ECLI:CY:EDLEM:2019:A410

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Χρ. Γ. Φιλίππου, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1203/16

           

ΜΕΤΑΞΥ:

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΛΤΔ και ως αυτό έχει μετονομαστεί  σήμερα ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

Εναγόντων

-και-

 

1.    ΧΧΧ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

                                           2.  ΧΧΧ ΣΑΒΒΑ

Εναγομένων

 

------------------------------ 

 

Ημερομηνία: 17 Ιουλίου, 2019

 

Εμφανίσεις:

Για την ενάγουσα: Ο κ. Α. Ι. Ιωάννου Κίτσιος  για  Α.Ι. Κίτσιος Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους εναγόμενους: Ο κ. Μ. Γαβριηλίδης 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η ενάγουσα ως διάδοχος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (σχετική ειδοποίηση μετονομασίας  με ημερ. 10.09.2018 έχει καταχωρηθεί στο φάκελο της υπόθεσης), διεκδικεί υπόλοιπο συμφωνίας δανείου το οποίο χορήγησε το ως άνω Συνεργατικό Ταμιευτήριο στους εναγόμενους και για το οποίο είχε λειτουργήσει ο λογαριασμός 7324682-8.

 

Η πορεία της υπόθεσης όπως εξελίχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία της όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, καθιστά την παράθεση των δικογραφημένων ισχυρισμών επιβεβλημένη εφόσον αυτοί ουσιαστικά επαναλήφθηκαν από τους μάρτυρες της ενάγουσας και ανταποκρίνονται στο έγγραφο υλικό που κατατέθηκε από την ενάγουσα η οποία ήταν και η μόνη μαρτυρία που προσφέρθηκε.

 

Η ενάγουσα ισχυρίζεται στην έκθεση απαιτήσεως της τα ακόλουθα:

«

1.         Οι Ενάγοντες  κατά πάντα ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν  και εξακολουθούν να είναι Συνεργατική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης η οποία συνεστήθη και λειτουργεί με βάση τον Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο και Κανονισμούς, με έδρα την Λεμεσό. Είναι δε Αναγνωρισμένο Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με  την σχετική νομοθεσία.

 

2.         Οι  Εναγόμενοι 1 και 2  κατά  πάντα ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο ήσαν κάτοικοι Κάτω Πολεμιδιών Λεμεσού και πελάτες των Εναγόντων.

 

3.         Κατόπιν  υποβολής εκ μέρους των Εναγομένων 1 και 2  προς τους Ενάγοντες σχετικού αιτήματος για παραχώρηση δανείου και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων για ανέγερση κατοικίας  το οποίο  ενεκρίθη, συνεφωνήθει  γραπτώς όπως οι  Ενάγοντες  οι οποίοι  στην συνέχεια θα αναφέρονται "Το Ταμιευτήριο’’, (όρος που περιλαμβάνει τους εκδοχείς, διαδόχους και εκχωροαποδέκτες τους), παραχωρήσουν προς τους Εναγόμενους,( ακολούθως αναφερόμενους  και ως «ο χρεώστης»,) και τους παραχώρησαν στις 22/2/2010  δάνειο εκ  €335,000,00.- ( τριακόσιες τριάντα πέντε  χιλιάδες ευρώ μόνο). Το εν λόγω δάνειο έλαβε Αρ.  Λογαριασμού  υπ΄ αρ.  ΧΧΧ.

 

4.         Το δάνειο θα ήτο πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση, αλλά θα έφερε περίοδο χάριτος δώδεκα (12) μηνών μέχρι την 22/2/2011, κατά την οποία ο χρεώστης θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει μόνο τους δεδουλευμένους τόκους με μηνιαίες δόσεις. Μετά  την περίοδο χάριτος το δάνειο ήτο πληρωτέο  με  μηνιαίες δόσεις   ύψους € 1.856,99.- η καθεμία (αντιπροσώπευε  τόκους, τόκους και κεφάλαιο).  Η πρώτη δόση θα ήτο πληρωτέα στις 22/3/2011  και οι υπόλοιπες την αντίστοιχη  ημερομηνία  κάθε  επόμενου μήνα ωσότου το δάνειο περιλαμβανομένων των τόκων,   εξόδων και άλλων επιβαρύνσεων εξοφληθεί πλήρως. Το ποσό των δόσεων θα αυξομειώνετο ανάλογα με την αυξομείωση του Επιτοκίου (Βασικό Επιτόκιο και Περιθώριο) μέχρι την τελική εξόφληση του Δανείου ή της πιστωτικής διευκόλυνσης.  Το Ταμιευτήριο κατόπιν παράκλησης του Χρεώστη, θα δικαιούτο κατά την απόλυτη κρίση του να αναστέλλει την καταβολή οιωνδήποτε δύο (2) μηναίων δόσεων ετησίως.

 

5.         Παράλειψη ή άρνηση του Χρεώστη να καταβάλει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω δόσεις με οποιουσδήποτε τόκους ή έξοδα ή δικαιώματα που οφείλονται σύμφωνα με τη συμφωνία δανείου ολικά ή μερικά στις καθορισμένες ημερομηνίες ή μόλις το Ταμιευτήριο απαιτούσε οποιαδήποτε πληρωμή σύμφωνα με τη παρούσα συμφωνία θα καθιστούσε το δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του αμέσως πληρωτέο και απαιτητό και παρείχε στο Ταμιευτήριο, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης θεραπείας ή δικαιώματος, το δικαίωμα να δίνει παρατάσεις και να δέχεται πληρωμές οποιασδήποτε δόσης η οποία κατέστη πληρωτέα και/ή γενικά να τροποποιεί όλους ή οποιουσδήποτε όρους που αναφέρονται στην αποπληρωμή του πιο πάνω δανείου.

 

6.         Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο όρο στη αναφερόμενη συμφωνία δανείου το Ταμιευτήριο θα είχε το δικαίωμα να απαιτήσει σε οποιαδήποτε στιγμή το πιο πάνω δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του, τόκους, τόκους υπερημερίας, έξοδα και δικαιώματα οπότε το παραπάνω δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του θα καθίστατο αμέσως οφειλόμενο και πληρωτέο.

 

7.         Παράλειψη ή άρνηση του Χρεώστη θα έδιδε το δικαίωμα στο Ταμιευτήριο να απαιτήσει δικαστικώς ή  άλλως πως την πληρωμή του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του και οποιαδήποτε δικηγορικά και δικαστικά έξοδα ή έξοδα διαιτησίας και οποιασδήποτε φύσης έξοδα μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης και τα οποία θα δικαιούτο να χρεώσει στον λογαριασμό του δανείου.

 

8.         Το παραχωρηθέν δάνειο σύμφωνα με την συμφωνία δανείου θα επιβαρυνόταν με τις  πιο κάτω χρεώσεις προς όφελος των Εναγόντων:-

 

α)        Με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα ανεφέρετο ως «το συνολικό επιτόκιο», το οποίο  θα αποτελείτο από το Βασικό Επιτόκιο του Ταμιευτηρίου και το οποίο θα καθορίζετο από "το Ταμιευτήριο" από καιρού εις καιρό και το οποίο από την υπογραφή της συμφωνίας δανείου θα ανεφέρετο ως « το Βασικό Επιτόκιο» και την προσαύξηση η οποία επίσης θα καθορίζετο από  "το Ταμιευτήριο" και η οποία  θα ανεφέρετο ως «το περιθώριο»

 

            Με βάση τα πιο πάνω ο τόκος με τον οποίο θα χρεωνόταν το  δάνειο και/ή πίστωση και/ή πιστωτική διευκόλυνση θα ήτο ως ακολούθως:-

 

            Βασικό Επιτόκιο   :-     4,50% (τέσσερα και πενήντα τοις εκατό το χρόνο)

            Περιθώριο           :-      1,25% (ένα και είκοσι πέντε  τοις εκατό το χρόνο)

            Συνολικό Επιτόκιο:-    5,75%  (πέντε και εβδομήντα πέντε  τοις εκατό το χρόνο)

 

β)         Ο τόκος θα κεφαλαιοποιείτο κάθε έξι μήνες ήτοι την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.

  

γ)         Ο τόκος θα υπολογίζετο επί των ημερησίων χρεωστικών υπολοίπων και για υπολογισμό του τόκου, οι μήνες θα λογαριάζονταν προς όσες μέρες έχει ο καθένας αλλά θα λαμβάνετο σαν διαιρέτης το εμπορικό έτος που αποτελείται από 360 μέρες. Το Ταμιευτήριο θα δικαιούτο να λογίζει και/ή κατανέμει τα ποσά που κατατίθενται κάθε φορά έναντι του λογαριασμού / δανείου, πρώτα προς εξόφληση ή μερική εξόφληση των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία της κατάθεσης, των εξόδων και δικαιωμάτων, και τυχόν παραμένοντος υπολοίπου έναντι του κεφαλαίου.

 

δ)         Πέραν των πιο πάνω το Ταμιευτήριο θα είχε το δικαίωμα να χρεώνει το δάνειο  κατά την κρίση του για την επανάκτηση οποιωνδήποτε εξόδων και/ή δαπανών που θα δημιουργούντο μέχρι την τελική εξόφληση του δανείου ή της πιστωτικής διευκόλυνσης, όπως ειδοποιήσεις για καθυστερημένες δόσεις, δικηγορικά  και δικαστικά έξοδα, έξοδα διαιτησίας, έξοδα εκτιμήσεων και οποιαδήποτε άλλα έξοδα δαπανηθούν από μέρους του Ταμιευτηρίου για εξασφάλιση του λαβείν του. Ο τόκος όπως υπολογίζετο πιο πάνω θα ήτο πληρωτέος κάθε τριμηνία.  Σε περίπτωση μη πληρωμής θα χρεώνετο στο υπόλοιπο του λογαριασμού και θα υπολογίζοντο επ΄ αυτού τόκοι. Το Ταμιευτήριο δεν θα είχε δικαίωμα ανατοκισμού περισσότερο από δύο φορές τον χρόνο.

 

ε)         Σε περίπτωση καθυστέρησης πέραν του ενός (1) μηνός καταβολής οποιασδήποτε δόσης το καθυστερημένο ποσό θα έφερε επιπλέον χρέωση τόκου υπερημερίας από την ημέρα της καθυστερήσεως μέχρι την εξόφληση του. Ο τόκος υπερημερίας θα ήτο μεγαλύτερος κατά  3 εκατοστιαίες μονάδες από το συμβατικό επιτόκιο του λογαριασμού (Βασικό και Περιθώριο) όπως θα ίσχυε κατά τον χρόνο της υπερημερίας.

 

στ)       Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας της συμφωνίας δανείου, καθυστέρηση  καταβολής 3 δόσεων θα έδιδε το δικαίωμα στο Ταμιευτήριο  αφού δώσει  προς τον χρεώστη 30 ημέρες έγγραφο προειδοποίηση για συμμόρφωση, να τερματίσει την συμφωνία δανείου και ολόκληρο το ποσό του δανείου να καταστεί άμεσα απαιτητό. Στην περίπτωση τερματισμού ολόκληρο το δάνειο θα έφερε τόκο ίσο με το αρχικό συνολικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 3% ετησίως.

 

9.         Περαιτέρω και ανεξάρτητα από  τα πιο πάνω  το Ταμιευτήριο θα εδικαιούτο να μεταβάλλει (είτε να αυξάνει  είτε να μειώνει) κατά την κρίση του και οποτεδήποτε , μέσα στα πλαίσια της Νομοθεσίας, των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που θα ίσχυαν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, το Βασικό επιτόκιο και το Περιθώριο επιτοκίου για την περίοδο που αναφέρεται  πιο πάνω, τον τόκο υπερημερίας τα δικαιώματα παροχής υπηρεσιών και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα και έξοδα και/ή να επιβαρύνει το σχετικό λογαριασμό του δανείου  με δικαιώματα παροχής υπηρεσιών και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα και έξοδα κατά την κρίση του και η αλλαγή και/ή επιβολή αυτή θα ήτο δεσμευτική για τον χρεώστη, που θα λάμβανε γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή ειδοποίηση  με τον προσφορότερο κατά την κρίση του Ταμιευτηρίου τρόπο και θα ίσχυε από την ημερομηνία που θα καθορίζετο στην ανακοίνωση ή ειδοποίηση. 

 

10.      Σε όλη τη διάρκεια των δοσοληψιών με το Ταμιευτήριο και μέχρι την πλήρη και τελεία εξόφληση όλων των ποσών που οφείλονταν στο Ταμιευτήριο, το Ταμιευτήριο θα έχει για εξασφάλιση ή εγγύηση οποιωνδήποτε χρημάτων και υποχρεώσεων που θα οφείλονται από το χρεώστη  προς το  Ταμιευτήριο ή προς οποιοδήποτε κατάστημα του με οποιαδήποτε μορφή (είτε προσωπικά είτε μαζί  με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και με οποιαδήποτε άλλη ονομασία ή επωνυμία και είτε οι υποχρεώσεις αυτές έγιναν ή δυνατό να γίνουν απαιτητές ή είναι άμεσες ή έμμεσες), γενικό δικαίωμα επισχέσεως (General Preferential Lien) πάνω σε κάθε και οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή εγγράφων, όπως και πάνω στο ενεργητικό κάθε φύσης, που ανήκουν στο χρεώστη, τα οποία σε οποιαδήποτε στιγμή δυνατόν να περιέλθουν στην κατοχή, φύλαξη ή έλεγχο του Ταμιευτηρίου, εάν διατηρεί καταστήματα σε οποιοδήποτε από τα καταστήματα του.

 

11.      Ο χρεώστης με την επίδικη συμφωνία δανείου αναγνώρισε και αποδέχθηκε το δικαίωμα του Ταμιευτηρίου για παραπομπή του ιδίου και των εγγυητών του σε διαιτησία σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου χωρίς τούτο να υποδηλούσε ότι το Ταμιευτήριο αποκλειόταν από του να επιλέξει αντί διαιτησίας την παραπομπή του χρεώστη στα πολιτικά δικαστήρια, όπως έπραξε στην παρούσα περίπτωση.

 

12.      Οι  Εναγόμενοι (χρεώστης) προς περαιτέρω και καλύτερη  εξασφάλιση του παραχωρηθέντος δανείου και/ή του δανείου σε Τρεχούμενο λογαριασμό και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν με την επίδικη Συμφωνία Δανείου ημερομηνίας 22/2/2010, ανέλαβαν την υποχρέωση όπως συνάψουν  υποθήκη  προς όφελος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ.  Η υποθήκη και οι όροι αυτής  με την οποία είτε θα υποθηκευόταν ακίνητη περιουσία του Χρεώστη είτε τρίτου προσώπου προς όφελος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λτδ θα αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστον μέρος της αναφερόμενης συμφωνίας δανείου.

 

13.      Κάθε ειδοποίηση που είχε σχέση με την συμφωνία δανείου, μπορούσε να δοθεί στον χρεώστη (Εναγόμενους) με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή ιδιόχειρα, στη διεύθυνση που δηλωνόταν στην  συμφωνία δανείου ή σε οποιαδήποτε νέα διεύθυνση που θα έδινε ο χρεώστης στο Ταμιευτήριο ή στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση. Οποιαδήποτε ένδειξη ή καταχώρηση στα αρχεία του Ταμιευτηρίου  για χορήγηση ειδοποίησης θα συνιστούσε αμάχητη απόδειξη ότι δόθηκε η σχετική ειδοποίηση.

 

14.      Με βάση τους σχετικούς όρους της αναφερόμενης  συμφωνίας δανείου  η  Εναγόμενη 1 σε αντάλλαγμα για την συμφωνία του Ταμιευτηρίου να παρέχει και/ή συνεχίσει να παρέχει δάνεια σε τρεχούμενο ή οποιονδήποτε άλλο λογαριασμό, και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις, προς αυτούς προσωπικά και/ή με άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα ,δυνάμει άλλης συμφωνίας επίσης ημερομηνίας 22/2/2010, ακολούθως καλουμένης  το Έγγραφο Υποθήκης, γενομένης μεταξύ των Εναγόντων, που στη συνέχεια θα αναφέρονται ‘’το Ταμιευτήριο’’, όρος που περιλαμβάνει τους εκδοχείς και διαδόχους του, από τη μια μεριά, και της Εναγομένης 1 (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ‘’ο Πρωτοφειλέτης’’) όρος που περιλαμβάνει τους εκδοχείς και διαδόχους της) από την άλλη μεριά και/ή της με άλλο τρόπο παροχής προς τον πρωτοφειλέτη των σχετικών πιστωτικών και/ή Τραπεζικών διευκολύνσεων (στη συνέχεια θα αναφέρεται ‘’το ενυπόθηκο χρέος’’) η Εναγόμενη 1 υποθήκευσε  προς όφελος των Εναγόντων για το αναφερόμενο δάνειο το πιο κάτω κτήμα:

 

Υποθήκη Υ ΧΧΧ, Κτηματολογίου Λεμεσού, ημερ. 22/2/2010 για €335.000,00 πλέον τόκους

 

   Ενυπόθηκο κτήμα:

 

α) Οικόπεδο με κατοικία υπ΄ αρ. εγγρ. ΧΧΧ, Φ/ΣΧ 54/5022V02, Τεμ.Χ Τμ.2, στα Κάτω Πολεμίδια της Επαρχίας Λεμεσού, το όλο μερίδιο, εκτάσεως  688 τετρ.  μέτρα, υποθηκευμένο το όλο μερίδιο.

 

   Μεταξύ άλλων με τους πιο κάτω όρους:

 

i)      Μαζί με κάθε συστατικό και/ή παράρτημα, προσαύξημα και/ή βελτίωση και/ή τροποποίηση συμπεριλαμβανομένων και οποιωνδήποτε κτιρίων που βρίσκονταν ή που θα ανεγερθούν επί της ενυπόθηκης ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

ii)     Το μεγαλύτερο ποσό για το οποίο δεσμευόταν το ενυπόθηκο κτήμα με βάση την πιο πάνω  υποθήκη είναι το τελικό υπόλοιπο το οποίο, την  ημέρα της εκποίησης, θα παραμένει  απλήρωτο σε σχέση με τις υποχρεώσεις για την εξασφάλιση των οποίων συνεστήθη η σχετική υποθήκη, μέχρι το συνολικό ποσό των €335.000,00- (τριακόσιες τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ μόνο) επιπλέον τόκο, περιθώριο, Τραπεζικά δικαιώματα, δαπάνες και/ή άλλα έξοδα από τη στιγμή της εγγραφής της υποθήκης  όπως περιγράφεται στο έγγραφο υποθήκης.    

 

15.      Τόσο η συμφωνία δανείου τόσο και η συμφωνία - έγγραφο υποθήκης, τελούσαν κάτω από τους ίδιους όρους όσον αφορά το θέμα του τόκου και το ύψος του επιτοκίου. Στο πλήρες κείμενο έννοια και σημασία των όρων της  συμφωνίας δανείου  ημερομηνίας  22/02/2010, όπως επίσης και του εγγράφου υποθήκης επίσης ημερ. 22/02/2010 όπως και για οποιονδήποτε σχετικό έγγραφο έχει υπογραφεί από τους Εναγόμενους για το επίδικο δάνειο, οι Ενάγοντες  θα αναφερθούν κατά την δικάσιμο.

 

16.      α)           Λόγω του ότι οι  Εναγόμενοι 1 και 2 αθέτησαν την συμφωνία δανείου ημερ. 22/2/2010 με Αρ. Λογαριασμού ΧΧΧ και το εν λόγω  δάνειο και  λογαριασμός  στις  28/6/2011 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο € 354.758,89 σέντ, με ολικό ποσό καθυστέρησης  €23.472,87.- στις 28/6/2011 στάληκε σχετική επιστολή από τους Ενάγοντες προς τους Εναγόμενους 1 και 2, καλώντας τους όπως τακτοποιήσουν το συντομότερο, την εκκρεμότητα, προς αποφυγή ταλαιπωριών και επιπρόσθετων χρεώσεων, αλλά οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν.

 

β)      Επειδή το επίδικο δάνειο / Λογαριασμός κατά τις  31/8/2011 εξακολουθούσε να παρουσιάζει  χρεωστικό υπόλοιπο €354.449,32.- πλέον τόκους και καθυστερημένο ποσό € 23.864,33.- οι Ενάγοντες στις 31/8/2011 απέστειλαν νέα επιστολή προς τους Εναγόμενους 1 και 2, καλώντας τους μεταξύ  άλλων όπως εντός 30 ημερών μεριμνήσουν για την εξόφληση του καθυστερημένου ποσού. Περαιτέρω μεταξύ άλλων επεσήμαναν προς τους  Εναγόμενους   ότι η μη  συμμόρφωση τους προς το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής θα τους ανάγκαζε να τερματίσουν την σχετική συμφωνία με αποτέλεσμα τα χρεωστικά υπόλοιπα να καταστούν άμεσα απαιτητά και πληρωτέα. Επίσης  τους πληροφορούσαν ότι  μέχρι  την ομαλοποίηση του το υπόλοιπο του λογαριασμού τους θα επιβαρυνόταν με αυξημένο επιτόκιο προς 8% .

 

γ)      Επειδή το επίδικο δάνειο / Λογαριασμός κατά τις  9/2/2013 εξακολουθούσε να παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο €402.980,08.- πλέον τόκους και καθυστερημένο ποσό € 75.182,95.- οι Ενάγοντες στις 9/2/2013 απέστειλαν νέα επιστολή προς τους Εναγόμενους 1 και 2 , καλώντας τους μεταξύ  άλλων όπως εντός 30 ημερών μεριμνήσουν για την εξόφληση του καθυστερημένου ποσού. Περαιτέρω μεταξύ άλλων επεσήμαναν προς τους  Εναγόμενους  ότι η μη συμμόρφωση τους προς το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής θα τους ανάγκαζε να τερματίσουν την σχετική συμφωνία με αποτέλεσμα τα χρεωστικά υπόλοιπα να καταστούν άμεσα απαιτητά και πληρωτέα. Επίσης  τους πληροφορούσαν ότι  μέχρι  την ομαλοποίηση του το υπόλοιπο του λογαριασμού τους θα επιβαρυνόταν με αυξημένο επιτόκιο προς 8% .

 

δ)      Λόγω της παράλειψης των Εναγομένων να ανταποκριθούν στις επιστολές των Εναγόντων ημερ. 28/6/2011, 31/8/2011 και 9/2/2013, οι Ενάγοντες με την νέα επιστολή τους ημερ. 6/11/2013  προς τους Εναγόμενους 1 και 2  τους πληροφορούσαν ότι  σύμφωνα με τις πρόνοιες  της μεταξύ τους  συμφωνίας, τερματιζόταν  η σχετική συμφωνία δανείου και τους καλούσαν όπως εντός 21 ημερών προβούν σε πλήρη εξόφληση ολόκληρου του δανείου και των τόκων, διαφορετικά θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον τους. Επίσης τους  υπενθύμιζαν για την επιβάρυνση του λογαριασμού τους  με επιτόκιο 8%.

 

17.      Οι Εναγόμενοι 1 και 2, παρά τις πιο πάνω επιστολές των Εναγόντων (στο πλήρες κείμενο και σημασία των οποίων θα αναφερθούν κατά την δικάσιμο) παρέλειψαν να πληρώσουν τα οφειλόμενα, με αποτέλεσμα αυτά να παραμένουν απλήρωτα και οφειλόμενα .

 

18.      Διαζευκτικά και χωρίς βλάβη και επηρεασμό των πιο πάνω αναφερόμενων, οι Ενάγοντες επαναλαμβάνουν τους ισχυρισμούς τους ως αυτοί αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους  της εκθέσεως απαιτήσεως και ισχυρίζονται ότι έδωσαν και/ή παρείχαν  στους Εναγόμενους 1 και 2 με    βάση την συμφωνία δανείου ημερ. 22/2/2010 το ποσό των € 335.000,00- πλέον τόκους και άλλες επιβαρύνσεις, ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό χρημάτων και/ή χωρίς πρόθεση να τα δώσουν χαριστικώς και/ή ως money had and received και/ή ότι οι Εναγόμενοι  έχουν  αδικαιολόγητα πλουτισθεί και/ή ωφεληθεί με τα εν λόγω ποσά και τοιουτοτρόπως έχουν καταστεί αδικαιολογήτως  πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας των  Εναγόντων, (UNJUST ENRICHMENT) και οι Ενάγοντες δικαιούνται να αποζημιωθούν και/ή να αποκατασταθούν από τους Εναγόμενους με το ποσό αυτό, πλέον τόκους επί του εκάστοτε υπολοίπου μέχρι εξοφλήσεως και/ή άλλως πώς.

 

19.      Το ποσό το οποίο οι Εναγόμενοι 1 και 2 οφείλουν σύμφωνα με τις καταστάσεις λογαριασμού που τηρούνται από τους Ενάγοντες στις 29/6/2015 είναι το ακόλουθο:-

           

€476.572,45.- σέντ με βάση την συμφωνία δανείου ημερ. 22/02/2010 με αρ. Λογ. 7324682-8, πλέον τόκους προς 8.00% ετησίως επί του ποσού €476.572,45.- σέντ από 30/6/2015 μέχρι εξοφλήσεως, του τόκου κεφαλαιοποιημένου δύο φορές ετησίως ήτοι την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

20.      Ως εκ τούτου οι Ενάγοντες εγείρουν  εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 την παρούσα αγωγή και

 

ΑΠΑΙΤΟΥΝ

 

1.    ΕΝΑΝΤΙΟΝ  ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 και 2 ( ομού ,αλληλεγγύως και κεχωρισμένως)

 

Α.      €476.572,45.- σεντ χρεωστικό υπόλοιπο δανείου και/ή Λογαριασμού οφειλόμενο στις 29/06/2015  προς τους Εναγόμενους , δυνάμει της ως άνω εγγράφου συμφωνίας δανείου και/η παροχής πιστωτικών  διευκολύνσεων ημερ. 22/02/2010 με  αριθμό λογαριασμού XXXXX682-8 και/ή βάσει καταστάσεως λογαριασμού και/ή ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει των Αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού (UNJUST ENRICHMENT) και/ή ως αποζημιώσεις διά παράβαση των ρηθέντων συμφωνιών και/ή άλλως πως.

 

Β.      Τόκους προς  8.00% ετησίως επί του ποσού των  €476.572,45.- σεντ από 30/6/2015 μέχρι εξοφλήσεως, κεφαλαιοποιούμενους την 30ην Ιουνίου   και 31ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, ως συμφωνημένους και/ή λογικούς και/ή εύλογους τόκους και/ή τόκους κατ΄ ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις και/ή τραπεζική πρακτική και/ή βάσει ρητών όρων των μεταξύ των μερών ως άνω Συμφωνιών και/ή σύμφωνα με το Νόμο Περί Ελευθεροποίησης του επιτοκίου πλέον τόκους, Τραπεζικά δικαιώματα, τέλη χαρτοσήμων, πληρωμές ασφαλίστρων, προμήθειες και άλλα νόμιμα έξοδα και δικαιώματα και/ή ως αποζημιώσεις και/ή άλλως πως.

 

 

 

2.   ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ 1

 

Α.    Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την εκποίηση και την με δημόσιο πλειστηριασμό πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου:

 

Ενυπόθηκο κτήμα:

 

Οικόπεδο με κατοικία υπ΄ αρ. εγγρ. ΧΧΧ, Φ/ΣΧ  54/5022V02, Τεμ.Χ, Τμ.2, στα Κάτω Πολεμίδια της Επαρχίας Λεμεσού, το όλο μερίδιο, εκτάσεως 688 τετρ. μέτρα,  υποθηκευμένο το όλο μερίδιο.

 

συμφώνως της υποθήκης με αριθμό ΥΧΧΧ του Κτηματολογίου Λεμεσού, για το ποσό των €335.000,00.- πλέον τόκους, Τραπεζικά δικαιώματα, τέλη χαρτοσήμων, πληρωμές ασφαλίστρων, προμήθειες και άλλα νόμιμα έξοδα και δικαιώματα και την διάθεση του   προϊόντος της πώλησης μετά την αφαίρεση των εξόδων της πώλησης, προς ικανοποίηση και/ή έναντι των αξιώσεων των Εναγόντων και τυχόν πλεόνασμα να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη του υπόλοιπου του οφειλόμενου ποσού και των τόκων όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 A και 1 Β ανωτέρω και τυχόν εναπομένον πλεόνασμα να επιστραφεί στην  Εναγόμενη  1».

 

Οι Εναγόμενοι με την Υπεράσπιση τους ισχυρίζονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«

1.         Οι Εναγόμενοι αρνούνται και/ή απορρίπτουν όλους και κάθε ένα χωριστά τους ισχυρισμούς των Εναγόντων που περιέχονται στην έκθεση απαίτησης τους ως να εξέθεταν αυτούς ξεχωριστά και να καθιστούσαν αυτούς αντικείμενο ειδικής αρνήσεως σε όση έκταση αυτοί συγκρούονται και/ή είναι αντίθετοι και/ή ασυμβίβαστοι με τους ισχυρισμούς των Εναγομένων στην παρούσα εκτός εκεί όπου ρητά αυτοί γίνονται παραδεκτοί κατωτέρω.

 

2.         Οι Εναγόμενοι διαφωνούν και συνεπώς αρνούνται το ύψος των ποσών που οι Ενάγοντες αξιούν απόφαση εναντίον των Εναγομένων.

 

3.         Οι Εναγόμενοι αρνούνται το περιεχόμενο των παραγράφων 1 έως 20 της Έκθεσης Απαίτησης και καλούν τους ενάγοντες προς αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους.

 

4.         Περαιτέρω οι εναγόμενοι απορρίπτουν το ύψος των τόκων υπερημερίας το οποίο ως αναφέρουν σε καμιά περίπτωση οι ίδιοι αποδέκτηκαν και/ή υπέγραψαν οιανδήποτε συμφωνία προς τούτο.

 

5.         Οι εναγόμενοι επιπλέον αρνούνται την παραλαβή οποιασδήποτε επιστολής από τους ενάγοντες ως αναφέρεται στις παραγράφους 13 και 16 της έκθεσης απαίτησης.

 

6.         Οι εναγόμενοι επαναλαμβάνουν πάντες του πιο πάνω ισχυρισμούς τους και αιτούνται την απόρριψη της παρούσης αγωγής με έξοδα εναντίον των εναγόντων.»

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ - ΕΥΡΗΜΑΤΑ:

 

            Είχα την ευκαιρία να δω, να ακούσω και να παρακολουθήσω με προσοχή τους μάρτυρες που παρουσίασε η πλευρά της ενάγουσας να καταθέτουν στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και παρακολούθησα τον τρόπο που αντιδρούσαν  και απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν. Λαμβάνω υπόψη το καλό μνημονικό τους και γενικά τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρος  (βλ. C&A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου, (1999) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1273, στις σελ. 1280 - 1281). Έχω περαιτέρω υπόψη μου όσα λέχθηκαν στην Ομήρου v. Δημοκρατίας, (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, ότι δηλαδή η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρος πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Έλαβα επίσης  υπόψη μου όσα λέχθηκαν  από τον κ. Ναθαναήλ, Δ . στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαπή Λτδ v. Πολυβίου,(2009) 1 (Α) ΑΑΔ σελ. 339 όπου στις σελ. 7 – 9 της απόφασης του ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με την αξιολόγηση μαρτυρίας:

 

«Η αξιολόγηση μιας μαρτυρίας είναι λεπτό και δύσκολο έργο και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίνει πάντοτε επαρκείς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής, με γνώμονα όχι μόνο την καθ’ αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια. Έχει εξηγηθεί στη Χριστάκη Χρίστου v. Αγαθοκλή Ηροδότου κ.ά Πολ. Έφεση αρ. 15/2007, ημερ. 23.065.08, ότι: “ ... πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατό να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από τη δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς. Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ’ ανάγκην  και ειλικρινής. Και το αντίθετο. Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής”. Πιο πρόσφατα ακόμη στην Ανδρέας Γιάγκου Σάντη v. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.α. Πολ. Έφ. 78/2007, ημερ. 20.03.09, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νουν καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης, ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και των μαρτύρων τους».

 

Η προσπάθεια μου θα διαλαμβάνει περαιτέρω και τη σύγκριση και αντιπαραβολή της προφορικής μαρτυρίας, τους δικογραφημένους ισχυρισμούς, τις παραδοχές και αρνήσεις εκ μέρους της Υπεράσπισης στο δικόγραφο της με την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου την οποία διεξήλθα μετά προσοχής. Τέλος, λαμβάνω  υπόψη  μου τις επισημάνσεις που έγιναν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της πλευράς της ενάγουσας κατά την τελική του  αγόρευση όπου ανάλυσε  με επιμέλεια τη μαρτυρία με παραπομπή σε αποσπάσματα της και  έδωσε τη δική του ερμηνεία σε αυτή όπως και στη νομολογία και αυθεντίες στις οποίες με παρέπεμψε τις οποίες έχω επίσης μελετήσει με προσοχή. Η πλευρά των εναγομένων αρκέστηκε στο να παραπέμψει το Δικαστήριο στους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης των εναγομένων.

 

Έχοντας επομένως τις πιο πάνω αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας που προέρχονται από τη νομολογία μας και το σύνολο της τεθείσας ενώπιον μου  μαρτυρίας, αισθάνομαι ότι  είμαι έτοιμος πλέον  για την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κατάληξη μου σε ευρήματα αναφορικά με την επίδικη διαφορά.

 

Η πλευρά της ενάγουσας προς απόδειξη της απαίτησης της κάλεσε δύο μάρτυρες τον κ. XXXXX Βακανά (ΜΕ1) και τον κ.  XXXXX Παύλου (ΜΕ2). Η πλευρά των εναγομένων δεν πρόσφερε οποιανδήποτε μαρτυρία. Κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν οκτώ έγγραφα ως τεκμήρια (Τεκμ. 1 - 8).

 

Ο κ. Βακανάς κατάθεσε και υιοθέτησε Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Α), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του και στη συνέχεια κατάθεσε τα τεκμήρια. Ο μάρτυς δεν αντεξετάστηκε.

 

Ο κ. Βακανάς πλην της εξήγησης που έδωσε σε σχέση με τη θέση που κατέχει στην ενάγουσα  και την ιδιότητα υπό την οποία κατάθεσε και της αναφοράς του για την συγχώνευση που επήλθε μέχρι και το διάδοχο σχήμα που παρουσιάζεται σήμερα ως η ενάγουσα ουσιαστικά επανέλαβε τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαιτήσεως όπως έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω.

 

Αναφέρθηκε  στη σύναψη της συμφωνίας δανείου ημερ. 22.02.2010 μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων. Στη σύναψη της Σύμβασης και Δήλωσης Υποθηκεύσεως Ακινήτου Υ1644/2010 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού μαζί με τους όρους που τις διέπουν. Στους όρους της συμφωνίας δανείου, που περιλαμβάνει τις χρεώσεις που θα γίνονταν από την ενάγουσα στον επίδικο λογαριασμό, αλλά και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών με βάση τη συμφωνία δανείου. Ακολούθως έκανε αναφορά για την παράλειψη εκ μέρους των εναγομένων της πληρωμής των δόσεων  τους κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας δανείου καθώς και για τις καθυστερήσεις στην αποπληρωμή του χρέους γενικότερα. Αναφορά έκανε και στην αποστολή επιστολών προειδοποίησης για αποπληρωμή των καθυστερημένων δόσεων προς τους εναγόμενους 1 και 2. Αναφέρθηκε επίσης και στην επιβάρυνση του λογαριασμού των εναγομένων με επιπλέον χρεώσεις λόγω της παράλειψης πληρωμής από αυτούς των συμφωνηθέντων  δόσεων τους κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου και ως εκ τούτου στον τερματισμό της συμφωνίας μέσω επιστολής τερματισμού που απέστειλαν οι ενάγοντες στους εναγόμενους. Ειδικότερη αναφορά έκανε επίσης και στο υπόλοιπο του λογαριασμού κατά την έγερση της αγωγής προβαίνοντας σε αναγκαίες διευκρινήσεις για τις χρεώσεις που αυτός παρουσιάζει.

 

Σημειώνεται ότι κατά την κυρίως εξέταση του μάρτυρος χωρίς οποιανδήποτε ένσταση ή αμφισβήτηση οποιασδήποτε αναφοράς σε αυτά  κατατέθηκαν τα ακόλουθα έγγραφα ως τεκμήρια: Η Συμφωνία Δανείου ημερ. 22.02.2010 ως Τεκμ. 1,  το Έγγραφο Υποθήκης ημερ. 22.02.2010 ως Τεκμ. 2, η Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης ΥΧΧΧ του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού ως Τεκμ. 3, η επιστολή – ειδοποίηση ημερ. 28.06.2011 ως Τεκμ.4, η επιστολή - ειδοποίηση ημερ. 31.08.2011 ως Τεκμ. 5, η επιστολή – ειδοποίηση ημερ. 09.02.2013 ως Τεκμ. 6, η επιστολή τερματισμού ημερ. 06.11.2013 ως Τεκμ. 7, αντίγραφο κατάστασης του λογαριασμού ΧΧΧ ως Τεκμ. 8.

 

Ο κ. Βακανάς κρίνω ότι απάντησε με τεκμηρίωση, με ειλικρίνεια και φυσικότητα στις ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την εξέταση του. Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από συνοχή και πειστικότητα  όσα δε υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου υποστηρίζονται από τα έγγραφα (Τεκμ. 1 – 8). Αποδέχομαι την μαρτυρία του η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη στην ολότητα της εφόσον δεν αντεξετάστγκε για οποιοδήποτε ζήτημα ή αναφορά του ή επί του περιεχομένου οποιουδήποτε εγγράφου που κατάθεσε ως τεκμήρια.

 

            Σχετικά με το θέμα της παράλειψης αντεξέτασης είναι όσα λέχθηκαν στην απόφαση OLYMPIC INSURANCE AGENCIES LIMITED v. 1. LEXUS INSURANCE AGENCIES LIMITED  κ.ά,   (2010) 1 (Γ) AAΔ 1440  στην οποία και παραπέμπω:

 

«Όμως από τη στιγμή που ο μάρτυρας που το κατέθεσε ισχυρίστηκε ότι το περιεχόμενο είναι ορθό όφειλε η πλευρά των εφεσιβλήτων να αντεξετάσει επί του ουσιώδους αυτού ισχυρισμού του μάρτυρα των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τους κανόνες απόδειξης και νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1  C.L.R. 89, 105, Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383, 388/389 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd. v. Νικολαϊδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057, 1060), εκεί όπου ένα διάδικος παραλείπει να αντεξετάσει ένα μάρτυρα πάνω σε ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας του, τότε το Δικαστήριο μπορεί (δηλαδή δεν είναι υπόχρεο) να καταλήξει ότι η πλευρά που παρέλειψε να αντεξετάσει, δέχεται τα γεγονότα όπως τα κατέθεσε ο μάρτυρας.  Εδώ τα γεγονότα του τεκμηρίου 12 ήταν ουσιώδη, αφού αποτελούσαν μαρτυρία για απόδειξη του οφειλόμενου ποσού, που ήταν η ουσία της αγωγής, και επομένως όφειλε η πλευρά των εφεσιβλήτων να αντεξετάσει το μάρτυρα ως προς την ορθότητα ή μη της εν λόγω κατάστασης λογαριασμού».

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι όσα ανέφερε ο ΜΕ1 στη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο Α), καθώς και όσα δήλωσε προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και το περιεχόμενο των  τεκμηρίων που κατέθεσε κατά την ακροαματική διαδικασία και δεν αμφισβητήθηκαν σε αντεξέταση, δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν νομικά με κανένα τρόπο και θεωρούνται ότι συνιστούν απόδειξη των ισχυρισμών της πλευράς της ενάγουσας. Για όσα δε θέματα κατάθεσε και δεν αντεξετάστηκε ο ως άνω μάρτυς (ΜΕ1) κρίνω πως συνιστούν μια ακλόνητη  και τεκμηριωμένη μαρτυρία προερχόμενη από έναν αξιόπιστο μάρτυρα και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή σε κάθε έκφανση της.

 

Ο κ. Παύλου (ΜΕ2), στη κατάθεση του, πλην των καθηκόντων του στην ενάγουσα και την ιδιότητα υπό την οποία κατάθεσε προς απόδειξη των αξιώσεων της, η μαρτυρία του επικεντρώθηκε σε δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά την αποστολή των επιστολών προειδοποίησης και της επιστολής τερματισμού της επίδικης συμφωνίας και το δεύτερο στην επεξήγηση και δικαιολόγηση της επιβολής τόκου υπερημερίας από την ενάγουσα στον επίδικο λογαριασμό. Ο μάρτυς έδωσε σαφείς και πειστικές  απαντήσεις τόσο ως προς την αποστολή προς τους εναγομένους των προειδοποιητικών επιστολών και της επιστολής τερματισμού και επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε ο τόκος υπερημερίας τον οποίο η ενάγουσα δίκαια κατά την αντίληψη του αξιώνει. Τα ζητήματα αυτά θα με απασχολήσουν σε έκταση στη συνέχεια κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει σε συνδυασμό με τη νομική πτυχή που τα διέπει.

 

 

Κατά την αντεξέταση του μάρτυρος του υποβλήθηκε κατά γενικό τρόπο ότι οι ενάγοντες προέβησαν σε «παράνομες» όπως χαρακτηρίστηκαν χρεώσεις τόκων, ότι οι εναγόμενοι δεν παρέλαβαν επιστολές που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι απέστειλαν και ότι ο λογαριασμός των εναγομένων χρεώθηκε παράνομα γι’ αυτές τις επιστολές. Ως προς το ζήτημα των τόκων παρατηρώ πως ήταν ο ΜΕ 1 που έκανε ειδικότερη αναφορά ο οποίος και εξήγησε τις σχετικές χρεώσεις χωρίς να αντεξετασθεί έτσι που ο ΜΕ 2  το μόνο που  μπορούσε να κάνει ήταν να αρνηθεί σχετικές υποβολές και ότι έγιναν παράνομες χρεώσεις στον λογαριασμό των εναγομένων και να επαναλάβει ότι οι χρεώσεις ήταν καθόλα νόμιμες και σύμφωνες με τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί μεταξύ των μερών.

 

Ο μάρτυς κρίνω ότι  απάντησε με ειλικρίνεια και φυσικότητα στις ερωτήσεις και υποβολές που του υποβλήθηκαν τόσο κατά την κυρίως εξέταση του όσο και κατά την αντεξέταση του δίδοντας κάθε φορά σαφείς και πειστικές απαντήσεις σε αυτές. Αποδέχομαι χωρίς κανένα ενδοιασμό τη μαρτυρία του και ειδικότερα ως προς τα δύο ζητήματα για τα οποία κλήθηκε να καταθέσει ως ανωτέρω καταγράφηκαν και για τα οποία αντεξετάστηκε.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία είναι υποχρέωση των εναγόντων ή του διάδικου που φέρει το βάρος της απόδειξης να προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία η οποία να συνάδει με την δικογραφία για να μπορέσει να αποτελέσει η μαρτυρία αυτή έρεισμα για ευρήματα του Δικαστηρίου. Η πιο πάνω προσέγγιση αντανακλάται κυρίως στην υπόθεση Kades v. Nicolaou & Another, (1986) 1 C.L.R.  σελ. 212 όπου είχε τεθεί το θέμα ως εξής:-

 

"If the evidence of a witness is rejected as unworthy credit, there is nothing circumstances of its discharge have nothing to do with the credibility of witnesses. A witness may either be believed or disbelieved (wholly or partly) according to the view taken of his credibility by the Court.A question of discharge of the burden of poof can only arise if there is credible evidence to way on the two sides.  If there is no credible evidence to support the case of the party upon whom the burden of proof lies, as in the case, there in nothing to weigh thereafter».

 

Δεν διαφεύγει την προσοχή μου ότι κατά την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων πρωτίστως είναι καθήκον ενός ενάγοντος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με αξιόπιστη μαρτυρία για τη βασιμότητα της απαίτησης του και όχι για τον αντίδικο του να την αντικρούσει (βλ. Μιχαηλίδης v. Κακουλλή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 674).

 

Η υποχρέωση του ενάγοντος σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει κατ’  αρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Εθνική Τράπεζα v. X’’ Nέστορος, (1990) 1 Α.Α.Δ. 41), όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η υποχρέωση του Ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά το βάρος της απόδειξης γεννιέται εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ΄ αρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του Δικαστηρίου».

 

Οι εναγόμενοι πρόβαλαν τη θέση ότι ο λογαριασμός του επίδικου δανείου χρεώθηκε με  «παράνομες χρεώσεις». Ο δικηγόρος των εναγομένων, προέβη κατά την αντεξέταση του ΜΕ2 σε γενικές υποβολές για χρέωση παράνομων τόκων ή άλλων χρεώσεων οι οποίες όμως όπως υποβλήθηκαν κρίνονται γενικόλογες και ως εκ τούτου ανυπόστατες και αυθαίρετες.  Οι εναγόμενοι σε καμία περίπτωση δεν κατέδειξαν τα σημεία στα οποία έγιναν οι παράνομες χρεώσεις, ούτε υπόβαλαν συγκεκριμένη θέση επί του θέματος. Ούτε προσκόμισαν σχετική μαρτυρία είτε καταθέτοντας οι ίδιοι προσωπικά είτε μέσω πραγματογνώμονα ή τυχόν άλλου μάρτυρα έτσι ώστε να καταδείξουν συγκεκριμένα που, πως και πότε έγιναν οι οποιεσδήποτε παράνομες χρεώσεις.

 

Ενόψει ακριβώς της πιο πάνω αμφισβήτησης ή ισχυρισμού είμαι αναγκασμένος να παραθέσω  τους σχετικούς όρους για τη χρέωση τόκων και του τόκου υπερημερίας από την επίδικη συμφωνία δανείου:

 

«3. Το παραπάνω δάνειο θα χρεώνεται:

Με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο που στο εξής θα αναφέρεται ως «το συνολικό επιτόκιο», το οποίο θα αποτελείται από το Βασικό Επιτόκιο του Ταμιευτηρίου και το οποίο θα καθορίζεται από "το Ταμιευτήριο" από καιρού εις καιρό και το οποίο από την υπογραφή της συμφωνίας δανείου θα ανεφέρεται ως «το Βασικό Επιτόκιο» και την προσαύξηση η οποία επίσης θα καθορίζεται από  "το Ταμιευτήριο" και η οποία θα αναφέρεται ως «το περιθώριο»

 

Με βάση τα πιο πάνω το επιτόκιο κατά την υπογραφή της παρούσας Συμφωνίας Δανείου ανέρχεται σε:-

 

Βασικό Επιτόκιο   :-                   4,50% (τέσσερα και πενήντα τοις εκατό το χρόνο)

Περιθώριο             :-                  1,25% (ένα και είκοσι πέντε  τοις εκατό το χρόνο)

Συνολικό Επιτόκιο:-                   5,75%  (πέντε και εβδομήντα πέντε  τοις εκατό το χρόνο)

 

Ο τόκος θα κεφαλαιοποιείται κάθε έξη μήνες την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.

  

Ο τόκος θα υπολογίζεται πάνω στα ημερήσια χρεωστικά υπόλοιπα και για υπολογισμό του, οι μήνες θα λογαριάζονται προς όσες μέρες έχει ο καθένας αλλά για να βρεθεί ο τόκος θα λαμβάνεται σαν διαιρέτης το εμπορικό έτος που αποτελείται από 360 μέρες. Νοείται ότι το Ταμιευτήριο θα δικαιούται να λογίζει και/ή κατανέμει τα ποσά που κατατίθενται κάθε φορά έναντι του δανείου, πρώτα προς εξόφληση ή μερική εξόφληση των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία της κατάθεσης, των εξόδων και δικαιωμάτων, και τυχόν παραμένοντος υπολοίπου έναντι του κεφαλαίου.

 

Πέραν των πιο πάνω το Ταμιευτήριο θα έχει το δικαίωμα να χρεώνει το δάνειο κατά την κρίση του για την επανάκτηση οποιωνδήποτε εξόδων και/ή δαπανών που θα δημιουργούνται μέχρι την τελική εξόφληση του δανείου ή της πιστωτικής διευκόλυνσης, (ειδοποιήσεις για καθυστερημένες δόσεις, δικηγορικά και δικαστικά έξοδα, έξοδα διαιτησίας, έξοδα εκτιμήσεων και οποιαδήποτε άλλα έξοδα δαπανηθούν από μέρους του Ταμιευτηρίου για εξασφάλιση του λαβείν του).

 

Ο τόκος όπως υπολογίζεται πιο πάνω είναι πληρωτέος κάθε τριμηνία. Σε περίπτωση μη πληρωμής θα χρεώνεται στο υπόλοιπο του λογαριασμού και θα υπολογίζονται επ’ αυτού τόκοι. Νοείται ότι το Ταμιευτήριο δεν θα έχει δικαίωμα ανατοκισμού περισσότερο από δύο φορές τον χρόνο.

 

Σε περίπτωση καθυστέρησης πέραν του ενός (1) μηνός καταβολής οποιασδήποτε δόσης το καθυστερημένο ποσό θα φέρει επιπλέον χρέωση τόκου υπερημερίας από την ημέρα της καθυστερήσεως μέχρι την εξόφληση του. Ο τόκος υπερημερίας θα είναι μεγαλύτερος κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες από το συμβατικό επιτόκιο του λογαριασμού (Βασικό και Περιθώριο) όπως θα ισχύει κατά την χρονιαία στιγμή της υπερημερίας.

 

Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας της συμφωνίας δανείου, καθυστέρηση καταβολής 3 δόσεων θα δίνει το δικαίωμα στο Ταμιευτήριο αφού δώσει προς τον χρεώστη 30 ημέρες έγγραφο προειδοποίηση για συμμόρφωση, να τερματίσει την συμφωνία δανείου και ολόκληρο το ποσό του δανείου να καταστεί άμεσα απαιτητό. Στην περίπτωση τερματισμού ολόκληρο το δάνειο θα φέρει τόκο ίσο με το αρχικό συνολικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 3% ετησίως.»

 

Με βάση τη μαρτυρία του ΜΕ 1 και τα τεκμήρια που κατέθεσε, και πιο συγκεκριμένα την κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ.8), αλλά και την επιστολή τερματισμού (Τεκμ 7), ο τόκος που επιβλήθηκε σε ολόκληρο το δάνειο, αφού τερματίστηκε η συμφωνία, ήταν στο 8%. Δηλαδή η χρέωση ήταν μέσα στα πλαίσια των όρων της συμφωνίας αφού η συμφωνία προνοούσε για χρεώσεις μέχρι και 8,75% (Συμβατικό Επιτόκιο 5,75% πλέον 3% που θα επιβαλλόταν σε περίπτωση τερματισμού της συμφωνίας = 8,75%). Άρα όχι μόνο δεν επιβλήθηκε το ανώτατο επιτόκιο των 8,75% αλλά επιβλήθηκε κατώτερο ποσοστό επιτοκίου από ό,τι προβλεπόταν στην συμφωνία δανείου.

 

Οι λεπτομέρειες του επίδικου λογαριασμού κατατέθηκαν ως Τεκμ. 8 από τον ΜΕ 1. Όπως έχει ήδη λεχθεί δεν έγινε αντεξέταση πάνω σε συγκεκριμένα σημεία του λογαριασμού από τους εναγόμενους έτσι ώστε να δείξουν αυτοί οποιεσδήποτε παράνομες χρεώσεις. Αρκέστηκαν σε γενικούς ισχυρισμούς υπό μορφή υποβολών στον ΜΕ 2 ο οποίος ασφαλώς και τις αρνήθηκε.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία μας δεν μπορεί να αναμένεται από το Δικαστήριο να εξετάσει ενδελεχώς τους λογαριασμούς χωρίς να υποδειχθούν τα σημεία στα οποία υφίστανται οι παράνομες χρεώσεις, ούτε και μπορεί να προβαίνει σε λογιστικούς υπολογισμούς όπως και εξηγείται από τη νομολογία (βλ. ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ v. ΛΑΜΠΡΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΛΤΔ κ.α., (2009) 1 Α.Α.Δ. 479 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η εφεσείουσα τράπεζα απέδειξε τη νομότυπη υπογραφή της συμφωνίας (Τ.1), την σύναψη της συμφωνίας εγγύησης (Τ.8) και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των Τεκμηρίων 9 και 11. Οι καταστάσεις του λογαριασμού (Τ.9 και 11), μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ. 9 όπως έχει τροποποιηθεί)».

 

Σχετική επίσης είναι η απόφαση στην υπόθεση ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, (2014) 1(Γ) ΑΑΔ σελ. 2287 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η χρέωση του ποσού των ΛΚ6.376,88 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση, όπως άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε οποιαδήποτε χρέωση που περιλαμβάνεται στο εν λόγω Τεκμήριο. Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπισή του, πέραν της γενικής άρνησης ως προς το οφειλόμενο ποσό, δεν αμφισβήτησε συγκεκριμένες χρεώσεις του εν λόγω λογαριασμού. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι δεν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να υπεισέλθει σε λεπτομερή έλεγχο της απαίτησης και να προβεί σε λογιστικούς και μαθηματικούς υπολογισμούς ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο, ενώ ουδεμία καταχώρηση του Τεκμηρίου 21 είχε αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση και ουδεμία αντεξέταση έγινε στη ΜΕ1 επί του περιεχομένου του εν λόγω Τεκμηρίου.  

 

Η Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησής της. Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση (Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858).  Σε περίπτωση όπου υπάρχει μόνο μία εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα, όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο (Barry Wynne v. David Costaki Mavronicola ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (2009) 1Β ΑΑΔ 1138). Συνήθως τέτοια θέματα εγείρονται σε υποθέσεις όπου δεν εμφανίζεται ο αντίδικος, όπως ήταν και τα γεγονότα στην υπόθεση Barry Wynne (πιο πάνω). Στην προκείμενη όμως περίπτωση, ο εφεσίβλητος έλαβε μέρος στη διαδικασία. Αρχικά με δικηγόρο και στην πορεία, μετά την απόσυρση του δικηγόρου του, αφού ολοκληρώθηκε η μαρτυρία της Τράπεζας, αυτοπροσώπως, χωρίς όμως να δώσει μαρτυρία ή να κλητεύσει άλλο μάρτυρα. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να παραμείνει μόνο μία εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κατάθεση του Τεκμηρίου 21, το οποίο αποτελούσε μέρος του τραπεζικού βιβλίου και περιείχε όλες τις καταγραφές των πράξεων που έγιναν σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό, δεν άφηνε περιθώριο στο Δικαστήριο να προβεί σε δική του λογιστική έρευνα για επιβεβαίωση των διαφόρων ποσών που περιλαμβάνονταν σ΄ αυτόν».

 

Σύμφωνα επομένως με τις πιο πάνω υποθέσεις δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι χρεώσεις που έγιναν στον επίδικο λογαριασμό έχουν αποδειχθεί αφού ο λογαριασμός παρουσιάστηκε από την Τράπεζα, μέσω υπαλλήλου της, του ΜΕ1, και κατέδειξε την αλήθεια του περιεχομένου του, ενώ κανένα σημείο χρεώσεων δεν αμφισβητήθηκε συγκεκριμένα και ενδελεχώς από τους εναγόμενους. Συγκεκριμένα δεν έγινε ούτε και μία αναφορά στο Τεκμ. 8 από το δικηγόρο των εναγομένω, ούτε αντλήθηκε οποιαδήποτε πληροφορία από το Τεκμ. 8 για να υποβληθεί οποιαδήποτε ερώτηση είτε στον ΜΕ 1 είτε στον ΜΕ 2. Ούτε οι εναγόμενοι ή οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας Υπεράσπισης κατέθεσε έτσι ώστε να στηρίξει τις θέσεις της Υπεράσπισης και να καταδείξει και να αποδείξει οποιεσδήποτε παράνομες χρεώσεις.

 

Οι θέσεις των εναγομένων όπως προβάλλονται στο δικόγραφο τους και  διά των υποβολών τους στον ΜΕ 2 - γενικές και αόριστες όπως παρέμειναν μέχρι τέλους -, δεν μπορούν παρά να κριθούν ως αυθαίρετες χωρίς να γίνει καμία υπόδειξη ως προς τα σημεία στα οποία έγιναν οι παράνομες χρεώσεις στο λογαριασμό. Επομένως αποδέχομαι ότι οι χρεώσεις που έγιναν στον εν λόγω λογαριασμό έγιναν σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης και ως εκ τούτου γίνονται αποδεχτές και η θέση των εναγομένων για παράνομες χρεώσεις απορρίπτεται ως ανυπόστατη, γενικόλογη και αυθαίρετη. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνω δεν μπορεί να προβαίνει σε λογιστικούς ελέγχους του λογαριασμού από τη στιγμή που δεν υποδείχθηκαν συγκεκριμένα οι «παράνομες» χρεώσεις από τους εναγομένους.

 

Θα με απασχολήσει στη συνέχεια ειδικότερα το ζήτημα της χρέωσης τόκου υπερημερίας και το ποσοστό 2.25% που κατ’ ουσία αξιώνουν αξιώνουν οι ενάγοντες.

 

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο τόκος υπερημερίας που επιβλήθηκε, ήταν μέσα στα πλαίσια της μεταξύ των μερών συμφωνίας και δεν ερχόταν σε αντίθεση με οποιαδήποτε νομοθεσία και/ή νομική αρχή όταν αυτή είχε συναφθεί στις 22.02.2010. Θα προβώ στη συνέχεια σε σχετική ανάλυση του ζητήματος αυτού.

 

Σχετικός με αυτή την αξίωση των εναγόντων είναι ο όρος 4 της Συμφωνίας Δανείου (Τεκμ. 1):

 

« 4. Σε περίπτωση καθυστέρησης πέραν του ενός μηνός καταβολής οποιασδήποτε δόσης το καθυστερημένο ποσό θα φέρει επιπλέον χρέωση τόκου υπερημερίας από την ημέρα της καθυστερήσεως μέχρι την εξόφληση του. Συμφωνείται ότι ο τόκος υπερημερίας θα είναι μεγαλύτερος κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες από το συμβατικό επιτόκιο του λογαριασμού (Βασικό και Περιθώριο) όπως θα ισχύει κατά την χρονιαία στιγμή της υπερημερίας».

 

Με βάση επομένως τον όρο 4 της συμφωνίας δανείου (Τεκμ.1), τα μέρη συμφώνησαν ότι σε περίπτωση επιβολής τόκου υπερημερίας αυτός θα είναι σε ποσοστό 3% στο εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο όσον αφορά το εκάστοτε καθυστερημένο ποσό.

 

Με βάση τη μαρτυρία του ΜΕ 1 όπως προκύπτει και από τα τεκμήρια που κατέθεσε, και πιο συγκεκριμένα του λογαριασμού (Τεκμ.8), αλλά και των επιστολών προειδοποίησης (Τεκμ. 4 - 6), ο τόκος υπερημερίας που επιβλήθηκε, όπως φαίνεται και από τις προειδοποιητικές επιστολές τεκμήρια 4 - 6, ήταν σε ποσοστό 2.25% από το συνολικό ποσοστό 8%, χρέωση δηλαδή η οποία ενέπιπτε μέσα στα πλαίσια των όρων της συμφωνίας αφού η συμφωνία προνοούσε για χρεώσεις μέχρι και 8,75% (Συμβατικό Επιτόκιο 5,75% πλέον 3% για επιβολή τόκου υπερημερίας  δηλαδή 8,75%). Άρα, όσον αφορά τις χρεώσεις τόκου υπερημερίας, για τον επίδικο λογαριασμό αξιώνεται χαμηλότερο ποσοστό τόκου υπερημερίας συγκριτικά με τη σχετική πρόνοια της συμφωνίας δανείου. Επομένως, αφού το επιτόκιο υπερημερίας ήταν μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας κατά την εισήγηση της ενάγουσας με την οποία συμφωνώ ο τόκος υπερημερίας που επιβλήθηκε δεν ήταν παράνομος και έτσι οι θέσεις του δικηγόρου των εναγομένων διά των υποβολών του στον ΜΕ 2 δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές και απορρίπτονται και για τους επιπρόσθετους λόγους στους οποίους θα αναφερθώ στη συνέχεια.

 

Η μαρτυρία του ΜΕ 1 κατέδειξε ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών ήταν καθόλα έγκυρη και επομένως οι εναγόμενοι κωλύονται από το να ισχυρίζονται ότι δεν αποδέχτηκαν ποτέ το ύψος του ποσού που προκύπτει από τους τόκους υπερημερίας. Αποδέχτηκαν την επιβολή του τόκου υπερημερίας και του συγκεκριμένου ποσοστού επί του εκάστοτε καθυστερημένου ποσού με την υπογραφή της συμφωνίας δανείου.

 

Προκύπτει επίσης από τον όρο 4 της συμφωνίας δανείου ότι οι εναγόμενοι αποδέχτηκαν επιτόκιο υπερημερίας 3% και λαμβάνοντας υπόψη ότι υπέγραψαν τη συμφωνία δανείου αλλά και μονόγραψαν κάθε σελίδα της εν λόγω συμφωνίας, αυτό οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι έλαβαν γνώση του εν λόγω όρου και κωλύονται από το να αρνούνται την αποδοχή του τόκου υπερημερίας και σχετικών χρεώσεων. Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Χ¨ Ευαγγέλου v. Dorami Ltd, (1990) 1 Α.Α.Δ. 1113 (όπου υιοθετήθηκε η Αγγλική Απόφαση Saunders vs Anglia Building Society (1970) 3 All ER 961):

 

«Δεν δέχομαι τους ισχυρισμούς των Εναγομένων 3 και 4 ότι όταν υπέγραφαν το έγγραφο της 12ης Νοεμβρίου 1976 δεν εγνώριζαν το περιεχόμενό του και ότι ο ενάγων τους έπεισε με δόλιο τρόπο να το υπογράψουν. Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο καθένας υποτίθεται λαμβάνει γνώση του περιεχομένου ενός εγγράφου το οποίο υπογράφει και το βάρος της απόδειξης σε υπόθεση που η υπεράσπιση στηρίζεται επί του non est factum, όπως η παρούσα, ευρίσκεται πάνω στον εναγόμενο».

                                                     

Η πιο πάνω υπόθεση, αν και στηρίχθηκε στην υπεράσπιση του non est factuum δείχνει τη στάση της νομολογίας και των Δικαστηρίων σε σχέση με την υπογραφή μιας σύμβασης. Είναι γενικός κανόνας ότι η υπογραφή μιας σύμβασης δημιουργεί το τεκμήριο ότι αυτός που υπογράφει θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της συμφωνίας.

 

Έχω αναφέρει και πιο πάνω ότι δεν μπορεί να αναμένεται από το Δικαστήριο να εξετάσει ενδελεχώς τους λογαριασμούς χωρίς να υποδειχθούν τα σημεία στα οποία υφίστανται οι παράνομες χρεώσεις, ούτε και μπορεί να προβαίνει σε λογιστικούς υπολογισμούς.  Η κατάσταση λογαριασμού κατατέθηκε από τον ΜΕ 1 χωρίς αμφισβήτηση και αυτή αποτελεί απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας και συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπτρος Χαριλάου Λτδ κ.ά., (2009) 1 Α.Α.Δ. 479 και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν.  Οικονόμου (πιο πάνω).

 

Το νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει την επιβολή τόκου υπερημερίας στηρίζεται στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν.160(Ι)/99)ως έχει τροποποιηθεί. Σχετικά είναι τα άρθρα 2Β και 3, τα οποία και παραθέτω:

 

«Πεδίο εφαρμογής των περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικών) Νόμων του 2014 και 2015

 

2Β. Ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2014 και ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2015 εφαρμόζονται σε συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και των οφειλετών τους ως ακολούθως:

 

(α) σε όλες τις εν ισχύι συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014·

 

(β) σε όλες τις νέες συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων που συνάπτονται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014· και

 

(γ) σε όλες τις συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων, οι οποίες τερματίζονται και σε όλες τις συμβάσεις των οποίων οι πιστωτικές διευκολύνσεις έχουν καταστεί ή καθίστανται απαιτητές από πιστωτικό ίδρυμα.

 

Υποχρέωση πιστωτικών ιδρυμάτων για διαφάνεια στις χρεώσεις

 

3.-(1) Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν υποχρέωση-

 

(α) Να ενημερώνουν ειδικά κάθε οφειλέτη με τον οποίο συνάπτουν σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης, μεταξύ άλλων, για την κατηγορία του βασικού επιτοκίου που θα χρεώνεται εκάστοτε αναφορικά με το δάνειο ή την πιστωτική διευκόλυνση, τον τρόπο με τον οποίο τούτο θα υπολογίζεται και το χρόνο κατά τον οποίο θα εισπράττεται ή θα χρεώνεται στο λογαριασμό του οφειλέτη·

 

(β) να παρέχουν σε κάθε οφειλέτη λεπτομέρειες για τυχόν άλλες χρεώσεις ή ανάκτηση εξόδων που σχετίζονται με την πιστωτική διευκόλυνση·

 

(γ) να ενημερώνουν τους οφειλέτες με γραπτή ειδοποίηση προς αυτούς για τυχόν αλλαγή στο βασικό επιτόκιο ή αλλαγή στο χρόνο καταβολής του τόκου ή γενικά για οποιαδήποτε αλλαγή αφορά το βασικό επιτόκιο, καθώς και αλλαγή της δόσης του δανείου όταν αυτή μεταβάλλεται·

 

(δ) να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές το χρόνο·

 

(ε) να παρουσιάζουν με διαφάνεια στην ιστοσελίδα τους τη μέθοδο υπολογισμού του βασικού επιτοκίου και σε περίπτωση διαφορετικών κατηγοριών βασικών επιτοκίων τη μέθοδο υπολογισμού της κάθε κατηγορίας βασικού επιτοκίου, καθώς και τις συνθήκες και παραμέτρους που συμβάλλουν στη μεταβολή των βασικών επιτοκίων· και

 

(στ) να δηλώνουν σαφώς στη σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης και να ενημερώνουν κάθε οφειλέτη κατά τη διαπραγμάτευση της σύμβασης και το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας, για τον τρόπο υπολογισμού του, καθώς και για τις συνθήκες παύσης χρέωσης του.

 

(1α) Η επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν των δύο εκατοστιαίων μονάδων απαγορεύεται:

 

Νοείται ότι, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, το επιτόκιο υπερημερίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις δύο εκατοστιαίες μονάδες.

 

(1β) Σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή σε οποιοδήποτε ποσό καθυστέρησης ή υπέρβασης ορίου οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση μη απόδειξης των πιο πάνω από το πιστωτικό ίδρυμα, πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερημερίας δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το ποσό που έχει καταβάλει και το πιστωτικό ίδρυμα έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει το όφελος που προσπορίστηκε ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο που ζημιώθηκε από τη χρέωση αυτή.

 

(2) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου είναι ένοχος αδικήματος τιμωρούμενου με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων στην αγόρευση του αναλύοντας το ζήτημα της επιβολής τόκου υπερημερίας εισηγήθηκε ότι ο συγκεκριμένος νόμος και οι τροποποιήσεις αυτού δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση σχετικά με τη δικαιολόγηση επιβολής τόκου υπερημερίας. Προς επίρρωση της θέσης του επικαλείται τον χρόνο τερματισμού της επίδικης συμφωνίας που ήταν η 06.11.2013. Είναι δε γεγονός ότι προέβη σε ενδελεχή έρευνα των διαφόρων απόψεων που εκφράστηκαν – αποφασίστηκαν σε πρωτόδικες αποφάσεις σε σχέση με το ζήτημα αυτό στις οποίες και με παρέπεμψε. Ως τέτοια απόφαση είναι αυτή του κ. Ν. Σάντη, Π.Ε.Δ. στην υπόθεση  Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. ARCHIMIDES & PAVLOS PARASKEVAIDES LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 2536/09 Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ. 30.06. 2017. Σε αυτή την υπόθεση αναλύθηκε εκτενώς η χρέωση του τόκου υπερημερίας από την Τράπεζα και κατά πόσο η χρέωση του τόκου υπερημερίας ήταν δικαιολογημένη. Παρατίθεται πιο κάτω εκτενές απόσπασμα  - για να γίνει κατανοητό το σκεπτικό της -, από την  ως άνω απόφαση στο οποίο πραγματεύεται  την επιβολή τόκου υπερημερίας από την Τράπεζα και την εφαρμογή του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο 160(Ι)/99  ως έχει τροποποιηθεί με το οποίο και συμφωνώ ως προς την κατάληξη του και  όπου αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Πριν προχωρήσω σε αποτύπωση τελικών ευρημάτων, θα ασχοληθώ με το μοναδικό κατ' ουσίαν επίδικο θέμα που παραμένει και που αφορά στο αν έχει αποδειχθεί η αξίωση για τον τόκο υπερημερίας.

 

Συνέθεσε επιχείρημα των εναγομένων ότι οι ενάγοντες απέτυχαν αυτά με τα οποία ήσαν επωμισμένοι βάσει του άρθρου 3(1)(1α) και (1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99. Όπως αποσαφήνισε ο κ. Κορφιώτης, το άρθρο 3(1)(1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99 (που άρχισε να ισχύει την 1.1.01), ως τροποποιήθηκε με τον Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικό) Νόμο 66(Ι)/15 - και το οποίο εφαρμόζεται σε συμβάσεις πιστωτικής διευκόλυνσης που έχουν τερματιστεί προτού τεθεί σε ισχύ η αναφερόμενη τροποποίηση (στις 7.5.15) - απαγορεύει τη χρέωση τόκου υπερημερίας εκτός και αν αποδειχθεί πως ο τοκισμός ανταποκρίνεται στην πραγματική ζημιά του πιστωτικού ιδρύματος. Πέραν του γεγονότος ότι η αξίωση τούτη των εναγόντων δεν δικογραφήθηκε ως πραγματική ζημιά στην Έκθεση Απαίτησης, με όλα τα καταλυτικά συνεπόμενα (αντιλαμβάνεται κανείς), ο συνήγορος προέταξε πως έτσι κι αλλιώς η μαρτυρία των εναγόντων και δη εκείνη των ΧΧΧ Βασιλείου (ΜΕ3) και ΧΧΧ Χρίστου (ΜΕ5), δεικνύει ότι οι ενάγοντες είχαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο διαθέσιμα κεφάλαια για επιπλέον δανεισμούς και πως, ακόμη και όταν οι ενάγοντες δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους δείκτες, τούτο δεν αποτελούσε τροχοπέδη στο να δανείζουν πρόσθετα ποσά σε πελάτες τους. Κατ' ακολουθίαν, πέρανε ο κ. Κορφιώτης, οι ενάγοντες δεν ζημιώθηκαν ελλείψει δυνατότητας δανειοδότησης τρίτων προσώπων, ζημιά βεβαίως που θα ήταν ούτως ή άλλως απομεμακρυσμένη και μη διεκδικούμενη, με την ίδια τύχη να συνοδεύει και την αξίωση για ζημιές που απορρέουν από το κόστος του τμήματος των εναγόντων που χειρίζονταν τα καθυστερημένα δάνεια αφού οι ισχυρισμοί των εναγόντων παρέμειναν γενικοί και υπεραπλουστευμένοι.

 

Ο κ. Τσάρκατζιης προτάσσοντας το αξιόπιστο και επαρκές της δοθείσας μαρτυρίας των εναγόντων, υποστήριξε πως κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 2Β(γ) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, το νομοθέτημα αυτό (ως τροποποιήθηκε), καλύπτει άπασες τις συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων που τερματίζονται, ως και εκείνες των οποίων οι πιστωτικές διευκολύνσεις κατέστησαν (ή καθίστανται) απαιτητές, με αυτό να εννοεί (για τις συμβάσεις που τερματίζονται), τις τερματιζόμενες από την ημερομηνία έναρξης του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου 66(Ι)/15 (7.5.15) και (για τις συμβάσεις των οποίων οι πιστωτικές διευκολύνσεις κατέστησαν ή καθίστανται απαιτητές), τις συμβάσεις εκείνες που δεν έχουν τερματιστεί αλλά των οποίων οι πιστωτικές διευκολύνσεις κατέστησαν υπερήμερες. Επομένως, οι πρόνοιες του άρθρου 3(1)(1α) και (1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, δεν ισχύουν εδώ μια και οι επίδικες συμφωνίες και πιστωτικές διευκολύνσεις είχαν τερματιστεί στις 2.10.08. Έτσι, οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να αποδείξουν πραγματική ζημιά επειδή ο τερματισμός έγινε πριν από την ημερομηνία ισχύος των νομοθετημάτων που τροποποίησαν (αρχομένης της 9.9.14) τον Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο 160(Ι)/99. Αν ο νομοθέτης ήθελε να συμπεριλάβει και τις συμφωνίες που τερματίστηκαν προηγουμένως, θα το διατύπωνε ρητώς στο νομοθέτημα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Πέραν τούτου, το άρθρο 2Β του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, ως ειδική διάταξη, υπερισχύει της γενικής διάταξης που αποτυπώνεται στο άρθρο 3(1)(1α) και (1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, με αποτέλεσμα να επικρατεί της τελευταίας κατά πάγια ερμηνευτική αρχή. Ανεξαρτήτως τούτου, οι συμβαλλόμενοι είχαν συμφωνήσει πως θα χρεωνόταν τόκος υπερημερίας 2% επί των ληξιπρόθεσμων οφειλών ή υπερβάσεων κάτι που αντανακλά και τις γνήσιες προσπάθειες των διαδίκων για προκαθορισμό των αποζημιώσεων που θα δικαιούνταν οι ενάγοντες σε ανάλογο ενδεχόμενο, με τη μαρτυρία να καταδεικνύει τη συναφή πραγματική ζημιά τους, που και εγγύς και απαιτητή είναι.

 

Δέχομαι τη θέση των εναγόντων και το σκεπτικό που την απαρτίζει (ως τούτο καταγράφηκε πιο πάνω).

 

Με μια πρόσθετη υπογράμμιση σε ό,τι αφορά στον κανόνα ερμηνείας νομοθετημάτων generalibus specialia derogant και την ακριβή συναρμογή και χρήση του σε περιπτώσεις όπως η ενεστώσα (βλ. FB Bennion, Statutory Interpretation: A Code, 3η έκδ., Butterworths, London, 1997, σελ. 903).

 

 Τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 2Β του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, ως ειδική διάταξη, δεν καθιστούν εν προκειμένω εφαρμόσιμες τις γενικότερες διατάξεις του άρθρου 3 του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, ακριβώς, γιατί, οι επίδικες συμφωνίες δανείου και πιστωτικών διευκολύνσεων τερματίστηκαν νομίμως στις 2.10.08.

 

Ακολουθεί, ότι οι ενάγοντες δεν όφειλαν να αποδείξουν ως πραγματική ζημιά ή άλλως πως (σε περίπτωση που ήσαν υποχρεωμένοι να το έπρατταν κατά την εδώ διαμορφωθείσα κατάσταση πραγμάτων από απόψεως γεγονότων), την απαίτηση για τόκο υπερημερίας 2%.

 

Έπεται ότι αποδεικνύεται ικανοποιητικώς η υπό ανάλυσιν αξίωση ως εκ του συνδυασμένου περιεχομένου των επίδικων συμφωνιών και πιστωτικών διευκολύνσεων (βλ. κατ' αναλογίαν, Ιωαννίδης και Άλλων ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, ΠΕ 1/10, ημ. 8.7.14).

…………………………………….. (και συνεχίζει πιο κάτω)

«Μια υποσημείωση.

 

Με τη δική της δυνητική αξία.

 

Αν ήθελεν επικρατήσει δευτεροβαθμίως έτερη άποψη σε σχέση με τα αφορούντα τον Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο 160(Ι)/99 και το συνακόλουθο εύρημα για απόδοση τόκου υπερημερίας ύψους 2%, οι ενάγοντες θα δικαιούνταν στον τόκο αυτό και υπό τη μορφή πραγματικής ζημιάς - έστω ότι ερμηνευόταν το άρθρο 3(1)(1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, με τρόπο που η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί των καθυστερημένων δόσεων ή σε οποιαδήποτε ποσά καθυστέρησης ή υπερβάσεων ορίου άλλης μορφής να αφορούν σε οποιοδήποτε τόκο υπερημερίας (και όχι σε τόκο υπερημερίας μέχρι 2% [η χρέωση του οποίου δεν απαγορεύεται]) - αφού υπήρξε ειλικρινής προσπάθεια μεταξύ των συμβαλλομένων για προεκτίμηση και προκαθορισμό της ζημιάς που θα δικαιούνταν οι ενάγοντες σε περίπτωση υπέρβασης ή καθυστέρησης πληρωμής εκ πλευράς εναγομένων (κατά τα συμφωνηθέντα). Αυτό, για το λόγο ότι, συν τοις άλλοις, ο καθορισμός του τόκου υπερημερίας (2%) - πάντα υπό την επιφύλαξη που διατυπώθηκε - συγκρινόμενος με το αρχικό κόστος του δανεισμού (ιδωμένου συνολικώς αλλά και μεμονωμένως), ταξινομείται αντικειμενικώς ως λογικός και αποδεκτός, απουσιαζουσών ενδείξεων (πόσω δε μάλλον στοιχείων), πως η χρέωση του (με όσα τη συναποτέλεσαν), επιλέχθηκε από τους ενάγοντες για να επενεργήσει σε βάρος των εναγομένων, προς εκφοβισμό, καταπίεση (ή άλλα τέτοια) των τελευταίων, σε βαθμό που η χρέωση θα μπορούσε να θεωρηθεί (ή να εκληφθεί ευλόγως), ως ποινική ρήτρα, ή ως άλλη αθέμιτη/παράνομη χρέωση (βλ. κατ' αναλογίαν, Arab Bank Australia Ltd v Sayde Developments Pty Ltd (2016) NSWCA 328, Χαραλάμπους και Άλλοι ν Liberty Life Insurance Public Company Limited (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 1739, Jeancharm Ltd ν Barnet Football Club Ltd (2003) EWCA Civ 58, Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ ν G&C Exhaust Systems Ltd (2001) 1(Α) AAΔ 500 και Lordsvale Finance Plc ν Bank of Zambia (1996) 3 All ER 156).

 

Επί της αναλυόμενης τούτης εναλλακτικής θεματικής, προστίθεται και το ότι η αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων και η χρέωση από τους ενάγοντες τόκου υπερημερίας (2%), αντικατοπτρίζει την πραγματική ζημιά που επωμίστηκαν οι ενάγοντες ως φυσιολογική, λογική, προβλεπτή και παρεπόμενη κατάληξη τής περί ης ο λόγος διαγωγής των εναγομένων, που προσδιορίζεται (με ικανοποιητική σαφήνεια για ό,τι ενεστώτως συζητείται και ενδιαφέρει), ως το επιπλέον κόστος που υπέστηκαν οι ενάγοντες υπό τη μορφή αύξησης των προβλέψεων και κατ' επέκτασιν της ισόποσης δέσμευσης ιδίων κεφαλαίων για εξασφάλιση έναντι πιθανής ζημιάς - επιλογή ή και περίσταση η οποία μείωσε αναλογικώς κατά τους αφορούντες χρόνους τη δυνατότητα των εναγόντων να παράσχουν νέους δανεισμούς με την ίδια ευρύτητα που θα τους παρείχαν εάν (οι ενάγοντες), δεν ήσαν επιβαρυμένοι με τα επακόλουθα του περιγραφόμενου φερσίματος των εναγομένων - και να επωφεληθούν τουτέστιν από την είσπραξη αντίστοιχων τόκων ως διαφυγόντων κερδών.

 

Αυτά όλα, συνθέτουν πραγματική ζημιά των εναγόντων κατά το άρθρο 3(1)(1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99 (βλ. κατ' αναλογίαν, JSC BTA Bank v Ablyazov and Others (2013) EWHC 867 (Comm)).

 

Περιπλέον (και επί παρόμοιου πρίσματος παρατήρησης), το γεγονός και μόνο ότι οι εναγόμενοι εξακολουθούν να οφείλουν προς τους ενάγοντες τα χρωστούμενα για σειρά ετών (πέραν της δεκαετίας) - αλλά και για καθένα έτος ξεχωριστά μέχρι το επόμενο - δίχως οι ενάγοντες να έχουν κατά συνέπεια εισπράξει οτιδήποτε από τους εναγομένους έναντι του χρέους, συναπαρτίζει αναμφιβόλως (και από μόνο του), πραγματική ζημιά για τους ενάγοντες, της φύσης και είδους που εννοείται στις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 3(1)(1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99.

………………………………… (Και συνεχίζει πιο κάτω)

Ακόμη και να υπάρξει διιστάμενη εφετειακή πραγμάτευση και γνώμη περί της ενότητας που αφορά στον τόκο υπερημερίας ως πραγματικής ζημιάς, θα επιδίκαζα το αντίστοιχο ποσό (και όχι πέραν αυτού), υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων ως εύλογη αποζημίωση, με επίκληση και ανάλογη προσαρμογή των προβλέψεων στο άρθρο 74 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (ως πρότεινε και ο δικηγόρος των εναγόντων), συνεκτιμώντας προς τούτο, κατά την ενάσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας, το είδος και χρονική διάρκεια των παραβάσεων εκ πλευράς εναγομένων καθώς και κάθε άλλη αξιολογήσιμη μεταβλητή (βλ. κατ' αναλογίαν, Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors-Developers ν Αδελφοί Παπαλαζάρου Λτδ (2006) 1(A) AAΔ.590, 597-598, Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ ν G&C Exhaust Systems Ltd (2001) 1(A) AAΔ.500, 512-527, ΠΓ Πολυβίου, Η Σύμβαση στο Κυπριακό Δίκαιο: Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου, Λευκωσία, 2017, σελ. 669-674, Pollock & Mulla, On Indian Contract and Specific Relief Acts, 10η έκδ., 1991, ΝΜ Tripathi Private Ltd, Bombay, σελ. 676-714).

 

Προκύπτει όπως εισηγείται και ο ευπαίδευτος συνήγορος της ενάγουσας  κ. Κίτσιος, ότι στη βάση της  ως άνω απόφασης, οι διατάξεις του άρθρου 3(1)(1α) και 3(1)(1β) του  Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99 και οι τροποποιήσεις αυτού δεν εφαρμόζονται σε συμφωνίες που τερματίστηκαν πριν την εφαρμογή των τροποποιητικών νόμων 141(Ι)/2014 και Ν.66(Ι)/2015, οι οποίοι εφαρμόστηκαν στις 09.09.2014 και 07.05.2015 αντίστοιχα και με τους οποίους εισήχθησαν τα εδάφια του άρθρου 2Β στην κύρια νομοθεσία.

 

Κάνοντας δεκτή τη θέση  ότι το άρθρο 2Β του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, ως ειδική διάταξη, υπερισχύει της γενικής διάταξης που αποτυπώνεται στο άρθρο 3(1)(1α) και (1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99, αποδέχομαι ότι το άρθρο 2Β επικρατεί των  διατάξεων της παρ. 3(1)(1α) και 3(1)(1β) κατά πάγια ερμηνευτική αρχή.

 

Κατά συνέπεια το άρθρο 3 του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/99 δεν βρίσκει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση και δεν μπορεί να υπερισχύσει του άρθρου 2Β(α) το οποίο είναι πιο συγκεκριμένο όπως εξηγείται και στην ως άνω πρωτόδικη απόφαση. Αν ήθελε ο νομοθέτης να δικαιολογείται το επιτόκιο υπερημερίας σε συμφωνίες που τερματίστηκαν πριν τις τροποποιήσεις του 2014 και 2015, θα το έπραττε ρητώς.

 

        Δεν το έκανε όμως.

 

Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση αυτή:

 

«Έτσι, οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να αποδείξουν πραγματική ζημιά επειδή ο τερματισμός έγινε πριν από την ημερομηνία ισχύος των νομοθετημάτων που τροποποίησαν (αρχομένης της 9.9.14)

Οι συμφωνίες δανείου και πιστωτικών διευκολύνσεων στην  ως άνω υπόθεση τερματίστηκαν στις 02.10.2008, δηλαδή πριν τις 09.09.2014 και τις 07.05.2015, δηλαδή πριν την εφαρμογή των εν λόγω τροποποιητικών νομοθετημάτων και έτσι ο Νόμος 160(Ι)/99, δεν εύρισκε εφαρμογή».

 

Θα συμφωνήσω, με την ως άνω προσέγγιση του αδελφού  Δικαστή κ. Σάντη, ΠΕΔ, και εν τέλει με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της ενάγουσας, ότι αφού η συμφωνία δανείου στην παρούσα υπόθεση τερματίστηκε στις 06.11.2013, δηλαδή πριν τις 09.09.2014 και 07.05.2015 ο Νόμος 160(Ι)/99 δεν βρίσκει εδώ εφαρμογή όσον αφορά το επιτόκιο υπερημερίας. Επομένως, η επιβολή του τόκου υπερημερίας δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί ως πραγματική ζημιά.

 

Επιπρόσθετα, ακόμα ένας λόγος για να επιδικαστεί η χρέωση του τόκου υπερημερίας αποτελεί γνήσια προσπάθεια των διαδίκων για προκαθορισμό των αποζημιώσεων που θα δικαιούτο η ενάγουσα στο ενδεχόμενο παράλειψης πληρωμής των δόσεων αποπληρωμής με βάση τη συμφωνία δανείου. Ο καθορισμός του τόκου υπερημερίας (3%) συγκρινόμενος με το αρχικό κόστος του δανεισμού «(ιδωμένου συνολικώς αλλά και μεμονωμένως), ταξινομείται αντικειμενικώς ως λογικός και αποδεκτός, απουσιαζουσών ενδείξεων (πόσο δε μάλλον στοιχείων), πως η χρέωση του (με όσα τη συναποτέλεσαν), επιλέχθηκε από τους ενάγοντες για να επενεργήσει σε βάρος των εναγομένων, προς εκφοβισμό, καταπίεση (ή άλλα τέτοια) των τελευταίων, σε βαθμό που η χρέωση θα μπορούσε να θεωρηθεί (ή να εκληφθεί ευλόγως), ως ποινική ρήτρα, ή ως άλλη αθέμιτη/παράνομη χρέωση». Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ο εν λόγω όρος για τη χρέωση του τόκου υπερημερίας, με βάση τα ανωτέρω, να θεωρηθεί ποινική ρήτρα, και άρα η χρέωση του τόκου υπερημερίας θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και ως γνήσιος προκαθορισμός της ζημιάς της ενάγουσας σε περίπτωση παράβασης της συμφωνίας από τους εναγόμενους.

 

Καταλήγω στη βάση των πιο πάνω ότι η χρέωση τόκου υπερημερίας όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση  θα πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ αρχήν λόγω μη εφαρμογής του Νόμου 160(Ι)/99 και ακολούθως καθ’ ότι η επιβολή τόκου υπερημερίας αποτέλεσε γνήσιο προκαθορισμό της ζημιάς μεταξύ των μερών και/ή ως πραγματική ζημιά και/ή ακόμα και ως εύλογη αποζημίωση (άρθρο 74 Κεφ. 149) που αποδείχτηκε από την μείωση της ικανότητας της τράπεζας να προβεί σε νέους δανεισμούς λόγω της παράβασης των όρων της συμφωνίας από τους εναγόμενους.

 

Θα μπορούσε δε να λεχθεί,  όπως εισηγείται η πλευρά της ενάγουσας, θέση με την οποία συμφωνώ, ότι η επιβολή τόκου υπερημερίας δεν παραβίαζε οποιαδήποτε νομοθεσία ή αρχή πριν τις τροποποιήσεις που υπέστη ο Ν. 160(Ι)/99το 2014 και το 2015. Αντιθέτως, συμβάδιζε με τις γενικές αρχές των συμβάσεων και το ότι η τράπεζα είχε το δικαίωμα να επιβάλει τόκο υπερημερίας, κάτι με το οποίο συμφώνησαν οι εναγόμενοι υπογράφοντας τη συμφωνία δανείου. Σχετική είναι η απόφαση του Εφετείου Ιωαννίδης κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (2014) 1(Β) ΑΑΔ σελ. 1491 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η νομιμότητα της πρόσθετης επιβάρυνσης σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής δόσης - Λόγος έφεσης 2

 

Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι η συμφωνία ορθά ερμηνευόμενη δεν επέτρεπε στους Εφεσιβλήτους να χρεώνουν επιβάρυνση 3% επί του δανείου. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι μια τέτοια επιβάρυνση αντίκειται στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν. 160(Ι)/99), καθώς και στο άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Τέλος θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε τα αποφασισθέντα στη Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1Β ΑΑΔ 818.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το βασικό παράπονο των Εφεσειόντων απαντάται από την ίδια τη Συμφωνία ημερ. 12.8.2004 (Τεκμήριο 3) και συγκεκριμένα από τον όρο Δ΄ ο οποίος αφορά σε «Προμήθειες/ Επιβαρύνσεις-Τραπεζικά Δικαιώματα».  Η υποπαράγραφος (γ) του όρου Δ΄ προβλέπει ότι:-

 

“(γ) Σε περίπτωση τυχόν υπερβάσεων των παραχωρηθέντων ορίων ή καθυστέρησης πληρωμής υποχρεώσεων τακτής λήξεως θα υπάρξει πρόσθετη επιβάρυνση προς 3% (Τρία τοις εκατό) το χρόνο επί του ποσού της υπέρβασης ή του ληξιπρόθεσμου ποσού”.

 

Επομένως είναι εντελώς ανεδαφικός ο ισχυρισμός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν εξουσία να επιβάλουν μια τέτοια χρέωση. 

 

Έχουμε επίσης μελετήσει τον ισχυρισμό ότι παρερμηνεύθηκαν τα αποφασισθέντα σην υπόθεση Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ κ.α., ανωτέρω.  Είναι ορθό ότι η υπόθεση αφορά σε συνοπτική απόφαση, αλλά στις σελίδες 828-829, το Εφετείο με αναφορά στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο, εξετάζει την επιβολή πρόσθετου επιτοκίου 3% το χρόνο χωρίς να δεχθεί ότι μια τέτοια χρέωση ήταν παράνομη, εφόσον καλυπτόταν από τις μεταξύ των μερών συμφωνίες.  Είναι αυτή τη δυνατότητα χρέωσης πρόσθετου επιτοκίου υπό προϋποθέσεις που ήθελε το πρωτόδικο δικαστήριο να τονίσει με την αναφορά του στην υπόθεση Νεάρχου.  Εξάλλου δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που να συνδέει εκείνη την υπόθεση με την παρούσα.  Όμως ακόμη και κρίνοντας λανθασμένη την αναφορά του Δικαστηρίου στη Νεάρχου, με κανένα τρόπο δεν θα αλλοιώνονταν τα μεταξύ των μερών ρητώς συμφωνηθέντα. Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως από τη Νεάρχου, απόλυτα σχετική είναι η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α., ανωτέρω, στην οποία μας παρέπεμψε η δικηγόρος των Εφεσιβλήτων».

 

Προκύπτει από τα ως άνω ότι η αποδοχή της θέσης ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν χρειάζεται οποιαδήποτε δικαιολόγηση στην επιβολή του τόκου υπερημερίας οδηγεί  στην επιδίκαση του τόκου που η ενάγουσα αξιώνει με βάση τα συμφωνηθέντα μεταξύ της και των εναγομένων. Η συμφωνία προνοούσε ότι η ενάγουσα είχε το δικαίωμα να επιβάλει τόκο υπερημερίας μέχρι και 3% πάνω από το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο και εδώ αξιώνει μειωμένο ήτοι 2.25%.

 

            Πέραν όμως της πιο πάνω προσέγγισης, όπως είναι και η εισήγηση, κρίνω ότι η χρέωση τόκου υπερημερίας δεν ήταν παράνομη καθότι η αιτιολόγηση του τόκου υπερημερίας απεδείχθη όχι μόνο μέσα από τη μαρτυρία του ΜΕ2 κατά την ακροαματική διαδικασία αλλά και μέσω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των εναγομένων που μείωσαν την ικανότητα της τράπεζας να δανείζει και να προβαίνει σε άλλες πράξεις με την ευχέρεια που θα είχε σε περίπτωση που τηρούνταν οι όροι της συμφωνίας μεταξύ των μερών.

 

Ο ΜΕ 2 εξήγησε ότι ο τόκος υπερημερίας χρεώνεται από την τράπεζα για τον λόγο ότι οι καθυστερημένες δόσεις στερούν από την τράπεζα την ευκαιρία να επενδύσει αυτά τα χρήματα (των καθυστερημένων δόσεων). Εάν τηρούνταν οι όροι της συμφωνίας, τότε αυτό το υπόλοιπο θα ήταν διαθέσιμο για την τράπεζα να το επενδύσει αλλού. Αυτή η στέρηση χρημάτων, στερεί από την τράπεζα την ευκαιρία να αυξήσει τα κέρδη της. Ο ως άνω μάρτυρας καταθέτοντας, στην κυρίως εξέταση του είπε πως: «Η τράπεζα πουλά χρήμα, άρα αν δεν έχει το «εμπόρευμα», τούτο συνεπάγεται απώλεια κέρδους». Ο μάρτυς προχώρησε και χρησιμοποίησε και ένα εύστοχο για την περίσταση παράδειγμα ότι: «αν αγοράσει κάποιος ένα μηχάνημα στην τιμή των €300 και πληρώσει στον πωλητή μόνο τα €20, τότε ο πωλητής δεν θα έχει τα χρήματα που χρειάζεται για να φέρει και άλλα μηχανήματα για να τα πουλήσει σε άλλους. Επομένως χάνει την ευκαιρία να αυξήσει τα κέρδη του, αφού δεν μπορεί να φέρει άλλα μηχανήματα να πουλήσει, και αυτό προκύπτει από την μη τήρηση των όρων της συμφωνίας από τον πρώτο αγοραστή του μηχανήματος των €300. Με το ίδιο σκεπτικό, αν η τράπεζα λάμβανε τις δόσεις με βάση τους όρους της συμφωνίας δανείου, θα είχε την ευκαιρία να δανείζει με μεγαλύτερη ευχέρεια ή και με την ίδια ευχέρεια που θα είχε αν οι δόσεις πληρώνονταν κανονικά και με βάση τους όρους της συμφωνίας δανείου».

 

Είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ότι ο τόκος υπερημερίας θα ήταν σε ποσοστό 3% σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δόσεων με βάση τα συμφωνηθέντα. Κανένας ισχυρισμός για δόλο, απάτη, ή γενικά ότι η συμφωνία δανείου ήταν άκυρη για οποιοδήποτε λόγο δεν υπεβλήθη ή προβλήθηκε, ούτε στα δικόγραφα αλλά ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία. Επομένως ορθά η ενάγουσα εισηγείται  ότι με βάση τα όσα εκτίθενται ανωτέρω αναφορικά με το επιτόκιο υπερημερίας, το Δικαστήριο αποδέχεται ότι αυτός επιβλήθηκε κατά τα συμφωνηθέντα και εφόσον η συμφωνία είχε τερματιστεί πριν την επιβολή ανώτατου ορίου 2% και άρα δεν ήταν σε ισχύ όταν θεσπίστηκε ο ως άνω περιορισμός, τότε η ενάγουσα δικαιούται να αξιώνει με ανώτατο ποσοστό το συμβατικό.

 

Επιπρόσθετα των ανωτέρω δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί  ότι από την αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων, όπως ήταν και η πιο πάνω απόφαση του κ. Σάντη Π.Ε.Δ., ο διεκδικούμενος τόκος υπερημερίας αντικατοπτρίζει την πραγματική ζημιά που επωμίστηκε η ενάγουσα «ως φυσιολογική, λογική, προβλεπτή και παρεπόμενη κατάληξη της περί ης ο λόγος διαγωγής των εναγομένων, που προσδιορίζεται με ικανοποιητική σαφήνεια για ό,τι ενεστώτος συζητείται και ενδιαφέρει), ως το επιπλέον κόστος που υπέστηκε η ενάγουσα υπό τη μορφή αύξησης των προβλέψεων και κατ' επέκτασιν της ισόποσης δέσμευσης ιδίων κεφαλαίων για εξασφάλιση έναντι πιθανής ζημιάς - επιλογή ή και περίσταση η οποία μείωσε αναλογικώς κατά τους αφορούντες χρόνους τη δυνατότητα της ενάγουσας να παράσχει νέους δανεισμούς με την ίδια ευρύτητα που θα τους παρείχαν εάν (η ενάγουσα), δεν ήταν επιβαρυμένη με τα επακόλουθα του περιγραφόμενου φερσίματος των εναγομένων - και να επωφεληθεί τουτέστιν από την είσπραξη αντίστοιχων τόκων ως διαφυγόντων κερδών».

 

Καταλήγω  να αποδεχθώ τις χρεώσεις που έγιναν στον λογαριασμό του επίδικου δανείου, οι τόκοι και πιο συγκεκριμένα ο τόκος υπερημερίας λόγω αφενός της μη εφαρμογής του Νόμου 160(Ι)/99 και/ή ως την επιβολή τόκου υπερημερίας που αποτέλεσε γνήσιο προκαθορισμό της ζημιάς μεταξύ των μερών και/ή ως πραγματική ζημιά και αφετέρου ως εύλογη αποζημίωση (άρθρο 74 Κεφ. 149) που αποδείχτηκε από την μείωση της ικανότητας της τράπεζας να προβεί σε νέους δανεισμούς λόγω της παράβασης των όρων της συμφωνίας από τους εναγομένους.

 

Είναι η θέση του δικηγόρου των εναγομένων ότι έγιναν παράνομες χρεώσεις επιστολών στον επίδικο λογαριασμό. Ήταν μία από τις υποβολές του προς τον ΜΕ2, ότι οι χρεώσεις των επιστολών στον επίδικο λογαριασμό ήταν παράνομες. Αν και πρόκειται για μηδαμινό ποσό (συνολικά €16.00), όπως προκύπτουν οι σχετικές χρεώσεις από την κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε ως Τεκμ. 8 σε σχέση με το ποσό του δανείου, κρίνω ότι οι εν λόγω χρεώσεις δεν ήταν παράνομες και εξηγώ το γιατί:

 

Οι όροι 3(β) και 4 της συμφωνίας δανείου Τεκμ.1 έχουν ως εξής:

 

«3(β) Πέραν των πιο πάνω το Ταμιευτήριο θα έχει το δικαίωμα να χρεώνει το δάνειο κατά την κρίση του για την επανάκτηση οποιωνδήποτε εξόδων και/ή δαπανών δημιουργηθούν μέχρι την τελική εξόφληση του δανείου ή της πιστωτικής διευκόλυνσης (ειδοποιήσεις για καθυστερημένες δόσεις, δικηγορικά και δικαστικά έξοδα, έξοδα διαιτησίας, έξοδα εκτιμήσεων και οποιαδήποτε άλλα έξοδα δαπανηθούν από μέρους του Ταμιευτηρίου για εξασφάλιση του λαβείν του).

…………………………….

4. Σε περίπτωση καθυστέρησης πέραν του ενός μηνός καταβολής οποιασδήποτε δόσης το καθυστερημένο ποσό θα φέρει επιπλέον χρέωση τόκου υπερημερίας από την ημέρα της καθυστερήσεως μέχρι την εξόφληση του. Συμφωνείται ότι ο τόκος υπερημερίας θα ήτο μεγαλύτερος κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες από το συμβατικό επιτόκιο του λογαριασμού (Βασικό και Περιθώριο) όπως θα ισχύει κατά την χρονιαία στιγμή της υπερημερίας

 

Πέραν των πιο πάνω το Ταμιευτήριο θα έχει το δικαίωμα να χρεώνει το δάνειο κατά την κρίση του για την επανάκτηση οποιωνδήποτε εξόδων και/ή δαπανών δημιουργηθούν μέχρι την τελική εξόφληση του δανείου ή της πιστωτικής διευκόλυνσης (ειδοποιήσεις για καθυστερημένες δόσεις, δικηγορικά και δικαστικά έξοδα, έξοδα διαιτησίας, έξοδα εκτιμήσεων και οποιαδήποτε άλλα έξοδα δαπανηθούν από μέρους του Ταμιευτηρίου για εξασφάλιση του λαβείν του)»

 

Απλή ανάγνωση των πιο πάνω όρων 3(β) και 4 της συμφωνίας δανείου (Τεκμ. 1), οδηγεί ασφαλέστατα στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα είχε το δικαίωμα να χρεώνει το λογαριασμό των εναγομένων για τις επιστολές που τους απέστελλαν αφού αυτά μπορούν να θεωρηθούν δαπάνες που δημιουργούνται από τη μη πληρωμή του δανείου και την ίδια ώρα είναι ειδοποιήσεις για καθυστερημένες δόσεις. Οι εναγόμενοι υπέγραψαν τη συμφωνία και μονόγραψαν την κάθε σελίδα αυτής και έτσι έλαβαν γνώση του δικαιώματος της ενάγουσας να χρεώνει τον λογαριασμό με τέτοιου είδους χρεώσεις.

 

Αναφέρεται ρητώς στη συμφωνία ότι ειδοποιήσεις για καθυστερημένες δόσεις είναι ανακτήσιμες και μπορούν να χρεωθούν στον λογαριασμό. Συγκεκριμένα «το Ταμιευτήριο θα [είχε] το δικαίωμα να χρεώνει το δάνειο κατά την κρίση του για την επανάκτηση οποιωνδήποτε εξόδων …. ειδοποιήσεις για καθυστερημένες δόσεις, δικηγορικά και δικαστικά έξοδα, έξοδα διαιτησίας, έξοδα εκτιμήσεων και οποιαδήποτε άλλα έξοδα δαπανηθούν από μέρους του Ταμιευτηρίου για εξασφάλιση του λαβείν του». Επομένως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι οποιεσδήποτε επιστολές σχετικές με την επανάκτηση του χρέους μπορούσαν να χρεωθούν στον επίδικο λογαριασμό.

 

Επομένως κρίνω ότι δίκαια και σύμφωνα με τη επίδικη συμφωνία επιβλήθηκαν τα λογικά κατά τα άλλα έξοδα αποστολής των επιστολών, η σχετική περί του αντιθέτου υποβολή προς τον ΜΕ2 δεν έχει έρεισμα και δεν μπορεί να τύχει θετικής σύγκλησης.

 

            Τέλος, θα με απασχολήσει ένα τελευταίο ζήτημα που υπέβαλε η πλευρά των εναγομένων. Πρόκειται για τη θέση τους ότι δεν υπήρξε κανονικός και νόμιμος τερματισμός της συμφωνίας. Ανατρέχω στη μαρτυρία όπως και τη νομική πτυχή του ζητήματος για να καταδειχθεί το αβάσιμο του ισχυρισμού   όπως τελικά αποδεικνύεται.  

 

Όσον αφορά τον τερματισμό της συμφωνίας, σχετικός είναι ο όρος 4 της συμφωνίας δανείου:

 

« 4. ………………………………………………..

Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας της συμφωνίας δανείου, καθυστέρηση  καταβολής 3 δόσεων θα δίνει το δικαίωμα στο Ταμιευτήριο αφού δώσει προς τον χρεώστη 30 ημέρες έγγραφο προειδοποίηση για συμμόρφωση, να τερματίσει την συμφωνία δανείου και ολόκληρο το ποσό του δανείου να καταστεί άμεσα απαιτητό. Στην περίπτωση τερματισμού ολόκληρο το δάνειο θα φέρει τόκο ίσο με το αρχικό συνολικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 3% ετησίως».

 

Ο κ. Παύλου (ΜΕ2)  κατά την κυρίως εξέταση του ρωτήθηκε και απάντησε ότι ήταν μέσα στα καθήκοντα του η επικοινωνία με τον πελάτη τους όπως προνοείτο στη μεταξύ τους συμφωνία. Προς τούτο παρέπεμψε στις επιστολές Τεκμ. 4 – 7 τις οποίες αναγνώρισε  και ανέφερε ότι η επιστολή Τεκμ. 4 είναι επιστολή που ενημερώνει τον πελάτη για το υπόλοιπο και το ποσό της καθυστέρησης και τον καλούσαν να επικοινωνήσει μαζί τους και η οποία στάλθηκε από το τμήμα στο οποίο εργαζόταν διευκρινίζοντας ότι είναι από συνάδελφο του τον οποίο και κατονόμασε την οποία όμως θα μπορούσε να την τυπώσει και ο ίδιος αλλά να την υπέγραφε και εκείνος. Το Τεκμ. 5 είναι επιστολή με την οποία προειδοποιούσαν τους εναγομένους ότι εφόσον δεν ανταποκρίθηκαν στην πορεία θα χρέωναν μεγαλύτερο επιτόκιο. Το Τεκμ. 7 είναι αντίγραφο της επιστολής τερματισμού του δανείου, όπως τηρείται στο αρχείο της ενάγουσας, με  αυτήν προειδοποιούσαν τους εναγομένους επίσης ότι θα  λαμβάνονταν νομικά μέτρα εναντίον τους την οποία όπως ανέφερε την απέστειλε ο ίδιος. Καμιά από αυτές τις επιστολές  που στάλθηκαν με το ταχυδρομείο δεν επιστράφηκε πίσω καθώς κάτι τέτοιο θα σημειωνόταν στο φάκελο του πελάτη όπου και θα τοποθετείτο.

 

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυς (ΜΕ 2), ρωτήθηκε αν μπορούσε να διαβεβαιώσει ότι οι εναγόμενοι  έλαβαν γνώση των ως άνω επιστολών (Τεκμ. 4 - 7). Συνάγεται δηλαδή ότι δεν αμφισβητείται η αποστολή των επιστολών αλλά η λήψη τους από τους παραλήπτες. Ο μάρτυς ανέφερε ότι αυτές στάλθηκαν με απλό/συνηθισμένο ταχυδρομείο όπως προνοείτο και στην επίδικη συμφωνία και ως η πρακτική της τράπεζας που ακολουθείτο τότε. Δηλαδή να αποστέλλονται οι επιστολές με απλό/συνηθισμένο ταχυδρομείο όπως δήλωσε και ο μάρτυς και όπως θα φανεί και πιο κάτω, ήταν επίσης όρος της συμφωνίας δανείου ή θα δίνονταν ιδιόχειρα.

 

Η αποστολή οποιωνδήποτε ειδοποιήσεων, συμπεριλαμβανόταν στους όρους  της επίδικης συμφωνίας. Σύμφωνα με τον όρο 14 αυτής προνοεί τα ακόλουθα:

 

«14. Κάθε ειδοποίηση που έχει σχέση με [την συμφωνία δανείου] μπορεί να δοθεί στον πρωτοφειλέτη με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή ιδιόχειρα, στη διεύθυνση που θα δώσει ο [πρωτοφειλέτης] στη [ΣΕΔΙΠΕΣ ΛΤΔ] ή στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση. Οποιαδήποτε ένδειξη ή καταχώριση στα Αρχεία του Ταμιευτηρίου για χορήγηση ειδοποίησης συνιστά αμάχητη απόδειξη ότι δόθηκε η ειδοποίηση αυτή» (Τεκμ. 1).

 

Με βάση την εν λόγω συμφωνία δανείου, αμφότεροι οι εναγόμενοι έδωσαν στην ενάγουσα ως διεύθυνσή τους την οδό «XXXXX 11, XXXXX, XXXXX, ΛΕΜΕΣΟΣ».  Αυτό φαίνεται και επιβεβαιώνεται από το Τεκμ. 1. Αυτή ήταν τελευταία η γνωστή διεύθυνση των εναγομένων την οποία έδωσαν στην ενάγουσα και σε καμία περίπτωση δεν άλλαξαν διεύθυνση, ούτε ενημέρωσαν τους ενάγοντες για οποιαδήποτε αλλαγή στη διεύθυνσή τους αλλά και ούτε ισχυρίστηκαν ότι άλλαξαν την διεύθυνση στην οποία θα επιθυμούσαν να λαμβάνουν ταχυδρομείο από την ενάγουσα.

 

Όπως δε φαίνεται και  τσα Τεκμ 4-7, δηλαδή τις προειδοποιητικές επιστολές (Τεκμ. 4 - 6) και την επιστολή τερματισμού (Τεκμ. 7), οι εν λόγω επιστολές στάλθηκαν στην οδό «XXXXX 11, XXXXX, XXXXX, ΛΕΜΕΣΟΣ», άρα οι εναγόμενοι δεν μπορούν να αρνηθούν, ούτε και αρνήθηκαν την αποστολή των επιστολών σε αυτή τη διεύθυνση από την ενάγουσα.

 

Στην αντεξέταση του ο κ. Παύλου (ΜΕ2), ρωτήθηκε από το δικηγόρο των εναγομένων αν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι οι εναγόμενοι έλαβαν «γνώση» της επιστολής τερματισμού. Είναι σαφές ότι αυτό δεν θα  μπορούσε να το επιβεβαιώσει ο ΜΕ 2, ούτε και κανένας άλλος, παρά μόνο οι εναγόμενοι, οι οποίοι μπορεί απλά να έλαβαν τις επιστολές και να μην τις διάβασαν ποτέ ή να τις διάβασαν και να ισχυρίζονται ότι δεν τις παρέλαβαν και/ή δεν έλαβαν γνώση του περιεχομένου αυτών των επιστολών. Εν τούτοις, οι εναγόμενοι 1 και 2 και οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας για την Υπεράσπιση, δεν κατέθεσαν κατά την ακροαματική διαδικασία έτσι ώστε να δώσουν τη δική τους εκδοχή σχετικά με την αποστολή των σχετικών επιστολών. Έτσι, οι υποβολές του δικηγόρου τους για μη λήψη γνώσης των επιστολών τερματισμού παρέμειναν αόριστες και εν τέλει κρίνονται ως ανυπόστατες και αυθαίρετες.

 

Εκείνο το οποίο ο μάρτυς (ΜΕ 2) μπορούσε να διαβεβαιώσει, και πολύ ειλικρινά τοποθετήθηκε επί του ζητήματος όταν ρωτήθηκε σχετικά, είναι ότι οι επιστολές στάλθηκαν με συνηθισμένο ταχυδρομείο στην διεύθυνση που έδωσαν οι εναγόμενοι στη συμφωνία δανείου ακολουθώντας έτσι κατά γράμμα τους όρους της συμφωνίας δανείου. Οι επιστολές δεν επιστράφηκαν ποτέ. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής και σε παρόμοια περίπτωση όπως είναι και η προκείμενη στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479 αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο τερματισμός της συμφωνίας είναι λανθασμένος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας τράπεζας ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει αποδειχθεί ο τερματισμός της συμφωνίας των διαδίκων είναι λανθασμένο.

Η μάρτυς της εφεσείουσας τράπεζας κατέθεσε ότι η συμφωνία μεταξύ της εφεσείουσας τράπεζας και των εφεσιβλήτων τερματίστηκε με επιστολές, αντίγραφα των οποίων βρίσκονταν στο φάκελό της. Οι επιστολές αυτές κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 11, 13 και 14. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

"Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να επιδεικνύει είτε τον τερματισμό της συμφωνίας είτε την ενημέρωση των εγγυητών περί της παράβασης της συμφωνίας από την πρωτοφειλέτιδα και κατά συνέπεια την υποχρέωση τους όπως ενεργήσουν με βάση τους όρους της εγγύησής τους . Σύμφωνα με τη νομολογία μας η ταχυδρόμηση των επιστολών εγείρει τεκμήριο αποστολής των επιστολών όμως δεν έχει φανεί πλην της καταχώρησης αυτών των αντιγράφων που ευρίσκονταν στο φάκελο που τηρούσε η μάρτυρας ότι αυτά έχουν ταχυδρομηθεί, από ποιον και πότε."

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εντελώς λανθασμένη. Από τη μαρτυρία του υπαλλήλου της εφεσείουσας τράπεζας προκύπτει ότι οι επιστολές τερματισμού της λειτουργίας του λογαριασμού είχαν αποσταλεί τόσο στην εφεσίβλητη εταιρεία όσο και στους εφεσίβλητους 2 και 3 και η μάρτυς κατέθεσε τα αντίγραφα των επιστολών τα οποία βρίσκονταν στο φάκελο της εφεσείουσας τράπεζας. Τα αρχικά έγγραφα σημείωσε η μάρτυς βρίσκονταν στην κατοχή των εφεσίβλητων. Προς τούτο σημειώνεται η παντελής έλλειψη αντεξέτασης της μάρτυρος αν πραγματικά οι πιο πάνω επιστολές είχαν αποσταλεί και, επιπρόσθετα, σημειώνεται η έλλειψη οποιασδήποτε ένστασης για την κατάθεσή της.

Η πιο πάνω μαρτυρία της μάρτυρος υποδηλεί ότι οι επιστολές είχαν αποσταλεί κανονικά και η μη επιστροφή τους συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι είχαν παραδοθεί στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονταν. (Βλ. Latifundia Properties Ltd. v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, Πιττάκας v. Γ. και Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895). Από τη μαρτυρία της μάρτυρος της εφεσείουσας τράπεζας και την χωρίς ένσταση κατάθεση τους, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα».

 

Υπάρχει τεκμήριο ότι μια επιστολή που αποδεικνύεται πως έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο έχει παραδοθεί στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν (βλ. Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, 18 και Πιττάκα ν. Γ&Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1895, 1906-7).

 

Από τα ως άνω συνάγεται και αυτό καθίσταται εύρημα μου ότι ο τερματισμός ήταν κανονικός και νόμιμος. Εφόσον οι επιστολές στάλθηκαν  κανονικά στη διεύθυνση που έδωσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι και δεν είχαν επιστραφεί, ενώ υπήρχε σχεδόν παντελής έλλειψη αντεξέτασης του ΜΕ 2  αν πραγματικά οι πιο πάνω επιστολές είχαν αποσταλεί. Η έλλειψη δε οποιασδήποτε ένστασης κατά την κατάθεσή των επιστολών δεν επιτρέπει στους εναγόμενους να ισχυρίζονται ότι ο τερματισμός δεν ήταν κανονικός και/ή νόμιμος.

 

Με βάση τις επιστολές προειδοποιήσεων και τα Τεκμ. 4 - 6  δόθηκε έγγραφος ειδοποίηση 30 ημερών στους εναγόμενους. Η προειδοποίηση δόθηκε όχι μία, αλλά τρεις φορές. Επομένως όχι μόνο απεστάλη η επιστολή τερματισμού με βάση τη συμφωνία δανείου, αλλά υπήρξε και έγκαιρη έγγραφη προειδοποίηση. Ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου έγινε στις 06.11.2013 ενώ οι επιστολές προειδοποίησης  Τεκμ. 4 - 6 είχαν ημερομηνίες 28.06.2011, 31.08.2011 και 09.02.2013 αντίστοιχα.

 

Με βάση και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως φαίνεται και από την Χαριλάου ανωτέρω, η μη επιστροφή των επιστολών συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι είχαν παραδοθεί στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονταν. Από τη μαρτυρία του ΜΕ 2 και την χωρίς ένσταση κατάθεση των επιστολών, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα. Και αυτά καθώς ο ΜΕ 2  (α) επιβεβαίωσε την ταχυδρόμηση των επιστολών, (β) ότι στάλθηκαν στη διεύθυνση που δόθηκε από τους εναγομένους 1 και 2 στη συμφωνία δανείου, (γ) οι επιστολές αυτές δεν επιστράφηκαν από το ταχυδρομείο, και (δ)  δεν έχει προσφερθεί αξιόπιστη μαρτυρία ότι αυτές δεν παραλήφθηκαν από τους εναγομένους. Στη βάσει της πιο πάνω μαρτυρίας καταλήγω ότι υπήρξε κανονικός και νόμιμος τερματισμός της επίδικης συμφωνίας.

 

Στη βάση επομένως της ως άνω μαρτυρίας και  αξιολόγησης  καταλήγω να αποδεχτώ  και  καθίστανται  ευρήματα μου τα ακόλουθα: (α) ότι μεταξύ των διαδίκων συνάφθηκε μια καθ’ όλα έγκυρη συμφωνία δανείου, (β) οποιεσδήποτε χρεώσεις επιβλήθηκαν στον λογαριασμό των εναγομένων, επιβλήθηκαν με βάση τους όρους της συμφωνίας δανείου, (γ) και σε καμία περίπτωση δεν ήταν παράνομες αντίθετα ήταν νόμιμες και δικαιολογημένες, (δ) ότι συνάφθηκε μια καθόλα νόμιμη και δεσμευτική Σύμβαση Υποθήκης και Έγγραφο Υποθήκης, (ε) οι οποιεσδήποτε χρεώσεις (που περιλαμβάνουν χρεώσεις τόκων) που έγιναν στο λογαριασμό ήταν νόμιμες (στ)  η συμφωνία τερματίστηκε νόμιμα και με βάση τους όρους της συμφωνίας, (ζ) αφού δεν έγιναν οποιεσδήποτε παράνομες χρεώσεις, το οφειλόμενο ποσό κατά την ημέρα τερματισμού της συμφωνίας, είναι το ποσό που αναφέρεται στον  λογαριασμό του δανείου ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμ. 8.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:

 

Στη βάση των πιο πάνω κρίνω ότι οι ενάγοντες έχουν αποδείξει τις αξιώσεις τους όπως αυτές προβάλλονται στην έκθεση απαιτήσεως τους στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Κανένας από τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης στους οποίους με παρέπεμψε η πλευρά των εναγομένων αντί άλλης εισήγησης δεν έχει έρεισμα και κανένας από τους ισχυρισμούς της δεν αποδείχθηκε όχι μόνο καθώς δεν προσφέρθηκε εκ μέρους τους οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία αλλά και η αντεξέταση στην οποία προέβησαν του ΜΕ 2 δεν αποκάλυψε ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ τους.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι, οι ενάγοντες έχουν αποδείξει την απαίτησή τους στο βαθμό που χρειάζεται δηλαδή σύμφωνα με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και έτσι εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων ως το παρακλητικό της έκθεσης απαιτήσεως όπως παρατίθεται στις σελ. 10 και 11 πιο πάνω και δεν χρειάζεται να επαναληφθεί στο μέρος αυτό.

 

 

 

 

 

ΕΞΟΔΑ:

 

            Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων ομού και/ή κεχωρισμένως ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 (Υπ.) ………………………………

Χρ. Γ. Φιλίππου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

SubjectCivil/Other Actions/Final

Αναφορά:  Αξιώσεις από παράβαση συμφωνίας παροχής δανείου

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο