ECLI:CY:EDLEM:2019:A585
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Λ. Πασχαλίδη, Ε.Δ.
Αιτ. Εταιρειών: 495/2018
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 113
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ SEA NEMESIS SECURITY (SNS) LTD (Αρ. Εγγρ. ΗΕ 329649), από τη Λεμεσό
(Αίτηση υπό OMEGA MARITIME CONSULTING LTD)
Ημερομηνία: 09 Σεπτεμβρίου 2019
Εμφανίσεις:
Για Αιτητές: κα. Ε. Νικολαΐδου και κ. Α. Κουάλης για A. G. Erotocritou LLC
Για Καθ’ ων η αίτηση 1 (SEA NEMESIS SECURITY (SNS) LTD, Καθ’ ων η αίτηση 2 (EVANIMA LTD), Καθ’ ων η αίτηση 3 (Ευάγγελος Χριστοδούλου): κα. Φιλιππίδου για Patrikios Pavlou & Associates LLC
Για Έφορο Εταιρειών: καμία εμφάνιση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με αίτηση που καταχώρησε στις 31/08/18, η πιο πάνω εταιρεία OMEGA MARITIME CONSULTING LTD από τις Σεϋχέλλες (εφ’ εξής OMEGA ή αιτήτρια), ιδιοκτήτρια του 50% της καθ’ ης η αίτηση 1 κυπριακής εταιρείας (εφ’ εξής η εταιρεία), αιτείται διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας στη βάση των αρ. 202, 203 και 211(στ) και 214 Κεφ. 113. Διαζευκτικά, η OMEGA ζητά, δυνάμει του αρ. 202 Κεφ.113 διάταγμα εξαγοράς των μετοχών της είτε από τον άλλο μέτοχο του 50% της εταιρείας, ήτοι την εταιρεία EVANIMA LTD από τις Σεϋχέλλες (εφ’ εξής EVANIMA), είτε από τον τελικό δικαιούχο της τελευταίας, ήτοι τον Ε. Χριστοδούλου εξ’ Ελλάδος (εφ’ εξής Χριστοδούλου), σε τιμή που θα ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο ή που θα υπολογίσει ο λογιστικός οίκος DELOITTE LIMITED, για τον οποίο ζητείται περαιτέρω διάταγμα όπως διοριστεί ως πραγματογνώμονας για να ετοιμάσει και παρουσιάσει έκθεση με την οποία να υπολογίζεται η αξία του μετοχικού κεφαλαίου της αιτήτριας.
Η αίτηση, στο κύριο σώμα της οποίας παρατίθενται τα γεγονότα που κατά την αιτήτρια δικαιολογούν το βάσιμο της, υποστηρίζεται από Ε/Δ της Ι. Μιχαήλ, μίας εκ των δικηγόρων του δικηγορικού οίκου που εκπροσωπεί την OMEGA και σε αυτή η ομνύουσα επαναλαμβάνει τα γεγονότα και επισυνάπτει δεκαεφτά στο σύνολο τους έγγραφα ως Τεκμήρια.
Στην αντίπερα όχθη, η κοινή ένσταση που καταχώρησαν όλοι οι καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζεται από Ε/Δ μίας εκ των δικηγόρων του δικηγορικού οίκου που τους εκπροσωπεί και σε αυτή, πέραν από την παράθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την ένσταση, επισυνάπτονται στο σύνολο τους είκοσι οχτώ έγγραφα ως Τεκμήρια.
Ως προς το περιεχόμενο των Ε/Δ που υποστηρίζουν αίτηση και ένσταση αντίστοιχα, ειδική αναφορά κάνω πιο κάτω όμως στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω ότι σύμφωνα και με τις δύο ομνύουσες, ο λόγος που αμφότερες προβαίνουν οι ίδιες στις υποστηρικτικές Ε/Δ αντί για τους πελάτες τους και δη τα άμεσα εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα, ήτοι το δικαιούχο της OMEGA, Κ.Χ. Δαγκλή εξ ‘ Ελλάδος (εφ’ εξής Δαγκλής) και τον εκπρόσωπο των καθ’ ων η αίτηση 1 και 2, ήτοι το Χριστοδούλου, είναι διότι οι δύο τελευταίοι βρίσκονται στο εξωτερικό και αδυνατούν να έλθουν στην Κύπρο για να ορκιστούν οι ίδιοι. Η βασική όμως πληροφόρηση για τα όσα οι ομνύουσες αναφέρουν στις Ε/Δ τους προέρχεται, σύμφωνα με τις ίδιες, από τα δύο αυτά πρόσωπα, τα οποία ουσιαστικά φαίνεται να είναι και τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων ανέκυψαν οι διαφορές που οδήγησαν στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Σημειώνω επίσης ότι μετά την καταχώρηση της ένστασης, δεν ζητήθηκε η αντεξέταση οποιασδήποτε εκ των ομνυουσών και αμφότεροι οι συνήγοροι των πλευρών προχώρησαν με πλήρως εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις και προφορικές διευκρινήσεις. Στρεφόμενος τώρα στο περιεχόμενο της αίτησης και της ένστασης καθώς επίσης και των αντίστοιχων υποστηρικτικών Ε/Δ, αρκεί ένας να διεξέλθει τα εν λόγω έγγραφα για να διαπιστώσει ότι όλα σχεδόν τα ουσιώδη γεγονότα είναι σε μεγάλο βαθμό παραδεκτά και ότι οι εκατέρωθεν θέσεις ουσιαστικά περιστρέφονται γύρω από την νομική παρά την πραγματική πτυχή της υπόθεσης. Δεν θεωρώ αναγκαίο συνεπώς να προβώ σε παράθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών και τεκμηρίων για την κάθε πλευρά ξεχωριστά και θα συνοψίσω τα όσα προκύπτουν από τις Ε/Δ και τεκμήρια να συνιστούν κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.
Η εταιρεία εγγράφηκε ως κυπριακή εταιρεία στις 14/02/2014 στα πλαίσια της συνεννόησης των Δαγκλή και Χριστοδούλου, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας πλοίων, περιλαμβανομένης και της παροχής ενόπλων και άοπλων φρουρών ασφάλειας, προμήθειας και αποθήκευσης όπλων, πυρομαχικών, εξοπλισμού ασφάλειας και συστημάτων υψηλής τεχνολογίας που προορίζονται για τη διεξαγωγή των υπηρεσιών ασφάλειας, τομέα στον οποίο δραστηριοποιείτο από την σύσταση της.
Το ονομαστικό κεφάλαιο της εταιρείας ανέρχεται σε €2.000 και αποτελείται από 2.000 συνήθεις μετοχές αξίας €1,00 έκαστη. Το εκδομένο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανέρχεται σε €2.000, αποτελείται από 2.000 συνήθεις μετοχές αξίας €1,00 έκαστη και κατέχεται εξ’ ημισείας από την αιτήτρια (50% - 1.000 συνήθεις μετοχές) και την EVANIMA (50% - 1.000 συνήθεις μετοχές). Μοναδικός μέτοχος και αντιπρόσωπος της αιτήτριας είναι ο Δαγκλής και μοναδικός μέτοχος της EVANIMA ο Χριστοδούλου.
Κατά την ίδρυση της εταιρείας, η συνεννόηση που είχαν οι Δαγκλής και Χριστοδούλου ήταν τουλάχιστο ότι αμφότεροι θα είχαν ενεργό ρόλο στην εταιρεία και ότι για φορολογικούς και άλλους νομικούς και οικονομικούς σκοπούς, μόνο ένας εκ των δύο τους θα διοριζόταν ως διευθυντής της. Επειδή για να μπορεί η εταιρεία να διεξάγει τις εργασίες της στον τομέα της παροχής ασφάλειας σε πλοία ήταν και είναι απαραίτητο όπως εξασφάλιζε Πιστοποιητικό Ιδιωτικής Εταιρείας Προστασίας Πλοίων από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας (ΤΕΝ) του Υπουργείου Μεταφορών της Κύπρου, έπρεπε να δηλωθεί στο ΤΕΝ κάποιο «Υπεύθυνο Πρόσωπο» καθώς επίσης και κάποια διεύθυνση για το επιχειρησιακό κέντρο της εταιρείας.
Αποφασίστηκε τότε όπως ο Δαγκλής χειρίζεται το επιχειρησιακό κομμάτι της εταιρείας οπόταν και ανέλαβε ως «Υπεύθυνο πρόσωπο» για σκοπούς έκδοσης του Πιστοποιητικού του TEN και όπως ο Χριστοδούλου διοριστεί διευθυντής της εταιρείας και αναλάβει το οικονομικό της κομμάτι. Ως επιχειρησιακό κέντρο για σκοπούς του πιστοποιητικού του ΤΕΝ δηλώθηκε η ελληνική εταιρεία «SEA NEMESIS ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Ε.Ε.», η οποία ανήκει εξ’ ημισείας στο Χριστοδούλου και τη σύζυγο του Δαγκλή, Μ. Ραπτάκη, η οποία διορίστηκε με βάση το Ελληνικό Δίκαιο ως Διαχειρίστρια της.
Μαζί με τον Χριστοδούλου, στην εταιρεία διορίστηκαν επίσης ως διευθυντές κατά την ίδρυση της στις 14/02/2014, οι Κύπριες Ν. Σαββίδου και Μ. Σαββίδου.
Η εταιρεία διατηρούσε λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα, στον οποίο είχαν πρόσβαση και κεχωρισμένα δικαιώματα υπογραφής ο κ. Δαγκλής και ο κ. Χριστοδούλου.
Αν και οι δύο πλευρές εκφράζουν διαφορετική άποψη ως προς το χρόνο κατά τον οποίο επήλθε ρήξη στις σχέσεις μεταξύ Δαγκλή και Χριστοδούλου, εντούτοις συνιστά κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι επήλθε τέτοια ρήξη τουλάχιστο πριν το Μάιο 2017 και ότι αυτή οφείλετο στη διαφωνία που ο καθένας τους είχε με τον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε ο άλλος υπό την ιδιότητα που κατείχε στην εταιρεία. Κοντολογίς ο μεν Δαγκλής θεωρούσε ότι ο Χριστοδούλου προέβαινε σε «…λήψη αριθμού αποφάσεων και/ή σε ενέργειες αυθαίρετα και/ή χωρίς ενημέρωση και χωρίς συνεννόηση με τον κ. Δαγκλή, εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση του ένεκα του τυπικού διορισμού του ως διευθυντής της Εταιρείας…(με)… αποτέλεσμα …(να) … υποστεί ζημιά η Εταιρεία και/ή η Αιτήτρια και/ή ο κ. Δαγκλής και/ή να αποκομίσει προσωπικό όφελος ο κ. Χριστοδούλου…», ο δε Χριστοδούλου ότι ο Δαγκλής προέβαινε «…σε κακόβουλες και καταστροφικές ενέργειες … αποσκοπώντας στην υπόσκαψη τόσο της Εταιρείας όσο και του κ. Χριστοδούλου και στην δημιουργία προβλημάτων στην βιωσιμότητα και την ομαλή λειτουργία της Εταιρείας…που προξένησαν μεγάλη οικονομική ζημιά τόσο στην Εταιρεία όσο και στον κ. Χριστοδούλου και τους οδήγησαν στην καταστροφή…».
Ανεξαρτήτως του ποιος και γιατί ευθύνεται για τη ρήξη που επήλθε στις σχέσεις τους, προκύπτει να συνιστά κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι μέχρι και το Μάιο 2017, αμφότεροι Χριστοδούλου και Δαγκλής, εμμένοντας στην ορθότητα των θέσεων και απόψεων τους ως προς το ότι είναι ο «άλλος» που ευθύνεται για όλα όσα κακά συνέβαιναν στην εταιρεία, προέβηκαν σε αριθμό ενεργειών οι οποίες οδήγησαν, ως είναι αποδεκτό, κατά χρονολογική σειρά στα εξής:
Α. Οι δύο αρχικά διοριζόμενες Κύπριες διευθύντριες της εταιρείας παραιτήθηκαν από τη θέση τους στις 25/01/2016 και αντικαταστάθηκαν από τους Σ. Στυλιανίδη και Α. Παπαϊωάννου.
Β. Περί τα τέλη Απριλίου 2017, όταν και οι διαφωνίες Δαγκλή και Χριστοδούλου άρχισαν να κορυφώνονται, η εταιρεία, άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα στις σχέσεις της με τους συνεργάτες της καθώς επίσης και με τις οφειλές της απέναντι στους πιστωτές της. Αμφότεροι Δαγκλής και Χριστοδούλου είχαν ο καθένας από την πλευρά του «φροντίσει» όπως οι συνεργάτες και πιστωτές της εταιρείας ενημερωθούν για τις εσωτερικές διαφωνίες που υφίσταντο καθώς επίσης και για τις θέσεις που ο καθένας τους πρόβαλλε εναντίον του άλλου σε σχέση με τη διαχείριση της εταιρείας, με την εν λόγω «ενημέρωση» να συνεχίστηκε τουλάχιστο μέχρι και την καταχώρηση την παρούσας αίτησης.
Γ. Μεταξύ 11/05/17 – 30/05/17, εξασκώντας τα τραπεζικά τους δικαιώματα, ο μεν Δαγκλής «μπλόκαρε» τις εξερχόμενες πληρωμές από το λογαριασμό της εταιρείας, ο δε Χριστοδούλου τις εισερχόμενες, με αποτέλεσμα να έχει έκτοτε «μπλοκαριστεί» κάθε χρήση του τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας στον οποίο υπήρχαν τότε κατατεθειμένα περί τις $35.000, με όλες τις επακόλουθες συνέπειες που κάτι τέτοιο συνεπάγετο στην οικονομική διαχείριση της εταιρείας και των υποχρεώσεων της απέναντι σε τρίτους.
Δ. Οι δύο κύπριοι διευθυντές της εταιρείας παραιτήθηκαν στις 24/05/2017 οπόταν και μοναδικός διευθυντής παρέμεινε ο Χριστοδούλου.
Ε. Στις 24/05/2017 επίσης, ο Δαγκλής παραιτήθηκε από Υπεύθυνο πρόσωπο σε σχέση με το πιστοποιητικό του TEN και έκτοτε δεν έχει αντικατασταθεί.
Στ. Είναι κοινώς αποδεκτό, ανεξαρτήτως των λόγων που η κάθε πλευρά επικαλείται, ότι το πιστοποιητικό του ΤΕΝ ανεστάλη και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι υπό αναστολή με όλες τις επιζήμιες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα της εταιρείας να δραστηριοποιείται προς το σκοπό για τον οποίο συστάθηκε.
Ζ. Τουλάχιστο κατά την περίοδο 01/07/2017 και 31/05/2018, με ενέργειες του Χριστοδούλου, τις οποίες ο τελευταίος αποδίδει στην ανάγκη που προέκυψε μετά το «μπλοκάρισμα» του λογαριασμού της εταιρείας, οι οφειλέτες της τελευταίας ενημερώνονταν ότι για να προβούν σε πληρωμές των οφειλών τους προς την εταιρεία θα έπρεπε να χρησιμοποιούν τους λογαριασμούς τρίτης εταιρείας, ήτοι της AETHERIA.
Η. Από τις 16/06/17, η σύζυγος του Δαγκλή, ως Διαχειρίστρια της «SEA NEMESIS ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Ε.Ε.», έχει προωθήσει αίτημα για παύση της λειτουργίας της εν λόγω εταιρείας, το οποίο αίτημα μέχρι σήμερα εκκρεμεί. Ο Χριστοδούλου έχει κινήσει διαδικασίες εναντίον της τελευταίας για το θέμα αυτό τόσο στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών όσο και στο Ειρηνοδικείο Καπανδριτίου, οι οποίες διαδικασίες εκκρεμούν.
Θ. Στις 15/12/2017, με ενέργειες του Χριστοδούλου ως μοναδικού τότε διευθυντή της εταιρείας, ενέργειες τις οποίες ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ήταν αναγκαίες ώστε να μπορέσει να συνεχίσει η λειτουργία της εταιρείας σε αντιδιαστολή με τον Δαγκλή ο οποίος τις θεωρεί ως ενέργειες που υποδηλούν καταπίεση και προσπάθεια παντελούς αποκλεισμού του από την εταιρεία, διορίστηκε ως δεύτερος διευθυντής της τελευταίας η κυπριακή εταιρεία EV Aetheria Limited (εφ’ εξής «Aetheria»), η οποία συστάθηκε στις 06/06/2017 με μοναδικό μέτοχο το Χριστοδούλου.
Η κατάσταση της εταιρείας, όπως αυτή διαμορφώθηκε συνεπεία των πιο πάνω και υφίστατο κατά την καταχώρηση της αίτησης αλλά και μέχρι σήμερα και την οποία κατάσταση οι δύο πλευρές αποδέχονται ως αληθή, είναι η εξής:
Διευθυντές της εταιρείας είναι πλέον ο Χριστοδούλου και η AETHERIA ενώ ο Δαγκλής, μετά την παραίτηση του ως «Υπεύθυνο πρόσωπο» του πιστοποιητικού του ΤΕΝ, δεν συμμετέχει ούτε στο ουσιαστικά ανύπαρκτο πλέον επιχειρησιακό κομμάτι της εταιρείας ούτε σε οποιαδήποτε άλλη λειτουργία της. Σημειώνω εδώ ότι με γνώμονα τις συγκεκριμένες θεραπείες που ζητά με την παρούσα αίτηση του ο Δαγκλής, ήτοι εκκαθάριση ή εξαγορά, προκύπτει ότι ο ίδιος τουλάχιστο δεν επιθυμεί πλέον να επανακτήσει την οποιαδήποτε σχέση ή εμπλοκή του στην εταιρεία (βλ. σχ. Pelmako Development Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1369).
Το «μπλοκάρισμα» των εισερχόμενων και εξερχόμενων πληρωμών στο λογαριασμό της εταιρείας συνεχίζει να υφίσταται με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τις εισπράξεις της εταιρείας αλλά και για τις πληρωμές των οφειλών της, οι οποίες οφειλές είναι πλέον απαιτητές και εκκρεμούν. Αν και για την πληρωμή κάποιων οφειλών, αμφότεροι Χριστοδούλου και Δαγκλής φαίνεται να χρησιμοποίησαν στο παρελθόν προσωπικά τους χρήματα, είναι πλέον απρόθυμοι να επαναλάβουν κάτι τέτοιο ενώ φαίνεται επίσης ότι και οι δύο επιθυμούν να ανακτήσουν τα χρήματα που κατέβαλαν προσωπικά. Όσον αφορά τα χρήματα που οφείλονται στην εταιρεία, επειδή αυτά δεν μπορούν να εισπραχθούν μέσω του λογαριασμού της εταιρείας λόγω του «μπλοκαρίσματος», ο μόνος τρόπος να εισπραχθούν είναι μέσω άλλων τραπεζικών λογαριασμών, τους οποίους όμως λογαριασμούς προφανώς δεν μπορούν να ελέγχουν από κοινού οι Χριστοδούλου και Δαγκλής αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ίδια κατάσταση πραγμάτων.
Το πιστοποιητικό του ΤΕΝ, το οποίο συνιστά και την προαπαιτούμενη άδεια για να μπορεί η εταιρεία να διεξάγει νόμιμα τις δραστηριότητες για τις οποίες συστάθηκε, έχει ανασταλεί και αν και ενδεχομένως να μπορεί να επαναφερθεί σε ισχύ αν καταβληθούν τα τέλη ανανέωσης του, η εταιρεία δεν μπορεί να προβεί στη σχετική πληρωμή λόγω του «μπλοκαρισμένου» λογαριασμού της. Ούτε όμως ο Χριστοδούλου ή ο Δαγκλής φαίνεται να έχουν οποιαδήποτε πρόθεση να επωμιστούν προσωπικά τα σχετικά έξοδα ή να προβούν σε οποιαδήποτε ανανέωση του πιστοποιητικού. Τούτο επιβεβαιώνεται αφ’ ενός από το Χριστοδούλου, ο οποίος αν και ισχυρίζεται ότι το πιστοποιητικό ανακλήθηκε λόγω μη πληρωμής των σχετικών τελών από τις 11/05/2017 εντούτοις ο ίδιος όχι μόνο δεν επεδίωξε έκτοτε να προβεί στην ανανέωση του αλλά θεωρεί ότι στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η εταιρεία δεν συμφέρει ούτε την τελευταία αλλά ούτε και τον ίδιο η περαιτέρω δραστηριοποίηση της και αφ’ ετέρου από το Δαγκλή, ο οποίος το μόνο που θέλει πλέον είναι είτε την εκκαθάριση της εταιρείας είτε την εξαγορά των μετοχών του.
Στο επιχειρησιακό κέντρο της εταιρείας, ήτοι στη συνδεδεμένη ελληνική εταιρεία «SEA NEMESIS ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Ε.Ε.», όχι μόνο δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον ταύτιση συμφερόντων με την εταιρεία ώστε να μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως τέτοιο κέντρο της εταιρείας, κάτι που συνιστά, υπενθυμίζω, μία εκ των προϋποθέσεων για την έκδοση του πιστοποιητικού του ΤΕΝ, αλλά επικρατεί και αμφιβολία ως προς το κατά πόσο η ελληνική εταιρεία θα συνεχίσει να υπάρχει και αυτό λόγω του εκκρεμούντος αιτήματος της διαχειρίστριας της για παύση της λειτουργίας της εν λόγω εταιρείας.
Στη βάση των πιο πάνω κοινώς αποδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
Αναφορικά με τη σημερινή οικονομική κατάσταση της εταιρείας, η πλευρά του Δαγκλή, ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τίποτε σχετικό πέραν της προηγούμενης γνώσης που είχε για το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της εταιρείας πριν να «μπλοκαριστεί» και αυτό διότι ο Δαγκλής έχει αποκλειστεί από τη διαχείριση και ο Χριστοδούλου δεν δίνει οποιοδήποτε λογαριασμό ή πληροφόρηση ως προς τα έσοδα και έξοδα της εταιρείας.
Θεωρεί όμως η πλευρά του Δαγκλή «…ότι η Εταιρεία (έχει) επωμιστεί οικονομικές ζημιές…(και) εναπόκειτο και/ή εναπόκειται τόσο σε οικονομική ζημιά όσο και ζημιά ως προς τη φήμη (goodwill) της..» με αποτέλεσμα να «…είναι αμφίβολο κατά πόσο θα προκύψει οποιαδήποτε αξία από την εκκαθάριση της Εταιρείας…(ενώ)…η αξία που πιθανόν να προκύψει από τυχόν εκκαθάριση της δεν θα είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής της αξίας».
Στην αντίπερα όχθη, η πλευρά του Χριστοδούλου, παραπέμποντας σε διάφορα έγγραφα και καταστάσεις, ισχυρίζεται ότι η περιουσία της εταιρείας αποτελείται μόνο από το ποσό των $34.000 περίπου που παρέμεινε δεσμευμένο στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας πριν να «μπλοκαριστεί» και από τον οπλισμό και τον συνοδευτικό εξοπλισμό που παρέμεινε να διαθέτει μετά και την πρόσφατη απόφαση των αρχών της Νοτίου Αφρικής για καταστροφή των όπλων της εταιρείας που παρέμειναν ακινητοποιημένα στην επικράτεια της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με την πλευρά Χριστοδούλου, σήμερα εκκρεμούν οφειλές προς την εταιρεία περί τις $30.510 οι οποίες όμως για διάφορους πρακτικούς αλλά και νομικούς λόγους είναι αμφίβολο αν θα εισπραχθούν ενώ την ίδια στιγμή, η εταιρεία οφείλει σε τρίτους συνολικό ποσό πέραν των $100.000,00 για την ανάκτηση του οποίου το πιο πιθανόν είναι ότι θα υπάρξουν δικαστικές διαδικασίες εναντίον της εταιρείας.
Θεωρεί συνεπώς η πλευρά Χριστοδούλου ότι τα εμπόδια που έχουν τεθεί στη βιωσιμότητα και ομαλή λειτουργία της εταιρείας έχουν επιφέρει στην εταιρεία τόσο «μεγάλη οικονομική ζημιά …όσο και … ζημιά προς την φήμη της … (με) αποτέλεσμα την καταστροφή της Εταιρείας και την εκμηδένιση της αξίας της … (και) για να ξεπληρώσει τα οφειλόμενα σε συνεργάτες της θα πρέπει (η εταιρεία) να πωλήσει τον εναπομείναντα οπλισμό της και έπειτα να σταματήσει να υπάρχει… Αυτό σημαίνει ότι με την πιθανή εκκαθάριση της Εταιρείας, δεν αναμένεται ότι οι μέτοχοι της Εταιρείας θα εισπράξουν οποιοδήποτε ποσό….»
Κοντολογίς, ανεξαρτήτως των λόγων που κάθε πλευρά ισχυρίζεται, αμφότερες φαίνεται να συμφωνούν τουλάχιστο και ως προς το ότι συνεπεία των όσων έχουν προκύψει και ιδιαίτερα ενόψει των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί λόγω της αναστολής του πιστοποιητικού του ΤΕΝ και της αδυναμίας χρήσης του τραπεζικού της λογαριασμού, η εταιρεία έχει ουσιαστικά ζημιωθεί ανεπανόρθωτα τόσο σε εμπορικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο ενώ βρίσκεται πλέον εκτεθειμένη απέναντι στους πιστωτές της και έχει υποστεί και θα συνεχίσει να υπόκειται σε τέτοιου βαθμού καταστροφικές συνέπειες και ζημιές που το ενδεχόμενο ανάκαμψης καθίσταται ουσιαστικά αδύνατο και η ίδια η αξία της εταιρείας έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα. Και για αυτό το γεγονός συνεπώς προβαίνω σε περαιτέρω ανάλογο εύρημα.
Αναφέρω τέλος για σκοπούς πληρότητας ότι αν και αμφότερες οι πλευρές συμφωνούν ως προς την προαναφερόμενη κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η εταιρεία, εντούτοις μέμφονται η μια την άλλη για το θέμα αυτό και η κάθε μια θεωρεί ότι αυτή είναι το πραγματικό θύμα των καταπιεστικών και καταστροφικών ενεργειών της άλλης.
Στις αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών παρέπεμψαν μεταξύ άλλων στις σχετικές αρχές που διατυπώθηκαν στις κυπριακές αποφάσεις Pelmako Development Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1369, In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246, Karaoglanian & Sons and Others v. Karaoglanian and Another. (1977) 4 J.S.C. 488, καθώς επίσης και σε αγγλικές υποθέσεις, όπως μεταξύ άλλων, οι Ebrahimi v. Westbourne Galleries Lid [1972] 2 All E.R. 492, Re Five Minute Car Wash Service, Ltd., [1966] 1 All E.R. 242, Scottish Co-Operative Wholesale Society Ltd. v. Meyer [1958] 3 All E.R. 66; (1959) A.C 324, Loch v John Blackwood Ltd [1924] AC 783 και στα συγγράμματα των Palmer’s Company Law και Pennington’s Company Law. Ειδική αναφορά στις θέσεις των συνηγόρων κάνω αμέσως πιο κάτω.
Στην ικανή αγόρευση της, η κα Νικολαΐδου προέβη σε μια εκτενή ανάλυση της σχετικής αγγλικής και κυπριακής νομολογίας ως προς τις διάφορες νομικές πτυχές που περιβάλλουν την εφαρμογή των υπό συζήτηση προνοιών του Κεφ.113 και αφού επεσήμανε ότι το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι ουσιαστικά παραδεκτό, υποστήριξε και προώθησε το βάσιμο και δικαιολογημένο όλων των αιτούμενων θεραπειών, ήτοι τόσο της αιτούμενης εκκαθάρισης όσο και του διαζευκτικά αιτούμενου διατάγματος εξαγοράς μετοχών.
Ειδικότερα, η συνήγορος υποστήριξε ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, η εκκαθάριση της υπό κρίση εταιρείας δυνάμει του αρ. 211(στ) λόγω του ότι είναι ορθό και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας (just and equitable), δικαιολογείται για δύο ξεχωριστούς λόγους. Πρώτο διότι έχει καταδειχθεί, κατά τη συνήγορο, ότι η εταιρεία δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως οι προσδοκίες των δύο συνεταίρων ιδρυτών της, με την εμπιστοσύνη, αρχική συνεννόηση και διαφάνεια στα εσωτερικά εταιρικά δρώμενα να έχει χαθεί λόγω κατάχρησης ή άλλως πώς και δεύτερο διότι έχει καταδειχθεί ότι η διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας γίνεται από τον Χριστοδούλου, προσωπικά και μέσω της EVANIMA, κατά τρόπο καταπιεστικό προς την αιτήτρια και το Δαγκλή.
Εφόσον η εκκαθάριση της εταιρείας δικαιολογείται και στη βάση της καταπίεσης που Δαγκλής και αιτήτρια δέχονται, παρέχεται περαιτέρω, υποστήριξε η συνήγορος, και το πραγματικό και νομικό έρεισμα για εφαρμογή των προνοιών του αρ.202 ώστε να μπορεί να διαταχθεί η εξαγορά των μετοχών της τελευταίας. Ήταν η θέση της συνηγόρου ότι επειδή στην παρούσα περίπτωση το ποσό που ενδεχομένως να λάβει η αιτήτρια σε σχέση με την αξία των μετοχών της στα πλαίσια εκκαθάρισης δεν θα αντανακλά την πραγματική αξία της εταιρείας, αυτό καθιστά την έκδοση ενός διατάγματος εκκαθάρισης επιζήμιο προς τα συμφέροντα της και συνεπώς πληρείται και η άλλη προϋπόθεση του αρ.202. Τη θέση της αυτή η συνήγορος την υποστήριξε με παραπομπή στην υπόθεση CVC/Opportunity Equity Partners Ltd & Anor v. Almeida (Cayman Islands) [2002] UKPC 16 (21 March 2002) καθώς επίσης και στο απόσπασμα που παρατίθεται στην εν λόγω απόφαση από την υπόθεση Re a company (No 003843 of 1986) [1987] BCLC 562.
Στην αντίπερα όχθη, στην εξ’ ίσου ικανή και εμπεριστατωμένη αγόρευση της, η κα Φιλιππίδου, η οποία επίσης αναφέρθηκε σε κυπριακές και αγγλικές αποφάσεις, προσέγγισε το όλο θέμα από μια κάπως διαφορετική και πιο γενική σκοπιά, ήτοι σε σχέση με το μερίδιο ευθύνης που κατά την πλευρά του Χριστοδούλου φέρει ο Δαγκλής και η αιτήτρια για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι ίδιοι και η εταιρεία και στο πώς οι ενέργειες και συμπεριφορά των πρώτων έχει ζημιώσει την τελευταία αλλά και το Χριστοδούλου. Δέχεται ουσιαστικά η συνήγορος ότι οι σχέσεις του Δαγκλή και του Χριστοδούλου έχουν φτάσει σε αδιέξοδο, ότι ο Δαγκλής και η αιτήτρια έχουν αποκλειστεί από την εταιρεία, ότι έχει απωλεσθεί η εμπιστοσύνη και ότι η εταιρεία βρίσκεται πλέον σε τραγική οικονομική κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να ανακάμψει. Υποστηρίζει όμως ότι «…είναι η συμπεριφορά και οι κακοί χειρισμοί και ενέργειες του ίδιου του κ. Δαγκλή, μετόχου της αιτήτριας, που οδήγησαν στον αποκλεισμό του από την Εταιρεία και οδήγησαν την Εταιρεία στην σημερινή της κατάσταση και απώλεσαν την εμπιστοσύνη μεταξύ του κ. Δαγκλή και του κ. Χριστοδούλου…».
Καταλήγει συνεπώς η συνήγορος στο ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί στην ολότητα της ουσιαστικά για δύο βασικούς λόγους. Αφ’ ενός διότι η πλευρά του Δαγκλή δεν απεκάλυψε όλα τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούσαν στις δικές της ενέργειες και προσπάθησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο, στοιχείο που κατά τη συνήγορο καταδεικνύει και το καταχρηστικό της υπό κρίση αίτησης αλλά και το αναξιόπιστο και αβάσιμο των ισχυρισμών της αιτήτριας και αφ’ ετέρου διότι το σημαντικό μερίδιο ευθύνης που φέρει η πλευρά Δαγκλή για τον αποκλεισμό της από την εταιρεία, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης και το αδιέξοδο που έχει επέλθει στην εταιρεία και στις σχέσεις με την πλευρά Χριστοδούλου, δεν της επιτρέπει να ζητά με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Κεφ.113 την εκκαθάριση της εταιρείας και αναπόφευκτα αυτό σφραγίζει και την τύχη του αιτήματος για εξαγορά των μετοχών της. Πρόσθετα τούτων, υποστήριξε η συνήγορος, στο βαθμό που με την αίτηση ζητείται και η θεραπεία του αρ.202 Κεφ.113, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί και διότι η αιτήτρια δεν παρουσίασε μαρτυρία ως προς το πώς και γιατί μια ενδεχόμενη εκκαθάριση της εταιρείας θα ήταν επιζήμια γι’ αυτή.
Κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων, έθεσα στη συνήγορο της αιτήτριας τον προβληματισμό μου ως προς το τι είναι στην ουσία αυτό που επιδιώκουν οι πελάτες της με την παρούσα αίτηση, δηλαδή την εκκαθάριση της εταιρείας στη βάση του αρ.211(στ) ή την εξαγορά των μετοχών τους στη βάση του αρ.202; Ο εν λόγω προβληματισμός εδράζετο στο ότι ενώ το πεδίο εφαρμογής των σχετικών νομοθετικών προνοιών επί του οποίου η κάθε θεραπεία εδράζεται είναι σε κάποιο βαθμό κοινό, εντούτοις οι δύο αυτές θεραπείες αξιώνονται κατά διαζευκτικό τρόπο και όπως προκύπτει από τη νομολογία και θα εξηγήσω πιο κάτω, πρόκειται για χωριστές και ανεξάρτητες θεραπείες, με την θεραπεία του αρ.202 μάλιστα να συνιστά εναλλακτική της εκκαθάρισης θεραπεία. Η συνήγορος επανέλαβε τις θέσεις της ως προς το ότι οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, αν και δικαιολογούν την απόδοση της εναλλακτικής θεραπείας του αρ.202, δικαιολογούν και την εκκαθάριση της εταιρείας και υποστήριξε ότι είναι γι’ αυτό που οι πελάτες της επιμένουν στην προώθηση και των δύο θεραπειών. Στο συνακόλουθο ερώτημα του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο υπάρχει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί η όλη κατάσταση της εταιρείας ότι δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης της και να μην διαταχθεί η εξαγορά των μετοχών της αιτήτριας όπως έγινε στην Ebrahimi και κατά πόσο η αιτήτρια ικανοποιείτο από μια τέτοια εξέλιξη, η συνήγορος απάντησε καταφατικά.
Εξέτασα με προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με τη νομική πτυχή που περιβάλλει αιτήσεις αυτής της φύσης, ήτοι αιτήσεις για εκκαθάριση εταιρείας λόγω κατ’ ισχυρισμό καταπίεσης της μειοψηφίας ή για εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία ή και αντίστροφα στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Νεόφυτου Χαρίτου ν. Αναφορικά με την FIDENTIA SECRETARIAL LIMITED πλειοψηφών μέτοχος της MPC INTERNATIONAL PAINT LIMITED, Αίτηση Αρ.: 65/2018, Ε.Δ. Λεμεσού, ημερ. 16/4/2018, το σχετικό απόσπασμα από την οποία παραθέτω αυτούσιο πιο κάτω και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας αίτησης.
«Οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή των αρ. 211(στ) (ή 211(f)) και του αρ. 202 Κεφ.113, στη βάση των οποίων, το Δικαστήριο έχει εξουσία να διαλύσει την εταιρεία αν είναι της γνώμης ότι είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας ή να εκδώσει τέτοιο διάταγμα που θεωρεί σωστό, είτε για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας ή για την αγορά των μετοχών οποιωνδήποτε μελών της εταιρείας από άλλα μέλη της εταιρείας, σε περιπτώσεις καταπίεσης μέλους ή κατηγορίας μελών αντίστοιχα, έχουν πλειστάκις απασχολήσει την κυπριακή και αγγλική νομολογία και νομικά συγγράμματα. Τις συνοψίζω, κάνοντας ταυτόχρονα και μια σύντομη αναφορά στο γενικότερο νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτές εφαρμόζονται.
Α. Η βασική αρχή, γνωστή ως ο κανόνας του Foss v Harbottle (1843) 2 Hare 461 από την ομώνυμη υπόθεση είναι ότι:
«...δεν επιτρέπονται αγωγές από μετόχους μειοψηφίας για λογαριασμό και προς όφελος της εταιρείας, οι οποίες αφορούν στη διαχείριση-διεύθυνση της εταιρείας, εκτός αν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις για να επιτραπεί κάτι τέτοιο. Τα Δικαστήρια δεν ενθαρρύνουν την καταχώρηση αγωγών, από μειοψηφούντες μετόχους σε σχέση με τη διαχείριση-διεύθυνση μιας εταιρείας, όταν εκείνο για το οποίο παραπονείται ο μειοψηφών μέτοχος μπορεί να θεραπευθεί με επικυρωτική απόφαση της πλειοψηφίας της εταιρείας, και τούτο διότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, η καταχώρηση αγωγής από τη μειοψηφία καθίσταται άνευ αντικειμένου όταν η αδικοπραξία θεραπευθεί από απόφαση της πλειοψηφίας της εταιρείας.» (βλ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΣΤΕΛΙΟΥ Χ"ΛΟΙΖΟΥ ν. ΜΑΡΙΝΟΥ ΧΡ. ΛΟΙΖΙΔΗ κ.α., ECLI:CY:AD:2017:A422, Πολιτική Έφεση Αρ. 162/2012, 28/11/2017 και τη νομολογία και συγγράμματα που εν λόγω αυθεντία αναφέρει).
Β. Όταν ο κανόνας «πρωτοεφαρμόστηκε», οι «παραπονούμενοι» μέτοχοι μειοψηφίας, δεν είχαν στη διάθεση τους πολλές θεραπείες δυνάμει της τότε νομοθεσίας, παρά μόνο τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση στη βάση του "δίκαιου και εύλογου" (just and equitable), διαδικασία όμως η οποία ουσιαστικά έθετε τέρμα στη λειτουργία της εταιρείας (βλ Pennington 4th ed. σελ. 695 υποσημ.6).
Γ. Η μετέπειτα όμως νομολογία αναγνώρισε σημαντικούς περιορισμούς στον κανόνα (considerable qualifications – βλ. Palmer' s Company Law, 21η έκδοση, σελ. 503- 511), ώστε να μπορεί ο παραπονούμενος μέτοχος που δεν ελέγχει την εταιρεία, είτε να εγείρει ο ίδιος αγωγή εναντίον της εταιρείας για να την υποχρεώσει να συμμορφωθεί με το καταστατικό της, είτε για να προωθήσει απαίτηση της εταιρείας μέσω παράγωγης αγωγής - Derivative action. Οι εν λόγω περιορισμοί του κανόνα αφορούν αποκλειστικά σε περιπτώσεις που η κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξία δεν δύναται να θεραπευτεί με επικυρωτική απόφαση της πλειοψηφίας ή όπου το Δικαστήριο αναγνώρισε ρητά, εξαίρεση στον κανόνα (βλ Pennington σελ. 591 - 600). Αναφορικά με τις παράγωγες αγωγές, παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την Χατζηλοϊζου ανωτέρω:
«...Στην περίπτωση αδικοπραξίας που δεν θεραπεύεται με επικυρωτική απόφαση της πλειοψηφίας της εταιρείας, αναγνωρίζεται δικαίωμα σε μειοψηφούντα μέτοχο να εγείρει αγωγή, εναντίον των μετόχων πλειοψηφίας που έχουν τον έλεγχο της εταιρείας, για λογαριασμό και προς όφελος της εταιρείας, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις όπου η εταιρεία ενεργεί ultra vires ή με δόλο εναντίον της μειοψηφίας (Δέστε Gower and Davies' Principles of Modern Company Law, 7η έκδοση, σελ. 449 και επόμενες). Στην Αγγλία, βέβαια, υπήρξε νομοθετική παρέμβαση, η οποία έθεσε αυτά τα ζητήματα του εταιρικού δικαίου πάνω σε διαφορετική βάση, στην Κύπρο όμως, ακολουθούμε τις αρχές του κοινοδικαίου, όπως διατυπώθηκαν στην Foss (ανωτέρω) και σε επόμενες σχετικές αποφάσεις. Στην υπόθεση Πιρίλλης v. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136, το Εφετείο ασχολήθηκε με ζήτημα παράγωγης ή/και αντιπροσωπευτικής αγωγής (derivative action) σε περίπτωση όπου οι δύο μέτοχοι είχαν από 50% ο καθένας. Έγινε αναφορά στην Foss (ανωτέρω) και τονίστηκε ότι οι περισσότερες υποθέσεις, στις οποίες επιτρέπεται παράγωγη αγωγή, αφορούν σε περιπτώσεις όπου οι πλειοψηφούντες μέτοχοι έχουν τον έλεγχο της εταιρείας και καταδολιεύουν τη μειοψηφία ή την εταιρεία, χρησιμοποιώντας, ταυτόχρονα, τον έλεγχο τους επί της εταιρείας για να μην εγείρουν οποιανδήποτε αγωγή εκ μέρους της. Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι, διευθυντές ή διοικητικοί σύμβουλοι μιας εταιρείας, δεν έχουν δικαίωμα να θυσιάζουν τα συμφέροντα της εταιρείας προς όφελος των ιδίων (Δέστε Cook v. Deeks (1916) 1 AC 554, PC (Can)).»
Δ. Μία εκ των νομολογιακά αναγνωρισμένων εξαιρέσεων του κανόνα, όπως αναφέρεται ανωτέρω, είναι η διαπίστωση ενεργειών που συνιστούν «καταπίεση» ή δόλο εναντίον της μειοψηφίας. Αυτή η «καταπίεση» όμως, η οποία δεν χρειάζεται να συνιστά αστικό αδίκημα, έχει κριθεί ότι θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ασυνείδητη χρήση (unconscionable use) της δύναμης της πλειοψηφίας, η οποία οδηγεί, ή μπορεί να οδηγήσει, είτε σε οικονομική ζημιά είτε σε αδικία ή διάκριση εναντίον της μειοψηφίας, πιο σοβαρή όμως από την παράλειψη της εταιρείας να ενεργήσει προς τα συμφέροντα της (βλ. Pennington σελ. 594 όπου γίνεται αναφορά στην υπόθεση Menier v Hooper’s Telegraph Works Ltd (1874) 9 Ch. App. 350). Επειδή όμως οι επίμαχες αποφάσεις της πλειοψηφίας, θα πρέπει επίσης να καταδειχτεί ότι δεν έχουν ληφθεί καλόπιστα και για το συμφέρον της εταιρείας (bona fide for the benefit of the company as whole), απαιτείται όπως κάποιο στοιχείο ανεντιμότητας ή τουλάχιστο αντικανονικότητας, επίσης καταδειχθεί (βλ. Palmer' s σελ.504-505).
Όπως αναφέρθηκε και στην Pelmako 1991 ανωτέρω:
«Τι συνιστά "καταπίεση" εξηγείται στην απόφαση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Scottish Co-Operative Wholesale Society Ltd. v. Meyer [1958] 3 All E.R. 66; (1959) A.C 324. Ο όρος περιλαμβάνει συμπεριφορά η οποία ενέχει το στοιχείο της έλλειψης αξιοπιστίας (probity), ή δίκαιας μεταχείρισης (fair dealing) προς μέλη της εταιρείας σέ σχέση με τα δικαιώματά τους ως μέτοχοι. Αντίθετα, ανεπάρκεια (inefficiency) ή αμέλεια στη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας, δεν τεκμηριώνει καταπιεστική συμπεριφορά»
Ε. Σύμφωνα με τον Palmer' s σελ. 508, τα αγγλικά Δικαστήρια ενδεχομένως να έχουν αναγνωρίσει και μια γενικότερη εξαίρεση στον κανόνα, ήτοι όταν η δικαιοσύνη επιβάλλει την επέμβαση του Δικαστηρίου προς βοήθεια ενός κατά τ’ άλλα αβοήθητου μετόχου (βλ. Pavlides v Jensen [1956] Ch. 565), πλην όμως το στοιχείο της ανεντιμότητας (dishonesty) εξακολουθεί να απαιτείται όπως αποδειχτεί.
Στ. Όπως έχω ήδη αναφέρει (Β πιο πάνω), μια άλλη «θεραπεία» που είναι στη διάθεση του παραπονούμενου μετόχου, είναι η καταχώρηση αίτησης για διάλυση εταιρείας στη βάση του ότι είναι "δίκαιο και εύλογο" (just and equitable), ή όπως αναφέρεται στο αρ.211 (στ) Κεφ.113, οι πρόνοιες του οποίου είναι πανομοιότυπες με το S.222(f) του Companies Act 1948, όταν «...το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας να διαλυθεί η εταιρεία». Όπως αναφέρθηκε στην Ebrahimi ανωτέρω και υιοθετήθηκε από τις Karaoglanian και Pelmako 1991, η σχετική νομοθετική πρόνοια συνιστά πρόνοια, χωριστή και ανεξάρτητη από τις άλλες πρόνοιες του αρ.211 επί των οποίων εταιρεία δύναται να διαλυθεί και ερμηνεύεται αυτοτελώς και όχι ejusdem generis των προηγούμενων της διατάξεων στο αρ. 211 Κεφ. 113.
Ζ. «Η σημασία του όρου "δίκαια και εύλογη" (just and equitable), έχει επίσης εξηγηθεί σε πολλές αποφάσεις. Εννοιολογικά, ο όρος "equitable" δεν έχει διάφορη σημασία από τον όρο "just". Στο αγγλικό όμως δίκαιο, ο όρος ενέχει ειδική έννοια (term of art), συνυφασμένη με τις αρχές της επιείκειας (equity), όπως αυτές αναπτύχθηκαν και διαμορφώθηκαν στο αγγλικό δίκαιο. Η επιείκεια έχει ως λόγο το μετριασμό των επιπτώσεων εφαρμογής των αρχών του θετικού δικαίου όταν τούτο επιβάλλουν οι αρχές της δικαιοσύνης (equity). Οι αρχές της επιείκειας επενεργούν στο προσωπικό επίπεδο και αποβλέπουν στον περιορισμό κατάχρησης στην άσκηση δικαιωμάτων. Ο αποκλεισμός της μειοψηφίας από τη διαχείριση της εταιρείας, σε συνάρτηση με πράξεις αυθαιρεσίας και οικειοποίησης του ενεργητικού της εταιρείας από την πλειοψηφία, καθώς και η επίδοσή τους μέσο άλλης εταιρείας, στην προώθηση παραλλήλων και συγκρουόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων με εκείνων της εταιρείας, προσδιορίζουν κατά κύριο λόγο το υπόβαθρο της αίτησης…
Η μόνη κυπριακή υπόθεση στην οποία αναλύεται η έννοια των όρων ... "δίκαιη και εύλογη" (just and equitable) στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 113, είναι ή απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος στην υπόθεση Karaoglanian & Sons and Others v. Karaoglanian and Another. (1977) 4 J.S.C. 488. Στην υπόθεση εκείνη γίνεται εκτεταμένη ανάλυση της αγγλικής νομολογίας και των πράξεων που μπορεί να στοιχειοθετούν καταπίεση της μειοψηφίας. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η απόφαση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Ebrahimi v. Westbourne Galleries Lid [1972] 2 All E.R. 492 - Βλ. επίσης Bentley - Stevens v. Jones [1974] 2 All E.R. 653. Re A & Be Chewing Gum [1975] 1 All E.R. 1017. Clemens v. Clements Bros Ltd [1976] 2 All E.R. 268. Re A. Company [1983] 2 All E.R. 36. Re A Company [1983] 2 All E.R. 854. Re Zinotty Properties Ltd [1984] 3 All E.R. 754, and Re Bird Precision Bellows Ltd [1985] 3 A11 E.R.523, στην οποία επικεντρώθηκε η προσοχή του δικαστηρίου στις αρχές βάσει των οποίων μπορεί να διαταχθεί η διάλυση εταιρείας η οποία εδράζεται σε συνεταιρική βάση. Η πτώση του συνεταιρικού βάθρου μεταξύ των εταίρων παρέχει, εφόσο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, έρεισμα για τη διάλυση της εταιρείας. Ο όρος "equitable", επισημαίνεται, εισάγει τις αρχές της επιείκειας και συναρτά την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το Καταστατικό της εταιρείας με το επίπεδο εκείνο της συμπεριφοράς που πρέπει να χαρακτηρίζει την καλόπιστη άσκηση δικαιωμάτων και εκπλήρωση υποχρεώσεων (βλ. Pelmako 1991 ανωτέρω).
Η. Οι περιπτώσεις όπου η νομολογία αναγνώρισε ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να εκκαθαριστεί η εταιρεία, δύναται να συνοψιστούν στις εξής.
Όπου εξαφανίστηκε ο λόγος για τον οποίο συστάθηκε η εταιρεία (the substratum of the company was gone), όπου η εταιρεία ήταν φούσκα (the company was a bubble), όπου η εταιρεία συστάθηκε για να προβεί σε δόλιες ενέργειες (the company was formed for the purposes of fraud), όπου διαπιστώθηκε ότι επιβάλλετο πλήρης διερεύνηση της εταιρείας (that full investigation was necessary), όπου το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (articles of association) προνοούσε για διάλυσή της σε περίπτωση που επισυμβεί συγκεκριμένο περιστατικό που εν τέλει έλαβε χώρα, όπου ένας από τους κύριους πλειοψηφούντες αρνήθηκε να προσκομίσει λογαριασμούς ή να καταβάλλει μερίσματα, όπου ο αιτητής εκδιώχθηκε από κάθε συμμετοχή στην επιχείρηση εταιρείας και όπου η εταιρεία οδηγήθηκε σε πλήρες «αδιέξοδο» (that there was a complete deadlock). (βλ. Palmer' s σελ. 739 και Pennington σελ. 691-695)
Θ. Η «καταπίεση» της μειοψηφίας από την πλειοψηφία έχει επίσης αναγνωριστεί να συνιστά ξεχωριστό λόγο για τον οποίο είναι "δίκαιο και εύλογο" να εκκαθαριστεί μια εταιρεία (βλ. Pennington σελ. 694). Διάταγμα εκκαθάρισης σε αυτή τη βάση δύναται να εκδοθεί, όταν η πλειοψηφία αρνείται να συγκαλέσει γενικές συνελεύσεις, ή να εφοδιάσει τον αιτητή με τους λογαριασμούς της εταιρείας, ή να διορίσει ελεγκτές ή να πληροφορήσει τον αιτητή για τα δρώμενα της εταιρείας και όλα αυτά ως μέρος ενός σχεδίου «scheme» να πιέσει τη μειοψηφία να πωλήσει τις μετοχές της σε χαμηλότερη τιμή (βλ. Blackwood ανωτέρω).
Ι. Όπως όμως έχει υποδειχθεί από τη νομολογία, (βλ. Ebrahimi ανωτέρω και Thomson v. Drysdale (1925) S.C. 311), το άρθρο 211(στ) δεν προσφέρεται για αποποίηση των εταιρικών υποχρεώσεων που κάθε μέλος αναλαμβάνει επειδή απλά νιώθει αδικημένο και δη αδικαιολόγητα.
«...in considering whether it is just and equitable that the company should be now would up, the court must be careful not to allow itself to be made an instrument for relieving the petitioner from the natural and lawful consequences of his own actings and contracts...» (βλ. Drysdale)
«The question is, as always, whether it is equitable to allow one (or two) to make use of his legal rights to the prejudice of his associate(s)». (βλ. Ebrahimi)
«The just and equitable provision does not, as the respondents suggest, entitle one party to disregard the obligation he assumes by entering a company, nor the court to dispense him from it. It does, as equity always does, enable the Court to subject the exercise of legal rights to equitable considerations; considerations, that is, of a personal character arising between one individual and another, which may make it unjust, or inequitable, to insist on legal rights, or to exercise them in a particular way.» (βλ. Ebrahimi).
ΙΑ. Όπως αναφέρεται στη σελ. 695 του Pennington, οι κατ’ ισχυρισμό πράξεις καταπίεσης πρέπει να είναι σοβαρής φύσης, ενώ μεμονωμένα περιστατικά κακοδιαχείρισης από τους διευθυντές, δεν αρκούν για να εκκαθαριστεί η εταιρεία (βλ. αναφορά σε Re Diamond Fuel Co (1879) 13 ChD 400).
ΙΒ. Είναι όμως σημαντικό να τονισθεί ότι το Δικαστήριο θα αρνηθεί να εκδώσει διάταγμα εκκαθάρισης μιας εταιρείας στη βάση του "δίκαιου και εύλογου" (just and equitable), αν διαπιστώσει ότι ο αιτητής έχει στη διάθεση του μια πιο κατάλληλη θεραπεία και ότι ενεργεί αδικαιολόγητα (βλ. Pennington σελ. 695 και Palmer' s σελ. 738). Αυτή η αρχή έχει πλέον κωδικοποιηθεί στο εταιρικό δίκαιο μέσω του αρ. 214 (2) Κεφ.113 (S.225(2) CA 1948 στην Αγγλία), σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου:
«214.- (2) Όταν η αίτηση υποβάλλεται από μέλη της εταιρείας ως συνεισφορέων επειδή είναι δίκαιο και σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας η εταιρεία να εκκαθαριστεί, το Δικαστήριο, αν έχει τη γνώμη-
(α) ότι οι αιτητές δικαιούνται σε θεραπεία είτε με την εκκαθάριση της εταιρείας ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο· και
(β) ότι στην απουσία οποιασδήποτε άλλης θεραπείας θα ήταν δίκαιο και σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας η εταιρεία να εκκαθαριστεί,
εκδίδει διάταγμα για εκκαθάριση, εκτός αν έχει επίσης τη γνώμη συγχρόνως ότι υπάρχει άλλη θεραπεία για τους αιτητές και ότι αυτοί ενεργούν αδικαιολόγητα με το να ζητούν τη διάλυση της εταιρείας αντί την αναζήτηση της άλλης θεραπείας.»
Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο, στη βάση της σύμφυτης του εξουσίας, διατάσσει την αναστολή της διαδικασίας ως ενοχλητικής ή καταχρηστικής.
Κοντολογίς, το Δικαστήριο θα εκδώσει ένα διάταγμα εκκαθάρισης εκτός εάν, κατ’ εφαρμογή των νομολογιακών αρχών και του αρ. 214(2), κρίνει ότι ο αιτητής, αδικαιολόγητα ζητά την εκκαθάριση ή ότι αδικαιολόγητα δεν ζητά, ενώ θα μπορούσε, την «εναλλακτική θεραπεία» του αρ. 202 Κεφ. 113, αναφορά στην οποία κάνω αμέσως πιο κάτω.
ΙΓ. Όπως έχω ήδη επισημάνει πιο πάνω, πέραν της νομολογίας, και η νομοθεσία έχει αναγνωρίσει κάποιες εξαιρέσεις στον κανόνα της Foss. Μία εξ’ αυτών, είναι η εναλλακτική της υποβολής αίτησης για εκκαθάριση, θεραπεία, η οποία στην Αγγλική έννομη τάξη, πρωτοθεσπίστηκε με το s.9 του Companies Act 1947 που στην συνέχεια αντικαταστάθηκε με το s.210 του Companies Act 1948 (βλ. Pennington σελ. 600 και 695 καθώς Palmer' s σελ. 501)
Στην Κύπρο, η εν λόγω πρόνοια αντιστοιχεί στο αρ. 202 Κεφ. 113, οι πρόνοιες του οποίου δίνουν στον παραπονούμενο για καταπίεση, μέτοχο της μειοψηφίας, τη δυνατότητα να αιτηθεί, αν ήθελε φανεί ότι «...η εκκαθάριση της εταιρείας θα επηρέαζε δυσμενώς εκείνο το μέρος των μελών, αλλά διαφορετικά, τα γεγονότα θα δικαιολογούσαν την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης για το λόγο ότι ήταν δίκαιο και σύμφωνα με τους κανόνες της επιείκειας όπως η εταιρεία εκκαθαριστεί...», την έκδοση τέτοιου διατάγματος, «... είτε για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας ή για την αγορά των μετοχών οποιωνδήποτε μελών της εταιρείας από άλλα μέλη της εταιρείας ή από την εταιρεία και, σε περίπτωση αγοράς από την εταιρεία, για την ανάλογη μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας, ή διαφορετικά».
Όπως όμως προκύπτει από τη νομολογία και τα συγγράμματα στα οποία παραπέμπω πιο πάνω αλλά και το ίδιο το λεκτικό του αρ. 202, για να αποδοθεί η υπό κρίση θεραπεία θα πρέπει να διαφανεί ότι η εκκαθάριση της εταιρείας, στη πραγματικότητα, δεν θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του καταπιεσμένου μετόχου αλλά αντίθετα θα είναι δυσμενέστερη και προς μεγαλύτερη ζημιά του ιδίου.
Τονίζω όμως ότι αυτή «η εναλλακτική θεραπεία», δεν συνιστά θεραπεία που παρέχεται από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της εξουσίας που ο Νόμος του παρέχει για να εκδίδει διατάγματα εκκαθάρισης εταιρειών, αλλά ξεχωριστή και αυτόνομη θεραπεία, η απόδοση της οποίας προϋποθέτει την απόδειξη των δικών της ξεχωριστών κριτηρίων, έστω και αν αυτά συμπλέουν με τα κριτήρια για εκκαθάριση στη βάση του "δίκαιου και εύλογου" (just and equitable). Σχετικές με τούτο είναι οι υποθέσεις Pelmako (1999) και Ebrahimi ανωτέρω. Στην τελευταία μάλιστα υπόθεση, όπου «εναλλακτική θεραπεία» και εκκαθάριση ζητούνταν διαζευκτικά στην αίτηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι αν και δεν απεδείχθη το δικαιολογημένο της «εναλλακτικής θεραπείας», απεδείχθη το δικαιολογημένο της εκκαθάρισης και προχώρησε και εκκαθάρισε την εταιρεία.
Υπό αυτή την έννοια, «η εναλλακτική θεραπεία» του αρ. 202 είναι, θεραπεία, εναλλακτική της υποβολής αίτησης για εκκαθάριση βάση του αρ. 211(στ) (βλ. Palmer’s σελ. 501 – “…a remedy alternative to petition for compulsory winding up under the just and equitable clause…») και όχι θεραπεία που εμπεριέχεται σε αυτή καθ’ αυτή την εξουσία για εκκαθάριση. Άλλωστε, οι πρόνοιες του αρ.202, βρίσκονται σε διαφορετικό Μέρος στο Κεφ.113 και μάλιστα προηγούνται της διαδικασίας εκκαθάρισης. Είναι λοιπόν ως μια τέτοια ξεχωριστή θεραπεία που θα πρέπει να προσεγγίζεται η οποία και θα πρέπει να επιδιώκεται ρητά και ξεχωριστά στην αίτηση, αλλά και να εξειδικεύεται και να αποδεικνύεται πλήρως το τι ακριβώς είναι που ζητείται. Στις πλείστες δε των περιπτώσεων, η λιτή θέσμια Ε/Δ που συνοδεύει μια αίτηση εκκαθάρισης, δύναται να μην αρκεί για να δικαιολογήσει την έγκριση της θεραπείας του αρ. 202 (βλ. Palmer’s σελ. 512 και Re. S. A. Hawken [1950] 2 All Er 408, Re Davies Investments (East Ham) Ltd [1961] 1 WLR 1396 και Re Jermyn Street Turkish Baths Ltd [1971] 1 WLR 1042).
Στην Pelmako (1999) αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«...Ετσι, στην Re Antigen Laboratories Ltd [1951] 1 All E.R. 110 αποφασίστηκε ότι το παρακλητικό (prayer) της αίτησης πρέπει να περιέχει αρκετές λεπτομέρειες ώστε να μη δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για ό,τι ο αιτητής επιθυμεί να πράξει το Δικαστήριο. Αυτή η προσέγγιση συνάδει με τη λογική του πράγματος γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο, το Δικαστήριο, θα ήταν υποχρεωμένο να αναζητεί λύσεις προσφερόμενες ως θεραπεία διά της εκδόσεως ενός εκ των τριών προβλεπομένων υπό του άρθρου 202(2) διαταγμάτων χωρίς να έχει ενώπιόν του οτιδήποτε το οποίο να αντανακλά την επιθυμία των αιτητών επί του πρακτέου. Είναι αυτονόητο πως μια τέτοια υποχρέωση θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο το έργο του Δικαστηρίου με κίνδυνο να μη απονεμηθεί σωστά η δικαιοσύνη.
Η εξουσία του Δικαστηρίου για παρέμβαση στις υποθέσεις της εταιρείας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 202 του νόμου δεν είναι απεριόριστη. Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυνητικά μπορεί να προσλάβει διαστάσεις, ανάλογες του όγκου των υποθέσεων της εταιρείας που εκκρεμούν, της πολυπλοκότητας που παρουσιάζουν, κλπ. Αν μάλιστα η θεραπεία που τελικά πρόκειται να παρασχεθεί συνίσταται στην έκδοση διατάγματος "...... για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας ...." όπως ο νόμος προβλέπει, καθίσταται εμφανής η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού της επιδιωκόμενης θεραπείας. Οριοθετείται έτσι το πεδίο συζήτησης και η διαδικασία περιορίζεται στα συγκεκριμένα επίδικα θέματα...
Στην Scottish Co-operative Wholesale Society Ltd ν. Mayer [1959] A.C. 324 η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα των αιτητών για αγορά των μετόχων της καταπιεζόμενης μειοψηφίας από την πλειοψηφία. Το αίτημα ήταν συγκεκριμένο και εξειδίκευε ρητά το ζητούμενο. Στον Pennington's Company Law, 4th ed., στη σελ. 606 αναφέρονται τα εξής επί του θέματος:
"The petitioners must state in their petition what orders they wish the court to make, however and a petition will not be held if it merely asks the Court to make an order regulating the company's affairs or such order as the Court thinks just."»
Ενόψει και των όσων αναφέρονται στο ΙΒ ανωτέρω, είναι ορθότερο επομένως να ζητείται πρώτα η εναλλακτική θεραπεία του αρ.202 και διαζευκτικά η εκκαθάριση, όπως άλλωστε ήταν και η υπόθεση Ebrahimi.
ΙΔ. Στον Palmer’s σελ. 511-515, αναφέρονται τα εξής ως προς την απόδοση της «εναλλακτικής θεραπείας» του εδώ αρ. 202 Κεφ.113:
«The court can exercise its jurisdiction only if the requirements of the section are satisfied. As judicially interpreted (see Re Five Minute Car Wash Services Ltd. [1966] 1 W.L.R. 745, 751), these are:
(1) The matters complained of must affect the petitioner in his character as a member of the company: harsh or unfair treatment in any other capacity, e.g., as a director or creditor, cannot entitle him to relief under the section (Elder v. Elder & Watson, 1952 S.C.49; Re H. R. Harmer Ltd. [1959] 1 W.L.R. 62; Re Bellador Silk Ltd. [1965] 1 All E.R. 667; Re Lundie Brothers Ltd. [1965] 1 W.L.R. 1051) .
(2) The matters complained of must relate to the conduct of the affairs of the company (Re H. R. Harmer Ltd. [supra].
(3) They must be such as not only to make the winding up of the company just and equitable, but also to lead to the conclusion that the affairs of the company are being conducted in a manner which can properly be described as "oppressive" of the petitioner, and, it may be, other members (Scottish Co-operative Wholesale Society Ltd. v. Meyer [1959] A.C. 324; Re H. R. Harmer Ltd. [supra]; Re Five Minute Car Wash Services Ltd. [supra].»
Η πιο πάνω αρχές έτυχαν της πλήρης επιδοκιμασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Pelmako 1991 όπου υιοθετήθηκαν πλήρως τα λεχθέντα στην Re Five Minute Car Wash ανωτέρω – βλ. επίσης).
Στην Karaoglanian ανωτέρω, λέχθηκαν επίσης τα εξής:
«Firstly, it must be established that at the time when the petition was presented, the affairs of the company were being conducted in a manner oppressive to the petitioner or a class of members of the company, including the petitioner. The grievance must relate to members of the company, in their capacity as such. Secondly, the matters complained of must relate to the conduct of the affairs of the company. And thirdly, they must be such as not only to make the winding up of the company just and equitable but so as to lead to the conclusion that the affairs of the company have been conducted in a manner which can properly be described as oppressive to the petitioner. Dissatisfaction or disapproval with the conduct of the company's affairs, on grounds relating to policy or efficiency, however well founded, will not sustain the petition.»
Τονίζω εδώ το απαραίτητο να αποδειχθεί ότι η καταπίεση που ο αιτητής επικαλείται πρέπει να άπτεται της ιδιότητας του ως μέλους της εταιρείας (qua member) και ότι οποιαδήποτε άλλη κατάσταση πραγμάτων, έστω ανεπιθύμητη για τον αιτητή, όπως π.χ. η απομάκρυνση του από τη θέση αξιωματούχου, δεν συνεπάγεται αυτόματα και συμπέρασμα καταπίεσης (βλ. Buckley on the Companies Acts, 13η έκδοση, σελίδα 423). Όπως δε έχω ήδη επισημάνει, το παράπονο του αιτητή δεν μπορεί να αφορά ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά μια παρατεταμένη κατάσταση πραγμάτων (βλ. αρ. 202(2)(α) - «...company's affairs...» και Palmer’s σελ. 514 και Pennington σελ. 601).
Γενικά, οι ίδιες αρχές που εφαρμόζονται σε σχέση με την εκκαθάριση εταιρείας στη βάση του "δίκαιου και εύλογου" (just and equitable) λόγω καταπίεσης, θα εφαρμοστούν και σε σχέση με τη θεραπεία του αρ. 202 πλην σε σχέση με αυτή τη θεραπεία, ο αιτητής θα πρέπει να καταδείξει κάτι περισσότερο απ’ ότι απαιτείται για να εκκαθαριστεί η εταιρεία στη βάση του αρ. 211(στ) – («…it must go beyond what is required to make out a case for a winding up order and must indicate some lack of probity or fair dealing towards one or more members of th company….» - Re Lundie Brothers Ltd [1965] 1 WLR 1051) Palmer’s σελ. 514.
Παρά ταύτα, δεν απαιτείται όπως καταδειχθεί καταπίεση με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους αλλά και η απλή επιθυμία για απόκτηση εξουσίας και ελέγχου είναι αρκετή, αφού μια παράλειψη, δύναται να θεωρηθεί ως καταπιεστική, αν καταδειχθεί ότι ήταν σχεδιασμένη για να θέσει τους «καταπιεσμένους» μετόχους σε δυσμενέστερη θέση στην εταιρεία (βλ. Palmer' s σελ. 514-515.). Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Elder v. Elder & Watson Ltd (1952) S.C. 49:
«The essence of the matter seems to be that the conduct complained of should at the lowest involve a visible departure from the standards of fair dealing, and a violation of the conditions of fair play on which every shareholder who entrusts his money to a company is entitled to rely.»
ΙΕ. Tο Δικαστήριο θα αρνηθεί να χορηγήσει την εναλλακτική θεραπεία του αρ. 202 στις ακόλουθες, μη εξαντλητικές βέβαια, περιπτώσεις (βλ. Pennington σελ. 600-606):
· Όπου η περίπτωση θα ήταν καταλληλότερη για έγερση παράγωγης αγωγής - derivative action ή όπου τα παράπονα του αιτητή θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν επαρκώς με την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ή επιδίκαση αποζημιώσεων «... the court will give relief only where an injunction or an award of damages to the company in a derivative action would be inadequate remedies.», «relief may be given against oppression of minority shareholders under the statutory provision in situations where neither they nor the company would have a right of action against the oppressors at law or in equity». Η θεραπεία του αρ. 202 θα δοθεί εκεί όπου η έγερση αγωγής θα αποτύγχανε λόγω του κανόνα της Foss.
· Όπου ο αιτητής δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και έστω και αν διαπιστωθεί αντικανονική συμπεριφορά από μέρους των διευθυντών της εταιρείας, η αίτηση θα απορριφθεί αν διαφανεί ότι ο πραγματικός σκοπός του αιτητή είναι να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των διευθυντών και της πλειοψηφίας με τις δικές του απαιτήσεις ως προς το πώς θα πρέπει να διοικείται η εταιρεία.
· Όπου ο αιτητής έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα να αιτηθεί τη θεραπεία εφόσον μια τέτοια καθυστέρηση, συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι ο αιτητής έχει αποδεχθεί την κατάσταση πραγμάτων για την οποία παραπονείται (βλ. Re Jermyn ανωτέρω).
· Όπου δεν θα ήταν "δίκαιο και εύλογο" (just and equitable) να εκκαθαριστεί η εταιρεία, αυτού περιλαμβανομένου και του ελέγχου της νομιμότητας του αιτητή να υποβάλλει αίτηση εκκαθάρισης ως μέτοχος ή συνεισφορέας της εταιρείας.
· Όπου η αίτηση εδράζεται αποκλειστικά στην έλλειψη επαγγελματικής ικανότητας ή απερισκεψίας στην διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας. Το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με θέματα επαγγελματικής πολιτικής, αφού άλλωστε τέτοια θέματα δεν απασχολούν το Δικαστήριο ούτε στα πλαίσια αίτησης εκκαθάρισης. Επομένως, αίτηση για τη θεραπεία του αρ. 202, θα απορριφθεί αν η κατ’ ισχυρισμό καταπίεση αφορά στην άρνηση να καταβληθούν μερίσματα (βλ. Blackwood ανωτέρω).
ΙΣΤ. Εάν τώρα το Δικαστήριο αποφασίσει να εγκρίνει την αίτηση και να αποδώσει την εναλλακτική θεραπεία που σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται ρητά στην αίτηση, η εξουσία του Δικαστηρίου είναι ευρεία όπως και η εφευρετικότητα του (inventiveness). Απώτερος σκοπός είναι να εκδοθεί ένα «σωστό» διάταγμα υπό τις περιστάσεις, ώστε να απαλλαγεί ο αιτητής από τη καταπίεση. Μοναδικός περιορισμός στον τρόπο άσκησης της εξουσίας και της εφευρετικότητας του Δικαστηρίου είναι ότι «…it cannot alter rights held by the parties in capacities other than those of members or directors of the company».»
Για σκοπούς της εδώ αίτησης θα πρέπει να αναφέρω επίσης ότι στην Αγγλία, οι πρόνοιες του τότε S.222(f) C.A. 1948 (αρ.211(στ) Κεφ.113) αντικαταστάθηκαν με τις πανομοιότυπες πρόνοιες του S.122(1)(g) Insolvency Act 1986 και αν και διατηρήθηκε η δυνατότητα απόδοσης της εναλλακτικής θεραπείας του S.210 C.A. 1948 (αρ.202 Κεφ.113), αυτή βρίσκεται πλέον στις πιο ευρείες πρόνοιες του S.459 οι οποίες αντικατέστησαν το S.210 και δεν περιορίζονται πλέον σε «καταπιεστική συμπεριφορά» - «oppressive conduct» αλλά εκτείνονται σε συμπεριφορά που είναι «αδικαιολόγητα ζημιογόνα για τα συμφέροντα της μειονότητας» - «unfairly prejudicial to the interests of the minority». Όπως όμως λέχθηκε και στην CVC/Opportunity που με παρέπεμψε η κα Νικολαΐδου, παρά την αντικατάσταση του S.210 με το S.459, δεν υπάρχει διαφορά αρχής – «there is no difference in principle», αφού η εναλλακτική της εκκαθάρισης θεραπεία παρέχεται εκεί όπου η εκκαθάριση, αν και δικαιολογημένη, δεν θα ήταν προς το συμφέρον του αιτητή.
Το ότι όμως η θεραπεία του αρ. 202 Κεφ.113 στην Κύπρο και του S.459 ή προηγουμένως S.210 C.Α.1948 στην Αγγλία, συνιστά θεραπεία «εναλλακτική» της εκκαθάρισης δυνάμει του αρ.211(στ) Κεφ.113 (στην Αγγλία S.122(1)(g) I.A. 1986 και προηγουμένως S.222(f) C.A. 1948 στην Αγγλία, δημιουργεί τoν προβληματισμό κατά πόσο είναι ορθό αλλά και λογικό να συνεχίζει η συνήθης πλέον πρακτική όχι μόνο να αξιώνονται διαζευκτικά οι δύο θεραπείες αλλά και να προωθούνται ταυτόχρονα και οι δύο μέχρι το τέλος. Ο εν λόγω προβληματισμός έγκειται σε δύο λόγους. Πρώτο διότι το αρ. αρ. 214 (2) Κεφ.113 (στην Αγγλία S.125(2) I.Α. 1986 και προηγουμένως S.225(2) CA 1948), δεν επιτρέπει την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης «…αν υπάρχει άλλη θεραπεία για τους αιτητές…» και δεύτερο διότι για να μπορέσει κάποιος αιτητής να εξασφαλίσει την εναλλακτική θεραπεία που ζητά, θα πρέπει ουσιαστικά να μην επιδιώξει την εκκαθάριση, αφού θα πρέπει στο τέλος να πείσει ότι τέτοια εκκαθάριση θα ήταν άδικη και πιο επιζήμια για τον ίδιο, έστω και αν υπό τις περιστάσεις δικαιολογείτο.
Στην Αγγλία ο εν λόγω προβληματισμός έχει απασχολήσει τους νομικούς φορείς από πολύ παλιά, και τουλάχιστο από τη δεκαετία του 1990 όπως προκύπτει από το Consultation Paper No 142, το οποίο ετοιμάστηκε από το Law Commission για σκοπούς του Shareholder Remedies Report (24 October 1997), όταν οι τότε εν ισχύ αγγλικές πρόνοιες ήταν πανομοιότυπες σχεδόν με τις αντίστοιχες πρόνοιες του Κεφ.113. Όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε στις παρ. 08.13 – 08.22 του C.P.142:
«Relief under section 122(1)(g) where an alternative remedy is available
8.13 Prior to 1948, the court could not grant a winding up order if there was some alternative remedy available to the petitioner. This rule was relaxed following the recommendations of both the Cohen Committee and the Jenkins Committee, and the present position is contained in section 125(2) of the Insolvency Act 1986.
Section 125(2) provides that if a petition is presented under the just and equitable
ground:
... the court, if it is of opinion —
(a) that the petitioners are entitled to relief either by winding up the company or by some other means, and
(b) that in the absence of any other remedy it would be just and equitable that the company should be wound up,
shall make a winding up order; but this does not apply if the court is also of the opinion both that some other remedy is available to the petitioners and that they are acting unreasonably in seeking to have the company wound up instead of pursuing that other remedy.
The effect of this section is to impose “... a mandatory duty on the court to make a winding up order with a discretion not to make one if ... it is of the opinion that [the petitioner] has another available remedy and is unreasonably failing to pursue it”.
8.14 Whether a petitioner will be held to be acting unreasonably under the proviso in section 125(2) if he does not pursue a remedy under section 459, will depend on the facts of the case. It often arises that a petitioner seeks both a winding up on just and equitable grounds and relief under section 459 and the court is then invited to strike out those parts of the petition relating to winding up on the basis of the proviso. It may well not be possible for the court to decide this issue on an interlocutory application.
…
Pleading section 122(1)(g) and section 459 in the alternative
Reasons for pleading in the alternative
8.18 Section 122(1)(g) is commonly pleaded in the alternative to section 459 for three main reasons. First, facts which satisfy the test under section 459, may not necessarily satisfy the test under section 122(1)(g) and vice versa. Secondly, winding up is not available as a remedy under sections 459-461. Pleading the two in the alternative therefore gives the court more flexibility to deal with the case. Thirdly, it may put pressure on the majority in the company.
Effect of pleading winding up in the alternative — section 127 of the Insolvency Act 1986…
8.21 … Historically, the tactic of pleading a winding up petition as an alternative to section 459, even where this was not an appropriate remedy, allowed the petitioner to put the maximum pressure possible on the respondents to settle the case as soon as possible….»
Η πιο πάνω πρακτική, επισημαίνει το Law Commission στην παρ.8.22 του C.P. 142, οδήγησε στην υιοθέτηση της οδηγίας πρακτικής Practice Direction (Ch D) (Companies Court: Contributory’s Petition) [1990] 1 WLR 490 σύμφωνα με την οποία αποθαρρύνθηκε ως ανεπιθύμητη η πρακτική να δικογραφούνται και να αξιώνονται στο παρακλητικό της αίτησης και οι δύο θεραπείες κατά διαζευκτικό τρόπο, ήτοι εκκαθάριση διαζευκτικά της εναλλακτικής θεραπείας και ότι η θεραπεία της εκκαθάρισης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται μόνο αν είναι όντως η θεραπεία που επιδιώκει ο αιτητής ή μόνη θεραπεία που δικαιούται – « A practice direction in 1990 discouraged the practice of pleading the two petitions in the alternative. The direction stated that it was undesirable to include as “... a matter of course, a prayer for winding up as an alternative to an order under section 459 ... It should be included only if that is the relief which the petitioner prefers or if it is considered that it may be the only relief to which he is entitled”….»
Πρόσθετα των πιο πάνω, όπως επισημαίνει και το Law Commission στην παρ.8.4 του C.P.142 και στη σχετική υποσημείωση υπ.αρ.16, η γενική αρχή με βάση τις Vujnovich v Vujnovich [1990] BCLC 227 και Ebrahimi στις οποίες με παρέπεμψε και η κα Φιλιππίδου, είναι ότι το Δικαστήριο θα αρνηθεί να διατάξει την εκκαθάριση της εταιρείας αν διαπιστώσει ότι είναι ο αιτητής που έχει «προκαλέσει» την απώλεια της εμπιστοσύνης και τη ρήξη των σχέσεων στην εταιρεία. Ένας αιτητής όμως, επισημαίνει το Law Commission με αναφορά στα λεχθέντα υπό Plowman J στη Re Lundie Bros Ltd [1965] 1 WLR 1051, δεν θα εμποδιστεί από του να πετύχει την έκδοση ενός διατάγματος εκκαθάρισης αν η υπό κρίση συμπεριφορά του έλαβε χώρα μετά την ανεπανόρθωτη ρήξη των σχέσεων των μερών ή αν η ρήξη ή ο κλονισμός δεν επήλθε αποκλειστικά από τη δική του συμπεριφορά – «…a person could still obtain a winding up order where the breakdown “... has not been caused exclusively by the person seeking to take advantage of it”.». Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο Plowman J ήταν ο Δικαστής που αποφάσισε πρωτόδικα στην Ebrahimi ότι δικαιολογείτο η εκκαθάριση λόγω της ρήξης των σχέσεων και της απώλειας της εμπιστοσύνης, όχι όμως η εξαγορά των μετοχών, απόφαση η οποία επικυρώθηκε ως προς την εκκαθάριση από το House of Lords (σ.σ. ως προς την απόρριψη του αιτήματος για εξαγορά δεν ασκήθηκε έφεση).
Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας ότι οι αποφάσεις CVC/Opportunity και Re a Company (No 003843 of 1986) υποστηρίζουν ότι αν το ποσό που ενδεχομένως να λάβει η αιτήτρια σε σχέση με την αξία των μετοχών της στα πλαίσια εκκαθάρισης δεν θα αντανακλά την πραγματική αξία της εταιρείας, αυτό ικανοποιεί την προϋπόθεση για να διαταχθεί η εξαγορά των μετοχών της πρώτης ως εναλλακτική της εκκαθάρισης θεραπεία δυνάμει του αρ.202.
Όντως στις εν λόγω αποφάσεις που με παρέπεμψε η συνήγορος, το Δικαστήριο είχε ασχοληθεί με το κατά πόσο σε κάποιες περιπτώσεις, η έκδοση διατάγματος εξαγοράς μετοχών δύναται να συνιστά πιο δίκαιη θεραπεία από την εκκαθάριση, λόγω ακριβώς της αξίας που ενδέχεται να έχουν οι μετοχές σε περίπτωση εκκαθάρισης. Στην CVC/Opportunity όμως το Δικαστήριο δεν εξέταζε αίτηση για εκκαθάριση της εταιρείας στη βάση καταπίεσης της μειοψηφίας ή εναλλακτικά για εξαγορά των μετοχών της, αλλά αίτηση που καταχώρησε η ίδια η εταιρεία για να εξασφαλίσει δικαστικό διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η μειοψηφία από του να προχωρήσει και να καταχωρήσει οποιαδήποτε αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της λόγω κατ’ ισχυρισμό καταπίεσης. Ο ισχυρισμός της εταιρείας ήταν ότι τέτοια αίτηση θα ήταν καταχρηστική αλλά και καταδικασμένη να αποτύχει εφόσον είχε προηγηθεί πρόταση της πλειοψηφίας για εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας στην τιμή που αυτή θα εξασφάλιζε σε περίπτωση εκκαθάρισης, ήτοι στο άρτιο (par), την οποία η τελευταία απέρριψε, παράλογα και αδικαιολόγητα κατά την εταιρεία. Τα κρίσιμα ερωτήματα που είχε να εξετάσει το Ανακτοσυμβούλιο σε εκείνη την υπόθεση επομένως, όπως αυτά καταγράφονται στην παρ.4 της απόφασης, ήταν πρώτον το κατά πόσο η προσφορά της πλειοψηφίας για εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας στην τιμή που θα εξασφάλιζε η τελευταία σε περίπτωση εκκαθάρισης ήταν δίκαιη υπό τις περιστάσεις έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι η απόρριψη της από την τελευταία ήταν παράλογη και αδικαιολόγητη και δεύτερο το κατά πόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι το εθνικό δίκαιο των Cayman Islands όπου είχε την έδρα της η εταιρεία, δεν παρείχε την εξουσία απόδοσης της εναλλακτικής θεραπείας του S.459 ή του παλαιού S.210 (αρ.202 Κεφ.113) αλλά μόνο την εκκαθάριση για λόγους καταπίεσης, η καταχώρηση τέτοιας αίτησης υπό αυτές τις συνθήκες θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Αυτού του είδους οι ανασταλτικές διαδικασίες στη βάση κατ’ ισχυρισμό παράλογης απόρριψης προσφορά για εξαγορά, επισημαίνει το Ανακτοσυμβούλιο στην απόφαση του, συνιστούν πρόσφατη εξέλιξη του Αγγλικού δικαίου, μεταγενέστερη της νομολογίας που αφορούσε στην εναλλακτική θεραπεία του S.210 - «The practice of striking out a petition or restraining the presentation of a threatened petition after the petitioner has unreasonably refused a fair offer for his shares is a relatively recent development in England and post-dates the introduction of section 210 of the Companies Act 1948…»
Είναι στη βάση αυτού του πλαισίου όμως που το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το πώς η αξία που ενδέχεται να λάβει κάποιος για τις μετοχές του σε περίπτωση εκκαθάρισης, δύναται να επηρεάσει μια αίτηση εκκαθάριση στη βάση κατ’ ισχυρισμό καταπίεσης, ακριβώς διότι το επιχείρημα της εκεί αιτήτριας εταιρείας, με αναφορά στην Re a Company (No 003843 of 1986), ήταν ότι ήταν παράλογο για τη μειοψηφία να προωθήσει αίτηση για εκκαθάριση της εταιρείας όταν από μια τέτοια εκκαθάριση θα λάμβανε λιγότερα χρήματα από την προσφορά που της έγινε.
Η CVC/Opportunity θεωρώ, επισημαίνει ακριβώς το γιατί θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή κατά την απόφαση να ζητηθούν και να προωθηθούν ταυτόχρονα αίτημα για εκκαθάριση μιας εταιρείας και αίτημα για θεραπεία εναλλακτική της εκκαθάρισης, αν στην πραγματικότητα, η εκκαθάριση δεν «συμφέρει» τον αιτητή ως θεραπεία. Μάλιστα δε, στην CVC/Opportunity η μειοψηφία δεν επιθυμούσε την εκκαθάριση της εταιρείας αλλά μόνο την εξαγορά των μετοχών της σε δίκαιη τιμή πλην όμως, λόγω των περιοριστικών προνοιών του εκεί εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, δεν είχε άλλη θεραπεία στη διάθεση της «…Although the order was made ex parte, Mr Demarco's lawyers were notified of the hearing in advance and the order was made in their presence. It seems unlikely that they resisted the making of the order. Mr Demarco had no desire to have the Company wound up. His object was to bring Opportunity to the negotiating table, and his threat to present a winding up petition appeared to have had the desired effect». Σε αντίθετη όμως περίπτωση, όπως επισημάνθηκε και από το απόσπασμα από την Re a Company (No 003843 of 1986) που αναφέρει το Ανακτοσυμβούλιο στα πλαίσια της παράθεσης της επιχειρηματολογίας της εκεί αιτήτριας εταιρείας αλλά και από το Law Commission το 1997, δεν είναι εύλογα αναμενόμενο από ένα μέτοχο της μειοψηφίας να προωθεί αίτημα για εκκαθάριση όταν μια τέτοια εκκαθάριση θα είναι ζημιογόνα για τον ίδιο εκτός αν όντως επιδιώκει μια τέτοια εξέλιξη ως θεραπεία θεωρώντας την εξ’ ίσου ικανοποιητική.
Εφαρμόζοντας όλες τις πιο πάνω αρχές στην παρούσα υπόθεση, υπενθυμίζω ότι οι δύο βασικές θεραπείες που η αιτήτρια αξιώνει και προωθεί ταυτόχρονα αλλά και κατά διαζευκτικό τρόπο με την παρούσα αίτηση της, ήτοι εκκαθάριση στη βάση του αρ. 211(στ) και εξαγορά των μετοχών της ως εναλλακτική της εκκαθάρισης θεραπεία στη βάση του αρ.202, εδράζονται επί νομοθετικών προνοιών που έχουν ως βασική κοινή προϋπόθεση ότι δικαιολογείται η εκκαθάριση της εταιρείας για το λόγο ότι είναι δίκαιο και σύμφωνο με τους κανόνες της επιείκειας. Επιβάλλεται συνεπώς όπως πρώτα εξεταστεί η αιτούμενη εκκαθάριση στη βάση του αρ. 211(στ).
Τούτου λεχθέντος επισημαίνω ότι στην παρούσα υπόθεση, αμφότερες οι πλευρές θεωρούν και υποστηρίζουν, για λόγους βέβαια που η κάθε μια αποδίδει στην άλλη, ουσιαστικά ότι σήμερα η εταιρεία έχει φτάσει σε αδιέξοδο και δεν μπορεί ούτε να λειτουργήσει διοικητικά αλλά ούτε και να δραστηριοποιηθεί οικονομικά, τόσο διότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι έχει επέλθει πλήρης ρήξη στις σχέσεις των τελικών δικαιούχων της, ήτοι του Δαγκλή και του Χριστοδούλου, οι οποίοι δηλώνουν και οι δύο ότι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους ο ένας προς τον άλλο και δεν μπορούν να συνεργαστούν, όσο και λόγω της αδυναμίας και απροθυμίας εξασφάλισης της απαιτούμενης άδειας από το ΤΕΝ και του εκατέρωθεν μπλοκαρίσματος του λογαριασμού της εταιρείας.
Πρόσθετα των πιο πάνω, αμφότερες οι πλευρές φαίνεται να δέχονται επίσης ότι η σημερινή οικονομική κατάσταση της εταιρείας είναι τραγική, σε βαθμό μάλιστα που η μεν πλευρά της αιτήτριας, παρά το ότι με την αίτηση ζητείται η εκκαθάριση της εταιρείας, ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης της τελευταίας είναι αμφίβολο κατά πόσο θα προκύψει οποιαδήποτε αξία και ακόμη και αν προκύψει οποιαδήποτε αξία, αυτή δεν θα είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής αξίας, η δε πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ότι η εταιρεία έχει ουσιαστικά καταστραφεί και η αξία της εκμηδενιστεί. Με άλλα λόγια και οι δύο πλευρές θεωρούν ουσιαστικά ότι οι διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ των μερών, ασχέτως του ποιος είναι που ευθύνεται για αυτές, έχουν ουσιαστικά οδηγήσει την εταιρεία σε μια οικονομικά μη αναστρέψιμη κατάσταση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν έχω παραγνωρίσει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Δαγκλής δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία διότι είναι ο ίδιος που προκάλεσε τα όσα δεινά αντιμετωπίζει σήμερα η εταιρεία και τα οποία αυτός θεωρεί στοιχεία καταπίεσης.
Όπως όμως ο Δαγκλής δέχεται ότι προέβη σε ενέργειες που προκάλεσαν στην εταιρεία τη σημερινή της κατάσταση το ίδιο δέχεται ότι έκανε και ο Χριστοδούλου με το να μπλοκάρει τις εισερχόμενες πληρωμές στο λογαριασμό της εταιρείας, να δώσει οδηγίες όπως για τις εισπράξεις χρησιμοποιείται ο λογαριασμός τρίτης εταιρείας η οποία τελεί υπό τον έλεγχο του και να μην προβεί στην ανανέωση του πιστοποιητικού του ΤΕΝ. Το ότι ο Χριστοδούλου ισχυρίζεται ότι προέβη σε αυτές τις ενέργειες αφ’ ενός ως αντίποινα στις ενέργειες του Δαγκλή και αφ’ ετέρου λόγω ανάγκης, δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι συνεπεία των ενεργειών από αμφότερους Δαγκλή και Χριστοδούλου, η εταιρεία δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει ή να εξυπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο συστάθηκε, ήτοι την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας σε πλοία, ενώ έχει αφήσει ανικανοποίητους τους πιστωτές της οι οποίοι θα εξακολουθούν να παραμένουν ανικανοποίητοι μέχρι να δοθεί μια τελική και δίκαιη λύση στο όλο θέμα.
Όλα τα πιο πάνω θεωρώ, συνιστούν κλασσική περίπτωση όπου δικαιολογείται η εκκαθάριση της εταιρείας στη βάση του αρ. 211(στ) ως λύση δίκαιη και σύμφωνη με τις αρχές τις επιείκειας. Η ίδια η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση άλλωστε, ρητά δηλώνει στην παρ. 36 της Ε/Δ που υποστηρίζει την ένσταση, ότι η σωτηρία της εταιρείας θα επέλθει ουσιαστικά όταν αυτή «σταματήσει να υπάρχει», λύση την οποία οι τελευταίοι ουσιαστικά παρουσιάζουν να είναι και η προτιμότερη υπό τις περιστάσεις. Καθίσταται επομένως άγνωστο το γιατί καταχωρήθηκε εξ’ υπαρχής ένσταση, τουλάχιστο στο αίτημα για εκκαθάριση.
Συνεπώς κρίνω ότι δικαιολογείται η εκκαθάριση της εταιρείας στη βάση του αρ. 211(στ).
Στρέφομαι τώρα στο αίτημα για εξαγορά των μετοχών της αιτήτριας υπενθυμίζοντας ότι η τελευταία, αντίθετα με τον αιτητή στην CVC/Opportunity, δεν ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει την εκκαθάριση της εταιρείας αν θεωρούσε ότι τέτοια θεραπεία θα ήταν ζημιογόνα για την ίδια. Είχε την επιλογή να περιοριστεί να ζητήσει μόνο την εξαγορά των μετοχών της στη βάση του αρ. 202 ως εναλλακτική της εκκαθάρισης θεραπεία οπόταν και θα μπορούσε, αφού καταδείκνυε ότι θα δικαιολογείτο υπό κανονικές συνθήκες η εκκαθάριση, να προχωρήσει να επιχειρήσει να εξασφαλίσει την πραγματικά επιδιωκόμενη θεραπεία, ήτοι την εναλλακτική θεραπεία, αποδεικνύοντας ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, η πιο δίκαιη θεραπεία δεν θα ήταν η εκκαθάριση. Η αιτήτρια όμως επέλεξε να αξιώσει και να προωθήσει κατά διαζευκτικό τρόπο και την εναλλακτική της εκκαθάρισης θεραπεία αλλά και την εκκαθάριση της εταιρείας, παρουσιάζοντας την έτσι ως μια άλλη, εξ’ ίσου δίκαιη θεραπεία υπό τις περιστάσεις.
Στη βάση των αρχών που έχω παραθέσει ανωτέρω και για τους λόγους που έχω εξηγήσει, αφ’ ης στιγμής η νομική ιδιομορφία αιτήσεων αυτής της φύσης επιβάλλει όπως πρώτα εξεταστεί το δικαιολογημένο ή μη της εκκαθάρισης, η επιτυχία της αιτήτριας στο ξεχωριστό και αυτόνομο αίτημα της για εκκαθάριση της εταιρείας, υπό το φως της διαζευκτικότητας με την οποία προωθήθηκε η αίτηση, δεν μπορεί παρά να έχει καταλυτικές συνέπειες για το αίτημα της για εξαγορά των μετοχών της ως εναλλακτική της εκκαθάρισης θεραπεία δυνάμει του αρ.202.
Πέραν όμως και ανεξάρτητα των πιο πάνω, το αίτημα για την εναλλακτική θεραπεία του αρ.202 υπόκειται σε απόρριψη και ως προς την ουσία του, αφού σύμφωνα με τους ίδιους τους ισχυρισμούς της πλευράς Δαγκλή, η κατ’ ισχυρισμό καταπιεστική συμπεριφορά της πλευράς του Χριστοδούλου δεν ήταν η αιτία αλλά το αποτέλεσμα της ρήξης των σχέσεων των μερών και του κλονισμού της εμπιστοσύνης τους, με το Δαγκλή μάλιστα να ήταν και το πρόσωπο που επέφερε το πρώτο ουσιαστικό «πλήγμα», ασκώντας τα δικαιώματα που είχε στη διαχείριση του λογαριασμού της εταιρείας και μπλοκάροντας, στις 11/05/17, τις εξερχόμενες συναλλαγές. Όπως αναφέρεται στις παρ.31 και 32 της Ε/Δ που υποστηρίζει την αίτηση, το μόνο «μεμπτό» που είχε κάνει ο Χριστοδούλου μέχρι και τις 11/05/17 που ο Δαγκλής μπλόκαρε το λογαριασμό, ήταν να παραλείψει να καταβάλει στην συνδεδεμένη ελληνική εταιρεία SEA NEMESIS κάποια πληρωμή για τις υπηρεσίες της, ενέργεια που ουδόλως δύναται να αναχθεί σε καταπίεση. Τα πραγματικά όμως προβλήματα ουσιαστικά ξεκίνησαν από τις 11/05/17 και εντεύθεν και το γεγονός ότι αμφότεροι Χριστοδούλου και Δαγκλής ενεπλάκηκαν σε μια μάχη ως προς το ποιος θα κατάφερνε να εμποδίσει τον άλλο να διαχειριστεί την εταιρεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταπίεση του τελευταίου.
Επισημαίνω ότι το στοιχείο της «καταπίεσης» είναι προαπαιτούμενο για σκοπούς του αρ.202 σε αντίθεση με το αρ.211(στ) όπου η «καταπίεση» συνιστά απλά ένα από τους λόγους για τους οποίους δύναται να εκκαθαριστεί η εταιρεία, με τους άλλους λόγους να περιστρέφονται μεταξύ άλλων γύρω από την κατάρρευση του σκοπού για τον οποίο συστάθηκε η εταιρεία, το αδιέξοδο που έχει επέλθει και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των άμεσα εμπλεκομένων που είναι και οι λόγοι για τους οποίους έχω ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η εκκαθάριση δυνάμει του αρ. 211(στ).
Ως εκ των πιο πάνω, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης κρίνω ότι η πιο δίκαιη και τελική λύση στο όλο θέμα δεν μπορεί να είναι άλλη από την εκκαθάριση της εταιρείας εφόσον συνεπεία της εκκαθάρισης θα πρέπει να εφαρμοστούν οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ.113 και δια Νόμου πλέον ο οικονομικός έλεγχος της εταιρείας θα περιέλθει στον Επίσημο Παραλήπτη, θα εξαλειφτούν τα διοικητικά αδιέξοδα, θα επιβληθεί και θα επιτευχθεί η διαφάνεια και συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην εταιρεία, θα εκτιμηθούν και αξιολογηθούν πλήρως όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού και θα επιχειρηθεί, στο βαθμό που είναι δυνατό, η ικανοποίηση των πιστωτών της εταιρείας. Την ίδια στιγμή, μέσω της εκκαθάρισης θα μπορέσουν να ελεγχτούν και όλες οι ενέργειες που έγιναν στην εταιρεία και για τις οποίες αμφότεροι Δαγκλής και Χριστοδούλου παραπονούνται, έτσι ώστε να διαπιστωθεί από τον ανεξάρτητο Επίσημο Παραλήπτη αν υπήρξε κακοδιαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και αν ναι ποιος θα πρέπει να θεωρηθεί υπόλογος.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους συνεπώς εκδίδεται διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας SEA NEMESIS SECURITY (SNS) LTD (Αρ. Εγγρ. ΗΕ 329649) από τη Λεμεσό και ο Επίσημος Παραλήπτης διορίζεται εκκαθαριστής της περιουσίας της. Στο βαθμό που η αίτηση εδράζεται επί του αρ.202, αυτή απορρίπτεται.
Η αιτήτρια να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του άρθρου 219 του Κεφ. 113 και να παραδώσει αμέσως και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από σήμερα, αντίγραφο του διατάγματος εκκαθάρισης στον Επίσημο Παραλήπτη και στον Έφορο Εταιρειών, καθώς και στα υπόλοιπα πρόσωπα που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο.
Τα έξοδα της αίτησης, πλέον Φ.Π.Α., όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ων η αίτηση.
(Υπ). ……………………….
Λ. Πασχαλίδης, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητή