδιοκτήτη εκδόθηκε πιστοποιητικό καταστροφής ως το τεκμήριο 2 που κατέθεσε, απάντησε ότι δεν υπάρχει η δική της υπογραφή σε αυτό ότι έδωσε έγκριση στον Εναγόμενο να το καταστρέψει, ούτε και ενημέρωση από την Αστυνομία ότι του έδωσε έγκριση να καταστρέψει τα οχήματα που ήταν στην μάντρα. Για το ζήτημα της καταστροφής τόνισε ότι ενημερώθηκε όταν πήγε για να ζητήσει κάποια έγγραφα για να μπορέσει να το δηλώσει ως καταστραμμένο για να μην χρεώνεται τέλη κυκλοφορίας. Υποστήριξε ότι ο Εναγόμενος κατέστρεψε το όχημα της λαμβάνοντας χρήματα. Σε απάντηση σχετικής υποβολής εξήγησε ότι όταν κατάλαβε ότι αυτή έπρεπε να προβεί σε ενέργειες καταστροφής του οχήματος της ζήτησε από τον Εναγόμενο να της πει που πήρε το όχημα της για να εκδοθούν τα έγγραφα που χρειαζόταν, ώστε αυτό να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει και της έδωσε το τεκμήριο 2, χωρίς να της πει ή να θέλει να της δώσει χρήματα για το μέταλλο του. Δεν ξέρει αν πήρε χρήματα ο Εναγόμενος, αλλά συνήθως αυτό γίνεται στην περίπτωση αυτή.

 

Αναφορικά με την απαίτηση της για το ποσό των €20.000- εξήγησε ότι αυτό είναι το ποσό που συζήτησαν με την δικηγόρο της και παραδέχθηκε ότι δεν είχε οποιαδήποτε εκτίμηση. Ο υπολογισμός της αξίας έγινε σύμφωνα με την χρονολογία και κατάσταση του οχήματος της. Στην συνέχεια ανέφερε ότι το ποσό των €20.000- ήταν αυτό που αγοράστηκε το όχημα της. Όπως δήλωσε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δεν θυμόταν πόσα ζήτησε από τον Εναγόμενο να πωλήσει το όχημα της. Διαφώνησε με την θέση ότι του είπε 5-6 χιλιάδες διότι ήταν κατασκευής του 2009. Με την υπόδειξη του τίτλου ιδιοκτησίας του οχήματος της και ερωτώμενη σχετικά παραδέχθηκε ότι το όχημα της αγοράστηκε από την Αγγλία και ήταν εισαγόμενο με έτος κατασκευής το 2005. Όπως απάντησε στην συνέχεια, δεν μπορεί να κρίνει την αξία του οχήματος της, όμως αποκλείεται να ζήτησε 5-6 χιλιάδες. Στην ερώτηση αν γνωρίζει πόσα πουλιόταν στην Κύπρο το όχημα της σύμφωνα με την ηλικία, το μοντέλο κτλ. και το γεγονός ότι ήταν εισαγόμενο, απάντησε ότι για να αποφασίσει να το πωλήσει η αξία του ήταν ακόμη πιο ψηλή με σκοπό να αποκτήσει άλλο όχημα, ότι το αγόρασε τουλάχιστον €17,000- το 2009 και ήθελε να το πωλήσει το 2012. Το είχε στην κατοχή της από τον Σεπτέμβρη του 2009 μέχρι τον Δεκέμβρη του 2013. Όπως δήλωσε, έβαλε ένα ποσό €20.000- που ήταν διαπραγματεύσιμο για να κατεβεί στις €17.000- που ήταν η αξία του. Στην υποβολή της θέσης ότι το όχημα της έχει πολύ μικρή αξία και δεν παρουσίασε κάποια εκτίμηση διαφώνησε προσθέτοντας ότι τουλάχιστον γνωρίζει ότι δεν αξίζει 5-6 χιλιάδες και το ποσό των €20.000- το ζήτησε για να έρθει σε διαπραγμάτευση με τον Εναγόμενο για συμβιβασμό.

 

Μαρτυρία Ενάγοντα 697/15:-

 

Ο Ενάγοντας 697/15 κατέθεσε στο Δικαστήριο γραπτή δήλωση ως Έγγραφο Β’ στην οποία δήλωσε ότι το 2010 αγόρασε το όχημα του υπ’ αριθμό εγγραφής [ ], μάρκας BMW Χ3 και επειδή δεν τον εξυπηρετούσε αποφάσισε να το πωλήσει το 2014. Προς τον σκοπό αυτό, όπως αναφέρει, επικοινώνησε με τον Εναγόμενο που είχε υπαίθριο χώρο έκθεσης αυτοκινήτων στην Λεωφόρο Μακαρίου Γ’ στη Δευτερά όπου και διατηρούσε οχήματα προς πώληση. Το όχημα του το παρέδωσε τον Σεπτέμβριο του 2014, όπως εξηγεί, μαζί με το κλειδί και αυτός το παρέλαβε για να το πωλήσει, συμφωνώντας να το διατηρήσει στην μάντρα του προς έκθεση μέχρι να εξευρεθεί αγοραστής και να πωληθεί με τιμή πώλησης τις €12.000-, οπόταν και ο Εναγόμενος θα ελάμβανε προμήθεια.

 

Όπως εξηγεί ο Ενάγοντας 697/15, η μάντρα του Εναγόμενου ήταν περιφραγμένη με πλέγμα σύρματος περίφραξης («ττέλλι») και όταν του παραδόθηκε το όχημα του είχε περίπου 25 αυτοκίνητα. Εκ της πυρκαγιάς που ξέσπασε στην μάντρα του Εναγόμενου την 16/12/14 όπου και ευρισκόταν σταθμευμένο το όχημα του αυτό καταστράφηκε ολοσχερώς. Ζήτησε πολλές φορές να τον αποζημιώσει, αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Η επιστολή που αποστάλθηκε στην ασφαλιστική εταιρεία που ήταν ασφαλισμένος ο χώρος της μάντρας για αποζημίωση απαντήθηκε αρνητικά. Ο Ενάγοντας 697/15 κατέθεσε ως τεκμήριο 9 αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής μηχανοκινήτου ιδιοκτησίας για το όχημα του και ως τεκμήριο 10 αντίγραφο της επιστολής ημερ. 14/10/14 που απέστειλε στην ασφαλιστική του Εναγόμενου, ενώ ως τεκμήριο 11 κατατέθηκε η αρνητική απαντητική επιστολή των δικηγόρων της ασφαλιστικής ημερ. 4/11/14, η οποία έγινε δεκτή για την αλήθεια του περιεχομένου της από την πλευρά του Εναγόμενου.

 

Αντεξεταζόμενος ο Ενάγοντας 697/15 ανέφερε ότι το όχημα του το αγόρασε από μάντρα αυτοκινήτων στην Κύπρο. Υποδεικνύοντας του στο τεκμήριο 9 την ημερομηνία εγγραφής 12/06/08 στην Κύπρο απάντησε ότι δεν θυμάται. Επίσης δεν θυμόταν αν το όχημα του ήταν εισαγόμενο στην υπόδειξη της ημερομηνίας πρώτης εγγραφής την 10/03/05 σε σχέση με αυτή στην Κύπρο. Όπως δήλωσε δεν θυμόταν πότε το αγόρασε ο ίδιος και σε σχέση με την τιμή αγοράς απάντησε ότι αν θυμόταν καλά ήταν €12.000-, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Ήταν σε άριστη κατάσταση, όπως ανέφερε και ήθελε να το πωλήσει λόγω ηλικίας του ιδίου. Ούτε πόσα χιλιόμετρα είχε ήξερε να αναφέρει στο Δικαστήριο.

 

Όπως εξήγησε, ο Εναγόμενος είναι συγγενής του και έπαιρνε ψωμί από τον φούρνο του και μιλούσαν καθημερινά. Υποστήριξε ότι ο Εναγόμενος του είπε να το πάρει στην μάντρα και του το έδωσε με το κλειδί για να του το πωλήσει. Αναφορικά με την παράγραφο 2 της γραπτής του δήλωσης που αναφέρεται σε ημερομηνίες του 2014 δήλωσε ότι είναι λάθος δήλωση.

 

Αναφορικά με την περίφραξη της μάντρας με πλέγμα, όπως δήλωσε δεν θυμόταν παρά την σχετική του δήλωση στο Έγγραφο Β’. Επιβεβαίωσε την δήλωση του ότι καθημερινά περνούσε από την μάντρα και έβλεπε το όχημα του. Για την αξία του οχήματος του δήλωσε ότι δεν θυμόταν πόσα το αγόρασε.

 

Σε σχέση με την αιτία της πυρκαγιάς στην μάντρα δήλωσε ότι κάηκε το όχημα του, αλλά δεν ξέρει την αιτία της. Ούτε και ενημερώθηκε από την Αστυνομία ή την Πυροσβεστική. Για τα μέτρα προστασίας στην μάντρα δήλωσε άγνοια, ενώ μετά που κάηκε το όχημα του δεν τον ειδοποίησε οποιοσδήποτε να το παραλάβει, αλλά το πήραν χωρίς να τον ρωτήσουν. Όπως ανέφερε, όταν το δήλωσε τον ανάγκασαν και πλήρωσε πέντε χρόνια άδεια κυκλοφορίας καταβάλλοντας €500-.

 

Μαρτυρία κ. Νίκου Λογγίνου (ΜΥ):-

 

Ο ΜΥ δήλωσε ότι σήμερα κατέχει τον βαθμό του Αρχιπύραρχου και ουσιαστικά είναι Αρχηγός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Σε σχέση με τα προσόντα του στην διερεύνηση περιστατικών πυρκαγιών κατόπιν εμπρησμών ή κακόβουλων ενεργειών ανέφερε ότι είναι διερευνητής αιτιών πυρκαγιάς, τόσο αστικών όσο και αγροτοδασικών. Κατέθεσε ως τεκμήριο 12 αντίγραφο πιστοποιητικού εκπαίδευσης από 21/9/09 μέχρι 25/09/09 και ως τεκμήριο 13 αντίγραφο πιστοποιητικού εκπαίδευσης από 28/09/09 μέχρι 2/10/09 σε σχέση με αστικές πυρκαγιές που παρακολούθησε στην Αγγλία, στα οποία τον απέστειλε για σκοπούς εκπαίδευσης η Πυροσβεστική Υπηρεσία.

 

Εξηγώντας την διαδικασία που ακολουθείται όταν λάβει χώρα περιστατικό πυρκαγιάς, ανέφερε ότι την επόμενη μέρα ο Αξιωματικός Υπηρεσίας της Επαρχίας ή ο Βοηθός Επαρχιακός, νοουμένου ότι έχουν τα ανάλογα πιστοποιητικά να διερευνούν αιτίες πυρκαγιάς, καλούνται στο μέρος στην παρουσία της Αστυνομίας για διερεύνηση των αιτιών. Για την συγκεκριμένη πυρκαγιά δήλωσε ότι ο ίδιος κλήθηκε να μεταβεί στο σημείο στις 7 το επόμενο πρωί για διερεύνηση. Αναφορικά με την ανταπόκριση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στην πυρκαγιά ανέφερε ότι η κλήση έγινε στις 00:56 ξημερώματα στις 17/12 και η άφιξη του οχήματος έγινε στις 01:03, δηλαδή εντός 7 λεπτών. Μετά την διερεύνηση ετοίμασε Έκθεση ημερ. 19/12/09, η οποία παραδόθηκε στον Αστυνομικό Διευθυντή της Επαρχίας Λευκωσίας στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία του χώρου, διάφορα στοιχεία του μάρτυρα που είδε την πυρκαγιά, τα αίτια, την εξέλιξη, την επέκταση και το συμπέρασμα. Την κατάθεσε ως τεκμήριο 14 στην διαδικασία και υιοθέτησε το περιεχόμενο της.

 

Σύμφωνα με το συμπέρασμα του τεκμηρίου 14 η πυρκαγιά τέθηκε στον χώρο κακόβουλα. Εξηγώντας το συμπέρασμα του αυτό ανέφερε τα εξής:

 

·         Ότι η πυρκαγιά εξαπλώθηκε ασυνήθιστα γρήγορα λέγοντας ότι μόνο με χρήση προωθητικού, δηλαδή εύφλεκτου υγρού θα μπορούσε να επεκταθεί τόσο γρήγορα και να καλύψει σχεδόν όλο τον χώρο του υποστατικού που ευρίσκονταν τα οχήματα.

·         Ότι η αιτία της εντοπίστηκε στο εσωτερικό δύο οχημάτων με χρήση εύφλεκτου υλικού που έδωσε ώθηση, ώστε αυτή να επεκταθεί εξωτερικά.

·         Ότι πίσω από το ένα όχημα από το οποίο εντοπίστηκε να έγινε χρήση εύφλεκτων υλικών δημιουργήθηκε το φαινόμενο «spalling», το οποίο παρουσιάζεται όταν γίνεται χρήση εύφλεκτων υλικών παράλληλα με υψηλές θερμοκρασίες πάνω στο μπετόν όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα.

·         Ότι σε σχέση με την πορεία της πυρκαγιάς δήλωσε ότι φαινόταν ξεκάθαρα από τα υπόλοιπα αυτοκίνητα πως ήταν επέκταση σε αυτά από τα δύο οχήματα.

·         Ότι η μεγάλη καταστροφή σε άλλα οχήματα που δεν ήταν κοντά έγινε επειδή πάνω από τα συγκεκριμένα οχήματα υπήρχε ξύλινη πέργολα που ένεκα της ανάπτυξης της πυρκαγιάς στα ξύλα και καλαμιές που έπεσαν μεταδόθηκε σε αυτά.

·         Ότι την μεγαλύτερη ζημιά υπέστησαν τα οχήματα και η πέργολα που ήταν τοποθετημένη πάνω από αυτά και οποιαδήποτε υποστατικά ήταν πίσω από την θερμότητα, όχι όμως από τη χρήση εύφλεκτων υλικών, ώστε να πάθουν ολική καταστροφή.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΥ αναφορικά με τα προσόντα του ανέφερε ότι είναι κάτοχος πτυχίου στην Διοίκηση Επιχειρήσεων και μεταπτυχιακού τίτλου στην ανάλυση και διαχείριση ανθρωπογενών και φυσικών καταστροφών. Για το ζήτημα της διερεύνησης πυρκαγιών παρέπεμψε στα πιστοποιητικά που κατάθεσε ως τεκμήρια 12 και 13 προσθέτοντας ότι έχει 33 χρόνια υπηρεσίας μέχρι την 1/12/23 έχοντας πραγματοποιήσει μεγάλο αριθμό διερευνήσεων πυρκαγιάς σε οικιακές εγκαταστάσεις και οχήματα, όμως δεν είχε να παρουσιάσει κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο για αυτό. Το 2013 δήλωσε ότι έφερε τον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου και θεωρεί ότι μέχρι την ημερομηνία του περιστατικού πρέπει να είχε διερευνήσει πάνω από 40 περιστατικά παρόμοιας φύσεως.

 

Όπως απάντησε ερωτώμενος σχετικά, στο χώρο πρέπει να έφθασε γύρω στις 7:30 το επόμενο πρωί ειδοποιούμενος από την Αστυνομία. Την νύκτα στην σκηνή δεν παρευρέθηκε ο ίδιος, αλλά ο Επαρχιακός Λευκωσίας μαζί με τον Αξιωματικό Υπηρεσίας και το προσωπικό που εργαζόταν την νύκτα και παρέπεμψε στην Έκθεση της πυρκαγιάς για το ζήτημα αυτό, ήτοι το τεκμήριο 14 και έκανε αναφορά εκ του περιεχομένου της σε ονόματα προσώπων που ήταν παρόντες. Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν ήταν οι ιδιοκτήτες παρόντες, ούτε και αν ήταν εκεί η Ενάγουσα 4401/14 αναφέροντας ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών την νύκτα στο περιστατικό. Για το τι υπήρχε με την άφιξη του στην σκηνή παράπεμψε στο παράρτημα Α του τεκμηρίου 14. Όπως δήλωσε, δεν θυμόταν με την άφιξη του στον χώρο αν υπήρχαν λάστιχα νερού του ιδιώτη και στην ερώτηση αν διαπίστωσε σύστημα συναγερμού απάντησε ότι δεν ήταν η δική του δουλειά να διαπιστώσει τα συστήματα ασφάλειας, που είναι δουλειά του Τ.Α.Ε. της Αστυνομίας, αλλά η διερεύνηση των αιτιών της πυρκαγιάς.

 

Όπως δήλωσε, το Τ.Α.Ε. παρέλαβε τεκμήρια για εξετάσεις και τράβηξε φωτογραφίες. Οι εκθέσεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ανέφερε ότι δίδονται πάντοτε στην Αστυνομία για να ολοκληρώσει τον φάκελο και να τον καταθέσει μετά τις έρευνες της στην Νομική Υπηρεσία. Όπως εξήγησε, η έκθεση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ως οι εμπειρογνώμονες για την αιτία της πυρκαγιάς πάντοτε λαμβάνεται υπόψη από την Αστυνομία. Για τις όποιες ενέργειες της Αστυνομίας δήλωσε ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί και πως οι Ενάγοντες μπορούν να καλέσουν την Αστυνομία ώστε να τοποθετηθεί.

 

Περαιτέρω αντεξεταζόμενος, ο ΜΥ είπε ότι δεν υπήρχαν κάγκελα στην πρόσοψη του υποστατικού, ότι υπήρχαν ξύλινα κάγκελα στην μια πλευρά, ότι στην βόρεια πλευρά του χώρου πίσω στο κτίριο υπήρχαν ψηλοί τοίχοι και αριστερά και δεξιά φράκτης με σύρματα με πλέγμα («ττέλλι»). Μόνο στην αριστερή πρόσοψη υπήρχε ένας μικρός ξύλινος φράκτης. Όπως ξεκαθάρισε, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να προσεγγίσει τον χώρο και να κάνει οποιαδήποτε ενέργεια. Όπως δήλωσε, ουδέποτε είδε τον Εναγόμενο και δεν θυμάται να μίλησε οποτεδήποτε μαζί του παρά μόνο με τον άνθρωπο που είδε πρώτος την πυρκαγιά, παραπέμποντας ακολούθως στην σελίδα 4 του τεκμηρίου 14, όπου φαίνεται ότι είχε μιλήσει με τον Εναγόμενο, παραδεχόμενος εν τέλει ότι μίλησε μαζί του.  

Για σκοπούς διερεύνησης δήλωσε ότι, όπως θεωρεί, ο Εναγόμενος φύλαγε τα κλειδιά, δεν μπορεί όμως να πει ποιος τα κρατούσε και ότι εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να δει κατά πόσο τα οχήματα ήταν κλειδωμένα και τα παράθυρα κλειστά. Ούτε και τον ενδιέφερε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των οχημάτων, κάτι που αφορά την Αστυνομία. Για το ζήτημα της λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού παρέπεμψε στην Αστυνομία. Επέμεινε στην θέση ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από δύο οχήματα, ότι ήταν εμπρησμός, ότι ήταν κακόβουλη πράξη γιατί δεν μπορεί μια πυρκαγιά να ξεκινά από δύο οχήματα εσωτερικά και να έχει την έκταση που είχε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Παρέπεμψε ξανά στις διαπιστώσεις του και στο φαινόμενο spalling, καθώς και στην διαπίστωση ότι η ζημιά στο εσωτερικό των οχημάτων ήταν ολοκληρωτική και κατά πολύ μεγαλύτερη από το εξωτερικό μέρος των οχημάτων πράγμα που καταδεικνύει ότι ξεκίνησε εσωτερικά και επεκτάθηκε εξωτερικά. Δεν ήταν αρμοδιότητα του να διερευνήσει ποιος έθεσε την φωτιά.

 

Ο ΜΥ ανέφερε ότι το συγκεκριμένο υγρό που ανευρέθηκε στην σκηνή δεν το ανέλυσε ο ίδιος γιατί είναι δουλειά του Τ.Α.Ε., αλλά ούτε και ζήτησε κάποια ενημέρωση από την Αστυνομία. Σε σχέση με τον έλεγχο στον οποίο υπόκεινται παρόμοια υποστατικά δήλωσε ότι αυτά ελέγχονται όταν δοθεί ο φάκελος στην Πυροσβεστική Υπηρεσία για να εκφράσει απόψεις για το κτίριο, όχι όμως για την τοποθέτηση οχημάτων. Δεν μπορούσε να γνωρίζει τον φάκελο της πυρασφάλειας του υποστατικού γιατί δεν τον είχε. Στην υποβολή ότι η φωτιά δεν θα εξαπλωνόταν αν η πέργολα και ο φράκτης ήταν από άλλο υλικό απάντησε πως δεν μπορούσε να απαντά επί υποθέσεων αλλά με δεδομένα. Όπως εξήγησε, ο εξωτερικός χώρος δεν ελέγχεται από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, αλλά ούτε και οι αποστάσεις που είναι τοποθετημένα τα οχήματα και ότι δεν υπάρχει Ευρωπαϊκό πρότυπο για να ελέγχονται τέτοιοι χώροι για το πως πρέπει να τοποθετούνται τα οχήματα ή αν θα γίνει πέργολα ή αν θα γίνει οποιαδήποτε άλλη κατασκευή. Τα ζητήματα αυτά, όπως δήλωσε, δεν εμπίπτουν μέσα στις ευθύνες και υποδείξεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

 

Ο ΜΥ απαντώντας σχετικά δεν γνώριζε κατά πόσο αποζημιώθηκε ο Εναγόμενος, ούτε και αν ζήτησε ο ίδιος από την Πυροσβεστική Υπηρεσία να του αποσταλεί κάτι. Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τους ιδιοκτήτες των οχημάτων γιατί αυτό είναι δουλειά της Αστυνομίας.

 

Στην θέση ότι αν κάποιος χρησιμοποιούσε λάστιχο με νερό για κατάσβεση δεν θα εξαπλωνόταν η φωτιά γρήγορα απάντησε ότι θεωρεί πως λόγω της χρήσης του υγρού ήταν γρήγορη η εξάπλωση της πυρκαγιάς με υψηλές θερμοκρασίες και εύφλεκτο υλικό το οποίο βοηθά στην εξάπλωση της. Όπως δήλωσε, αν στο πρώτο αρχικό στάδιο, δηλαδή στην αρχική φλόγα υπήρχε κάποιος να την κατασβήσει αυτό μπορεί να γίνει και σε ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο με πυροσβεστήρα, όμως αν η πυρκαγιά επεκταθεί γρήγορα ούτε ο πυροσβεστήρας μπορεί να την κατασβήσει. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι αν ήταν κάποιος από πάνω και ήξερε ότι θα την έθετε και θα την σβήσει αμέσως θα τα κατάφερνε, όμως μετά το πέρας ενός λεπτού θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο με το λάστιχο του κήπου να την σβήσει. Δεν είχε ενημέρωση αν έβρεχε κατά την διάρκεια της νύκτας. Το κρύο που έκανε την περίοδο εκείνη, όπως απάντησε ερωτώμενος σχετικά, δεν παίζει σημαντικό ρόλο γιατί σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ποσότητα του εύφλεκτου υλικού που θα χρησιμοποιηθεί. Σημαντικό ρόλο θα έπαιζε, όπως εξήγησε η μεγάλη υγρασία, όπως συμβαίνει στις πυρκαγιές υπαίθρου, όχι όμως στο εσωτερικό ενός οχήματος που δεν υπάρχει υγρασία και δεν επηρεάζεται η έναρξη και εξάπλωση της πυρκαγιάς αν αφεθεί εκτός ελέγχου. Σε σχέση με τις ζημιές στα οχήματα απάντησε ότι αυτά στα οποία τέθηκε η φωτιά κάηκαν ολοσχερώς, αυτά που ήταν σε κοντινή απόσταση είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές και κάποια άλλα επηρεάστηκαν από την θερμότητα στο εξωτερικό τους και δεν πρόλαβε η φωτιά να επεκταθεί στο εσωτερικό τους για να κατακάψει ολόκληρο το όχημα. Σε κάποια άλλα πιο μακρινά οχήματα μεταδόθηκε η φωτιά και η θερμότητα επειδή έπεσε η ξύλινη πέργολα.

 

Ο ΜΥ απάντησε ότι για την διερεύνηση του χρησιμοποίησε φωτογραφικό υλικό που τράβηξε για δική του χρήση για να διαπιστώσει ξανά οποιεσδήποτε παρατηρήσεις μπορεί να μην πρόσεξε ή για να επιβεβαιώσει τα όσα παρατήρησε επιτόπου. Χαρακτήρισε εξαιρετική την ανταπόκριση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας μετά που έλαβε την πληροφόρηση για την πυρκαγιά, αφού εκ του τεκμηρίου 14 αναφέρεται ότι ιδιώτης επικοινώνησε στις 12:56 με τον Αστυνομικό Σταθμό και η άφιξη στον χώρο έγινε στις 1:03 πρωινή.

 

Σε σχέση με την ύπαρξη ασφαλιστηρίου εγγράφου από τον Εναγόμενο δήλωσε ότι δεν το γνωρίζει και δεν τον αφορά.

 

Επεξηγώντας το σχεδιάγραμμα του χώρου στο τεκμήριο 14 υπέδειξε τον ξύλινο φράκτη, το ξύλινο κιόσκι, το αποχωρητήριο πίσω και τα οχήματα από τα οποία ξεκίνησε η φωτιά, ήτοι το υπ’ αριθμό εγγραφής [ ] και [ ], καθώς και μια εστία φωτιάς που βρέθηκε μεταξύ του [ ] και του διπλανού του Toyota.

Κατά την αντεξέταση του από τον συνήγορο του Ενάγοντα 697/15 ο ΜΥ ήταν ξεκάθαρος για την διαπίστωση του ότι η φωτιά ξεκίνησε από τα οχήματα που αναφέρονται στο τεκμήριο 14, επειδή σε αυτά εντοπίστηκαν οι εστίες, τα εύφλεκτα υλικά και το προωθητικό, δεν μπορούσε όμως να ήταν σίγουρος αν πρώτα ήταν στο ένα ή στο άλλο. Όπως απάντησε, δεν ανευρέθηκε λωρίδα για να τεθεί η φωτιά και να φτάσει τα οχήματα, άρα κάποιος την έθεσε στο σημείο. Το μπροστινό μέρος ήταν ακάλυπτο και μπορούσε ο οποιοσδήποτε να μπει και να βγει από όποιο χώρο ήθελε, ενώ ο ξύλινος φράκτης ήταν μικρός αν ήθελε κάποιος να πεταχτεί από πάνω. Δεν υπήρχε είσοδος και έξοδος όπως δήλωσε. Εξαιτίας της μεγάλης καταστροφής δεν μπορούσε να γνωρίζει αν κάποιος έσπασε τα τζάμια των οχημάτων για να γίνει χρήση του υλικού εσωτερικά. Ήταν φανερό, όπως εξήγησε, ότι με την χρήση του συγκεκριμένου ξύλου της πέργολας και τη θερμοκρασία που αναπτύχθηκε στο σημείο αυτό επηρεάστηκε, όπως και ο ξύλινος φράκτης.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας:-

 

Νομικές αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας:-

 

Κρίσιμο ζήτημα σε αστικής φύσεως υποθέσεις είναι η ορθή αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, ώστε να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, με τελική κατάληξη στο κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η αναφορά της απόφασης στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858 είναι διαφωτιστική αναφορικά με το ζήτημα αυτό:

 

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

Περαιτέρω, σημαντικό είναι να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται μέσα στα στενά πλαίσια της δικογράφησης των προβαλλόμενων ισχυρισμών όπως αποτυπώνονται στην όποια προσκομισθείσα μαρτυρία (Cheeseline  Ltd  v  Ανθούλης Θωμά  &  Υιοί Λτδ ECLI:CY:AD:2014:A319, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Ως αυτού, η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της συνοχής της που αυτή καταδεικνύει σε σχέση με την δικογραφηθείσα εκδοχή της κάθε πλευράς (βλ. Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676).

 

H σημαντικότητα της αντεξέτασης έγκειται στην νομική αρχή που καθορίζει ότι όπου ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες τμήμα της μαρτυρίας του, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε (βλ. Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαϊδη (2006) 1Β 1057). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Σκάρος v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 291:

 

«Η παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίνεται μπορεί να γίνει αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και να οδηγήσει στην εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων χωρίς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς.  Αντίθετα το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Το Δικαστήριο προέβηκε σε ενδελεχή μελέτη και αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του τόσο από την Ενάγουσα 4401/14 και τον Ενάγοντα 697/15, όσο και από τον ΜΥ για τον Εναγόμενο. Επίσης το Δικαστήριο μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Προς τον σκοπό αυτό δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην πειστικότητα, καθώς και στην συνοχή της μαρτυρίας αυτής, ενόψει βεβαίως και των δικογραφημένων θέσεων και του περιεχομένου των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Επίσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την νομολογιακή αρχή ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, με απομόνωση των λεγόμενων του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας, ενώ η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 και Mustafa v. Κακουρή κ.α (2002) 1Α Α.Α.Δ. 165). Επίσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς  (βλ.  Γενικός Εισαγγελέας  v. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207 και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506) και πως η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Χάρης Χρίστου v. Ευγενία  Khoreva  (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 455 και Mossa και Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.ά. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 165).

 

H κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας δεν πρέπει να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση του προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά θα πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της, ήτοι κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με τη βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής (βλ. Ζερβού Παναγιώτης και άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημοσία Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192).

 

Αξιολόγηση Ενάγουσας 4401/14:-

 

Το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί ότι η Ενάγουσα κατόπιν συνεννόησης με τον Εναγόμενο τοποθέτησε το όχημα της στην μάντρα αυτοκινήτων που διατηρούσε προκειμένου να πωληθεί και ότι αυτός θα κρατούσε την προμήθεια του από την πώληση. Το αν της υποσχέθηκε ο Εναγόμενος να το πωλήσει ή αν το έβαλε στην μάντρα του, ώστε αν βρεθεί αγοραστής το όχημα να πωληθεί δεν κρίνω ότι διαφοροποιεί τα πράγματα. Άλλωστε ποιος άλλος θα ήταν ο σκοπός της συνεννόησης αυτής και ποιό το όφελος του Εναγόμενου. Δεν έχω εξάλλου ενώπιον μου την μαρτυρία του Εναγόμενου επί τούτου για να την αξιολογήσω μετά την υποβολή της στην βάσανο της όποιας αντεξέτασης. Για το θέμα της ύπαρξης ασφαλιστηρίου κατά το μέρος που ισχυρίστηκε η Ενάγουσα ότι της το έδειξε ο Εναγόμενος δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι ήταν ειλικρινής, αλλά μάλλον προσπάθησε να ενισχύσει την θέση της ότι ο Εναγόμενος της εγγυήθηκε την ασφάλεια του οχήματος της. Αφού ήταν τόσο επιμελής και προσεκτική στο ζήτημα αυτό γιατί δεν ζήτησε αντίγραφο του ασφαλιστηρίου όταν παρέδωσε το όχημα της και να το προσκομίσει στην ακροαματική διαδικασία; Εξ όσων ανέφερε δεν ήξερε καν ποια ήταν η ασφαλιστική εταιρεία.

 

Η θέση της ότι ήταν παρούσα την ώρα του περιστατικού και πάλι δεν έπεισε το Δικαστήριο προσπαθώντας να ανασκευάσει την θέση που φαίνεται να δηλώνει η ίδια στο τεκμήριο 5 ότι πήγε στο χώρο την επόμενη μέρα με το να απαντήσει ότι πήγε και την νύκτα και την επόμενη μέρα προσπαθώντας να υποδείξει ότι δεν είδε εκεί τον Εναγόμενο να προσπαθεί να σβήσει την φωτιά, ότι δεν διαπίστωσε μέτρα ασφάλειας του χώρου, τα οποία η ίδια δεν ζήτησε να πληροφορηθεί πριν τοποθετήσει το όχημα της στην μάντρα αυτοκινήτων που αυτός διατηρούσε. Η καταστροφή του οχήματος της είναι παραδεκτή, όμως ως προς το πως και από που προήλθε η πυρκαγιά που το κατέστρεψε δεν αποτελεί ζήτημα για το οποίο έχει την οποιαδήποτε αποδεικτική αξία τα όσα η ίδια υποστηρίζει, δηλαδή ότι προήλθε από διπλανό όχημα όπως ρώτησε και της είπαν.

 

Για το θέμα της άγνοιας της περί της καταστροφής του οχήματος από κάποια εταιρεία κρίνεται αξιόπιστη, καθότι διαπιστώνω ότι στο τεκμήριο 2 δεν προκύπτει να έχει θέσει την υπογραφή της, ούτε και να έχει λάβει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό.

 

Σε σχέση με την αξία του οχήματος της η Ενάγουσα περιέπεσε σε αντιφάσεις και για τους λόγους που θα επεξηγηθούν κρίνεται ότι τα όσα είπε είναι αναξιόπιστα. Πέραν του γεγονότος ότι δεν προσκόμισε την οποιαδήποτε απόδειξη της αγοράς του το έτος 2009 που αρχικά ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε το ποσό των €20.000- και στη συνέχεια τουλάχιστον €17.000-, δήλωσε ότι το πρώτο ποσό το έθεσε για σκοπούς διαπραγμάτευσης για να καταλήξει στην τιμή που το αγόρασε και ότι για να θέσει την τιμή αυτή το έκανε επειδή ήθελε να αγοράσει άλλο όχημα. Παραδέχθηκε ότι δεν γνώριζε την πραγματική του αξία, αλλά ούτε και είχε την οποιαδήποτε εκτίμηση αξίας, όπως επίσης και δεν θυμόταν πόσα είπε στον Εναγόμενο ότι ήθελε να το πωλήσει, κάτι που υπό τις περιστάσεις ξενίζει το Δικαστήριο, αφού αποτελούσε τον σκοπό που αυτό τοποθετήθηκε στην μάντρα του Εναγόμενου. Αυτό που προσπάθησε να πείσει ανεπιτυχώς το Δικαστήριο είναι ότι το όχημα της άξιζε περισσότερα από όσα το αγόρασε ως μεταχειρισμένο 4 χρόνια περίπου μετά την αγορά του, χωρίς να παραπέμψει σε οποιαδήποτε εκτιμητική παράμετρο αξίας ή άλλης μεταβλητής που να μπορεί να αξιολογηθεί. Τα όσα έθεσε τέθηκαν αυθαίρετα.  

 

Αξιολόγηση Ενάγοντα 697/15:-

 

O Ενάγοντας 697/15 κρίνεται αξιόπιστος τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες τοποθέτησε το όχημα του στην μάντρα του Εναγόμενου για να το πωλήσει και να λάβει αυτός την προμήθεια του όσο και για τα όσα έλαβαν χώρα με την καταστροφή του ένεκα της πυρκαγιάς που ξέσπασε στην μάντρα, αλλά και στο τι επακολούθησε με την καταστροφή του από εταιρεία με δραστηριότητα την καταστροφή μετάλλων. Για τις συνθήκες υπό τις οποίες τοποθετήθηκε το όχημα του Ενάγοντα 697/15 δεν έχω οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους του που να υποστηρίζει το αντίθετο ώστε να την αξιολογήσω και κρίνω την θέση του Ενάγοντα 697/15 αναξιόπιστη. Σε σχέση με τις λανθασμένες χρονολογίες που αναφέρθηκαν τόσο δικογραφικά όσο και στην μαρτυρία του, ήτοι αντί 2013 έγινε αναφορά στο έτος 2014 δέχομαι ότι αποτέλεσαν καθαρά εκ παραδρομής λάθη που δεν θα αποδώσω οποιαδήποτε καταλυτική συνέπεια.

 

Για το ζήτημα της αξίας του οχήματος του παρουσιάστηκε αρκετά συγχυσμένος και η μαρτυρία του καθόλου βοηθητική. Ενώ ανέφερε ότι αγόρασε το όχημα του €12.000- χωρίς να είναι σίγουρος, στην συνέχεια είπε ότι άξιζε και παραπάνω. Τίποτα το συγκεκριμένο δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του αυτό, τόσο για το πόσα αγόρασε το όχημα του και πόσα άξιζε κατά τον επίδικο χρόνο της καταστροφής του. Η όποια μαρτυρία εκτιμητή που προβλήθηκε ότι θα προσκομιζόταν, ώστε και να υποβληθεί στην βάσανο της αντεξέτασης δεν προσκομίστηκε.

 

Αξιολόγηση ΜΥ:-

 

O ΜΥ άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο παρέχοντας αξιόπιστη και ανεξάρτητη μαρτυρία, απαντώντας σε κάθε ερώτηση που του υποβλήθηκε, χωρίς να περιπέσει σε αντιφάσεις και ανακολουθίες. Η αντίφαση στην οποία περιέπεσε αναφορικά με το κατά πόσο μίλησε με τον Εναγόμενο διορθώθηκε άμεσα από τον ίδιο, αφού συμβουλεύτηκε το τεκμήριο 14, όμως δεν την κρίνω ουσιώδη εκ της παρόδου των 10 ετών από το συμβάν.  

 

Στην υπόθεση Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984 αποφασίστηκε ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό, ενώ στην υπόθεση Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 841) τονίστηκε ότι η πείρα σε ένα τομέα από μόνη της, μπορεί να καταστήσει το μάρτυρα εμπειρογνώμονα ή πραγματογνώμονα όπως καλείται διαφορετικά (βλ. μεταξύ άλλων Evangelou & Another v. Ambizas & Another (1982) 1 C.L.R. 41Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 15 και Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παραγρ. 27-32).

Στην προκείμενη περίπτωση δέχομαι ότι εκ της εμπειρίας και προσόντων του ΜΥ ότι αποτελεί πραγματογνώμονα ικανό να διερευνήσει κατά τον κρίσιμο χρόνο το συμβάν, καθώς και το σύνολο της πραγματογνωμοσύνης του ως ορθή και δεόντως τεκμηριωθείσα. Εκ του περιεχομένου αυτής, ήτοι του τεκμηρίου 14 καταγράφεται η διαπίστωση του ότι η φωτιά ξεκίνησε από το όχημα υπ’ αριθμούς εγγραφής [ ] και [ ] στα οποία εντόπισε εσωτερικά τις εστίες εκ της έντονης οσμής των πετρελαιοειδών που αναδύετο, ενώ στο δεύτερο τέτοια οσμή αναδύετο και μπροστά στην μηχανή. Επίσης ο εντοπισμός υπολειμμάτων καύσης μεταξύ των δύο ως άνω οχημάτων και πίσω από το όχημα υπ’ αριθμό KTJ262, όπως και το φαινόμενο Spalling που με επαρκή τρόπο επεξήγησε εκ της έντονης καύσης και θερμότητας από την χρήση υγρών πετρελαιοειδών. Στην έκθεση αναφέρεται ότι η πορεία καύσης και εξάπλωσης της πυρκαγιάς στα υπόλοιπα οχήματα που αναφέρει ήταν καθαρά επέκταση της εκ των δύο πρώτων αναφερόμενων οχημάτων. Σε άλλα η πυρκαγιά επεκτάθηκε εκ της καύσης και πτώσης της πέργολας που ευρισκόταν πάνω από αυτά, ενώ στα υπόλοιπα οχήματα η ζημιά προήλθε εκ της προκαλούμενης θερμότητας. Τα δεδομένα αυτά τον οδήγησαν στο τεκμηριωμένο συμπέρασμα ότι η φωτιά τέθηκε κακόβουλα και ότι ήταν εμπρησμός από άγνωστα πρόσωπα. Τα ίδια υποστήριξε με συνέπεια στο Δικαστήριο τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του χωρίς καμία αντίφαση ή δισταγμό.

 

Για όσα ζητήματα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της δικής του εμπειρογνωμοσύνης ή αρμοδιότητας, ήτοι την λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, γενετικού υλικού και άλλων εξετάσεων ήταν σαφής και κατηγορηματικός ότι αποτελούσαν έργο της Αστυνομίας. Για όσα άλλα μπορούσε να διακρίνει στο χώρο, ήτοι την ανυπαρξία μπροστά περίφραξης, αλλά και εισόδου-εξόδου, ώστε αυτός να είναι ευκόλως προσβάσιμος από οποιονδήποτε ήταν ευθύς και ειλικρινής. Ο ΜΥ κλήθηκε για να παρουσιάσει το πόρισμά του που αποτέλεσε και την βάση του τεκμηρίου 1, καθότι όπως ορθά εξήγησε η Πυροσβεστική Υπηρεσία αποτελεί τον εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας, η οποία βασίζει τις ενέργειες και τα συμπεράσματά της στα πλαίσια των ερευνών της στα πορίσματα που της αποστέλλονται και στην προκείμενη περίπτωση στο τεκμήριο 14.

 

Ευρήματα Δικαστηρίου:-

 

Αυτό που προκύπτει από την αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας είναι ότι τόσο η Ενάγουσα 4401/14, όσο και ο Ενάγων 697/15 συμφώνησαν με τον Εναγόμενο όπως τοποθετήσουν τα οχήματά τους υπ’ αριθμούς εγγραφής [ ] και [ ], αντίστοιχα, στην μάντρα αυτοκινήτων που διατηρούσε στην οδό Αρχ. Μακαρίου Γ, Δευτερά, Λευκωσία, ώστε αυτά να πωληθούν μετά από εξεύρεση ενδιαφερόμενου αγοραστή και για όσο χρόνο αυτό θα απαιτηθεί με αντάλλαγμα χρηματικό ποσό ως προμήθεια. Η κυριότητα των οχημάτων παρέμεινε με τους ιδιοκτήτες τους, ενώ τα κλειδιά τους τα κρατούσε ο Εναγόμενος.

 

Στις 17/12/2013 και ώρα 00:54 ιδιώτης που περνούσε από την περιοχή της μάντρας αυτοκινήτων αντιλήφθηκε ότι είχε ξεσπάσει σε αυτή πυρκαγιά και ειδοποίησε την Αστυνομία, η οποία με την σειρά της στις 00:56 ειδοποίησε την Πυροσβεστική Υπηρεσία που κατέφθασε στον χώρο στις 1:03 και μεταγενέστερα κατέσβησε την πυρκαγιά.

 

Η πυρκαγιά προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές στα υποστατικά της μάντρας, ενώ μεγάλος αριθμός οχημάτων καταστράφηκαν ολοσχερώς, άλλα υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές, ενώ άλλα ζημιές από την μεγάλη θερμότητα που αναπτύχθηκε. Ο τότε Ανώτερος Υπαστυνόμος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που κλήθηκε να εξετάσει την σκηνή με το πρώτο φως της ημέρας διαπίστωσε ότι η φωτιά τέθηκε κακόβουλα από άγνωστους στο εσωτερικό των οχημάτων υπ’ αριθμούς εγγραφής [ ] και [ ] του Ενάγοντα 697/15, τα οποία ευρίσκονταν στην μάντρα του Εναγόμενου, η οποία επεκτάθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα στα διπλανά οχήματα εκ του προωθητικού υλικού που χρησιμοποίησαν οι δράστες. Το όχημα [ ] της Ενάγουσας 4401/14 ευρισκόταν δίπλα από το όχημα [ ] του Ενάγοντα 697/15.

 

Στον χώρο της μάντρας δεν υπήρχε στην πρόσοψη περίφραξη, ενώ ο ξύλινος φράκτης στην μια πλευρά της μπορούσε να υπερπηδηθεί εύκολα, καθιστώντας τον χώρο εύκολα προσβάσιμο.

 

Τόσο το όχημα υπ’ αριθμό εγγραφής [ ] όσο και το [ ] παραδόθηκαν από τον Εναγόμενο σε εταιρεία καταστροφής χωρίς την γνώση των ιδιοκτητών τους. Ουδεμία αποζημίωση καταβλήθηκε στην Ενάγουσα 4401/14 και Ενάγοντα 697/15 για τη ζημιά στα οχήματά τους.

 

 

 

 

Νομική Πτυχή και κρίση Δικαστηρίου:-

 

Τα όσα δικογραφικά προβάλλει η Ενάγουσα 4401/14 παραπέμπουν σε καταλογισμό αμέλειας στον Εναγόμενο για την μη λήψη προστατευτικών μέτρων για έναρξη και εξάπλωση της πυρκαγιάς, σε παράνομη επέμβαση στην περιουσία της, καθώς και οχληρία. Ρητή επίκληση του άρθρου 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 δεν γίνεται. Ο δε Ενάγων 697/15 βασίζει την απαίτηση του σε αμέλεια του Εναγόμενου με παρόμοιες λεπτομέρειες.

 

Στο άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 γίνεται ρητή ρύθμιση των περιπτώσεων όπου η ζημιά προκαλείται από φωτιά σε σχέση με το ζήτημα του βάρους απόδειξης. Συγκεκριμένα:

 

«Βάρoς της απόδειξης αμέλειας όταv η ζημιά πρoκαλείται από φωτιά

53. Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά τηv oπoία απoδεικvύεται-

(α) ότι η ζημιά πρoκλήθηκε από φωτιά ή λόγω φωτιάς, και

(β) ότι o εvαγόμεvoς άvαψε τη φωτιά ή ευθύvεται για τo άvαμμα της φωτιάς ή ήταv o κάτoχoς της ακίvητης ιδιoκτησίας ή o ιδιoκτήτης της κιvητής ιδιoκτησίας από τηv oπoία άρχισε η φωτιά, o εvαγόμεvoς φέρει τo βάρoς της απόδειξης τoυ ότι δεv υφίστατo αμέλεια για τηv oπoία αυτός ευθύvεται σε σχέση με τηv έvαρξη ή τηv επέκταση της φωτιάς.».

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Γεωργίου Ηρακλής ν. Eρμιόνης Σταύρου Στυλιανού (2009) 1 ΑΑΔ 70 αναφορικά με την δικογράφηση στην περίπτωση αυτή:

 

«Και κάτι τελευταίο. Η Έκθεση Απαίτησης όπως είναι συνταγμένη, στηρίζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και στις λεπτομέρειες αμέλειας αναφέρεται παραδόξως και η αρχή του res ipsa loquitur. Καμιά όμως αναφορά δεν γίνεται στο ότι η αγωγή της Εφεσίβλητης, στηριζόταν στο αγώγιμο δικαίωμα που απορρέει από το Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και την γνωστή αρχή του Κοινοδικαίου στην υπόθεση Rylands v. Fletcher (ανωτέρω) η οποία στην ουσία ενσωματώθηκε στο Αρθρο 53. Ο επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης περιουσίας, όπως επεξηγείται στη Hamza v. Vlachos, 21 C.L.R. 169, έχει διάφορα διαζευκτικά αγώγιμα δικαιώματα, όπως για παράδειγμα: (α) αμέλεια, (β) Άρθρο 53 (Rylands v. Fletcher), (γ) οχληρία και (δ) παράνομη επέμβαση. Ο παραπονούμενος θα πρέπει να φροντίσει ώστε να αναφέρει στο δικόγραφο του, όλα εκείνα τα γεγονότα τα οποία δημιουργούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να επικαλεστεί το Άρθρο 53. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Precedents of Pleadings, Bullen and Leake and Jacob's, 12η έκδοση, στη σελίδα 803, όπου τα γεγονότα δεν είναι ξεκάθαρα, ο διάδικος θα ήταν καλό να στηρίζει την αγωγή του και επί των διαζευκτικών αστικών αδικημάτων, ιδιαίτερα εκείνο της αμέλειας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσίβλητη στήριξε την αγωγή της εξ ολοκλήρου στο αδίκημα της αμέλειας, γι' αυτό εξάλλου παρέθεσε και τις σχετικές λεπτομέρειες αμέλειας. Αν στηριζόταν στο Άρθρο 53, το μόνο που χρειαζόταν να ισχυριστεί δικογραφικά και να αποδείξει κατά τη δίκη, ήταν τα σχετικά γεγονότα που σχετίζονται με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 53, δηλαδή ότι η ζημιά προκλήθηκε από φωτιά και ότι το υποστατικό από το οποίο ξεκίνησε η φωτιά, κατεχόταν από τον Εφεσείοντα.».

 

Στην υπόθεση Χριστοφή ν. Petrakis Ltd. κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 543 αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης στις περιπτώσεις αυτές λέχθηκαν τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Όπως έχουμε προαναφέρει, η αστική ευθύνη την οποία επικαλείται ο ενάγοντας-εφεσείοντας εδράζεται στον γνωστό κανόνα Rylands v. Fletcher και σαν διαζευτική θέση γενικά στην άρση της αμέλειας.

 

Αναφορικά με τον κανόνα Rylands v. Fletcher, οι δύο κύριες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του είναι: (1) Ότι θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι εναγόμενοι έφεραν κάτι μέσα στο υποστατικό τους που μπορούσε να προκαλέσει ζημιά αν διέφευγε και (2) ότι αυτά τα πράγματα συνέβηκαν στη διάρκεια μιάς μη φυσικής χρήσης του υποστατικού. Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται, όπως έχει νομολογηθεί, και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει διαφυγή φωτιάς, παρόλο που στην ουσία δεν είναι αυτό που συσσωρεύεται στο υποστατικό που διαφεύγει, όπως συμβαίνει στις πλείστες περιπτώσεις εφαρμογής του κανόνα, αλλά η φωτιά η οποία αναφλέγεται στα αντικείμενα που συσσωρεύονται. Στο κριτήριο για ευθύνη σε περιπτώσεις φωτιάς εισάγεται ένα επιπρόσθετο ερώτημα. Όπως ανάφερε ο Δικαστής MacKenna J.,

 

"Did the defendants bring to their land things likely to catch fire, and keep them there in such a condition that if they did ignite the fire would be likely to spread to the plaintiff's land." (Βλέπε Mason v. Levy Auto Parts of England Ltd [1967] 2 Q.B. σελ. 530,542.)

 

Ο Πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα, με το οποίο συμφωνούμε ότι ο κανόνας Ryland v. Fletcher δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση. Όπως ανάφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο κανόνας υπόκειται στην εξαίρεση της ανεξάρτητης πράξης τρίτου. Σύμφωνα με τη νομολογία, ο ιδιοκτήτης ενός επικίνδυνου αντικειμένου δεν είναι υπεύθυνος αν αυτό διαφύγει συνεπεία της ανεξάρτητης πράξης τρίτου προσώπου και δεν υπήρχε αμέλεια από μέρους του. (Βλέπε Rickards v. Lothian [1913] A.C. 263, Perry v. Kendricks Transport Ltd [1956] 1 All E.R. 154 και Balfour v. Barty-King [1957] 1 Q.B. 496.) To εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί, είναι ότι η φωτιά προκλήθηκε κακόβουλα από τρίτο άγνωστο άτομο ή άτομα και κατά συνέπεια αυτός και μόνο ο λόγος είναι αρκετός για να αποκλεισθεί η εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις.

 

Εξετάζοντας την ενδεχόμενη ευθύνη των εναγομένων υπό το φως της αρχής της αμέλειας, είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 53 του Κεφ. 148 το καθήκον των εναγομένων δεν περιορίζεται μόνο στην μη πρόκληση της φωτιάς, αλλά επεκτείνεται και στη λήψη μέτρων για την μη επέκταση της σε γειτονικά υποστατικά και την κατάσβεση της. Είναι ιδιαίτερα πάνω σ' αυτή τη γραμμή που εστιάστηκε η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων, διαφωνώντας με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.».

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, 1975, παράγραφος 1195 αναφορικά με την ευθύνη, όταν αποδειχθεί ότι η διαφυγή αποτέλεσε πράξη αγνώστου τότε «one reaches the point where the claim based on Rylands v. Fletcher merges into the claim in negligence» και συνεχίζοντας προσθέτει ότι ο Εναγόμενος μπορεί να απαλλάξει τον εαυτό του καταδεικνύοντας ότι «the escape was caused by a person not within his control» και αν δε πράξει τούτο, τότε ο Ενάγων θα πρέπει να καταδείξει ότι ο Εναγόμενος ήταν αμελής, καθότι απέτυχε να διαφυλάξει αποτελεσματικά ενάντια σε τέτοια επέμβαση «in circumstances where at interference and ensuring damages was reasonably foreseeable.». Στην δε παράγραφο 1523 του ιδίου συγγράμματος καταγράφεται η ρητή αναφορά ότι  ευθύνη του κατόχου ακίνητης περιουσίας για πρόκληση φωτιάς δεν υφίσταται όταν προκαλείται «by a trespasser or stranger, unless he allows it to continue». Στο ζήτημα του καθήκοντος για κατάσβεση της φωτιάςduty to abate a fire») στην παράγραφο 1514 του Clerk & Lindsell on Torts, ανωτέρω εκφέρεται η θέση ότι το καθήκον σε κάποιες περιπτώσεις εξαντλείται στην υποχρέωση κλήσης της Πυροσβεστικής και προστίθεται η αναφορά ότι «normally, in qualifying negligence the courts have referred the conduct of the defendants to the standard ofthe reasonable manin abating a fire hazard may take some of the physical and financial aspects of the occupier himself.». Στη συνέχεια αναφέρονται τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«It may be that a more lenient approach to the defendant thus placed under a positive duty to act is to be justified by the consideration that the hazard is not of his making, and though in some circumstances he will be prompted to act by motives of self-interest….».

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν προκύπτει από τα γεγονότα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η φωτιά προέκυψε από διαφυγή εκ της ακίνητης ιδιοκτησίας του Εναγόμενου, αλλά ότι τέθηκε στο όχημα του Ενάγοντα 697/15 δίπλα από το οποίο ευρισκόταν το όχημα της Ενάγουσας 4401/14 από κακόβουλη ενέργεια αγνώστων. Ως εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ούτε και μετατίθεται εξ αυτού το βάρος σε αυτόν να αποδείξει ότι δεν υπήρξε αμελής στις αρχές που επιβεβαιώνει η υπόθεση Χριστοφή ν. Petrakis Ltd. κ.ά., ανωτέρω.

 

Όμως, το Δικαστήριο εξετάζοντας την σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ της Ενάγουσας 4401/14 και του Ενάγοντα 697/15 με τον Εναγόμενο υπό τις περιστάσεις που τοποθετήθηκαν τα οχήματα τους στην μάντρα του με σκοπό την πώληση τους και με την παράδοση σε αυτόν των κλειδιών τους θέτοντας τα υπό τον έλεγχο του κρίνει ότι υπήρξε παρακαταθήκη εν τη έννοια των άρθρων 106 επ. του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Σύμφωνα με το άρθρο 106(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, “παρακαταθήκη με ευρεία έννοια” είναι η παράδοση αγαθών από ένα πρόσωπο σε άλλο για κάποιο σκοπό, με το συμβατικό όρο ότι μόλις εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο παραδόθηκαν, αυτά θα επιστραφούν ή διατεθούν σύμφωνα με τις οδηγίες του προσώπου που τα παράδωσε. Το πρόσωπο που παράδωσε τα αγαθά καλείται “παρακαταθέτης” ενώ το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκαν “θεματοφύλακας”.

 

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Pollock & Mulla on Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, 1972, σελ. 650, «“Bailment” is a technical term of the Common Law, though etymologically it might mean any kind of handing over (Fr. Bailer). It involves change of possession. One who has custody without possession, like a servant or a guest using his host’s goods is not a bailee. But constructive delivery will create the relation of bailor and bailee…Bailment is necessarily dealt with by the Contract Act only in so far as it is a kind of contract. It is not to be assumed that without an enforceable contract there cannot in any case be a bailment.». Παραθέτει δε την αναφορά στο σύγγραμμα Pollock & Wright: The Possession in the Common Law, σελ. 163 όπου αναφέρεται ότι «Bailment is a relationship sui generis and unless it is sought to increase or diminish the burdens imposed upon the bailee by the very fact of bailment, it is not necessary to incorporate it into the Law of Contract and to prove a consideration». Σε επόμενη αναφορά στην σελ. 651 τονίζεται ότι «There can, therefore be bailment and relationship of a bailor and a bailee in respect of specific property without there being an enforceable contract.».

 

Αναφορικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υπάρξει παρακαταθήκη χαρακτηριστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα Chitty on Contracts, Vol. II, Specific Contracts, παρ. 33-006:

 

«The reality of the matter is that there is no one theory which seems to be capable of providing a comprehensive definition of bailment. It consists of an amalgam of different ideas. Thus “the judicial analysis of bailment seems to have reached the stage at which any person who voluntarily assumed possession of goods belonging to another would be held to owe at least the principal duties of the bailee at common law”. Within this broad definition of bailment certain key ideas can be identified. The first is that the bailee must be in possession of the goods. The second is that there must have been a “voluntary assumption” of possession; in other words, the consent of the bailee is necessary…..».

 

Σε σχέση με την διάκριση παρακαταθήκης και αστικού αδικήματος χαρακτηριστική είναι η κάτωθι παράθεση από το σύγγραμμα  Chitty on Contracts, Vol. II, ανωτέρω παρ. 33-004:

 

«The clearest example of this is the fact that the burden of proof in a negligence case rests upon the claimant, whereas in bailment case the burden of proof is upon the bailee to show that he has discharged his duties…».  

 

Όπως αναφέρεται στον Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση 1953, μεταξύ των ειδών παρακαταθήκης αποτελεί και αυτό του «mandate», το οποίο αποτελεί «bailment of a specific chattel in regard to which the bailee engages to do some act without reward. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι «It has much in common with deposit, but whereas in the case of deposit the principal object of the contract is to provide for the safe custody of the thing, and any service or labour, such as feeding an animal or preserving a perishable article, is merely accessory, in the case of a mandate the safe custody of the chattel deposited is ancillary to an undertaking by the bailee to do some act to it, or to perform some service in conection with it… In other words in this form of bailment, confidence in the capacity, skill and honour of the bailee duly to perform the act or employment undertaken by him, and not merely or chiefly his promise to safeguard the chattels while in his charge, constitutes the consideration moving the owner to deliver it over into his custody….».

 

Τα γεγονότα της Αγγλικής υπόθεσης Sutcliffe v. The Chief Constable of West Yorkshire (1996) R.T.R. 86 αφορούσαν στην αγωγή του ιδιοκτήτη ενός οχήματος Ford Sierra Cosworth, το οποίο ανακατασκευαζόταν τμηματικά και κατασχέθηκε από την Αστυνομία με τον ισχυρισμό ότι είχε ενσωματωμένα κλαπέντα εξαρτήματα. Το βράδυ της 22ας Νοεμβρίου 1990 περί τις 8:04, ενώ το όχημα ευρισκόταν τοποθετημένο σε αυλή στο πίσω μέρος του Αστυνομικού Σταθμού μέχρι τότε για περίπου 2 μήνες, άγνωστοι μπήκαν στον χώρο και έχυσαν πετρέλαιο στο εσωτερικό του οχήματος και άναψαν φωτιά προκαλώντας του εκτεταμένες ζημιές. Στην πρωτόδικη απόφαση του Δικαστή Walker του Halifax County Court στην αγωγή που κίνησε ο Ενάγων εναντίον του Chief Constable of West Yorkshire απέδωσε αποζημιώσεις στη βάση του ότι η Αστυνομία είχε την κατοχή του οχήματος ως θεματοφύλακας και με αυτή την ιδιότητα παραβίασε το καθήκον της να κρατήσει ασφαλές το όχημα.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα, το εν λόγω όχημα άξιζε περισσότερο από ένα σύνηθες όχημα Ford Sierra family saloon και ήταν μερικώς ανακατασκευασμένο και χρειαζόταν περίπου μιας ημέρας δουλειά για να ολοκληρωθούν οι εργασίες και να κυκλοφορήσει στο δρόμο. Όταν κατασχέθηκε είχε μπαταρία και κάποια από τα ηλεκτρικά του μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συμπεριλαμβανομένου του μηχανισμού ανοίγματος και κλεισίματος των παραθύρων του. Τα κλειδιά του επίσης κατασχέθηκαν από την Αστυνομία και τοποθετήθηκαν κλειδωμένα στο δωμάτιο τεκμηρίων του Αστυνομικού Σταθμού. Ο χώρος αποτελούσε μια μεγάλη ανοικτή αυλή περιστοιχισμένη στις δύο πλευρές από ένα ψηλό τοίχο 10 ποδιών και στις άλλες δύο από το κτίριο του σταθμού. Η είσοδος και έξοδος των οχημάτων γινόταν μέσα από μια διπλή πόρτα, η οποία παρέμενε ανοιχτή επί 24ώρου βάσεως για λειτουργικούς σκοπούς. Υπήρχε συνεχής κίνηση στο χώρο συμπεριλαμβανομένων αστυνομικών οχημάτων ακόμη και στις 8 το βράδυ, κάποια εκ των οποίων παρκάραν στον χώρο, όπως και άλλα που εφοδιάζονταν από την αντλία βενζίνης. Επίσης, η αυλή χρησιμοποιείτο από τους αστυνομικούς ως χώρος στάθμευσης των οχημάτων τους πριν αναλάβουν υπηρεσία, ενώ ο χώρος χρησιμοποιείτο και από κάποιους αστυνομικούς για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Περαιτέρω, σύμφωνα με την μαρτυρία ήταν δύσκολο να δει κάποιος εντός της αυλής, ενώ η πόρτα του οδηγού του οχήματος ευρισκόταν μακριά από την είσοδο και συνεπώς υπήρχε πολύ περιορισμένη ορατότητα της. Το όχημα εμποδιζόταν από δύο άλλα οχήματα και δεν ήταν εμφανές στον συνήθη παρατηρητή ότι υπήρχε μη ασφαλές παράθυρο στο όχημα. Ο χώρος φωτιζόταν από έξι υψηλής έντασης φώτα καθ’ όλη της διάρκεια του σκότους. Δεν υπήρξε οποιοδήποτε περιστατικό βανδαλισμού από την ημέρα που τέθηκε σε λειτουργία η αυλή. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι οι Εναγόμενοι/Εφεσείοντες είχαν την κατοχή του οχήματος και όφειλαν καθήκον επιμέλειας προς τον ιδιοκτήτη για όσο χρόνο ήταν στην κατοχή τους. Ο πρωτόδικος Δικαστής στα ευρήματα του δέχθηκε ότι γυάλινο παράθυρο υπήρχε στην μπροστινή πόρτα όμως ήταν κατεβασμένο και ότι η Αστυνομία θα μπορούσε να συνδέσει την μπαταρία στο όχημα ή να χρησιμοποιήσει την μπαταρία άλλου οχήματος και να το ανασηκώσει ώστε αυτό να κλείσει, αντί να καλυφθεί το κενό με φύλλο πλαστικού για προστασία από τον καιρό. Όπως έκρινε αυτό θα απέτρεπε κάποιον από το να προκαλέσει την εσωτερική ζημιά που προκάλεσε, παρά το ότι δεν θα απέτρεπε τον βανδαλισμό στο εξωτερικό του μέρος.

 

Στην απόφαση του ο Otton L.J. προέβηκε στην παράθεση νομικών αρχών που αφορούν στις περιπτώσεις παρακαταθήκης λέγοντας τα εξής:

 

«The duty is to take reasonable care, in all the circumstances, of the chattel bailed. At common law the bailee is liable for what is called breach of bailment independent of any liability in tort or contract…………………….."An action lies in conversion for loss or destruction of goods which a bailee has allowed to happen in breach of his duty to his bailor." [my emphasis]………………. In British Crane Hire Corporation Ltd. v. Ipswich Plant Hire Ltd. [1975] QB 303, it was held that the loss of, or injury to, a chattel while it is in the bailee's possession places the onus of proof on the bailee to show that it occurred without his fault; in other words, that it was not caused by any failure on his part to take reasonable care.».

 

Συνεχίζοντας παρέθεσε, μεταξύ άλλων, τα λόγια του Λόρδου Halsbury στην υπόθεση Brook's Wharf and Bull Wharf Ltd. v. Goodman Brothers [1937] 1 KB 534 όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«"It appears to me that here there was a bailment made to a particular person, a bailment for hire and reward, and the bailee was bound to show that he took reasonable and proper care for the due security and proper delivery of that bailment; the proof of that rested upon him"'……"If the plaintiffs show that they took all reasonable and proper care of the goods, the mere fact that they were, notwithstanding, stolen is not sufficient any longer to make them liable for negligence. Their explanation is, then, that the thieves must have shown ingenuity and daring against which reasonable precautions could not avail." [my emphasis]».

 

Συνεχίζοντας τόνισε το εξής σημαντικό: «Thus the bailee does not assume the role of an insurer» και εξήγησε ότι το επίπεδο επιμέλειας μπορεί να είναι υψηλό αναλόγως της αξίας του αντικειμένου της παρακαταθήκης, παραθέτοντας την απόφαση στην υπόθεση British Road Services Ltd. v. Arthur V. Crutchley & Co. Ltd [1968] 1 All ER 811, όπου κρίθηκε πως το σύστημα προστασίας των Εναγομένων δεν ήταν επαρκές σε σχέση με τους ειδικούς κινδύνους και την αξία του αντικειμένου της παρακαταθήκης. Όπως εξήγησε, το καθήκον προστασίας από απώλεια συμπεριλαμβάνει το καθήκον λήψης εύλογης φροντίδας για αποτροπή ζημιάς από τις σκόπιμες πράξεις τρίτων προσώπων παραθέτοντας την απόφαση στην υπόθεση Lockspeiser Aircraft v. Brooklands Aircraft Co. (The Times 7th March 1990) όπου η καταστροφή πρότυπου αεροσκάφους από εμπρησμό θεωρήθηκε ως ζημιά «reasonable in nature if not in extent”.

 

Για να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσο οι Εναγόμενοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης ότι η ζημιά στο όχημα δεν προκλήθηκε από οποιαδήποτε παράλειψη τους να λάβουν εύλογα μέτρα έκρινε ότι θα έπρεπε να πραγματευτεί τα εξής ζητήματα: (1) Την επιτήρηση και προσβασιμότητα στην αυλή, κρίνοντας ότι οι κάμερες ασφαλείας ήταν στραμμένες προς τις κτιριακές εγκαταστάσεις και όχι προς τα οχήματα, το ότι δεν υπήρχε φρουρός στην είσοδο, αλλά ούτε και μπάρα σε αυτή, αφήνοντας την ελεύθερη για είσοδο και έξοδο. Εν τέλει έκρινε ότι επειδή το καθήκον είναι αυτό της λήψης μέτρων εύλογης επιμέλειας και προσοχής, υπό τις περιστάσεις εκ της ύπαρξης καλού φωτισμού, της ύπαρξης συνεχούς κυκλοφορίας, ότι υπήρχε επιτήρηση από τους αστυνομικούς εντός του κτιρίου, δεν ήταν παράλογο να παραμένουν οι θύρες ανοικτές για σκοπούς της δραστηριότητας και κίνησης στον Αστυνομικό σταθμό. Ως εκ τούτου αποφάνθηκε ότι όσο αφορά τα μέτρα προστασίας στον περιβάλλοντα χώρο ήταν επαρκή και εύλογα. (2) Την προσβασιμότητα στο όχημα, κρίνοντας ότι το όχημα δεν ενέπιπτε στην κατηγορία ενός «high value chattel» και παρά το ότι έκρινε ότι υπήρχε ο προβλεπτός κίνδυνος κλοπής, ο τρόπος ο οποίος φυλασσόταν το όχημα στην κατάσταση που ευρισκόταν, αφού δεν μπορούσε να ξεκινήσει και όντας περιτριγυρισμένο από άλλα οχήματα ο κίνδυνος ήταν απομακρυσμένος. (3) Τον κίνδυνο ζημιάς από τρίτο πρόσωπο. Για τον κίνδυνο αυτό έκρινε ότι το σύστημα ασφαλείας ήταν τέτοιο που επέτρεπε σε πρόσωπα να μπαίνουν στην αυλή ελεύθερα και να αποχωρούν έχοντας διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα. Όπως επισήμανε, ο θεματοφύλακας δεν είναι και ασφαλιστής του αντικειμένου, αλλά το καθήκον του είναι να λαμβάνει εύλογη φροντίδα να αποτρέπει ζημιά από τρίτα πρόσωπα. Όπως έκρινε υπήρχε εύλογο σύστημα ασφαλείας και το όχημα δεν ήταν μεγάλης αξίας που να προσελκύει βάνδαλους, η αυλή ήταν δίπλα από τον Αστυνομικό σταθμό, όπου υπήρχε συνεχής δραστηριότητα από την Αστυνομία και συνεπώς ο κίνδυνος να εισέλθει κάποιος στον χώρο για να διαπράξει βανδαλισμό ήταν μεμακρυσμένος. Επισήμανε χαρακτηριστικά ότι είναι σημαντική η διάκριση ενός συνήθους βάνδαλου από ένα αποφασισμένο βάνδαλο αναφορικά με την ευθύνη στις περιπτώσεις αυτές.

 

Συνεχίζοντας παράθεσε το εξής σημαντικό (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«The probability is that a casual vandal, or the person mined on the spur of the moment to commit an act of random vandalism, would have been deterred from doing so by the fact that they were adjacent to the police station and the police activity going on they yard at all times. The risk of detention and apprehension was such that the casual vandal would probably have been deterred because of the reasonable precautions which were provided against such trespassing activity. But to my mind, when one considers the nature of this attack, the vandal or vandals are in a totally different category. He, she, or they exhibited considerable ingenuity in this regard. Undoubtedly it was a well planned attack. The vandal was not carrying a can of petrol by accident but by design. It was an audacious, determined, and successful attack on a particular car. The window even if raised would have been neither a deterrent nor a defence. To paraphrase Lord Wright, the vandals showed ingenuity and daring against which reasonable precautions could not avail. I am persuaded that the appellants have discharged the burden of proving that the damage was not caused by any failure on the part of the Chief Constable, his servants or agents, to take reasonable care. They did not allow the destruction to happen. This particular attack was not reasonably foreseeable by reasonably diligent police officers. There had never been a previous incident of vandalism in the history of the yard. In those circumstances I would, with deep respect to the learned judge, allow this appeal.

 

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Nourse L.J. τόνισε στην δική του απόφαση τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

Ι agree with the judge that raising the window would have tended to discourage an intruder. I cannot agree with him that it would have deterred this intruder. In my view the only reasonable inference that can be drawn is that an arsonist as prepared and determined as this one must have been would probably have got into the car with little difficulty, even if the window had been raised…..I conclude that in all the circumstances of the case, as described by Lord Justice Otton, the appellant has established that the police could not reasonably have foreseen that a crime of an unprecedented nature, and as insolent and daring as this, might occur. By doing what they did, they took the reasonable care of the car that counsel agree the law required of them, that is to say reasonable care of the chattel according to the circumstances of the particular case, a test taken from the judgment of Ormerod LJ in Houghland v RR Low (Luxury Coaches) Ltd [1962] 1 QB 694, [1962] 2 All ER 159, at page 698 of the former report.».   

 

To άρθρο 109 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 προνοεί ότι «σε όλες τις περιπτώσεις παρακαταθήκης με ευρεία έννοια, ο θεματοφύλακας υποχρεούται να καταβάλλει αναφορικά με τα αγαθά που παρακατατέθηκαν την επιμέλεια την οποία θα κατέβαλλε άνθρωπος συνηθισμένης σύνεσης υπό παρόμοιες περιστάσεις για τα δικά του αγαθά, του ίδιου όγκου, ποιότητας και αξίας με τα αγαθά που παρακατατέθηκαν.». Στον Pollock & Mulla on Indian Contract and Specific Relief Acts, ανωτέρω, σελ. 659 σε σχέση με το αντίστοιχο άρθρο 151 του Indian Contract Act, αναφέρεται ότι με το άρθρο αυτό καταργείται η διάκριση στο επίπεδο προσοχής που απατείται για τα διάφορα είδη παρακαταθήκης που καθιέρωσε η απόφαση Coggs v. Bernard (1703) 2 Ld. Raym. 909, και προβάλλεται ότι η καθιερωμένη άποψη που προκύπτει μέσα από τις αυθεντίες είναι ότι στο σύγχρονο Αγγλικό Δίκαιο «a gratuitous bailee is bound to take the same care of property entrusted to him as a reasonably prudent and careful man may fairly be expected to take of his own property of the like description», το οποίο αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο. Επίσης, όπως εξηγείται, το συμπέρασμα από την σχετική Αγγλική νομολογία είναι ότι το καθήκον για επίδειξη εύλογης επιμέλειας δεν διαφοροποιείται σε περίπτωση παρακαταθήκης υπό την έννοια του «mandate» ή του «deposit» με αναφορά στις αποφάσεις του Privy Council στις υποθέσεις Commonwealth Portland Cement Co. v. Weber (1905) AC 66 και Giblin v. McMullen (1868) L.R. 2 P.C. 317.   

 

Έχοντας κατά νου τις ανωτέρω νομικές αρχές, αυτό που προκύπτει από τις δικογραφημένες θέσεις τόσο της Ενάγουσας 4401/14 όσο και του Ενάγοντα 697/15 είναι ότι τα οχήματά τους τοποθετήθηκαν στην μάντρα αυτοκινήτων του Εναγόμενου με οδηγίες εξεύρεσης αγοραστή, οπόταν και ο Εναγόμενος με την πώληση θα λάμβανε την προμήθεια του. Τα κλειδιά των οχημάτων παραδόθηκαν στον Εναγόμενο, ο οποίος απέκτησε την κατοχή και τον έλεγχο αυτών. Ως εκ τούτου δημιουργήθηκε σχέση παρακαταθήκης σε σχέση με τα εν λόγω οχήματα, καθιστώντας τον Εναγόμενο θεματοφύλακα τους («bailee») κάτι που του επιβάλλει το καθήκον να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα για την δέουσα ασφάλεια και φροντίδα των οχημάτων και φέρει προς τον σκοπό αυτό ο ίδιος το σχετικό βάρος απόδειξης. Μαρτυρία δεν δόθηκε στο Δικαστήριο από τον ίδιο τον Εναγόμενο αναφορικά με το ποια μέτρα έλαβε για να αποτρέψει την ζημιά στα οχήματα. Αυτό που προέκυψε από την μαρτυρία του ΜΥ και τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ότι ο χώρος των οχημάτων ήταν εύκολα προσβάσιμος από οποιονδήποτε. Για τα οποιαδήποτε μέτρα πυρόσβεσης δεν έχω την οποιαδήποτε μαρτυρία ή για άλλα μέτρα αποτροπής της ζημίας στα οχήματα.

 

Όμως, υπό αυτές τις περιστάσεις λαμβανομένου υπόψη και της όποιας αξίας των οχημάτων, ενόψει και της ηλικίας τους, ήτοι περίπου 8 ετών έκαστο και με βάση την επικαλούμενη τιμή της αγοράς τους από τους ίδιος τους ιδιοκτήτες τους, δεν συνιστούσαν οχήματα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ώστε να υφίσταται υψηλότερο επίπεδο φροντίδας. Ούτε και υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε η ζημιά σε αυτά, ήτοι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τέθηκε από αγνώστους κακόβουλα εύφλεκτο υλικό εσωτερικά στο όχημα του Ενάγοντα 697/15 και τέθηκε φωτιά με αποτέλεσμα να επεκταθεί στο διπλανό όχημα της Ενάγουσας 4401/14 και να καταστραφούν ολοσχερώς, κρίνω ότι ήταν μια ζημιά που ήταν ευλόγως προβλεπτή στον Εναγόμενο, έστω με οποιεσδήποτε ενδείξεις για να λάβει μέτρα να μην επισυμβεί. Υπενθυμίζω ότι ο θεματοφύλακας δεν είναι ασφαλιστής και η οποιαδήποτε μαρτυρία δόθηκε περί παρουσίασης ασφαλιστήριο συμβολαίου στην Ενάγουσα 4401/14 που να της υπόσχεται κάλυψη δεν κρίθηκε ως αξιόπιστη μαρτυρία. Σε σχέση δε με την ενδεχόμενη παράλειψη εξάπλωσης της φωτιάς στα οχήματα δια λήψης αποτρεπτικών μέτρων η αξιόπιστη μαρτυρία που δόθηκε στο Δικαστήριο είναι ότι ο τρόπος που αυτή τέθηκε, ήτοι με εύφλεκτο προωθητικό υλικό μόνο αν έσβηνε επί τόπου θα μπορούσε να αποτρέψει την καταστροφή των οχημάτων και πως με την πάροδο ενός λεπτού η ζημιά θα ήταν μη αναστρέψιμη ένεκα και της ταχύτατης εξάπλωσης της. Ως εκ τούτου δεν θα αναμενόταν από τον Εναγόμενο να έχει πυροσβεστικές αντλίες έτοιμες για δράση στην μάντρα του, ενώ αυτό που προκύπτει είναι ότι ακόμη και αν η Πυροσβεστική έφθανε στο σημείο γρηγορότερα του μικρού χρόνου ανταπόκρισης της δεν θα απέτρεπε την ζημιά. Εκ της μαρτυρίας και ευρημάτων του Δικαστηρίου τουλάχιστον για τα οχήματα της Ενάγουσας 4401/14 και ιδιαίτερα του Ενάγοντα 697/15 δύσκολα θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση τόσο για την αποτροπή του εμπρησμού από τους αποφασισμένους ως προκύπτει εμπρηστές και την θέση υπό έλεγχο της πυρκαγιάς στα οχήματά τους.

 

Κλείνοντας σε σχέση με το ζήτημα αυτό την διατυπωθείσα κρίση του Δικαστηρίου κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Χριστοφή ν. Petrakis Ltd κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 543 σε σχέση με το πότε θεωρείται ότι εκπληρώνεται το καθήκον επιμέλειας στην περίπτωση εξέτασης περίπτωσης αμέλειας που δεν κρίνεται ότι διαφοροποιείται στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά:  

 

«Αναφορικά με ενδεχόμενη αμέλεια σε σχέση με την έναρξη της φωτιάς, θα πρέπει να αποδειχθεί πάντοτε μέσα στα πλαίσια των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, ότι ήταν λογικά προβλεπτό ότι κάποιο άτομο εσκεμμένα θα έβαλλε τη φωτιά μέσω τρύπας που υπήρχε στο υποστατικό. Και πάλι η απάντηση είναι αρνητική, καθότι οποιαδήποτε λογική πρόβλεψη θα πρέπει να στηρίζεται σε τέτοια γεγονότα που να καθιστούν ένα ενδεχόμενο τουλάχιστον πιθανό………… Οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα έθετε στους ώμους των εναγομένων ένα δυσβάσταχτο καθήκον, το οποίο δεν θα εξαντλείτο με το να κλείσουν την τρύπα στην πρόσοψη της αποθήκης, αλλά θα έπρεπε να είχαν τοποθετήσει φρουρούς έξω από τα υποστατικά τους για να εμποδίσουν πιθανούς εμπρηστές. Για να δικαιολογούνται τέτοια μέτρα, όπως προαναφέραμε, θα έπρεπε να αποδειχθούν τέτοια γεγονότα που να καθιστούσαν την εσκεμμένη πρόκληση φωτιάς ένα λογικά προβλεπτό γεγονός, γιατί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ότι πρόκειται περί εσκεμμένης ενέργειας που ασφαλώς μιά εσκεμμένη πράξη δεν θα περιοριζόταν σε εξειδικευμένο τρόπο τοποθέτησης της φωτιάς μέσω της υπάρχουσας τρύπας. Μιά εσκεμμένη ενέργεια δεν έχει τέτοιους περιορισμούς. Τέτοια γεγονότα δεν υπήρχαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.».

 

Στην πιο πάνω απόφαση ο Πρωτόδικος Δικαστής συμφωνούντος του Ανώτατου Δικαστηρίου έκρινε ότι δεν ήταν λογικά προβλεπτό ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο θα έβαλλε φωτιά εσκεμμένα στην αποθήκη μέσον της τρύπας ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμη και αν έκρινα ότι ο Εναγόμενος έφερε ευθύνη αναφορικά με την καταστροφή των οχημάτων της Ενάγουσας 4401/14 και Ενάγοντα 697/15 δεν μου έχει παρατεθεί συγκεκριμένη μαρτυρία για την αξία των καταστραμμένων από την φωτιά οχημάτων τους. Η γενική αρχή είναι αυτή της αποκατάστασης, ήτοι του «restitutio in integrum», δηλαδή το μέρος που ζημιώθηκε δικαιούται στο ποσό χρημάτων που θα τον έθεταν στην ίδια καλή θέση στην οποία θα ευρισκόταν αν τα αγαθά δεν είχαν απωλεσθεί ή καταστραφεί (βλ. Building and Civil Engineering Holidays Scheme Management v. Post Office [1966] 1 QB 247). Όταν υπάρχει συγκεκριμένη αγορά για τα απωλεσθέντα αγαθά, ώστε ο ζημιούμενος να μπορέσει να τα αντικαταστήσει, τότε είναι τα χρήματα που θα πρέπει να καταβάλει που αφορούν την τιμή της αγοράς, η οποία αποτελεί την αξία της απώλειας του (βλ. Owners of Dredger Liesbosch n. Owners of Steamship Edison [1933] AC 449).   

 

Όπως έχω ήδη αναφέρει εκ της μαρτυρίας της Ενάγουσας 4401/14 αρχικά λέχθηκε ότι το όχημα της αγοράστηκε το 2009 και όταν ήταν ήδη ένα μεταχειρισμένο όχημα εγγεγραμμένο το 2005 για το ποσό των €20.000- για να ανασκευάσει στην αντεξέταση ότι το αγόρασε τουλάχιστον για το ποσό των €17.000-, όμως έθεσε την αξία του μετά από 4 χρόνια κυκλοφορίας και χρήσης του από την ίδια γιατί ήταν ζήτημα διαπραγμάτευσης με την Εναγόμενο. Ουδεμία έκθεση εκτίμησης παρουσιάστηκε ή εκτιμητής του οχήματος της παρά το ότι κατά την ακροαματική διαδικασία δηλώθηκε ότι θα προσκομιζόταν η μαρτυρία του. Ως εκ τούτου, δεν θα είχα το οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο ή οποιοδήποτε άλλο δεδομένο ή παράμετρο υπολογισμού της αξίας του οχήματος της, ούτε καν κατά προσέγγιση, αφού πέραν της απουσίας στοιχείων και δεδομένων αναφορικά με την αγορά (τιμολόγιο ή απόδειξη), κατάσταση την δεδομένη στιγμή, χαρακτηριστικά οχήματος με υπολογισμό της αξίας, οποιοσδήποτε υπολογισμός θα ήταν αυθαίρετος. Τα όσα προβάλλει με την γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος της Ενάγουσας 4401/14 ότι η θέση που υποβλήθηκε από την συνήγορο του Εναγόμενου ήταν ότι η Ενάγουσα 4401/14 του είπε να της το πωλήσει €5.000-, ποσό που αποδέχεται, δεν μπορεί να αποτελέσει παρά ένα αυθαίρετο συμπέρασμα που δεν καθορίζει σε καμία περίπτωση την αξία του οχήματος, ούτε και συνιστά παραδοχή τέτοιας αξίας. Η θέση που υποβλήθηκε ήταν ότι ζητούσε €5-6.000, κάτι που το αρνήθηκε η Ενάγουσα 4401/14 επανειλημμένα και ότι θα το πουλούσε τόσα αν βρισκόταν τέτοιος αγοραστής. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει και εύρημα για την αξία του οχήματος της Ενάγουσας 4401/14.   

 

Τα ίδια ισχύουν και για το όχημα του Ενάγοντα 697/15, ο οποίος ανέφερε χωρίς να παρουσιάσει τίποτα το συγκεκριμένο ότι αγόρασε το όχημα του για το ποσό των €12.000- το 2009, με ημερομηνία κυκλοφορίας το 2005, αργότερα είπε ότι ήταν πιο πολλά αλλά δεν θυμόταν, ενώ παρά την δήλωση του ευπαίδευτου συνηγόρου του ότι θα προσκόμιζε την μαρτυρία εκτιμητή τίποτα δεν προσκομίστηκε αφήνοντας τους ισχυρισμούς του μετέωρους και έκθετους σε απόρριψη. Μια παρατήρηση για να καταδειχθεί η σημασία των όσων αναφέρονται για την ανάγκη για συγκεκριμένη μαρτυρία είναι ότι εκ των τίτλων ιδιοκτησίας των οχημάτων προκύπτει ότι αφορούν στο ίδιο μοντέλο οχήματος, χαρακτηριστικά, ηλικία και ιπποδύναμη, όμως προβάλλονται διαφορετικές τιμές αγοράς τους το 2009 και διεκδίκησης αξίας για το έτος τέλος του 2013, που εν πάση περιπτώσει μετά από 4 χρόνια χρήσης μετά την αγορά δεν μπορεί να διεκδικείται το ίδιο ποσό με την προβαλλόμενη αγορά τους. Όπως έχει νομολογηθεί οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες υπέχουν υποχρέωση να δώσουν στο δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να σχηματίζει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία (βλ. Cybarco Ltd v. Kovascik (2001) 1 ΑΑΔ 2013). Πόσο μάλλον που στην προκείμενη περίπτωση η μόνη μαρτυρία ήταν η μαρτυρία των ίδιων των Εναγόντων που δεν είναι καν εμπειρογνώμονες και τίποτα παραπάνω.

 

Για το ζήτημα της απόδειξης ζημιάς, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην απόφαση στην υπόθεση Νιόβη Παπαϊωάννου ν. Σάββα Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083 (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Αλλά και επί των ουσιαστικών λόγων της έφεσης κρίνεται ότι η εφεσείουσα αδίκως παραπονείται εφόσον πράγματι δεν είχε αποδείξει τις ζημιές της με την λεπτομέρεια και αυστηρότητα που απαιτείται.  Είναι γνωστή η νομολογία ότι οι ειδικές ζημιές όχι μόνο πρέπει να καταγράφονται με ακρίβεια στο δικόγραφο, αλλά και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με την αναγκαία μαρτυρία.  (Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Συκοπετρίτης ν. Αθηνάκη (2005) 1 Α.Α.Δ. 844).  Στον  Bullen & Leake: «Precedents on Pleadings» 12η Έκδ., σελ. 379, αναγράφεται ότι:

 

«A claim for special damage must be explicitly claimed in the pleading, with full particulars of how it is made ...  Special damage must be alleged with particularity so that the defendant should know, not only what is the amount of loss or damage which the plaintiff alleges he suffered, but also how such amount is made up or calculated.».

 

Στο Supreme Court of Practice 1982, Τόμος 1, σελ. 321, παρ. 18/12/9 αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

«A fortiori, if the plaintiff is able to base his claim for damages upon a precise calculation, he must plead particulars of the facts which make such a calculation possible. (Perestrello e Companhia Limitada v. United Paint Co. Ltd., supra);»

Οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται με σαφήνεια και λεπτομέρεια ακριβώς διότι αναφέρονται σε απώλεια που δεν τεκμαίρεται από το νόμο ότι απορρέει από την αδικοπραξία του εναγομένου. (Odgers'  - πιο πάνω - σελ. 164).».

 

Το τι θα μπορούσαν να ανακτήσουν η Ενάγουσα 4401/15 και ο Ενάγοντας 697/15 στην περίπτωση αυτή καταδεικνύεται από το κάτωθι απόσπασμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Galatariotis Telecommunications Ltd v. Δημήτρη Ι. Σιουκιούρογλου Λτδ κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 29 (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Κρίνω ορθό να παραθέσω ολόκληρο το σχετικό κείμενο από το προαναφερθεν σύγγραμμα (McGregor on Damages, 16η έκδοση, σελ. 236, παράγραφοι 357 και 358), που βρίσκεται κάτω από τον τίτλο «The problem of certainty" στο οποίο περιλαμβάνεται και το μέρος στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Αυτό έχει ως εξής:

 

[………………………………]

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Ένας ενάγων που απαιτεί αποζημιώσεις πρέπει να αποδείξει την απαίτηση του.  Για να δικαιολογήσει την επιδίκαση αποζημιώσεων για ένα σημαντικό ποσό θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο τόσο ότι υπέστη τη ζημιά όσο και το ποσό αυτής.  Αν δεν ικανοποιήσει το δικαστήριο για οποιοδήποτε από τα πιο πάνω η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί ή το πιο πολύ να του επιδικασθούν ονομαστικές αποζημιώσεις εφόσον φανεί ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του.  Αν το γεγονός της ζημιάς αποδεικνύεται αλλά δεν έχει δοθεί μαρτυρία αναφορικά με το ύψος της με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να υπολογιστούν, αυτό γενικά επιτρέπει την επιδίκαση ονομαστικών μόνο αποζημιώσεων.  Αυτή η κατάσταση απεικονίζεται στην Dixon v. Deveridge and Twyman v. Knowles.

 

Από την άλλη όπου είναι σαφές ότι κάποια ουσιαστική ζημιά έχει υποστεί ο ενάγων, το γεγονός ότι ο υπολογισμός της είναι δύσκολος λόγω της φύσης της ζημιάς, αυτό δεν είναι λόγος για τη μη επιδίκαση αποζημιώσεων ή την επιδίκαση μόνο ονομαστικών αποζημιώσεων.  Όπως ο Vaugham William L.J., το έθεσε στην Chaplin v. Hicks, σημαντική υπόθεση στο θέμα του ακριβούς της ζημιάς, «το γεγονός ότι οι αποζημιώσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια, δεν απαλλάσσει τον αδικοπραγούντα από την ανάγκη να πληρώσει αποζημιώσεις».  Πράγματι αν απαιτείτο απόλυτη απόδειξη όσον αφορά το ακριβές ποσό της ζημιάς που υπέστη ο ενάγων, τότε δε θα ανακτούνταν αποζημιώσεις στις πιο πολλές υποθέσεις.  Αυτό είναι ιδιαίτερα ορθό, διότι αρκετές από τις αποζημιώσεις, που απαιτούνται αφορούν μελλοντική ζημιά και γι’ αυτό κατ' ανάγκη ενδεχόμενη.  Βέβαια όπως ο Devlin J, ανάφερε στην υπόθεση Biggin v. Permanite:  «όπου μπορεί να ληφθεί μαρτυρία για το ακριβές ποσό της ζημιάς, το δικαστήριο αναμένει να την έχει (αλλά) όπου όμως αυτό δεν μπορεί, το δικαστήριο πρέπει να κάνει ότι καλύτερο μπορεί.»

 

[…………………………………..]

 

Στην παρούσα υπόθεση ο υπολογισμός της ζημιάς δεν ήταν δύσκολος.  Αντιθέτως οι εφεσίβλητοι υπολόγισαν τη ζημιά τους με πολλή ακρίβεια, παρουσιάζοντας προς τούτο μαρτυρία αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι δεν την απέδειξαν  και η απόφαση του αυτή δεν προσβάλλεται.  Είμαι της άποψης ότι η πιο πάνω αρχή (Chaplin v. Hicks) δεν τύγχανε εφαρμογής.  Το μέγιστο που μπορούσε να πράξει το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν η επιδίκαση ονομαστικών μόνο αποζημιώσεων. Ότι στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται η ευθύνη ενός εναγομένου αλλά ο ενάγων αποτυγχάνει να αποδείξει τη ζημιά του, αυτό που δικαιούται είναι μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις (nominal damages) υποστηρίζεται και από αρκετή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Ttantis v. Hadjimichael a.o. (1982) 1 C.L.R. 301, Παπακόκκινου ν. Θεοδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Χατζηκυπρής κ.ά. ν. Sanifex Agencies Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 447).  Καταλήγω λοιπόν ότι ο υπολογισμός των Λ.Κ.9000 στη δική μας περίπτωση, φαίνεται να είναι εντελώς αυθαίρετος και χωρίς οποιαδήποτε πραγματική βάση.  Aυτό που θα δικαιούνταν οι εφεσίβλητοι ήταν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις τις οποίες καθορίζω στα €50.».

 

Ως εκ τούτου θα έκρινα ότι το μόνο που θα μπορούσαν να ανακτήσουν η Ενάγουσα 4401/14 και ο Ενάγων 697/15 εναντίον του Εναγόμενου είναι το ποσό των €250- έκαστος ως ονομαστικές αποζημιώσεις αν έκρινα ότι αυτός δεν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια και φροντίδα υπό τις περιστάσεις εκ της οποίας προήλθε η ζημιά στα οχήματά τους στην απουσία συγκεκριμένης μαρτυρίας για την αξία τους.

 

Όσον αφορά τις απαιτήσεις για παράνομη ιδιοποίηση που προβάλλει η Ενάγουσα 4401/14 σε σχέση με την καταστροφή του οχήματος της μετά από το συμβάν του εμπρησμού χωρίς την συγκατάθεση της προκύπτει ιδιοποίηση εν τη έννοια του άρθρου 39 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όμως ελλείψει σχετικής μαρτυρίας για την ζημιά, ήτοι το αντάλλαγμα για το μέταλλο, αν υπήρξε, το μόνο που δύναται να επιδικάσει το Δικαστήριο είναι ονομαστικές αποζημιώσεις στο ποσό των €50-.

 

Κατάληξη:-

 

Οι αγωγές αποσυνενώνονται και εκδίδονται αντίστοιχες αποφάσεις ως εξής:

 

Στην αγωγή 4401/14 εκδίδεται απόφαση υπέρ Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €50- με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Ο ενάγων που ανακτά ονομαστικές και μόνο αποζημιώσεις, δεν δύναται να θεωρηθεί στη συνήθη ορολογία ως «επιτυχών» διάδικος (βλ. Anglo-Cyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873, Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1083). Στην υπόθεση Ελένη Σάββα Ευθυβούλου και άλλων ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κισσόνεργας και άλλου (1998) 1ΑΑΔ 1059 κρίθηκε ότι το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει τέτοιο διάδικο στην πληρωμή των εξόδων της άλλης πλευράς. Στην προκείμενη περίπτωση η Ενάγουσα έχει αποτύχει στο μεγαλύτερο μέρος της αξίωσης της και πρέπει να καταδικαστεί τουλάχιστον στο 75% των εξόδων του Εναγόμενου. Ως εκ τούτου επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εναγόμενου εναντίον της Ενάγουσας μέχρι την συνένωση (04/12/2019) και ακολούθως στο ήμισυ των εξόδων μετά την συνένωση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα όμως συνολικά κατά 25% και συμψηφίζεται με αυτά το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ της Ενάγουσας ως ονομαστικές αποζημιώσεις.

 

Η αγωγή 697/15 του Ενάγοντα εναντίον του Εναγόμενου απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον του Ενάγοντα μέχρι την ημερομηνία συνένωσης (04/12/2019) και ακολούθως στο ήμισυ των εξόδων αυτών όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(υπ.)………………………………………

Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο