ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2941/15

Μεταξύ:

Μαρίνα Κυριάκου

Ενάγουσα

-και-

Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ

Εναγόμενης

-και-

Άννα Μαρία Κυριάκου

Τριτοδιάδικος

 

--------------------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 24/05/2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κα Α. Κοζάκου για κ.κ. Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε

Για Εναγόμενη: κ. Χατζηιωάννου για κ.κ. Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σια

Για Τριτοδιάδικο: κα Α. Κοζάκου για κ.κ. Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης υπό την ιδιότητά της ως ασφαλιστικής εταιρείας που κατά τον ουσιώδη χρόνο παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο όχημα υπ’ αριθμό εγγραφής [ ] τη ζημιά που προκάλεσε στο όχημα της υπ’ αριθμό εγγραφής [ ] την οποία αποδίδει στην αμέλεια και παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του οδηγού και ιδιοκτήτη του Χ.Σ. To επίδικο τροχαίο ατύχημα επισυνέβηκε στις 16/04/2015 και ώρα 11:25 στην Λεωφόρο Μαχαιρά στον δρόμο Δευτεράς-Ψημολόφου όταν το όχημα του [ ] εισήλθε από πάροδο. Με τις δικογραφημένες λεπτομέρειες κυρίως υποστηρίζει ότι το όχημα [ ] εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο παραλείποντας να σταματήσει στο ΑΛΤ και χωρίς να ελέγξει την κυκλοφορία αποκόπτοντας την ελεύθερη κυκλοφορία του οχήματος [ ] της Ενάγουσας, το οποίο οδηγούσε η κόρη της Άννα-Μαρία Κυριάκου («ΑΜΚ»).

Με την Υπεράσπιση της Εναγόμενης πλην της παραδοχής ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο παρείχε στο όχημα [ ] ασφαλιστική κάλυψη και του γεγονότος του επίδικου ατυχήματος, γίνεται άρνηση των λεπτομερειών αμέλειας και παράβασης νόμιμων καθηκόντων του ασφαλισμένου της και προβάλλεται η θέση ότι αποκλειστική ευθύνη φέρει η οδηγός του οχήματος της Ενάγουσας ΑΜΚ. Παρατίθενται ως λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης των νόμιμων καθηκόντων της ΑΜΚ ότι οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, ότι δεν προέβη σε ελιγμό αποφυγής της σύγκρουσης, ότι οδηγούσε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, ότι δεν είδε το όχημα [ ] που εισερχόταν νόμιμα από ΑΛΤ με κατεύθυνση προς τα αριστερά με αποτέλεσμα στην προσπάθεια της να προσπεράσει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, παραβιάζοντας συνεχή άσπρη γραμμή, να αποκόψει την πορεία του [ ] και να επέλθει η σύγκρουση.

 

Εκ του φακέλου του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στις 18/11/2015 εκδόθηκε ειδοποίηση Τριτοδιαδίκου στην ΑΜΚ και κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου η Εναγόμενη και η Τριτοδιάδικος αντάλλαξαν δικόγραφα. Στην Έκθεση Απαίτησης Εναγόμενης εναντίον της Τριτοδιάδικου προβάλλονται οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης στην απαίτηση της Ενάγουσας αναφορικά με την αμέλεια και παράβαση των νόμιμων καθηκόντων της Τριτοδιαδίκου ως η οδηγός του οχήματος της Ενάγουσας. Στην Έκθεση Απαίτησης της Εναγόμενης υποστηρίζεται ότι σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος της οδηγός Χ.Σ. του οχήματος WP073 θεωρηθεί ότι φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την απαίτηση της Ενάγουσας δικαιούται σε κάλυψη ή συνεισφορά από την Τριτοδιάδικο και ότι δικαιούται να αποζημιωθεί από αυτή έναντι ολόκληρης της απαιτήσεως και των εξόδων της Ενάγουσας.

 

Στην Υπεράσπιση της Τριτοδιαδίκου στην ουσία παρατίθενται οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της Ενάγουσας αναφορικά με την ευθύνη και λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης των νόμιμων καθηκόντων του οδηγού του οχήματος [ ] Χ.Σ. ως του αποκλειστικού υπαίτιου για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και ζητείται η απόρριψη των αξιώσεων της Εναγόμενης.

 

Πριν την έναρξη της σύντομης ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκαν οι ειδικές ζημιές της Ενάγουσας στο ποσό των €3.300- πλέον νόμιμο τόκο μειωμένο κατά το ήμισυ από καταχώρησης της αγωγής επί πλήρους ευθύνης. Ως εκ τούτου παρέμεινε προς εκδίκαση και απόφαση το ζήτημα της ευθύνης για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος.

 

Εν τέλει και παρά τις προηγούμενες δηλώσεις των μερών για τον αριθμό των μαρτύρων εκάστης πλευράς μαρτυρία στο Δικαστήριο έδωσε μόνο η ΑΜΚ, η οποία ήταν η οδηγός του οχήματος της Ενάγουσας.

 

Στην γραπτή της δήλωση που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Έγγραφο Α’ η ΑΜΚ δήλωσε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το όχημα [ ] ήταν ιδιοκτησίας της μητέρας της, ήτοι της Ενάγουσας. Όπως υποστηρίζει, την 16/04/2015 περί την 11:25 ενώ οδηγούσε νόμιμα και κανονικά το όχημα [ ] στην Λεωφόρο Μαχαιρά στο δρόμο Δευτεράς-Ψημολόφου σε κάποιο σημείο του δρόμου σε διακεκομμένη και όχι συνεχή γραμμή επιχείρησε να προσπεράσει προπορευόμενο της όχημα, το οποίο κινείτο με χαμηλότερη του ορίου ταχύτητα. Καθόσον χρόνο ευρισκόταν στην διαδικασία προσπέρασης, δήλωσε ότι το όχημα [ ] εξήλθε από την πάροδο δεξιά της πορείας της με κλήση αριστερά χωρίς να σταματήσει στο ΑΛΤ και συγκρούστηκε με το όχημα της. Όπως υποστηρίζει, αν ο οδηγός του οχήματος [ ] σταματούσε ως όφειλε στο ΑΛΤ θα αντιλαμβανόταν την παρουσία της και δεν θα λάμβανε χώρα η σύγκρουση. Σε σχέση με το τι προηγήθηκε των ενεργειών της για να προσπεράσει το προπορευόμενο της όχημα αναφέρει ότι βεβαιώθηκε ότι ο δρόμος απέναντι της ήταν καθαρός σε όση απόσταση είχε ορατότητα και ότι στο ύψος της παρόδου από όπου εξήλθε το όχημα [ ] δεν υπήρχε σταματημένο όχημα στο ΑΛΤ.

 

Όπως εξήγησε, κινούμενη να προσπεράσει και ενόσω βρισκόταν ακόμα στο αντίθετο ρεύμα είδε ξαφνικά το όχημα [ ] να κινείται στην πάροδο με ταχύτητα και να εξέρχεται από το ΑΛΤ χωρίς να σταματήσει και επειδή μπορούσε πλέον να τον δει, την ώρα που εξερχόταν κοιτούσε συνεχώς δεξιά. Ως αποτέλεσμα, εξήγησε ότι δεν πρόλαβε να αντιδράσει, αλλά ούτε είχε χρόνο να τελειώσει την προσπέραση, αφού το όχημα [ ] εξήλθε ξαφνικά και της κτύπησε την δεξιά μπροστινή πλευρά του οχήματος που οδηγούσε. Όπως δήλωσε, ο υπεύθυνος της οδικής βοήθειας ετοίμασε σχεδιάγραμμα της σκηνής του επίδικου ατυχήματος, το οποίο της έχει επεξηγηθεί και με το οποίο συμφωνεί.

 

Κατά την αντεξέταση της υποδείχθηκε το σχεδιαγράφημα της σκηνής που η ίδια ανέφερε στο Έγγραφο Α’ και κατατέθηκε ως τεκμήριο 1. Συμφώνησε με την θέση ότι οδηγούσε επί της λωρίδας κυκλοφορίας από Ψημολόφου προς Δευτερά σε μια μεγάλη ευθεία. Στην υπόδειξη του τεκμηρίου 1 σε σχέση με την γραμμή που παρουσιάζεται στο σχεδιαγράφημα ανέφερε ότι εκεί η γραμμή εμφαίνεται ευθεία (σ.σ. συνεχής), ενώ την ώρα που προσπέρασε ήταν διακεκομμένη. Όπως απάντησε, προσπέρασε το προπορευόμενο όχημα που πήγαινε αργά με 65-70Km. Επέμεινε στην θέση της ότι από εκεί που βγήκε για να προσπεράσει η γραμμή δεν ήταν συνεχής, αλλά διακεκομμένη και ότι είδε απέναντι ότι δεν έρχονταν αυτοκίνητα. Στην ερώτηση αν εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας την ώρα που βρισκόταν κοντά από την πάροδο, απάντησε ότι εισήλθε λίγο πριν. Όπως εξήγησε, προτού εισέλθει στην αντίθετη κατεύθυνση είδε την πάροδο, είδε την αντίθετη κατεύθυνση και ότι δεν είχε αυτοκίνητο. Όπως υπέδειξε, συγκρούστηκε με το όχημα [ ] την ώρα που αυτό εισερχόταν από την πάροδο, ότι είχε μείνει ακόμη λίγο για να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα και ότι ο οδηγός του [ ] βγήκε αριστερά χωρίς να κάνει ΑΛΤ βλέποντας δεξιά και ότι κτύπησαν σχεδόν μετωπικά. Παραδέχθηκε ότι μόλις σχεδόν πέρασε το προπορευόμενο όχημα βρέθηκε έξω από την πάροδο. Υποστήριξε ότι στο ΑΛΤ σταματούμε και βλέπουμε αν έρχονται οχήματα και από τις δύο πλευρές, όπως και η ίδια πράττει και ότι αν ο οδηγός του οχήματος [ ] σταματούσε στο ΑΛΤ θα την έβλεπε και δεν θα συγκρούονταν. Η ίδια επέμεινε ότι ακόμη και αν θα στρίψει αριστερά στο ΑΛΤ κοιτάζει και στις δύο πλευρές για δική της ασφάλεια. Επίσης, επέμεινε ότι είναι ο οδηγός του οχήματος [ ] που της ανέκοψε την πορεία γιατί βγήκε από το ΑΛΤ χωρίς να ελέγξει, αφού κοίταζε μόνο δεξιά. Στην ερώτηση αφού είδε την πάροδο στα δεξιά της από πριν γιατί δεν ανέμενε να την περάσει και μετά να προσπεράσει, απάντησε ότι βγήκε πριν από την πάροδο και υπολόγισε ότι θα προσπερνούσε. Στην ερώτηση αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος να εισέλθουν από την πάροδο οχήματα απάντησε «Εντάξει προσπέρασα εκείνη την στιγμή» και σε επόμενη απάντηση της δήλωσε ότι δεν φανταζόταν ότι κάποιος δεν θα κάνει ΑΛΤ και θα συγκρουστούν. Παραδέχθηκε ότι ήξερε τον κίνδυνο την ώρα που θα προσπερνούσε να εισέλθουν από την πάροδο οχήματα και στην υποβολή ότι ήταν λάθος της να προσπεράσει από εκείνο το σημείο κοντά από την πάροδο απάντησε «Εντάξει».

 

Κατά την επανεξέταση της επιβεβαίωσε την θέση της ότι είχε δει το ΑΛΤ και δεν είχε αυτοκίνητο.  

 

Στην επόμενη δικάσιμο κατατέθηκαν από κοινού αντίγραφο επιστολής ημερ. 20/03/2024 του Τμήματος Οδικών μεταφορών με την οποία βεβαιώνεται ότι το όχημα [ ] ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της Μαρίνας Μιλτιάδους από τις 24/09/2012 μέχρι την μεταβίβαση του σε τρίτο πρόσωπο στις 06/10/2020 (τεκμήριο 2). Περαιτέρω, κατατέθηκε ως τεκμήριο 3 αντίγραφο της ταυτότητας της Ενάγουσας.

 

Κρίσιμο ζήτημα σε αστικής φύσεως υποθέσεις είναι η ορθή αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, ώστε να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, με τελική κατάληξη στο κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η αναφορά της απόφασης στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858 είναι διαφωτιστική αναφορικά με το ζήτημα αυτό:

 

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

Το έργο της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι πολυσύνθετο και αποτελεί το σημαντικότερο καθήκον του Δικαστηρίου (C. & A. Pelekanos Associates  Ltd (1999) 1 (B) A.A.Δ. σελ. 1273).

 

Περαιτέρω, σημαντικό είναι να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται μέσα στα στενά πλαίσια της δικογράφησης των προβαλλόμενων ισχυρισμών όπως αποτυπώνονται στην όποια προσκομισθείσα μαρτυρία (Cheeseline  Ltd  v  Ανθούλης Θωμά  &  Υιοί Λτδ ECLI:CY:AD:2014:A319, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Ως αυτού, η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της συνοχής της που αυτή καταδεικνύει σε σχέση με την δικογραφηθείσα εκδοχή της κάθε πλευράς (βλ. Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676).

 

H σημαντικότητα της αντεξέτασης έγκειται στην νομική αρχή που καθορίζει ότι όπου ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες τμήμα της μαρτυρίας του, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε (βλ. Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαϊδη (2006) 1Β 1057). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Σκάρος v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 291:

 

«Η παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίνεται μπορεί να γίνει αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και να οδηγήσει στην εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων χωρίς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς.  Αντίθετα το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Ενόψει του γεγονότος ότι η πλευρά της Εναγόμενης επέλεξε να μην προσκομίσει την οποιαδήποτε μαρτυρία προς υποστήριξη των όσων δικογράφει στην Υπεράσπιση της, το Δικαστήριο θα περιοριστεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΑΜΚ, ενόψει του βάρους απόδειξης που φέρει η πλευρά της Ενάγουσας, τόσο αναφορικά με τα όσα παράθεσε στο Έγγραφο Α’ και κατέθεσε ως τεκμήρια σε συνδυασμό με ευρήματα ως προς το κατά πόσο οι θέσεις της κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση. Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί, δεν υπάρχει κανόνας ότι ανεξάρτητα από το πόσο αναξιόπιστη φαίνεται να είναι μια μαρτυρία το Δικαστήριο οφείλει να τη δεχθεί εφόσον η άλλη πλευρά δεν προσκομίσει μαρτυρία πάνω στα σημεία που κάλυψε (βλ. Παναγιώτης Χαραλάμπους Μουζέ ν. Λουρέντζου Λαμπρή (1994) 1. Α.Α.Δ. 216).

 

Όπως παρατίθεται χαρακτηριστικά στο σύγγραμμα των κ.κ. Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2014, σελ. 198, αν ο Ενάγων αποτύχει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το Δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ασχέτως αν ο Εναγόμενος δεν έχει καταχωρήσει εμφάνιση ή λαμβάνοντας μέρος στη διαδικασία, επιλέγει να μην προσφέρει μαρτυρία. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Μιχάλη Ματσούκα και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 1377:

 

«Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε μια και μόνο εκδοχή, οπότε και η αξιολόγηση της μαρτυρίας και το έργο του ήταν πολύ πιο δύσκολο και πιο λεπτό από το σύνηθες. Σε μια τέτοια περίπτωση, σκοπός αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας είναι να μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως δεδομένα να εξεταστεί στη συνέχεια αν αυτός που έχει το βάρος απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται:

 

«Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.» (Wynne v. Mavronicolas κ.ά. (2009) 1 A.A.Δ. 1138).».

 

Προχωρώ στην συνέχεια στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΑΜΚ.

 

Η ΑΜΚ υπήρξε ειλικρινής προς το Δικαστήριο σε σχέση με το πως έγινε το επίδικο τροχαίο ατύχημα. Όμως, ενώ ανέφερε στη γραπτή της δήλωση ότι της υποδείχθηκε και συμφώνησε με το σχεδιαγράφημα που ετοίμασε ο λειτουργός της οδικής βοήθειας, ήτοι το τεκμήριο 1, στη συνέχεια διαφώνησε ότι άρχισε την προσπέραση του προπορευόμενου οχήματος όταν η γραμμή ήταν συνεχής λέγοντας ότι διαφωνεί με το σχεδιαγράφημα που υποδεικνύει την έναρξη της προσπέρασης υπό συνεχή γραμμή. Σε αυτό το ζήτημα κρίνω ότι δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Επέμεινε ότι όταν ξεκίνησε την προσπέραση του προπορευόμενου οχήματος η γραμμή ήταν διακεκομμένη θέλοντας να πείσει το Δικαστήριο ότι δεν ευρισκόταν παράνομα στην αντίθετη λωρίδα. Παραδέχθηκε όμως ότι άρχισε την προσπέραση λίγο πριν την πάροδο. Γενικά προσπάθησε να υποβαθμίσει τις δικές της ενέργειες στο επίδικο τροχαίο ατύχημα επιμένοντας ότι στο ΑΛΤ ο οδηγός του οχήματος [ ] έπρεπε να την δει ότι προσπερνούσε προπορευόμενο όχημα και ότι έπρεπε να ελέγξει τόσο δεξιά όσο και αριστερά πριν μπει αριστερά στον κύριο δρόμο γιατί η ίδια έτσι πράττει. Όμως δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι ο οδηγός του οχήματος έλεγξε μόνο εκ δεξιών πριν εισέλθει στον κύριο δρόμο και ότι δεν σταμάτησε στο σημείο του ΑΛΤ της παρόδου. Αυτό εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς της Εναγόμενης παραμένοντας αναντίλεκτο (βλ.  Φοίβος Χατζηελευθερίου v. Πόπης Κανάρη Πολ. Έφεση αρ.  233/2014 ημερ. 27.06.2022). Ούτε και για το ότι όταν ξεκίνησε την προσπέραση του προπορευόμενου της οχήματος έλεγξε τον πάροδο και δεν είχε αυτοκίνητο κρίνω ότι η μάρτυρας δεν ήταν ειλικρινής.

 

Τα όσα παρατίθενται στην γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου της Εναγόμενης σε σχέση με την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας του οχήματος της Ενάγουσας δεν υιοθετούνται από το Δικαστήριο, καθότι εκ του τεκμηρίου 2 βεβαιώνεται η ιδιοκτησία του οχήματος [ ] στο όνομα της Μαρίνας Μιλτιάδους, παρά την μη ύπαρξη επίσημης σφραγίδας, ενώ στην ταυτότητα τεκμήριο 3 αναγράφεται το όνομα Μαρίνα Κυριάκου με επώνυμο πατρός «Μιλτιάδους». Δεν αμφιβάλλω ότι είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, άλλωστε ο συνήγορος της Εναγόμενης δεν επέμεινε στην αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας κατά την δικάσιμο που τα τεκμήρια 2 και 3 κατατέθηκαν από κοινού ως αρχικώς έπραξε κατά την αντεξέταση της ΑΜΚ, παρά μόνο επανήλθε στο ζήτημα αυτό στο στάδιο των αγορεύσεων.

 

Το δε σχεδιαγράφημα της σκηνής του ατυχήματος δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την ΑΜΚ, αλλά ούτε και από την πλευρά της Εναγόμενης. Ως εκ τούτου γίνεται δεκτό για την αλήθεια του περιεχομένου του.

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω προβαίνω στην διατύπωση των κάτωθι ευρημάτων:

 

Στις 16/04/2015 και ώρα 11:25 στην Λεωφόρο Μαχαιρά στον δρόμο Δευτεράς-Ψημολόφου η Τριτοδιάδικος οδηγούσε το όχημα ιδιοκτησίας της Ενάγουσας μητέρας της [ ] με κατεύθυνση προς Δευτερά πίσω από άλλο προπορευόμενο όχημα. Σε κάποια στιγμή και λίγο πριν την πάροδο που υπήρχε εκ δεξιών της κατεύθυνσης της Τριτοδιαδίκου ξεκίνησε την προσπέραση του προπορευόμενου οχήματος εισερχόμενη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας υπό συνεχόμενη άσπρη γραμμή. Όταν ξεκίνησε την προσπέραση αναπτύσσοντας ταχύτητα περίπου 65 με 70Km η πάροδος του δρόμου ήταν ορατή και δεν υπήρχε οποιοδήποτε αυτοκίνητο στο ΑΛΤ. Η Τριτοδιάδικος δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την ενέργεια της προσπέρασης πριν φτάσει στο ύψος της παρόδου. Όταν πλησίασε κοντά στο ύψος της παρόδου το όχημα [ ] που οδηγούσε ο Σ.Χ. εξήλθε της παρόδου χωρίς να σταματήσει στο σημείο του ΑΛΤ ελέγχοντας την κίνηση μόνο από τα δεξιά όπως εξήλθε. Το όχημα [ ] συγκρούστηκε σχεδόν στο ύψος της παρόδου υπό δεξιά κλίση στην δεξιά πλευρά του οχήματος [ ] πριν η Τριτοδιάδικος καταφέρει να ολοκληρώσει την προσπέραση του προπορευόμενου οχήματος και ενόσω ακόμη ευρισκόταν στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας.

 

Η αμέλεια αποτελεί ζήτημα γεγονότων, το οποίο αποφασίζεται με βάση τις συνθήκες και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (βλ. Patsalides v. Yiapani (1969) 1 CLR 84 και Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 CLR 215). Σε αυτές τις περιπτώσεις η ευθύνη αποφασίζεται στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας όπως προσκομίζεται στο Δικαστήριο ανεξάρτητα του αν προσκομιστεί από τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο (βλ. Fabrey and another v. Demetriou (1976) 1 CLR 1).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 51 του κεφαλαίου 148 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, αμέλεια συνίσταται:

 

«(α) στην τέλεση πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις δε θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο ή στην παράλειψη τέλεσης πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε ή

 

(β) στην παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο, που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις, και στην πρόκληση ζημιάς».

 

Στο σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παραγ. 5-22, το ζήτημα του βάρους απόδειξης τίθεται ως πιο κάτω:

 

«In an action for negligence, as in every other action, the burden of proof falls upon the plaintiff alleging it to establish each element of the tort. Hence it is for the plaintiff to give evidence of the facts, on which he bases his claim for damages. His evidence must consist of facts, either proved or admitted, and, after it is concluded, two questions arise, (1) whether, on that evidence, negligence may be reasonably inferred and (2) whether assuming it may be reasonably inferred, negligence is in fact inferred».

 

Όπως έχει χαρακτηριστικά νομολογηθεί στην Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ 420:

 

«Το καθήκον για επιμέλεια γεννάται αφότου η διακίνηση άλλων προσώπων καθιστά εξ αντικειμένου μέριμνα του προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο τη λήψη προφυλακτικών μέτρων για την προστασία της ασφάλειάς τους.

 

Το κριτήριο για τον καθορισμό της αμέλειας είναι καθολικό και απρόσωπο.  Η αμέλεια κρίνεται αντικειμενικά με γνώμονα τις αντιδράσεις ενός συνετού οδηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο.». 

 

Στην Βίκης ν. Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ 345 λέχθηκαν τα κάτωθι χαρακτηριστικά αναφορικά με το μέτρο με το οποίο κρίνονται οι πράξεις όσων χρησιμοποιούν το δημόσιο δρόμο (τονισμός φράσεων δικός μου):

 

«Όπως διαφαίνεται από τις αποφάσεις στις οποίες έχει αναφερθεί ο δικηγόρος του εφεσείοντα και, γενικότερα, από τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της αμέλειας, το μέτρο με το οποίο κρίνονται οι πράξεις προσώπων που χρησιμοποιούν το δημόσιο δρόμο, είναι εκείνο του μέσου συνετού ανθρώπου, και ο προσδιορισμός του καθήκοντος ενός εκάστου ποικίλλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή. Το καθήκον για τη λήψη προφυλακτικών μέτρων μορφοποιείται ενόψει κινδύνου ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη.».

 

Στην  Γεώργιου Μάρκου ν. Παναγιώτη Μιχαήλ,  ECLI:CY:AD:2018:A310, Πολιτική Έφεση αρ. 246/12, απόφαση ημερομηνίας 27.6.2018 συνοψίστηκαν οι αρχές με τις οποίες κρίνονται οι υποθέσεις οδικής αμέλειας ως εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Ως προς το ζήτημα της κατανομής της ευθύνης είναι γνωστό ότι η αμέλεια, νομική έννοια, στην πράξη εξαντλείται στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και εμπειρία.  Η αμέλεια δεν είναι μετρήσιμη με απόλυτους αριθμητικούς υπολογισμούς, αλλά είναι ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.  Όπως έχει λεχθεί, μεταξύ πολλών άλλων αποφάσεων, στην Κωνσταντίνου ν. Κατσιάρδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 1178, ο οδηγός με γνώμονα το αντικειμενικό επίπεδο επιμέλειας έχει υποχρέωση να συμπεριφέρεται κατά τον έλεγχο του οχήματος του όπως αναμένεται από ένα συνετό οδηγό.  Η επιμέλεια και η επίδειξη της δέουσας προσοχής κατά την οδήγηση εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κινδύνου που δημιουργήθηκε.  Και όπως ο οδηγός έχει υποχρέωση να ελέγχει και να οδηγεί κατά συνετό τρόπο το όχημα του, έτσι και ο άλλος οδηγός ή πεζός, κατά περίπτωση, υπέχει συντρέχουσα αμέλεια εάν δεν λαμβάνει μέτρα προς αυτοπροστασία του με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας.  Όπως έχει λεχθεί στη Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28, η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά σε καθήκον αυτοπροστασίας.  Δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να αποσείσει εκ προοιμίου το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας που φέρει ο εναγόμενος

 

Η κατανομή ευθύνης σύμφωνα επίσης με νομολογία, κρίνεται στη βάση της υπαιτιότητας και αιτιώδους συνάφειας των εμπλεκομένων με  αναφορά στο τελικό αποτέλεσμα.  Η συμβολή εκάστου στην πρόκληση της ζημιάς συναρτάται με τη λογική πρόβλεψη των συνεπειών που ενδεχομένως να προκύψουν όταν υπάρχει απόκλιση από το καθήκον επιμέλειας που αναλογεί σε κάθε ένα από τα μέρη.». 

 

Τέλος, τονίζεται ότι σε υποθέσεις αμέλειας, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει αν έχει αποδειχθεί αμέλεια από μέρους του όποιου Εναγόμενου και σε περίπτωση που καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, τότε θα πρέπει να εξετάσει εάν ο Ενάγοντας έχει συντρέχουσα αμέλεια και ακολούθως να καθορίσει τα εκατέρωθεν ποσοστά ευθύνης (βλ. Φοίβος Μαυρίδης v. Rima J. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013). Στον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ δύο οδηγών οι καθοριστικοί παράγοντες είναι η υπαιτιότητα και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των δύο οδηγών, της σύγκρουσης και της ζημιάς που προκλήθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης (βλ. Χαραλάμπους ν. Στυλιανού, (1991) 1 Α.Α.Δ. 284).

 

Ο ενάγοντας πρέπει να καταδείξει τα στοιχεία αμέλειας του Εναγόμενου, καθώς και να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και των ζημιών που έχει υποστεί.  Όπως έχει αποφασιστεί, δεν εναπόκειται στον Εναγόμενο να απαλλάξει τον εαυτό του αποδεικνύοντας ότι το δυστύχημα ήταν είτε αναπόφευκτο ή ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας (βλ. Ράλλης Μακρίδης & Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ 447).  Στην ίδια υπόθεση λέχθηκε ότι δεν αναγκαίο για τον ενάγοντα να αποκλείσει κάθε πιθανή δυνατότητα ότι το δυστύχημα δυνατό να προκλήθηκε χωρίς αμέλεια από την πλευρά του εναγόμενου.

 

Στην υπόθεση Ευστράτιος Δημητρίου ν. Γιαννάκης Ζήνωνος (2006) 1 ΑΑΔ 559 αποφασίστηκε ότι ο Εφεσείων από τη στιγμή που οδηγούσε στην δεξιά πλευρά του δρόμου ενώ υπήρχε στη σκηνή και άλλο αυτοκίνητο, παρέβαινε την αρχή ότι κάθε οδηγός θα πρέπει ν΄ οδηγεί το όχημά του στην άκρα αριστερή πλευρά του δρόμου. Στην ίδια υπόθεση λέχθηκε ότι σημασία έχει αν ο Εφεσείων, υπήρξε αμελής έστω και σε ελάχιστο βαθμό και ότι η αμέλειά του αυτή αποδεικνύεται, υπό τις περιστάσεις, μόνο και μόνο από τη θέση του στο δρόμο και της ύπαρξης συνεχούς άσπρης γραμμής.

 

Προτού προχωρήσω στην διατύπωση της κρίσης του Δικαστηρίου σε σχέση με τα όσα έχουν διατυπωθεί ως ευρήματα υπό τις κείμενες νομικές αρχές θα πρέπει να επισημάνω ότι στην περίπτωση που καταδειχθεί ευθύνη του ασφαλισμένου στην Εναγόμενη να αποζημιώσει την Ενάγουσα, τότε θα προχωρήσω να εξετάσω την αξίωση της Εναγόμενης εναντίον της Τριτοδιάδικου για συνεισφορά, εκδίδοντας στο τέλος απόφαση υπέρ της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης για ολόκληρο το ποσό και ακολούθως υπέρ της Εναγόμενης εναντίον της Τριτοδιάδικου σύμφωνα με το όποιο ποσοστό ευθύνης τυχόν την βαραίνει (βλ. Ακρόπολις Βάσος Ταξί Λτδ ν Γεωργίου Αλεξάνδρου κ.α., Πολ. Έφεση 474/2011, ημερομηνίας 11/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A452, ECLI:CY:AD:2017:A452).

 

Εξετάζοντας την συμπεριφορά του οδηγού του οχήματος WP073 σύμφωνα και με τα ευρήματα του Δικαστηρίου κρίνω ότι υπήρξε αμελής στον τρόπο με τον οποίο πλησίασε στο ΑΛΤ της παρόδου και χωρίς να σταματήσει και να ελέγξει τον κύριο δρόμο εισήλθε σε αυτόν ελέγχοντας μόνο την εκ δεξιών του τροχαία κίνηση. Στην υπόθεση  Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 CLR 811 λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα εξής σε σχέση με το καθήκον του οδηγού που φτάνει σε ΑΛΤ (υπογραμμίσεις δικές μου):

«The third-party, on the other hand, was driving on a side road. The junction with the main road was controlled by a halt- sign. The duty of a driver reaching a halt-sign is to bring the car under his control to a complete stop and not to enter the main road unless he makes sure that it is safe for him so to do. This duty is subject to no limitations or assumptions. The appellant-driver stopped at the halt-line but on noticing that the two cars on the left of the road were at a reasonably long distance from him, he emerged diagonally on the main road.

 

In Harding v. Hinchcliffe, The Times, April 8, 1964, the defendant, waiting in his motor-car to drive out of the minor road and seeing a bus driver signal on the major road indicating an intention to turn left, moved forward and collided with a motor- cyclist who was in the act of overtaking the bus, their respective presences being unknown to the other. It was held that the defendant was negligent in not waiting until he could see that the major road clear and in that he should have anticipated that there might have been a vehicle behind the bus.

 

The collision was due to the negligence of both drivers. There remains to be decided what are their respective shares of the blame for the accident.».

 

Ως εκ τούτου κρίνω ότι αν είχε σταματήσει στο ΑΛΤ θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι η Τριτοδιάδικος προσπερνούσε το προπορευόμενο της όχημα στην λωρίδα κυκλοφορίας που αυτός είχε σκοπό να εισέλθει.

 

Όμως ευθύνη για την πρόκληση της σύγκρουσης των οχημάτων [ ] και [ ] φέρει και η Τριτοδιάδικος, η οποία λόγω της άσπρης συνεχούς γραμμής η οποία απαγόρευε την προσπέραση λίγο πριν την πάροδο, την ύπαρξη της οποίας και δήλωσε ότι είχε προσέξει, όφειλε να μην επιχειρήσει να προσπεράσει το προπορευόμενο της όχημα, αλλά να αναμένει να την περάσει. Μάλιστα, όπως προκύπτει, η Τριτοδιάδικος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την προσπέραση του προπορευόμενου οχήματος ούτε στο ύψος της παρόδου, κάτι που καταδεικνύει την επικινδυνότητα του εγχειρήματος της.

 

Κρίνω ότι ήταν ευλόγως προβλεπτό σε αυτή ανά πάσα στιγμή να εμφανιστεί όχημα στην πάροδο και να επιχειρήσει να εισέλθει στον κύριο δρόμο με στροφή προς τα αριστερά, όπως έπραξε ο οδηγός του οχήματος [ ]. Μάλιστα η ίδια ανέφερε ότι τον είδε να μην επιδεικνύει την δέουσα προσοχή και επιμέλεια για να ελέγξει και από τις δύο κατευθύνσεις και δεν έπραξε οτιδήποτε για να του δώσει έστω την ένδειξη ότι δεν την είχε προσέξει ότι ευρισκόταν στην δεξιά λωρίδα του δρόμου χρησιμοποιώντας την κόρνα του οχήματος της ή έστω να προσπαθήσει να εγκαταλείψει όσο θα της ήταν επιτρεπτό με ασφάλεια το εγχείρημα της ή να χρησιμοποιήσει τα φρένα της. Αφού η ίδια ανέφερε ότι κατάφερε να προσέξει ότι ο οδηγός του οχήματος [ ] δεν την είχε προσέξει όφειλε να προσπαθήσει να τον προειδοποιήσει περί τούτου και δεν το έπραξε.

 

Υπό τις περιστάσεις ενόψει των ευρημάτων του Δικαστηρίου, της υπαιτιότητας του κάθε αδικοπραγήσαντα, των ενεργειών και παραλείψεων τόσο του οδηγού του οχήματος [ ] όσο και της Τριτοδιάδικου επιμερίζοντας υπό ευρεία σκοπιά την ευθύνη με γνώμονα την κοινή λογική και εμπειρία κρίνω ότι η Τριτοδιάδικος θα πρέπει να συνεισφέρει το 40% του ποσού των δηλωμένων επί πλήρους ευθύνης ειδικών ζημιών που θα πρέπει να καταβάλει η Εναγόμενη στην Ενάγουσα.

 

Συνακόλουθα εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €3.300- με νόμιμο τόκο μειωμένο κατά το ήμισυ από καταχώρησης της αγωγής. Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Τριτοδιαδίκου για συνεισφορά της τελευταίας σε ποσοστό 40% επί του επιδικασθέντος ποσού, πλέον τους τόκους ήτοι για το ποσό των €1.320- με τους αναλογούντες τόκους, όπως καθορίζονται στην απόφαση.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης στη διαδικασία της αγωγής, καθώς και έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Τριτοδιαδίκου στη διαδικασία Τριτοδιαδίκου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα των επιδικασθέντων ποσών και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)..................................

                                                                                                Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο