ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

                                                                           Αρ.Αγωγής:1832/17

Μεταξύ:

                               ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ

      

                                                                                 ΕΝΑΓΟΝΤΑ

ΚΑΙ

 

                             ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ ΚΟΥΚΟΥΛΗ

 

      

                                                                                          ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:  9 Ιανουαρίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τον Ενάγοντα: κος Σ.Φασουλιώτης

Για τον Εναγόμενο: κα Α.Παύλου για G.Landas LLC

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο ενάγων με την αγωγή του αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου το ποσό των €22.000, πλέον Φ.Π.Α. και νόμιμους τόκους, λόγω υπαναχώρησης του τελευταίου από την προφορική συμφωνία που συνήψαν κατά/ή περί το Φεβρουάριο του 2017 με αντικείμενο τη μεταξύ τους συνεργασία για την ανάπτυξη ενός οικοπέδου στη Γερμασόγεια, ιδιοκτησίας του Εναγόμενου.

 

ΔΙΚΟΓΡΑΦΗΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης (Ε/Α στο εξής) ο εναγόμενος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οικοπέδου με αρ.εγγραφής 0/[ ] που ευρίσκεται στην Γερμασόγεια (στο εξής «το ακίνητο»).

 

Κατόπιν προσέγγισης του Εναγόμενου προς τον Ενάγοντα και δυνάμει προφορικής συμφωνίας η οποία συνήφθηκε κατά/ή περί το Φεβρουάριο του 2017 στη Λεμεσό, οι διάδικοι («τα μέρη» εφεξής) συμφώνησαν όπως αναθέσουν σε επαγγελματίες ήτοι νομικό σύμβουλο και αρχιτέκτονες την ετοιμασία των αναγκαίων εγγράφων με σκοπό την αξιοποίηση και/ή ανάπτυξη του οικοπέδου διά της ανέγερσης πολυτελών διαμερισμάτων επ’ αυτού τα οποία θα διαθέτονταν προς πώληση σε ξένους επενδυτές.

 

Ήταν ρητός όρος της μεταξύ των μερών συμφωνίας ότι όλα τα έξοδα που θα απαιτούνταν για την ετοιμασία των  πιο πάνω αναγκαίων εγγράφων θα καταβάλλονταν εξ ημισείας από αυτούς.

 

Μέσα στα πλαίσια εφαρμογής και/ή εκτέλεσης της πιο πάνω συμφωνίας, τα μέρη ανέθεσαν σε νομικό σύμβουλο την ετοιμασία αρχικά ενός εγγράφου που θα περιλάμβανε τις βασικές αρχές της συμφωνίας συνεργασίας τους καθώς επίσης σε αρχιτέκτονες την ετοιμασία των αναγκαίων μελετών, εγγράφων και σχεδίων για την υποβολή αίτησης πολεοδομικής άδειας.  Παράλληλα, συμφώνησαν όπως ο Ενάγοντας προβεί στην εκποίηση τεχνοοικονομικής μελέτης με σκοπό την εξακρίβωση του προβλεπόμενου κόστους του έργου. Ο Εναγόμενος ήταν παρών κατά τις συμφωνίες ως προς την αμοιβή των συμβούλων και συμφώνησε με τα εν λόγω ποσά.

 

Ως εκ τούτου, δημιουργήθηκαν έξοδα συνολικής αξίας €22.000 τόσο για τον νομικό σύμβουλο του ενάγοντα όσο και για την ετοιμασία τεχνοοικονομικής μελέτης με σκοπό την εξακρίβωση των προβλεπόμενων στόχων και των αναγκαίων μελετών, εγγράφων και σχεδίων από το αρχιτεκτονικό γραφείο του ενάγοντα σε συνεργασία με άλλο αρχιτεκτονικό γραφείο για την υποβολή αίτησης πολεοδομικής άδειας.

 

Λόγω της υπαναχώρησης του Εναγόμενου άνευ λόγου και αιτίας από τα πιο πάνω συμφωνηθέντα, αποστάληκαν εκ μέρους του Ενάγοντα τρεις επιστολές με τις οποίες εκαλείτο ο πρώτος όπως του καταβάλει τα πιο πάνω ποσά, χωρίς όμως αυτός να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας αγωγής.

 

Στην έκθεση υπεράσπισης  του εναγόμενου (Ε/Υ στο εξής) δεν γίνεται αποδοχή των θέσεων του ενάγοντα. Αυτός αποδέχεται ότι είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου αλλά είναι η θέση του ότι είναι ο ενάγων που τον προσέγγισε και του πρότεινε να του παραχωρήσει το οικόπεδο του με σκοπό την ανέγερση διαμερισμάτων σ’ αυτό και την μετέπειτα πώληση τους σε ξένους επενδυτές. Ο ίδιος είναι ξυλουργός και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και δεν κατέχει τέτοια θέματα σε αντίθεση με τον ενάγοντα που έχει πείρα και γνώσεις στον τομέα των ακινήτων. Δεν συνήψαν οποιαδήποτε συμφωνία από την οποία υπαναχώρησε πέραν από την πιο πάνω συζήτηση σε φιλικό επίπεδο και δεν συμφώνησαν την ανάθεση ετοιμασίας σχεδίων ή μελετών από τρίτα πρόσωπα, αλλά ούτε και ότι οποιαδήποτε έξοδα προκαλούνταν θα καταβάλλονταν εξ΄ημισείας.

Κατά συνέπεια ζητεί όπως η αγωγή του ενάγοντα απορριφθεί με έξοδα υπέρ του και εναντίον του πρώτου.  

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Για την απόδειξη της υπόθεσης του ενάγοντα κατέθεσαν 2 μάρτυρες ήτοι ως ΜΕ1 ο ενάγων και ως ΜΕ2 ο Α.Κωνσταντίνου.

Προς υπεράσπιση του εναγόμενου κατέθεσε ο ίδιος ως ΜΥ1.

Περαιτέρω κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν οι γραπτές δηλώσεις του ενάγοντα και του εναγόμενου (τεκμ. Α, Β) και 8 τεκμήρια.

Επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά, ή/και να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, γι΄ αυτό θα προχωρήσω να εκθέσω όσον είναι δυνατό περιεκτικά την μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, όμως κατά την αξιολόγηση θα έχω υπόψη μου το σύνολο της μαρτυρίας ως είναι καταγραμμένη στα πρακτικά και όχι ως θα εκτεθεί περιληπτικά (βλ. Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

 

 Ως ΜΕ1 κατέθεσε ο ενάγων ο οποίος υιοθέτησε στο δικαστήριο την γραπτή του δήλωση, τεκμήριο Α και επίσης κατέθεσε τα τεκμήρια 1-7. Αναφέρθηκε στην προφορική συμφωνία του με τον εναγόμενο για την αξιοποίηση του ακινήτου του δεύτερου αλλά και την υπαναχώρηση του για δικούς του λόγους.

Αυτός ανέφερε τα κριτήρια για την αμοιβή του και για την αρχιτεκτονική εργασία που επιτελέστηκε από τον ίδιο και από το γραφείο του Β.Ιωάννου. Γενικότερα είπε για τις αξιώσεις του δυνάμει της παρούσας αγωγής του.

 

Ως ΜΕ2 κατέθεσε ο Α.Κωνσταντίνου αρχιτέκτονας σε αρχιτεκτονικό γραφείο. Αυτός εργάστηκε για πρώτη φορά στον ενάγοντα τον Φεβρουάριο του 2017 για την πρακτική του μέχρι το 2018. Είπε ότι είχε εμπλοκή στα αρχιτεκτονικά σχέδια για το έργο του εναγόμενου, δηλαδή αυτός είχε κάνει προκαταρκτικές μικρές αρχιτεκτονικές εργασίες και διορθώσεις σε υφιστάμενα σχέδια από την εταιρεία V.Designs του Β.Ιωάννου, γραφείο το οποίο επισκέφθηκε 2 - 3 φορές. Τον ιδιοκτήτη του έργου τον Ονησίφορο δεν τον γνώριζε. Τα σχέδια ήταν έτοιμα για την πολεοδομική άδεια.

 

Κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε κατά πόσο μπορούσε να διεξάγει αρχιτεκτονικές εργασίες ενώ έκανε την πρακτική του και απάντησε θετικά και ότι γι’αυτό χρειάζεται να λάβει κάποιος πτυχίο. Επίσης είπε ότι είχαν πάρει τα σχέδια από το πιο πάνω γραφείο γιατί ήδη εργαζόταν ο ίδιος στον ενάγοντα και έτσι δεν χρειάζονταν τις υπηρεσίες του. Στην ερώτηση κατά πόσο ο ενάγων είχε πολλούς πελάτες ο μάρτυρας είπε ότι είχε αυτό το έργο και ακόμη ένα  στον ΄Αγ.Αθανάσιο. Κατ’ ουσίαν δεν αμφισβητήθηκε.

 

ΜΥ1 ήταν ο εναγόμενος. Αυτός κατέθεσε στο δικαστήριο την γραπτή δήλωση του τεκμ.Β και το τεκμ. 8.

Στο τεκμ.Β αποδέχεται ότι είναι γείτονας με τον ενάγοντα.

 

Αντεξεταζόμενος είπε ότι δεν μίλησε ποτέ του ενάγοντα,  ήξερε μόνο την φυσιογνωμία του και τον πατέρα του. Δεν είχε προσεγγίσει αυτός τον ενάγοντα. Αποδέχτηκε ότι είχε πωλήσει προηγουμένως και άλλο οικόπεδο του. Επίσης είπε ότι ο ενάγοντας ήθελε να βάλει υποθήκη το οικόπεδο του εναγομένου και έφερνε αρκετούς μεσίτες.

 

Αυτός αποδέχτηκε ότι πήρε χωρομέτρη στο ακίνητο για το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον ενάγοντα για να ξέρουν πόσο εμβαδό έχει αυτό. Ο χωρομέτρης έκανε προσχέδιο και τον πλήρωσε ο ίδιος ο εναγόμενος. Επίσης αποδέχτηκε ότι στην γυναίκα του και στην οικογένειά του δεν είπε κάτι για να μην έχει μουρμουρκό, όπως είπε.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και, στη βάση των δικών του ευρημάτων ως προς τα γεγονότα, να εξετάσει στη συνέχεια κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται.  Ωστόσο, η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (Barry Wynne v. David Costakis Mavronicola κ.α. (2009) 1(β) Α.Α.Δ. 1138, Αθανασίου κ.α. ν Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614)).

 

Η μαρτυρία εξετάζεται από τo Δικαστήριο συνολικά και όχι αποσπασματικά (Πολιτική ΄Εφεση Αρ.273/2010, Βαρβάρα (Ρίτσα) Mason ν. Αντώνη Αντωνίου κ.α, ημερ. 8.4.2014).

 

Αναφορικά με την αποδοχή μέρους μαρτυρίας ενός μάρτυρα και απόρριψης άλλου μέρους, παραπέμπω στις υποθέσεις Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).

 

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω και τους 3 μάρτυρες τους οποίους και αξιολογώ στη συνέχεια.

 

Ο ΜΕ1 μου έκανε καλή εντύπωση, ήταν σαφής και σταθερός στις θέσεις του περιγράφοντας την σχέση του με τον εναγόμενο, πώς και κάτω από ποιές συνθήκες συζητούσαν περί το 2016 για την αξιοποίηση του ακινήτου του τελευταίου. Ειδικότερα συμφώνησαν όπως αυτός προβεί σ’ένα σκελετό της συμφωνίας τους, να την στείλει στον δικηγόρο του και όταν αυτή ετοιμάστηκε από τον τελευταίο ο εναγόμενος έλαβε αντίγραφο της και μετά πήγαν μαζί στο δικηγόρο του.  Ακόμη ο εναγόμενος γνώριζε πολύ καλά ότι σε περίπτωση υπαναχώρησης κάποιου από τα δύο μέρη αυτό θα κάλυπτε όλο το μέρος των εξόδων.

Αναφέρθηκε σαφώς για τα κριτήρια σε σχέση με την αμοιβή του για την εργασία στην οποία προέβηκε, ως και του άλλου γραφείου. Στην παρούσα, έκανε έκπτωση 30 - 35% βασιζόμενος στο κόστος κατασκευής και η αρχιτεκτονική αμοιβή ήταν €66.887 εάν  αποπερατωνόταν το έργο. Το έργο δεν υλοποιήθηκε και για την εργασία που εκτελέστηκε χρέωσαν €17.000. Για την μελέτη χρειάστηκε χρόνος 2 εβδομάδων. Ήταν συγκεκριμένος και εξήγησε πως γίνεται η μελέτη ενός έργου και τί υπολογίζεται. Είπε ότι πήγαν σε 2 στενούς φίλους  - μεσίτες οι οποίοι είδαν τα σχέδια και πόσο περίπου θα πωληθούν τα διαμερίσματα στην εν λόγω περιοχή. Αυτά παρέμειναν αναντίλεκτα. Αποδέχομαι ότι αυτός  συμφώνησε προφορικά με τον εναγόμενο για να εκτελέσουν το έργο και σύντομα βρήκαν και αγοραστή για να πωληθεί €6.000.000. Ότι πήρε τον αντιπρόσωπο του αγοραστή και είδαν το οικόπεδο στην παρουσία του εναγομένου και συμφώνησαν να προχωρήσουν.

Αναντίλεκτα παρέμειναν και όλα τα ποσά εξόδων που δημιουργήθηκαν, αλλά και πως δημιουργήθηκαν για τις εν λόγω μελέτες και ενέργειες που έγιναν και στα οποία αναφέρθηκε ο ΜΕ1 τα οποία αποδέχομαι.

Αποδέχομαι  ότι ο εναγόμενος ήταν ενήμερος ότι ετοιμάζονταν τα  αρχιτεκτονικά σχέδια γιατί  συναντιόντουσαν σε τακτική βάση. Την μελέτη του ακινήτου δεν μπορούσε ο ενάγων να την χρησιμοποιήσει στο άλλο ακίνητο στον Α.Αθανάσιο.

Αποδέχομαι ότι στο ακίνητο θα ανεγειρόταν μία πολυκατοικία της οποίας τα διαμερίσματα θα πωλιούνταν σε αρκετά ψηλή τιμή ενόψει της περιοχής που αυτή ευρισκόταν.

Η μαρτυρία του αναφορικά με την ζητούμενη αμοιβή του και ότι ήταν κατά 40% μειωμένη δεν κλονίστηκε.

Αποδέχομαι την θέση του ότι αιτήθηκε προς την RCB Bank την παραχώρηση δανείου για το συγκεκριμένο έργο (τεκμ.3 και 3(1)).

Ακόμη ότι ο λόγος που ετοιμάστηκε η τεχνοοικονομική μελέτη από τον ΜΕ1 ήταν για να γνωρίζουν το κόστος, πόσο μπορεί να πωληθεί στην αγορά, ότι ο εναγόμενος ως ξυλουργός και μέσα στον χώρο γνώριζε πόσα θα στοιχίσει το έργο, ότι χρειάζονται μηχανικοί και αρχιτέκτονες οι οποίοι δεν θα εργάζονταν χωρίς αμοιβή. Δέον να αναφερθεί ότι το περιεχόμενο των τεκμηρίων 2, 3 και 4 παρέμεινε αναντίλεκτο.

Ο λόγος που δεν προχώρησαν ήταν εξ΄αιτίας του εναγόμενου ο οποίος υπαναχώρησε από τα συμφωνηθέντα τους πριν να υπογραφεί το τεκμ.1 το οποίο ετοιμάστηκε από τους δικηγόρους του ενάγοντα. Αυτό δεν υπογράφτηκε από τα μέρη (θέση και των δύο πλευρών).

Ο ΜΕ1 είπε ότι είχε αρκετές εργασίες στο γραφείο του, ενώ ο ΜΕ2 ανέφερε ότι το έργο που εκκρεμούσε ήταν στον Α.Αθανάσιο. Αυτή η διαφορά στη μαρτυρία τους δεν κρίνεται ουσιώδης, ούτε έχει πλήξει την αξιοπιστία του αφού ούτως ή άλλως δεν αντεξετάστηκε λεπτομερώς περί τούτου.

Ενόψει των πιο πάνω αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΕ1 ως αξιόπιστη και προβαίνω στα ανάλογα ευρήματα.

 

Ο ΜΕ2 υπάλληλος του ενάγοντα στην ουσία αντεξεταζόμενος δεν αμφισβητήθηκε, ειδικότερα στο θέμα της ετοιμασίας των αρχιτεκτονικών σχεδίων από το γραφείο V.DESIGNS, ότι αυτός τα συμπλήρωσε και τα διόρθωσε και ήταν έτοιμα για την πολεοδομική άδεια. Η μαρτυρία του επιβεβαιώνει τον ΜΕ1 και κρίνεται στο σύνολο της ως αξιόπιστη.

 

Ο εναγόμενος ΜΥ1 δε μου έκανε καλή εντύπωση και ήταν εμφανής η προσπάθεια του καθ΄όλη την διάρκεια της μαρτυρίας του να αποφύγει οποιαδήποτε ευθύνη του καταλογίζεται και απέφευγε να απαντήσει.

Ενώ ο ίδιος στην δήλωση του και στην υπεράσπιση του αναφέρεται ότι δεν είχαν συμφωνήσει οτιδήποτε, εντούτοις φαίνεται ότι γίνονταν αλλεπάλληλες συζητήσεις για το λόγω έργο. Αυτός αποδέχεται ότι ο ενάγοντας του ανέφερε ότι θα ανέθετε την ετοιμασία αρχιτεκτονικού σχεδίου σε κάποιο άλλο αρχιτεκτονικό γραφείο. Μάλιστα αναφέρει ότι συμφώνησε να πάνε σε αρχιτεκτονικό γραφείο γιατί γνωρίζει τον πατέρα του αρχιτέκτονα. Δεν αποδέχομαι την θέση του ότι όλα αυτά θα γίνονταν χωρίς δέσμευση των μερών.  

 

Το τεκμήριο 8 το οποίο κατέθεσε ο εναγόμενος είναι οι βασικές αρχές συμφωνίας συνεργασίας των δύο εμπλεκομένων με χειρόγραφες σημειώσεις επ’αυτού. Ο εναγόμενος δεν έδωσε σαφή μαρτυρία πότε και κάτω από ποιές συνθήκες αναγράφηκαν οι σημειώσεις, συνεπώς δεν θα τις λάβω υπόψη μου. 

 

Διαπιστώνω αντιφατικότητα στις θέσεις του, αφού αφενός μεν ισχυρίζεται ότι τα μέρη δεν είχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και αφετέρου όλες οι συζητήσεις που γίνονταν για το έργο ήταν σε φιλικό επίπεδο.

 

Στην προσπάθεια του συνήγορου του ενάγοντα να καταδείξει ότι αυτοί γνωρίζονταν, πριν από τη συζήτηση για την αξιοποίηση του ακινήτου του και υποβάλλοντας του ότι αυτός πήγε και στο γάμο του ενάγοντα η απάντηση του ήταν: «ήντα προβλήματα έχεις πάνω σε τούτο το πράγμα», χωρίς δηλαδή ν απαντήσει. Τελικά ο ίδιος είπε ότι ο ενάγοντας ερχόταν στο σπίτι του γιατί τον κάλεσε (ο εναγόμενος) και είπε ότι πήγε πολλές φορές στο σπίτι του και εκτιμούσε την μητέρα του. Επίσης μετά από πολλές ερωτήσεις είπε ότι πήγε στο γάμο του ΜΕ1 και ο τελευταίος του πώλησε και το όχημα του.

 

Αυτός ήταν είρωνας, διστακτικός στις απαντήσεις του, ερειστικός και χωρίς κανένα σεβασμό ούτε προς το συνήγορο του ενάγοντα ούτε και προς το δικαστήριο και τους θεσμούς. Ήθελε να δώσει την εντύπωση ενός ατόμου που δεν είχε τις γνώσεις για οτιδήποτε και όλοι κατάστρωναν σχέδια εναντίον του. Όταν δε του υποδείχθηκαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια τεκμήριο 4 είπε ότι δεν ξαναείδε τέτοια, είναι μαννός αλλά στη συνέχεια είπε ότι είναι εργολάβος «φίρμα» με υπεργολαβίες και έβγαζε αυτός τα σχέδια.

Αποδέχτηκε ότι πήγαν με τον ενάγοντα στον αρχιτέκτονα τον Β. Ιωάννου για να κάνουν μία συνεργασία οι δυό τους, για να χτιστεί ένα έργο. Σε επόμενη ερώτηση εάν ανατέθηκε κάτι σε αυτόν τον αρχιτέκτονα για να κάνει οτιδήποτε, η απάντηση του ήταν αρνητική. Απορίας άξιον είναι γιατί τότε τον επισκέφθηκαν τον αρχιτέκτονα και δεν στέκει στη λογική η θέση του ότι δεν του ζήτησαν να κάνει οτιδήποτε σε σχέση με την προώθηση του έργου.

Κατά την αντεξέταση του ο ίδιος αποδέχτηκε και ανέφερε ότι ο ενάγων του είπε πως θέλει να συνεργαστούν, να χτίσει κάτι και του είπε να κάνει σχέδιο, μία πρόταση αφού είναι αρχιτέκτονας. Στη συνέχεια όταν ο κος Φασουλιώτης τον ρώτησε λεπτομέρειες για το θέμα της αντιπαροχής, απέφευγε να απαντήσει με σαφήνεια και να εξηγήσει τελικά τί είχαν συζητήσει με τον ενάγοντα. Στη συνέχεια αναίρεσε τα πιο πάνω λέγοντας «έκανα πρόταση;»

Παραθέτω ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά απόσπασμα από την αντεξέταση του που καταδεικνύει τον ασαφή τρόπο με τον οποίο απαντούσε καθ΄όλη την διάρκεια της μαρτυρίας του:

«το οικόπεδο το πούλησα για να εξοφλήσω, να μείνουν κάτι για τα παιδιά μου. Επροσπάθουν να βρω μια καλή ευκαιρία. Η ευκαιρία, αυτός ήθελε να βάλει υποθήκη το οικόπεδο μου, που ήταν υποθηκευμένο όλο και έμεινε εκείνο να βάλω, να πιάνει διαμερίσματα τζιήνος και έφερνε και μεσίτες πολλούς για δήθεν να πωλήσει τα διαμερίσματα».

Σε επανειλημμένες ερωτήσεις αντεξεταζόμενος για να εξηγήσει τί εννοούσε, η απάντηση του ήταν ασαφής λέγοντας:  

«Πότε είπα τώρα; Παλιά, εξόφλησα το».

Στη συνέχεια ερωτώμενος επανειλημμένως ποιού ήταν η ιδέα της αντιπαροχής απάντησε λέγοντας: «ήντα ερώτηση;  λέω ότι δεν ενδιαφέρομαι να πουλήσω, εν ενδιαφερόμουν, είναι αντιπαροχή».

Αυτός ήταν φλύαρος, μη δίνοντας ευθείς απαντήσεις για το θέμα της αντιπαροχής και τελικώς είπε η ιδέα της αντιπαροχής ήταν δική του για να αφήσει διαμερίσματα των παιδιών του και δεν υποστηρίχθηκε με οποιαδήποτε άλλη επαρκή μαρτυρία εκ μέρους του.

Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είπε ότι ο ενάγοντας «έκαμνε πουτούντα χαρτούθκια, κολλούες που θα είχαμε, τζαι εγώ δεν καταλαβαίνω τις κολλούες που κάμνει» δεν φαίνεται να κινήθηκε νομικά εναντίον του ενάγοντα για εξαπάτηση ή για οτιδήποτε άλλο, αφού ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του αμόρφωτο και αδαή στα θέματα αυτά.

Επίσης αντεξεταζόμενος αποδέχτηκε ότι πήγαν μία φορά σε δικηγόρο αλλά δεν έδωσε σαφή απάντηση ποιός ήταν ο ρόλος τους εκεί, δεν θυμόταν, αφήνοντας μάλιστα να νοηθεί ότι, ότι ήθελε έκανε ο ενάγοντας γιατί αυτός είναι του δημοτικού. Είναι κοινή η θέση των μερών ότι επισκέφθηκαν τον δικηγόρο του ενάγοντα και είναι εύλογο το ερώτημα γιατί πήγε μόνος του εκεί, αφού δεν τον εμπιστευόταν και γιατί δεν συνοδεύτηκε από άλλο δικό του άτομο.

Ούτε μπορεί να στέκει στη λογική η θέση του ότι του είπε ο ενάγων να επισκεφθούν δικηγόρο για να τους πει τις απόψεις του για την αντιπαροχή και για τον τρόπο που θα μπορούσαν να συνεργαστούν και μάλιστα χωρίς αμοιβή.  

 

Ουσιαστικά διαπιστώνεται απόκλιση των θέσεων του κατά την ένορκη μαρτυρία του από την έκθεση υπεράσπισης του. Μεταξύ άλλων ενώ στην Ε/Υ γράφει  ότι ο ενάγοντας του παρουσίασε ένα έγγραφο που ετοιμάστηκε από το δικηγόρο του με τις βασικές αρχές συνεργασίας τους, αντεξεταζόμενος είπε ότι δεν είδε ποτέ του αυτό το έγγραφο, δεν θυμάται έτσι έγγραφο. Ο ίδιος ενώ στην κυρίως εξέταση του κατέθεσε το τεκμήριο 8 το περιεχόμενο του οποίου είναι το ίδιο με το τεκμήριο 1 αντεξεταζόμενος είπε ότι δεν το ξαναείδε, δεν θέλει να ασχοληθεί. Στη συνέχεια αφού ερωτήθηκε και πάλι αν το έχει ξαναδεί η απάντηση του ήταν «μόλις το είδα ότι θα βάλει υποθήκη το χωράφι δεν ήθελα να διαβάσω, αυτά τα ξαναείδα πολλές φορές, τα είδα». Δηλαδή από μόνος του αποδέχτηκε ότι όταν του ζητήθηκε να υποθηκεύσει το χωράφι του ο ίδιος υπαναχώρησε.

Ο εναγόμενος δε μου φάνηκε άνθρωπος που ακολουθούσε τον ενάγοντα  ως «το τσουρί του» όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τον εαυτό του αλλά άνθρωπο πονηρό ο οποίος όταν του υποβάλλονταν ερωτήσεις σε καίρια σημεία, αυτός με υπεκφυγές δεν απαντούσε. Επίσης όταν του τέθηκε η ερώτηση εάν ο ενάγοντας του πήρε μεσίτες οι απαντήσεις του ήταν ασαφείς και στο τέλος είπε «δε θυμάμαι».

Δεν αποδέχομαι την θέση του ότι τα σχέδια που θα ετοιμάζονταν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον ενάγοντα σε άλλο έργο του. Αυτή δεν υποστηρίχθηκε με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.  

Αποδέχομαι την θέση του ότι πήρε χωρομέτρη στο ακίνητο όχι όμως με σκοπό να γνωρίζει ο εναγόμενος το εμβαδό του, γιατί απλούστατα αυτό εμφαίνεται στο τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου.

Δεν διαφάνηκε οποιοσδήποτε άλλος λόγος γιατί ο ενάγων να προβεί σε όλες τις πιο πάνω ενέργειες χωρίς την  συγκατάθεση του εναγόμενου και μάλιστα χαριστικά.

 

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι ο εναγόμενος δεν κατέθεσε στο δικαστήριο την αλήθεια και τα πραγματικά γεγονότα, κρίνεται αναξιόπιστος και από την μαρτυρία του αποδέχομαι μόνο τις θέσεις του οι οποίες επιβεβαιώνουν τις θέσεις του ενάγοντα.

 

 

ΤΕΛΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των 2 πλευρών οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αυτών, προχώρησαν σε νομική επιχειρηματολογία μέσω γραπτών αγορεύσεων που ετοίμασαν και υπέβαλαν στο Δικαστήριο προς διευκόλυνση του και αφού τις υιοθέτησαν επεξήγησαν προφορικώς το περιεχόμενο τους.

 

Δεν κρίνω σκόπιμο και χρήσιμο να παραθέσω το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων αφού αυτές βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου ως μέρος των επισυνημμένων εγγράφων, έχουν εξεταστεί με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα, λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και αξιολογούνται από το Δικαστήριο.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Η παρούσα υπόθεση είναι πολιτική και το βάρος απόδειξης βρίσκεται γενικά στους ώμους του Ενάγοντα να αποδείξει τους ισχυρισμούς του στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία, η απόσειση του βάρους απόδειξης θα αποτιμηθεί υπό το φως της μαρτυρίας που θα κριθεί αξιόπιστη, πάντοτε στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό αλλά μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων (Miorage vRadivojenik (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1162 και Αθανασίου κ.α. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614).

 

Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων, εγείρουν προς εξέταση, ζητήματα που αφορούν: (1) πως δύο μέρη προσέρχονται σε μία σύμβαση και εάν στη παρούσα είχε συναφθεί τέτοια (2) πως ερμηνεύονται οι όροι μίας σύμβασης όταν υπάρχει διαφωνία ως προς τα συμφωνηθέντα (3) πότε υπάρχει παράβαση μίας σύμβασης και εάν στη παρούσα υπήρξε τέτοια και (4) ποιές οι επιπτώσεις της στην νομική θέση των μερών.

 

Γενικά ομιλούντες, σύμβασης μπορεί να συνομολογηθεί, χωρίς την τήρηση οποιονδήποτε διατυπώσεων («formalities»), απλά δια ζώσης (δηλαδή, προφορικά) (βλ. Limassol Drugs Co Ltd v Λάμπρου κα(2010) 1 Α.Α.Δ. 371). 

 

Αποδοχή προσφοράς για συμβατική δέσμευση, κατά το δίκαιο των συμβάσεων, συνίσταται στην τελική και άνευ όρων εκδήλωση συναίνεσης στους όρους της προσφοράς (βλ. στο σύγγραμμα TreitelThe Law of Contract, 14η έκδοση, στην παράγραφο 2-016). Όπου, προς τον σκοπό επίτευξης μίας συμφωνίας, τα μέρη βρίσκονταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις, χωρίς εμφανή κατάληξη σε συμφωνία και υπό ποιους όρους, το Δικαστήριο εξετάζει την συνολική πορεία των διαπραγματεύσεων, για να αποφασίσει κατά πόσο κάποια εμφανής, χωρίς επιφυλάξεις, αποδοχή, κατέληξε τις διαπραγματεύσεις σε συμφωνία. Η οποία αποδοχή, ως έχει προαναφερθεί, εκτός από ρητή, δια του λόγου, μπορεί να συναχθεί και από την διαγωγή του αποδέκτη της.

 

Για να είναι νομικά δεσμευτική μία συμφωνία (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων που ορίζονται στο νόμο), ως έχει προαναφερθεί, πρέπει να υποστηρίζεται από αντιπαροχή. Αποτελεί βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων ότι δεν είναι νομικά εκτελεστή μία υπόσχεσης για την οποία τίποτα δεν πρέπει να γίνει εις αντάλλαγμα.

 

Προς διαπίστωση του κατά πόσο έχει καταρτιστεί μια δεσμευτική συμφωνία, ποιοι είναι οι όροι της και εάν ήταν σκοπός ότι θα ήταν νομικά δεσμευτική, εφαρμόζεται ένα κριτήριο αντικειμενικό. (RTS Flexible Systems Ltd v Molkerei Alois Muller GmbH and Co KG [2010] U.K.S.C. 14).

 

Η λυδία λίθος, συνεπώς, είναι πως οι λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί, στο πλαίσιο τους, θα γίνονταν κατανοητές από ένα λογικό άτομο. Υπάρχει, εντούτοις, τουλάχιστον σε επίπεδο συζητήσεως, περιορισμός στην αντικειμενική φύση του κριτηρίου θεώρησης του κατά πόσο τα μέρη έχουν προσέλθει σε μία δεσμευτική σύμβαση, όταν η υποκειμενική πρόθεσης ενός εκ των μερών είναι γνωστή στον άλλο (βλ. Novus Aviation Ltd v Alubaf Arab International Bank BSC(c) [2016] E.W.H.C. 1575 (Comm.).).

 

Όπου το Δικαστήριο εξετάζει ζήτημα προφορικής σύμβασης, το κριτήριο είναι και πάλι το προαναφερόμενο, δηλαδή, το αντικειμενικό. Εντούτοις, μαρτυρία της υποκειμενικής αντίληψης των μερών για το ζήτημα είναι παραδεκτή, στο βαθμό που τείνει να καταδείξει κατά πόσον, αντικειμενικά, τα μέρη έχουν καταλήξει σε συμφωνία, και εάν ναι, υπό ποιους όρους και κατά πόσον η πρόθεσης ήταν ότι θα ήταν νομικά εκτελεστή. Μαρτυρία, σε ότι αφορά μεταγενέστερη συμπεριφορά των μερών, είναι, επί της ίδιας βάσης, επίσης αποδεκτή. Σε ότι αφορά την περίπτωση μίας προφορικής συμφωνίας, εκτός και εάν αυτή έχει κάπως καταγραφεί, το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει το τι ακριβώς ελέχθη, ή τον τόνο στην λεκτική έκφραση, ή τις εκφράσεις στα πρόσωπα των εμπλεκόμενων μερών ή την γλώσσα του σώματος τους. Υπό τέτοιες περιστάσεις, η υποκειμενική αντίληψης των μερών, μπορεί να αποτελεί ένα καλό οδηγό ως προς το πώς, στο πλαίσιο τους, οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν, θα ήταν λογικά κατανοητές (βλ. Carmichael v National Power Plc [1999] 1 W.L.R. 2042HL, C. MALATHOURAS & SONS LTD v. ΛΑΪΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ (2004) 1Β Α.Α.Δ 1233).

 

 Το άρθρο 2 του Περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149 («Νόμος» στο εξής) προνοεί ότι:

(2) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται με την ακόλουθη έννοια:

(α) πρόσωπο το οποίο δηλώνει σε άλλο τη βούληση του για πράξη ή αποχή, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του άλλου στην πράξη αυτή ή αποχή, θεωρείται ότι προβαίνει σε πρόταση~

(β) η πρόταση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δηλώσει τη συγκατάθεση του σε αυτή. Η πρόταση όταν γίνει αποδεκτή, καθίσταται υπόσχεση~

(γ) το πρόσωπο που προτείνει καλείται “οφειλέτης”, και το πρόσωπο που αποδέχεται την πρόταση “δανειστής”~

(δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται “αντιπαροχή” για την υπόσχεση~

(ε) κάθε υπόσχεση και κάθε σύνολο υποσχέσεων, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή μεταξύ τους, είναι συμφωνία~

(στ) αμοιβαίες υποσχέσεις καλούνται οι υποσχέσεις, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή ή μέρος της αντιπαροχής μεταξύ τους~

Το άρθρο 10(1) του Νόμου προνοεί ότι:

«Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες~ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.

 

Το άρθρο 73(1) του Νόμου προνοεί ότι:

«Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης».

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.»

(2) Το πρόσωπο το οποίο ζημιώνεται από τη μη εκπλήρωση υποχρέωσης που προσομοιάζει με τις συμβατικές, δικαιούται να λάβει από τον υπαίτιο την ίδια αποζημίωση, ωσάν να επρόκειτο για παράβαση σύμβασης».

 

Σύμφωνα με το δόγμα της συμβατικής σχέσης («privity of contract»), σαν γενικός κανόνας στο Κοινοδίκαιο, δικαιώματα και υποχρεώσεις από μια σύμβαση δημιουργούνται μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (βλ. Πίριλλος v. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153). Ένας εκ των τρόπων τερματισμού της ισχύος μιας σύμβασης και κατ’ επέκταση και της περαιτέρω εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτήν, είναι λόγω παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων του ενός μέρους, όταν δηλαδή οφείλεται στην συμπεριφορά και ανάγεται στην υπαιτιότητα του ενός συμβαλλομένου. Είναι δε θεμελιωμένο ότι όταν υπάρχει αθέτηση μιας συμφωνίας, το αθώο – αναίτιο μέρος, έχει δικαίωμα είτε να τερματίσει την συμφωνία και να αξιώσει αποζημιώσεις, είτε να επιμείνει στην τήρηση της και να αξιώσει αποζημιώσεις (βλ. και Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά. (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1311).

 

Επισημαίνεται επίσης, ότι  το κατά πόσο έχει συναφθεί σύμβαση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί θέμα που κρίνεται με βάση τα δεδομένα κάθε ξεχωριστής περίπτωσης και τις αρχές που η νομολογία έχει αναγνωρίσει διαχρονικά (βλ. σύγγραμμα Chitty on Contracts, General Principles, 24η έκδοση, παραγρ.41, σελ. 21). 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει την μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της αγωγής αυτής αλλά λαμβάνοντας υπόψη μου και τα γεγονότα που τελικά δεν αμφισβητήθηκαν, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν τα πραγματικά και αληθή ουσιώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον επίδικο χρόνο:

 

Κατά τους ουσιώδεις χρόνους ο εναγόμενος ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οικοπέδου με αρ.εγγρ.0/36167 το ευρισκόμενο στη Γερμασόγεια, στη Λεμεσό.

 

Ο ενάγων είναι μηχανικός - αρχιτέκτονας και διατηρούσε αρχιτεκτονικό γραφείο στη Λεμεσό από το έτος 1980.

 

O ενάγων και ο εναγόμενος γνωρίζονταν καθότι είναι γείτονες και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους.

 

Λόγω  της σχέσης τους ο εναγόμενος προσέγγισε τον ΜΕ1 ο οποίος είχε εμπειρία και διασυνδέσεις και του πρότεινε να συνεργαστούν, αφού ο ίδιος ήθελε να αξιοποιήσει καλύτερα  το πιο πάνω ακίνητο του, ως και έγινε. Ο ΜΕ1 αποδέχθηκε την  πρόταση του και έγιναν πράξεις γι΄αυτό τον σκοπό, μεταξύ άλλων η ετοιμασία του τεκμ.1, των αρχιτεκτονικών σχεδίων για την λήψη πολεοδομικής άδειας, τεχνοοικονομικής μελέτης, και συζητήσεις με μεσίτες και χωρομέτρη.

 

Η αξιοποίηση του ακινήτου αφορούσε την ανέγερση πολυτελών διαμερισμάτων επ’ αυτού, τα οποία θα διαθέτονταν προς πώληση σε ξένους επενδυτές. Τα μέρη συμφώνησαν όπως αναθέσουν σε νομικό σύμβουλο και αρχιτέκτονες την ετοιμασία των αναγκαίων εγγράφων και ότι όλα τα έξοδα που θα απαιτούνταν για την ετοιμασία των  πιο πάνω αναγκαίων εγγράφων θα καταβάλλονταν εξ’ημισείας από τους διάδικους. Αυτά υπολογίστηκαν ότι θα ανέρχονταν σε €60.000 (τεκμ.1 παράγραφος 7).

 

Ο Εναγόμενος συζήτησε επανειλημμένως με τον ενάγοντα για τα προκαταρκτικά της συμφωνίας τους και ότι θα προχωρούσαν στην σύσταση εταιρείας.

Μέσα στα πλαίσια εφαρμογής και/ή εκτέλεσης της πιο πάνω συμφωνίας, ανέθεσαν αρχικά στο δικηγορικό γραφείο Χρ.Πουργουρίδης & Σία ΔΕΠΕ την ετοιμασία αρχικά ενός εγγράφου που θα περιλάμβανε τις βασικές αρχές της συμφωνίας συνεργασίας τους και εάν αυτές θα γίνονταν αποδεκτές και από τις δύο πλευρές, θα του ανέθεταν στη συνέχεια την ετοιμασία ολοκληρωμένης γραπτής συμφωνίας η οποία θα ρύθμιζε λεπτομερώς τη σχέση συνεργασίας τους κατόπιν σύστασης εταιρείας με μετόχους τα μέρη.

 

Επίσης το αρχιτεκτονικό γραφείο του ενάγοντα σε συνεργασία με άλλο αρχιτεκτονικό γραφείο θα προέβαινε στην ετοιμασία των αναγκαίων μελετών, εγγράφων και σχεδίων για την υποβολή αίτησης πολεοδομικής άδειας

 

Παράλληλα, συμφώνησαν όπως ο Ενάγοντας προβεί στην εκποίηση τεχνοοικονομικής μελέτης με σκοπό την εξακρίβωση του προβλεπόμενου κόστους του έργου.

Κατόπιν τούτου το πιο πάνω δικηγορικό γραφείο ετοίμασε το έγγραφο με τίτλο «Βασικές Αρχές Συμφωνίας Συνεργασίας με σκοπό τη σύσταση εταιρείας για την ανάπτυξη ενός οικοπέδου στη Γερμασόγεια» τεκμ.1. Με αυτό εφοδιάστηκαν και ο ενάγων και ο εναγόμενος.

 

Ο Εναγόμενος ήταν παρόν κατά τις συμφωνίες ως προς την αμοιβή των συμβούλων και συμφώνησε με τα εν λόγω ποσά τα οποία δημιουργήθηκαν ήτοι:

 

(α) Για την  ανάθεση σε νομικούς συμβούλους προς ετοιμασία του Εγγράφου τεκ.1: «Βασικές Αρχές Συμφωνίας Συνεργασίας με σκοπό τη σύσταση εταιρείας για την ανάπτυξη του ακινήτου.

Αμοιβή νομικών συμβούλων: €2.000 και ΦΠΑ,

 

(β) για την ετοιμασία τεχνοοικονομικής μελέτης τεκ.2 με σκοπό την εξακρίβωση των προβλεπόμενων στόχων. 

Αμοιβή: €2.000 και ΦΠΑ,

 

(γ) ανάθεση στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Ενάγοντα, με τη συνεργασία του αρχιτεκτονικού γραφείου «VIA Design Studio Ltd» προς ετοιμασία των αναγκαίων μελετών, εγγράφων και σχεδίων για την υποβολή αίτησης πολεοδομικής άδειας. 

Αμοιβή (μειωμένη): €18.000 και ΦΠΑ.

Μαζί επισκέφθηκαν το αρχιτεκτονικό γραφείο «VIA Design Studio Ltd» του Β.Ιωάννου το οποίο ετοίμασε για το εν λόγω έργο αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία ο ΜΕ2 συμπλήρωσε και διόρθωσε (τεκμ.4) και ήταν έτοιμα για προώθηση λήψης της πολεοδομικής άδειας.

Επίσης ετοιμάστηκε η χρηματοοικονομική μελέτη τεκμ.2 από τον ενάγοντα την οποία παρέδωσε προς τον εναγόμενο στην οποία εμφαίνονται διάφορα ποσά ήτοι διαχειριστικά, κατασκευής, υπηρεσιών, το συνολικό κόστος του έργου και το συνολικό κέρδος σε περίπτωση επιτυχούς εκτέλεσης του.

Στη βάση της εν λόγω μελέτης ο ενάγων κατά τους ουσιώδεις χρόνους τον Φεβρουάριο του 2017 αιτήθηκε γραπτώς προς την RCB Bank για να του παραχωρηθεί προσωπικά δάνειο (τεκμ.3, 3(1)) για το εν λόγω έργο, με την σύμφωνη γνώμη του εναγόμενου.

Ακόμη ο Εναγόμενος ανέθεσε στο χωρομέτρη Π.Καβάζη την οριοθέτηση και υψομέτρηση του οικοπέδου για σκοπούς υποβολής της αίτησης για πολεοδομική άδεια.

 

Μόλις ολοκληρώθηκε η αρχιτεκτονική μελέτη ο ενάγων ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι τα έγγραφα που απαιτούνταν για την υποβολή αίτησης για πολεοδομική άδεια για το έργο ήταν έτοιμα  και ότι θα μπορούσαν να προχωρήσουν στην εφαρμογή του, αφού προηγουμένως υπογράψουν τη συμφωνία συνεργασίας που θα ετοίμαζε ο δικηγόρος του και θα προχωρούσαν στη σύσταση εταιρείας με μοναδικούς μετόχους τους ιδίους. Τότε ο Εναγόμενος για πρώτη φορά του ανέφερε ότι θα ήθελε πρώτα να το συζητήσει με την οικογένεια του και μετά θα τον ειδοποιούσε για να προχωρήσουν.

 

Μετά από αυτό ο εναγόμενος  για δικούς του λόγους που αφορούσαν την οικογένεια του δεν ανταποκρίθηκε σχετικά και ο ενάγων του απέστειλε δύο συστημένες επιστολές τεκμήρια 5,6 (ημερ.4.4.17 και 5.5.17) αντίστοιχα, αναφορικά με την υπαναχώρηση του από την μεταξύ τους αρχική συμφωνία και τον καλούσε στη πληρωμή ποσών και στον τερματισμό της μεταξύ τους συνεργασίας τεκμ.6.

 

Στη συνέχεια αφού παρήλθε η πιο πάνω προθεσμία χωρίς και πάλιν καμία ανταπόκριση ή επιστολή από τον εναγόμενο που να εκφράζει τις θέσεις του,  οι συνήγοροι του ενάγοντα απέστειλαν στον εναγόμενο την επιστολή ημερ.1.6.17 (τεκμ.7) με ιδιώτη επιδότη την οποία παρέλαβε η σύζυγος του τεκμ.7, πληροφορώντας τον ότι θα πρέπει να εξοφλήσει τα δημιουργηθέντα έξοδα από την μεταξύ τους συνεργασία από την οποία αυτός υπαναχώρησε και σε αντίθετη περίπτωση θα καταχωρείτο αγωγή εναντίον του.

 

Ο εναγόμενος παρά την λήψη της πιο πάνω επιστολής τεκμ.7 δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες και αυτό επιβεβαιώνει την θέση ότι ο ίδιος στην πραγματικότητα γνώριζε ότι οφείλει αυτά τα χρήματα τα οποία δυνάμει της συμφωνίας τους έπρεπε να καταβληθούν.

Αφού ο εναγόμενος υπαναχώρησε από την προφορική τους συμφωνία το έγγραφο τεκμ.1 δεν υπογράφηκε απ΄ αυτούς.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λόγω των σχέσεων τους ο εναγόμενος προσέγγισε τον ΜΕ1 ο οποίος είχε εμπειρία και διασυνδέσεις και του πρότεινε να συνεργαστούν, αφού ο ίδιος ήθελε να αξιοποιήσει καλύτερα  το ακίνητο του, ως και έγινε. Ο ΜΕ1 αποδέχθηκε την  πρόταση του και έγιναν πράξεις γι΄αυτό τον σκοπό, μεταξύ άλλων η ετοιμασία του τεκμ.1, των αρχιτεκτονικών σχεδίων για την λήψη πολεοδομικής άδειας, τεχνοοικονομικής μελέτης, και συζητήσεις με μεσίτες και χωρομέτρη.

 

Εκείνο που διαπιστώνω από όλη την συμπεριφορά του εναγόμενου κατά τους ουσιώδεις χρόνους, δηλαδή οι αναντίλεκτες συζητήσεις μεταξύ τους, η επίσκεψη τους με τον ενάγοντα στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων του μετά που ο ίδιος παρέλαβε το τεκμήριο 1, η επίσκεψη στο αρχιτεκτονικό γραφείο V.DESIGNS που ετοίμασε τα σχέδια, οι συναντήσεις στο ακίνητο με χωρομέτρη, με μεσίτες και με αγοραστή δεικνύουν την πρόθεση και την συναίνεση του ακριβώς σε ότι συμφώνησε προφορικά με τον ενάγοντα για την αξιοποίηση της περιουσίας του. Ακόμη και η παράλειψη του εναγόμενου ν΄απαντήσει στις αποσταλθείσες σε αυτόν επιστολές τεκμ.5–7 και στους ισχυρισμούς του ενάγοντα ο οποίος αξίωνε τα απαιτούμενα ποσά εξόδων που δημιουργήθηκαν καταδεικνύουν την σιωπηρή αποδοχή του σε όσα ο ενάγων του καταλογίζει. Να αναφερθεί ότι με την υπαναχώρηση του εναγόμενου από την μεταξύ τους συμφωνία δίδετο το δικαίωμα του ενάγοντα να την τερματίσει ως και έγινε με την επιστολή του τεκμ.6.

 

Ο ενάγων γνώριζε τα στοιχεία του ακινήτου του εναγόμενου γιατί απλούστατα στη βάση της συμφωνίας τους ο τελευταίος του τα έδωσε. Δεν μπορεί να ευσταθεί στη λογική η θέση του εναγόμενου ότι όλα αυτά εγίνοντο σε φιλικό επίπεδο. Δεν διαφάνηκε και ούτε παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, εκ μέρους του εναγόμενου ότι προέβηκαν σε όλες αυτές τις ενέργειες με την εμπλοκή τόσων ατόμων και δη χαριστικά.

 

Ο κανόνας στο δίκαιο των συμβάσεων είναι ότι το αναίτιο μέρος μιας συμφωνίας έχει την επιλογή είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα την σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαίτιου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση των προνοιών της σύμβασης, είτε να ζητήσει ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από αργοπορία στην εκτέλεση της συμφωνίας. Δύναται επίσης να προχωρήσει και με τις δύο πιο πάνω θεραπείες διαζευκτικά, αν και στη δίκη θα πρέπει να επιλέξει ποια εν τέλει θα ακολουθήσει. Αν ο ένας συμβαλλόμενος αποδεχθεί την παράβαση και τερματίσει την σύμβαση, δεν μπορεί να ζητήσει ειδική εκτέλεση εφόσον και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση (βλ. Metaxas Loizides Syrimis & Co v. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1A Α.Α.Δ. 54 και Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών «Λευκόνοικο» Λτδ ν. Εμπορική Κεφαλαίου και Συμμετοχών Α.Ε. κ.ά. (2012) 1Γ Α.Α.Δ. 2691).

 

Η γενική αρχή η οποία διέπει τον καθορισμό των ζημιών είναι λοιπόν εκείνη της αποζημίωσης, δηλαδή το αθώο μέρος πρέπει να τεθεί, σε όποιο βαθμό αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το χρήμα, στην ίδια θέση στην οποία θα ήταν ως εάν η σύμβαση να είχε εκτελεστεί(βλ.Saab a.ο. ν. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και George Charalambous Ltd ανωτέρω). Η ζημία αυτή θα πρέπει να προέκυψε φυσικά κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση. Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης. Όπως διευκρινίζεται στην Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ. κ.ά. Τρυφωνίδου (1996) 1Α Α.Α.Δ. 679, η αποκατάσταση του αθώου μέρους έχει ως λόγο την τοποθέτηση του στην θέση την οποία θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι την ζημία την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας. Η λογική πρόβλεψη και τα φυσικά επακόλουθα των όσων ήταν προβλεπτά, όπως διαγράφονται από την σύμβαση, συνιστούν το μέτρο για προσδιορισμό των αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας (βλ. Markidou v. Kiliaris a.o. (1983) 1 C.L.R. 392, Xenophontos v.  Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23 και Μουρτζινός ν. Του Πλοίου "Galaxias" κ.ά. (1997) 1Α Α.Α.Δ. 80).

 

Με βάση τις πρόνοιες του Κεφ.149 θεωρώ ότι συνομολογήθηκε προφορική συμφωνία μεταξύ των μερών και με την συναίνεση τους, για την αξιοποίηση του ακινήτου του εναγόμενου, έγιναν οι πιο πάνω αναφερθείσες ενέργειες από τις οποίες δημιουργήθηκαν έξοδα, ως ο ΜΕ1 απαιτεί από τον εναγόμενο στο σύνολο τους, αφού αυτός υπαναχώρησε αναίτια για οικογενειακούς και προσωπικούς του λόγους. Περαιτέρω πλην των εξόδων που οφείλονται και πρέπει να εξοφληθούν, διαφάνηκε ότι ο ενάγων απώλεσε χρόνο από την εργασία του, ενόψει της απασχόλησης και επικέντρωσης του με το  συγκεκριμένο έργο το οποίο εάν ολοκληρωνόταν θα επέφερε κέρδη €6.000.000 και στα δύο εμπλεκόμενα μέρη.

 

Το γεγονός ότι το τεκμ.1 δεν υπογράφτηκε, είτε δεν έγινε μετά την ετοιμασία του άλλη γραπτή συμφωνία μεταξύ των μερών θεωρώ ότι δεν ανατρέπει το γεγονός ότι τα μέρη αρχικά συμφώνησαν προφορικά για τις εν λόγω ενέργειες κατά τρόπο πλήρη και δεσμευτικό, αλλά και ότι οποιαδήποτε έξοδα δημιουργούνταν κατά την προώθηση του έργου, θα τα επωμίζονταν εξίσου μεταξύ τους.

 

Παρ΄όλα αυτά ακόμη όμως και στην περίπτωση που έκρινα ότι δεν είχε συνομολογηθεί οποιαδήποτε δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των μερών, και πάλι ο Ενάγων θα είχε δικαίωμα στη θεραπεία του QUANTUM MERUIT δηλαδή την εύλογη αξία για το τί πραγματικά προσφέρθηκε, εφόσον δεν υπήρχε ποτέ πρόθεση να προσφερθούν οι υπηρεσίες αυτές χαριστικά (άρθρο 73(2) του Κεφ.149 και σχετικό το σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο» Π.Πολυβίου, σελ. 792 – 794).

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης αποκρυσταλλώθηκαν τον Ιούνιο του 2017 αφού την 1.6.17 αποστάλθηκε η επιστολή τεκμ.7 από τους συνηγόρους του ενάγοντα στον εναγόμενο ο οποίος δεν ανταποκρίθηκε και στη συνέχεια καταχωρίστηκε η παρούσα αγωγή χωρίς καθυστέρηση εναντίον του στις 23.6.17.

 

Συνοψίζοντας λέγω ότι με το υλικό που παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου ο ενάγων απέσεισε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του στον απαραίτητο βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και δικαιούται όλες τις αξιούμενες θεραπείες της έκθεσης απαίτησης του (α – γ).

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω η αγωγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγόμενου για το συνολικό ποσό της αξίωσης του ήτοι των €22.000, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής 23.6.17 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ.

 

 

 

 

      (Υπ.) ………………………

                                                                Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ               

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο