ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, A.Ε.Δ.

 

                                                             ΕΝΔΚ2330/2023 (e-justice)

 

Μεταξύ:

 

VASSOS GALATARIOTIS LTD

                                                                                                        Εναγόντων

 

                                                   - και -

 

                1. THE BRGR JOINT EXPERIENCE LTD (προηγούμενο όνομα  

                    D.B.A.H. FOOD COMPANY LTD)

                2. ABDO EL HADDAD

Εναγόμενων

------------------------------

Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης, ημερομηνίας 20/7/2023

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 26/1/2024

 

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες - αιτητές: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΝΑΡΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για εναγόμενους 1 και 2 - καθ’ ων η αίτηση: Ι. ΜΟΔΙΤΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες, στις 10/4/2023 καταχώρησαν με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα την παρούσα αγωγή και αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 (στο εξής «εναγόμενοι») μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Α. Απόφαση και/ή διάταγμα ανάκτησης κατοχής και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει τους Εναγομένους και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους αυτών και έναν έκαστον εξ’ αυτών να εκκενώσουν και να παραδώσουν στην ενάγουσα ελεύθερη κατοχή του καταστήματος αρ. 70, της αυλής αρ. 1 και των 5 χώρων στάθμευσης με αριθμούς 2, 3, 4, 5 και 6 στο ισόγειο του κτιρίου με την επωνυμία [  ] Λεμεσός.

 

Β. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει τους εναγομένους και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους αυτών και έναν έκαστον εξ’ αυτών να άρουν την παράνομη κατοχή και/ή παράνομη επέμβαση στο επίδικο υποστατικό.

 

Γ. Ποσό €6.560 (έξι χιλιάδες πεντακόσια εξήντα ευρώ) το οποίο οφείλεται από τους Εναγομένους προς την Ενάγουσα και το οποίο αποτελεί καθυστερημένα και μη καταβληθέντα ενοίκια για το επίδικο υποστατικό για 4 μήνες, δηλαδή για τους μήνες Νοέμβριο 2022, Δεκέμβριο 2022, Ιανουάριο 2023 και Φεβρουάριο 2023, εκ ποσού €1.640 έκαστο.

 

Δ. Γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/η για παράνομη επέμβαση και/ή ως ενδιάμεσα οφέλη προς την Ενάγουσα εκ ποσού €100 ημερησίως και/ή €1.640 μηνιαίως και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό αποζημίωσης από την 01/03/2023 συμπεριλαμβανομένης μέχρι εκκένωσης και παράδοσης ελεύθερης κατοχής του επίδικου υποστατικού στην Ενάγουσα. 

 

Ε. Ποσό €2.350,82 (δύο χιλιάδες τριακόσια πενήντα ευρώ και ογδόντα δύο σεντς) ή οποιοδήποτε ποσό το οποίο οφείλεται από τους Εναγομένους ως καθυστερημένα ποσά κοινοχρήστων για το επίδικο υποστατικό

…….

…….

 

ΙΑ. Νόμιμο τόκο.»

 

Τα ακόλουθα γεγονότα αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών:

 

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 27/2/218 (στο εξής «επίδικη σύμβαση») οι ενάγοντες νοίκιασαν στους εναγόμενους συγκεκριμένο ακίνητό τους στη Λεμεσό (στο εξής «επίδικο υποστατικό») για περίοδο 5 ετών (από 1/3/2018 μέχρι 28/2/2023). Ο εναγόμενος 2 εγγυήθηκε γραπτώς την τήρηση των όρων της επίδικης σύμβασης εκ μέρους των εναγόμενων 1. Το ενοίκιο, για την περίοδο από 1/3/2022 μέχρι 28/2/2023 που μας ενδιαφέρει ορίστηκε στο ποσό των €19.680, πληρωτέο σε δυο δόσεις των €9.840, εκάστη. Με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε όπως το ενοίκιο προκαταβάλλεται την 1η μέρα κάθε μήνα. Στον ουσιώδη χρόνο για την αγωγή ανερχόταν στο ποσό των €1.640 μηνιαίως.

 

Οι ακόλουθοι είναι μερικοί από τους ουσιώδεις όρους της επίδικης σύμβασης:

 

Οι εναγόμενοι 1 ανέλαβαν την υποχρέωση να πληρώνουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρισμού, του νερού, του τηλεφώνου, τα τέλη σκυβάλων και αποχέτευσης, τα τέλη κοινοχρήστων καθώς και οποιαδήποτε άλλα τέλη αποτελούν υποχρέωση του ενοικιαστή και/ή αφορούν τη χρήση του επίδικου υποστατικού.

 

Οι ενάγοντες θα είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν την επίδικη  σύμβαση, πριν τη λήξη της, στην περίπτωση που οι εναγόμενοι  1 - μεταξύ άλλων -αμελούσαν και/ή αρνούνταν να πληρώσουν οποιοδήποτε ενοίκιο. Σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιουδήποτε ενοικίου ή οποιασδήποτε δόσης του ή οποιουδήποτε ποσού κοινοχρήστων, για περίοδο 14 ημερών, ανεξάρτητα αν είχαν απαιτηθεί γραπτώς ή όχι και/ή παράβασης οποιουδήποτε όρου της επίδικης σύμβασης από τους εναγόμενους 1, οι ενάγοντες θα είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν την επίδικη σύμβαση και να αναλάβουν την κατοχή του επίδικου υποστατικού. Σε περίπτωση που οι εναγόμενοι 1 επιθυμούσαν να επεκτείνουν και/ή ανανεώσουν την περίοδο ενοικίασης του επίδικου υποστατικού, για ακόμη 5 έτη, μετά τη λήξη της επίδικης σύμβασης, για το σκοπό αυτό, θα έπρεπε να ενημερώσουν με επιστολή τους ενάγοντες, τουλάχιστον, 3 μήνες πριν τη λήξη της επίδικης σύμβασης.

 

Οι ενάγοντες, με ηλεκτρονικό μήνυμά τους προς τους εναγόμενους, ημερομηνίας 8/11/2022 ενημέρωσαν τους εναγόμενους 1 πως δεν επιθυμούσαν την ανανέωση της επίδικης σύμβασης και τους κάλεσαν να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή του επίδικου υποστατικού, στη λήξη της επίδικης σύμβασης. Περαιτέρω, με την επιστολή των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 30/1/2023 ενημέρωσαν τους εναγόμενους 1 ότι η ενοικίαση θα τερματιστεί στη λήξη της επίδικης σύμβασης και τους κάλεσαν εκ νέου να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή του επίδικου υποστατικού στη λήξη της επίδικης σύμβασης καθώς και να ξοφλήσουν τα μέχρι τότε οφειλόμενα και καθυστερημένα ενοίκια και τα οφειλόμενα ποσά κοινοχρήστων και λογαριασμών. Οι δικηγόροι των εναγόντων, στις 9/2/2023 απέστειλαν στους εναγόμενους και ηλεκτρονικό μήνυμα, με περιεχόμενο, περίπου ανάλογο με αυτό της επιστολής τους. Οι εναγόμενοι απάντησαν και στα δυο αυτά διαβήματα των δικηγόρων των εναγόντων, με την επιστολή των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 9/2/2023, η οποία έτυχε απάντησης από τους συναδέλφους τους, με την επιστολή τους, ημερομηνίας 15/2/2023.

 

Προς εξόφληση των καθυστερημένων και οφειλόμενων ενοικίων, οι εναγόμενοι 1 εξέδωσαν προς τους ενάγοντες 4 επιταγές, για το ποσό των €1.640, κάθε μία, ημερομηνίας 30/12/2022, 27/1/2023, 24/2/2023 και 31/3/2023, αντίστοιχα.

 

Οι εναγόμενοι, στις 28/6/2023 καταχώρησαν εμφάνιση στην αγωγή και οι ενάγοντες, στις 20/7/2023 την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον τους σε σχέση με όλες τις παραπάνω αξιώσεις τους, με διαφοροποίηση σε σχέση με το Ε, υπό την έννοια ότι, το ποσό που αξιώνουν με την αίτηση ανέρχεται σε €2.586,44.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του γραμματέα και γενικού διευθυντή των εναγόντων, Ιάκωβου Παρτασίδη (στο εξής «Παρτασίδης»).

 

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν την ακόλουθη ένσταση στην αίτηση, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η δικηγορική υπάλληλος στο γραφείο των δικηγόρων τους, Χρύσω Γεωργιάδου:

 

«α. Η Ενάγουσα-Αιτήτρια εσκεμμένα και κακόβουλα απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι με επιστολή της ημερομηνίας 5.4.2023, που δεν επισυνάφθηκε ως τεκμήριο στην αίτηση και που αποστάληκε ηλεκτρονικώς προς τους δικηγόρους των Εναγομένων 1 και 2 - Καθ’  ων η Αίτηση, υπέβαλε πρόταση της, χωρίς προσδιορισμό χρόνου απάντησης σ’  αυτήν, με σκοπό την επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς και αντί να αναμένει την απάντηση τους στην πρόταση της, που περιήλθε σε γνώση τους την 10.4.2023, καταχώρησε την αγωγήν με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό. Ως εκ τούτου θέση των Εναγομένων 1 και 2 - Καθ’  ων η Αίτηση είναι ότι η αγωγή με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό καταχωρήθηκε πρόωρα. 

 

β. Ενώ η Ενάγουσα-Αιτήτρια εγνώριζε ότι ο διευθυντής της Εναγόμενης 1-Καθ’  ης η Αίτηση βρισκόταν και βρίσκεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα του στο Λίβανο και ότι ενόψει της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατούσε και επικρατεί μεταξύ κρατών της Μέσης Ανατολής που  καθιστά αδύνατη την επιστροφή του στην Κύπρο με σκοπό να προβεί σε διευθέτηση των οποιωνδήποτε οικονομικών υποχρεώσεων του προς την Ενάγουσα-Αιτήτρια γεγονός που γνώριζε και εξακολουθεί να γνωρίζει και ο Ενόρκως Δηλών προς υποστήριξη της αίτησης Ιάκωβος Παρτασίδης με τον οποίον είχε συχνήν επικοινωνία, εσκεμμένα, κακόβουλα και κακόπιστα δεν ανάμενε την επιστροφή του Εναγόμενου 2 στην Κύπρο παρά μόνο καταχώρησε την αγωγή με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό. 

 

γ. Η για μεγάλη χρονική περίοδο και ειδικότερα για περίοδο δύο (2) χρόνων διεξαγωγή οικοδομικών και άλλων εργασιών ανακαίνισης του κτιριακού συγκροτήματος επί του οποίου στεγάζεται το επίδικο υποστατικό καθώς και οι συχνές διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος σαν συνέπεια των εργασιών που εκτελούντο καθώς και η ρίψη άχρηστων αντικειμένων και σκουπιδιών στην περίμετρο του υποστατικού δημιουργούσαν πρόβλημα στην ομαλή λειτουργία του και σαν συνέπεια και των θορύβων από τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για την εν λόγω ανακαίνιση ήταν το αποτέλεσμα ώστε να απωθούνται οι πελάτες από το να προσέρχονται σ’ αυτό για να εξυπηρετηθούν.  Η εν λόγω δε κατάσταση προκάλεσε μεγάλη οικονομική ζημιά στην Εναγόμενη 1-Καθ’  ης η Αίτηση.

 

δ. Είναι εντελώς αδιανόητο και παράλογο η Ενάγουσα-Αιτήτρια να αιτείται αφενός μεν έκδοση συνοπτικής απόφασης για εν μέρει θεραπείες της Έκθεσης Απαίτησης της αγωγής με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό και αφετέρου για εν μέρει θεραπείες να αφήνεται η αγωγή προς εκδίκαση.  Έτσι αφήνεται να νοηθεί σύμφωνα με το περιεχόμενο της παραγράφου 38 της επισυνημμένης στην αίτηση Ένορκης Δήλωσης του Ιάκωβου Παρτασίδη.

 

ε. Η απαίτηση της Ενάγουσας-Αιτήτριας στην αγωγή με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό δεν είναι μια πλήρως ξεκαθαρισμένη απαίτησης και ως εκ τούτου η αγωγή πρέπει να εκδικαστεί στην ολότητα της. 

 

στ. Το Δικαστήριο πρέπει να παραχωρήσει την άδεια στους εναγόμενους 1 και 2 να υπερασπιστούν στην αγωγή. 

 

ζ. Η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και/ή ως αδικαιολόγητη και ενοχλητική με έξοδα σε βάρος της Ενάγουσας-Αιτήτριας».

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Η αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης βασίζεται στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Δ.18 Θ.1(α) - η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ανάλυσης και ερμηνείας επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σωρεία αποφάσεών του - για να επιληφθεί ένα Δικαστήριο αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες τρεις, προκαταρκτικές - δικαιοδοτικής φύσεως, προϋποθέσεις:

 

(α) Το κλητήριο ένταλμα θα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο, δυνάμει της Δ.2 Θ.6.

 

(β) Ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση, και

 

(γ) Η αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προσώπου που να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται καθώς και να δηλώνει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, The Chain Gulf Traders Ltd κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (1997) 1(B) Α.Α.Δ. 1168, Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818 κ.ο.κ.).

 

Αν διαπιστωθεί ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται - εννοείται σωρευτικά - το δικαίωμα του ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θεμελιώνεται, ενώ την ίδια ώρα, το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης μετατοπίζεται στον εναγόμενο (βλ. Kyprianides v. Ioannou (1961) 1 C.L.R. 265, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333 κ.α.).

 

Δεν είναι αναγκαίο να καταδειχθεί βεβαιότητα επιτυχίας μιας υπεράσπισης, αφού, μια καλή πιθανότητα επιτυχίας, θα είναι αρκετή. Τα εγειρόμενα θέματα προς υπεράσπιση θα πρέπει να δίνονται ενόρκως και με ικανές λεπτομέρειες στις οποίες στηρίζονται (βλ. Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd v. Abdul Azziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239).

 

Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την απόφαση στην υπόθεση Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 Α.Α.Δ. 148:

 

«…είναι γνωστό ότι η δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προς έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποτελεί τον επιτρεπόμενο δικονομικά τρόπο παράκαμψης της συνήθους διεξαγωγής της δίκης και κατά συνέπεια αποτελεί από αυτή την άποψη ένα εξαιρετικό μέτρο. Προσφέρεται στα πλαίσια όσο το δυνατόν γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης εκεί όπου ο ενάγων συμμορφούμενος με τις διατάξεις της Δ.18 θ.1, μετατοπίζει το βάρος στους ώμους του εναγομένου για να αποκαλύψει καλή υπεράσπιση. Ο εναγόμενος θα πρέπει σύμφωνα με σαφή και καθιερωμένη νομολογία, να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για να του δοθεί άδεια να υπερασπιστεί την υπόθεση. Αναμφίβολα η εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.18 ασκείται με φειδώ και όπου εμφανώς τα γεγονότα που η πλευρά του εναγομένου παραθέτει μέσα από την ένσταση της, δεν αφήνουν περιθώρια για νόμιμη υπεράσπιση, (δέστε Μάρκος Νικολάου Λτδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 376).

 

Έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί εκ νέου στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, ότι το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους δεν «.. ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση διαφορετικά, θα ήταν εύκολο σε σχεδόν κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του.». Το τι αναμένεται από ένα εναγόμενο όταν αντιμετωπίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση έχει διαχρονικά επιβεβαιωθεί από τη φράση «condescend upon particulars». Στο Annual Practice 1970 σελ. 127, παρ. 14/3-4/4, αναφέρονται τα εξής:

 

«The defendant´s affidavit must "condescend upon particulars", and should, as far as possible, deal specifically with the plaintiff´s claim and affidavit, and state clearly and concisely what the defence is, and what facts are relied on as supporting it. It should also state whether the defence goes to the whole or part of the claim, and in the latter case it should specify the part.

 

... if a legal objection is raised, the facts and the point of law arising thereon must be clearly stated.

 

Indeed, in all cases, sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence.»

 

Τέλος, όπως υποδεικνύεται στην Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. ΄Εφ. Αρ. Ε75/2013, ημερ. 5/3/2019, κατά το στάδιο εξέτασης της Δ.18 Θ.1 το Δικαστήριο πρέπει να πειστεί όχι ότι η υπεράσπιση είναι αληθινή και θα πετύχει, αλλά, απλώς ότι συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υπάρχει αληθινή υπεράσπιση. Το Δικαστήριο, προστίθεται, εφόσον παρατίθενται λεπτομέρειες προβαλλόμενης καλής υπεράσπισης, ενώ καταρχήν δεν μπορεί να αξιολογήσει το αληθινό της υπεράσπισης, μπορεί να εξετάσει εάν οι προβαλλόμενες θέσεις είναι έκδηλα ψευδείς. Όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης, αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση.

 

Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση σύμφωνα με τη Νεάρχου (ανωτέρω) είναι:

 

«…κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόση καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ. 1 – 5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου…».

 

Όλες οι παραπάνω αρχές επαναλαμβάνονται και σε σωρεία άλλων αποφάσεων. Ενδεικτικά παραπέμπω στις υποθέσεις Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 60/2011, ημερ. 12/7/2016, Χαραλάμπους ν. Νεοφύτου κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 292/2011, ημερ. 7/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:A251, Brainvibes Ltd κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 504/2012, ημερ. 17/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:A235, Χριστοδούλου ν. Σάββα, Πολ. ΄Εφ. Αρ. 139/2012, ημερ. 12/9/2018, Χαράκης ν. Βρυώνη, Πολ. Έφ. Αρ. Ε28/2017, ημερ. 24/10/2018, Φιλίππου κ.ά. ν. Κούτρα, Πολ. ΄Εφ. Αρ. 397/2012, ημερ. 20/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A235 και Χαραλάμπους (Καρούσου) v. Μελά, Πολ. Έφ. Αρ. E242/2014, ημερ. 3/9/2020.

 

Στην υπό κρίση αίτηση αποτελεί γεγονός αναντίλεκτο ότι οι δύο πρώτες προκαταρκτικές - δικαιοδοτικής φύσεως, προϋποθέσεις πληρούνται. Οι    ενάγοντες καταχώρησαν την αγωγή τους με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και οι εναγόμενοι καταχώρησαν εμφάνιση.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο ο ενόρκως δηλών για τους ενάγοντες είναι πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και να επιβεβαιώσει την αιτία της αγωγής, έχοντας υπόψη και τις σχετικές αρχές που διέπουν το θέμα, υπό το φως όσων αναφέρονται στις υποθέσεις Δημητρίου, The Chain Gulf Traders Ltd και Νεάρχου (ανωτέρω)από την οποία (Νεάρχου) και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης, και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ'  ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.  Εκεί που ο Αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Banka S.A. πιο πάνω, σελ. 136 - 138) όπου γίνεται αναφορά και σε αγγλική νομολογία)».

 

Καθόλα σχετικά είναι και όσα ακολουθούν από την απόφαση στην υπόθεση Σπηταλιώτης κ.ά. ν. Liberty Life Insurance Ltd (2004) 1(B) A.A.Δ.1113:

 

«Σε αίτηση για συνοπτική απόφαση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 18, η ένορκη δήλωση μπορεί να υπογραφεί από τον ενάγοντα που έχει προσωπική γνώση των γεγονότων ή από πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα (or by any other person who can swear positively to the facts). Σε περιπτώσεις εταιρειών ή τραπεζικών οργανισμών η ένορκη δήλωση βασίζεται σε δηλώσεις αξιωματούχων που έχουν αποκτήσει, σύμφωνα με τα καθήκοντα που εκτελούν, τις αναγκαίες γνώσεις για να προβούν στην απαραίτητη ένορκη δήλωση. Όπως ορθά σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο "από τη στιγμή που ο οργανισμός εξουσιοδοτεί το συγκεκριμένο άτομο να ορκιστεί επί της επαλήθευσης της απαίτησης από τη θέση που του έχει εμπιστευθεί εργοδοτώντας τον, σημαίνει ότι ικανοποιείται το κριτήριο της θετικής γνώσης"».

 

Στο ερώτημα κατά πόσο πληρείται η υπό εξέταση προκαταρκτική - δικαιοδοτικής φύσεως, προϋπόθεση απαντώ καταφατικά. Προς τούτο λαμβάνω υπόψη τους ακόλουθους - μεταξύ άλλων - ισχυρισμούς του ενόρκως δηλούντα για τους αιτητές:

 

Ο μάρτυρας κατέχει τη θέση του γραμματέα και γενικού διευθυντή των εναγόντων. Γνωρίζει πολύ καλά και προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά και να πιστοποιήσει τα γεγονότα που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων εναντίον των εναγόμενων καθώς και την αιτία της αγωγής και τις αξιώσεις των εναγόντων. Από τη θέση του, χειριζόταν και χειρίζεται προσωπικά όλα τα θέματα της υπόθεσης. Από την υπογραφή της επίδικης σύμβασης μέχρι σήμερα χειρίζεται όλα τα θέματα που αφορούν την επίδικη ενοικίαση. Ελέγχει τις πληρωμές των εναγόμενων 1 προς τους ενάγοντες καθότι έχει πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους.

 

Όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί του μάρτυρα, με εξαίρεση τον ισχυρισμό του ότι, εκτός από γραμματέας των εναγόντων είναι και γενικός διευθυντής τους, γίνονται ρητά παραδεκτοί από τους εναγόμενους, μέσω της ενόρκως δηλούσας γι’ αυτούς. Σε συνδυασμό και με τον ισχυρισμό του μάρτυρα - της παραγράφου 35 της ένορκης δήλωσής του - ότι λόγω της προσωπικής του συμμετοχής και γνώσης στα γεγονότα της αγωγής είναι σε θέση να πιστοποιήσει και επιβεβαιώσει ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν οποιαδήποτε υπεράσπιση ή ουσιαστική ή καλόπιστη υπεράσπιση στις απαιτήσεις των εναγόντων, οι τελευταίοι ικανοποιούν πλήρως και την τρίτη προκαταρκτική - δικαιοδοτικής φύσεως, προϋπόθεση για έκδοση συνοπτικής απόφασης.  

 

Ακολουθεί το ερώτημα κατά πόσο οι εναγόμενοι έχουν αποδείξει στον αναγκαίο βαθμό ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην εναντίον τους αγωγή ή έχουν αποκαλύψει τέτοια επαρκή γεγονότα ώστε να τους δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης.

 

Οι ενάγοντες, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αγωγής και των αξιώσεών τους εναντίον των εναγόμενων επικαλούνται τα ακόλουθα γεγονότα, πέραν όσων εκτίθενται στην αρχή της απόφασής μου, ως αποτελούντα κοινό έδαφος μεταξύ των μερών:

 

Οι  εναγόμενοι 1 παρέλειπαν επανειλημμένα να καταβάλουν το συμφωνημένο ενοίκιο στο συμφωνημένο χρόνο, που αποτελούσε ουσιώδη παράβαση των όρων της επίδικης σύμβασης. Συγκεκριμένα δεν κατέβαλαν τα ενοίκια για τους μήνες Νοέμβρης και Δεκέμρης του 2022 και Γενάρης και Φλεβάρης του 2023, εκ €1.640 κάθε ενοίκιο καθώς και τα οφειλόμενα ποσά κοινοχρήστων και λογαριασμών. Οι 4 επιταγές που εξέδωσαν προς τους ενάγοντες για εξόφληση των καθυστερημένων και οφειλόμενων ενοικίων (τεκμ. 10 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη) δεν ξοφλήθηκαν, λόγω ανεπαρκών υπολοίπων στον τραπεζικό λογαριασμό τους.

 

Οι ενάγοντες, με την επιστολή των δικηγόρων τους προς τους δικηγόρους των εναγόμενων, ημερομηνίας 7/3/2023 (τεκμ. 11 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη) ζήτησαν εκ νέου την παράδοση στους ίδιους, ελεύθερης και κενής κατοχής του επίδικου υποστατικού και καταβολή των οφειλόμενων ποσών ενοικίων, κοινόχρηστων και λογαριασμών.

 

Οι εναγόμενοι απάντησαν στην εν λόγω επιστολή, με το ηλεκτρονικό μήνυμα των δικηγόρων τους, ημερομηνίας, 14/3/2023 (τεκμ. 12 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη). Παρενθετικά να πω ότι αυτούσιο το περιεχόμενο του εν λόγω μηνύματος, θα παρατεθεί σε άλλο σημείο, αργότερα.

 

Οι εναγόμενοι αρνούνται και/ή παραλείπουν μέχρι σήμερα να παραδώσουν στους ενάγοντες ελεύθερη και κενή κατοχή του επίδικου υποστατικού και οφείλουν τα παραπάνω 4 ενοίκια για το συνολικό ποσό των €6.560 καθώς και τα οφειλόμενα ποσά κοινοχρήστων τα οποία μέχρι και τον Ιούνιο του 2023 ανέρχονται στο ποσό των €2.564,44.

 

Έναντι των παραπάνω θέσεων και ισχυρισμών των εναγόντων, οι εναγόμενοι, με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένστασή τους στην υπό κρίση αίτηση, μεταξύ άλλων ισχυρίζονται τα εξής:

 

Καταρχάς, επαναλαμβάνουν όσα συνθέτουν τον 3ο λόγο ένστασης και παραπέμπουν στο περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής των δικηγόρων τους (τεκμ. 8 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη) στην επιστολή των δικηγόρων των εναγόντων (τεκμ. 6). Απορρίπτουν τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι δεν ξόφλησαν τις 4 επιταγές που τους είχαν εκδώσει οι εναγόμενοι 1 (οι οποίες, κατά τους ενάγοντες, δεν ξοφλήθηκαν λόγω ανεπαρκών υπολοίπων στον τραπεζικό λογαριασμό των εναγόμενων 1) και ισχυρίζονται ότι διευθετήθηκαν τα οφειλόμενα ενοίκια, τα οποία πληρώθηκαν με επιταγές. Ειδικά για το ποσό κοινοχρήστων ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να αξιώνεται από τους ενάγοντες, επειδή, εκτός από το γεγονός ότι η πληρωμή τους έγινε μετά την καταχώρηση της αγωγής, αυτή δεν αφορά το επίδικο υποστατικό, αλλά το υπ’ αριθμό 7. Έναντι του ισχυρισμού των εναγόντων ότι μετά τη λήξη και/ή τον τερματισμό της επίδικης σύμβασης δεν παρέδωσαν ελεύθερη κατοχή του επίδικου υποστατικού και ότι απώλεσαν το δικαίωμά τους να παραμείνουν σ’ αυτό και ως εκ τούτου, η συνέχιση της κατοχής του από τους εναγόμενους 1 συνιστά παράνομη επέμβαση, επαναλαμβάνουν όσα συνθέτουν τον 1ο λόγο ένστασης στην αίτηση. Σε σχέση με όσα αναφέρει ο Παρτασίδης στις παραγράφους 32, 33 και 34 της ένορκης δήλωσής του, μεταξύ άλλων επαναλαμβάνουν όσα συνθέτουν το 2ο λόγο ένστασης στην αίτηση. Έχουν ουσιαστική και καλόπιστη υπεράσπιση στην αγωγή και ειδικότερα, ενάντια στις αξιώσεις των εναγόντων οι οποίοι δε δικαιούνται απόφασης σ’ αυτό το στάδιο. Τέλος, ισχυριζόμενοι ότι οι ενάγοντες δε γνωρίζουν τι ζητούν με την αίτησή τους, επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο του 4ου λόγου ένστασης.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο και τα όσα υποβάλλουν οι εναγόμενοι με το σχετικό - 4ο λόγο ένστασης, η θέση μου είναι η εξής: από τη στιγμή που στο πλαίσιο αίτησης για συνοπτική απόφαση, δυνάμει της Δ.18 Θ.4, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση σε σχέση με μέρος μόνο της απαίτησης του ενάγοντα και να δώσει στον εναγόμενο δικαίωμα υπεράσπισης για το υπόλοιπο της απαίτησης δε βλέπω για ποιο λόγο μπορεί να στερηθεί ο ενάγοντας του δικαιώματος να ζητήσει συνοπτική απόφαση σε σχέση με αριθμό αξιώσεών του και να επιδιώξει την έκδοση απόφασης για τις υπόλοιπες στο πλαίσιο κανονικής δίκης. Ακολουθεί ότι  ο 4ο λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Το ίδιο ισχύει και για το 2ο λόγο ένστασης, για τον οποίο, ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι κατά ποια έννοια τα όσα το συνθέτουν συνιστούν καλή ή καλόπιστη υπεράσπιση. Ό,τι αξίζει - το οποίο και συγκρατώ - απ’ όσα υποβάλλουν οι εναγόμενοι με αυτό το λόγο ένστασης είναι η ομολογία τους ότι μέχρι και την ημερομηνία που καταχώρησαν την ένστασή τους στην υπό κρίση αίτηση είχαν οικονομικές υποχρεώσεις προς τους ενάγοντες. Μόνο έτσι μπορούν να ερμηνευθούν οι ακόλουθοι ισχυρισμοί της ενόρκως δηλούσας γι’ αυτούς στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσής της που υποστηρίζει την ένστασή τους στην υπό κρίση αίτηση: ενώ μέχρι πρόσφατα, ο εναγόμενος 2 βρισκόταν στο εξωτερικό και λόγω της εμπόλεμης κατάστασης ήταν αδύνατη η επιστροφή του στην Κύπρο με σκοπό να προβεί σε διευθέτηση των οποιωνδήποτε υποχρεώσεών του προς τους ενάγοντες, αυτοί, εσκεμμένα, κακόβουλα και κακόπιστα δεν ανάμεναν την επιστροφή του στην Κύπρο, παρά μόνο καταχώρησαν την αγωγή εναντίον και των δυο των εναγόμενων. 

 

Επειδή οι εναγόμενοι για σκοπούς στοιχειοθέτησης του 1ου λόγου ένστασης επισυνάπτουν ως τεκμήριο την επιστολή της δικηγόρου των εναγόντων προς τους δικηγόρους τους, ημερομηνίας 5/4/2023 (τεκμ. Α στην ένορκη δήλωση της Χρύσως Γεωργιάδου) παρατηρώ τα εξής:

 

Με την εν λόγω επιστολή, η εκ των δικηγόρων των εναγόντων, απευθυνόμενη προς τη συνάδελφό της, εκ των δικηγόρων των εναγόμενων, μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής: σε συνέχεια σημερινής - μεταξύ τους - τηλεφωνικής επικοινωνίας παραθέτει «τα μέχρι σήμερα οφειλόμενα ποσά:» €6.560, καθυστερημένα ενοίκια για τους μήνες Νοέμβριος και Δεκέμβριος 2022 και Ιανουάριος και Φεβρουάριος 2023 προς €1.640 έκαστο, €3.280, αποζημίωση για τους μήνες Μάρτιος και Απρίλιος 2023 και €2.350,82, οφειλόμενο ποσό κοινοχρήστων μέχρι και το Μάρτη του 2023. Όπως αναφέρεται στη συνέχεια, άνευ βλάβης, οι ενάγοντες είναι πρόθυμοι να συζητήσουν το ενδεχόμενο υπογραφής νέας συμφωνίας ενοικίασης του καταστήματος, αφού πρώτα γνωρίζουν τους νέους ενοικιαστές/συνεταίρους για να αποφασίσουν εάν θα προχωρήσουν ή όχι σε συμφωνία. Στην περίπτωση που προχωρήσουν οι συζητήσεις, προστίθεται, οι ενάγοντες θέτουν  εξ αρχής τις πιο κάτω βασικές προϋποθέσεις: πρώτο, να ξοφληθούν όλα τα πιο πάνω οφειλόμενα ποσά και να παρουσιαστούν σχετικές αποδείξεις, δεύτερο, να δοθεί εγγύηση από φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Κύπρο, τρίτο, να συμφωνηθεί το ποσό του ενοικίου και τέταρτο, να υπογραφεί νέα συμφωνία ενοικίασης εντός Απριλίου, 2023.

 

Ό,τι αξίζει να σημειωθεί από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, που θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχει σταλεί «άνευ βλάβης» - με ό,τι αυτό σημαίνει για την αποδεικτική της αξίας και το δικαίωμα των εναγόμενων να την επικαλούνται - είναι η θέση των εναγόντων ότι μέχρι και τις 5/4/2023, οι εναγόμενοι τους όφειλαν τα παραπάνω ποσά καθώς και η προθυμία των εναγόντων να συζητήσουν το ενδεχόμενο υπογραφής, νέας συμφωνίας ενοικίασης του επίδικου υποστατικού με νέους ενοικιαστές/συνεταίρους, αφού πρώτα τους γνωρίσουν, υπό τον όρο της ικανοποίησης των 4 προϋποθέσεων που αναφέρονται στην επιστολή. Και με δεδομένο ότι αυτή είχε σταλεί μετά τη λήξη της επίδικης σύμβασης σε συνδυασμό και με όσα ακολουθούν αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα, δεν είναι η ύπαρξη καλής υπεράσπισης για τους εναγόμενους στην εναντίον τους αγωγή, αλλά, η ανυπαρξία οποιασδήποτε υπεράσπισης σε σχέση με τις περισσότερες από τις αξιώσεις των εναγόντων.

 

Ακολουθεί ότι και ο 1ος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Καθώς ήδη έχει αναφερθεί αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι η επίδικη σύμβαση είχε λήξει στις 28/2/2023 και οι εναγόμενοι 1 δεν άσκησαν το δικαίωμά τους για ανανέωσή της για άλλα 5 χρόνια μετά τη λήξη της, οι οποίοι, για το σκοπό αυτό σύμφωνα με σχετικό όρο, θα έπρεπε να ενημερώσουν με επιστολή τους ενάγοντες, τουλάχιστον, 3 μήνες πριν τη λήξη της επίδικης σύμβασης. Με αυτό δεδομένο και με δεδομένο επίσης το κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι αποτελούσε ουσιώδη όρο της επίδικης σύμβασης ότι οι εναγόμενοι 1 ανέλαβαν την υποχρέωση, όπως κατά τη λήξη και/ή τον τερματισμό της επίδικης σύμβασης, παραδώσουν το επίδικο υποστατικό στους ενάγοντες, οι δυο πρώτες αξιώσεις των εναγόντων, για τις οποίες ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, στοιχειοθετούνται, ανεξάρτητα από το αν ευσταθούν ή όχι οποιεσδήποτε από τις υπόλοιπες αξιώσεις τους. Να πω απλώς, ότι με την πρώτη αξίωσή τους, ουσιαστικά ζητούν διάταγμα ανάκτησης κατοχής του επίδικου υποστατικού και με τη δεύτερη - ίσως εκ του περισσού - διάταγμα άρσης της παράνομης επέμβασης.

 

Ο 3ος λόγος ένστασης απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος και χωρίς ίχνος τεκμηρίωσης και τούτο, επειδή οι εναγόμενοι, ενώ στη βάση των όσων αναφέρουν ισχυρίζονται ότι η περιγραφείσα - από τους ίδιους - κατάσταση προκάλεσε στους εναγόμενους 1 μεγάλη οικονομική ζημιά, εντούτοις, ούτε με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένστασή τους στην αίτηση μα ούτε και με την επιστολή των δικηγόρων τους προς τους δικηγόρους των εναγόντων, ημερομηνίας 9/2/2023 (τεκμ. 8 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη) συγκεκριμενοποιούν - με αναφορά σε ποσό ή ποσά - το ύψος της ζημιάς τους. Που, και υπαρκτή να ήταν, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να συμψηφίζεται με τις απαιτήσεις των εναγόντων. Η όποια ζημιά τους, θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο ανταπαίτησης ή ξεχωριστής αγωγής, αλλά δεν επηρεάζει το δικαίωμα των εναγόντων σε συνοπτική απόφαση (βλ. τηρουμένων των  αναλογιών την υπόθεση CH Aresti Estates Limited και Άλλοι ν. Loucas Kyprianou & Co Enterprises Ltd (2016) 1 Α.Α.Δ. 2430).

 

Όσα ακολουθούν αφορούν στις υπόλοιπες αξιώσεις των εναγόντων για τις οποίες ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των εναγόμενων.

 

Η αξίωσή τους για το ποσό των €6,560 το οποίο ζητούν υπό τη μορφή των 4 καθυστερημένων και μη καταβληθέντων ενοικίων (ως ανωτέρω) όχι απλώς στοιχειοθετείται, αλλά, έμμεσα γίνεται παραδεκτή από τους εναγόμενους.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι οι εναγόμενοι, προς εξόφληση των πιο πάνω ενοικίων εξέδωσαν προς τους ενάγοντες τις 4 επιταγές (τεκμ, 10 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη). Ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός των εναγόμενων ότι τα συγκεκριμένα ενοίκια πληρώθηκαν με επιταγές, πόρρω απέχει από το να θεωρηθεί ως καλή υπεράσπιση. Χωρίς ίχνος λεπτομερειών αναφορικά με το χρόνο πληρωμής και τα στοιχεία των επιταγών, οι οποίες θα έπρεπε να είχαν προσκομιστεί κιόλας, μαζί βέβαια και με τις σχετικές αποδείξεις, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, υπέχει μηδενικής αποδεικτικής αξίας. Οι μόνες επιταγές που είχαν εκδώσει οι εναγόμενοι προς τους ενάγοντες για πληρωμή των εν λόγω ενοικίων είναι αυτές που έχουν θέσει ενώπιόν μου οι τελευταίοι (τεκμ. 10 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη) οι οποίες δεν ξοφλήθηκαν επειδή ήταν ακάλυπτες. Η θέση των ευπαίδευτων δικηγόρων των εναγόμενων, ότι η ενόρκως δηλούσα γι’ αυτούς, στην παράγραφο 15 της ένορκης δήλωσής της αναφέρει ότι τα συγκεκριμένα ενοίκια πληρώθηκαν με τις επιταγές (τεκμ. 10, ανωτέρω) είναι εσφαλμένη. Το μόνο που αναφέρει η ομνύουσα για τα συγκεκριμένα ενοίκια είναι ότι πληρώθηκαν, γενικά και αόριστα, με επιταγές και όχι ότι πληρώθηκαν με τις συγκεκριμένες επιταγές.

 

Προστίθενται και τα εξής:

 

Οι  δικηγόροι των εναγόντων, με την επιστολή τους προς τους δικηγόρους των εναγόμενων, ημερομηνίας 15/2/2023 (τεκμ. 9 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη) μεταξύ άλλων αναφέρουν τα εξής:

 

Η ενοικίαση του επίδικου υποστατικού θα τερματιστεί κατά την ημερομηνία λήξης της επίδικης σύμβασης που είναι η 28/2/2023, ημερομηνία κατά την οποία οι εναγόμενοι οφείλουν να παραδώσουν ελεύθερη και κενή κατοχή του επίδικου υποστατικού, οι οποίοι οφείλουν στους ενάγοντες και το συνολικό ποσό των €6.560, ενοίκια και το ποσό των €2.193,74, κοινόχρηστα. Ακολούθως γίνεται αναφορά στις 4 επιταγές που εξέδωσαν οι εναγόμενοι προς τους ενάγοντες για εξόφληση μέρους των οφειλόμενων ενοικίων, οι οποίες παρουσιάστηκαν στην τράπεζα και δεν ξοφλήθηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων των εναγόμενων 1. Με την ίδια επιστολή, οι εναγόμενοι καλούνται εκ νέου να συμμορφωθούν με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και να παραδώσουν ελεύθερη και κενή κατοχή του επίδικου υποστατικού καθώς και να καταβάλουν όλα τα οφειλόμενα ποσά ενοικίων, κοινοχρήστων και λογαριασμών μέχρι τις 28/2/2023. Με την τελευταία παράγραφο, οι εναγόμενοι ενημερώνονται - μέσω των δικηγόρων τους - ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους, θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον τους. Οι δικηγόροι των εναγόντων, με νέα επιστολή τους προς τους δικηγόρους των εναγόμενων, ημερομηνίας 7/3/2023 (τεκμ. 11 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη) καλούν εκ νέου τους εναγόμενους να παραδώσουν στους ενάγοντες το επίδικο υποστατικό, ως είχαν υποχρέωση να πράξουν στις 28/2/2023. Ακολούθως αναφέρονται στην υπόσχεση των εναγόμενων να ξοφλήσουν σύντομα το ποσό των ενοικίων και αναφέρονται και στα μεγάλα ποσά κοινοχρήστων που οφείλουν οι τελευταίοι.

 

Η επιστολή αυτή έτυχε απάντησης από τους δικηγόρους των εναγόμενων με το ηλεκτρονικό μήνυμά τους, ημερομηνίας 14/3/2023 (τεκμ. 12 στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη). Το ουσιαστικό μέρος του μηνύματος ακολουθεί αυτούσιο:

 

«Αγ. Συνάδελφε,

 

Σε απάντηση της επιστολής σας, ημερ. 7/3/2023, το περιεχόμενο της οποίας έχω τώρα συζητήσει με τους πελάτες μου παρακαλώ σημειώστε ότι αυτό απορρίπτεται ως ψευδές και ανυπόστατο. Οι πελάτες μου με πληροφορούν ότι δεν έχουν εγκαταλείψει το κατάστημα και ότι εντός αυτού βρίσκονται ακόμα πολύτιμα κινητά αντικείμενα ιδιοκτησίας τους. Αυτό που μάλλον έχουν προσέξει οι πελάτες σου είναι το γεγονός ότι τις τελευταίες ημέρες το κατάστημα παραμένει κλειστό για σκοπούς συντήρησης αλλά ο σκοπός τους είναι όπως επαναλειτουργήσουν άμεσα και φυσικά προχωρήσουν και σε αποπληρωμή των ποσών που οφείλουν. Αναμένω νεότερα από τους πελάτες μου και θα επανέλθω (οι υπογραμμίσεις και η έμφαση είναι δικά μου).»

 

Από τα παραπάνω, για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτει ότι σε χρόνο μετά τη λήξη της επίδικης σύμβασης, οι εναγόμενοι αναγνωρίζουν ότι οφείλουν διάφορα ποσά στους ενάγοντες σε σχέση με το επίδικο υποστατικό το οποίο κατείχαν μέχρι τότε. Το πρώτο ποσό από αυτά είναι το ποσό των €6.560 που συνθέτει την 3η από τις αξιώσεις των εναγόντων για την οποία ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον τους. Το δεύτερο αφορά την 4η αξίωσή τους για την οποία ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, που είναι επακόλουθη της πρώτης. Από τη στιγμή που η επίδικη σύμβαση έληξε στις 28/2/2023 και οι εναγόμενοι, ενώ όφειλαν να εγκαταλείψουν το επίδικο υποστατικό και να το παραδώσουν τους ενάγοντες δεν το έπραξαν και εξακολουθούν να το κατέχουν, οι ενάγοντες δικαιούνται να αξιώνουν εναντίον τους υπό μορφή αποζημιώσεων και/ή ενδιάμεσων οφελών το ποσό των €1.640 μηνιαίως από την 1/3/2023 μέχρι και την παράδοση ελεύθερης κατοχής του επίδικου υποστατικού στους ενάγοντες. Οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλλουν το συγκεκριμένο ποσό, κάθε μήνα, επειδή αυτό το ποσό κατέβαλλαν ή ορθότερα όφειλαν να καταβάλλουν την περίοδο που προηγήθηκε μέχρι και τον τερματισμό της επίδικης σύμβασης.

 

Ακολουθεί ότι και αυτή η αξίωση των εναγόντων, έναντι της οποίας, οι εναγόμενοι, ουδεμία νόμιμη υπεράσπιση έχουν, στοιχειοθετείται πλήρως.

 

Σε σχέση και με τις δυο αυτές αξιώσεις τους και το συμπέρασμά μου ότι στοιχειοθετούνται συνυπολογίζω και το παράπονο των εναγόμενων, οι οποίοι, τόσο με το 2ο λόγο ένστασης όσο και με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένστασή τους στην υπό κρίση αίτηση, ομολογούν ότι μέχρι και την ημέρα που καταχώρησαν την ένστασή τους, είχαν οικονομικές υποχρεώσεις έναντι των εναγόντων σε σχέση με το επίδικο υποστατικό.

 

Και η τελευταία αξίωση των εναγόντων (υπό ΙΑ) με την οποία ζητούν νόμιμο τόκο, στοιχειοθετείται. Από τη στιγμή που θα εκδοθεί απόφαση υπέρ τους για συγκεκριμένο χρηματικό ποσό δικαιούνται στην καταβολή, είτε συμφωνημένου είτε νόμιμου τόκου επί του ποσού αυτού, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη (βλ. το άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960). Πολλώ μάλλον, που στην προκειμένη περίπτωση, ενώ αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι αποτελούσε ουσιώδη όρο της επίδικης σύμβασης ότι οι εναγόμενοι 1 θα υποχρεούνταν στην καταβολή τόκου προς 7% ετησίως επί οποιουδήποτε καθυστερημένου και οφειλόμενου ποσού, με την υπό κρίση αίτηση, οι ενάγοντες ζητούν νόμιμο τόκο, το επιτόκιο του οποίου είναι σαφώς μικρότερο από 7%.

 

Για την 5η αξίωσή τους οι ενάγοντες, με την οποία ζητούν απόφαση για το ποσό των €2,586.44, υπό μορφή κοινοχρήστων για το επίδικο υποστατικό δε δικαιούνται συνοπτική απόφαση. Και τούτο, επειδή σε σχέση με αυτή την αξίωσή τους, οι εναγόμενοι έχουν αποκαλύψει την ύπαρξη καλής υπεράσπισης και μάλιστα, με στοιχεία μαρτυρίας που έχουν θέσει ενώπιόν μου οι ενάγοντες. Είναι γεγονός, ότι, ενώ με βάση την επίδικη σύμβαση, οι ενάγοντες νοίκιασαν το επίδικο υποστατικό στους εναγόμενους - που αποτελεί κατάστημα -  με αριθμό 70 και οι δυο καταστάσεις εξόδων που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση του Παρτασίδη [βλ. τα τεκμ. 7 (μέρος) και 14] αφορούν στο διαμέρισμα (shop 07). Μολονότι οι εναγόμενοι αναδεικνύουν το γεγονός αυτό, ως ένα από τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι έχουν υπεράσπιση σε σχέση με αυτή την αξίωση των εναγόντων, οι τελευταίοι δεν τοποθετούνται καθόλου. Με αυτό δεδομένο, δικαιωματικά θα πρέπει να δοθεί τους εναγόμενους το δικαίωμα να καταχωρήσουν υπεράσπιση. Έπεται ότι σε σχέση με τη συγκεκριμένη αξίωση των εναγόντων, ο 5ο λόγος ένστασης είναι βάσιμος.

 

Και κάτι ακόμη προτού καταλήξω. Επειδή οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόντων, με το καταληκτικό μέρος της αγόρευσής τους ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση και με την 6η αξίωση των εναγόντων σύμφωνα με το παρακλητικό της έκθεσης απαίτησης (υπό ΣΤ) ένα μόνο θέλω να πω. Οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αίτηση δε ζητούν συνοπτική απόφαση για τη συγκεκριμένη αξίωσή τους.  

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση, στην έκταση που έχει αναφερθεί επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται συνοπτική απόφαση, ως η παράγραφος 1.Α, Β, Γ, Δ και ΙΑ της αίτησης.

 

Οι εναγόμενοι να συμμορφωθούν με τα διατάγματα (υπό 1.Α και Β, ανωτέρω) εντός δύο (2) μηνών από την επίδοσή τους.

 

Αναφορικά με την αξίωση των εναγόμενων (υπό 1.Ε σύμφωνα με την αίτηση) δίδεται στους εναγόμενους άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης, χωρίς όρους, εντός 20 ημερών από σήμερα.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης, δεν βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Και, με δεδομένο ότι η αίτηση έχει πετύχει μερικώς και συγκεκριμένα, σε ποσοστό περίπου 3/4, θεωρώ ότι ανάλογη θα πρέπει να είναι και η σχετική διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται σε ποσοστό 3/4 υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγόμενων 1 και 2.

     

                                                                          (Υπ.) ...………………………….

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

/ΚΚ-TA


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο