ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2972/2015

Μεταξύ:

Ιάκωβου Θωμά, από τον Στρόβολο

Ενάγοντας

-και-

Γιώτας Καλλή Χούλη, υπό την ιδιότητα της ως Διαχειρίστριας της

περιουσίας του αποβιώσαντος Γεώργιου Χούλη, από την Λάρνακα

Εναγόμενη

Και ως ετροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 04/04/2023

Αρ. Αγωγής: 2972/2015

Μεταξύ:

Ιάκωβου Θωμά, από τον Στρόβολο

Ενάγοντας

-και-

Γιώτας Καλλή Χούλη και Χρύσως Λειβαδιώτη υπό την ιδιότητα τους ως Διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεώργιου Χούλη, από την Λάρνακα

Εναγομένων

----------------------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 09/01/2024

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα: κα Α. Ιακώβου για κ.κ. Μ. Ιακώβου & Συνεργάτες

Για τις Εναγόμενες: κ. Γ. Λουκαΐδης για κ.κ. Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                                          Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή ο Ενάγων αξιώνει εναντίον των Εναγομένων υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστριών της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεώργιου Χούλη («ο αποβιώσας») δυνάμει χορηγηθέντων εγγράφων διαχείρισης στα πλαίσια της υπ’ αριθμό Αίτησης 130/2013 ποσό €13.668- δυνάμει εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερ. 31/05/1997 και/ή ως ποσό συμφωνηθείσας και/ή εύλογης αμοιβής για παρασχεθείσες υπηρεσίες στον αποβιώσαντα κατόπιν οδηγιών και/ή εντολής του, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

Όπως προβάλλει ο Ενάγων, κατά τον ουσιώδη χρόνο ασχολείτο με κτηματολογικές εργασίες και ότι ο αποβιώσας ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει το αξιούμενο ποσό εντός 6 μηνών από την 31/05/1997, όμως παρέλειψε να το πράξει.

 

Όπως προκύπτει από τον φάκελο στις 19/12/2016, σε συμμόρφωση Διατάγματος του Δικαστηρίου για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες ημερ. 16/12/2015, καταχωρήθηκαν περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες στις οποίες αναφέρεται ότι ο Ενάγων παρείχε στον αποβιώσαντα υπηρεσίες κτηματολογικής φύσεως, οι οποίες σχετίζονταν με την ακίνητη περιουσία του, καθώς και με ακίνητη περιουσία την οποία ο αποβιώσας επιθυμούσε να αποκτήσει. Ειδικότερα δε, όπως παρατίθεται, παρασχέθηκαν υπηρεσίες για έρευνες στο Κτηματολόγιο, επαφές με δικηγόρους, επαφές με το γραφείο Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών, κατάρτιση απαραίτητων εγγράφων, εντύπων και επιστολών, καθώς και συναντήσεις, συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, με ημερομηνία έναρξης περί τις αρχές του έτους 1997 μέχρι και το Ιούλιο του 1997, οπόταν συνάφθηκε η επίδικη συμφωνία. Η αμοιβή, όπως παρατίθεται, συμφωνήθηκε στο ποσό των Λ.Κ. 8.000- (€13.668,81) ως η εύλογη αμοιβή, χωρίς να υπάρξει κάποια βάση υπολογισμού.

 

Στις καταχωρηθείσες Υπερασπίσεις, αρχικά της Εναγόμενης 1 και κατόπιν τροποποίησης, της Εναγόμενης 2, γίνεται άρνηση των ισχυρισμών του Ενάγοντα, καθώς και του ισχυριζόμενου εγγράφου και της οποιασδήποτε νομικής του σημασίας, προβάλλοντας ότι ουδέποτε υπήρξε η οποιαδήποτε νόμιμη αιτία που να δημιουργήσει νόμιμη απαίτηση του Ενάγοντα. Περαιτέρω, όπως υποστηρίζεται στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης 2, το όποιο τέτοιο έγγραφο έγινε για παράνομη απαίτηση του Ενάγοντα και συγκεκριμένα για αξίωση αμοιβής κτηματομεσιτικών εργασιών χωρίς να είναι αδειούχος κτηματομεσίτης, ενώ προβάλλεται ότι ο Ενάγων ουδέποτε όχλησε τον αποβιώσαντα για να καταβάλει τέτοιο ποσό, αλλά ούτε και υπείχε τέτοια υποχρέωση καταβολής.  

 

Ο Ενάγων ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, ο οποίος κατέθεσε γραπτή δήλωση ως Έγγραφο Α’, στην οποία επανέλαβε τα όσα δικογραφούνται στο τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα και στις παρασχεθείσες περαιτέρω και καλύτερες Λεπτομέρειες αναφορικά με το τι ασχολείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο, την φύση των υπηρεσιών που παρείχε στον αποβιώσαντα, καθώς και το χρονικό διάστημα που ισχυρίζεται ότι τις παρείχε.

 

Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει ο Ενάγων, περί το έτος 1997 ο αποβιώσας του ζήτησε να του συστήσει κάποιο άτομο που θα ενδιαφερόταν να αγοράσει ένα χωράφι του στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας και κατόπιν οδηγιών του τον έφερε σε επαφή με Κύπριο του Λονδίνου συμφωνώντας και υπογράφοντας εν τέλει αγοραπωλητήριο έγγραφο.

 

Όπως εξηγεί, για να πραγματοποιηθεί η συναλλαγή ο αποβιώσας του ζήτησε να προβεί σε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες, στις οποίες προέβηκε όπως παρατίθενται στην δήλωση του συμφωνώντας να του καταβάλει το αξιούμενο ποσό, χωρίς να υπάρξει κάποια βάση υπολογισμού του και στις 31/05/1997 του υπέγραψε έγγραφο με το οποίο αναγνώρισε ότι του όφειλε το ποσό με χρονικό ορίζοντα καταβολής τους 6 μήνες, παραλείποντας όμως να το καταβάλει.

 

Προς τον σκοπό υποστήριξης της απαίτησης του κατάθεσε ως τεκμήριο 1 αντίγραφο του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στα πλαίσια της Διαχείρισης αρ. 130/13 αναφορικά με τον αποβιώσαντα, ως τεκμήριο 2 έγγραφο ημερ. 31/05/1997 που φέρει τον τίτλο «Συμφωνία», το οποίο συντάχθηκε ιδιοχείρως από τον ίδιο και φέρεται να φέρει την υπογραφή του αποβιώσαντος και δύο μαρτύρων, όπως επίσης και ως τεκμήριο 3 αντίγραφο του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 18/07/1997 μεταξύ του αποβιώσαντα και του κ. Φλώρου Χαραλάμπους εκ Λονδίνου αναφορικά με την πώληση του τεμαχίου αρ. [ ], Φ/Σχ. ΧΧΙΧ 40WI, στον Άγιο Ιωάννη, Επαρχία Λευκωσίας για ποσό Λ.Κ. 77.000-. Περαιτέρω, ο Ενάγων κατέθεσε ως τεκμήρια 4, 5, 6 και 7, αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας αναφορικά με το πωλούμενο τεμάχιο, τοπογραφικό σχέδιο του πωλούμενου τεμαχίου, έντυπο τύπος Ν. 313 μεταβιβάσεων και μεταβολών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 15/04/1998, καθώς έντυπο ειδοποίησης επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών σε σχέση με το πωλούμενο τεμάχιο ημερ. 28/05/1998, αντίστοιχα.  

 

Στην συνέχεια της κυρίως του εξέτασης ο Ενάγων απαντώντας σε ερώτηση για τον λόγο που το τεκμήριο 2 φέρει ημερ. 31/05/1997 και το τεκμήριο 3 φέρει ημερ. 18/07/1997 εξήγησε ότι οι πρώτες επαφές μεταξύ του αποβιώσαντα και του αγοραστή του τεμαχίου έγιναν από τον Φεβρουάριο του 1993, οπόταν και δόθηκε προκαταβολή, οι δύο πλευρές έδωσαν τα «χέρια» και μετά συζητήθηκε η κατάρτιση του πωλητηρίου, το οποίο έγινε στο γραφείο Σταύρος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες και ακολούθως ο ίδιος πήγε στον Φόρο. Όπως υποστήριξε το κτήμα «έκλεισε» εκ των προτέρων και το έγγραφο που του υπέγραψε για τις Λ.Κ. 8.000- αφορούσε στις υπηρεσίες του από το 1993. Εξηγώντας περαιτέρω, ανέφερε ότι το 1993 ο αποβιώσας του ανέθεσε να του κάνει τις φορολογικές δηλώσεις και άλλες εργασίες στο περβόλι μέχρι και το 1996 και είχαν στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. Όπως είπε, κάποια στιγμή ο ίδιος ήθελε να αγοράσει το διπλανό χωράφι από τρίτο πρόσωπο και ο αποβιώσας του είπε ότι ήθελε να το αγοράσει ο ίδιος και συμφώνησαν να διευθετήσουν το θέμα, ενώ στη συνέχεια ο αποβιώσας του ανέφερε ότι ήθελε να πουλήσει το δικό του, οπόταν ο ίδιος τον έφερε σε επαφή με τον Αγγλοκύπριο που ενδιαφερόταν να κτίσει σπίτι, με τον οποίο έγινε η συμφωνία και ο ίδιος «έτρεχε» όλες τις δουλειές που του ανέθετε, όπως τις παράθεσε στη γραπτή του δήλωση. Μετέπειτα, όπως υποστήριξε, προέκυψε πρόβλημα χρημάτων με τον αγοραστή και συμφωνήθηκε όπως ο αποβιώσας λαμβάνει από αυτόν 4 χιλιάδες μηνιαίως.

 

Στα πλαίσια της αντεξέτασης του ο Ενάγων απάντησε τα εξής:

 

·         Ότι τα χρήματα θα του τα κατέβαλε ο αποβιώσας όταν θα γινόταν η μεταβίβαση και για αυτό τέθηκε ο όρος του 6μήνου στο τεκμήριο 2.

·         Ότι ο λόγος που είχε αντίγραφο του αγοραπωλητηρίου και του τίτλου ιδιοκτησίας ήταν επειδή δούλευε στο γραφείο του Σταύρου Παπαδόπουλου και πήγε στο Φόρο για να καταθέσει τα έντυπα, όχι επειδή συμφώνησε να του δοθεί προμήθεια.

·         Ότι το 1993 εργαζόταν στην εταιρεία Δανός και Συνεργάτες ως Διευθυντής πωλήσεων και αργότερα στην εταιρεία Σταύρος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες , αλλά η σχέση του με τον αποβιώσαντα ήταν ξεχωριστή και φιλική.

·         Στην ερώτηση γιατί ενώ ανέφερε ότι οι πρώτες επαφές με την προκαταβολή έγιναν τον Φεβρουάριο του 1993 το τεκμήριο 3 υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1997, ανέφερε ότι αυτό έγινε επειδή δεν πλήρωνε το αντίτιμο ο αγοραστής και συμφωνήθηκε να τον πληρώνει 4 χιλιάδες τον μήνα. Μετά ανέφερε ότι από το 1993 μέχρι το 1997 γίνονταν συνομιλίες και ο αγοραστής επειδή ήθελε να κτίσει σπίτι και το τεμάχιο ήταν γεωργικό με αναδασμό έκανε κάποιες εργασίες με τους αρχιτέκτονες του και για αυτό τον λόγο προκλήθηκε η καθυστέρηση.

·         Ότι οι υπηρεσίες αφορούσαν από το 1993 και το 1997 έγινε η συμφωνία για τις Λ.Κ. 8.000-.

·         Ότι δεν έκανε ξεχωριστή κοστολόγηση για κάθε εργασία, απλά είπε στον αποβιώσαντα ότι αυτά είναι τα χρήματα που του ζητούσε και αυτός του δήλωσε ότι ήταν ευχαριστημένος και προχώρησαν.

·         Ότι η αναφορά σε «χρέος» στο τεκμήριο 2 αφορούσε τις υπηρεσίες που παρείχε στον αποβιώσαντα.

·         Για τις έρευνες στο Κτηματολόγιο ανέφερε ότι αυτές αφορούσαν σε τυχόν εμπράγματα βάρη και τις έκανε και για τους δύο πελάτες όπως χαρακτηριστικά είπε.

·         Για επαφές με δικηγόρους ανέφερε ότι είχε επαφές με τους δικηγόρους του υποδεικνύοντας την συνήγορό του και με τους δικηγόρους του κ. Δανού και αυτές τις πλήρωνε ο αποβιώσας στον ίδιο, υποστηρίζοντας ότι ο αποβιώσας του είπε να ολοκληρώσει την πώληση, όλες τις εργασίες και θα του έδινε αμοιβή Λ.Κ. 8.000-.

·         Για τις επαφές με τον Φόρο εξήγησε ότι επειδή ο αποβιώσας ήταν γεωργός δικαιούτο σε ελαφρύνσεις φόρων, αφού αποδείξει ότι τα προϊόντα που παράγει και τα υλικά που αγοράζει είναι για γεωργικούς σκοπούς.

·         Για ετοιμασία επιστολών εξήγησε ότι αφορούσαν σε αυτές που απέστειλαν στον αγοραστή, αλλά δεν τις είχε μαζί του.

·         Για τις διαδικασίες στο Κτηματολόγιο εξήγησε ότι έπρεπε να γίνει προεργασία στο κοινοτικό συμβούλιο, στο τμήμα υδάτων και στο αποχετευτικό.

·         Για συναντήσεις με όλους τους αρμόδιους φορείς εννοούσε το κτηματολόγιο και την χωρομετρία, εξηγώντας ότι η Χωρομετρία αφορούσε στο κατά πόσο υπάρχει μονοπάτι, εγγεγραμμένος δρόμος και τη σωστή τοποθέτηση του κτήματος.  

·         Για συναντήσεις, συζητήσεις και διαπραγματεύσεις εννοούσε αυτές που έγιναν με τον πωλητή και τον αγοραστή, οι οποίες έγιναν πάρα πολλές στο περβόλι όταν συναντιόταν με τον αποβιώσαντα.

·         Στην υπόδειξη ότι αυτά αποτελούσαν κτηματομεσιτική πράξη απάντησε ότι την περίοδο εκείνη εργαζόταν στον Σταύρο Παπαδόπουλο, κτηματομεσιτικό γραφείο, ως Διευθυντής πωλήσεων και στην εταιρεία Δανός, αλλά με τον μακαρίτη είχε άλλη σχέση. Σε ερώτηση αν αυτό που ανέφερε στην παράγραφο 6 του Εγγράφου Α’ ότι του ζητήθηκε να βρει αγοραστή και ότι τους έφερε σε επαφή και συμφώνησαν, δεν είναι κτηματομεσιτική πράξη, απάντησε «όπως θέλετε μπορείτε να το πάρετε».

·         Ότι το 1997 δεν ήταν δικηγόρος, ότι ήταν υπεύθυνος πωλήσεων με κοινωνικές ασφαλίσεις στο κτηματομεσιτικό γραφείο Δανός και Συνεργάτες και Παπαδόπουλος και Συνεργάτες μέχρι το 2004 και οι εργοδότες του ήταν εγγεγραμμένοι κτηματομεσίτες. Ότι δεν κίνησε αγωγή για προμήθεια, αλλά για τις υπηρεσίες του.

·         Συμφώνησε στην υπόδειξη ότι οι «δικολάβοι» που υπάρχουν στα Κτηματολόγια για να κάνουν την εργασία που είπε ότι έκανε χρεώνουν περίπου €100- με €150-.

·         Ότι  η πράξη δεν προχώρησε γιατί ο αποβιώσας έκανε διαδικασία και απέσυρε το πωλητήριο από το Κτηματολόγιο και πώλησε ξανά το τεμάχιο.

·         Ότι οι υπηρεσίες που παρείχε στον αποβιώσαντα αφορούσαν το τεμάχιο του που πωλήθηκε και η αναφορά στο Έγγραφο Α’ για υπηρεσίες περιουσίας που ο αποβιώσας απέκτησε είναι τυπογραφικό λάθος.

·         Όταν πέρασαν οι 6 μήνες από τον Μάιο του 1997 και δεν πληρώθηκε έκανε συνεχείς επαφές μαζί με τον αποβιώσαντα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή.

·         Στην ερώτηση γιατί πέρασαν 18 χρόνια για να κινήσει αγωγή ανέφερε ότι πήγαινε ο επιδότης στο περιβόλι για να του την επιδώσει και δεν τον εύρισκε.

·         Ότι μετά από ενάμιση με δύο χρόνια από την συμφωνία ο αποβιώσας έφυγε από την Κύπρο και πήγε στην Κεφαλλονιά και δεν τον εύρισκε κανείς και στην συνέχεια έμαθε από τον γιό του ότι απεβίωσε και απευθύνθηκε στους δικηγόρους του για να επιδώσουν στους κληρονόμους.

·         Ότι δεν θυμόταν ακριβώς πότε έφυγε από την Κύπρο, ότι το κτήμα ήταν κλειστό, ότι μιλούσε με τους κληρονόμους του και ότι πριν μάθει ότι πέθανε ανέμενε να τον εντοπίσει.

 

Επανεξεταζόμενος σε σχέση με το πότε έφερε σε επαφή τον αγοραστή με τον αποβιώσαντα διευκρίνισε ότι το 1993 συναντήθηκε με τον αποβιώσαντα για την υπόθεση αγοράς του κτήματος και μετά ξεκίνησαν οι συζητήσεις.     

 

Κρίσιμο ζήτημα σε αστικής φύσεως υποθέσεις είναι η ορθή αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, ώστε να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, με τελική κατάληξη στο κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η αναφορά της απόφασης στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858 είναι διαφωτιστική αναφορικά με το ζήτημα αυτό:

 

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

Το έργο της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι πολυσύνθετο και αποτελεί το σημαντικότερο καθήκον του Δικαστηρίου (C. & A. Pelekanos Associates  Ltd (1999) 1 (B) A.A.Δ. σελ. 1273).

 

Περαιτέρω, σημαντικό είναι να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται μέσα στα στενά πλαίσια της δικογράφησης των προβαλλόμενων ισχυρισμών όπως αποτυπώνονται στην όποια προσκομισθείσα μαρτυρία (Cheeseline  Ltd  v  Ανθούλης Θωμά  &  Υιοί Λτδ ECLI:CY:AD:2014:A319, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Ως αυτού, η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της συνοχής της που αυτή καταδεικνύει σε σχέση με την δικογραφηθείσα εκδοχή της κάθε πλευράς (βλ. Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676).

 

H σημαντικότητα της αντεξέτασης έγκειται στην νομική αρχή που καθορίζει ότι όπου ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες τμήμα της μαρτυρίας του, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε (βλ. Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαϊδη (2006) 1Β 1057). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Σκάρος v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 291:

 

«Η παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίνεται μπορεί να γίνει αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και να οδηγήσει στην εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων χωρίς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς.  Αντίθετα το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

Ενόψει του γεγονότος ότι η πλευρά των Εναγομένων επέλεξε να μην προσκομίσει την οποιαδήποτε μαρτυρία προς υποστήριξη των όσων δικογράφουν στις Υπερασπίσεις τους, το Δικαστήριο θα περιοριστεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, ενόψει του βάρους απόδειξης που αυτός φέρει, τόσο αναφορικά με το τι αυτός παράθεσε στο Έγγραφο Α’ και κατέθεσε ως τεκμήρια σε συνδυασμό με ευρήματα ως προς το κατά πόσο οι θέσεις του κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση. Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί, δεν υπάρχει κανόνας ότι ανεξάρτητα από το πόσο αναξιόπιστη φαίνεται να είναι μια μαρτυρία το Δικαστήριο οφείλει να τη δεχθεί εφόσον η άλλη πλευρά δεν προσκομίσει μαρτυρία πάνω στα σημεία που κάλυψε (βλ. Παναγιώτης Χαραλάμπους Μουζέ ν. Λουρέντζου Λαμπρή (1994) 1. Α.Α.Δ. 216).

 

Όπως παρατίθεται χαρακτηριστικά στο σύγγραμμα των κ.κ. Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2014, σελ. 198, αν ο Ενάγων αποτύχει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το Δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ασχέτως αν ο Εναγόμενος δεν έχει καταχωρήσει εμφάνιση ή λαμβάνοντας μέρος στη διαδικασία, επιλέγει να μην προσφέρει μαρτυρία. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Μιχάλη Ματσούκα και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 1377:

 

«Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε μια και μόνο εκδοχή, οπότε και η αξιολόγηση της μαρτυρίας και το έργο του ήταν πολύ πιο δύσκολο και πιο λεπτό από το σύνηθες. Σε μια τέτοια περίπτωση, σκοπός αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας είναι να μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως δεδομένα να εξεταστεί στη συνέχεια αν αυτός που έχει το βάρος απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται:

 

«Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.» (Wynne v. Mavronicolas κ.ά. (2009) 1 A.A.Δ. 1138).».

 

Προχωρώ στην συνέχεια στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα έχοντας κατά νου ότι στις περιπτώσεις που η αξίωση εγείρεται εναντίον προσώπου που απεβίωσε όπως η παρούσα, η μαρτυρία θα πρέπει να αξιολογείται διεξοδικώς, καθότι ελλείπει εκ των πραγμάτων η δυνατότητα παρουσίασης της μαρτυρίας του αποβιώσαντος κατ’ ισχυρισμό οφειλέτη (βλ. Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, ανωτέρω, σελ. 524).

 

Ο Ενάγων δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του εμπεριείχε ανακρίβειες και αντιφάσεις ειδικότερα ενόψει τόσο των δικογραφημένων του θέσεων, των περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών που παράθεσε στις 19/12/2016, αλλά και της γραπτής του δήλωσης Εγγράφου Α’ σε συσχετισμό με τα όσα ανέφερε και παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του. Αυτό που πρόβαλε με υπεραπλουστευμένο τρόπο υποκείμενος σε έντονη αντεξέταση είναι ότι ο αποβιώσας του είπε ότι είναι ευχαριστημένος με τα όσα του ζήτησε για διευθετήσει την πώληση του τεμαχίου του και του είπε να προχωρήσει και ότι θα έπαιρνε το ποσό των Λ.Κ. 8.000- με την ολοκλήρωση της συναλλαγής και ότι έκανε σειρά διαπραγματεύσεων για την πώληση του τεμαχίου μεταξύ του αποβιώσαντα και του αγοραστή. Το τεκμήριο 2 και η υπογραφή του αποβιώσαντα δεν αμφισβητήθηκαν, όπως και ούτε οποιοδήποτε άλλο τεκμήριο που κατατέθηκε στην διαδικασία.

 

Ο Ενάγων προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει το Δικαστήριο ότι το ποσό των Λ.Κ. 8.000- αφορούσε σειρά από κτηματολογικές υπηρεσίες έρευνας για εμπράγματα βάρη και επαφές με την χωρομετρία, επαφές και υποβολές εντύπων στο Φόρο, επαφές με δικηγόρους, ότι διευθέτησε την σύνταξη αγοραπωλητηρίου στο κτηματομεσιτικό γραφείο που εργαζόταν ως Διευθυντής πωλήσεων προβάλλοντας μάλιστα ότι τα χρήματα για τους δικηγόρους θα του τα πλήρωνε ο αποβιώσας και αυτός θα τα κατέβαλε στους δικηγόρους.

 

Παραδέχθηκε δε ότι συμφώνησε ένα ποσό χωρίς να υπάρχει η οποιαδήποτε βάση χρέωσης ή παροχή λεπτομερειών και καταμερισμού χρέωσης, τι χρεώθηκε, από ποιον και πόσα, ενώ σε υποβολές ότι αυτό αποτελούσε προμήθεια κτηματομεσίτη χωρίς να είναι αδειούχος, αυτός απαντούσε αρνούμενος κάτι τέτοιο ότι διεκδικεί την αμοιβή για τις υπηρεσίες του, ότι οι εργοδότες του ήταν κτηματομεσίτες, αλλά αυτός είχε ξεχωριστή και φιλική σχέση με τον αποβιώσαντα, απαντώντας χαρακτηριστικά εν τέλει για το ζήτημα της προμήθειας «όπως θέλεις πάρε το».  

 

Ουσιώδεις ασάφειες και αντιφάσεις εντοπίζονται στην μαρτυρία του Ενάγοντα και σε σχέση με το πότε οι υπηρεσίες που επικαλείται προσφέρθηκαν. Συγκεκριμένα στις παρασχεθείσες λεπτομέρειες αναφέρει ότι οι υπηρεσίες προσφέρθηκαν από τις αρχές του 1997 μέχρι τον Ιούλιο του 1997, ενώ αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε ότι αυτό το ποσό αφορά και σε υπηρεσίες από το 1993, όταν και ο αποβιώσας του ζήτησε να τον βοηθήσει να πωλήσει το τεμάχιο και αυτός τον έφερε σε επαφή με τον αγοραστή, Κύπριο κάτοικο Λονδίνου. Επίσης ενώ στις παρασχεθείσες περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες αναφέρεται ότι ο αποβιώσας συμφώνησε στο ποσό του τεκμηρίου 2 αναγνωρίζοντας τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, δεν επεξήγησε ξεκάθαρα γιατί το ποσό αυτό ήταν καταβλητέο εντός 6 μηνών και με την πρόοδο των εργασιών, αλλά ούτε και γιατί αυτές παρασχέθηκαν μέχρι τον Ιούλιο του 1997 και για τις παρασχεθείσες αυτές υπηρεσίες το τεκμήριο 2 φέρει ημερομηνία 31/05/1997. Ούτε γιατί τα τεκμήρια 5 και 6, ήτοι τα έντυπα του Κτηματολογίου και του Φόρου φέρουν ημερομηνίες στον μήνα Απρίλιο του 1998. Αντίφαση εντοπίζεται μεταξύ των παρασχεθεισών λεπτομερειών και μαρτυρίας του Ενάγοντα κατά την αντεξέταση σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών για την απόκτηση ακίνητης περιουσίας από τον αποβιώσαντα, κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε αποδίδοντας τα όσα περί τούτου δόθηκαν ως λεπτομέρειες σε τυπογραφικό λάθος.

 

Αναξιόπιστος κρίνεται ο Ενάγοντας σε σχέση με τα όσα ανάφερε για την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αγωγής υποστηρίζοντας απλά ότι δεν μπορούσε να ανεύρει τον αποβιώσαντα για να του επιδώσει, παρά το ότι είχε επαφή με τον γιό του, όπως δήλωσε, ο οποίος του ανέφερε ότι ο αποβιώσας είχε φύγει στο εξωτερικό. Μάλιστα, ο Ενάγων φαίνεται να ήταν καλά πληροφορημένος για την τύχη της αγοραπωλησίας του τεμαχίου, αφού γνώριζε τις ενέργειες του αποβιώσαντα με τις οποίες απέσυρε το πωλητήριο έγγραφο και πώλησε ξανά το τεμάχιο για συγκεκριμένο ποσό, το οποίο ανέφερε στην μαρτυρία του. Ανέφερε αντεξεταζόμενος ότι μετά που πέρασε το χρονικό διάστημα που παρατίθεται στο τεκμήριο 2, έκανε επαφές με τον αποβιώσαντα Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, μέχρι που πέρασε 1,5 χρόνος και αυτός έφυγε για το εξωτερικό. Δεν εξήγησε με ειλικρίνεια γιατί δεν κινήθηκε νωρίτερα εναντίον του.        

 

Εκείνο που διαπιστώνει το Δικαστήριο από το σύνολο της αξιολογηθείσας μαρτυρίας του Ενάγοντα είναι ότι ο αποβιώσας του ανέθεσε να του πωλήσει το τεμάχιο του αρ. [ ], Φ/Σχ. ΧΧΙΧ 40WI, στον Άγιο Ιωάννη, Επαρχία Λευκωσίας περί το έτος 1993. Ο Ενάγων τον έφερε σε επαφή με αγοραστή, με τον οποίο συνομολόγησε το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ. 18/07/1997 τεκμήριο 3 και προέβηκε σε διαδικασίες για την υλοποίηση της μεταβίβασης σχετικά με την καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών, όσο και στο Κτηματολόγιο, ενέργειες που προκύπτει ότι έλαβαν χώρα στον μήνα Απρίλιο του 1998. Ο αποβιώσας υπέγραψε το τεκμήριο 2 που φέρει ημερομηνία 31/05/1997, το οποίο τιτλοφορείται «Συμφωνία» και με το οποίο ο αποβιώσας δηλώνει ότι οφείλει να πληρώσει στον Ενάγοντα το ποσό των Λ.Κ. 8.000- για χρέος εντός 6 μηνών ή νωρίτερα αναλόγως της προόδου εργασίας. Το ποσό αυτό αφορούσε συμφωνηθείσα αμοιβή του Ενάγοντα για την εξεύρεση αγοραστή, διαπραγμάτευση και ενεργειών υλοποίησης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 18/07/1997. Το ποσό αυτό δεν καταβλήθηκε από τον αποβιώσαντα στον Ενάγοντα.  

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο του τεκμηρίου 2, το οποίο και δεν αμφισβητήθηκε ότι υπέγραψε ο αποβιώσας διαπιστώνω ότι αποτελεί έγγραφο αναγνώρισης χρέους. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αναγνώριση χρέους ούτε αναγνωρίζεται ούτε συνιστά αυτοτελή βάση αγωγής και το οποιοδήποτε έγγραφο που περιέχει δήλωση η οποία συνιστά αναγνώριση χρέους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά τη δίκη για την απόδειξη κάποιας αιτίας αγωγής. Το ίδιο όμως το έγγραφο δεν συνιστά βάση αγωγής (βλ. Χρυστάλλα Ιγνατίου ν. Νικόλα Λεμονάρη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1562 και D & G Products Ltd v. Πάμπου άλλως Χαράλαμπου Αναστασίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1400). Στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφείται η βάση αγωγής για ποσό Λ.Κ. 8.000- της συμφωνηθείσας και/ή εύλογης αμοιβής για παρασχεθείσες υπηρεσίες στον αποβιώσαντα, κάτι που σε συνάρτηση με τις παρασχεθείσες περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες προωθούν την απαίτηση του Ενάγοντα εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος.

 

Όμως, σε σχέση με την προώθηση της αξίωσης του Ενάγοντα εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος στη βάση της συμφωνηθείσας και/ή εύλογης αμοιβής δια προσφερθείσες και παρασχεθείσες υπηρεσίες στον αποβιώσαντα στην περίπτωση που αυτές διεκδικούνται στην βάση της συμφωνηθείσας αμοιβής, όπως προωθήθηκαν κατά την δικάσιμο θα έπρεπε ρητά να αναφέρονταν οι βασικοί όροι αυτής, ο χρόνος και τόπος της σύναψης της συμφωνίας όπως επιτάσσουν οι Δ.19 θ.θ. 18, 19 και 22. Σχετικά είναι και τα αναφερόμενα στο Annual Practice 1970, σελ. 246-247, παρ. 18/7/8-18/7/9, στα σχόλια του O.18 r.7 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών και Odgers' Principles of Pleading and Practice, 21η έκδ. σελ. 161-163 (βλ. Λεωνίδου Πανίκος Α. και άλλη ν. Δρ. Θρασύβουλου Σπυριδάκη (2012) 1 ΑΑΔ 1694).

 

Παρά την πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου, προχώρησα ήδη και αξιολόγησα την σχετική μαρτυρία. Αυτό που καταδεικνύεται από το όλο πλέγμα των σχέσεων μεταξύ του Ενάγοντα και του αποβιώσαντα είναι ότι αυτός συμφώνησε να του καταβάλει το ποσό των Λ.Κ. 8.000- για να την πώληση του τεμαχίου του. Στις Υπερασπίσεις των Εναγομένων προβάλλεται ο ισχυρισμός περί παρανομίας ένεκα της παροχής κτηματομεσιτικών υπηρεσιών άνευ κατοχής αδείας, προς ικανοποίηση και των επιταγών της Δ.19 θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Αρκαδίου Πολυξένη, δια του πληρεξούσιου Αντπροσώπου αυτής Σάββα Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 2035). Αυτό που γίνεται φανερό εκ της μαρτυρίας που έχει προσκομιστεί, ο Ενάγων δεν απέδειξε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν αδειούχος κτηματομεσίτης, εξ’ άλλου δεν προωθεί την απαίτηση του εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος ως αμοιβή για κτηματομεσιτικές υπηρεσίες.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 9(β) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 (66/1987) που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ουδείς «δικαιούται εις είσπραξιν οιασδήποτε αμοιβής αναφορικώς προς υπηρεσίας παρασχεθείσας αι οποίαι έχουν αμέσως ή εμμέσως σχέσιν με την εργασίαν του κτηματομεσίτου ει μη μόνον εάν είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και δεν του επεβλήθη η δυνάμει του άρθρου 12 ποινή της διαγραφής εκ του Μητρώου ή της αναστολής της αδείας ασκήσεως επαγγέλματος.».

Σύμφωνα με τους ακόλουθους ερμηνευτικούς ορισμούς που συμπεριλαμβάνονται στο άρθρο 2 του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 (66/1987) ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο:

«“κτηματομεσίτης” σημαίνει πρόσωπον έχον ως κυρίαν απασχόλησιν την έναντι αμοιβής μεσολάβησιν διά κτηματικήν συναλλαγήν περιλαμβάνει δε εταιρείαν περιωρισμένης ευθύνης η οποία έχει ως αποκλειστικόν σκοπόν την διεξαγωγήν κτηματικών συναλλαγών, νοουμένου ότι ο Διευθυντής αυτής είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης˙».

 

«“κτηματική συναλλαγή” σημαίνει πάσαν συναλλαγήν διά την σύναψιν συμφωνίας προς πώλησιν, αγοράν, ανταλλαγήν ή μίσθωσιν ακινήτου, περιλαμβανομένης της παραχωρήσεως ακινήτου επί αντιπαροχή˙».

 

Εξετάζοντας τα όσα διαπιστώνονται στα ευρήματά του Δικαστηρίου σε σχέση με τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε ο Ενάγων και συμφώνησε με τον αποβιώσαντα να του καταβληθεί το ποσό των Λ.Κ. 8.000- είναι φανερό ότι το ποσό αυτό δεν αφορούσε μόνο σε όποιες διεργασίες στο Κτηματολόγιο και στον Φόρο, συζητήσεις, επαφές και επιστολές, όπως ήθελε να παρουσιάσει ο Ενάγων, αλλά συγκεκαλυμένα σε μεσολάβηση και εξεύρεση αγοραστή για το τεμάχιο του αποβιώσαντος έναντι αμοιβής, κάτι που την θέτει εντός του πεδίου της έννοιας της κτηματικής συναλλαγής και εντός της απαγόρευσης του άρθρου 9(β) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 (66/1987). Δεν μπορώ να αντιληφθώ εκ της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής πώς οι όποιες τέτοιες κτηματολογικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες φορολογικής διεκπεραίωσης και τα συναφή κοστίζουν το έτος 1997, κατόπιν συμφωνίας βέβαια, το ποσό των Λ.Κ. 8.000- για μια συναλλαγή η αξία της οποία ανέρχεται στο ποσό των Λ.Κ. 77.000-, όπως καταγράφεται στο τεκμήριο 3. Ούτε και με έπεισε ο Ενάγων με τα όσα παράθεσε και κατάθεσε ως τεκμήρια για κάτι τέτοιο.

 

Επίσης σημειώνω ότι εκ της πρόνοιας του άρθρου 7 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9 προκύπτει ότι η οποιαδήποτε αξίωση επί κληρονομιάς με ισχυρισμό χρέους δεν γίνεται δεκτή χωρίς ενισχυμένη μαρτυρία του προσώπου που αξιώνει εκτός αν φαίνονται ή αποδεικνύονται περιστατικά που την καθιστούν εκ των προτέρων πιθανή ή μεταθέτουν το βάρος απόδειξης στους αντιπρόσωπους του αποθανόντος (βλ. Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, ανωτέρω, σελ. 523). Στην προκείμενη περίπτωση κρίνω ότι αν ήθελε να αποδείξει τις αξιώσεις του ο Ενάγων, όπως τις προωθεί, θα έπρεπε να προσκομίσει τέτοια μαρτυρία, αφού τα όσα παρατέθηκαν δεν καθιστούσαν την απαίτηση του εκ των προτέρων πιθανή.

 

Κάθε συμφωνία της οποίας είτε ο σκοπός, είτε η αντιπαροχή απαγορεύεται από το νόμο ή καταστρατηγεί τις διατάξεις ενός ή περισσοτέρων νόμων, θεωρείται παράνομη και συναλλαγή η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή καταστρατηγεί τους σκοπούς του, είναι εξ υπαρχής άκυρη (βλ. άρθρο 23 & 24 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και τα όσα λέχθηκαν στις Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1(B) Α.Α.Δ. 968, Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444 και στην Joseph El Adam κ.α. ν. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968). Στην προκείμενη περίπτωση, η παρανομία εστιάζεται στην αντιπαροχή υπό την έννοια ότι η απαγόρευση είσπραξης προμήθειας για κτηματική συναλλαγή από πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης όπως κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Ενάγων μολύνει την σύμβαση.  

 

Επισημαίνεται ότι στην υπόθεση Πισιάρας κ.ά. v. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 817 είχε απασχολήσει το δικαστήριο το άρθρο 10(1)(γ) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου 41/62 σύμφωνα με το οποίο ουδείς δικαιούται σε είσπραξη αμοιβής σε σχέση με παρασχεθείσες υπηρεσίες Αρχιτέκτονα ή Πολιτικού Μηχανικού, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος δυνάμει των διατάξεων του. Το Εφετείο συμφωνώντας με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10 του Νόμου εκείνου, απολήγει σε παράνομη συμφωνία, η οποία ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται (βλ. σχετικά και την υπόθεση Κοροπούλλη & Δημητρίου ν. Αβραάμ 1 C.L.R. 78).

 

Τα όσα παρατέθηκαν και έγιναν αντικείμενο ευρημάτων αφορούσαν και σε άλλες υπηρεσίες που δεν έχω όμως την οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία ή διαχωρισμό κοστολόγησης των σχετικών αυτών υπηρεσιών ή τις ειδικότερες λεπτομέρειες τους, ώστε να αποδοθεί οποιαδήποτε θεραπεία.  

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του Ενάγοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(υπ.)……………………………………

                                                                                            Χ-Μ Καραπατάκης

                                                                                            Επαρχιακός Δικαστής

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο