ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.

        

                                                                                             Αίτηση/Έφεση: 32/21

 

 

 

Αναφορικά με τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965

 

 

Αναφορικά με τον Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος, Κεφ. 224, άρθρο 80

 

 

 

                                              Αναφορικά με την Αίτηση της  

 

 

Hellenic Bank Public Company Ltd   

                                                                      Αιτήτρια/Εφεσείουσα

 

                                                                   και

 

  1. NAKIS EVAGOROU DEVELOPMENT LTD μέσω του Παραλήπτη-Διαχειριστή της Λεωνίδα Κίμωνος
  2. Appel David Barry

                                              3. Appel Rosemary Helen   

 

 

Ως τροποποιήθηκε δυνάμει Ειδοποίησης ημερομηνίας 24.2.23

 

 

Themis Portfolio (S1) Management Holdings Ltd  

                                                                      Αιτήτρια/Εφεσείουσα

 

                                                                   και

 

  1. NAKIS EVAGOROU DEVELOPMENT LTD μέσω του Παραλήπτη-Διαχειριστή της Λεωνίδα Κίμωνος
  2. Appel David Barry

                                              3. Appel Rosemary Helen   

 

 

 

 

Ημερομηνία: 10.1.24    

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια/Εφεσείουσα: κκ Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ  

Για τους Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3/Εφεσίβλητους: κκ Χρ. Ζαμπάς & Σία ΔΕΠΕ

Για το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού (ενδιαφερόμενο μέρος): κ Α. Μελάς    

 

 

      --------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Αφορμή για την έκδοση της παρούσης απόφασης αποτέλεσε απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λεμεσού, από τώρα και στο εξής «ο Διευθυντής», ημερομηνίας 1.2.21 με την οποία ο Διευθυντής ενημέρωσε την Hellenic Bank Public Company Ltd ότι θα προχωρούσε «στην ακύρωση των πιο πάνω υποθηκών και στη μεταβίβαση του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/ΧΧΧΧ στο ΧΧΧΧ Λεμεσού επ’ ονόματι των αγοραστών εκτός αν προσκομίσετε εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής διάταγμα Δικαστηρίου που να διατάσσει διαφορετικά».  Η εκκαλούμενη απόφαση επισυνάπτεται στην κυρίως αίτηση ως Παράρτημα Α.  Αγοραστές είναι οι Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3/Εφεσίβλητοι 2 και 3 αντίστοιχα, από τώρα και στο εξής «οι Εφεσίβλητοι». 

 

Σημειώνεται ότι η Καθ’ ης η αίτηση 1/Εφεσίβλητη 1 δεν εμφανίσθηκε στην διαδικασία.  Η πλευρά των Εφεσίβλητων καταχώρησε ένσταση συνοδευόμενη από ένορκο δήλωση.  Το ίδιο και ο Διευθυντής στον οποίο δόθηκε από το Δικαστήριο η άδεια να εμφανισθεί ως ενδιαφερόμενο μέρος στην διαδικασία.  Οι ενστάσεις συνοδεύονται από ένορκες δηλώσεις.    

 

Η παρούσα αίτηση/έφεση σχετίζεται με πιστωτική διευκόλυνση που έχει μεταβιβασθεί από την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ στην νυν Αιτήτρια/Εφεσείουσα, Themis Portfolio (S1) Management Holdings Ltd, από τώρα και στο εξής «η Εφεσείουσα», δυνάμει του Νόμου 169(Ι)/2015, ως τροποποιήθηκε, και του Σχεδίου Διακανονισμού το οποίο επικυρώθηκε στις 7.2.23 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 22.2.23.     

 

Με την παρούσα αίτηση/έφεση αξιώνονται από την Εφεσείουσα τα ακόλουθα διατάγματα τα οποία παρατίθενται αυτούσια:

 

A.        Διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 01/02/2021 η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α.

 

Β.      Διάταγμα και/ή Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται και/ή κηρύσσεται αντισυνταγματική και άκυρη και άνευ νομικής ισχύος και/ή νομικά και πραγματικά εσφαλμένη η απόφαση και/ή διαδικασία που αναφέρεται στην Ειδοποίηση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 01/02/2021, ήτοι το  Παράρτημα Α.

 

Γ.       Διάταγμα και/ή Απόφαση και/ή Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσει τις πρόνοιες των Άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ στον Νόμο 9/1965 ως αυτές τροποποιήθηκαν με τον Ν139(Ι)/2015, Ν118(Ι)/2019 και Ν195(Ι)/2020, αντισυνταγματικές και/ή άκυρες και/ή ότι παραβιάζουν τα Άρθρα 23, 25, 26 και 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Δ.      Διάταγμα και/ή Απόφαση και/ή Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσει τις πρόνοιες των Άρθρων 44ΙΘ και 44ΚΒ στον Νόμο 9/1965 ως αυτές τροποποιήθηκαν με τον Ν139(Ι)/2015, Ν118(Ι)/2019 και Ν195(Ι)/2020, αντισυνταγματικές και/ή άκυρες και/ή ότι παραβιάζουν τα Άρθρα 23, 25, 26 και 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ε.      Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο Διευθυντής του Κτηματολογίου όπως διαγράψει την Αίτηση Εγκλωβισμένου Αγοραστή ΧΧΧ/ΧΧΧΧ από τα μητρώα του και/ή όπως διαγράψει την προαναφερόμενη Αίτηση από τα στοιχεία που είναι εγγεγραμμένα ως σημείωση ή άλλως πως έναντι του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/ΧΧΧΧΧ, Τμήμα 0, Φ/Σχ. ΧΧ/ΧΧ, Τεμάχιο ΧΧΧΧ, ΧΧΧΧ, Λεμεσός και/ή τερματίσει οριστικά την οποιαδήποτε περαιτέρω προώθηση της.

 

ΣΤ.   Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε θεωρηθεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις από το  Δικαστήριο.

 

Ζ.      Έξοδα πλέον ΦΠΑ.

 

Αναφορικά με την ένσταση των Εφεσίβλητων υποδεικνύονται τα ακόλουθα.  Οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 1, 2, 4 και 5 προσβάλλουν το κύρος και γενικά την υπόσταση της αίτησης/έφεσης.  Δεν προωθήθηκαν, όμως, με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου τους και για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι δικαίως μπορεί να λεχθεί ότι εγκαταλείφθηκαν.  Συνακόλουθα δεν συντρέχει λόγος εξέτασής τους.     

 

Ένας από τους λόγους έφεσης – υπό παράγραφο (ι) - είναι ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.  Καθίσταται αντιληπτό ότι αν αυτός ο λόγος έφεσης έχει έρεισμα η εκκαλούμενη απόφαση είναι έκθετη σε παραμερισμό και η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης καθίσταται περιττή.    

 

Θεωρώ ότι το έργο του Διευθυντή είναι οιονεί δικαστικό και δικαστική, επομένως, είναι και η αποστολή του.  Κατ’ επέκταση ο Διευθυντής έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφαση του.  Ακολουθεί ότι οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της αιτιολογίας δικαστικής απόφασης εφαρμόζονται και στην περίπτωση αποφάσεων του Διευθυντή και, επομένως, ισχύουν και αφορούν και στην εκκαλούμενη απόφαση.   

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της αιτιολογίας δικαστικής απόφασης αναφέρονται σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 CLR 235 λέχθηκαν τα ακόλουθα στις σελίδες 238-239:

 

«Paragraph 2 of Article 30 of our Constitution provides that the judgment of a Court, in civil or criminal proceedings, “shall be reasoned”.

 

Even prior to the coming into force of the Constitution such a requirement existed, in relation to criminal proceedings, by virtue of section 113 (1) of the Criminal Procedure Law (Cap. 155); and though no similar statutory provision exists in relation to civil proceedings, such a requirement has to be taken as being inherent in the very notion of the proper determination of a dispute inter partes;  in this respect Stavrinides, J. has observed in Papaellina v. Epco (Cyprus) Ltd. and Lion Products Ltd. (1967) 1 C. L.R. 338 at p. 362, that there is a “need for the trial Judge to formulate clearly in his judgment  the specific issue or issues of fact arising between the parties and to state his finding on such issue or each one of such issues”, and that “judges trying civil disputes should unfailingly” do so.

 

Of course, the answer to the question as to whether or not a judgment is “reasoned”, in the sense, now, of Article 30.2 of the Constitution, depends - as it has depended all along in relation to the aforementioned statutory provision applicable to criminal proceedings - on the circumstances of each case (see Sava v. The Police XVIII C.L.R. 192, Constanti v. The District Officer, Famagusta 1962 C.L.R. 96 and Frixou v. The Police (1963) 1 C.L.R. 83).

 

In the present instance there can be no doubt that the appellant did adduce evidence, including expert evidence, in support of her claim; this is abundantly clear from the record before us and we cannot agree, in this connection, with the opposite view of the trial Court; nor can we agree with the trial Court´s view that the claim of the appellant was not “sufficiently” pleaded.

 

The respondent gave evidence, himself, refuting the appellant´s claim.

 

It was up to the trial Court to determine the issues which had, thus, arisen and to give its reasons for its determination; and it has completely failed to do so.

 

We are forced, therefore, to the conclusion that the judgment under appeal is not “reasoned” in the sense of Article 30.2 of the Constitution; in fact, such judgment, as pronounced, does not amount to a sufficient judicial determination of the dispute between the parties.

 

Once this is so we have to set it aside and order a new trial.

 

As stated by Vassiliades P.  in Panayi v. The Police (1968) 2 C.L.R. 124 at p. 126: “We cannot give substance to the legal provisions” - in Article 30.2 of the Constitution and section 113 (1) of Cap. 155 - “governing the matter before us, by merely stating our views thereon.  We must give effect to such provisions.  We feel constrained to set aside the conviction based on the judgment before us; and in the interests of justice order a new trial”.

 

Such a course is also prescribed by Article 35 of the Constitution which lays down, inter alia, that the judicial authorities of the Republic “shall be bound to secure, within the limits of their respective competence, the efficient application of the provisions of this Part”; one of such provisions being Article 30.2.

 

For all the foregoing reasons we order that the judgment under appeal be set aside and that there should be a new trial of the action before another Bench».

 

Σε μετάφραση:

 

«Η παράγραφος 2 του Άρθρου 32 του Συντάγματος μας προνοεί ότι η απόφαση ενός Δικαστηρίου σε αστικές ή ποινικές υποθέσεις “πρέπει να είναι αιτιολογημένη”.      

 

Ακόμα και πριν τεθεί σε ισχύ το Σύνταγμα τέτοια απαίτηση υπήρχε σε σχέση με ποινικές διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 113(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155).  Και παρόλο που δεν υπάρχει παρόμοια νομοθετική πρόνοια σε σχέση με αστικές διαδικασίες μια τέτοια απαίτηση πρέπει να εκλαμβάνεται ως σύμφυτη εντός της έννοιας αυτής καθαυτής του ορθού καθορισμού της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.  Με αυτή την έννοια ο Δικαστής Σταυρινίδης παρατήρησε στην Papaellina v. Epco (Cyprus) Ltd, and Lion Products Ltd. (1967) 1 CLR 338 στην σελίδα 362, ότι υπάρχει η “ανάγκη όπως ο πρωτόδικος Δικαστής θέτει με διαύγεια στην απόφασή του το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα επίδικα ζητήματα τα οποία αναφύονται μεταξύ των διαδίκων και αναφέρει το εύρημά του επί αυτού του ζητήματος ή ενός έκαστου των ζητημάτων αυτών” και ότι “οι δικαστές που δικάζουν αστικές διαφορές θα πρέπει πάντοτε” έτσι να πράττουν. 

 

Βεβαίως, η απάντηση στο ερώτημα αν κατά πόσο μια απόφαση είναι αιτιολογημένη ή όχι εντός της έννοιας, τώρα, του άρθρου 30.2 του Συντάγματος εξαρτάται – όπως ανέκαθεν εξαρτούνταν σε σχέση με την πιο πάνω αναφερόμενη νομοθετική πρόνοια που εφαρμόζεται σε ποινικές διαδικασίες – από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Sava v. The Police XVIII C.L.R. 192, Constanti v. The District Officer, Famagusta 1962 C.L.R. 96 και Frixou v. The Police (1963) 1 C.L.R. 83)».

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσείουσα προσκόμισε μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης και μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, προς υποστήριξη της απαίτησής της.  Αυτό είναι πέρα για πέρα καθαρό από τα πρακτικά (που βρίσκονται) ενώπιόν μας και δεν μπορούμε, σε σχέση με αυτό, να συμφωνήσομε, με την αντίθετη άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ούτε και μπορούμε να συμφωνήσομε με την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η απαίτηση της εφεσείουσας δεν ήταν επαρκώς δικογραφημένη. 

 

Ο εφεσίβλητος έδωσε ο ίδιος μαρτυρία αμφισβητώντας την απαίτηση της εφεσείουσας. 

 

Εναπόκειτο στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καθορίσει τα ζητήματα, που αναφύονταν και να δώσει τους λόγους του για τον καθορισμό αυτό.  Και έχει εντελώς αποτύχει να πράξει τούτο. 

 

Κατά συνέπεια, είμαστε αναγκασμένοι να καταλήξομε στο ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι «αιτιολογημένη» εντός της έννοιας του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.  Κατ’ ουσία, η απόφαση που απαγγέλθηκε δεν συνιστά επαρκή δικαστικό καθορισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. 

 

Αφ’ ης στιγμής έτσι έχουν τα πράγματα πρέπει να την παραμερίσομε και να διατάξομε νέα δίκη. 

 

Όπως λέχθηκε από τον Πρόεδρο Βασιλειάδη στην Panayi v. The Police (1968) 2 C.L.R. 124 στην σελίδα 126: “Δεν μπορούμε να αποδώσομε ουσία στις νομικές πρόνοιες – στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 113(1) του Κεφ. 155 – που διέπουν το θέμα ενώπιόν μας, με το να εκθέσομε απλώς τις απόψεις μας επ’ αυτού.  Πρέπει να εφαρμόσομε αυτές τις πρόνοιες.  Αισθανόμαστε αναγκασμένοι να παραμερίσομε την καταδίκη η οποία βασίζεται στην ενώπιόν μας απόφαση.  Και να διατάξομε νέα δίκη προς το συμφέρον της δικαιοσύνης”.       

 

Μια τέτοια προσέγγιση προνοείται και από το Άρθρο 35 του Συντάγματος το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας “θα υποχρεούνται να διασφαλίζουν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους την αποτελεσματική εφαρμογή των προνοιών του Μέρους αυτού ”, εκ των οποίων μια από αυτές είναι το Άρθρο 30.2.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους διατάσσομε όπως η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερισθεί και διεξαχθεί νέα δίκη της υπόθεσης ενώπιον άλλης σύνθεσης».  

 

Στην υπόθεση Antonis Georghiou, Alias Petsas v. The Republic (1973) 2 CLR 84 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«The requirement that reasons be given in a judgment is mentioned in Article 30.2 of our Constitution as well as in section 113 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155; in our view, the answer to the question as to whether or not such requirement has been satisfied, in any particular case, depends on whether sufficient reasons have been given in order to deal with the main issues raised in the case; and, in this respect, we can find nothing wrong with the judgment appealed from».

 

Σε μετάφραση:

 

«Η απαίτηση όπως δίδεται αιτιολογία σε μια απόφαση αναφέρεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματός μας καθώς επίσης στο άρθρο 113(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Κατά την άποψή μας η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο αυτή η απαίτηση έχει ικανοποιηθεί ή όχι σε κάθε υπόθεση εξαρτάται από το αν δόθηκαν επαρκείς λόγοι για το πώς αποφασίσθηκαν τα επίδικα ζητήματα στην υπόθεση.  Και υπό αυτή την έννοια δεν μπορούμε να βρούμε σφάλμα στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση».      

Στην υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Χ΄΄Πιέρα (1981) 1 CLR 560 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«… we must point out that the need to reason a judgment is not only dictated by Article 30.2 of the Constitution, but also it is essential in the interests of justice.  Adequate judicial reasoning and its soundness upholds faith in the law and strengthens confidence in the judiciary.  Recently, in Civil Appeal No. 6075, we had occasion to refer to the ingredients of due reasoning.  The evidence must be analysed in the light of the issues as defined by the pleadings, and the necessary findings must be made succinctly ... Thereafter, there should be a clear judicial pronouncement, indicating the outcome of the case (see, Theodore Ioannidou v. Charilaos Dhikeos (1969) 1 C.L.R. 235).  At the end of the day, one should be left in no doubt as to the course of judicial proceedings and the reasons for arriving at a giver result».

 

Σε μετάφραση:

 

« … πρέπει να υποδείξομε ότι η ανάγκη για αιτιολόγηση μιας απόφασης δεν υπαγορεύεται μόνο από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, αλλά είναι, επίσης, αναγκαία για το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Η επαρκής δικαστική αιτιολογία και η ευρωστία της προσδίδουν πίστη στον νόμο και ενδυναμώνουν την εμπιστοσύνη προς την δικαστική εξουσία.  Πρόσφατα στην Πολιτική Έφεση 6075 είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στα συστατικά της δέουσας αιτιολογίας.  Η μαρτυρία πρέπει να αναλύεται υπό το φως των ζητημάτων όπως αυτά καθορίζονται από τις έγγραφες προτάσεις και τα αναγκαία ευρήματα να γίνονται συνοπτικά ...  Ακολούθως, η απόφαση θα πρέπει να απαγγέλλεται ώστε να καταδειχθεί η έκβαση της υπόθεσης.  Στο τέλος της ημέρας κανείς δεν πρέπει να μείνει με οποιαδήποτε αμφιβολία για την πορεία των δικαστικών διαδικασιών και τους λόγους για την κατάληξη σε ένα δεδομένο αποτέλεσμα».     

 

Τέλος, στην υπόθεση Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Αντώνη Κιμωνή (1989) 1 CLR 132 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

           «Στην υπόθεση Mounir Boustani v. Linmare Shipping Company Limited (1984) 1 A.A.Δ. 354, η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε πρωτόδικη απόφαση που εξέδωσε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αγωγή δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου και διέταξε την επανεκδίκαση της αγωγής για να εξεταστεί εκ νέου και ενώπιον άλλου Δικαστή η απαίτηση των εφεσιβλήτων μέσα στα πλαίσια των εγγράφων προτάσεών τους και για να αποφανθεί, μετά από ορθή εκτίμηση των γεγονότων στο σύνολό τους, αν οι εφεσίβλητοι δικαιούνται στις θεραπείες που ζητούσαν, όλες ή μερικές, ή όχι, πράγμα που δεν είχε γίνει με την επίδικη πρωτόδικη απόφαση.

 

           Στις υποθέσεις Παπαέλληνα ν. EPCO (Cyprus) Ltd.  και Lion Products Ltd. (1967) 1 Α.Α.Δ. 338, και Μιχαήλ Χρίστου και άλλου ν. Μαρίας Αγγελίδου και άλλου (1984) 1 Α.Α.Δ. 492, τονίστηκε με ιδιαίτερη έμφαση το καθήκον του πρωτόδικου Δικαστή αστικών διαφορών να διατυπώσει καθαρά μέσα στην απόφασή του τα πραγματικά επίδικα θέματα και να αναφέρει τα ευρήματά του αναφορικά με κάθε ένα από τα θέματα αυτά ξεχωριστά.  Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστή να εκτελέσει το πιο πάνω καθήκον στις δύο αυτές υποθέσεις οδήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην ακύρωση των δυο πρωτόδικων αποφάσεων και στην έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση των αντίστοιχων αγωγών από άλλο Δικαστή.  Το πιο πάνω καθήκον του πρωτόδικου Δικαστή αστικών διαφορών πηγάζει από τη βασική αρχή που έχει καθολική εφαρμογή, και η οποία απαιτεί κάθε δικαστική απόφαση να αποτελεί επαρκή δικαστική κρίση όλων των διαφορών μεταξύ των διαδίκων.  Βλέπε επί του προκειμένου τις υποθέσεις Θεοδώρα Ιωαννίδου ν. Χαρίλαου Δίκαιου (169) 1 Α.Α.Δ. 235, Ανδρούλλα Χάμπου και άλλων ν. Μαρίας Αγγελίδου (ανωτέρω).

 

Ένα άλλο βασικό καθήκον κάθε Δικαστή, που είναι συνυφασμένο με το δικαστικό λειτούργημα και αναφορικά με το οποίο το άρθρο 30.2 του Συντάγματος μας έχει δημιουργήσει αντίστοιχο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα των διαδίκων σε κάθε αστική ή ποινική διαδικασία, είναι το καθήκον που πηγάζει από την ανάγκη οι δικαστικές αποφάσεις να είναι αιτιολογημένες.  Η έκταση της αιτιολογίας που απαιτείται εξαρτάται από τα περιστατικά και τα επίδικα θέματα της κάθε υπόθεσης.  Όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο δικαστής αστικής διαφοράς έχει συμμορφωθεί με το πιο πάνω καθήκον αν με την απόφασή του: (α) δεν έχει προβεί σε ανάλυση της μαρτυρίας ενώπιόν του υπό το φως των επίδικων θεμάτων όπως καθορίζονται από τις έγγραφες προτάσεις, (β) δεν έχει κάμει συγκεκριμένα ευρήματα αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση, και (γ) δεν προβεί σε δικαστική απαγγελία για το τελικό αποτέλεσμα της δίκης.  Η περίμετρος της έκτασης της απαραίτητης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές διαφορές καθορίστηκε με τον πιο πάνω τρόπο στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd. και άλλου ν. Στέλιου Τρύφωνα και Υιών Λτδ (1981) 1 Α.Α.Δ. 540 και έχει υιοθετηθεί σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ενδεικτικά αναφέρω την υπόθεση Μιχαήλ Χρίστου ν. Μαρίας Αγγελίδου (ανωτέρω).  Δικαστική απόφαση που δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία, όπως αναφέρεται πιο πάνω, υπόκειται σε ακύρωση και η υπόθεση στην οποία έχει εκδοθεί επανεκδικάζεται.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποχρέωση του Διευθυντή να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση σε περίπτωση μη τεκμηρίωσης της ένστασης θεσμοθετήθηκε πλέον με τον τροποποιητικό Νόμο 118(Ι)/19 με τον οποίο προστέθηκε το εδάφιο 8 στο άρθρο 44ΚΒ του Νόμου 9/1965, όπως τροποποιήθηκε, από τώρα και στο εξής «ο Νόμος», το οποίο προνοεί ως ακολούθως: 

 

«Σε περίπτωση µη τεκµηρίωσης της υποβληθείσας δυνάµει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ένστασης, ο Διευθυντής προχωρεί σε έκδοση αιτιολογηµένης απόφασης, την οποία κοινοποιεί στο ενιστάµενο πρόσωπο και στον αγοραστή, µε την οποία πληροφορεί τον ενιστάµενο για τους λόγους απόρριψης της ένστασής του, καθώς και για την απόφασή του να προχωρήσει στη διαδικασία µεταβίβασης του ακινήτου, εκτός εάν, εντός χρονικού διαστήµατος τριάντα (30) ηµερών από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης προσκοµίσει εκδοθέν δικαστικό διάταγµα που να απαγορεύει τη µεταβίβαση του ακινήτου».

 

Το ερώτημα που, επομένως, τίθεται επί τάπητος είναι κατά πόσο η απορριπτική απόφαση του Διευθυντή στην προκειμένη περίπτωση είναι αρκούντως αιτιολογημένη. 

 

Το εδάφιο (3) του άρθρου 44ΚΒ του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Ο αγοραστής, ο πωλητής ή ο ενυπόθηκος δανειστής, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο προς όφελος του οποίου επενεργεί εµπράγµατο βάρος ή απαγόρευση δύναται εντός σαράντα πέντε (45) ηµερών από την ηµεροµηνία παραλαβής της ειδοποίησης, σύµφωνα µε το εδάφιο (1), να υποβάλει ένσταση στο Διευθυντή για τους ακόλουθους λόγους:

 

(α) Ότι δεν εκπληρώθηκαν πλήρως οι συµβατικές υποχρεώσεις του αγοραστή έναντι του πωλητή, ή

 

(β) ότι η σύµβαση µεταξύ του πωλητή και του αγοραστή είναι άκυρη ή/και έχει τερµατιστεί δυνάµει διατάγµατος Δικαστηρίου:

 

Νοείται ότι, ο Διευθυντής σε περίπτωση τεκµηρίωσης της ένστασης δεν προβαίνει σε µεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας επ’ ονόµατι του αγοραστή:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Διευθυντής σε περίπτωση µη τεκµηρίωσης της ένστασης προχωρεί σύµφωνα µε τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (2)».

 

Το κρίσιμο μέρος από την εκκαλούμενη απόφαση έχει ως ακολούθως:

 

«2. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 44ΚΒ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, αρ. 9/1965, ένσταση μπορεί να υποβληθεί στον Διευθυντή για τον λόγο ότι δεν εκπληρώθηκαν πλήρως οι συμβατικές υποχρεώσεις του αγοραστή έναντι του πωλητή ή ότι η σύμβαση μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή είναι άκυρη ή/και έχει τερματισθεί δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου.

 

3.Ως εκ τούτου ο Διευθυντής δεν αποδέχεται την ένσταση σας».   

 

Υποδεικνύονται τα ακόλουθα: 

 

  1. στην απόφαση του ο Διευθυντής παρέθεσε απλά τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και παρέλειψε να υποδείξει σε ποιον από τους λόγους που καθορίζει ο Νόμος βάσισε την απόφαση του να μην αποδεχθεί την ένσταση της Εφεσείουσας

 

  1. παρέλειψε να υποδείξει στην απόφασή του τα στοιχεία ή την μαρτυρία η οποία προσκομίσθηκε και από τις δυο πλευρές, ήτοι τους Εφεσίβλητους, από την μια, και την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, από την άλλη

 

  1. δεν αποκάλυψε πώς αξιολόγησε και/ή συνεκτίμησε τα ενώπιόν του προσκομισθέντα στοιχεία/δεδομένα και παρέλειψε να δικαιολογήσει γιατί δέχθηκε τα στοιχεία που του προσκόμισαν οι Εφεσίβλητοι και γιατί δεν δέχθηκε τα στοιχεία που του προσκόμισε η Τράπεζα.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω είναι πέρα από έκδηλο ότι η απόφαση του Διευθυντή στερείται παντελούς αιτιολογίας. 

 

Η ενέργεια του Διευθυντή μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση του να παρουσιάσει τα στοιχεία που του παρουσίασαν οι Εφεσίβλητοι προς την κατεύθυνση ότι εκπλήρωσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις έναντι του πωλητή δεν υποκαθιστά την απόφαση του Διευθυντή.  Καθότι δεν επαφίεται στο Δικαστήριο να αξιολογήσει αυτή την μαρτυρία, αλλά στον Διευθυντή τον ίδιο.  Στο Δικαστήριο επαφίεται ο έλεγχος της ορθότητας της αξιολόγησης και, κατ’ επέκταση, της απόφασης του Διευθυντή.   

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος παραμερισμού της εκκαλούμενης απόφασης.  H εξέταση οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων παρέλκει.  Θεωρώ, επίσης ορθό και δίκαιο να εκδώσω διάταγμα ως η παράγραφος (Ε) της αίτησης/έφεσης.  Σημειώνεται ότι ουδείς εκ των Εφεσίβλητων ή του Διευθυντή δεν διατύπωσαν οποιαδήποτε ένσταση στο αιτητικό αυτό.      

 

Τα έξοδα της κυρίως αίτησης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα σύμφωνα με τον πάγιο κανόνα.  Το αποτέλεσμα της κυρίως αίτησης θα ακολουθήσουν και τα έξοδα της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 24.2.21 δυνάμει της οποίας στις 2.3.21 εκδόθηκε μονομερώς προσωρινό διάταγμα.  Στις 5.10.21 το εν λόγω διάταγμα κατέστη απόλυτο και το Δικαστήριο διέταξε όπως τα έξοδα της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 24.2.21 είναι στην πορεία της κυρίως αίτησης.   

 

Συνακόλουθα εκδίδεται διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λεμεσού (Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού) ημερομηνίας 1.2.21. 

 

Εκδίδεται, επίσης, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λεμεσού (Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού) όπως διαγράψει την Αίτηση Εγκλωβισμένου Αγοραστή 657/2016 από τα μητρώα του και/ή όπως διαγράψει την προαναφερόμενη Αίτηση από τα στοιχεία που είναι εγγεγραμμένα ως σημείωση ή άλλως πως έναντι του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/ΧΧΧΧΧ, Τμήμα 0, Φ/Σχ. ΧΧ/ΧΧ, Τεμάχιο ΧΧΧΧ, ΧΧΧΧ, Λεμεσός.

 

Το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς στις 2.3.21 και οριστικοποιήθηκε στις 5.10.21 ακυρώνεται.    

Τα έξοδα της αίτησης/έφεσης καθώς και τα έξοδα της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 24.2.21 επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας/Εφεσείουσας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3/Εφεσίβλητων 2 και 3 αντίστοιχα και του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λεμεσού αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

                                                                             (Υπ.) ………………………………

                                                                                           Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο