ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: K. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

                                                                                    ΓΑΙ240/2022 (e-justice)

ΜΕΤΑΞΥ: 

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

                                                                                    Αιτητών

και

 

                               1. ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

                               2. ΜΙΛΤΑΣ ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

                               3. ΜΙΧΑΛΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

                               4. ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

                                                                                    Καθ’  ων η αίτηση

----------------------

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19/1/2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητές: ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για καθ΄ ων η αίτηση 1 μέχρι 4: Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτητές ζητούν όπως η διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, στις 15/11/2012 καταχωρηθεί και εγγραφεί για εκτέλεση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Η αίτηση βασίζεται στα άρθρα 49Γ, 49Δ, 49Ε, 49ΣΤ και 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, όπως τροποποιήθηκε, στους θεσμούς 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών, στα άρθρα 21 και 30 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.47, Δ.48 Θ.2 και Δ.64 και τέλος, στην εγγενή εξουσία του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εμφαίνονται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση τής Άντρεας Ιωαννίδου. Συνοπτικά είναι τα εξής:

 

Η διαιτητική απόφαση (τεκμ. 1 στην ένορκη δήλωση της ομνύουσας) εκδόθηκε προς όφελος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού ΛΤΔ και γνωστοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση 1 μέχρι 4 με την επίδοση σχετικών ειδοποιήσεων, στις 18/6/2013, 5/6/2013, 3/8/2022 και 1/10/2013, αντίστοιχα. Με τις εν λόγω ειδοποιήσεις, οι καθ’ ων η αίτηση ενημερώνονταν για την έκδοση της απόφασης και για το δικαίωμά τους να ασκήσουν έφεση εναντίον της απόφασης, εντός 21 ημερών από την ημερά της επίδοσης. Εξ όσων γνωρίζει και πιστεύει αυτοί δεν αμφισβήτησαν και ούτε άσκησαν έφεση εναντίον της απόφασης, ως προνοεί ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος και έτσι, η απόφαση κατέστη οριστική και τελεσίδικη και δύναται να εγγραφεί και να εκτελεστεί ως απόφαση Δικαστηρίου. Εξ όσων καλύτερα γνωρίζει και πιστεύει και εξ όσων τη συμβουλεύουν οι δικηγόροι τους είναι ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως το Δικαστήριο παραχωρήσει άδεια για εκτέλεση της απόφασης, όπως εκδόθηκε και οριστικοποιήθηκε, ως απόφαση Δικαστηρίου.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 30 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο καθ’ ου η αίτηση 3, κατ’ εξουσιοδότηση και των καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 4.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων  δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Με το 15ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η ενόρκως δηλούσα για τους αιτητές δεν είναι πρόσωπο που γνωρίζει τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται στην ένορκη δήλωσή της. Με τον 21ο λόγο υποβάλλεται για την ίδια ένορκη δήλωση ότι είναι ελαττωματική κα/ή παράτυπη και ως εκ τούτου, μη επαρκής και ικανή να στηρίξει την αίτηση, καθότι η ενόρκως δηλούσα δεν είναι πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν την «παρούσα αγωγή». Με τον 23ο λόγο υποβάλλεται ότι η εν λόγω ένορκη δήλωση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υποστηρίξει την αίτηση και να δοθεί οποιαδήποτε βάση και απόδειξη στα όσα αναγράφει, καθότι η ενόρκως δηλούσα δεν είναι υπάλληλος των αιτητών και καμιά εξουσιοδότηση δεν έχει επισυνάψει από τους αιτητές, αλλά και ούτε γνωρίζει η ίδια προσωπικά τα γεγονότα της αίτησης. Τέλος, με τον 24ο λόγο ένστασης υποβάλλεται, πάντοτε για την ίδια ένορκη δήλωση, ότι είναι ελαττωματική και/ή παράτυπη, καθότι η ενόρκως δηλούσα δεν αναφέρει και δεν επεξηγεί την πηγή της πληροφόρησής της αναφορικά με τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την «παρούσα αγωγή».

 

Συναφώς με τους παραπάνω λόγους ένστασης, ο καθ’ ου η αίτηση 3, στην υποστηρικτική της ένστασης, ένορκη δήλωσή του αναφέρει τα εξής:

 

Η ενόρκως δηλούσα, στην ένορκη δήλωσή της αναφέρει γενικά και αόριστα ότι βρίσκεται στην υπηρεσία της εταιρείας Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd (στο εξής «Altamira») η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τους αιτητές. Αναφέρεται γενικά και αόριστα, χωρίς να επισυνάψει οποιοδήποτε τεκμήριο προς απόδειξη των ισχυρισμών της, αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό, ύπαρξη σχετικής συμφωνίας διαχείρισης των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, μεταξύ των αιτητών και της Altamira. Η ενόρκως δηλούσα και η Altamira, καμιά σχέση δεν έχουν με τους αιτητές, αλλά ούτε και μπορούν να προσφέρουν οποιαδήποτε μαρτυρία και θετική και ικανή και επαρκή μαρτυρία αναφορικά με την παρούσα αίτηση. Ο ίδιος δεν αναγνωρίζει την Altamira, ως δανειοδότρια τράπεζά του και ουδεμία σχέση έχει είτε ο ίδιος είτε η υπό κρίση αίτηση με την Altamira. Η ενόρκως δηλούσα δεν είναι πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται αφού δεν τους γνωρίζει προσωπικά και δε χειρίστηκε προσωπικά, ούτε τη διαδικασία δανειοδότησης, αλλά ούτε και τη διαδικασία της διαιτησίας. Καμιά εμπλοκή ή ανάμειξη είχε με οτιδήποτε αναφέρει ούτε αναφέρει την πηγή των πληροφοριών της και ως εκ τούτου, η μαρτυρία της δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

 

Όλοι οι παραπάνω λόγοι ένστασης είναι είτε άσχετοι είτε αβάσιμοι είτε και τα δυο, ιδίως, αν ληφθούν υπόψη, η φύση και ο σκοπός της υπό κρίση αίτησης, με την οποία επιδιώκεται απλώς η εγγραφή της επίμαχης διαιτητικής απόφασης στο Πρωτοκολλητείο για σκοπούς εκτέλεσης, καθώς και οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται για σκοπούς επαρκούς απόδειξης και στοιχειοθέτησης της αίτησης.

 

Όσα ακολουθούν από την ένορκη δήλωση τής Άντρεας Ιωαννίδου - σε συνδυασμό και με όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια - καταρρίπτουν όλους τους παραπάνω ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση:

 

Η μάρτυρας είναι στην υπηρεσία της Altamira, η οποία, δυνάμει συμφωνίας με τους αιτητές λειτουργεί για λογαριασμό τους και έχει αναλάβει αριθμό χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεών τους, ανάμεσά τους και το δάνειο και οι συναφείς με αυτό εξασφαλίσεις σε σχέση με τα οποία εκδόθηκε η επίμαχη διαιτητική απόφαση. Τα καθήκοντά της στην Altamira είναι ο χειρισμός, η παρακολούθηση και η ανάκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων των αιτητών, για τα οποία, μεταξύ άλλων έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένη, τόσο από τους αιτητές όσο και από την Altamira να προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση. Όσα αναφέρει βασίζονται σε γεγονότα τα οποία γνωρίζει προσωπικά ή σε στοιχεία και έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή και έλεγχό της και απ’ ό,τι καλύτερα γνωρίζει και πιστεύει είναι ορθά και αληθινά.

 

Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, με μόνο λόγο ότι οι αιτητές, προς υποστήριξη της αίτησης έχουν θέση ενώπιόν μου - μέσω της ομνύουσας - την επίμαχη διαιτητική απόφαση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή γνωστοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση και παρέλειψαν να την εφεσιβάλουν και νοουμένου ότι ήθελε κριθεί ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, η υπό κρίση  αίτηση, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή.

 

Για να συνεχίσω, το ότι η ενόρκως δηλούσα για τους αιτητές δεν είναι υπάλληλός τους, ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο καθιστούσε αναγκαία την προσκόμιση γραπτής εξουσιοδότησης εκ μέρους τους, για να νομιμοποιείτο η μάρτυρας να προβεί σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης. Το γεγονός ότι, όπως αναφέρει προέβη στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, πλήρως εξουσιοδοτημένη και από τους αιτητές καθιστά την ένορκη δήλωσή της πέρα για πέρα, καθ’ όλα νόμιμη, έγκυρη και κανονική. Και τούτο, χωρίς να μου διαφεύγει ότι, αυστηρά ομιλούντες, για να δοθεί μαρτυρία δεν απαιτείται εξουσιοδότηση από οποιοδήποτε (βλ. Μ. Α. Goodvalue Suppliers Ltd και Άλλοι ν. Barclays Bank Plc (2001) 1 Α.Α.Δ. 1038). Όμως και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί οι αιτητές να επέτρεπαν σε κάποιο πρόσωπο να προβεί σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη ενός δικονομικού διαβήματός τους, χωρίς την εξουσιοδότησή τους, είτε ακόμη, πώς και για ποιο λόγο αυτό το πρόσωπο θα μπορούσε αυτόβουλα και αυτόκλητα να προβεί σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη μιας αίτησης, την οποία καταχώρησε κάποιο άλλο πρόσωπο, χωρίς την εξουσιοδότηση του εν λόγω προσώπου.

 

Απ’ εκεί και πέρα, έχοντας υπόψη, ότι αιτητές στην υπό κρίση αίτηση είναι η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ και πάλι ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο η ενόρκως δηλούσα, θα έπρεπε να είχε επισυνάψει οποιοδήποτε τεκμήριο προς απόδειξη των ισχυρισμών της αναφορικά με τη συμφωνία διαχείρισης των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων μεταξύ των αιτητών και της Altamira (βλ. και πάλι - τηρουμένων των αναλογιών -την Μ. Α. Goodvalue Suppliers Ltd και Άλλοι).

 

Με το 19ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι αιτητές δεν είναι υπαρκτό νομικό πρόσωπο και/ή πρόσωπο το οποίο συνδέεται ή και έχει οποιαδήποτε σχέση με τα επίδικα θέματα.

 

Αρχίζοντας από το πρώτο θεωρώ ότι αποτελούν επαρκή απάντηση όσα ακολουθούν από την υπόθεση ARTESA TRADING CO LIMITED κ.α. ν. CREDIT BANK OF MOSCOW, Πολ. Έφ. Αρ. 147/2012, ημερ. 3/4/2018:

 

«Οι υποθέσεις Lioufis and Co. Ltd- ανωτέρω – και Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. ν. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772, δείχνουν ότι όπου αγωγή εγείρεται από ανύπαρκτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η ορθή διαδικασία είναι η υποβολή αίτησης για διαγραφή ώστε να σταματήσει στη ρίζα της η ίδια η αγωγή.  Η αμφισβήτηση εξουσίας ενάγοντα να εγείρει αγωγή εξ ονόματος του ιδίου ή άλλου προσώπου δεν είναι ζήτημα που επιλύεται μέσω της υπεράσπισης.»

 

Τηρουμένων των αναλογιών, αφ’ ης στιγμής αποτελεί θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι αιτητές είναι ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, η ορθή διαδικασία προβολής και προώθησης αυτής της θέσης ήταν η καταχώρηση αίτησης για διαγραφή τους. Και τούτο, επειδή το πρακτικό αποτέλεσμα της αποδοχής τέτοιας αίτησης, θα ήταν η απόρριψη - αυτόματα - της υπό κρίση αίτησης, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αχρείαστης ενασχόλησης του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο. Για να χρησιμοποιήσω το λεκτικό της εφετειακής απόφασης - προσαρμοσμένο στα δεδομένα της υπό κρίση αίτησης - η αμφισβήτηση της εξουσίας των αιτητών να καταχωρήσουν αίτηση εξ ονόματος των ιδίων ή άλλου προσώπου δεν είναι ζήτημα που επιλύεται μέσω της ένστασης.

 

Απ’ εκεί και πέρα, το πώς συνδέονται οι αιτητές, καθώς και η σχέση τους με τα επίδικα θέματα απορρέει από το συνδυασμό όσων αναφέρει η ενόρκως δηλούσα για τους αιτητές, στις παραγράφους 3 μέχρι 8 της ένορκής δήλωσής της, τα οποία τεκμηριώνονται από το περιεχόμενο των τεκμ. 3 και 4 που επισυνάπτει σ’ αυτή.

 

Με τον 30ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι ο καθ’ ου η αίτηση 4 είναι πτωχεύσας και ως εκ τούτου, καμιά διαιτητική απόφαση ή και άλλη διαδικασία δεν μπορεί να εγείρεται εναντίον του.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος και χωρίς ίχνος τεκμηρίωσης. Για να είχε νόημα η προβολή του, οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν, κατ’ ελάχιστον, να είχαν προσκομίσει το σχετικό διάταγμα προκειμένου να διαφανεί από πότε ο καθ’ ου η αίτηση 4 είναι πτωχεύσας - αν ισχύει κάτι τέτοιο - κι έπειτα, να εξηγήσουν για ποιο λόγο δεν μπορεί να εγείρεται εναντίον του διαιτητική απόφαση ή και άλλη διαδικασία. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ειδικά ο ίδιος, θα είχε ενδιαφέρον να εξηγούσε και πώς νομιμοποιείται να διορίζει προσωπικά δικηγόρο για σκοπούς εκπροσώπησής του στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, που ασφαλώς είναι δικαστική.

 

Με τον 1ο λόγο ένστασης υποβάλλεται γενικά και αόριστα ότι η αίτηση είναι δικονομικά άκυρη ή και ανυπόστατη ή και δικονομικά αβάσιμη και αστήρικτη.

 

Με το 2ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η νομική βάση της αίτησης είναι  λανθασμένη, ελλιπής και δεν είναι επαρκής, σχετική και ικανή να στηρίξει την αίτηση.

 

Με μόνο λόγο ότι στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνεται και το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 και αυτός ο λόγος ένστασης είναι αβάσιμος. Εν πάση περιπτώσει, οι  αιτητές που τον υποβάλλουν, καλό θα ήταν να έλεγαν και ποια είναι κατά τους ίδιους η ορθή νομική βάση της αίτησης, για να είναι πλήρης, επαρκής, σχετική και ικανή για να στηρίξει την αίτηση και κυρίως, για ποιο λόγο, ολόκληρη η νομική βάση της αίτησης, περικλείεται στη νομική βάση της ένστασής τους.

 

Με το 17ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η επίμαχη απόφαση παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα των καθ’ ων η αίτηση και/ή τις αρχές της δίκαιης δίκης και/ή της φυσικής δικαιοσύνης. Με τον 25ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί κεκτημένα και/ή να έχουν απεμπολήσει δικαιώματα, ένεκα της απραξίας και/ή της παράλειψης (laches). Με τον 26ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση έχει καταχωρηθεί με υπερβολική καθυστέρηση και αδράνεια, γεγονός που αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, θέτοντας προς αμφισβήτηση την πληρότητα και εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης. Τέτοια καθυστέρηση, προστίθεται, παραβιάζει την αρχή της δίκαιης δίκης. Με τον 27ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση έχει καταχωρηθεί κακόπιστα και/ή καταχρηστικά και ως εκ τούτου είναι εκδικητική και παράτυπη. Τέλος, με τον 28ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήξει την απονομή της δικαιοσύνης και δε θα ήταν ορθό και δίκαιο να δοθούν υπό τις περιστάσεις «της παρούσας αγωγής».

 

Όλοι αυτοί οι λόγοι ένστασης, λόγω της συνάφειάς τους, θα συνεξεταστούν. Όσα ακολουθούν από την ένορκη δήλωση του καθ’ ου η αίτηση 3 είναι σαφές, ότι αποβλέπουν σε στοιχειοθέτηση των υπό εξέταση λόγων ένστασης:

 

Από την έκδοση της κατ’ ισχυρισμό διαιτητικής απόφασης, ημερομηνίας 15/11/2012, ήτοι, περί τα 11 έτη, οι αιτητές δεν προέβησαν προγενέστερα στην εγγραφή της, παρά μόνο με την παρούσα αίτηση. Δεν αναφέρουν σε κανένα σημείο στην αίτησή τους μα ούτε και στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, το λόγο που εδώ και περί τα 11 έτη δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε μέτρα εγγραφής της κατ’ ισχυρισμό διαιτητικής απόφασης, το λόγο της αδράνειάς τους να το πράξουν, αλλά και το λόγο της τεράστιας καθυστέρησής τους να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την εγγραφή της, εδώ και 11 ολόκληρα έτη. Ως εκ τούτου και ως το συμβουλεύει ο δικηγόρος του, η παρούσα αίτηση έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα οι αιτητές να έχουν απεμπολήσει τα δικαιώματά τους, ένεκα της απραξίας και της παράλειψής τους. Μία απόφαση δεν μπορεί να παραμείνει ανεκτέλεστη για απεριόριστο χρόνο. Η στάση που επέδειξαν οι αιτητές προκάλεσε δυσμενή επηρεασμό σε όλους τους καθ’ ων η αίτηση, αφού μεταβλήθηκε η οικονομική κατάστασή τους, υπήρξε μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων και το ποσό με τις συνεχείς χρεώσεις έχει διογκωθεί. Όπως πληροφορείται από το δικηγόρο του, κ. Μαθηκολώνη, το στάδιο εκτέλεσης της απόφασης εμπίπτει στην έννοια της δίκαιης δίκης και οι αρχές της δίκαιης δίκης τυγχάνουν εφαρμογής στο στάδιο μετά την απόφαση.

 

Όλοι οι παραπάνω λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι.

 

Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται απλώς η εγγραφή της επίμαχης διαιτητικής απόφασης προκειμένου να μπορεί να εκτελεστεί και όχι η εκτέλεσή της ώστε να μπορούν να προβληθούν πλείστα όσα υποβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση με τους παραπάνω λόγους ένστασης. Η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης αποτελεί το πρώτο βήμα. Ακολούθως, σύμφωνα με τη Δ.47 Θ.3  μπορεί να εκτελεστεί ως απόφαση του Δικαστηρίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που την καθιστούν εκτελεστή, που αποτελεί το επόμενο βήμα, εάν οι αιτητές επιθυμούν να προχωρήσουν σε διαδικασία εκτέλεσής της. Τότε είναι που μπορεί να τεθεί θέμα χρόνου έκδοσης της απόφασης. Και τούτο, επειδή σχετικά με εγγραφή διαιτητικής απόφασης δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός (βλ. την πρόσφατη υπόθεση ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑΣ-ΑΝΑΓΥΙΑΣ, ΠΟΛ. ΕΦ. ΑΡ. 92/14, ημερ. 22/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A168

 

Σύμφωνα με τη ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, βασική προϋπόθεση εγγραφής της διαιτητικής απόφασης «…είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Η αίτηση για εγγραφή επιδίδεται στο πρόσωπο αυτό ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε το οποίο ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα που είναι η εγγραφή της Διαιτητικής απόφασης χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κ.λ.π. της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση.»

 

Απ’ εκεί και πέρα, η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η στάση που επέδειξαν οι αιτητές τούς προκάλεσε δυσμενή επηρεασμό, αφού μεταβλήθηκε η οικονομική κατάστασή τους, υπήρξε μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων και το ποσό με τις συνεχείς χρεώσεις έχει διογκωθεί είναι ανεδαφική. Δοθέντος ότι για λόγους που θα παραθέσω αργότερα, όλοι τους έλαβαν γνώση, τόσο για την έκδοση της επίμαχης διαιτητικής απόφασης όσο και κυρίως, για το περιεχόμενό της, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και για τη δεδομένη υποχρέωσή τους να εξοφλήσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους, έχοντας υπόψη και τη δυνατότητα που είχαν προτού μεταβληθεί επί το χείρον η οικονομική κατάστασή τους και μειωθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, την ASTRAPI COMMISSION AGENTS LTD κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, Πολ. Έφ. Αρ. E107/2013, ημερ. 21/2/2019).

 

Επειδή τα όσα υποβάλλονται με τους 3ο μέχρι και 14ο λόγους ένστασης, καθώς και με τον 20ο λόγο είναι σε συνάφεια με όσα προηγήθηκαν της έκδοσης της επίμαχης διαιτητικής απόφασης, καθώς και με την ακολουθητέα διαδικασία που οδήγησε στην έκδοσή της, παρατηρώ τα εξής:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 52(4) και (5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85:

 

«(4)   Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιάς ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.»

 

(5)      Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ’ αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Στην υπόθεση Σ.Π.Ε. Αγίας Νάπας ν. Κυριακίδη κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ.716 επισημαίνονται τα εξής:

 

«Η διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως απόφαση Δικαστηρίου είναι, κατά την άποψη μας, ζήτημα τύπου.  Για να εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου χρειάζεται η εμπλοκή του ιδίου, που αφενός την διατάσσει και ταυτόχρονα την εποπτεύει.  Επομένως, η διαιτητική απόφαση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταχωριστεί, να «εγγραφεί" δηλαδή στα αρχεία του πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου, για να προχωρήσει η εκτέλεση της.  Γι΄αυτό το σκοπό υπεβλήθη η υπό συζήτηση αίτηση, και μάλιστα επιδόθηκε στους εφεσίβλητους για να προβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου ο,τιδήποτε ήθελαν, με αναφορά ασφαλώς μόνο στο επίδικο θέμα, της προώθησης δηλαδή της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης.» 

 

Καθ’ όλα σχετικά με τα προηγούμενα είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Σωτηρούλλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 827:

 

«Αντικείμενο της αίτησης είναι το διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο για την καταχώριση και εγγραφή της απόφασης του Διαιτητή.  Ως μόνη αιτία ακύρωσης προτείνεται η θέση της αιτήτριας πως η αξίωση χρημάτων πέραν των καταβληθέντων θα συνιστούσε καταστρατήγηση της νομοθεσίας περί τόκου.  Πρόκειται για τον περί Τόκου Νόμο του 1977 (Ν.2/77) οι επιπτώσεις του οποίου εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου και Άλλοι ν. Coudounaris Food Products Ltd και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641.  Δεν έχει εξηγηθεί όμως ποια είναι η σύνδεση της δικαστικής απόφασης, η οποία αφορούσε μόνο στην καταχώριση και εγγραφή της απόφασης του Διαιτητή και συνακόλουθα της παροχής άδειας για εκτέλεση, με το πιο πάνω ζήτημα ουσίας που εγείρεται. Δεν έχει υποστηριχθεί καν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας, εξέτασης τέτοιου θέματος ή οποιουδήποτε θέματος αναφερομένου στο περιεχόμενο της απόφασης του Διαιτητή και τελικά δεν έχει υποδειχθεί με πιο τρόπο, κατά την αντίληψη της αιτήτριας, πάσχει η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

 

Η αιτήτρια παρέπεμψε στην απόφαση του Διαιτητή για να υποστηρίξει πως περιέχει το σπέρμα της αξίωσης τόκου πέραν του επιτρεπομένου.  Δεν είναι αντικείμενο αυτής της διαδικασίας η απόφαση του Διαιτητή και, εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω πως το άρθρο 52(4) του Ν.22/85 παρέχει σε όποιον θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση του Διαιτητή δικαίωμα έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο που πρέπει να ασκείται μέσα στην προθεσμία που τάσσει. Δεν έχει ασκηθεί έφεση εναντίον της απόφασης του Διαιτητή, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και δεν έχει εξηγηθεί πώς θα μπορούσε να εκδηλωθεί τώρα, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας που, επαναλαμβάνω, αναφέρεται μόνο στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου που ακολούθησε, τέτοιο παράπονο». 

 

Ομοίως και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Νικολάου ν. Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγλαντζιάς (2012) 1 Α.Α.Δ. 707:

 

«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι' αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει ο,τιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται.»

 

Βλ. και τη Χριστοφή ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών (2014) 1 Α.Α.Δ. 1183 - στην οποία υιοθετείται το απόσπασμα από την Νικολάου (ανωτέρω) - από την οποία προκύπτει ότι κατά την εξέταση αίτησης για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο οφείλει απλώς να διαπιστώσει κατά πόσο η απόφαση επιδόθηκε, ότι φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση. Βλέπε και τη ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (ανωτέρω επίσης).

 

Με υπαγωγή όσων υποβάλλονται με τους υπό εξέταση λόγους ένστασης σ’ όλες τις παραπάνω αρχές καθίσταται  τελείως ξεκάθαρο ότι αυτά, μόνο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, έφεσης, θα μπορούσαν να τεθούν και σε καμιά περίπτωση στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης με την οποία επιδιώκεται απλώς η εγγραφή της επίμαχης διαιτητικής απόφασης, η οποία, σύμφωνα με το εδάφιο 5 του ίδιου άρθρου, αφ’ ης στιγμής δεν έχει εφεσιβληθεί καθίσταται τελική και μπορεί να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο που εκτελείται οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.

 

Έπεται ότι όλοι οι παραπάνω λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι.

 

Υπεισέρχομαι τώρα στην ουσία της αίτησης.

 

Έχοντας υπόψη ότι οι καθ’ ων η αίτηση, τόσο με την ένστασή τους όσο και με την υποστηρικτική της ένορκη δήλωση, κατά μια εκδοχή αποκαλούν την επίμαχη διαιτητική απόφαση, ανυπόστατη, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο υπάρχει τέτοια απόφαση.

 

Η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική. Υπάρχει τέτοια απόφαση, αναφέρεται σ’ αυτή με πειστικό τρόπο η ενόρκως δηλούσα για τους αιτητές και επισυνάπτεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωσή της. Αντίθετα, συναφώς με το θέμα, η εκδοχή των καθ’ ων η αίτηση είναι σαφώς αντιφατική και στερούμενη πειστικότητας. Αυτό δε καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση 3, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένσταση, ενώ σε μερικές περιπτώσεις κάνει λόγο για κατ’ ισχυρισμό απόφαση, σε άλλες, με όσα αναφέρει επιχειρεί να με πείσει ως προς τους λόγους για τους οποίους οι καθ’ ων η αίτηση θεωρούν την εν λόγω απόφαση, είτε άκυρη είτε εσφαλμένη επί της ουσίας, που με απλά λόγια  σημαίνει ότι δέχονται την ύπαρξή της, καθώς και το περιεχόμενό της. Οι ακόλουθοι είναι μερικοί - μόνο - από αυτούς τους ισχυρισμούς του:

 

Οι αιτητές επέδειξαν υπερβολική καθυστέρηση και αδράνεια στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης, η οποία θέτει προς αμφισβήτηση την πληρότητα και εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης. Η στάση που επέδειξαν οι αιτητές προκάλεσε δυσμενή επηρεασμό στους καθ’ ων η αίτηση, αφού μεταβλήθηκε η οικονομική τους κατάσταση, υπήρξε μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων και το ποσό με τις συνεχείς χρεώσεις έχει διογκωθεί (παρ. 16). Η απόφαση του διαιτητή δεν εκδόθηκε με τις νόμιμες διαδικασίες και λέγει περαιτέρω ότι είναι ανυπόστατη ή και άκυρη ή και ανεφάρμοστη, ως διαιτητική απόφαση και για το λόγο ότι εκδόθηκε από το φερόμενο διαιτητή, ως αποτέλεσμα μιας εντελώς παράνομης και ανυπόστατης διαδικασίας. Από τη μελέτη του λεκτικού της απόφασης και το περιεχόμενό της προκύπτει ότι ο διαιτητής κ.ο.κ. (παρ. 17). Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Το επόμενο ερώτημα που τίθεται αφορά στο κατά πόσο η επίμαχη διαιτητική απόφαση γνωστοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση, που είναι τα πρόσωπα εναντίον των οποίων αυτή στρέφεται.

 

Και σ’ αυτό το ερώτημα, η απάντηση είναι καταφατική. Ο ισχυρισμός της ενόρκως δηλούσας για τους αιτητές, ότι η απόφαση γνωστοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση με ιδιωτική επίδοση, κατά την ημερομηνία που αναφέρει για κάθε ένα από αυτούς, τεκμηριώνεται και από τις σχετικές ένορκες δηλώσεις επίδοσης των ιδιωτών επιδοτών που επισυνάπτει ως τεκμ. 2 στην ένορκη δήλωσή της. Σύμφωνα με αυτές, η επίμαχη διαιτητική απόφαση επιδόθηκε προσωπικά στους καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3, στις 18/6/2013, 5/6/2013 και 3/8/2022, αντίστοιχα και στον καθ’ ου η αίτηση 4, μέσω της ενήλικης κόρης και συγκάτοικού του (αναφέρεται το όνομά της) την 1/10/2013. Ο ισχυρισμός των ευπαίδευτων δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, ότι οι αιτητές επέδωσαν την επίμαχη διαιτητική απόφαση - χωρίς αιτιολογία - στη θυγατέρα του καθ’ ου η αίτηση 4 και όχι προσωπικά στον ίδιο, όπως προνοεί ο νόμος, γεγονός που καθιστά την διαδικασία πρόωρη και άκυρη είναι νόμω αβάσιμος. Και  τούτο, επειδή το άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικού Δικαστηρίου Νόμου διαλαμβάνει απλώς για την υποχρέωση των αιτητών να γνωστοποιήσουν την απόφαση στο πρόσωπο εναντίον του οποίου αυτή στρέφεται και όχι να του την επιδώσουν και μάλιστα προσωπικά. Ειδικά επί του ισχυρισμού τους στη συνέχεια, ότι η γνώση και ύπαρξη της διαιτητικής απόφασης περιήλθαν στη γνώση του καθ’ ου η αίτηση 4, μετά την επίδοση σ’ αυτόν της υπό κρίση αίτησης περιορίζομαι να πω ό,τι και ο Δικαστής Κωνσταντινίδης στην υπόθεση El Fath Co ν. E.D.T. Shipping και άλλος (1992) 1 ΑΑΔ 1255. Η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για εισαγωγή μαρτυρίας.

 

Ακολουθεί το ερώτημα κατά πόσο η επίμαχη διαιτητική απόφαση είναι τελική, τη εννοία του άρθρου 52(5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου. Η απάντηση στο ερώτημα και πάλι είναι καταφατική. Από τη στιγμή που η απόφαση επιδόθηκε στους καθ’ ων η αίτηση και όπως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα για τους αιτητές στην ένορκη δήλωσή της, κανένας από αυτούς την έχει εφεσιβάλει (ούτε και ισχυρίζονται το αντίθετο οι καθ’ ων η αίτηση) αυτή κατέστη τελική, οπότε μπορεί πλέον να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο που εκτελούνται και οι δικαστικές αποφάσεις.

 

Ό,τι απομένει είναι να δοθεί απάντηση στο ερώτημα, εάν η επίμαχη διαιτητική απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της.

 

Και σ’ αυτό το ερώτημα απαντώ καταφατικά. Με απλή εξέταση της απόφασης καταφαίνεται ότι αυτή περιέχει όλα όσα απαιτούνται προκειμένου να θεωρηθεί από κάθε άποψη, καθ’ όλα δεόντως αιτιολογημένη απόφαση. Ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη και η δικονομική συμπεριφορά των καθ’ ων η αίτηση στη σχετική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοσή της. Στην απόφαση αναφέρονται από το διαιτητή τα ακόλουθα: το όνομά του, οι διάδικοι και η ιδιότητά τους, η φύση της απαίτησης των αιτητών με τις αναγκαίες λεπτομέρειες, ότι οι καθ’ ων η αίτηση ειδοποιήθηκαν κατάλληλα να παρουσιαστούν στη διαδικασία και ότι από αυτούς παρουσιάστηκαν οι πρωτοφειλέτες - καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 και ο εκ των εγγυητών - καθ’ ου η αίτηση 4, ως επίσης ότι και οι τρεις παραδέχθηκαν το χρέος τους. Όσα ακολουθούν αναφέρονται από το διαιτητή στη συνέχεια κάτω από τον τίτλο «ΑΠΟΦΑΣΗ» η οποία στο τέλος αναφέρει την ημερομηνία έκδοσής της και υπογράφεται από το διαιτητή, στο σημείο ακριβώς, πάνω από το ονοματεπώνυμό του:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και σύμφωνα με τους όρους του Γραμματίου και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί στη Διαιτησία από τον κ. Ανδρόνικο Ανδρονίκου Τμηματάρχη Α’, και την κ. Θεοδώρα Μιλτιάδους Τμηματάρχη της Αιτήτριας Εταιρείας, και έχουν μονογραφηθεί, αποφασίζω τα εξής:

 

α) Εκδίδω απόφαση υπέρ της αιτήτριας Εταιρείας και εναντίον των πρωτοφειλετών και των εγγυητών τους αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως για το ποσό των €203.728,69 πλέον τόκοι προς 9% ετησίως από 15/11/2012 μέχρις εξοφλήσεως, κεφαλαιοποιούμενοι δύο φορές το χρόνο την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι τελείας εξοφλήσεως, πλέον έξοδα Διαιτησίας εκ €150,00.

 

β) Η Αιτήτρια Εταιρεία επιφυλάσσει τα δικαιώματα της που προκύπτουν από την Συμφωνία Εκχώρησης Δικαιωμάτων Αγοραπωλητηρίου Συμβολαίου που υπογράφτηκε από τους Κώστα Νίκου Κωνσταντινίδη (Α.Δ.Τ. [  ]) και Μίλτα Νίκου Κωνσταντινίδη (Α.Δ.Τ. [ ]) πρωτοφειλέτες – εκχωρητές και την Εταιρεία FERNASON DEVELOPMENTS LTD – πωλητές και το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού με ημερομηνία 13/10/2009.» 

 

Και, με δεδομένο ότι οι τρεις από τους καθ’ ων η αίτηση παρουσιάστηκαν στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίμαχης διαιτητικής απόφασης και παραδέχθηκαν το χρέος τους, που με απλά λόγια σημαίνει ότι σε σχέση με αυτούς, η απόφαση, ουσιαστικά υπέχει θέση «εκ συμφώνου απόφασης», θα έλεγα ότι, ειδικά γι’ αυτούς, η απόφαση θα θεωρείτο καθ’ όλα έγκυρη και κανονική, ακόμη και στην περίπτωση που ο διαιτητής - όπως και το Δικαστήριο σε περίπτωση έκδοσης εκ συμφώνου απόφασης στο πλαίσιο αγωγής - περιοριζόταν στην έκδοσή της, με ρητή αναφορά ότι πρόκειται για εκ συμφώνου απόφαση. Η απόφαση, ως είναι διατυπωμένη θεωρώ ότι περικλείει με το παραπάνω, όλα εκείνα τα στοιχεία που θα πρέπει να περικλείει και μια δικαστική απόφαση εναντίον εναγόμενου, ο οποίος, ενώ του επιδόθηκε η αγωγή παραλείπει να καταχωρήσει σ’ αυτή, είτε εμφάνιση είτε υπεράσπιση, οπότε, ο ενάγοντας στη συνέχεια προχωρεί στην έκδοση απόφασης εναντίον του με τη διαδικασία της απλής απόδειξης της απαίτησής τους. Αποτελεί κοινό τόπο ότι σε τέτοια περίπτωση, τα Δικαστήρια, κατά κανόνα, αφού αναφέρονται στο γεγονός ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να καταχωρήσει είτε εμφάνιση είτε υπεράσπιση στην αγωγή, ακολούθως και αφού βέβαια πειστούν ότι το μαρτυρικό υλικό που έχει τεθεί ενώπιόν τους από τον ενάγοντα στοιχειοθετεί την απαίτηση και τις αξιώσεις του προχωρούν στην έκδοση απόφασης εναντίον του εναγόμενου που ερημοδικεί, χρησιμοποιώντας το ακόλουθο ή παρόμοιο λεκτικό, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, είτε παράθεσης και ανάλυσης της μαρτυρίας, υπό το φως των επίδικων θεμάτων είτε ακόμη, αξιολόγησης μαρτυρίας και διατύπωσης σχετικών ευρημάτων: «Από την ενώπιόν μου μαρτυρία είμαι ικανοποιημένος ότι ο ενάγοντας απέδειξε την απαίτησή του εναντίον του ενάγοντα. Κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγόμενου (ακολουθεί το διατακτικό μέρος της απόφασης).»

 

Τα παραπάνω αποτελούν επιπλέον απάντηση, ειδικά στο 14ο λόγο ένστασης, με τον οποίο υποβάλλεται ότι η απόφαση εκδόθηκε χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες απόδειξης της σύμβασης ή και του ισχυριζόμενου χρέους ή και δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου. Απαντούν ακόμη και στο 17ο λόγο, με τον οποίο υποβάλλεται ότι η απόφαση παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα των καθ’ ων η αίτηση και/ή τις αρχές της δίκαιης δίκης και/ή της φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και στο 18ο λόγο, με τον οποίο υποβάλλεται ότι η απόφαση δεν είναι σε μορφή, η οποία μπορεί να εγγραφεί ως απόφαση του Δικαστηρίου, διότι δεν προσδιορίζει την οποιαδήποτε οφειλή των καθ’ ων η αίτηση. Συναφώς με αυτό το λόγο θεωρώ ότι εμπίπτουν όσα ακολουθούν από τη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, επί των οποίων ασφαλώς θα διατυπώσω τη θέση μου:

 

 

Προτού καταλήξω, θα ήθελα να προβώ και σε μερικές γενικές παρατηρήσεις που αφορούν στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και τον τρόπο που την έχουν προωθήσει. Ενώ η υπό κρίση αίτηση είναι τόσο απλή, έχοντας υπόψη τη φύση, το αντικείμενο και το σκοπό της και κυρίως τα πολύ ελάχιστα που απαιτούνται για σκοπούς στοιχειοθέτησής της, οι καθ’ ων αίτηση, εντελώς αδικαιολόγητα και αχρείαστα, εναντιώθηκαν σ’ αυτή, με 30 συνολικά λόγους ένστασης, εκ των οποίων, οι  περισσότεροι είναι εντελώς άσχετοι με το αντικείμενο της αίτησης. Και όχι μόνο αυτό. Όλοι αυτοί οι λόγοι ένστασης, ενώ κατά βάση προβάλλονται κατά τρόπο, είτε αντιφατικό είτε διαζευκτικό είτε και τα δυο, ο καθ’ ου η αίτηση 3, με την ένορκη δήλωσή του στην οποία έχει προβεί προς υποστήριξη της ένστασης, παραδόξως, εκτός του ότι, όπως αναφέρει στην παράγραφο 4 επαναλαμβάνει και υιοθετεί πλήρως τους λόγους ένστασης, στη συνέχεια, σε αρκετές περιπτώσεις διατυπώνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο (δηλαδή, είτε αντιφατικά είτε διαζευκτικά είτε και τα δυο) ανάλογους ισχυρισμούς σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμό, όλων των καθ’ ων η αίτηση, γεγονότα, ανάμεσά τους και αρκετά ουσιώδη για την έκβαση της αίτησης. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα  αποτελούν τα όσα αναφέρει για την επίμαχη διαιτητική απόφαση στην παράγραφο 17. Συγκεκριμένα, ενώ από τη μια ισχυρίζεται ότι αυτή δεν εκδόθηκε με τις νόμιμες διαδικασίες, ακολούθως, την αποκαλεί ανυπόστατη ή και άκυρη ή και ανεφάρμοστη. Προφανώς δεν μπορεί να ισχύουν όλα. Είτε υπάρχει τέτοια απόφαση, δηλαδή είναι υποστατή είτε δεν υπάρχει, δηλαδή είναι ανυπόστατη. Τα ίδια ισχύουν και για τον ισχυρισμό του στην παράγραφο 31, ότι  η παρούσα αίτηση είναι πρόωρη ή και αδικαιολόγητη, διότι ουδεμία ειδοποίηση τους επιδόθηκε «και/ή οποιαδήποτε ειδοποίηση τυχόν δόθηκε είναι παράνομη, άκυρη και ανυπόστατη.» Και πάλι, είτε δεν τους επιδόθηκε ή δόθηκε η όποια ειδοποίηση έχει κατά νουν ο καθ’ ου η αίτηση 3 με τη σχετική αναφορά είτε τους δόθηκε και είναι παράνομη και άκυρη. Και σε τέτοια περίπτωση, ασφαλώς, η εν λόγω ειδοποίηση δεν μπορεί την ίδια ώρα να είναι και ανυπόστατη. Όμως, το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Δυστυχώς, τα ίδια ακριβώς ισχύουν και με τη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, η οποία, εντελώς αχρείαστα καταλαμβάνει 47 σελίδες. Μια μόνο φράση από αυτή, εντελώς στην αρχή και συγκεκριμένα, στην πρώτη σελίδα, κάτω από τον τίτλο «Β. Η Ένσταση και οι θέσεις και οι ισχυρισμοί των Καθ’ ων η Αίτηση» είναι υπεραρκετή προκειμένου να γίνει κατανοητό τι εννοώ με την τελευταία παρατήρηση. «Οι Καθ’ ων η αίτηση με τους λόγους ένστασης 1 έως 30, τους οποίους και υιοθετούν στο πλαίσιο της παρούσας αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η διαιτητική απόφαση είναι δικονομικά άκυρη, ανυπόστατη, δικονομικά αβάσιμη και αστήρικτη.»

 

Δικαίως οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των αιτητών με παραπέμπουν στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση El Fath Co ν. E.D.T. Shipping και άλλος (ανωτέρω):

«Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι πραγματικά ανεπαρκής και οπωσδήποτε ασαφής. Πρώτα είναι το θέμα της υποβολής του διαζευκτικού ισχυρισμού ότι οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες ή οι ναυλομισθωτές του πλοίου. Αυτή η τοποθέτηση, πριν απ' όλα, δεν εναρμονίζεται με το ίδιο το κλητήριο ένταλμα στο οποίο οι εναγόμενοι 1 αναφέρονται ως οι ιδιοκτήτες του πλοίου. Ανεξάρτητα από αυτό, η ένορκη δήλωση δεν είναι δικόγραφο. Περιέχει όσα κατά τον ενόρκως δηλούντα αποτελούν γεγονότα. Τα γεγονότα μπορούν να επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοιες. Διαζεύξεις όμως ως προς το τί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως η περιεχόμενη στην παρούσα ένορκη δήλωση, δεν χωρούν. Είτε οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες του πλοίου είτε δεν είναι και είναι κάτι άλλο.»

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου και οι εναπομείναντες λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι, ενώ η αίτηση γίνεται αποδεκτή.

 

Εκδίδεται Διάταγμα, ως η παράγραφος Α της αίτησης.

 

Αναφορικά με τα έξοδα δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση 1 μέχρι 4.

 

 

 

                                                                   (Υπ.) …...…………………………

                                                                                          Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ-TA

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο