ECLI:CY:EDLEM:2019:A54
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Β. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 862/15
Μεταξύ:
1. SUPER SOUNDS TRADING CO. LTD
2. XXXXX ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ
3. XXXXX ΠΑΥΛΙΔΗΣ
Εναγόντων
-και-
1. ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Και ως έχει μετονομαστεί στις 30.3.17
ASTROBANK LTD
2. ALPHA BANK CYPRUS LIMITED
Εναγομένων
…………………..
Αίτηση ημερ. 18.10.18 υπό Εναγόντων 2 και 3 για
Απαγορευτικό Διάταγμα
31 Ιανουαρίου 2019
Για Ενάγοντες: κα Λ. Χ’ Ξενοφώντος για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη 1: κα Τ. Χλωρακιώτου για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στη βάση της ως άνω μονομερούς αίτησης τους οι Ενάγοντες 2 και 3 εξασφάλισαν στις 22.10.18 προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στην Εναγόμενη 1 όπως συνεχίσει τη διαδικασία εκποίησης του τεμ.356 βάσει της Υ.11442/09 και του Μέρους VIA του Ν.9/65 (Αιτητικό Γ). Τα δύο άλλα αιτητικά (υπό Α και Β) ορίστηκαν για επίδοση στην άλλη πλευρά.
Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 32 του Ν.14/60, στα άρθρα 4, 5 και 9 του Κεφ.6, στο άρθρο 44Γ του Ν.9/65, στην Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας περί Διαχείρισης Καθυστερήσεων, στη Δ.48 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Στην πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του ο Ενάγων 3 αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
1. Στις 16.10.18 και 17.10.18 ο ίδιος και η Ενάγουσα 3 (σύζυγος του), συνιδιοκτήτες κατά ½ έκαστος του ενυπόθηκου, παρέλαβαν αντίστοιχα Ειδοποιήσεις Τύπου ΙΑ και ΙΒ (Τεκμήριο 1).
2. Με την ισχύουσα νομοθεσία μόνο με την άμεση έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων μπορούν να καταχωρίσουν την προβλεπόμενη Έφεση για παραμερισμό των Ειδοποιήσεων ΙΑ και ΙΒ και κατ’ επέκταση του πλειστηριασμού, ο οποίος ορίστηκε στις 7.3.19, οπότε η αίτηση ήταν κατεπείγουσας φύσης αφού έπρεπε να καταχωριστεί η έφεση εντός 30 ημερών από την επιβεβαιωμένη αποστολή τους (Τεκμήριο 2).
3. Με το παλαιό νομικό καθεστώς είχαν καταχωρίσει την αγωγή υπ’ αρ. 2807/17 μετά την παραλαβή της Ειδοποίησης Τύπου Ι (Τεκμήρια 3, 4).
4. Όσον αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης, κατά το 2007 είχαν συνάψει δάνειο σε Ελβετικά φράγκα από την Εναγόμενη 2. Κατά το 2009 χρειάστηκαν ακόμα €120.000 για την αποπεράτωση της κατοικίας τους εντός του ενυπόθηκου ακινήτου και μετά την άρνηση της Εναγομένης 2, αποτάθηκαν στην Εναγόμενη 1, η οποία όμως έθεσε ως όρο όπως το δάνειο γίνει επίσης σε φράγκα και για μεγαλύτερο ποσό ούτως ώστε να εξοφληθεί το παλαιότερο χρέος προς την Εναγόμενη 2. Λόγω του ότι πιέζονταν από πλευράς χρόνου οι Ενάγοντες 2 και 3 αποδέχθηκαν τους όρους της Εναγομένης 1 και η Ενάγουσα 2 συνήψε στις 24.12.09 δύο στεγαστικά δάνεια ύψους CHF710.000 και CHF178.476 €477.375 και €120.000), ενώ ανοίχθηκε και ένας τρεχούμενος λογαριασμός επ’ ονόματι και των δύο, ύψους €5.000. Επίσης η Ενάγουσα 1 εταιρεία συνήψε ένα δάνειο ύψους €50.000, καθώς και ένα τρεχούμενο λογαριασμό ύψους €50.000 (Τεκμήρια 8 και 9).
5. Τον Νοέμβριο του 2010 χρειάστηκαν ακόμα €90.000 και μετά από παρότρυνση της Εναγομένης 1 συνήψαν ακόμα ένα δάνειο για το αντίστοιχο ποσό επ’ ονόματι και πάλι της Ενάγουσας 2 (Τεκμήριο 10).
6. Είναι η θέση τους ότι οι ως άνω συμφωνίες είναι άκυρες καθότι συνήφθησαν κατόπιν πίεσης και οικονομικού εξαναγκασμού σε σχέση με το νόμισμα των δανείων και της ανάγκης για χρηματοδότηση.
7. Περί το 2013, όταν αυξήθηκε το κόστος χρηματοδότησης, απαίτησαν τη μετατροπή των δανείων σε ευρώ αλλά η τράπεζα τους συμβούλευσε να μην το πράξουν λέγοντας τους ότι θα ανέβαινε το ευρώ. Οι δόσεις των δανείων άρχισαν να αυξάνονται συνεχώς λόγω της χρέωσης της διαφοράς του συναλλάγματος αλλά και της μονομερούς αύξησης του συμφωνημένου περιθωρίου κέρδους.
Όπως αναφέρει στην παράγραφο 30 της ένορκης δήλωσης:
«i. Το ποσό που η Τράπεζα εισέπραττε που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των τιμών του συναλλάγματος ήταν χωρίς αντιπαροχή και ως εκ τούτου η πράξη ήταν άκυρη.
ii. Η Τράπεζα για να μας πείσει να συνάψουμε δάνεια σε ελβετικό προέβηκε σε τέτοιες παραπλανητικές ενέργειες που ισοδυναμούν με αθέμιτη εμπορική πρακτική και ψευδείς παραστάσεις.
iii. Οι όροι για καταβολή δόσεων σε ελβετικά φράγκα, δικαίωμα μονομερής (sic) μεταβολής του επιτοκίου και τερματισμού των συμφωνιών είναι καταχρηστικοί και η Τράπεζα είχε παραβεί τις προσυμβατικές της υποχρεώσεις».
8. Ο ελεγκτής τους (κ. Τάλλης) ετοίμασε σχετικές μελέτες, Τεκμήρια 11, 12, 13, και έχει καταλήξει ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2016 για τα πρώτα δύο δάνεια υπάρχουν υπερχρεώσεις €253.174, €63.535 και για το τρίτο €3.707 ενώ για τα υπόλοιπα, χωρίς ακόμα μελέτη, ο εν λόγω ελεγκτής εκτιμά ότι οι υπερχρεώσεις φτάνουν το 20% του κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενου ποσού.
9. Κατά το 2013 η Εναγόμενη 1 ενήργησε αντίθετα με τον Κώδικα της Κεντρικής Τράπεζας και αρνήθηκε οποιαδήποτε πρόταση για αναδιάρθρωση.
10. Με την αγωγή ζητείται η ακύρωση και των συμφωνιών υποθήκης βάσει του ότι οι όροι ήταν αδιαπραγμάτευτοι και ο όρος σχετικά με το ύψος του επιτοκίου είναι παράνομος, άκυρος και αντίθετος με το εξ επιείκειας δικαίωμα για εξόφληση.
11. Με την Ειδοποίηση Ι δεν ξεκαθαρίζεται το ποσό το οποίο εξασφαλίζει η υποθήκη.
12. Το ενυπόθηκο ακίνητο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, η κατοικία δεν είναι κατοικήσιμη και καμιά τράπεζα δεν αποδέχεται να τους χρηματοδοτήσει. Το εν λόγω ενυπόθηκο είναι συναισθηματικής αξίας αφού για χρόνια παλεύουν να το κτίσουν. Επιθυμία τους είναι να κρατήσουν το ακίνητο, να πληρώνουν τις πραγματικές οφειλές και προς τούτο έγιναν προτάσεις προς την τράπεζα με πιο πρόσφατη την εισήγηση στις 28.9.18 προς πλήρη εξόφληση με:
- Εξασφάλιση νέου δανείου ύψους €240.000 και μηνιαία δόση €1000 και
- Καταβολή εφάπαξ ποσού €500.000 το οποίο θα προέλθει από την πώληση του ακινήτου εντός τριών ετών.
13. Ο λόγος για τον οποίο καταχωρίστηκε η αίτηση είναι επειδή μετά την τροποποίηση του Νόμου έπρεπε εντός 30 ημερών να καταχωριστεί η Έφεση τους, εξ ου και ήταν επείγον.
Ένσταση
Με την ένσταση της η Εναγόμενη 1 προέβαλε 16 λόγους προς απόρριψη της αίτησης, οι οποίοι συνοψίζονται στο ότι δεν συντρέχουν οι καθιερωμένες προϋποθέσεις, καθώς και στο ότι υπάρχει κατάχρηση και αλλότρια κίνητρα, ότι τα διατάγματα είναι εκ του περισσού και ότι η αίτηση είναι γενική και αόριστη.
Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της η υπάλληλος της Εναγομένης 1, κα Ζήνωνος, αρνείται τους ισχυρισμούς των Εναγόντων 2 και 3, αμφισβητεί το επείγον της αίτησης, προβάλλει απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, υποδεικνύει κάποιους όρους στις συμφωνίες περί της ευχέρειας μετατροπής επιτοκίου, τονίζει την ύπαρξη δηλώσεων των Εναγόντων περί της αντίληψης των κινδύνων δανεισμού σε ξένο νόμισμα (Τεκμήρια 2 και 3) και αναλύει τους λόγους ένστασης σχετικά με την απουσία των προϋποθέσεων έκδοσης των διαταγμάτων. Όσον αφορά τις εκθέσεις του κ. Τάλλη προβάλλει πως απουσιάζει οποιαδήποτε ανάλυση ενώ για τη σύναψη των δανείων υποδεικνύει ότι ίδιοι οι Ενάγοντες 2 και 3 είχαν ζητήσει τη μεταφορά των δανείων τους από την Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 1.
Περαιτέρω τονίζει πως εάν εν τέλει κριθεί ότι όντως υπήρξαν υπερχρεώσεις, τότε η Εναγόμενη 1 έχει την οικονομική ευχέρεια να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό ήθελε αποφασιστεί, ενώ η υποβληθείσα πρόταση για πώληση του ακινήτου αντικρούει τον ισχυρισμό για ύπαρξη συναισθηματικής σύνδεσης με αυτό.
Νομική Πτυχή:
Είναι καλώς νομολογημένο ότι σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν.14/60 ενδιάμεσα απαγορευτικά (παρεμπίπτοντα, διηνεκή ή προστακτικά) διατάγματα δύνανται να εκδοθούν όταν καταδεικνύεται σωρευτικά ότι:
i. Υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
ii. Υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία.
iii. Εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
(Βλ. Andreas Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and others (1982) 1 C.L.R. 557 και Ιερά Μονή Κύκκου v. White Moon Services Ltd (2013) 1(Α) 354).
Το δικαστήριο δεν εξετάζει σε αυτό το στάδιο την αίτηση με στόχο την εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων, είτε επί του πραγματικού, είτε επί του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (βλ. The Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστίνας Χριστοφόρου κ.α (1995) 1 Α.Α.Δ. 248).
Όπως έχει λεχθεί, δεν τίθεται θέμα οριστικής διάγνωσης ως προς τα θέματα που άπτονται των επιδίκων θεμάτων και η ενδιάμεση διαδικασία δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πρόωρη δίκη επί της ουσίας. (βλ. Νικόλα v. Κεφάλα κ.α. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1400 και Goody’s Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1572). Γίνεται, όμως, δεκτό ότι κάποια αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί κατά πόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32, χωρίς όμως αυτό να ισοδυναμεί με τελεσίδικη κρίση.
Σοβαρό Ζήτημα
Ως προς το κατά πόσον υπάρχει ή όχι σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση σημειώνεται πως αυτό διαπιστώνεται στο παρόν στάδιο με αναφορά στα καταχωρισθέντα δικόγραφα και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με την ευρεία του έννοια και όχι ως τεχνικός όρος εξισούμενος με τις έγγραφες προτάσεις (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598). Δεν είναι δηλαδή απαραίτητο να έχει προηγηθεί η καταχώριση της έκθεσης απαίτησης, αφού και οι ένορκες δηλώσεις μπορούν να αποτελέσουν το βάθρο για τη χορήγηση προσωρινής θεραπείας (βλ. American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R. 504). Αυτό το οποίο εξετάζεται εν σχέσει με την πρώτη προϋπόθεση είναι το κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία αν επιτύχει θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας.
Στην παρούσα περίπτωση οι Ενάγοντες 2 και 3 με την Έκθεση Απαίτησης τους εγείρουν ζητήματα εγκυρότητας αφενός των εγγυήσεων που οι ίδιοι υπέγραψαν προς όφελος της Εναγομένης 1 και αφετέρου των συμβάσεων πίστωσης τις οποίες οι ίδιοι υπέγραψαν είτε από κοινού είτε κυρίως η Ενάγουσα 2 ως πρωτοφειλέτης, σε συνδυασμό με αξιώσεις για αποζημιώσεις και αναγνωριστικές δηλώσεις. Οι αξιώσεις τους εκτείνονται σε 33 παραγράφους, αν και ορισμένες εξ αυτών τίθενται διαζευκτικά προς άλλες. Παρέλκει επί του παρόντος η εξαντλητική καταγραφή όλων των εγειρόμενων ζητημάτων. Αρκεί να λεχθεί πως μέσα από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους αναμφίβολα εγείρονται σοβαρά ζητήματα προς εκδίκαση υπό την έννοια ότι αποκαλύπτονται γνωστές στον Νόμο αιτίες αγωγής, οι οποίες αν επιτύχουν, θα οδηγήσουν στην απόδοση ανάλογων θεραπειών προς όφελος τους.
Πιθανότητα Επιτυχίας
Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτό το οποίο απαιτείται είναι να ικανοποιηθεί το δικαστήριο ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η έννοια αυτή απαιτεί κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Odysseos, ανωτέρω και Πουργουρίδη ν. Μέζου (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Όπως έχει αναφερθεί στην Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 253 η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία και πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα υπό την πιο πάνω έννοια. Τέτοια μαρτυρία είναι αυτή που εξάγεται από τις ένορκες δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων.
Για ό,τι ενδιαφέρει την αίτηση των Εναγόντων 2 και 3 σημειώνεται ότι στην παρούσα περίπτωση οι ίδιοι δέχονται στην Έκθεση Απαίτησης τους ότι:
- Στις 24.12.09 η Ενάγουσα 2 εξασφάλισε από την Εναγόμενη 1 δυο στεγαστικά δάνεια, ήτοι τα υπ’ αρ. XXXXX287 και XXXXX329, ύψους CHF710.000 (€477.375) και CΗF178.476 (€120.000) αντίστοιχα, με εξασφαλίσεις την εγγύηση του Ενάγοντος 3 και την υποθήκευση του τεμαχίου 274 (μάλλον εννοείται το τεμάχιο 356).
- Στις 24.12.09 οι Ενάγοντες 2 και 3 εξασφάλισαν από την Εναγόμενη 1 τρεχούμενο λογαριασμό υπ’ αρ. XXXXX360 ύψους €5.000.
- Στις 12.11.10 η Ενάγουσα 2 εξασφάλισε από την Εναγόμενη 1 νέο δάνειο υπ’ αρ. XXXXX530 ύψους €90.000.
Στην Έκθεση Απαίτησης δεν υπάρχει ισχυρισμός για υποθήκευση του τεμαχίου 356, το οποίο είναι το κτήμα επί του οποίου θα ανεγείρετο η κατοικία για την οποία δόθηκαν τα στεγαστικά δάνεια. Τέτοιος ισχυρισμός περιέχεται στην παράγραφο 40 της ένορκης δήλωσης Εναγόντων και είναι ούτως ή άλλως παραδεκτό στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της Εναγομένης 1 [(στην παράγραφο 20.7(α)] όπου αναφέρεται ότι για το πρώτο δάνειο υπ’ αρ. XXXXX287 οι Ενάγοντες 2 και 3 συνέστησαν πρώτη υποθήκη Υ.11442/09 επί του τεμαχίου 356 για ποσό CHF781.000 συν τόκους.
Συνολικά δηλαδή επί του ιδίου τεμαχίου φαίνεται ότι συστάθηκαν οι εξής υποθήκες:
- Πρώτη Υ.11442/09 για το πρώτο στεγαστικό δάνειο (αρ XXXXX287)
- Δεύτερη Y.11448/09 για το δεύτερο στεγαστικό δάνειο (αρ XXXXX329)
- Τρίτη Υ.11449/09 για το δάνειο €100.000 προς την Ενάγουσα 1 εταιρεία
- Τέταρτη Υ.12215/10 για το τρίτο δάνειο της Ενάγουσας 2 (αρ. XXXXX530)
Βέβαια θα πρέπει να διευκρινιστεί πως οι επίδικες Ειδοποιήσεις Τύπου ΙΑ και ΙΒ δόθηκαν για την Υ.11442/09 και για κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενο υπόλοιπο CHF757.080 συμπεριλαμβανομένων τόκων μέχρι τις 31.8.17 (ημερομηνία της Ειδοποίησης Τύπου Ι). Είναι δε εμφανές πως η αναφορά στην έκθεση απαίτησης σε τεμάχιο 274 μάλλον οφείλεται σε αβλεψία και ο ορθός αριθμός τεμαχίου είναι 356.
Αυτά τα οποία οι Ενάγοντες 2 και 3 βασικά προβάλλουν και τα οποία σχετίζονται με την πρώτη συμφωνία στεγαστικού δανείου (από την Εναγόμενη 1) με την οποία συμφωνία και σχετίζεται ο προγραμματισθείς πλειστηριασμός είναι:
i. Ότι η συμφωνία είναι άκυρη λόγω άσκησης πίεσης και ή οικονομικού εξαναγκασμού σε σχέση με το νόμισμα και ή την ανάγκη για χρηματοδότηση (παρ. 30 της Έκθεσης Απαίτησης).
ii. Ότι η Εναγομένη 1 επέδειξε την ίδια συμπεριφορά με την Εναγομένη 2, δηλαδή προέτρεψε για δάνειο σε φράγκα αμελώς και ή μέσω ψευδών παραστάσεων ως προς το επωφελές τέτοιου δανεισμού και ή κατά παράβαση της δημόσιας πολιτικής (παρ. 31 της Έκθεσης Απαίτησης).
iii. Ότι η συμφωνία περιλαμβάνει καταχρηστικούς όρους και ή ρήτρες οι οποίες ευθύνονται για υπερχρεώσεις στο παρουσιαζόμενο υπόλοιπο (παρ. 40 της Έκθεσης Απαίτησης).
Το ερώτημα το οποίο εγείρεται είναι κατά πόσον υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις ως άνω προβληθείσες θέσεις των Εναγόντων. Στη βάση των γεγονότων που οι ίδιοι αναφέρουν είναι δεκτό πως πριν την επαφή τους με την Εναγόμενη 1 είχαν ήδη συνάψει κατά το 2007 δάνειο σε ξένο νόμισμα με την Εναγόμενη 2. Ισχυρίζονται δε ότι και σε εκείνη την περίπτωση είχαν πιεστεί η παραπλανηθεί από την Εναγομένη 2. Όμως, αντί οποιασδήποτε άλλης ενέργειας τους, φέρονται μετά από δύο έτη, ήτοι κατά το 2009, να υπογράφουν ξανά συμφωνίες δανείων σε ξένο νόμισμα με την Εναγόμενη 1. Προβάλλουν βέβαια το αυτονόητο πως χρειάζονταν περαιτέρω χρήματα για την αποπεράτωση της οικίας. Δίδοντας κάποια δική τους ερμηνεία στα γεγονότα δεν φαίνεται να αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι είχαν εν πρώτοις και πάλι αποταθεί στην Εναγόμενη 2 για αύξηση του δανεισμού και ότι με την απόρριψη του αιτήματος ήταν οι ίδιοι οι οποίοι αναζητούσαν δάνεια απεγνωσμένα (ως αναφέρουν περιήλθαν σε «αδιέξοδο και απόγνωση»). Στην πραγματικότητα όλες οι ενδείξεις είναι πως οι ίδιοι αναζητούσαν διακαώς τη χρηματοδότηση από κάποιο τραπεζικό ίδρυμα και πως συνιστούσε επιτυχία τους η τυχόν εξασφάλιση δανεισμού για συνέχιση της οικοδομής. Δεν μπορεί υπό τέτοιες περιστάσεις να λεχθεί ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στη θέση ότι ασκήθηκαν πιέσεις από οποιαδήποτε τράπεζα και δη την Εναγομένη 1 για να τους χορηγήσει δάνειο αφού η λογική των πραγμάτων τείνει να δείξει πως είναι οι ίδιοι οι οποίοι ζητούσαν εσπευσμένα τα χρήματα, μάλιστα έχοντας ήδη γνώση για τη φύση και λειτουργία των δανείων σε ξένο νόμισμα από το 2007, την αύξηση του οποίου θα δέχονταν εάν εξασφάλιζαν την έγκριση της Εναγόμενης 2 (όταν είχαν αποταθεί σε εκείνη).
Ούτε βέβαια δύναται να γίνεται βάσιμα λόγος για ορατή πιθανότητα επιτυχίας της θέσης ότι υπήρξαν ψευδείς παραστάσεις ή παραπλάνηση ή αμέλεια ενόψει των Δηλώσεων (Declarations) ημερ. 24.12.09 τις οποίες η Ενάγουσα 2 φέρεται να υπέγραψε κατά τη χορήγηση των δυο στεγαστικών δανείων τις οποίες μάλιστα φέρεται να υπέγραψε ξανά στις 25.4.12, αναγνωρίζοντας τον συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο και στις δύο περιπτώσεις (“I have been informed of the foreigh exchange and interest risks, that I could face in event of a possible fluctuation of the parity of that currency against the Euro and the increase of the interest rate of CHF. Specifically, I have been informed that in the event…..”).
Από την άλλη πλευρά όμως δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο όσον αφορά τις προβληθείσες θέσεις περί υπερχρεώσεων εν σχέσει με τον τοκισμό, τις αυξήσεις επιτοκίου, τις χρεώσεις διαφοράς συναλλάγματος, τις αυξήσεις περιθωρίου κέρδους και γενικά τις συνέπειες από τις διαφοροποιήσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία, ασχέτως του όποιου χαρακτηρισμού των σχετικών ρητρών ή όρων των επίδικων συμβάσεων, δηλαδή είτε ως καταχρηστικών είτε άλλως πως. Υπενθυμίζεται ότι όπως έχει αναφερθεί στη Recnex Trading Ltd ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 71/11, ημερ. 16.4.14, ζητήματα αμφισβητούμενα θα πρέπει να αφήνονται να ακουστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας ενώ το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα, τα οποία δυνατόν να αποβούν βλαπτικά για τα δικαιώματα των διαδίκων, ειδικά επί θεμάτων τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν σε βάθος, πράγμα το οποίο κρίνεται πως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Δεν θα συμφωνήσω με την Εναγομένη 1 ότι δεν υπάρχει, για τις ανάγκες πάντοτε του παρόντος ενδιάμεσου σταδίου, επαρκής ανάλυση στις σχετικές εκθέσεις του ελεγκτή, ήτοι στα Τεκμήρια 11-13. Στη βάση των εν λόγω εκθέσεων υπάρχει ορατή πιθανότητα να αφαιρεθούν εν τέλει σημαντικά ποσά ως υπερχρεώσεις, τόκοι ή χρεώσεις σχετικές με την ισοτιμία. Είναι ενδεικτικό πως για τα δύο πρώτα στεγαστικά δάνεια υπ’ αρ. ..287 και ..329 η Εναγομένη 1 ανταπαιτεί CHF749.540 και CHF191.488 ενώ ο ελεγκτής εισηγείται διαφοροποιήσεις ύψους CHF253.174 και CHF63.535 αντίστοιχα, δηλαδή επί συνόλου CHF941.028 ενδεχομένως να πρέπει να αφαιρεθεί ποσόν ύψους CHF316.709 (περίπου το 35%).
Βέβαια, σημειώνεται πως στην αγωγή εμπλέκονται και οι άλλες αξιώσεις, όπως το κοινό χρέος των Εναγόντων 2 και 3 ύψους €90.000 μικρότερες οφειλές του καθενός ξεχωριστά για τρεχούμενους ή κάρτες, καθώς και υποχρεώσεις της Ενάγουσας 1 και όλα τα πιο πάνω ποσά με τόκους, για τα οποία η προκαταρκτική εκτίμηση του ελεγκτή είναι πως εμπεριέχουν επίσης παρόμοιας φύσης (περίπου 20%).
Προφανώς είναι στη βάση των πιο πάνω στοιχείων που, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων, οι Ενάγοντες 2 και 3 πρότειναν στις 28.9.18 (με το Τεκμήριο 14) την καταβολή συνολικού ποσού €740.000, ήτοι €240.000 από νέο δάνειο και €500.000 από την πώληση του ενυπόθηκου στην οποία θα προέβαιναν εντός τριών ετών. Στη βάση των ίδιων στοιχείων αυτό το οποίο δύναται καταληκτικά να λεχθεί είναι πως πρωταρχικά για τον δανεισμό σε ξένο συνάλλαγμα και δευτερευόντως για τις υπόλοιπες πιστώσεις διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις οι οποίες σχετίζονται με το ύψος των οφειλομένων ποσών, σε έκταση όχι αμελητέα. Αρκεί να λεχθεί πως εάν εν τέλει αφαιρεθεί από το δάνειο XXXXX287 το ποσό που εισηγείται ο ελεγκτής, τότε το υπόλοιπο θα είναι περίπου CHF496.366.
Δυσκολία Απονομής Δικαιοσύνης
Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση γενικά απαιτείται να διαφανεί ότι χωρίς την έκδοση διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον, υπό την έννοια ότι τυχόν αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία στην ίδια την αγωγή (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015).
Στην παρούσα περίπτωση το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο, το οποίο ανήκει εξ αδιαιρέτου στους Ενάγοντες 2 και 3 κατά ½ μερίδιο έκαστος. Στο οικόπεδο αυτό από το 2009 οι Ενάγοντες άρχισαν να ανεγείρουν την οικογενειακή κατοικία τους συνάπτοντας τα επίδικα δάνεια. Όπως δηλώνουν οι ίδιοι, αν και έχει προχωρήσει η κατοικία εντούτοις δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και δεν είναι ακόμα κατοικήσιμη.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να λεχθεί ότι εάν αφεθεί να προχωρήσει ο πλειστηριασμός του ακινήτου αναμφίβολα αυτό θα αποκτηθεί από τρίτο πρόσωπο και βέβαια δεν θα μπορεί να αποδοθεί στο μέλλον στους Ενάγοντες 2 και 3 η συγκεκριμένη οικία, η οποία αν και μη ολοκληρωμένη μέχρι στιγμής εντούτοις φαίνεται να έχει προχωρήσει κατά τη διάρκεια των 10 ετών με τα χρήματα που είχαν εξασφαλιστεί από τα δάνεια και όσα εξοικονομούν οι Ενάγοντες από τα εισοδήματα τους, ως ισχυρίζονται (στην παρ. 46 της ένορκης δήλωσης τους). Συνεπώς δεν τίθεται θέμα επιδίκασης αποζημιώσεων που θα μπορούσαν υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις να αποκαταστήσουν την απώλεια του οικοπέδου και της συγκεκριμένης οικίας.
Ισοζύγιο Ευχέρειας
Όμως η διαπίστωση συνδρομής των τριών βασικών προϋποθέσεων δεν οδηγεί αυτομάτως στην έκδοση ή οριστικοποίηση μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος.
Όπως έχει πρόσφατα αναφερθεί στην υπόθεση Κοινοτικού Συμβουλίου χχχ ν. Σούλη, Πολ. Έφ. Ε75/2015, ημερ. 7.12.18, μετά τη διαπίστωση συνδρομής των προϋποθέσεων (του άρθρου 32) το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» να προβεί στην έκδοση του διατάγματος και η οποιαδήποτε σχετική απόφαση αποτελεί προϊόν διακριτικής εξουσίας με αναφορά στα συγκεκριμένα επίδικα γεγονότα. Η εν λόγω εξέταση γίνεται με αναφορά στο ισοζύγιο της ευχέρειας, όρος ο οποίος αντανακλά πιο άμεσα στην επίδραση του ενδιάμεσου διατάγματος στα αντίστοιχα συμφέροντα των διαδίκων, μέχρις ότου κριθεί οριστικά η μεταξύ τους διαφορά. Αυτό το οποίο εξετάζεται είναι οι συνέπειες από την έκδοση ή τη μη έκδοση του διατάγματος και η προσοχή εστιάζεται στο να ισοζυγιστεί ο κίνδυνος αδικίας η οποία τυχόν θα προκύψει αν μελλοντικά διαφανεί ότι η ενδιάμεση απόφαση ήταν εσφαλμένη (Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 788, Ευστρατίου v. Dicran Ouzounian and Company Ltd, Πολ. Έφ. 292/10, ημερ. 20.1.14). Χαρακτηριστικά, στην πιο πάνω πρόσφατη απόφαση παρατίθεται από τη National Commercial Bank Jamaica v. Olint Corpn (2009) 1 W.L.R. (PC) το ακόλουθο απόσπασμα:
“What is required in each case is to examine what on the particular facts of the case the consequences of granting or withholding of the injunction is likely to be”.
Στην παρούσα περίπτωση οι Ενάγοντες 2 και 3 φαίνεται να αναγνωρίζουν και αποδέχονται ότι εν τέλει δεν θα είναι εύκολο είτε να αποπερατώσουν την κατοικία τους είτε να δανειοδοτηθούν από άλλους οργανισμούς για ένα τέτοιο σκοπό είτε να εξυπηρετήσουν τις υφιστάμενες οικονομικές υποχρεώσεις, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων, ας σημειωθεί, αναγνωρίζουν. Το πιο ουσιώδες είναι πως δεν φαίνεται να έχουν ένσταση όπως το ενυπόθηκο τελικά εκποιηθεί προς μείωση των υπολοίπων βάσει των επίδικων συμφωνιών. Δεν είναι τυχαίο πως οι ίδιοι πρότειναν όπως προχωρήσουν στην πώληση του ακινήτου εντός τριών ετών, προφανώς σε μια προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν συμφερότερη τιμή και καλύψουν έτσι μεγαλύτερο μέρος των χρεών τους, από ό,τι θα εξασφάλιζε η αναγκαστική εκποίηση του ακινήτου. Σημειώνεται πως με την τιμή την οποία προσδοκούν οι Ενάγοντες ενδέχεται να εξοφλείται η Υ.11442/10, εάν ληφθεί υπόψιν η σχετική έκθεση του ελεγκτή σε σχέση με το πρώτο στεγαστικό δάνειο και οι εισηγήσεις του.
Από την άλλη πλευρά η Εναγόμενη 1 καταχώρισε Σημείωμα Εμφάνισης στις 17.3.15 και μετά από δύο έτη, στις 21.9.17, άρχισε τη διαδικασία εκποίησης με επίδοση των Ειδοποιήσεων Θ και Ι (Τεκμήριο 3), οι οποίες υπό το υφιστάμενο τότε νομικό καθεστώς, οδήγησαν στην καταχώριση και δεύτερης αγωγής από τους Ενάγοντες, της υπ’ αρ. 2807/17 για ακύρωση της Ειδοποίησης Ι (Τεκμήριο 4). Με την αγωγή εκείνη (η οποία εκκρεμεί) είχε αμφισβητηθεί καθολικά το δικαίωμα της Εναγομένης 1 να αρχίσει τη διαδικασία εκποίησης βάσει του Μέρους VIA.
Υπό το σύνολο των πιο πάνω περιστάσεων κρίνεται πως αναμφίβολα οι συνέπειες από τη μη οριστικοποίηση του διατάγματος (ή τη μη έκδοση κάποιου από τα υπό Α και Β) θα είναι δυσμενέστερες για τους Ενάγοντες 2 και 3, δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση στις 12.3.19, με την εκποίηση του ακινήτου ως οικοπέδου θα απολέσουν τόσο το οικόπεδο όσο και όσα επένδυσαν στην υπό ανέγερση κατοικία. Από την άλλη πλευρά, με την τυχόν αναστολή του πλειστηριασμού, η Εναγόμενη 1 δεν θα υποστεί τέτοιου είδους μόνιμες συνέπειες δεδομένου ότι στην πραγματικότητα θα πρόκειται για αναβολή της εκποίησης για κάποιο χρονικό διάστημα λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, μετά το πέρας του οποίου η Εναγόμενη 1 θα έχει την ευχέρεια να συνεχίσει την διαδικασία (ή αν την έχει εν τω μεταξύ εγκαταλείψει, να αρχίσει νέα).
Η Εναγόμενη 1 έχει δίκαιο στο ότι στο εκδοθέν μονομερώς διάταγμα δεν είχε (προφανώς εκ παραδρομής) προστεθεί η συνήθης φράση στα ενδιάμεσα διατάγματα, περί της ισχύος του μέχρι εκδίκασης της αγωγής. Δεν θεωρώ όμως ότι κάτι τέτοιο συνιστά οποιαδήποτε ανυπέρβλητη παρατυπία. Ούτως ή άλλως το διάταγμα εκ της φύσεως του ήταν ενδιάμεσο και ίσχυε κάθε φορά, μέχρι την ημέρα που ορίζετο ως επιστρεπτέο. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω θεωρώ πως υπάρχει ευχέρεια σχετικής προσθήκης κατά την τυχόν οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος, στα πλαίσια της εξουσίας του δικαστηρίου.
Στη βάση όλων των προηγηθέντων και στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κρίνω δικαιότερο και προσφορότερο ότι ενέχει λιγότερους κινδύνους αδικίας η οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος αλλά δεν θεωρώ ότι απαιτείται όπως παραμείνει σε ισχύ πέραν κάποιου χρόνου τον οποίον οι ίδιοι οι Ενάγοντες θα πρέπει να εκμεταλλευθούν κατά τον τρόπο που εισηγήθηκαν. Ούτε θεωρώ ότι απαιτείται η έκδοση οποιουδήποτε από τα διατάγματα των αιτητικών Α και Β δεδομένου ότι ως προς το πρώτο η διαδικασία είχε ήδη αρχίσει πριν την αίτηση και ως προς το δεύτερο, αυτό σαφώς καλύπτεται ως προς την ουσία του από το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα, το οποίο από αυτής της πλευράς είναι ευρύτερο αφού απαγορεύει κάθε σχετική ενέργεια (και όχι μόνο την πώληση). Λαμβάνοντας υπόψιν ότι υπάρχει δεδηλωμένη εκ μέρους των Εναγόντων 2 και 3 αδυναμία καταβολής οποιουδήποτε ποσού έναντι (π.χ. των €1.000 που εισηγήθηκαν), δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητος ο χρόνος των τριών ετών για να υλοποιήσουν το μέρος αυτό της πρότασης τους. Κρίνεται πως χρόνος 18 μηνών από σήμερα είναι επαρκής. Με τον τρόπο αυτό αφενός οι ίδιοι θα έχουν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν μέσω ιδιωτικής εκούσιας πώλησης, ως ισχυρίζονται, μεγαλύτερο ποσό έναντι των χρεών τα οποία αποδέχονται και αφετέρου οι πιστωτές δεν θα πρέπει να αναμένουν την τελική εκδίκαση η οποία ενδεχομένως να διαρκέσει πολύ περισσότερο.
Κατάληξη
Με βάση όλα τα ανωτέρω το ενδιάμεσο διάταγμα ημερομηνίας 22.10.18 οριστικοποιείται με την προσθήκη στο τέλος του της φράσης «για χρονική περίοδο 18 μηνών από τις 31.1.19, ήτοι μέχρι τις 31.7.2020 ή μέχρι την οριστική αποπεράτωση της παρούσας αγωγής εάν αυτή επέλθει πριν από τις 31.7.2020».
Τα αιτητικά υπό Α και Β της αίτησης απορρίπτονται.
Επιδικάζονται έξοδα €600 συν Φ.Π.Α. προς όφελος των Εναγόντων 2 και 3 και εις βάρος της Εναγομένης 1 τα οποία θα είναι πληρωτέα μετά το πέρας της αγωγής.
Ενόψει της παρούσας απόφασης η δοθείσα ημερομηνία 21.2.19 καθίσταται άνευ αντικειμένου και ακυρώνεται.
(Υπ.) Χ. Β. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
…/ΙΜ