ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 5215/2015

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΔΡΕΑΔΗ,

οδός [ ] αρ. 19 [ ], Αθήνα, Ελλάς

Ενάγοντας

-και-

ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

οδός [ ] 10, διαμ. 001, [ ], Λευκωσία

Εναγόμενη

----------------------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 08/01/2024

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα: κ. Ανδρέας Χρ. Ευτυχίου

Για την Εναγόμενη: κα Ι. Χρίστου για κ.κ. Σκορδής, Παπαπέτρου & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                                          Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή ο Ενάγων αξιώνει από την Εναγόμενη γενικές και/ή επαυξημένες και/ή παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή λίβελλο που εμπεριέχεται σε επιστολή ημερ. 07/01/2014, η οποία, όπως δικογραφείται, η Εναγόμενη συνέταξε και παρέδωσε στον Υπουργό Άμυνας, στον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς και σε άλλους αξιωματικούς, μέλη, όργανα και υπηρέτες του Υπουργείου Άμυνας. Η επίμαχη επιστολή που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Προς

Έντιμο Υπουργό Άμυνας και

Αρχηγό ΓΕΕΦ

Λευκωσία

ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ

Αξιότιμοι Κύριοι,

 

Αναγκάζομαι να επικοινωνήσω μαζί σας με την παρούσα επιστολή μου, ώστε να σας ενημερώσω για ένα πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με τον αξιωματικό Ανδρέα Ανδρεάδη εξ Ελλάδος και ο οποίος υπηρετεί στην Κύπρο στη Διοίκηση Αεροπορίας, ώστε να συμβάλετε στην άμεση και οριστική επίλυση αυτού του προβλήματος με τη δική σας ενεργό παρέμβαση και βοήθεια. Τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

1] Τυγχάνω η ιδιοκτήτρια ενός διαμερίσματος με αρ. θύρας 101, ευρισκομένου επί της οδού [ ] 6-8 Άγιοι Ομολογητές, [ ] Λευκωσία, το οποίο ο κ. Α. Ανδρεάδης ενοικιάζει από εμένα δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 02/11/2012 και αρχόμενης της εν λόγω ενοικιάσεως από 18/11/2012 (Σας επισυνάπτεται σχετικό αντίγραφο του ενοικιαστηρίου εγγράφου).

2] Ο κ. Α. Ανδρεάδης από την αρχή της εν λόγω ενοικιάσεως κατά παράβαση του όρου 8 της πιο πάνω ενοικιάσεως δεν πληρώνει τα κοινόχρηστα και έξοδα θέρμανσης του ενοικιαζόμενου διαμερίσματος προβάλλοντας διάφορους ανυπόστατους, παράλογους και ψευδείς ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τεράστιο πρόβλημα τόσον σε μένα ως ιδιοκτήτριας όσον και στην ομαλή λειτουργία του κτιρίου για τους υπόλοιπους ενοίκους και ιδιοκτήτες.

3] Ο κ. Α. Ανδρεάδης με έχει φέρει σε πλήρη απόγνωση από τη μέχρι σήμερα αδικαιολόγητη συμπεριφορά του και τη συνεχή άρνηση του για συμμόρφωση στις υποχρεώσεις του. Παρ’ όλες δε τις επανειλημμένες εκκλήσεις μου για πιστή τήρηση των όρων του Ενοικιαστηρίου Εγγράφου αυτός δεν συμμορφώνεται με αποτέλεσμα να συσσωρευθεί σήμερα ένα σημαντικό ποσό στα απλήρωτα κοινόχρηστα που οφείλεται από την αρχή της ενοικιάσεως δηλαδή από 18/11/2012.

4] Περαιτέρω σας αναφέρω ότι η όλη επιδειχθείσα μέχρι σήμερα απαράδεκτη συμπεριφορά του εν λόγω Ενοικιαστή να αρνείται τις υποχρεώσεις του, με έχει απογοητεύσει αφάνταστα και κατ’ επέκταση έχω σχηματίσει αρνητική εικόνα η οποία δεν συνάδει με την ιδιότητα του ως αξιωματικού στη Διοίκηση Αεροπορίας.

Όπως ανέφερα και πιο πάνω, παρ’ όλες τις επανειλημμένες εκκλήσεις μου προς τον εν λόγω Ενοικιαστή κ. Α. Ανδρεάδη, τόσον τηλεφωνικώς όσον και γραπτώς μέσον του δικηγόρου μου εξακολουθεί να αμελεί ή/και αρνείται σε συμμόρφωση εν σχέσει με τις υποχρεώσεις του, τόσο ο ίδιος προσωπικά όσον και με επιστολή μέσω δικηγόρου του, προβάλλοντας για ακόμη μία φορά ανυπόστατους και ψευδής ισχυρισμούς για τα κοινόχρηστα και έξοδα θέρμανσης που του αναλογούν και για τα οποία αποφασίζει η εκάστοτε Διαχειριστική Επιτροπή της συγκεκριμένης Πολυκατοικίας.

Ειλικρινά σας λέγω ότι αναγκάσθηκα να σας ενημερώσω σχετικά με το πιο πάνω πρόβλημα που με ταλαιπωρεί, συνεπεία της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου αξιωματικού και ενοικιαστή μου, προσδοκώντας ότι με τη δική σας παρέμβαση θα συμβάλετε στην οριστική επίλυση του, διότι πιστεύω τέτοιες συμπεριφορές από μεμονωμένους αξιωματικούς επενεργούν αρνητικά στο κύρος και την αξιοπιστία της Εθνικής Φρουράς, ενός αξιόπιστου θεσμού του Κράτους.

 

Ως εκ των ανωτέρω παρακαλώ όπως επιληφθείτε του όλου προβλήματος που σας εξέθεσα και ευελπιστώ με τη δικής σας συμβολή στην ταχεία και οριστική επίλυσή του.

Είμαι στη διάθεση σας για οποιεσδήποτε λεπτομέρειες επιθυμείτε και παρακαλώ όπως με ενημερώσετε σχετικά.

 

Με τιμή,

Ελένη Χατζηγεωργίου

Α.Δ.Τ. [………….]

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: Διοίκηση Αεροπορίας

Υποσημείωση: Επισυνάπτονται αντίγραφα του Ενοικιαστηρίου Εγγράφου και

                      επιστολή της Διαχειριστικής Επιτροπής της Πολυκατοικίας, στην οποία

                      δεν έχει συμμορφωθεί μέχρι σήμερα.».

Όπως δικογραφεί στην Έκθεση Απαίτησης ο Ενάγων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Αντισμήναρχος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά, εκ της ενοικίασης του διαμερίσματος που αναφέρεται στην επίμαχη επιστολή προέκυψαν διαφορές με την Εναγόμενη ένεκα των αδικαιολόγητων αξιώσεων της για κοινόχρηστα και ενοίκια που ο ίδιος δεν της όφειλε. Προβάλλει δε, ότι οι λέξεις και φράσεις της επίμαχης επιστολής αναφέρονται στον ίδιο ονομαστικά και ότι ως αποτέλεσμα αυτών παρουσιάζεται ως πρόσωπο αναξιόπιστο, ασυνεπές, το οποίο ψεύδεται για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του, που προκαλεί απόγνωση στους συμπολίτες του εκ της αδικαιολόγητης και παράλογης συμπεριφοράς του, ότι είναι παράλογος, προβληματικός, φαύλος, ευτελής, ποταπός, ότι βλάπτει τα συμφέροντα και ζημιώνει την αξιοπιστία της Εθνικής Φρουράς, στις οποίες είναι ακατάλληλος να υπηρετεί, όπως και στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδος.

 

Όπως ισχυρίζεται ο Ενάγων, ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης της επίμαχης επιστολής επηρεάστηκε δυσμενώς ως Αξιωματικός της Αεροπορίας λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς που του αποδόθηκε, καθώς και ότι υπέστηκε βλάβη στη φήμη, υπόληψη και εκτίμηση του στο επάγγελμα και απασχόληση του ως εξαίρετος και έντιμος Αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας και της Εθνικής Φρουράς, ενώ ειδικότερα, ότι επηρέασε και είναι δυνατό να επηρεάσει την μελλοντική του αξιολόγηση στις ανώτερες βαθμίδες με συνεπακόλουθη οικονομική ζημιά. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι εκτέθηκε και δυνατόν να εκτεθεί σε γενικό μίσος, περιφρόνηση και χλεύη, καθώς και αποστροφή του από την Υπηρεσία και κοινωνία γενικά. Επιπρόσθετα, αξιώνει διατάγματα για απαγόρευση συνέχισης και επανάληψης της πιο πάνω δυσφήμισης και/ή λίβελλου.   

 

Στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης προβάλλεται ότι το ενοίκιο για την ενοικίαση του διαμερίσματος ανερχόταν σε €475- και ότι τα έξοδα των κοινοχρήστων υπολογίζονται σύμφωνα με το εμβαδόν του κάθε διαμερίσματος, ενώ για τα διαμερίσματα 3ων υπνοδωματίων, όπως το διαμέρισμα που ενοικίαζε ο Ενάγων το ποσό ανερχόταν στα €80- συμπεριλαμβανομένου του κόστους θέρμανσης. Όπως προβάλλει, ήταν ρητός όρος του ενοικιαστηρίου εγγράφου ότι ο Ενάγων θα κατέβαλε ο ίδιος οποιαδήποτε έξοδα κοινοχρήστων, κάτι που από την αρχή της ενοικίασης αμελούσε και παρέλειπε να πράττει, όπως και για το μηνιαίο ενοίκιο (μερικώς), με αποτέλεσμα να του αποσταλεί επιστολή των δικηγόρων της και μετά από ανταλλαγή περαιτέρω αλληλογραφίας καταχώρησε την Αίτηση υπ’ αριθμό Ε99/14 εναντίον του στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως Λευκωσίας, στα πλαίσια της οποίας εν τέλει εκδόθηκε υπέρ της εξ συμφώνου απόφαση για το ποσό των €600-. Αρνείται ότι η επίμαχη επιστολή περιείχε οποιοδήποτε λιβελλογράφημα και ότι έχει την έννοια που αποδίδει σε αυτή ο Ενάγων. Όπως ισχυρίζεται η Εναγόμενη, το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής είναι αληθινό, καθώς και ότι στο βαθμό που αυτή εμπεριέχει ισχυρισμούς γεγονότων αυτά είναι αληθινά, ενώ στο βαθμό που περιέχει εκφράσεις γνώμης, αυτές αποτελούν καλόπιστα σχόλια επί γεγονότων άνευ κακής πρόθεσης. Ως εκ τούτου, αρνείται τις αξιώσεις του Ενάγοντα και τα όσα αυτός προβάλλει, τόσο για τα αποτελέσματα της επίμαχης επιστολής για το πως παρουσιάζεται ο Ενάγων, όσο και για τον επηρεασμό του στην καριέρα του ως Αξιωματικός, τόσο ανελικτικά όσο και οικονομικά, καθώς και τις επιπτώσεις στην υπόληψη και την αξιοπρέπεια του.

 

Στην Απάντηση στην Υπεράσπιση ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη αξίωνε από αυτόν το ποσό των €1.762.84 ως οφειλόμενα κοινόχρηστα και ενοίκια και ότι στα πλαίσια της καταχωρηθείσας Αίτησης Ε99/14, με την οποία αξιώθηκε η καταβολή του ποσού αυτού, διαφάνηκε ότι η αξίωση της ήταν υπερβολική και ότι αναγκάστηκε να συμφωνήσει με τον Ενάγοντα να δηλώσει απόφαση για ποσό €600- και κάθε πλευρά να φέρει τα έξοδα της.

 

Για τον Ενάγοντα μαρτυρία έδωσε ο ίδιος στο Δικαστήριο μέσω γραπτής δήλωσης (Έγγραφο Α’) και της κατάθεσης συνολικά 17 τεκμηρίων. Στο Έγγραφο Α’ παραθέτει τα όσα στην ουσία αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης, τονίζοντας ότι η διαφορά του με την Εναγόμενη ανέκυψε από το ύψος του ποσού των ενοικίων και κοινοχρήστων, το οποίο θεώρησε αδικαιολόγητα υπερβολικό, ζητήματα τα οποία διευθετήθηκαν με την έκδοση της εξ συμφώνου απόφασης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων για πολύ μικρότερο ποσό από αυτό που αυτή αξίωνε. Κατέθεσε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 αντίγραφο της επίμαχης επιστολής που κοινοποιήθηκε σε αριθμό προσώπων στο Υπουργείο Άμυνας, Διοίκηση Αεροπορίας και άλλα υπηρεσιακά πρόσωπα. Ως τεκμήριο 2 κατατέθηκε το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 2/11/2012, ως τεκμήρια 3, 4, 5 & 6 επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δικηγόρων Εναγόμενης και Ενάγοντα για την διαφορά που προέκυψε μεταξύ τους, ως τεκμήρια 7 & 8 αντίγραφα της Αίτησης Ε99/14 και Απάντησης της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση, αντίστοιχα, καθώς και ως τεκμήριο 9 αντίγραφο του Διατάγματος ημερ. 22/10/2014 του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, Τμήματος Λευκωσίας που εκδόθηκε εξ συμφώνου στα πλαίσια της Αίτησης αρ. Ε99/14. Το κατατεθέν τεκμήριο 10 αποτελεί την βεβαίωση παραλαβής του διαμερίσματος από την Εναγόμενη και εξοφλητική απόδειξη με συνημμένη απόδειξη του εμβάσματος τραπέζης, ενώ τα τεκμήρια 11, 12, 13, 14 & 15 αποτελούν την υπηρεσιακή αλληλογραφία του Ενάγοντα, της Διοίκησης Αεροπορίας και του ΓΕΕΦ, η οποία απέληξε στο τεκμήριο 16, όπου το ΓΕΕΦ διαπιστώνει ότι δεν προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος και ότι η υπόθεση αποτελεί διαφορά που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών. Με το κατατεθέν υπό του Ενάγοντα τεκμήριο 17 το Υπουργείο Άμυνας πληροφορεί την Εναγόμενη περί της διαπίστωσης αυτής.

 

Αντεξεταζόμενος ο Ενάγων ανέφερε ότι την χρονιά που ήρθε στην Κύπρο έφερε τον βαθμό του Αντισμήναρχου και ότι τον επόμενο χρόνο προήχθη στο βαθμό του Σμήναρχου σύμφωνα με τις εκθέσεις ικανότητας των διοικητών του για τα προηγούμενα 18 χρόνια. Όπως εξήγησε, για 10 χρόνια από τότε μέχρι σήμερα παραμένει στον ίδιο βαθμό, ότι δεν εκδόθηκε δικαστική απόφαση για να αρθούν οι όποιες σκιές σε βάρος του και ότι αυτό του στοίχησε στην επαγγελματική του ανέλιξη και καριέρα. Αρνήθηκε την θέση ότι είναι φυσιολογικό να παραμένει στην ίδια βαθμίδα για 10 χρόνια, υποστηρίζοντας ότι από τον προηγούμενο χρόνο κάποιοι συμμαθητές του έγιναν ανώτατοι και φέτος ότι παρακάμφθηκε, αφού τον προσπέρασαν σε προαγωγές κάποιοι νεότεροι του. Απέδωσε το όλο θέμα στο γεγονός ότι δεν εκδόθηκε απόφαση Δικαστηρίου που θα τον «απάλλασσε» από τον λίβελλο και την συκοφαντία που δέχθηκε διαμέσου της επίμαχης επιστολής. Όλες οι εκθέσεις ικανότητας που ετοιμάστηκαν από τους προϊσταμένους του τον κατατάσσουν ως «εξαίρετο», αλλά εξήγησε ότι η κρίση βαθμού γίνεται από το Ανώτατο Αεροπορικό Συμβούλιο, το οποίο δεν τον γνωρίζει και το οποίο λαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία που έχουν να κάνουν με το «ποιόν» του κάθε ατόμου. Στην υπόδειξη του τεκμηρίου 17 που αναφέρει ότι δεν προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος απάντησε ότι αυτό δεν τον απαλλάσσει από τη δυσφήμιση που υπέστηκε υποστηρίζοντας ότι η Υπηρεσία του αναμένει το αποτέλεσμα της αγωγής για να λάβει γνώση. Αρνήθηκε την υποβληθείσα θέση ότι εκ του τεκμηρίου 17 προκύπτει ότι δεν υπέστηκε οποιαδήποτε ζημιά εμμένοντας στις θέσεις που εξέφρασε.

 

Σε σχέση με την διαδικασία στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων υποστήριξε ότι προσκόμισε όλες τις επιστολές της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας και για αυτό τον λόγο εκδόθηκε απόφαση για εκ διαμέτρου αντίθετα ποσά. Όπως υποστήριξε, η Εναγόμενη ευρισκόταν σε διαμάχη με την διαχειριστική επιτροπή. Του ζητήθηκε, όπως είπε, να καταβάλει €7.500- κοινόχρηστα και εν τέλει συμφωνήθηκε το ποσό των €600- για όσο καιρό έμενε στο διαμέρισμα. Αρνήθηκε στην υποβολή ότι χρωστούσε €1.612,84 για κοινόχρηστα και €150- για ενοίκια παραπέμποντας στην απόφαση που δηλώθηκε εξ συμφώνου και στην εξοφλητική απόδειξη.

 

Επέμεινε στη θέση του ότι η επίμαχη επιστολή και η έκταση που αυτή έλαβε τον εξευτελίζει, τον συκοφαντεί και τον μειώνει ως άνθρωπο, οικογενειάρχη και επαγγελματία απέναντι στους συναδέλφους του. Όπως υποστήριξε, σκοπός της επίμαχης επιστολής ήταν να τον εξοντώσει επαγγελματικά και να τον εκβιάσει να ενδώσει στις παράνομες και παράλογες απαιτήσεις της και ότι αυτή συνειδητά την απέστειλε, αρνούμενος την θέση ότι με αυτή η Εναγόμενη σκοπό είχε να λάβει απλά τα χρήματά της, επιμένοντας ότι ευρισκόταν σε δικαστική διαμάχη με την διαχειριστική επιτροπή και ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα να διεκδικήσει τα ποσά αυτά από τον ίδιο εκ των υστέρων. Στην υπόδειξη ότι η Εναγόμενη κατέβαλε τα διεκδικούμενα από αυτόν ποσά στη διαχειριστική επιτροπή παρέπεμψε ξανά στην εξ συμφώνου δικαστική απόφαση στα πλαίσια της Αίτηση Ε99/14.   

 

Στην υποβολή για περιορισμένης έκτασης δημοσίευση, ο Ενάγων απάντησε ότι αυτή μεταδόθηκε σε χιλιάδες άτομα στο ΓΕΕΦ, στην ΕΛΔΥΚ και στην Ελλάδα και ότι ο ίδιος έπρεπε να αποβάλει την «λάσπη» από πάνω του κάνοντας λόγο για «Σταυρό» που κουβαλά εδώ και μια δεκαετία. Η έκταση της δημοσίευσης, όπως επέμεινε, είναι αυταπόδεικτη εκ του ότι ευρίσκεται σε ένα χώρο με χιλιάδες άτομα και η πληροφορία μεταφέρεται από γραφείο σε γραφείο και δεν μένει μυστική.

 

Εν κατακλείδι ο Ενάγων επέμεινε ότι η απουσία δικαστικής απόφασης που να τον δικαιώνει όλα αυτά τα χρόνια αποτέλεσε την αιτία που δεν προήχθη σε Ανώτατο Αξιωματικό, αν και δεν μπορούσε να πει ότι ήταν μόνο αυτός ο λόγος, αλλά ενδεχομένως να επηρέασε και αυτό γιατί το Ανώτατο Συμβούλιο λαμβάνει εξωγενείς παράγοντες και πληροφορίες.

 

Στην γραπτή δήλωση της κας Χρυστάλλας Τοπούζη (ΜΥ1) που κατατέθηκε ως Έγγραφο Β’, αυτή δηλώνει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ταμίας της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας στην οποία ευρίσκεται το ενοικιαζόμενο υπό του Ενάγοντα διαμέρισμα. Όπως αναφέρει, τα κοινόχρηστα για το διαμέρισμα αυτό ανέρχονταν στο ποσό των €80- μηνιαίως και συμπεριλάμβαναν έξοδα θέρμανσης, ήτοι της αγοράς πετρελαίου. Ήταν η θέση της ότι ο Ενάγων από την μέρα της έναρξης της ενοικίασης μέχρι και την αποχώρηση του ουδέποτε κατέβαλε στην ίδια ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της διαχειριστικής επιτροπής οποιοδήποτε ποσό για κοινόχρηστα και ότι αυτός αρνείτο να το πράξει. Ένεκα της άρνησης του στις 28/10/2013 του απέστειλαν ως διαχειριστική επιτροπή την επιστολή τεκμήριο 18 στην οποία δεν ανταποκρίθηκε. Εκ του γεγονότος ότι ο Ενάγων δεν κατέβαλε τα κοινόχρηστα, η Εναγόμενη τον Σεπτέμβριο του 2013 ξεκίνησε την καταβολή τους, καθότι της επεξηγήθηκε ότι τα ποσά είναι απαραίτητα για την συντήρηση της πολυκατοικίας. Εν τέλει, όπως δηλώνει η ΜΥ1, η Εναγόμενη κατέβαλε συνολικά το ποσό των €1.621,84 ως κοινόχρηστα για την περίοδο 18/11/2012 έως και τον Απρίλιο του 2014 και εξέδωσε σχετική βεβαίωση που κατέθεσε ως τεκμήριο 19, ενώ ως τεκμήριο 20 κατέθεσε δέσμη 8 αποδείξεων είσπραξης κοινοχρήστων για ποσά που κατέβαλε η Εναγόμενη που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην επίδικη περίοδο της ενοικίασης.

 

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση αντεξεταζόμενη αναφορικά με τον λόγο που δεν καταχωρήθηκε αγωγή εναντίον του Ενάγοντα αφού δεν πλήρωνε τα κοινόχρηστα, είπε ότι από τη στιγμή που μίλησαν με την ιδιοκτήτρια και αποδέχθηκε να τα πληρώσει, τότε δεν υπήρχε λόγος προσφυγής στο Δικαστήριο. Στην υποβολή ότι σύμφωνα με την κείμενη Νομοθεσία υπόλογος για τα κοινόχρηστα είναι ο ιδιοκτήτης και όχι ο ενοικιαστής, επικαλέστηκε το ενοικιαστήριο που επιβάλλει υποχρέωση στον ενοικιαστή και ακολούθως δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τη συγκεκριμένη Νομοθεσία. Αρνήθηκε ότι ο λόγος που δεν κινήθηκε αγωγή από την διαχειριστική επιτροπή ήταν το πρόβλημα της νομιμότητάς της, προσθέτοντας ότι υπήρξε κάποια διαφορά στην πολυκατοικία και το Δικαστήριο, αν θυμόταν καλά όπως δήλωσε, ήταν γύρω στον Σεπτέμβριο του 2012, διόρισε δύο άτομα σαν εκπροσώπους ένας εκ των δύο ήταν η ίδια και οι ένοικοι πλήρωναν κάποιοι στον ένα και κάποιοι στον άλλο. Δεν είχε όμως κάτι για να παρουσιάσει επί τούτου.

 

Όπως δήλωσε απαντώντας σχετικά, από τη στιγμή που η Εναγόμενη κατέβαλε τα κοινόχρηστα ήταν θέμα δικό της να προχωρήσει και να εισπράξει τα ποσά που δεν κατέβαλε ο Ενάγων. Στην υποβολή της θέσης ότι σύμφωνα με την εξ συμφώνου απόφαση του Δικαστηρίου ο Ενάγων χρωστούσε μαζί με ένα ποσό ενοικίου συνολικά €600- επανέλαβε τα όσα ανέφερε αναφορικά με το ποσό που χρεωνόταν ένα τριάρι διαμέρισμα για κοινόχρηστα στην πολυκατοικία και εξήγησε ότι από την στιγμή που η Εναγόμενη της κατέβαλε τα οφειλόμενα κοινόχρηστα δεν ήταν υποχρεωμένη να την ενημερώσει για τους διακανονισμούς που έκανε με τον ενοικιαστή της και ούτε αυτό την αφορούσε. Υποστήριξε ότι η θέση που αναφέρει στο τεκμήριο 19 περί παράλογης και αδικαιολόγητης μη καταβολής των κοινοχρήστων από τον Ενάγοντα παραπέμπει στο γεγονός ότι δεν κατέβαλλε τα κοινόχρηστα και ότι όταν δεν πληρώνονται αυτά επηρεάζεται η λειτουργία της πολυκατοικίας. Όπως ανέφερε, το εάν έγινε διακανονισμός με την Εναγόμενη για €600- είναι κάτι διαφορετικό και ότι ο Ενάγων διέμενε στο διαμέρισμα για 1,5 χρόνο και δεν είχε καταβάλει τίποτα, το οποίο είναι αδικαιολόγητο. Δεν γνώριζε γιατί η Εναγόμενη δέχθηκε το ποσό του διακανονισμού, ούτε και τον γνωρίζει. Στην υποβληθείσα θέση ότι εκ των τεκμηρίων προκύπτει ότι τα κοινόχρηστα ανέρχονταν στο ποσό των €25- και όχι €80- μηνιαίως παρέπεμψε στις αποδείξεις.

 

Στην γραπτή της δήλωση που κατατέθηκε ως Έγγραφο Γ’  η Εναγόμενη (ΜΥ2) αναφέρεται στην ενοικίαση του διαμερίσματος, στο μηνιαίο ενοίκιο, καθώς και στον όρο 8 του ενοικιαστηρίου εγγράφου με τον οποίο, όπως υποστηρίζει, επιβαλλόταν υποχρέωση στον Ενάγοντα να καταβάλλει τα κοινόχρηστα, τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των €80- μηνιαίως για τριάρι διαμέρισμα που συμπεριλάμβαναν έξοδα θέρμανσης και καθορίζονταν σύμφωνα με το εμβαδόν του κάθε διαμερίσματος. Όπως προβάλλει, από την ημέρα έναρξης της ενοικίασης ο Ενάγων δεν κατέβαλε κανένα ποσό παρά τις δικές της οχλήσεις, αλλά και της διαχειριστικής επιτροπής, όπως επίσης και ότι παρέλειψε για τους μήνες Φεβρουάριο, Απρίλιο και Μάιο 2013 να καταβάλει συνολικά το ποσό των €150- εκ των μηνιαίων ενοικίων. Στην συνέχεια η ΜΥ2 αναφέρεται στις επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δικηγόρων της και του Ενάγοντα, ήτοι στα τεκμήρια 3, 4 και 5, αλλά και στην επιστολή που του απέστειλε η διαχειριστική επιτροπή-τεκμήριο 18. Όπως υποστήριξε, η διαχειριστική επιτροπή ζητούσε και από την ίδια την καταβολή των κοινοχρήστων, κάτι που αναγκάστηκε να πράξει κάνοντας αναφορά στη δέσμη αποδείξεων τεκμήριο 20, αλλά και στη βεβαίωση είσπραξης-τεκμήριο 19.

 

Εκ του γεγονότος ότι υποχρεώθηκε να καταβάλει τα κοινόχρηστα για το διαμέρισμα της που ενοικίαζε ο Ενάγων και επειδή οι προσπάθειες των δικηγόρων της δεν είχαν αποτέλεσμα, δήλωσε ότι αναγκάστηκε να αποστείλει την επίμαχη επιστολή-τεκμήριο 1 για να του ασκήσει πίεση, θεωρώντας ότι ο Ενάγων ως μέλος της Εθνικής Φρουράς ήταν υποχρεωμένος να συμμορφώνεται στις υποχρεώσεις του προς την κοινωνία και ότι εάν οι ανώτεροι του ενημερώνονταν για τις παραλείψεις του θα του έδιναν οδηγίες για να τηρήσει τις υποχρεώσεις του, κάτι που δεν έγινε. Για τον λόγο αυτό τερμάτισε την ενοικίαση μέσω του τεκμηρίου 6 και ζήτησε την καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων και κοινοχρήστων προχωρώντας ακολούθως με την Αίτηση Ε99/14 διεκδικώντας €150- υπόλοιπο ενοικίων και €1.612,84 ως οφειλόμενα κοινόχρηστα. Εν τέλει, όπως υποστήριξε, για να αποφύγει την μεγαλύτερη ταλαιπωρία αποδέχθηκε την εξ συμφώνου απόφαση του τεκμηρίου 9 για €600- παρά το ότι τα οφειλόμενα ήταν πολύ μεγαλύτερα.

 

Όπως προβάλλει, το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 είναι αληθές, αφού το μόνο που αυτό αναφέρει είναι η παράλειψη του Ενάγοντα να συμμορφωθεί με τον όρο 8 της συμφωνίας ενοικίασης και την παράλειψη πληρωμής κοινοχρήστων και εξόδων θέρμανσης. Περαιτέρω, όπως θεωρεί η ίδια, το τεκμήριο 1 εμπεριέχει αληθείς ισχυρισμούς ως προς την διαφορά που προέκυψε μεταξύ της ίδιας και του Ενάγοντα, καθώς και τα συναισθήματά και σχόλια της για την παράλειψη του Ενάγοντα να τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Παραδέχεται ότι έλαβε την επιστολή του τεκμηρίου 17 από το Υπουργείο Άμυνας και θεωρεί ότι εκ του περιεχομένου της προκύπτει ότι δεν δόθηκε καμία σημασία στην επίμαχη επιστολή και πως καμία επίπληξη ή μεμπτή συμπεριφορά καταλογίστηκε στον Ενάγοντα, κάτι που προκύπτει και εκ του τεκμηρίου 16. Κατά συνέπεια, όπως προβάλλει, δεν έχει προκληθεί εκ της επίμαχης επιστολής οποιαδήποτε ζημιά στην εργασία του Ενάγοντα κρίνοντας τα όσα περί τούτου προβάλλει ο ίδιος ως εικασίες και αερολογίες και ότι η καταχώρηση της παρούσας αγωγής έγινε διότι η ίδια καταχώρησε εναντίον του την Αίτηση Ε99/14.

 

Αντεξεταζόμενη ερωτήθηκε γιατί ενώ την υπόθεση χειρίζονταν οι δικηγόροι αυτή απέστειλε την επίμαχη επιστολή. Όπως εξήγησε, διέβλεπε ότι υπήρχε διαφορά στον τρόπο που ο Ενάγων αντιμετώπιζε την οφειλή του γιατί θεωρούσε ότι μόνο €20- μηνιαίως έκρινε ότι όφειλε για κοινόχρηστα και δεν υπήρχε εκ μέρους του διάθεση για συνομιλία και καμία ανταπόκριση. Αυτή η στάση, όπως προέβαλε, την έκανε να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να αποταθεί στους ανώτερους του Ενάγοντα για μεσολάβηση και ότι αυτοί θα ασκούσαν μια εξουσία πάνω του και θα τον έπειθαν να συμμορφωθεί.   

 

Σε σχέση με το ποσό των €15 που απέκοψε ο Ενάγοντας από το ενοίκιο αναφορικά με τον λογαριασμό του νερού εξήγησε ότι το έπραξε αδικαιολόγητα γιατί το διαμέρισμα δεν ήταν ενοικιασμένο για την περίοδο που αφορούσε ο εν λόγω λογαριασμός και ότι μετά από 18 ημέρες ξεκίνησε περίοδος της ενοικίασης παρά το ότι συμφώνησε το διαμέρισμα προηγουμένως και δεν χρέωσε ενοίκιο, δεχόμενη να του εγκαταστήσει και παροχή διαδικτύου. Αναφορικά με το ποσό των €60- που αφορούσαν στην καταπολέμηση των κατσαρίδων εξήγησε ότι ο Ενάγων της το ανάφερε μεταγενέστερα και του έστειλε άτομο για το σκοπό αυτό, όμως μετά αυτός πήρε άλλο άτομο και έκανε ξανά αποκοπή, κάτι που θεώρησε υπερβολικό. Για την αποκοπή ένεκα συντήρησης των κλιματιστικών υποστήριξε ότι πάντοτε όταν φεύγει ενοικιαστής προβαίνει σε τέτοια συντήρηση και ότι πριν προχωρήσει ο Ενάγων σε τέτοιες ενέργειες όφειλε να την ενημερώσει, κάτι που δεν έπραξε.

 

Σε σχέση με το ποσό των μηνιαίων κοινοχρήστων αρνήθηκε ότι ανέφερε οποτεδήποτε στον Ενάγοντα ότι είναι μόνο €20-, αλλά €20- με €30- πλέον τα έξοδα θέρμανσης, ενώ στην υποβολή ότι η ίδια είπε στον Εναγόμενο να μην πληρώνει τα κοινόχρηστα €100- στην διαχειριστική επιτροπή διότι ήταν παράνομη, αντέταξε ότι του είπε να μην δίνει κοινόχρηστα στην προηγούμενη επιτροπή, αλλά στην νέα επιτροπή που διορίστηκε με απόφαση του Δικαστηρίου, αφού με την προηγούμενη υπήρχαν διαφορές. Όπως εξήγησε η προηγούμενη διαχειριστική επιτροπή κίνησε αγωγή σε 5 άτομα στην πολυκατοικία.

 

Όπως υποστήριξε, ο λόγος για τον οποίο αποδέχθηκε τον συμβιβασμό για €600- ήταν επειδή είχε κουραστεί από την αντιπαράθεση και προτίμησε να χάσει τα χρήματα που διεκδικούσε και αρνήθηκε ότι απέστειλε την επίμαχη επιστολή ψευδώς και κακοβούλως για να εκβιάσει τον Ενάγοντα επιμένοντας ότι ήλπιζε ότι η υπηρεσία του θα του ασκούσε κάποια πίεση για να πληρώσει τα κοινόχρηστα, τα οποία η ίδια κατόρθωσε να εξοφλήσει με δόσεις. Παραδέχθηκε ότι ένας από τους λόγους που αποδέχθηκε τον συμβιβασμό των €600- ήταν επειδή έλαβε την επιστολή του τεκμηρίου 17 που καταδείκνυε ότι το Υπουργείο Άμυνας δεν θα ελάμβανε μέτρα εναντίον του Ενάγοντα επειδή κρίθηκε ότι το ζήτημα αποτελούσε διαφορά ιδιωτικής φύσεως, όμως αρνήθηκε ότι δεν είχε καλή προοπτική επιτυχίας στην Αίτηση Ε99/14, παραπέμποντας στις αποδείξεις για τα ποσά που κατέβαλε.  

 

Κρίσιμο ζήτημα σε αστικής φύσεως υποθέσεις είναι η ορθή αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, ώστε να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, με τελική κατάληξη στο κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η αναφορά της απόφασης στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858 είναι διαφωτιστική αναφορικά με το ζήτημα αυτό:

 

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

Το έργο της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι πολυσύνθετο και αποτελεί το σημαντικότερο καθήκον του Δικαστηρίου (C. & A. Pelekanos Associates  Ltd (1999) 1 (B) A.A.Δ. σελ. 1273).

 

Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τους μάρτυρες και τα όσα λέχθηκαν από αυτούς, αποτιμώντας τη συνολική τους παρουσία και κρίνοντας τα χαρακτηριστικά της μαρτυρίας τους, δηλαδή τόσο την πηγή της γνώσης τους, το ενδεχόμενο ύπαρξης προσωπικού συμφέροντος, την ακεραιτότητα και ενδεχόμενη προκατάληψη, την ανιδιοτέλεια και την  αληθοφάνεια των όσων παράθεσαν. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους δεν περιορίστηκε σε ατομική κρίση του καθενός ξεχωριστά αλλά επεκτάθηκε και στα όσα προέκυψαν από τον συσχετισμό, αντιπαραβολή και διερεύνηση της αντικειμενικής υπόστασης των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056), λαμβάνοντας υπόψη μου ότι το έργο της αποτίμησης της αξιοπιστίας μάρτυρα διακρίνεται και αποσυναρτάται από οποιοδήποτε βάρος απόδειξης (βλ. Αγαθοκλέους κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 316 και Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

 

Κατά την διεργασία της αξιολόγησης των μαρτύρων, ενόψει της φύσης της προκύψασας διαφοράς έλαβα υπόψη μου ότι έκαστος μάρτυρας ενδέχεται να έχει «εισπράξει», αντιληφθεί και ερμηνεύσει τα γεγονότα με διαφορετικό τρόπο και ενδεχομένως εσφαλμένα, εξαιτίας άγνοιας, ελλιπούς πληροφόρησης ή και καλόπιστης ελλιπούς διερεύνησης.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε υποθέσεις λιβέλλου δεν ενδείκνυται η αξιολόγηση της μαρτυρίας και των θέσεων των διαδίκων σε σχέση με το κατά πόσον το επίδικο  δημοσίευμα  ήταν δυσφημιστικό (βλ. Γαληνιώτης ν. Eκδοτικός Oίκος Δίας Λτδ και Άλλης (2011) 1 Α.Α.Δ. 474) και το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της προσκομισθείσας μαρτυρίας μπορεί να κρίνει κατά πόσο είναι δυσφημιστικό εκ της ανάγνωσής του (βλ. Tassos Papadopoullos v. Kyrix Publishing Co. Ltd and others (1963) 2 CLR 290). 

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του Ενάγοντα και λαμβανομένων υπόψη των όσων έχω παραθέσει σε σχέση με το πως γίνεται η διεργασία αυτή σε υποθέσεις λίβελλου διαπιστώνω μια υπερβολή στον τρόπο με τον οποίο αποδίδει την έκταση της δημοσίευσης και στις συνέπειες αυτής, χωρίς να έχω καταλήξει στο κατά πόσο η επίμαχη επιστολή είναι δυσφημιστική. Συγκεκριμένα μίλησε για κοινοποίηση της επιστολής σε χιλιάδες άτομα, τα οποία έλαβαν γνώση της από γραφείο σε γραφείο τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Η ίδια υπερβολή διαπιστώνεται και στην σημασία που απέδωσε σε αυτή κάνοντας λόγο για ένα «Σταυρό» που κουβαλά για μια δεκαετία. Το ίδιο κρίνεται ότι αποτελεί και η θέση του ότι έχει απωλέσει προαγωγές εκ της επίμαχης επιστολής υποστηρίζοντας ότι έχουν παραμείνει «σκιές» και η Υπηρεσία λαμβάνει υπόψη της εξωγενείς παράγοντες, χωρίς να προσκομίσει οποιαδήποτε περί τούτου μαρτυρία. Βέβαια δεν αμφιβάλω ότι ο ίδιος μπορεί να νιώθει έντονα και να πιστεύει ότι η επίμαχη επιστολή αποτέλεσε την αιτία που δεν έχει προαχθεί μετά την αποστολή της επίμαχης επιστολής, όμως δεν έχει πείσει το Δικαστήριο ότι έστω αυτή αποτέλεσε έστω ένα εκ των παραγόντων που δεν προάχθηκε, αλλά ούτε και παράθεσε τα αξιολογικά και χρονικά κριτήρια προαγωγών ή έστω των προϋποθέσεων, την στιγμή που ο ίδιος δηλώνει ότι πάντοτε αξιολογείτο ως «εξαίρετος» από τους προϊσταμένους του.

 

Τα όσα παράθεσε ως τεκμήρια γίνονται δεκτά στην ολότητα τους, αφού δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της Εναγόμενης ότι αυτά υπογράφηκαν, ανταλλάχθηκαν ή κοινοποιήθηκαν. Για τα όσα προβάλλονται σε σχέση με την αιτία που προέκυψε η διαφορά του με την Εναγόμενη αυτό που προέκυψε ξεκάθαρα ήταν ότι πέραν της μικρής διαφοράς που υπήρξε σε σχέση με την καταβολή των ενοικίων για τα οποία απέκοψε κάποια ποσά, το αγκάθι στη σχέση ενοικίασης αποτέλεσε η μεγάλη διαφορά και προσέγγιση στο ζήτημα των κοινοχρήστων, για τα οποία ο μεν Ενάγων προέβαλε ότι αυτά αφορούσαν ένα ποσό περίπου €20- με €25- μηνιαίως, ενώ η Εναγόμενη €80- μηνιαίως εκ του εμβαδού του ενοικιαζόμενου διαμερίσματος. Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι η Εναγόμενη του ανέφερε να μην καταβάλει ποσά στην διαχειριστική επιτροπή δεν με έχει πείσει, καθότι δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, αντίθετα το γεγονός ότι υπήρχε διαχειριστική επιτροπή που εισέπραττε κοινόχρηστα κατά τον επίδικο χρόνο υποστηρίζεται από την αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΥ1.

Το ζήτημα που τίθεται στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εύρημα του τι τελικώς είχε συμφωνηθεί να καταβάλλεται ως ποσό κοινοχρήστων από τον Ενάγοντα, καθότι το ζήτημα επιλύθηκε με την εξ συμφώνου απόφαση στα πλαίσια της Αίτησης Ε99/14. Πάντως εκείνο το οποίο φαίνεται να προκύπτει εκ των κατατεθειμένων τεκμηρίων είναι ότι το ποσό των μηνιαίων κοινοχρήστων δεν είχαν καθοριστεί στο ενοικιαστήριο έγγραφο-τεκμήριο 2, στο οποίο απλά γινόταν αναφορά στην υποχρέωση του Ενάγοντα να καταβάλει τα κοινόχρηστα. Ακόμη είναι δεδομένο το γεγονός ότι για την επίδικη περίοδο η Εναγόμενη κατέβαλε για το διαμέρισμα που ενοικίαζε ο Ενάγων το ποσό που αποτυπώνεται στην βεβαίωση-τεκμήριο 19 και σίγουρα όχι το ποσό των €20- με €25- μηνιαίως.

 

Αναφορά με τον τρόπο που ο Ενάγων ερμηνεύει το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής και τις αναφορές που αυτή εμπεριέχει, δεν θα προβώ σε οποιαδήποτε αξιολόγηση για τους λόγους που έχω ήδη επεξηγήσει όσον αφορά το την έκταση της αξιολόγησης του Δικαστηρίου σε υποθέσεις λίβελλου.

 

Η ΜΥ1 υπήρξε ειλικρινής προς το Δικαστήριο αναφορικά με τα όσα ανέφερε εκ της θέσεως που κατείχε κατά τον επίδικο χρόνο. Όπως δήλωσε νομίμως εισέπραττε τα κοινόχρηστα ως ταμίας της διαχειριστικής επιτροπής και ότι ο Ενάγων ουδέποτε κατέβαλε ο ίδιος κοινόχρηστα, αλλά η Εναγόμενη προχώρησε στην εξόφληση τους. Το τεκμήριο 18 που κατέθεσε στο Δικαστήριο δεν αμφισβητήθηκε. Τις θέσεις της υποστήριξε με παράθεση της βεβαίωσης του τεκμηρίου 19 και της δέσμης αποδείξεων του τεκμηρίου 20, εκ των οποίων προκύπτει ότι είναι η Εναγόμενη που εξόφλησε τα κοινόχρηστα που αφορούσαν στο διαμέρισμα που ενοικίαζε ο Ενάγων και ήταν ξεκάθαρη η θέση της ότι τα κοινόχρηστα για το εν λόγω διαμέρισμα ανέρχονταν στο πόσο των €80- μηνιαίως και δεν γνωρίζει γιατί η Εναγόμενη προέβηκε σε διακανονισμό με τον Ενάγοντα για πολύ μικρότερο ποσό, αφού αυτή την ενδιέφερε μόνο να εξοφληθούν τα κοινόχρηστα. Το Δικαστήριο κρίνει ότι σε κανένα σημείο της αντεξέτασης της δεν κλονίστηκε και ότι απαντούσε με ευθύτητα σε όσες ερωτήσεις και υποβολές της γίνονταν και γίνεται δεκτή η μαρτυρία της στην ολότητά της.

 

Αξιολογώντας την μαρτυρία της Εναγόμενης εκείνο το οποίο μπορώ σίγουρα να δεχθώ είναι ότι ήταν ειλικρινής όταν ανέφερε ότι απέστειλε την επίμαχη επιστολή στο Υπουργείο Άμυνας για να ασκηθεί πίεση στον Ενάγοντα να αποπληρώσει τα κοινόχρηστα που της ζητήθηκε να καταβάλει για το διαμέρισμα που αυτός ενοικίαζε. Οι θέσεις που εξέφρασε για το κατά πόσο το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής είναι δυσφημιστικό και πως η ίδια ερμήνευσε τις πράξεις της δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο αξιολόγησης για τους λόγους που εξηγούνται μέσω της παρατιθέμενης νομολογίας. Για το κατά πόσο ήταν δικαιολογημένες οι αποκοπές του ενοικίου για νερό, απεντόμωση και καθάρισμα των κλιματιστικών δεν κρίνω ότι θα πρέπει να αξιολογήσω τη θέση της όπως δεν έπραξα ούτε στην περίπτωση του Ενάγοντα, ενώ για τα κοινόχρηστα κρίνω ότι υπήρξε ειλικρινής όταν ανέφερε ότι τα κοινόχρηστα που κατέβαλε ήταν το ποσό που αναγράφηκε στη βεβαίωση του τεκμηρίου 19 και στις αποδείξεις του τεκμηρίου 20, που δεν αμφισβητήθηκαν, αφού εκείνο που αμφισβητήθηκε ήταν το συμφωνημένο πόσο των κοινοχρήστων με τον Ενάγοντα. Το σίγουρο είναι εκ της ουσίας της όλης διαφοράς, ότι ο Ενάγων με την Εναγόμενη είχαν διαφορές, οι οποίες επιλύθηκαν με την έκδοση της εξ συμφώνου απόφασης που αποτυπώνεται στο τεκμήριο 9 στα πλαίσια της Αίτησης Ε99/14. Την διαφορά άλλωστε αποτύπωσαν και οι επιστολές των δικηγόρων των δύο πλευρών, ήτοι τα τεκμήρια 3, 4, 5 και 6, καθώς και τα δικόγραφα στα πλαίσια της Αίτησης Ε99/14 τεκμήρια 7 και 8.

 

Εκ της ανωτέρω αξιολόγησης προκύπτει ότι η Εναγόμενη συνέταξε και απέστειλε την επίμαχη επιστολή ημερ. 07/01/2014 στον Υπουργό Άμυνας και Αρχηγό του ΓΕΕΦ με κοινοποίηση στη Διοίκηση Αεροπορίας. Ο λόγος για τον οποίο η Εναγόμενη συνέταξε και απέστειλε την επίμαχη επιστολή ήταν για να ασκηθεί πίεση στον Ενάγοντα για να αποπληρώσει τα κοινόχρηστα που χρέωνε και απαιτούσε η διαχειριστική επιτροπή από την Εναγόμενη ως κατά Νόμο υπεύθυνη σε σχέση με το διαμέρισμα που ενοικίαζε ο Ενάγων σύμφωνα με το τεκμήριο 1. Ο Ενάγοντας διαφωνούσε με το ποσό των κοινοχρήστων και δεν κατέβαλε αυτά στην διαχειριστική επιτροπή, η οποία του απέστειλε επιστολή ημερ. 28/10/13 για εξόφληση. Η Εναγόμενη προέβηκε στην εξόφληση των κοινοχρήστων που καθόρισε η διαχειριστική επιτροπή. Η Εναγόμενη τερμάτισε την ενοικίαση με επιστολή ημερ. 8/04/2014 και προχώρησε στην καταχώρηση της Αίτησης Ε99/14 με την οποία ζητούσε την καταβολή €150- ως υπόλοιπα ενοικίων και το ποσό των €1.612,84- ως οφειλόμενα κοινόχρηστα. Συνεπεία της επίμαχης επιστολής διατάχθηκε πειθαρχική έρευνα σε βάρος του Ενάγοντα από το ΓΕΕΦ και τη Διοίκηση Αεροπορίας, η οποία απέληξε στο αποτέλεσμα ότι η όλη υπόθεση αφορά σε διαφορά ιδιωτικής φύσεως, η επίλυση της οποίας αποτελεί αρμοδιότητα των Δικαστηρίων και ότι δεν προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από τον Ενάγοντα. Η δικαστική διαμάχη μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης έληξε με την εξ συμφώνου έκδοση απόφασης ημερ. 22/10/14 στα πλαίσια της Αίτησης Ε99/14 υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα και της συζύγου του αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €600- για τα οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα της επίμαχης περιόδου όπου ο Ενάγων διέμενε στο διαμέρισμα που αποτελούσε αντικείμενο της επίδικης ενοικίασης.  

 

Το γεγονός της δημοσίευσης του περιεχομένου του τεκμηρίου 1 είναι παραδεκτό από την Εναγόμενη, αφού παραδέχεται ότι αυτό απεστάλη και κοινοποιήθηκε στους παραλήπτες που παρατίθεται σε αυτό και σε κανένα σημείο της μαρτυρίας δεν αμφισβητήθηκε, συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα προς απόφαση από το Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για το ότι η επίμαχη επιστολή τεκμήριο 1 εμπεριέχει αναφορές για τον Ενάγοντα, κάτι που προκύπτει εκ του περιεχομένου του και το οποίο η Εναγόμενη παραδέχεται, ότι δηλαδή αναφερόταν στον Ενάγοντα. Συνεπώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου στην προκείμενη περίπτωση να καθορίσει κατά πόσο η επίμαχη επιστολή συνιστά λίβελλο, ήτοι δυσφήμιση που έγινε με μόνιμη αποτύπωση, εν τη έννοια του άρθρου 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Το γεγονός της δημοσίευσης σε μόνιμη μορφή καθιστά αχρείαστο να αποδειχθεί ειδική ζημιά, βλάβη ή απώλεια. Αρκεί να καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι αποδίδεται στον Ενάγοντα ποινικό αδίκημα ή ότι εκ της φύσεως τους τα επίδικα δημοσιεύματα τείνουν να βλάψουν ή να επηρεάσουν δυσμενώς την υπόληψη του Ενάγοντα στο επάγγελμα, επιτήδευμα, την εργασία, απασχόληση του ή να τον εκθέσουν σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη ή να προκαλέσουν την αποστροφή ή αποφυγή του από άλλους.

 

Το Δικαστήριο για να καθορίσει κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι λαμβάνει υπόψη του την συνήθη και φυσική έννοια των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούνται στο κείμενο (μαζί με το υπόλοιπο υλικό που αυτό παραθέτει) και το τι αυτές μεταδίδουν στον μέσο συνηθισμένο άνθρωπο, χωρίς να ενέχει σημασία είτε η γνώμη του ιδίου του Ενάγοντα είτε η τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου (βλ. Ελευθέριος Γαληνιώτης ν. Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 474). Εκείνο που έχει σημασία για το Δικαστήριο όταν εξετάζει το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι είναι το κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος, την αντίληψη του οποίου τεκμαίρεται ότι εκφράζει η θέση του Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω Ελευθέριος Γαληνιώτης) θα μπορούσε να το αντιληφθεί ως τέτοιο, ανεξάρτητα από την γνώμη του Ενάγοντα που θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, ενώ το κείμενο μπορεί να επιδέχεται και άλλες αθώες ερμηνείες, κάτι που απαιτεί εξέταση στην ολότητά του και όχι αποσπασματικά με αναφορά στον χρόνο και τρόπο του δημοσιεύματος (βλ. Εκδόσεις Αρκτίνος ν. Δώρος Γεωργιάδης (2011) 1 ΑΑΔ 407).  Όπως έχει νομολογηθεί, σε περίπτωση που το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε επιδέχεται παράλληλα με την κακή σημασία και άλλες ερμηνείες δεν θα τους αποδοθεί η πρώτη, ώστε να χαρακτηριστούν δυσφημιστικές (βλ. Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198).

 

Έχω εξετάσει το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής τεκμήριο 1, η οποία δεν αμφιβάλλω ότι είναι δυσφημιστική για τον Ενάγοντα. Ειδικότερα, αυτό που προκύπτει από την ανάγνωση του περιεχομένου της επίμαχης επιστολής, είναι ότι καταλογίζεται στον Ενάγοντα ότι παραβαίνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις παραλείποντας να καταβάλει τα κοινόχρηστα που αναλογούν στο διαμέρισμα που ενοικιάζει, όπως καθορίζει η διαχειριστική επιτροπή προβάλλοντας ανυπόστατους, παράλογους και ψευδείς ισχυρισμούς, δηλαδή ισχυρισμούς που δεν έχουν βάση αληθείας, ψευδείς και που δεν αντέχουν στον βάσανο της λογικής. Περαιτέρω, η συμπεριφορά του Ενάγοντα προβάλλεται ότι είναι τέτοια που φέρνει την Εναγόμενη σε απόγνωση, δηλαδή σε πολύ μεγάλη απελπισία γιατί δεν συμμορφώνεται ως οφείλει, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις τόσο της ίδιας όσον και των δικηγόρων της και η εικόνα του είναι αρνητική και μη συνάδουσα με την ιδιότητα του ως Αξιωματικού της Διοίκησης Αεροπορίας, κάτι που την ανάγκασε να αποστείλει την επίμαχη επιστολή για την παρέμβαση των ανωτέρων του, ώστε να συμμορφωθεί. Επίσης ο Ενάγων αναφέρεται ως «συγκεκριμένος» και «μεμονωμένος» Αξιωματικός που με την συμπεριφορά του αυτή επενεργεί αρνητικά στο κύρος και αξιοπιστία της Εθνικής Φρουράς που αποτελεί αξιόπιστο θεσμό του Κράτους, ήτοι χαρακτηρίζεται ως ένας μεμονωμένος αναξιόπιστος Αξιωματικός που στην ουσία στιγματίζει την αξιοπιστία και το κύρος της Εθνικής Φρουράς και ανάξιος να αποτελεί μέλος της.

 

Η πιο πάνω εικόνα που εκπέμπεται από την επίμαχη επιστολή σε σχέση με τον Ενάγοντα, όπως αποτυπώνεται από την φυσική την συνήθη και φυσική έννοια των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούνται στο κείμενο και το τι αυτές μεταδίδουν στον μέσο συνηθισμένο άνθρωπο, τείνουν να βλάψουν ή να επηρεάσουν δυσμενώς την υπόληψη του Ενάγοντα στο επάγγελμα, επιτήδευμα, την εργασία, απασχόληση του ή να τον εκθέσουν σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη ή να προκαλέσουν την αποστροφή ή αποφυγή του από άλλους.

 

Έχοντας καταλήξει ότι η επίμαχη επιστολή τόσο μεμονωμένα όσο και συνολικά ιδωμένη είναι δυσφημιστική για τον Ενάγοντα προχωρώ στην εξέταση της τυχόν πλήρωσης των προϋποθέσεων των όποιων υπερασπίσεων η Εναγόμενη έχει δικογραφικά προβάλει και προωθήσει κατά την ακροαματική διαδικασία, αλλά και στην τελική της αγόρευση, ενόψει του άρθρου 19 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.[1] Ειδικότερα, η Εναγόμενη προέβαλε ότι το περιεχόμενο και τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται η επίμαχη επιστολή είναι αληθινά, ενώ οι όποιες εκφράσεις γνώμης, αποτελούν καλόπιστα σχόλια επί γεγονότων άνευ κακής πρόθεσης.

 

Σε σχέση με την εγειρόμενη υπεράσπιση της αλήθειας χαρακτηριστικά είναι τα όσα κάτωθι λέχθηκαν στην υπόθεση Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου ν. Χαράλαμπου Καψού (2009) 1 ΑΑΔ 1175, αφού παρατέθηκε η σχετική πρόνοια του άρθρου 19 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Όπως προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του προαναφερθέντος άρθρου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως και εδώ, κάποιο δημοσίευμα περιέχει περισσότερους από ένα δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, έστω και αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια κάποιων από τους ισχυρισμούς, εν τούτοις μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας.

 

Το κριτήριο το οποίο θέτει ο ίδιος ο νομοθέτης σε μια τέτοια περίπτωση είναι η διακρίβωση κατά πόσο το μέρος ή τα μέρη του δημοσιεύματος που δεν αποδείχτηκε ότι είναι αληθινά, βλάπτουν ουσιωδώς την υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένου όμως υπόψη του αληθούς των υπόλοιπων κατηγοριών. Νομοθετική πρόνοια με παρόμοιο λεκτικό συναντάτο και στο Αγγλικό Defamation Act 1952, άρθρο 5. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Pamplin v. Express Newspapers Ltd (No. 2) [1998] 1 All E.R. 282, μια υπεράσπιση η οποία βασίζεται στη μερική αλήθεια των προβληθέντων ισχυρισμών, μπορεί να ευσταθήσει, εάν δε αυτό δεν καταστεί δυνατό, ο εναγόμενος μπορεί να βασισθεί στα αποδειχθέντα ως αληθή γεγονότα, έτσι ώστε να μειώσει και σχεδόν να εκμηδενίσει το ποσό των επιδικασθησόμενων αποζημιώσεων. Όπως δε τονίστηκε και στην υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers Ltd and Others [1999] 4 All E.R. 609η απόδειξη της αλήθειας συνιστά μια ολοκληρωμένη υπεράσπιση. Εάν ο εναγόμενος αποδείξει ουσιωδώς την αλήθεια των ισχυρισμών του αυτό είναι αρκετό. Στην απόφαση του House of Lords στην υπόθεση Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd and Another [2002] 4 All E.R. 732τονίστηκε ότι είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι για να επιτύχει υπεράσπιση της αλήθειας, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να αποδείξει την αλήθεια ενός εκάστου επιβλαβούς ισχυρισμού στον οποίο είχε προβεί. Είναι αρκετό εάν αποδείξει το κεντρί (sting) των ισχυρισμών του και οι ένορκοι (εδώ το Δικαστήριο) θα πρέπει να διακριβώσουν ποιο είναι το κεντρικό σημείο (sting) του δημοσιεύματος.

 

Όπως περαιτέρω αναφέρεται και στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 6th Edition, para 1053, είναι επαρκές εάν η υπεράσπιση της αλήθειας καλύπτει την κύρια κατηγορία ή την ουσία της δυσφήμησης και ο εναγόμενος δεν χρειάζεται όπως δικαιολογήσει επουσιώδεις λεπτομέρειες ή καταχρηστικές εκφράσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν στο κεντρί της δυσφήμησης, ή οι οποίες δεν προκαλούν στον αποδέκτη επίπτωση διαφορετική απ' εκείνη η οποία προκλήθηκε από το ουσιώδες μέρος το οποίο αποδεικνύεται αληθές. Είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται.».

 

Στην Δώρος Γεωργιάδης, ανωτέρω παρατέθηκαν ως εξής τα όσα αναφέρονται στον Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ, σελ. 320 σε σχέση με απόδειξη της ουσιαστικής αλήθειας του δημοσιεύματος:

 

«Ουσιαστική αλήθεια επαρκής. Κάποιo περιθώριο για υπερβολή και σφάλμα παρέχεται μέσα από την υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου και του προνομίου υπό επιφύλαξη. Ωστόσο, για σκοπούς της υπεράσπισης της αλήθειας, αν ο εναγόμενος αποδείξει ότι η κυρίως κατηγορία ή η ουσία της δυσφήμισης αληθεύει, δεν απαιτείται να δικαιολογήσει τις δηλώσεις ή τα σχόλια εκείνα που δεν προσθέτουν στην κατηγορία ή δεν εισάγουν ισχυρισμό που από μόνος του θα ήταν αγώγιμος.

..........................................................................................

Κατά την εξέταση της ουσιαστικής αλήθειας, είναι βασικό να απομονωθεί ο αναγκαίος πυρήνας του λιβέλου και όχι να αποσπαστεί η προσοχή από ανακρίβειες σε σχέση με περιθωριακές λεπτομέρειες - έστω και ουσιαστικές. Οι δημοσιογράφοι «πρέπει να δικαιούνται κάποιο βαθμό υπερβολής ακόμη και σε σχέση με ισχυρισμούς γεγονότων ...».

 

Στο τεκμήριο 1, ήτοι την επίμαχη επιστολή γίνεται αναφορά σε παράβαση του σχετικού όρου 8 του ενοικιαστηρίου εγγράφου, ήτοι του τεκμηρίου 2 από τον Ενάγοντα, καθότι αυτός δεν κατέβαλε τα κοινόχρηστα και τα έξοδα θέρμανσης στην διαχειριστική επιτροπή προβάλλοντας ψευδείς και ανυπόστατους ισχυρισμούς, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις που του απευθύνονταν. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται η άρνηση του αυτή προκάλεσε στην Εναγόμενη αρνητική εικόνα που δεν συνάδει με την ιδιότητα του Αξιωματικού της Διοίκησης Αεροπορίας. Ακόμη, όπως παρατίθεται, οι όποιες εκκλήσεις της Εναγόμενης και των δικηγόρων της προσέκρουσαν σε ανυπόστατους και ψευδείς ισχυρισμούς αναφορικά με την καταβολή των κοινοχρήστων που αποφάσισε και καθόρισε η διαχειριστική επιτροπή. Τέλος, ότι η συμπεριφορά του Ενάγοντα ήταν τέτοια που την ανάγκασε να αποταθεί στους προϊσταμένους του για να παρέμβουν ώστε να επιλυθεί το ζήτημα επειδή η συμπεριφορά του Ενάγοντα, ενός μεμονωμένου Αξιωματικού, όπως τον καθορίζει, επενεργεί αρνητικά στο κύρος και στην αξιοπιστία της Εθνικής Φρουράς ως αξιόπιστος θεσμός του Κράτους.

 

Εξετάζοντας τις περιστάσεις της παρούσας για σκοπούς απόφανσης για το κατά πόσο η Εναγόμενη μπορεί επιτυχώς να επικαλείται την υπεράσπιση της αληθείας υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη επιστολή αναφέρεται σε αληθινά γεγονότα, παρατηρώ ότι στο χρονικό σημείο όπου αυτή συντάχθηκε και απεστάλη ευρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον Ενάγοντα, μεταξύ άλλων, για τα οφειλόμενα κοινόχρηστα, ήτοι υπήρχε διαφορά μεταξύ τους. Στο ζήτημα των κοινοχρήστων άλλωστε αναφερόταν και η επίμαχη επιστολή και όχι σε ενοίκια. Αυτό που διαφάνηκε εκ των κατατιθέμενων τεκμηρίων-επιστολών μεταξύ των δικηγόρων ήταν ότι ο Ενάγων διαφωνούσε με το ποσό των κοινοχρήστων που όφειλε να καταβάλει επικαλούμενος ότι δεν ήταν αυτό που συμφώνησε με την Εναγόμενη. Αυτή του η θέση ήταν διάχυτη τόσο στις επιστολές των δικηγόρων του, όσο και στην Απάντηση που καταχώρησε μεταγενέστερα βέβαια της αποστολής της επίμαχης επιστολής στην Αίτηση Ε99/14.

 

Η Εναγόμενη ρητά στην επιστολή της, αλλά και στην μαρτυρία της στο Δικαστήριο ευρισκόμενη σε απόγνωση, αποφάσισε να συντάξει και να αποστείλει την επίμαχη επιστολή για να ασκηθεί πίεση στον Ενάγοντα από τους ανωτέρους του ώστε να συμμορφωθεί θεωρώντας η ίδια ότι ο Ενάγων δεν είχε το παραμικρό ίχνος υπεράσπισης στα όσα του καταλόγιζε η ίδια, καθιστάμενη η ίδια κριτής και δικαστής της διαφοράς, παρουσιάζοντας την δική της εκδοχή των πραγμάτων και χωρίς να έχει την οποιαδήποτε περί τούτου δικαστική απόφαση υπέρ της διαγιγνώσκουσα τα δικαιώματα της και τις υποχρεώσεις του Ενάγοντα. Την συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε σχέση με την ουσία της διαφοράς τα όσα του καταλόγιζε δεν τύγχαναν της εφαρμογής της υπεράσπισης της αλήθειας, αφού μπορεί η διαχειριστική επιτροπή να απαίτησε από τον Ενάγοντα να καταβάλει τα κοινόχρηστα που ξεκάθαρα δεν έπραττε, αναγκάζοντας την Εναγόμενη ως η νομική της υποχρέωση να πράξει, όμως το τι συμφώνησε η ίδια συμβατικά με τον Ενάγοντα αμφισβητείτο από τον ίδιο προβάλλοντας μια εντελώς διαφορετική εκδοχή των πραγμάτων.

 

Το γεγονός ότι με το τεκμήριο 9 εξ συμφώνου ο Ενάγοντας συμφώνησε να καταβάλει στην Εναγόμενη συνολικά για ενοίκια και κοινόχρηστα το ποσό των €600- ουδόλως διαφοροποιεί τα πράγματα σε σχέση με τα όσα κρίνονται ανωτέρω για να θεωρηθεί ότι η υπεράσπιση της αληθείας είναι επιτυχής, καθότι αυτό που διαφάνηκε είναι ότι ο Ενάγων δεν κατέβαλε τα κοινόχρηστα επειδή διαφωνούσε με το ύψος που ο ίδιος προέβαλε ότι συμφώνησε και στην επίμαχη επιστολή αναφέρεται ως γεγονός ότι αδικαιολόγητα, ανυπόστατα και με ψευδείς ισχυρισμούς δεν τα κατέβαλε.

 

Περαιτέρω, διαπιστώνω ότι η διαφορά των μερών όπως παρουσιάστηκε την δεδομένη στιγμή από την Εναγόμενη κατά παράβαση κάθε αρχής φυσικής δικαιοσύνης ένεκα της μονόπλευρης θεώρησης και κρίσης των δεδομένων, ήτοι της εικόνας «έτσι έχουν τα πράγματα και τίποτα περισσότερο», δεν αποτελούν την μόνη ουσία της δυσφήμισης, αλλά ότι στην επίμαχη επιστολή εμπεριέχονται και άλλοι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί των οποίων η Εναγόμενη απέτυχε να αποδείξει την αλήθεια, αφού πέραν των γεγονότων που αναφέρει τον χαρακτηρίζει ως πρόσωπο που προβάλλει ψευδείς ισχυρισμούς και ως ένα μεμονωμένο Αξιωματικό από τους λίγους δηλαδή που δεν είναι άξιος να είναι μέλος της αξιόπιστης Εθνικής Φρουράς ξεκινώντας και πάλι από την αφετηρία του ότι έτσι έχουν τα πράγματα και οτιδήποτε άλλο δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

 

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην επίμαχη επιστολή, όπως παρατίθεται ανωτέρω, υπήρχαν πολλοί ουσιώδεις και αυτοτελείς δυσφημιστικοί ισχυρισμοί των οποίων δεν αποδείχθηκε η αλήθεια και που βλάπτουν ουσιωδώς τόσο συνολικά όσο και μεμονωμένα την υπόληψη του Ενάγοντα. Ως εκ τούτου η υπεράσπιση της αλήθειας δεν μπορεί να επιτύχει.

 

H αναφορά στην παράγραφο 9 της Υπεράσπισης ότι στο βαθμό που το δημοσίευμα εμπεριέχει εκφράσεις γνώμης, αυτές είναι καλόπιστα σχόλια επί γεγονότων, χωρίς κακή πρόθεση προωθήθηκε στην γραπτή αγόρευση της Εναγόμενης εντασσόμενη στο πλέγμα της υπεράσπισης της αλήθειας, καθότι δεν θα μπορούσε παρά τις σχετικές σε αυτή αναφορές να ενταχθεί στην υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, αφού δεν προκύπτει να αφορά ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, ούτε και έτυχε τέτοιας επίκλησης και δικογράφησης.[2]

 

Επανερχόμενος στο ζήτημα της προώθησης της θέσης ότι η επίμαχη επιστολή εμπεριέχει εκφράσεις γνώμης που αποτελούν καλόπιστα σχόλια επί γεγονότων και όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζεται στην γραπτή αγόρευση της Εναγόμενης, σκέψεις που ανταποκρίνονται στην αλήθεια και συνάγονται από αληθείς ισχυρισμούς ή έντιμα σχόλια που δεν προσθέτουν η αλλοιώνουν την εικόνα του Ενάγοντα ως παρουσιάζεται από αληθή γεγονότα, κρίνω σκόπιμο να παραθέτω το κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα Gatley on Libel and Slader, ανωτέρω, παράγραφο 11.7, σελ. 318:

 

« Fact and opinion. If the libel contains defamatory statements both of fact and of opinion, the defendant, under a plea of justification, must prove that the statements of fact are true and that the statements of opinion are correct.

 

“A plea of justification means that the libel is true not only in its allegations of fact, but also in any comments made….The defendant has to prove not only that the facts are truly stated but also that any comments upon them are correct.”.

 

“In a plea of justification the defence that α matter of opinion or inference is true is not that the defendant truly made that inference, or truly held that opinion, but is that the opinion and inference are both of them true.”

 

Hence, if an article in a newspaper is introduced by a defamatory headline in the nature of a comment, evidence that the facts stated in the article where true is not sufficient to support a plea of justification, unless the defendant convinces the jury that the headline was a true view of the state of affairs disclosed by the facts. It may, of course, be that the expression of opinion can be defended as fair comment.

 

“Comment may be defended as honest opinion, or it may be defended as the truth. The fact that words complained of are comment does not preclude their being defended as true.”».

 

Η υπεράσπιση σε σχέση με τα όσα παρατίθενται δικογραφικά και προωθούνται στην γραπτή αγόρευση της Εναγόμενης, αφού το ζήτημα δεν αφορά θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος υποστηρίζει το αληθές των γεγονότων, το οποίο για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω δεν γίνεται δεκτό και ότι τα όσα προκύπτουν εξ αυτών, ήτοι οι χαρακτηρισμοί του Ενάγοντα ως πρόσωπο που εκπέμπει εικόνα αρνητική και μη συνάδουσα με την ιδιότητα του ως Αξιωματικού, αλλά και ο χαρακτηρισμός του ως μεμονωμένου Αξιωματικού που επιδεικνύει συμπεριφορά που επενεργεί αρνητικά στο κύρος και αξιοπιστία της Εθνικής Φρουράς ως αξιόπιστου θεσμού κρίνονται ότι δεν αποτελούν συμπεράσματα και γνώμη, τα οποία θα μπορούσαν να προκύψουν από τα γεγονότα, ακόμη και αν δεχόμουν ότι τα γεγονότα ήταν αληθή. Ως εκ τούτου τέτοιοι χαρακτηρισμοί έχρηζαν απόδειξης από την Εναγόμενη ως αληθινοί, κάτι που δεν κατάφερε να πράξει δια της προσκομισθείσας μαρτυρίας. Αυτό το οποίο έχω ήδη επεξηγήσει είναι ότι στην προκείμενη περίπτωση η επίμαχη επιστολή εμπεριέχει αυτοτελείς δυσφημιστικούς ισχυρισμούς.

 

Έχοντας καταλήξει ότι η επίμαχη επιστολή συνιστά λίβελο σε βάρος του Ενάγοντα και ότι δεν αποδείχθηκε η προβληθείσα υπεράσπιση θα προχωρήσω στον καθορισμό των αποζημιώσεων στις οποίες αυτός δικαιούται.

 

Αναφορικά με το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου χαρακτηριστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ κ.α. ν. Φιλίππου (Φαλκονέττι) (1998) 1 (Β) ΑΑΔ 958:

 

«Σχετικοί παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων είναι μεταξύ άλλων, το ότι η δυσφημιστική δήλωση έγινε υπό μορφή επανάληψης, έγινε αναφορά στην πηγή της και ο δηλώσας πίστευε στην αλήθεια της.  Όπως αναφέρεται στον  Gatley  on  Libel  and  Slander, 6η έκδοση, επιβαρυντικοί παράγοντες που μπορεί να επαυξήσουν τις αποζημιώσεις είναι ο τρόπος και η μεγάλη έκταση της δημοσίευσης, η επαναδημοσίευση, η διαγωγή του εναγομένου, ο τρόπος διεξαγωγής της υπεράσπισης, η αποτυχία υπεράσπισης αλήθειας (justification) και η πρόκληση ειδικής ζημιάς (ίδε ICP (Cyprus) Ltd v. Times Nespapers Ltd and Others (1972) 4 J.S.C. 455 και Cacoyiannis v. Kyrou and Others, ανωτέρω) [(1976) 12 JSC 1883]

 

Στην υπόθεση  Λουκαϊδης v. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 22 (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Υποθέσεις λιβέλλου παρουσιάζουν ιδιομορφίες, που δεν αφήνουν πεδίο για την καθ' όλα ταύτισή τους με τις επιπτώσεις του τραυματισμού σε υποθέσεις προσωπικών κακώσεων.  Οι γενικές αρχές για τον καθορισμό αποζημιώσεων, που υιοθετούνται στην Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789, έχουν καθολική εφαρμογή και διαγράφουν το μέτρο των αποζημιώσεων σ' όλες τις υποθέσεις αστικών αδικημάτων.  Η αποζημίωση πρέπει να είναι δικαία και εύλογη.  Στην περίπτωση του λιβέλλου, δικαία είναι η αποζημίωση η οποία αποκαθιστά, ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέσο το χρήμα.  Ταυτόχρονα, η αποζημίωση πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή να ευρίσκει αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο.». 

 

Σε μια περιεκτικότερη αναφορά του τι λαμβάνεται υπόψη στην επιδίκαση αποζημιώσεων σε υποθέσεις λίβελλου το Ανώτατο Δικαστήριο σε πιο πρόσφατη απόφαση του υπέδειξε τα εξής σημαντικά (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Στο δίκαιο της δυσφήμισης ο προσδιορισμός του ύψους των αποζημιώσεων είναι θέμα πολύπλοκο και γίνεται με βάση τη συνεκτίμηση διαφόρων παραμέτρων. Ως θέμα αρχής, η αποζημίωση πρέπει να είναι δίκαιη και εύλογη. Δίκαιη υπό την έννοια να αποκαθιστά, ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέτρο αποκατάστασης το χρήμα. Να βρίσκει δε, ως εύλογη, αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων, συναρτώνται, μεταξύ άλλων, από τη θέση του ενάγοντα στην κοινωνία, την έκταση και μορφή του δημοσιεύματος και τη γενικότερη συμπεριφορά του εναγόμενου πριν και μετά τη δυσφήμιση, τον τρόπο διεξαγωγής της Υπεράσπισης, την τυχόν απολογία, το στάδιο που αυτή δίδεται και την επανάληψη της δυσφήμισης. Εν τέλει, το μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου.».[3]

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Ενάγων ήταν κατά τον επίδικο χρόνο Αξιωματικός των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά. Η προσκομισθείσα μαρτυρία αναφορικά με την έκταση της δημοσίευσης της επίμαχης επιστολής δεν καταδεικνύει τις θέσεις του Ενάγοντα ότι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της χιλιάδες πρόσωπα στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά δέχομαι ότι εκ της λογικής και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ένας αριθμός προσώπων, εκτός των όσων καθορίζονται ρητά σε αυτή έλαβε γνώση του περιεχομένου της εκ καθηκόντος. Εξ άλλου, παρατηρώ ότι τόσο στην παράγραφο 5 όσο και στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης δικογραφείται η λήψη γνώσης της επίμαχης επιστολής από πρόσωπα που βρίσκονται μόνο στην πόλη και Επαρχία Λευκωσίας.

 

Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου ότι οι θέσεις της υπεράσπισης της Εναγόμενης κατά την διαδικασία προωθήθηκαν από την πλευρά της μέσα στα πλαίσια μιας πολιτισμένης και άνευ της οποιασδήποτε αίσθησης έντασης τόσο κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα, όσο και κατά την κυρίως εξέταση και αντεξέταση της Εναγόμενης από τους ευπαίδευτους συνηγόρους. Επίσης, σημειώνω ότι δεν δικογραφήθηκε στην Έκθεση Απαίτησης η όποια αναφορά σε παράλειψη απολογίας στον Ενάγοντα για να ληφθεί υπόψη η παράλειψη αυτή (βλ. Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, παρ. 28.28, σελ. 985) ή αποδείχθηκε η οποιαδήποτε ειδική ζημιά στον Ενάγοντα πέραν της αξίωσης που έχει για γενικές αποζημιώσεις.

 

Το ότι δεν καταδείχθηκε η οποιαδήποτε ειδική ζημιά στον Ενάγοντα, ήτοι ο επηρεασμός εκ της επίμαχης επιστολής στην καριέρα του με τα συνεπακόλουθα που αυτός προέβαλε τόσο δικογραφικά όσο και στην μαρτυρία του αφαιρεί το όποιο αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο για να διεκδικήσει αποζημιώσεις για επιζήμια ψευδολογία δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 148, που αν και δεν επιζητά ρητά ως θεραπεία προκύπτει από την δικογράφηση (βλ. Kenedy Hotels Ltd v. Waiq  Indjirdjian (1992) 1 AAΔ.400).

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί κακόβουλης δημοσίευσης και στα όσα προέβαλε ο Ενάγων ότι αυτή απέβλεπε να τον καταστρέψει και εξοντώσει επαγγελματικά, δεν κρίνεται ότι έχει καταδειχθεί, αφού τόσο το ύφος της επίμαχης επιστολής, όσο και ο τρόπος που έδωσε μαρτυρία η Εναγόμενη στο Δικαστήριο έδωσαν την εντύπωση ότι απέστειλε την επίμαχη επιστολή σε μια προσπάθεια να πιεστεί ο Ενάγων να καταβάλει τα όσα την δεδομένη στιγμή η ίδια θεωρούσε ότι δικαιούτο. Εξάλλου, ουδεμία παράθεση λεπτομερειών κακοβουλίας προκύπτει από τα δικόγραφα του Ενάγοντα ως όφειλε αυτός να συμπεριλάβει (βλ. Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, παρ. 28.28, σελ. 985 με παράθεση αποσπάσματος από την Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Webster v. British Gas Services Ltd [2003] EWHC 1188 QBD).

 

Ως εκ των ανωτέρω και συνυπολογίζοντας όλα όσα έχουν παρατεθεί για το ζήτημα του υπολογισμού των αποζημιώσεων του Ενάγοντα κρίνω ότι η δίκαιη και εύλογη αποζημίωση που αυτός δικαιούται υπό τις περιστάσεις είναι το ποσό των €1,500-.

 

Σε σχέση με το ζήτημα των τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων που αξιώνει ο Ενάγων κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το κάτωθι σύντομο, αλλά περιεκτικότατο απόσπασμα του συγγράμματος Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις των κκ. Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, όπου στον τόμο 1 στις σελίδες 84-85 παρατίθενται τα εξής:

 

«Παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις – Στο παρελθόν επιδικάζονταν και παραδειγματικές αποζημιώσεις σε κατάλληλες περιπτώσεις λιβέλου μέχρις ότου στην υπόθεση Rookes v. Barnard αποφασίστηκε από τη Βουλή των Λόρδων ότι τούτο είναι μόνο επιτρεπτό σε περιπτώσεις καταπιεστικής, αυθαίρετης και αντισυνταγματικής ενέργειας από λειτουργούς του κράτους, και σε περιπτώσεις όπου η διαγωγή του εναγόμενου στοχεύει στο να εξασφαλίσει κέρδος που θα μπορούσε να υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των αποζημιώσεων. Η σημασία και το αποτέλεσμα της απόφασης αυτής αναλύθηκε στην Mc Carey v. Associated Newspapers Ltd. Οι αποζημιώσεις μπορεί να είναι ουσιαστικές και επαυξημένες λόγω επιβαρυντικών στοιχείων, αλλά δεν επιτρέπεται η εισαγωγή τιμωρητικών αποζημιώσεων με άλλη μορφή. Η εφαρμογή της Rookes στην Κύπρο υπήρξε υπό αμφισβήτηση και τα δικαστήρια δεν φαίνεται αρχικά να τη δέκτηκαν. Σε μεταγενέστερες αποφάσεις φαίνεται να αναγνωρίζεται η εφαρμογή των αρχών της από τις αναφορές που γίνονταν σ΄ αυτές. Στην υπόθεση Papakokkinou v. Kanther, λέχθηκε ότι διαγωγή με στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή κακόβουλης πρόθεσης μπορεί να δικαιολογεί την επιδίκαση επαυξημένων (aggravated) αποζημιώσεων, αλλά το θέμα εφαρμογής των κανόνων που τέθηκαν στη Rookes αφέθηκε ανοικτό γιατί δεν εγειρόταν άμεσα».

 

Στην υπό κρίση περίπτωση με βάση το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας και των ευρημάτων του Δικαστηρίου, δεν κρίνω ότι η συμπεριφορά της Εναγόμενης  ήταν εξωφρενική, αλαζονική, κακόβουλη και ότι επιχείρησε να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς ή κέρδος λιβελογραφώντας σε βάρος Ενάγοντα. Κατά συνέπεια δεν θα επιδικάσω παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις σε βάρος της Εναγόμενης, περιοριζόμενος στην επιδίκαση των γενικών αποζημιώσεων, οι οποίες κρίνω ότι αποζημιώνουν πλήρως τον Ενάγοντα. 

 

Σε σχέση με την θεραπεία που αξιώνει ο Ενάγων για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος παραπέμπω στα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα των κ.κ. Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα, σελ. 85-86[4] και δεν διαπιστώνω τον κίνδυνο επανάληψης της δυσφήμισης στο μέλλον, αφού οι όποιες διαφορές των διαδίκων προκύπτει ότι διευθετήθηκαν με την καταβολή των ποσών που παρατίθενται στο τεκμήριο 10 περί το τέλος του 2014 και δεν προέκυψε οποιαδήποτε συνέχεια έκτοτε. Συνεπώς, κρίνω ότι δεν μπορεί να εκδοθεί σχετικό απαγορευτικό διάταγμα ως η θεραπεία που αξιώνει ο Ενάγων.

 

Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης για ποσό €1,500- πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(υπ.)……………………………………

                                                                                            Χ-Μ Καραπατάκης

                                                                                            Επαρχιακός Δικαστής

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1] «Σε αγωγή για δυσφήμηση απoτελεί υπεράσπιση-

(α) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv αληθές:

Νoείται ότι, όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα περιέχει δυo ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγoρίες κατά τoυ εvάγovτα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφoυ αυτής δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε μιας κατηγoρίας, αv τo μέρoς τoυ δημoσιεύματoς πoυ δεv απoδείχτηκε ως αληθές δεv βλάπτει oυσιωδώς τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα, αφoύ ληφθεί υπόψη τo αληθές τωv υπόλoιπωv κατηγoριώv͘

(β) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς:

Νoείται ότι όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημηστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται:

Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.

(γ) ότι η δημoσίευση τoυ δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς ήταv πρovoμιoύχα δυvάμει τωv άρθρωv 20 και 21͘

(δ) ότι η δυσφήμηση έγιvε χωρίς πρόθεση δυvάμει τoυ άρθρoυ 22

 

[2] Για να γίνει κατανοητή η διάκριση της υπεράσπισης αυτής αρκεί να παρατεθεί το πιο κάτω απόσπασμα της υπόθεσης Θεοφάνης Καραβίας ν. Σταύρος Σταύρου (2012) 1 ΑΑΔ 469 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Για να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, ο εναγόμενος θα πρέπει να δείξει ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότος, ότι υπάρχει πραγματική βάση για το σχόλιο και ότι αυτό αφορά σε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος.  Αν, όμως, ο ενάγοντας δείξει ότι το σχόλιο δεν έγινε έντιμα ή ότι αυτό έγινε κακόβουλα, τότε η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν μπορεί να επιτύχει - (βλ. Gatley on Libel and Slander, Eighth Edition, The Common Law Library, Number 8, παραγράφους 693-748, σελ. 291-326). Είναι, επίσης, θεμελιωμένο ότι το σχόλιο πρέπει να είναι δίκαιο και, για να είναι τέτοιο, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο ένας έντιμος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αυτές τις απόψεις. Σχόλιο αποτελεί η έκφραση γνώμης επί γεγονότων. Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται το σχόλιο δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται στο κείμενο, μπορεί, απλώς, να γίνεται νύξη σ' αυτά. Αν τα γεγονότα αναφέρονται αληθώς, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου επιτυγχάνει, εφόσον το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι τα σχόλια έχουν γίνει εύλογα και έντιμα. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάγκη, για να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, να αποδεικνύονται ως αληθινά όλα τα γεγονότα, αρκεί ορισμένα από αυτά να είναι αληθινά – (βλ. Gatley on Libel and Slader, Tenth Edition, The Common Law Library, παράγραφο 12.14, σελ. 299-301).».

 

[3] Κυριάκου κ.α. ν. Λουκαΐδη, Πολιτική Έφεση 103/2014, απόφαση ημερ. 18/12/20, ECLI:CY:AD:2020:A450. Αξίζει να τονιστεί ότι λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του Εναγόμενου από την ημερομηνία των επίδικων δημοσιευμάτων μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου (βλ. σχετικό απόσπασμα σε Gatley on Libel and Slander, 10η έκδοση, παρ. 9.2, «The jury is entitled to take into their consideration the conduct of the claimant, his position and standing, the nature of the libel, the mode and extent of publication, the absence of refusal of any retraction or apology, and the conduct of the defendant form the time when the libel was published down to the verdict».

 

[4] «Διατάγματα- Μια από τις θεραπείες που μπορεί να δοθεί σε υποθέσεις δυσφήμισης είναι και το απαγορευτικό διάταγμα, όπου υπάρχει ένδειξη ότι ο εναγόμενος μπορεί να προβεί σε νέα δημοσίευση.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο