ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.

 

 

         Αρ. Αγωγής: 870/22

 

Μεταξύ

 

 

                         CCSRE REAL ESTATE COMPANY LTD, από την Λευκωσία

                                                                                       Ενάγουσα

                                            

                                                 και                   

     

 

           1. Ευθύμιος Ευθυμίου, από την Λεμεσό                                                                                                 

  2. Βασιλική Χριστοδουλίδη και/ή Ευθυμίου, από την Λεμεσό

                                                                                                  Εναγόμενων

 

 

 

Ημερομηνία: 10.1.24

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κ. Χρ. Σωτηρίου για κκ Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ

Για τους Εναγόμενους 1 και 2/Καθ’ ων η αίτηση: κα Π. Κυριακίδου για κκ Π. Κυριακίδου, Ν. Μετζίτικος ΔΕΠΕ

 

     --------------------------------------

 

                         Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 30.3.23 η Ενάγουσα/Αιτήτρια εξαιτείται εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2/Καθ’ ων η αίτηση συνοπτική απόφαση ως η Έκθεση Απαίτησης πλέον έξοδα και ΦΠΑ. 

Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται στην Δ.18 και Δ.48, θθ1-4, Δ.2, θ.6 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας καθώς και στην διακριτική ευχέρεια, την πρακτική και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.  Συνοδεύεται δε από ένορκο δήλωση της ΧΧΧΧ Σάββα, από τώρα και στο εξής «η ενόρκως δηλούσα», η οποία είναι υπάλληλος στην Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd, από τώρα και στο εξής «η Altamira», και δεόντως εξουσιοδοτημένη τόσο από την Altamira όσο και από την Αιτήτρια να προβεί στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση.      

 

Η υπό κρίση αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των Εναγόμενων 1 και 2/Καθ’ ων η αίτηση.  Με Ειδοποίηση Ένστασης στην οποία εκτίθενται επτά λόγοι ένστασης οι Καθ’ ων η αίτηση ενίσταται στην υπό κρίση αίτηση.  Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση της Εναγόμενης 2 η οποία είναι πλήρως εξουσιοδοτημένη από τον Εναγόμενο 1 να προβεί και εκ μέρους του στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση. 

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν την θέση του διαδίκου που ο καθένας εκπροσωπεί. 

 

Η Δ.48, θ.4(1) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει πως όταν ένα πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται αίτηση προτίθεται να ενστεί οφείλει τουλάχιστον δύο ημέρες πριν την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση ορίζεται για πρώτη εμφάνιση να καταχωρήσει ειδοποίηση αυτής της πρόθεσής του και να αφήσει αντίγραφο της στην διεύθυνση επίδοσης του αιτητή.  Η υπό κρίση αίτηση ορίσθηκε από το Πρωτοκολλητείο για πρώτη εμφάνιση στις 23.5.23.  Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση δεν καταχώρησε ένσταση εντός του προβλεπόμενου χρόνου οπότε και οι δικηγόροι των Καθ’ ων η αίτηση στις 23.5.23 ζήτησαν από το Δικαστήριο παράταση του χρόνου καταχώρησης ένστασης.  Στο αίτημα αυτό η άλλη πλευρά δεν ενέστη.  Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα.  Όρισε την υπό κρίση αίτηση για ακρόαση στις 28.9.23 και υπό το φως των εξουσιών που του δίνονται από την Δ.57, θ.2 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας έδωσε οδηγίες όπως η ένσταση καταχωρηθεί 10 μέρες προηγουμένως.  Εν τέλει η ένσταση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και δη στις 26.9.23 κατά παράβαση των οδηγιών του Δικαστηρίου.  Κατά την ημέρα της ακρόασης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν στο Δικαστήριο μέσω του συστήματος i-justice ότι η εκπρόθεσμη καταχώρηση της ένστασης έγινε με την σύμφωνη γνώμη των αντιδίκων τους.  Οι αντίδικοι αρνήθηκαν ότι δόθηκε οποτεδήποτε είτε γραπτώς είτε προφορικώς τέτοια συγκατάθεση ή σύμφωνη γνώμη για την εκπρόθεσμη καταχώρηση της ένστασης.  Οι συνέπειες από την εκπρόθεσμη καταχώρηση της ένστασης θα πρέπει, επομένως, να εξετασθούν.   

 

Στην υπόθεση Μαίρη Α. Αθανασιάδη ν. Ηρώς Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945 η εφεσίβλητη/ενάγουσα καταχώρησε αίτηση για να δοθούν οδηγίες για διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας.  Η αίτηση καταχωρήθηκε την ενδέκατη μέρα μετά την ημερομηνία κατά την οποία οι γραπτές προτάσεις θεωρούνταν ότι είχαν κλείσει και, κατά συνέπεια, ήταν εκπρόθεσμη κατά μία ημέρα, διότι σύμφωνα με την Δ.30, θ.1(β) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας έπρεπε να υποβληθεί μέσα δε δέκα μέρες από το κλείσιμο των γραπτών προτάσεων.  Η εφεσείουσα/ εναγόμενη στην ένστασή της που καταχώρησε στην πιο πάνω αίτηση ήγειρε, μεταξύ άλλων, το θέμα του εκπρόθεσμου της αίτησης και επέμενε στο θέμα αυτό μέχρι τέλους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης ήταν απλή παρατυπία και όχι θεμελιώδες ελάττωμα που επέφερε ακυρότητα, προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης και εξέδωσε διάταγμα για επιτόπια έρευνα. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το γεγονός ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης ήταν μια απλή παρατυπία και όχι θεμελιώδες ελάττωμα που οδηγούσε σε ακυρότητα της όλης διαδικασίας δεν σήμαινε αυτόματα και την ανοχή της παρατυπίας.  Εφόσον η εφεσίβλητη επέμενε στην ένστασή της και δεν συνέτρεχαν οποιοιδήποτε λόγοι που να καταδεικνύουν ότι εθεωρείτο ότι είχε παραιτηθεί ή εκωλύετο να προβάλει την ένστασή της η αίτηση έπρεπε να είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, και δεν υπήρχε οποιοδήποτε περιθώριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. 

 

Σημειώνεται ότι η πιο πάνω υπόθεση αποφασίσθηκε στην βάση της παλαιάς Δ.64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας η οποία έκανε διάκριση μεταξύ απλώς παράτυπων και άκυρων διαδικασιών.  Με την νέα Δ.64 κάθε παράλειψη ή λάθος στην διαδικασία θεωρείται πλέον ως μια απλή παρατυπία την οποία το Δικαστήριο μπορεί να διορθώσει νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί με τον τρόπο αυτό αδικία.  Ωστόσο το σκεπτικό στην βάση του οποίου αποφασίσθηκε η υπόθεση είναι διαφωτιστικό και για την υπό εξέταση περίπτωση.  Στις σελίδες 951-953 λέχθηκαν συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«Η κατάταξη μιας παράβασης των κανονισμών στην κατηγορία των παρατυπιών που μπορούν να θεραπευθούν δεν σημαίνει αυτόματα και ανοχή της. Οι κανονισμοί είναι θεσπισμένοι για να τηρούνται. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις προθεσμίες επανηλειμμένα τονίστηκε η ανάγκη τήρησής τους. (Βλ. μεταξύ άλλων The Attorney- General Cooperative Carob Marketing Society Ltd v. Lufti Kiamil and Another (1973) 1 CLR 1.

 

*Βλ. και Sheldon v. Brown etc Ltd [1953] 2 All ER 894.

 

H παρέλευση μιας προθεσμίας που προβλέπουν οι κανονισμοί δεν είναι βέβαια μοιραία. Η Δ.57 κ.2 προσδιορίζει τον τρόπο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Κάθε διάδικος μπορεί πριν από την πάροδο της προθεσμίας αλλά και μετά από αυτή να υποβάλει αίτηση για την παράταση της. *

 

Η Δ.64 δεν είναι εναλλακτικός τρόπος για την εξασφάλιση τέτοιου αποτελέσματος. Θα λέγαμε ότι η Δ.64 προσφέρει διορθωτική δυνατότητα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκ των υστέρων διαπίστωση μιας παρατυπίας δεν θα ήταν ενδεδειγμένο, μέσα στα πλαίσια του συνόλου των περιστατικών, να αφεθεί να οδηγήσει σε ακύρωση της διαδικασίας. Έτσι, νοουμένου ότι δεν παρεμποδίζεται ένας διάδικος από του να επικαλεστεί μια παρατυπία είτε επειδή καθυστέρησε να το κάμει είτε επειδή έκαμε άλλα διαδικαστικά διαβήματα μετά τη γνώση της παρατυπίας, (Βλ. Δ.64 κ. 2), το Δικαστήριο, ασκώντας της διακριτική του εξουσία, μπορεί, αντί να ακυρώσει τη διαδικασία, να διατάξει τροποποίηση ή να επιλέξει άλλο κατάλληλο χειρισμό.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται λόγος για καθυστέρηση από την πλευρά της εφεσείουσας να εγείρει το θέμα ή για νέα βήματα στη διαδικασία. Αμέσως μετά την επίδοση της εκπρόθεσμης αίτησης η εφεσείουσα είχε εγείρει το θέμα. Θα αναμέναμε ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες η εφεσίβλητη θα απέσυρε την αίτηση προκειμένου να προηγηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία για την εξασφάλιση παράτασης της προθεσμίας. Η εφεσίβλητη όμως απλώς προώθησε την αίτησή της υποστηρίζοντας ουσιαστικά πως η παρατυπία θα έπρεπε να αγνοηθεί μια και δεν καθιστούσε άκυρη την αίτηση.

 

Η Δ.64 αφήνει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου το κατά πόσο θα ακυρώσει μια παράτυπη διαδικασία

 

*Βλ. και Eleftheriades and another v. Mavrellis and another (1985) 1 CLR 440, αναφορικά με ανάλογη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου.

 

ή το κατά πόσο θα επιτρέπει κάποια τροποποίηση ή θα επιλέξει άλλο χειρισμό. Η άσκηση διακριτικής εξουσίας προϋποθέτει στάθμιση δεδομένων. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ο,τιδήποτε πέρα από το ότι η αιτήτρια επέμενε στην προώθηση μιας εκπρόθεσμης αίτησης. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διάσωση της αίτησης αυτής.

 

Η αίτηση θα έπρεπε να είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα μπορούσε στα πλαίσια αίτησης για παράταση της προθεσμίας, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, να θεωρήσει ως σχετικούς παράγοντες τόσο το γεγονός ότι είχε παρέλθει ελάχιστος χρόνος από την εκπνοή της προθεσμίας όσο και τις πρόνοιες της Δ.30 κ.7. Θα προσθέταμε όμως πως με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Δ.30 κ.7 αποδυναμώνει τη Δ.30 κ.2 ως προς την οριζόμενη προθεσμία ή ότι εισάγει μηχανισμούς άλλους από εκείνους που προβλέπονται από τους κανονισμούς». 

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για καθυστέρηση από την πλευρά της Αιτήτριας να εγείρει το θέμα ή για λήψη από μέρους της Αιτήτριας νέων διαβημάτων στην διαδικασία.  Η Αιτήτρια ήγειρε αμέσως και με την πρώτη δυνατή ευκαιρία το ζήτημα και δη στα πλαίσια των αγορεύσεων της όπου και εισηγείται ότι η ένσταση είναι εκπρόθεσμη και άρα παράτυπη και ότι για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.  Ακολουθεί ότι η πλευρά της Αιτήτριας δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να εγείρει το θέμα του εκπρόθεσμου της ένστασης.  Στην υπόθεση Μαίρη Α. Αθανασιάδη ν. Ηρώς Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945, που πιο πάνω μνημονεύεται, παρατηρείται ότι σημαντική παράμετρος για την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτέλεσε το γεγονός ότι η πλευρά της εφεσίβλητης είχε ένσταση στην εκπρόθεσμη καταχώρηση της αίτησης και επέμεινε στο παράτυπο της μέχρι τέλους.  Πράγμα που συντρέχει και στην υπό εξέταση περίπτωση.  

 

Εφόσον, λοιπόν, η Αιτήτρια επιμένει στην ένστασή της και δεν συντρέχουν λόγοι που να καταδεικνύουν ότι έχει παραιτηθεί ή κωλύεται να προβάλει το θέμα της παρατυπίας στην καταχώρηση της ένστασης δεν υπάρχει περιθώριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει της νέας Δ.64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και, επομένως, η ένσταση παραμερίζεται και ως εκ τούτου δεν θα ληφθεί υπόψη (Βλ. νέα Δ.64, θ. 1(2) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας).    

 

Η Δ.18, θ.1(α) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προνοεί τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Όταν ο εναγόμενος εμφανίζεται σε κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο σύμφωνα με την Διάταξη 2, Θεσμός 6, ο ενάγων δύναται με ένορκη δήλωση που θα κάνει ο ίδιος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα, που να επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσό που αξιώνεται (αν υπάρχει) και να αναφέρει ότι εξ’ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, να αποταθεί για απόφαση για το ποσό που αξιώνεται μαζί με τόκο (αν υπάρχει) ή για την ανάκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας (με ή χωρίς ενοίκιο) ή για την παράδοση συγκεκριμένου κινητού, αναλόγως της περίπτωσης, και για έξοδα.  Και μπορεί να δοθεί απόφαση υπέρ του ενάγοντα εκτός εάν ο εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή αν αποκαλύψει τέτοια γεγονότα τα οποία ήθελε θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί».     

 

Στην υπόθεση Παναγιώτης Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 818 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Robert v. Plant [1895] 1 Q.B.597, το Αγγλικό Σύγγραμμα The Annual Practice 1970 σελ. 126, Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239, Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Rck Sports v. Persona Advertising Ltd. (1996) 1 A.A.Δ. 1074, Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22, Ευάγγελος Λαζάρου και άλλος ν. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817 και πιο πρόσφατα Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd., (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1968 και Sigma Radio T.V. Ltd. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 A.A.Δ. 408).

 

Τα εν λόγω κριτήρια, όπως εξάγονται τόσο από το λεκτικό της Δ.18 όσο και από τις πιο πάνω αυθεντίες, περιληπτικά είναι τα εξής:-

 

(α) Το κλητήριο πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο σε Δ.2, Κ.6.

(β) Ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή.

(γ) Η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ’ ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Banka S.A. πιο πάνω, σελ. 136-138) όπου γίνεται αναφορά και σε αγγλική νομολογία). Αυτές είναι βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιήσει ο ενάγων-αιτητής προτού το Δικαστήριο ασκήσει την εξουσία αν θα εκδώσει ή όχι συνοπτική απόφαση.

 

Με το ίδιο θέμα δηλαδή το τι πρέπει να περιέχει μια ένορκη δήλωση για συνοπτική απόφαση, ιδιαίτερα εκεί που ο ενάγων είναι νομικό πρόσωπο, είναι και τα όσα αναφέρονται στη προαναφερθείσα υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ σελ. 790-794 (απόφαση πλειοψηφίας) όπου δίνονται και παραδείγματα (με αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις) πότε μια ένορκη δήλωση κρίθηκε ικανοποιητική και πότε όχι.

Από πλευράς Εναγομένου (εκτός από το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που μπορεί να εγερθεί σε όλες τις περιπτώσεις), και νοουμένου ότι ο ενάγων ικανοποιεί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, θα πρέπει και αυτός να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με τα ακόλουθα:

 

(α) ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή

(β) ότι αποκαλύπτονται τέτοια γεγονότα που του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί ή τουλάχιστον η υπεράσπιση να μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή. (Λαζάρου ν. Μακεδόνας, πιο πάνω).

 

Επίσης ο Εναγόμενος/καθ’ ου η αίτηση πρέπει να διευκρινίζει αν η υπεράσπιση του αφορά ολόκληρο ή μέρος της απαίτησης και αν αφορά μέρος, να καθορίζει ποιο μέρος από την απαίτηση του Ενάγοντα αμφισβητεί. (Βλ. γενικά τη Δ.18, Κ.3 και την υπόθεση Hermes Ins. Co Ltd v. Julios Theodorides πιο πάνω, σελ. 338-339 όπου φαίνονται με λεπτομέρεια τα κριτήρια τα οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη του). Από τη στιγμή που ο Ενάγων/Αιτητής ικανοποιεί τα κριτήρια για να ζητήσει συνοπτική απόφαση τότε (όπως ήδη αναφέραμε) το βάρος μετατοπίζεται στον Εναγόμενο/καθ’ ου η αίτηση να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση και/ή ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί. (Βλ. επίσης Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Ν. Χατζηνέστωρος, (1989) 1 A.A.Δ. 204, Καζαμίας ν. Ρωμαϊκά Κεραμουργεία (1990) 1 Α.Α.Δ., σελ. 752, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.)) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ., σελ. 239) …».

 

Συνοπτική απόφαση θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και ως εξαίρεση στον βασικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να ακούει και τις δύο πλευρές προτού καταλήξει στην ετυμηγορία του.  Για τον λόγο αυτό η υποχρέωση του ενάγοντα να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1(α) με την ένορκο δήλωσή του πρέπει να εξετάζεται αυστηρά και με απόλυτη σχολαστικότητα.  Ο ενάγων πρέπει, μεταξύ άλλων, να υποστηρίξει την αίτησή του για συνοπτική απόφαση με ένορκο δήλωση είτε του ιδίου, είτε κάποιου άλλου τρίτου ο οποίος μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και με αυτή να επαληθεύει την αιτία της αγωγής και το αξιώμενο ποσό και να αναφέρει την πεποίθησή του ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 CLR 130 και Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 CLR 333). 

 

Ο λόγος που η προσέγγιση των Δικαστηρίων ως προς την επάρκεια της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση είναι τόσο αυστηρή υποδείχθηκε από τον Άγγλο Δικαστή Buckley L.J. στην Αγγλική υπόθεση Symon and Co v. Palmers Stores (1912) 1 KB 259 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στην σελίδα 266:

 

«Trial as a rule must precede judgment.  Order 14 provides an extraordinary procedure in certain cases; it is a procedure in which instead of trial first and then judgment, there is judgment at once and never any trial.  Such a procedure must be strictly confined to the specific cases for which it is provided as set forth in the order».    

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Κατά κανόνα η δίκη προηγείται της απόφασης.  Η Διάταξη 14 προνοεί για μια εξαιρετική διαδικασία σε ορισμένες περιπτώσεις.  Είναι μια διαδικασία στην οποία αντί δίκης πρώτα και μετά απόφασης, υπάρχει αμέσως απόφαση και ουδέποτε δίκη.  Μια τέτοια διαδικασία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προνοούνται στην Διάταξη».     

 

Σύμφωνα με τον πιο πάνω Άγγλο Δικαστή αν η ένορκος δήλωση δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της (Αγγλικής) Διάταξης 14 το Δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδώσει απόφαση.  Υποχρεούται να αφήσει την υπόθεση να οδηγηθεί σε δίκη κατά τον συνήθη τρόπο.  Το θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης είναι θέμα, λοιπόν, που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το κλητήριο ένταλμα είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2, θ.6 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης.  Στην ένσταση εγείρεται το ζήτημα ότι η ενόρκως δηλούσα δεν μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης και ως εκ τούτου η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Η ένσταση, όμως, παραμερίσθηκε για τον λόγο που ανωτέρω υποδείχθηκε.  Εντούτοις, είμαι υποχρεωμένος να εξετάσω αν το πρόσωπο που ορκίσθηκε την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα εν’ όψει της σημασίας του θέματος τούτου ως προς την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση επί της ουσίας σύμφωνα με όσα πιο πάνω υποδείχθηκαν αλλά και την Νομολογία που πιο κάτω παρατίθεται.   

 

Στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 782 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Είναι νομολογημένο ότι για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης πρέπει να ικανοποιηθούν οι πιο κάτω προϋποθέσεις από τον αιτητή:

 

(1) Καταχώριση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου δυνάμει του θ. 1 της Δ.2.

(2) Καταχώριση εμφάνισης από τον εναγόμενο.

(3) Η αίτηση για συνοπτική απόφαση πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Η ένορκη δήλωση πρέπει να επιβεβαιώνει την αιτία αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και να δηλώνει ότι καθώς πιστεύει - ο ωμόσας - δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

 

Η τήρηση των πιο πάνω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του δικαστηρίου και η μη ικανοποίησή τους στερεί από το δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 135).

 

Ο λόγος της αυστηρής προσέγγισης όσον αφορά την επάρκεια ή πληρότητα της ένορκης δήλωσης επεξηγείται ως πιο κάτω στην Symon & Co. ν. Palmers Stores (1903) Limited [1912] 1 K.B. 259, 266-267:

 

"Trial, as a rule, must precede judgment. Order XIV. provides an extraordinary procedure in certain cases. It is a procedure in which, instead of trial first and then judgment, there is judgment at once and never any trial. Such a procedure must be strictly confined to the specific cases for which it is provided, as set forth in the Order.

… … … … … … … … … ……………………………………………… … … …

 

An application is often made under Order XIV., not with any expectation of success, but in order to induce the defendant to make an affidavit, and so get information on oath as to the nature of his defence. That is not legitimate. If there is no such affidavit as is required by Order XIV., r. 1, there is, I think, no jurisdiction under that Order to give judgment. The judge is bound to leave the action to proceed to trial in the usual way. He can only give judgment without a trial if the conditions mentioned in the rule are satisfied. The question of the sufficiency of the affidavit is, in my opinion, one which goes to jurisdiction."

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Κατά κανόνα η δίκη πρέπει να προηγείται της απόφασης. Η Δ.14 προσφέρει μια ειδική διαδικασία σε ορισμένες υποθέσεις. Είναι διαδικασία κατά την οποία αντί να αρχίζει πρώτα η δίκη και μετά η απόφαση, υπάρχει αμέσως απόφαση και ποτέ δίκη. Τέτοια διαδικασία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά για τις εξειδικευμένες υποθέσεις για τις οποίες προβλέπεται όπως καθορίζεται στον Κανονισμό.

 

… ……………………………………………….. … … … … … … … … … … …

Συχνά γίνεται αίτηση δυνάμει της Δ.14, όχι με προσδοκία επιτυχίας, αλλά για να πεισθεί ο εναγόμενος να κάμει ένορκη δήλωση και με τον τρόπο αυτό να ληφθούν πληροφορίες με όρκο σε σχέση με την φύση της υπεράσπισης. Αυτό δεν είναι νόμιμο. Εάν δεν υπάρχει η ένορκη δήλωση που απαιτείται από τον θ.1 της Δ.14, δεν υπάρχει, νομίζω, δικαιοδοσία δυνάμει της Διαταγής εκείνης για έκδοση απόφασης. Ο Δικαστής υποχρεούται να αφήσει την αγωγή να προχωρήσει σε δίκη με τον συνηθισμένο τρόπο. Μπορεί να εκδώσει απόφαση χωρίς δίκη εάν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός. Το ζήτημα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης είναι ζήτημα που ανάγεται στη δικαιοδοσία."

 

Η Δ.18 πρέπει να εφαρμόζεται στις ξεκάθαρες και αδιαμβισβήτητες υποθέσεις. Σκοπός της, καθώς έχει νομολογηθεί, είναι να καταστήσει ικανό τον ενάγοντα να πάρει συνοπτική απόφαση χωρίς δίκη, εάν μπορεί να αποδείξει την αξίωσή του ξεκάθαρα και εάν ο εναγόμενος δεν είναι σε θέση να εγείρει μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει οποιοδήποτε επίδικο θέμα εναντίον της αξίωσης, το οποίο πρέπει να εκδικαστεί (Βλ. Roberts ν. Plant  [1895] 1 Q.B. 597).

 

Ο πιο πάνω θ. 1 της Δ.18 φαίνεται ότι το θεωρεί σαν δεδομένο ότι ο ενάγων είναι ικανός να κάμει την ένορκη δήλωση, απλώς επειδή είναι ο ενάγων.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα είναι εταιρεία. Δεν μπορεί να ορκισθεί. Κάποιος πρέπει να ορκισθεί στη θέση της. Σύμφωνα, όμως, με ρητή επιταγή του πιο πάνω θεσμού πρέπει να είναι πρόσωπο που είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Η ένορκη δήλωση δεν μπορεί να γίνει από πρόσωπο το οποίο καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει. Ο θ.2 της Δ.39, η οποία διέπει τα του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων προβλέπει ότι οι ένορκες δηλώσεις πρέπει να περιορίζονται στα γεγονότα τα οποία ο μάρτυρας είναι σε θέση να αποδείξει με βάση τη δική του γνώση. Ένορκες δηλώσεις που βασίζονται πάνω στα όσα ο μάρτυρας πληροφορείται και πιστεύει, επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων (Βλ. Stavrinides (πιο πάνω), σελ. 137).

 

Στην Lagos ν. Grunwaldt [1910] 1 Κ.Β. 41, η ένορκη δήλωση έγινε από δικηγόρο ο οποίος ήταν συνέταιρος στο δικηγορικό οίκο που αντιπροσώπευε τον ενάγοντα. Το Εφετείο αποδοκίμασε με αυστηρή γλώσσα τις ένορκες δηλώσεις που βασίζονται πάνω στην πεποίθηση και πληροφορίες του ωμόσαντος. Στη σελ. 48 της απόφασης επισημαίνονται τα πιο κάτω:

"It is obvious on reading this affidavit that the deponent knows nothing whatever personally, and can only swear to the best of his information and belief. The procedure under Order XIV is special ... when I bear in mind the summary proceedings which are founded upon this order, it seems to me that it is most important that the admission of such affidavits by solicitors should not be allowed."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Είναι πρόδηλο από την ανάγνωση της ένορκης δήλωσης ότι ο ωμόσας δεν γνωρίζει τίποτε προσωπικώς, και μπορεί να ορκισθεί από όσα καλύτερα πληροφορείται και πιστεύει. Η διαδικασία δυνάμει της Δ.14 είναι πολύ εξειδικευμένη ... έχοντας υπόψη τη συνοπτική διαδικασία που βασίζεται πάνω στη Δ.14 μου φαίνεται ότι είναι υψίστης σημασίας ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η κατάθεση τέτοιων ενόρκων δηλώσεων από δικηγόρους." 

 

Στην Symon & Co. (πιο πάνω) οι ένορκες δηλώσεις έγιναν από τον Διευθυντή της ενάγουσας εταιρείας με βάση πεποίθηση που σχημάτισε και πληροφορίες που πήρε από πρόσωπα των οποίων δεν δόθηκαν τα ονόματα. Τονίσθηκε (βλ. σελ. 264) ότι αν δεν υπάρχει συμμόρφωση με τα όσα προβλέπονται από την Δ.14 θ.1 σε σχέση με την ένορκη δήλωση δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Πρέπει απαραιτήτως να ικανοποιείται ο όρος που θέτει η Δ.14 θ.1. Το πρόσωπο που ορκίζεται πρέπει να είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Το ζήτημα τέθηκε ως πιο κάτω στη σελ. 266:

 

"It is sufficient to say that the facts essential for the purpose of verifying the cause of action are not here stated on affidavit by a person who can swear positively to them, but by a person who can only vouch information and belief with respect to them; moreover his belief appears to be founded upon information which does not commend itself to me as being satisfactory."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

 "Είναι αρκετό να ειπωθεί ότι τα γεγονότα που είναι απαραίτητα για την επαλήθευση της αιτίας της αγωγής δεν έχουν τεθεί με ένορκη δήλωση από πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά για αυτά, αλλά από πρόσωπο το οποίο επικαλείται πληροφορίες και πεποίθηση σε σχέση με αυτά. Περιπλέον η πεποίθηση του φαίνεται να βασίζεται πάνω σε πληροφορίες οι οποίες δεν μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι ικανοποιητικές."

 

Η παράθεση της νομολογίας δεν θα ήταν πλήρης αν δεν γινόταν αναφορά στην Pathe Freres Cinema Limited v. United Electric Theatres Limited [1914] 3 K.B. 1253, στην οποία η ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής γνώσης του, κρίθηκε ικανοποιητική.

 

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει δυνατότητα για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τον ενάγοντα. Αυτή μπορεί να καταχωρηθεί μετά από άδεια του δικαστηρίου. Το ζήτημα το πραγματεύεται ως πιο κάτω η υπόθεση Les Fils Dreyfus et Cie Anonyme v. Clarke [1958] 1 All E.R. 459, 463:

 

"There always has been and is jurisdiction in the court to allow an affidavit filed in support of an application for summary judgment to be supplemented and in deciding jurisdiction one looks at the matter at the end of the day on the affidavits which have been filed."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

"Πάντοτε το δικαστήριο είχε και έχει εξουσία να επιτρέψει όπως συμπληρώνεται η ένορκη δήλωση, που καταχωρείται προς υποστήριξη αίτησης για συνοπτική απόφαση και όταν αποφασίζει για τη δικαιοδοσία ένας κοιτάζει πως έχει το ζήτημα στο τέλος με βάση τις ένορκες δηλώσεις που έχουν κατατεθεί."

 

Έχουμε την άποψη πως το ζήτημα του κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, εντός της έννοιας της Δ.18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης».

 

Στην υπόθεση Κωνσταντίνος Σπηταλιώτης κ.α. ν. Liberty Life Insurance Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 1113 το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το πρόσωπο που ορκίσθηκε την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση ήταν πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα.  Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσμέτρησαν ότι ο ενόρκως δηλών (α) ήταν γνώστης της επίδικης συμφωνίας αφού ήταν παρών κατά την υπογραφή της, (β) είχε επισυνάψει την πιο πάνω συμφωνία στην ένορκό του δήλωση, (γ) γνώριζε από τα διάφορα έγγραφα της εφεσίβλητης/ενάγουσας τις κινήσεις του λογαριασμού και (δ) είχε τερματίσει ο ίδιος την επίδικη συμφωνία.  Κρίθηκε ότι όλα τα πιο πάνω τον καθιστούσαν πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά για το περιεχόμενο της ένορκής του δήλωσης. 

 

Στην υπόθεση Ευάγγελος Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1051 το πρόσωπο που υπέγραψε την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση ήταν υπάλληλος των εναγόντων/αιτητών, είχε προσωπική γνώση των γεγονότων που αφορούσαν στην αγωγή και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση.  Κατείχε, επίσης, και φύλαττε όλα τα σχετικά έγγραφα, παρακολουθούσε την κίνηση του λογαριασμού και είχε σχέση με την ετοιμασία της κατάστασης του λογαριασμού την οποία και είχε προσυπογράψει.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στην σελίδα 1055:

 

«Ο ομνύοντας διαλαλεί την προσωπική του γνώση στα γεγονότα που αφορούν την αγωγή και την εμπλοκή του ιδίου στην εξέλιξη των γεγονότων διά της παρακολουθήσεως της κινήσεως του λογαριασμού και της συμμετοχής του εις την ετοιμασία σχετικής κατάστασης λογαριασμού την οποία και προσυπογράφει. Προκύπτει από τα λεχθέντα του, που κατ’ αντιπαράθεση με τα γεγονότα στην Δημητρίου (πιο πάνω) δεν αμφισβητήθησαν, πως ήταν πρόσωπο ικανό εντός του ορισμού της Δ.18, θ.1 για να ορκιστεί θετικά τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής όπως και έπραξε παραθέτοντας, εκ του περισσού ίσως, και τα σχετικά έγγραφα. Στην υπόθεση Pathe Freres Cinema Ltd. v. United Electric Theatres Ltd. [1914] 3 K.B. 1253, που μνημονεύεται στην Δημητρίου (πιο πάνω), ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής γνώσης του, κρίθηκε ικανοποιητική».

 

Τέλος, στην υπόθεση Γεώργιος Αγαθαγγέλου Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 274 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στις σελίδες 279-280:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του αναφέρει τα εξής:-

 

“Από νωρίς η νομολογία του Κυπριακού Εφετείου, εφαρμόζοντας αντίστοιχη αγγλική νομολογία, αναγνώρισε και προσδιόρισε την παράμετρο επάρκειας της ένορκης δήλωσης, με σαφή παροχή δυνατότητας προσφοράς ένορκης δήλωσης και από άλλο πρόσωπο παρά τον ίδιο τον ενάγοντα. Στην υπόθεση Stavrinides v. Cheskoslovenska (1972) 1 C.L.R. 130 στη σελίδα 136-137 αναφέρεται:-

 

“There is no doubt that, as our relevant rule stands, an affidavit may be made by another person, apart from the plaintiff, but the rule does not stop there; it must be a person that ‘can swear positively to the facts, verifying the cause of action and the amount claimed’. The deponent must be clearly in a position to swear positively to the facts and the affidavit must show this. It cannot be an affidavit where the deponent can only depose upon information and belief.”

 

H σημερινή πολυπλοκότητα των συναλλαγών σε συνδυασμό με την πολυάριθμη εκπροσώπιση εμπορικών οργανισμών, όπως τραπεζών, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη προσδιορισμού της έκτασης γνώσης και του πεδίου εκδήλωσης των αναγκαίων γεγονότων που στοιχειοθετούν τη βάση έγερσης του αγωγίμου δικαιώματος των εναγόντων, όπως και του εκάστοτε πλαισίου απαίτησης. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 782 την οποία επικαλέστηκαν αμφότεροι οι συνήγοροι, ο καθένας δίδοντας τη δική του ερμηνεία.

.......................................................................................................................... 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου. Ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη διαλαλεί την προσωπική του γνώση στα γεγονότα που αφορούν την αγωγή και την εμπλοκή του ιδίου στην εξέλιξη των γεγονότων με την παρακολούθηση της κινήσεως του λογαριασμού και της συμμετοχής του στην ετοιμασία της σχετικής κατάστασης λογαριασμού, την οποία και προσυπογράφει. Προκύπτει ότι ήταν πρόσωπο ικανό εντός της εννοίας της Δ.18 θ.1 για να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής, όπως και έπραξε, παραθέτοντας και τα σχετικά έγγραφα. Προσθέτουμε ακόμα ότι δεν έχει αντεξετασθεί ο ομνύων από τον δικηγόρο του εφεσείοντα. Στην υπόθεση Pathe Freres Cinema Ltd. v. United Electric Theatres Ltd. [1914] 3 K.B. 1253, ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα ήσαν εντός της προσωπικής του γνώσης, κρίθηκε ικανοποιητική (Βλέπε: Ευαγγέλου Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1051)». 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η ενόρκως δηλούσα είναι υπάλληλος στην Altamira.  Έχει τα καθήκοντα λειτουργού στην Υπηρεσία Διαχείρισης Ενοικιάσεων και ασχολείται με την σύναψη ενοικιαστηρίων συμβολαίων και την είσπραξη και ανάκτηση κατοχής ακινήτων και οφειλόμενων ενοικίων από νομικά και φυσικά πρόσωπα τα οποία είχαν συμβληθεί με τα πρώην Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα και την Αιτήτρια.  Στην προκειμένη περίπτωση οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν συμβληθεί με το πρώην Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ.  Η Αιτήτρια έχει αναθέσει την διαχείριση των ακινήτων της στην Altamira.  Στα πλαίσια των καθηκόντων της η ενόρκως δηλούσα έχει στην κατοχή της έγγραφα ή αντίγραφα εγγράφων, αναλόγως της περίπτωσης, που αφορούν στην σύναψη ενοικιαστηρίων συμβολαίων, την είσπραξη και ανάκτηση κατοχής ακινήτων και οφειλόμενων ενοικίων.  Η ενόρκως δηλούσα γνωρίζει τα γεγονότα που αφορούν στην παρούσα υπόθεση είτε από προσωπική γνώση είτε από τα προαναφερόμενα έγγραφα και ό,τι από αυτά προκύπτει.  Τα πρωτότυπα των εγγράφων των οποίων επισυνάπτονται αντίγραφα βρίσκονται υπό την φύλαξη και έλεγχο της Αιτήτριας.  Παρουσιάσθηκαν ως τεκμήρια αφού η ενόρκως δηλούσα τα σύγκρινε με τα πρωτότυπα και διαπίστωσε την ορθότητά τους.        

 

Η ενόρκως δηλούσα μπορεί να αναφέρει ότι εργάζεται ως λειτουργός στην Υπηρεσία Διαχείρισης Ενοικιάσεων της Altamira, παραλείπει, όμως, να υποδείξει την ακριβή της σχέση με την υπόθεση.  Συναφώς δεν αναφέρει ότι είναι η υπάλληλος που χειρίζεται και παρακολουθεί την υπόθεση στην οποία αφορά η παρούσα αγωγή και ότι ένεκα αυτής της της ιδιότητας έχει στην κατοχή της και τα έγγραφα που επισύναψε στην ένορκό της δήλωση.  Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι ούτε καν ανέφερε από πότε άρχισε να εργάζεται στην Altamira ή πότε έγινε η ανάθεση στην τελευταία από την Αιτήτρια.  Αν ο διορισμός της ή η ανάθεση ήταν πρόσφατοι φρονώ πως θα ήταν δυσκολότερο να με πείσει ότι είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. 

 

Επίσης δεν ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα που επισυνάπτει στην ένορκό της δήλωση βρίσκονται υπό τον έλεγχο ή την φύλαξή της.  Διερωτώμαι, λοιπόν, τι είδους κατοχή έχει των εγγράφων.  Δεν ισχυρίσθηκε πάντως ότι είναι η μοναδική λειτουργός στην Υπηρεσία.  Στην υπόθεση Ευάγγελος Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1051 προσμέτρησαν σοβαρά στην κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το πρόσωπο που υπέγραψε την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση, μεταξύ άλλων, κατείχε και φύλαττε όλα τα σχετικά έγγραφα και είχε εμπλοκή στην εξέλιξη των γεγονότων διά της παρακολούθησης της κίνησης του λογαριασμού και της συμμετοχής του στην ετοιμασία σχετικής κατάστασης λογαριασμού την οποία και είχε προσυπογράφει.

 

Επίσης δεν εξειδικεύει αναφορικά με ποια γεγονότα έχει προσωπική γνώση και αναφορικά με ποια άλλα η γνώση της αντλείται από τα επισυναπτόμενα έγγραφα.  Ούτε και αναφέρει ποια είναι τα γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση τους από τρίτους.  Δικαιολογείται, επομένως, το Δικαστήριο να αναλογισθεί ότι η ενόρκως δηλούσα ενδεχομένως και να μην έχει προσωπική γνώση για τα γεγονότα τα οποία αναφέρει στην ένορκό της δήλωση ή για τα περισσότερα από αυτά.  Αφού συν τοις άλλοις δεν αναφέρει και πώς απέκτησε την γνώση αυτή ούσα υπάλληλος μιας τρίτης εταιρείας και δη για γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν την ανάθεση στην Altamira.  Η δε δήλωσή της ότι για κάποια γεγονότα η γνώση της αντλείται μόνο μέσα από τα επισυναπτόμενα έγγραφα και ό,τι από αυτά προκύπτει δεν είναι ικανοποιητική.  Ούτε και η δήλωσή της ότι κάποια γεγονότα περιήλθαν σε γνώση της από τρίτους.  Γνώση η οποία αντλείται από τρίτους ή μόνο μέσα από έγγραφα χωρίς στην τελευταία περίπτωση να υπάρχει γνώση της υπόθεσης μέσω του χειρισμού της και παρακολούθησης της πορείας της δεν συνιστά θετική γνώση και δη εντός της έννοιας της Δ.18, θ.1(α) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.  

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω δεν αποκλείεται η ενόρκως δηλούσα να προέβη στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση χωρίς καν να γνωρίζει την υπόθεση ή να ασχολήθηκε οποτεδήποτε μαζί της.  Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν κάνει καμία νύξη για την οποιαδήποτε τυχόν εμπλοκή της στην υπόθεση. 

 

Ακολουθεί ότι δεν καταδείχθηκε ότι η ενόρκως δηλούσα είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώσει τις αιτίες της αγωγής και τα αξιούμενα ποσά.  Τούτου δοθέντος το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση επί της ουσίας.  Είναι δε υποχρεωμένο να αφήσει την αγωγή να προχωρήσει σε δίκη με τον συνηθισμένο τρόπο. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω η υπό κρίση αίτηση δεν μπορεί παρά να έχει απορριπτική κατάληξη. 

 

Συνακόλουθα η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων 1 και 2/Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.  

 

 

                                                                                (Υπ.) ….…………………………

                                                                                             Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο