ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2620/23
Μεταξύ:
1.Αγάπιος Κόκκινος, από την Λεμεσό
2.Χάρης Κόκκινος, από τον Άγιο Τύχωνα
3.Βρυσούλλα Κόκκινου, από την Λεμεσό
και
Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, από την Λευκωσία
Ημερομηνία: 22.1.24
Εμφανίσεις:
Για την Ενάγουσα 3/Αιτήτρια: κ. Ζ. Νικολαΐδης για κκ Ζ. Ν. Νικολαΐδης ΔΕΠΕ
Για την Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση: κα Ε. Πούλλαδου για κκ Μ. Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 11.12.23 η Ενάγουσα 3/Αιτήτρια εξαιτείται την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:
1. «Διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στην Εναγόμενη να προχωρήσει σε οποιαδήποτε πώληση και/ή εκποίηση και/ή διάθεση της υποθηκευμένης περιουσίας μέσω οποιασδήποτε διαδικασίας μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου
2. Διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στην Εναγόμενη να προχωρήσει σε οποιαδήποτε πώληση και/ή εκποίηση και/ή πλειστηριασμό και/ή αποξένωση της υποθηκευμένης περιουσίας και δη στην βάση της Ειδοποίησης τύπου ΙΑ ημερομηνίας 9.11.23».
Η υποθήκη είναι εγγεγραμμένη στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού και αφορά σε τρία ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην επαρχία Λεμεσού. Η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση της Αιτήτριας. Αναφορά στην συμφωνία δανείου και συμφωνία υποθήκης θα είναι από τούδε και στο εξής αναφορά στην επίδικη συμφωνία δανείου και την επίδικη συμφωνία υποθήκης αντίστοιχα. Αναφορά στο δάνειο και την υποθήκη θα είναι θα είναι από τούδε και στο εξής αναφορά στο επίδικο δάνειο και την επίδικη υποθήκη αντίστοιχα.
Η πλευρά της Εναγόμενης/Καθ’ ης η αίτηση ενίσταται στην έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Προς τούτο καταχώρησε Ειδοποίηση Ένστασης στην οποία εκτίθενται οι λόγοι ένστασης σύμφωνα με τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση υπαλλήλου της Καθ’ ης η αίτηση, από τώρα και στο εξής «ο υπάλληλος», ο οποίος είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την Καθ’ ης η αίτηση να προβεί στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση.
Στην ένορκο δήλωση της Αιτήτριας που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα. Η Αιτήτρια είναι η αποκλειστική ιδιοκτήτης της ως άνω αναφερόμενης υποθηκευμένης περιουσίας για την οποία καθορίσθηκε δυνάμει Ειδοποίησης τύπου ΙΑ από την Καθ’ ης η αίτηση η 22.1.24 και ώρα 10:00 πμ ως η ημερομηνία και ώρα πλειστηριασμού. Η Ειδοποίηση τύπου ΙΑ φέρει ημερομηνία 9.11.23. Τα παρακάτω αποτελούν θέσεις της Αιτήτριας:
1. η Καθ’ ης η αίτηση χρέωσε το δάνειο με παράνομες χρεώσεις (υπερχρεώσεις), τοκισμούς, έξοδα και προμήθειες με αποτέλεσμα το σημερινό υπόλοιπο ως καθορίζεται από την Καθ’ ης η αίτηση να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με την έκθεση του εμπειρογνώμονα στον οποίο αποτάθηκε η Αιτήτρια η διαφορά στο οφειλόμενο ποσό είναι Ευρώ 55.384,00 σεντ. Η πιο πάνω διαφορά διατυπώνεται, μάλιστα, με επιφύλαξη καθότι το δάνειο ήταν δάνειο αναδιάρθρωσης και με αυτό είχαν ξοφληθεί προηγούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις. Χορηγήθηκε δε με μεθοδεύσεις των λειτουργών των πιστωτών προκειμένου να ξοφληθούν οι εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις. Μετά από καταθέσεις που έγιναν σήμερα δεν εκκρεμεί οποιοδήποτε ποσό ως οφειλόμενο
2. στην αγωγή εγείρονται ισχυρισμοί περί παράνομης σύμβασης δανείου και υποθήκης την ακύρωση των οποίων οι Ενάγοντες διεκδικούν. Κατά την σύναψη του δανείου οι Ενάγοντες, πόσο μάλλον, ο Εναγόμενος 2, ο οποίος είναι υιός της Αιτήτριας και τότε ήταν φοιτητής, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι το δάνειο θα σήμαινε την καταστροφή τους ένεκα των όρων που περιείχε όπως σήμερα τους τους εξηγούν οι εκπρόσωποί τους
3. οι λειτουργοί των πιστωτών εξώθησαν τους Ενάγοντες σε υπογραφή των επίδικων εγγράφων τα οποία ήταν ήδη συμπληρωμένα εκμεταλλευόμενοι την θέση ισχύος τους. Επίσης δεν εξήγησαν στους Ενάγοντες οτιδήποτε σε σχέση με τους όρους των επίδικων εγγράφων τα οποία ούτε τους άφησαν να διαβάσουν. Η υπογραφή των επίδικων εγγράφων ήταν, επομένως, τυπική
4. με την σκοπούμενη αναδιάρθρωση οι πιστωτές πέτυχαν την οικονομική εξόντωση των Εναγόντων και η τακτική τους συνιστούσε ανεύθυνο δανεισμό αφού οι προσωπικές συνθήκες των Εναγόντων δεν δικαιολογούσαν την διευθέτηση και η διαγωγή τους στην αποπληρωμή των τότε υφιστάμενων χρεών τους ήταν καλή
5. κατά την σύναψη του δανείου και της υποθήκης η Αιτήτρια ήταν οικοκυρά, όπως πάντοτε, ο σύζυγός της και Ενάγων 1 συνταξιούχος και ο υιός της και Ενάγων 2 φοιτητής. Η Καθ’ ης η αίτηση εντέχνως ενέπλεξε τον Ενάγοντα 2 στην επίδικη δανειοδότηση και εκβίαζε την Αιτήτρια και τον Ενάγοντα 1 με εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων στην περίπτωση που δεν προέβαιναν στην δανειοδότηση που η Καθ’ ης η αίτηση είχε μεθοδεύσει δήθεν για την διευκόλυνση τους
6. στο ένα εκ των τριών ενυπόθηκων ακινήτων υπάρχει μεταλλική λυόμενη κατασκευή η οποία χρησιμοποιείται από τον Ενάγοντα 2 και ακόμα ένα υιό της Αιτήτριας ως μόνιμη διαμονή και κατοικία. Επισυνάπτεται σχετική βεβαίωση του Κοινοτάρχη ημερομηνίας 2.11.23
7. η Αιτήτρια ουδέποτε αντιλήφθηκε ότι η Καθ’ ης η αίτηση θα δέσμευε ολόκληρη την υποθηκευμένη περιουσία της στην βάση καταχρηστικών, παράνομων και ετεροβαρών όρων στην συμφωνία υποθήκης
8. η αξία της υποθηκευμένης περιουσίας ξεπερνά το από πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο το οποίο προκύπτει από παράνομες υπερχρεώσεις ως αποτέλεσμα καταχρηστικών και ετεροβαρών ρητρών στις επίδικες συμβάσεις αλλά και από τις παράνομες και δόλιες πρακτικές της Καθ’ ης η αίτηση και των λειτουργών και εκπροσώπων της ως ανωτέρω εξηγήθηκε
9. η Αιτήτρια είχε πλήρη άγνοια του περιεχομένου των εγγράφων που υπέγραψε τόσο ένεκα της ίδιας της διαγωγής της Καθ’ ης η αίτηση που αποσκοπούσε στο να την εξωθήσει τελώντας υπό άγνοια να υπογράψει τα επίδικα έγγραφα αλλά και της πεποίθησης της ότι ουδεμία αντίδραση θα έφερε η Αιτήτρια λόγω του μορφωτικού της επιπέδου και της έλλειψης γενικής και ειδικής γνώσης ως προς τα επίδικα θέματα
10. οι πρακτικές των εκπροσώπων της Καθ’ ης η αίτηση συνιστά κατάφωρη καταπίεση και παραβίαση των δικαιωμάτων των Εναγόντων καθώς και δόλο και απάτη.
Υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Η πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων και η εκποίηση της υποθήκης σε αυτό το στάδιο και πριν την εκδίκαση της αγωγής θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη βλάβη σε βαθμό που δεν θα μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Είναι αναγκαίο όπως το Δικαστήριο παρέμβει δίκαια ώστε να διατηρήσει το status quo μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Είναι ορθό, δίκαιο και εύλογο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα για σκοπούς ορθής και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης.
Η έκθεση του εμπειρογνώμονα, η Ειδοποίηση τύπου ΙΑ ημερομηνίας 9.11.23 και η Βεβαίωση Μόνιμης Διαμονής του Κοινοτάρχη ημερομηνίας 2.11.23 επισυνάφθηκαν και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια Α, Β και Γ αντίστοιχα.
Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται αυτούσιοι:
Με την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση ο υπάλληλος αρνείται τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας εκτός εκεί που το περιεχόμενο της συνάδει με την δική του ένορκο δήλωση. Αναφέρει δε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα. Είναι η θέση της Καθ’ ης η αίτηση ότι η τελευταία ενήργησε καθόλα νόμιμα σε κάθε ουσιώδη χρόνο και όλα όσα καταλογίζει η Αιτήτρια σε αυτήν είναι ψεύδη και εκ των υστέρων ισχυρισμοί προς υποστήριξη της υπόθεσης της. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Η Καθ’ ης η αίτηση απορρίπτει την οικονομική έκθεση που ετοιμάσθηκε για την Αιτήτρια καθότι αυτή έγινε στην βάση θεωρήσεων, υπολογισμών, αναφερόμενων δήθεν διορθώσεων και πρακτικών που αμφισβητούνται από την Καθ’ ης η αίτηση. Περαιτέρω στην εν λόγω έκθεση χρησιμοποιούνται για την οικονομική ανάλυση επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και όχι της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας ως θα έπρεπε να γίνει.
Ως προς την αναφορά της Αιτήτριας για το ότι η αξία της υποθηκευμένης περιουσίας της ξεπερνά το σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο υποδεικνύεται ότι η Καθ’ ης η αίτηση δύναται κάλλιστα να προχωρήσει με την εκποίηση των υποθηκευμένων ακινήτων και σε περίπτωση που το χρέος καλυφθεί οποιοδήποτε υπόλοιπο θα καταβληθεί στην Αιτήτρια. Η Αιτήτρια προστατεύεται από τις ασφαλιστικές δικλίδες του Νόμου και, επομένως, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος.
Το ότι στο ένα εκ των ενυπόθηκων ακινήτων υπάρχει μεταλλική, λυόμενη κατοικία που χρησιμοποιείται από τον Ενάγοντα 2 και από ακόμα ένα υιό της Αιτήτριας και αποτελεί την κύρια κατοικία τους υποδείχθηκε ότι αυτό δεν μπορεί να επηρεάσει την Νομοθετημένη διαδικασία στην οποία εξάλλου δεν υπάρχει πρόνοια για εξαίρεση κύριων κατοικιών.
Η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι υπάρχουν ορατές πιθανότητες επιτυχίας στην αγωγή. Οι ισχυρισμοί περί παρανομίας και ακυρότητας των συμβάσεων είναι ανεδαφικοί και με την οικονομική έκθεση καθίσταται παραδεκτή από πλευράς της Αιτήτριας η οφειλή προς την Καθ’ ης η αίτηση η οποία έχει το νομοθετημένο δικαίωμα να προβεί στην πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων με σκοπό την ανάκτηση των οφειλόμενων ποσών. Περαιτέρω δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση της ύπαρξης κινδύνου ανεπανόρθωτης ζημιάς σε περίπτωση που λάβει χώρα η διαδικασία πώλησης των υποθηκευμένων ακινήτων και σε κάθε περίπτωση αν ήθελε φανεί κατά την ακροαματική διαδικασία ότι η Αιτήτρια ή οι υπόλοιποι Ενάγοντες έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά, αυτή, είναι καθαρά χρηματική, εύκολα υπολογίσιμη σε χρήμα και θα είναι αρκετή η κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους με την επιδίκαση αποζημιώσεων. Η Καθ’ ης η αίτηση αποτελεί ένα από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς οργανισμούς στην Κύπρο και έχει την οικονομική δυνατότητα να αποζημιώσει την Αιτήτρια και τους υπόλοιπους Ενάγοντες σε περίπτωση που ήθελε εκδοθεί απόφαση υπέρ τους.
Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει ξεκάθαρα υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης καθότι η ζημιά που θα υποστεί η Καθ’ ης η αίτηση σε περίπτωση έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων με την αφαίρεση του συμβατικά και νομοθετικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της να προχωρήσει με την διαδικασία εκτέλεσης εμπράγματης εξασφάλισης είναι πολύ μεγαλύτερη από την ζημιά που θα υποστεί η Αιτήτρια σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος δεδομένου ότι οποιαδήποτε τυχόν ζημιά μπορεί να αποζημιωθεί σε χρήμα από την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση. Τυχόν έγκριση της υπό κρίση αίτησης θα σηματοδοτήσει την αφαίρεση του συμβατικού και συνταγματικού δικαιώματος της Καθ’ ης η αίτηση να προχωρήσει με την εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων. Καταληκτικά η υπό κρίση αίτηση είναι επιπόλαια, κακόπιστη και καταχρηστική.
Δεν είναι ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την υπό κρίση αίτηση με έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε, επί του οποίου βασίζεται η υπό κρίση αίτηση προνοεί ως ακολούθως:
«(1) Subject to any Rules of Court every Court, in the exercise of its civil jurisdiction, may, by order, grant an injunction (interlocutory, perpetual or mandatory) or appoint a receiver in all cases in which it appears to the Court just or convenient so to do, notwithstanding that no compensation or other relief is claimed or granted together therewith:
Provided that an interlocutory injunction shall not be granted unless the Court is satisfied that there is a serious question to be tried at the hearing, that there is a probability that the plaintiff is entitled to relief and that unless an interlocutory injunction is granted it shall be difficult or impossible to do complete justice at a later stage ………………………………………………...».
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«(1) Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού κάθε Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας δύναται να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές ή προστακτικό) ή να διορίσει παραλήπτη σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο κρίνει τούτο πρόσφορο και δίκαιο καίτοι δεν αξιούνται ή χορηγούνται ομού μετ’ αυτού αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία
Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ότι ο ενάγων δικαιούται εις θεραπεία και ότι εκτός εάν εκδοθεί παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο …..………………………………………………………..».
Το πιο πάνω άρθρο ερμηνεύθηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Αλκιβιάδης Θεωρή (1989) 1 ΑΑΔ 255 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Προσωρινά διάταγμα εκδίδονται με βάση το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όταν το Δικαστήριο κρίνει πως η παροχή τέτοιας θεραπείας είναι δίκαιη και ευχερής. Το άρθρο αυτό του Νόμου έχει εξετασθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, καθορίζονται συνοπτικά μεν αλλά πολύ περιεκτικά και με σαφήνεια, οι αρχές που διέπουν την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων και εκείνες που ρυθμίζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Οι τρεις βασικές προϋποθέσεις είναι:
1) H ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση,
2) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και
3) Η πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά.
Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Όπως υποδεικνύεται στην Odysseos, στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. (Βλέπε επίσης την υπόθεση Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ" Βασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 152). Πρέπει να τονίσουμε πως τα Δικαστήρια εκδίδουν τέτοια διατάγματα με φειδώ».
Η φρασεολογία της επιφύλαξης του άρθρου και η εισαγωγή σε αυτό των δυο από τα τρία ειδικά κριτήρια φαίνεται να συνδέεται με τα αποφασισθέντα στην Αγγλική υπόθεση Preston v. Luck (1884) 27 Ch D 497 στην οποία αποφασίσθηκε ότι για να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ότι με βάση τα ενώπιόν του γεγονότα υπάρχει πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία. Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα διακριβώνεται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης η οποία προνοείται από την Διάταξη 39 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.
Ο διάδικος που ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος έχει το βάρος να αποδείξει ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 32. Οι τρεις προϋποθέσεις θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά. Αν κριθεί ότι κάποια από αυτές δεν ικανοποιείται, τότε, προσωρινό διάταγμα δεν δύναται να εκδοθεί. Όμως σε ορισμένες περιπτώσεις που πέραν των τριών προϋποθέσεων υπάρχουν και ειδικά κριτήρια που διέπουν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, αυτά, θα πρέπει, επίσης, να ικανοποιούνται.
Στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1993) 1 ΑΑΔ 246 αναφέρθηκε ότι στην διαδικασία προσωρινού διατάγματος το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στην διαπίστωση κατά πόσο οι τρεις βασικές προϋποθέσεις που ο Νομοθέτης έταξε στο άρθρο 32 του Ν.14/60 ικανοποιούνται. Δεν αποφασίζει την ουσία της υπόθεσης και πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (Βλ. American Cyanamid Co v. Ethicon Ltd (1975) 1 All E R 504 (H.L.)). Ούτε και πρέπει να αποφαίνεται σε θέματα αξιοπιστίας εκτός εκεί που τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο, διαφορετικά, θα επηρεάζονταν δυσμενώς η υπόθεση στην ουσία της για τον διάδικο εκείνο τον οποίο το Δικαστήριο κρίνει από το στάδιο αυτό ως αναξιόπιστο.
Στην υπόθεση Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263 αναφέρεται ενδεικτικά στις σελίδες 267-268 ότι οι διάδικοι στο στάδιο αυτό περιορίζονται στο κατά πόσο το διάταγμα θα πρέπει να εκδοθεί υπό το φως των προνοιών του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και των αρχών της Νομολογίας. Τα δικαιώματα των διαδίκων καθορίζονται αργότερα με την έκδοση της απόφασης η οποία θα είναι απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο του προσωρινού διατάγματος. Το ορθό για τον Δικαστή είναι όπως στην απόφασή του για προσωρινό διάταγμα αποφεύγει να κάνει αναφορά σε θέματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης για να αποφύγει με τον τρόπο αυτό να προδικάσει αναφορικά με αυτά. Η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων (Βλ. Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 AAΔ 788).
Σύμφωνα με την υπόθεση Andreas Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd κ.α. (1982) 1 ΑΑΔ 557 η έννοια του σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση δεν προϋποθέτει τίποτα περισσότερο από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στην βάση των έγγραφων προτάσεων (an arguable case on the strength of the pleadings) ή κάποιας γνωστής στο νόμο αιτίας αγωγής η οποία αν επιτύχει θα έχει ως συνέπεια την χορήγηση προς όφελος του ενάγοντα ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας. Όλα τα άλλα, όπως η διακρίβωση των δικαιωμάτων των διαδίκων, θα αναζητηθεί και θα προσδιορισθεί στο τελικό στάδιο της δίκης (Βλ. Φετοκάκης ν. Λ. Χριστοφή (2006) 1 ΑΑΔ 800).
Η πρώτη αυτή προϋπόθεση αφορά στην νομική θεμελίωση της αξίωσης του αιτητή. Στο σύγγραμμα «Διατάγματα Injunctions», 1η έκδοση, σελ. 215 των Ερωτοκρίτου και Αρτέμη αναφέρονται τα ακόλουθα. Στο στάδιο αυτό η εξέταση εστιάζεται στην δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά. Στα πλαίσια της εξέτασης κατά πόσο ο ενάγων κατέδειξε ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα δεν είναι «επιπόλαιο και ενοχλητικό» (Βλ. American Cyanamid Co v. Ethicon Ltd (1975) 1 All E R 504) και ότι θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την νομιμότητα των πράξεων του εναγόμενου. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι πολύ ψηλό. Αναμένεται από τον ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμo δικαίωμά του το οποίο ισχυρίζεται ότι παραβιάζει ο εναγόμενος και να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του με στοιχεία που θα παραθέσει στην ένορκό του δήλωση. Όμως η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος δεν είναι αρκετή. Ο ενάγων θα πρέπει να παραθέσει και στοιχεία ότι ο εναγόμενος δεν έχει δικαίωμα να του παραβιάζει τα δικαιώματά του. Δεν χρειάζεται στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο να αποδείξει το ουσιαστικό του δικαιώματός του, αλλά να πείσει το Δικαστήριο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις υπέρ της ύπαρξής του. Το Δικαστήριο δεν αναμένεται να αποφασίσει τελεσίδικα οτιδήποτε σε αυτό το αρχικό στάδιο της υπόθεσης. Δεν αναμένεται να καταλήξει επί της εγκυρότητας των εκατέρωθεν νομικών ζητημάτων. Αυτά θα κριθούν τελεσίδικα στο τέλος της δίκης.
Στην ένορκό της δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση η Αιτήτρια επικαλείται ουκ ολίγες ατασθαλίες εκ μέρους της Καθ’ ης η αίτηση. Ανακεφαλαιώνοντας υποδεικνύονται οι ακόλουθες:
Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας είναι γενικόλογοι και διαπνέονται από αοριστία. Ισχυρίσθηκε η Αιτήτρια ότι οι λειτουργοί των πιστωτών εξώθησαν τους Ενάγοντες σε υπογραφή εκμεταλλευόμενοι την θέση ισχύος τους. Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι το δάνειο δόθηκε με μεθοδεύσεις των υπαλλήλων των πιστωτών. Δεν διασαφήνισε, όμως, σε τι ενέργειες προέβηκαν οι λειτουργοί των πιστωτών οι οποίες εξώθησαν, σύμφωνα με την Αιτήτρια, τους Ενάγοντες σε υπογραφή. Ούτε και διασαφήνισε σε τι συνίσταντο οι μεθοδεύσεις. Δεν αποτελεί μεθόδευση το ότι οι πιστωτές ήταν σε θέση ισχύος έναντι της Αιτήτριας ή ότι ήταν προς όφελος των οφειλετών να γίνει δάνειο αναδιάρθρωσης για να μην εκποιηθούν τα ενυπόθηκα ακίνητα που είχαν υποθηκευθεί για να δοθούν οι προηγούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις. Απεναντίας η αναδιάρθρωση έγινε προδήλως στα πλαίσια μιας ύστατης προσπάθειας να διασωθούν τα ακίνητα αυτά. Επικαλέσθηκε η Αιτήτρια ανεύθυνο δανεισμό γιατί οι προσωπικές συνθήκες των Εναγόντων δεν δικαιολογούσαν την διευθέτηση και γιατί η διαγωγή των Εναγόντων στην αποπληρωμή των τότε υφιστάμενων χρεών τους ήταν καλή. Παραλείπει, όμως, η Αιτήτρια να διευκρινίσει τι εννοούσε με τον χαρακτηρισμό «καλή» αναφορικά με την διαγωγή των οφειλετών ή να διασαφηνίσει πόσα οι τελευταίοι είχαν πληρώσει έναντι του υφιστάμενου τότε χρέους. Λογικά για να γίνει το δάνειο που ήταν δάνειο αναδιάρθρωσης πρέπει η διαγωγή των οφειλετών να μην ήταν καλή σε αντίθεση με ό,τι η Αιτήτρια επί του προκειμένου ισχυρίσθηκε. Επίσης το ότι η Αιτήτρια ήταν οικοκυρά, ο Ενάγων 1 συνταξιούχος και ο Ενάγων 2 φοιτητής δεν σημαίνει ότι δεν δικαιολογούνταν η χορήγηση του δανείου. Θεωρώ πως οι προσωπικές συνθήκες των οφειλετών δεν ενδιέφεραν και δικαιολογημένα δεν απασχόλησαν το πιστωτικό ίδρυμα που χορήγησε το δάνειο. Αυτό που προδήλως ενδιέφερε το πιστωτικό ίδρυμα που χορήγησε το δάνειο ήταν οι εξασφαλίσεις για το δάνειο. Όπως αποδείχθηκε η Αιτήτρια διέθετε αρκετή ακίνητη περιουσία την οποία και υποθήκευσε ως εξασφάλιση.
Η Αιτήτρια επικαλείται καταχρηστικούς, ετεροβαρείς και παράνομους όρους στην συμφωνία δανείου και στην συμφωνία υποθήκης. Η θέση αυτή πάσχει για δύο λόγους. Στην ένορκο της δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση η Αιτήτρια δεν αναφέρει καν τις ρήτρες για τις οποίες ισχύει σύμφωνα με την θέση της ο υπό συζήτηση ισχυρισμός. Δεν μου διαφεύγει ότι γι’ αυτές γίνεται αναφορά στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Μόνο που η Αιτήτρια με την ένορκό της δήλωση δεν υιοθέτησε το περιεχόμενο του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι τα όσα εκεί αναγράφονται αποτελούν μέρος του περιεχομένου και της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση. Δεύτερο, και αν ακόμα δεχόμουν το τελευταίο ελλείπει ολότελα από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση η τεκμηρίωση των ισχυρισμών. Η θέση προωθείται εντελώς επιδερμικά χωρίς να συνοδεύεται από αιτιολογία ή τεκμηρίωση. Πράγμα που αποδυναμώνει εντελώς την βαρύτητά της. Το ίδιο ισχύει και για την θέση περί παράνομης σύμβασης δανείου και παράνομης σύμβασης υποθήκης.
Η θέση ότι σήμερα δεν εκκρεμεί οποιοδήποτε υπόλοιπο δεν είναι ορθή ακόμα και για την ίδια την πλευρά της Αιτήτριας αφού η οικονομική έκθεση – Τεκμήριο Α στην ένορκο δήλωση της Αιτήτριας – κατέδειξε ότι υπάρχει υπόλοιπο. Της τάξης των Ευρώ 252.344,70 σεντ.
Όσον αφορά στο επιχείρημα που σχετίζεται με την αξία της υποθηκευμένης περιουσίας υποδεικνύεται ότι αυτό δεν προωθήθηκε με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας γι’ αυτό και δίκαια μπορεί να λεχθεί ότι εγκαταλείφθηκε. Όπως και να’ χει θα συμφωνήσω με την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση ότι η Αιτήτρια διασφαλίζεται με το ότι το υπόλοιπο που θα απομείνει από την εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων θα επιστραφεί σε αυτήν.
Η Αιτήτρια δεν δικαιούται να παραπονείται για το ότι οι πιστωτές δεν της εξήγησαν τους όρους των εγγράφων που υπέγραψε ως ισχυρίζεται. Της δόθηκε η δυνατότητα να αναζητήσει ανεξάρτητη νομική και οικονομική συμβουλή, κάτι το οποίο επιβεβαίωσε υπογράφοντας το Τεκμήριο 10 στην ένορκο δήλωση του υπαλλήλου. Το Τεκμήριο 10 είναι «Προσφορά για Χορήγηση Νέας Πιστωτικής Διευκόλυνσης» και στην παράγραφο (ΣΤ) αναφέρονται ρητά τα ακόλουθα:
«Έχω αναγνώσει την παρούσα προσφορά και όλους τους όρους και προϋποθέσεις της και αφού είχα την ευχέρεια κατόπιν προτροπής της/του ΣΚΤ/ΣΠΙ να λάβω ανεξάρτητη νομική και οικονομική συμβουλή δηλώνω:».
Ακολουθεί η υπογραφή της Αιτήτριας και η λέξη «Αποδέχομαι». Από τα πιο πάνω προκύπτει, πρώτο, ότι οι πιστωτές της επέστησαν την προσοχή στην δυνατότητα να αναζητήσει ανεξάρτητη νομική και οικονομική συμβουλή και, δεύτερο, την προέτρεψαν κιόλας να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Πράγμα που η Αιτήτρια όφειλε να πράξει αφ’ ης στιγμής είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, ως συνάγεται από τα λεχθέντα της, και στερείτο ως ισχυρίζεται γνώσεων «ως προς τα επίδικα θέματα».
Ακολουθεί ότι τίποτα από τα πιο πάνω δεν είναι βάσιμο. Που σημαίνει ότι αναφορικά με τα όσα πιο πάνω συζητήθηκαν η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Και, κατ’ επέκταση, η τυχόν εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης της Ευρωπαϊκής Νομολογίας στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας στην οποία διακηρύχθηκε ότι στις κατάλληλες περιπτώσεις η «κατοικία του θιγόμενου καταναλωτή και της οικογένειάς του» είναι από τα πρώτιστα ζητήματα που το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη σε αιτήσεις της φύσης όπως η παρούσα δεν θα μπορούσε εκ προοιμίου να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης.
Αναφορικά, όμως, με τις ισχυριζόμενες υπερχρεώσεις θεωρώ ότι στην βάση της υπό της Αιτήτριας προσκομισθείσας μαρτυρίας διαπιστώνεται η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και γνωστού στον Νόμο αγώγιμου δικαιώματος το οποίο δεν είναι ούτε επιπόλαιο, ούτε ενοχλητικό και το οποίο αν πετύχει θα έχει ως συνέπεια την χορήγηση προς όφελος της Αιτήτριας ουσιαστικής θεραπείας. Έχω, λοιπόν, ικανοποιηθεί ότι αναφορικά με τις ισχυριζόμενες υπερχρεώσεις και μόνο η Αιτήτρια κατέδειξε ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και, κατ’ επέκταση, ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται.
Αναφορικά με την δεύτερη προϋπόθεση λέχθηκε στην υπόθεση Andreas Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd κ.α. (1982) 1 ΑΑΔ 557 που πιο πάνω μνημονεύεται ότι το μέτρο που απαιτείται για να αποσείσει ο αιτητής το βάρος να αποδείξει ότι δικαιούται θεραπείας δεν είναι πολύ μεγάλο αφού αυτός αρκεί να καταδείξει μόνο ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Για τον σκοπό αυτό το Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του αιτητή («The Court must purport to make some evaluation … of the evidential strength of the case for the party applying for an injunction») και όχι σε αξιολόγηση της υπό αυτού προσαχθείσας μαρτυρίας (Βλ. Κώστας Ελευθερίου Κυρίσαββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Κωνσταντίνου Κιζ κ.α. ν. Χάρη Γεωργίου Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαριτσούς Κωστή Κκίζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245).
Η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα (mere possibility), αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις (Andreas Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd κ.α. (1982) 1 ΑΑΔ 557).
Εξετάζοντας την πιθανότητα επιτυχίας δεν είναι επιθυμητό όπως το Δικαστήριο υπεισέλθει σε βάθος στα επίδικα θέματα. Δεν πρόκειται για την εκδίκαση της αγωγής. Εκείνο που το Δικαστήριο αναζητά στο στάδιο αυτό είναι ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Στην υπόθεση Milton Investment Co Ltd κ.α. ν. Dryden Group Ltd Πολιτική Έφεση 424/11, ημερομηνίας 27.3.14 τονίσθηκε ότι το Δικαστήριο όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει επί της ουσίας των εγειρόμενων επίδικων θεμάτων, αλλά δεν πρέπει να αφήνει «να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της».
Επειδή δεν αναμένεται από το Δικαστήριο να προβεί σε ενδελεχή εξέταση της μαρτυρίας με σκοπό να αποφασίσει επί αμφισβητούμενων γεγονότων το επίπεδο δεν είναι ψηλό ούτε αναφορικά με την δεύτερη προϋπόθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η προβολή και μόνο ενός ισχυρισμού θα θεωρηθεί αρκετή. Η διακρίβωση της πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας (Βλ. Ανδρέας Σάββα Κυτάλα ν. Άννα Χρυσάνθου (1996) 1 ΑΑΔ 253).
Η ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης εξαρτάται από την συσχέτιση της νομικής θεμελίωσης της αξίωσης με την προσφερόμενη μαρτυρία όπως αυτή εξάγεται από τις ένορκες δηλώσεις. Η προοπτική επιτυχίας εξετάζεται σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή.
Στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται το νομικό καθεστώς της υπόθεσης. Το ζητούμενο είναι η διαπίστωση ύπαρξης ή ανυπαρξίας κάποιας προοπτικής επιτυχίας και όχι η κρίση επί του βάσιμου της υπεράσπισης ή της ανταπαίτησης.
Υπό το φως των πιο πάνω και με δεδομένο ότι το μέτρο είναι απλά κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και εν πάση περιπτώσει πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων έχω ικανοποιηθεί ότι ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση. Στην βάση της υπό της Αιτήτριας προσκομισθείσας μαρτυρίας και δη του Τεκμηρίου Α στην ένορκό της δήλωση δεν αποκλείεται η ύπαρξη ενδεχόμενου επιτυχίας στην αγωγή αναφορικά με το θέμα με το οποίο το εν λόγω έγγραφο καταπιάνεται, ήτοι το θέμα των υπερχρεώσεων.
Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση αναφέρονται τα ακόλουθα. Μια περίπτωση που εμπίπτει στην τρίτη προϋπόθεση είναι εκείνη κατά την οποία ο ενάγων δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός στο μέλλον τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογισθεί έστω και με κάποια δυσκολία, τότε, δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης οπότε και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη. Άλλη περίπτωση είναι εκείνη κατά την οποία η οικονομική κατάσταση του εναγόμενου είναι τέτοια που αν δεν εμποδισθεί η αποξένωση ακίνητης ή κινητής του περιουσίας θα είναι δύσκολο για τον ενάγοντα να εισπράξει το εξ’ αποφάσεως χρέος αν η απόφαση είναι τελικά υπέρ του.
Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι αν πωληθούν τα ενυπόθηκα ακίνητα θα προκληθεί ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη βλάβη σε βαθμό που δεν θα μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Η θέση αυτή είναι γενικόλογη και αόριστη. Δεν εξηγείται γιατί σε περίπτωση εκποίησης της υποθήκης θα προκληθεί βλάβη και, μάλιστα, ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη και δη σε βαθμό που δεν θα μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Ούτε και υποστηρίζεται ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής η Καθ’ ης η αίτηση δεν θα είναι σε οικονομική θέση να αποδώσει στους Ενάγοντες το ποσό της διαφοράς το οποίο σύμφωνα με την οικονομική έκθεση είναι της τάξης των Ευρώ 55.384,23 σεντ. Τουναντίον ο υπάλληλος βεβαιώνει θετικά στην ένορκό του δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση ότι η Καθ’ ης η αίτηση έχει την οικονομική δυνατότητα να αποζημιώσει την Αιτήτρια και τους υπόλοιπους Ενάγοντες σε περίπτωση που ήθελε εκδοθεί απόφαση υπέρ τους. Σύμφωνα με τον υπάλληλο η Καθ’ ης η αίτηση είναι ένας από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς οργανισμούς στην Κύπρο. Επομένως το ζήτημα, αν υπάρχει, είναι καθαρά οικονομικής φύσης. Δεν συντρέχει θέμα ακύρωσης της συμφωνίας δανείου ή της συμφωνίας υποθήκης ώστε να υπάρχει περιθώριο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομολογίας στην οποία αναφέρθηκε στην αγόρευσή της η πλευρά της Αιτήτριας. Κάτι τέτοιο δεν εισηγείται, άλλωστε, ούτε η πλευρά της Αιτήτριας. Υπό το φως των πιο πάνω δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η Αιτήτρια κατάφερε να ικανοποιήσει την τρίτη προϋπόθεση.
Αφ’ ης στιγμής η τρίτη προϋπόθεση δεν ικανοποιείται δεν θα ήταν ορθό να προχωρήσω να εξετάσω αν είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Η πιο πάνω κατάληξή μου σηματοδοτεί την απορριπτική κατάληξη της υπό κρίση αίτησης. Οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 1, 5 και 6, επομένως, ευσταθούν. Η εξέταση των λοιπών λόγων ένστασης παρέλκει.
Συνακόλουθα η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης/Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας 3/Αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.
(Υπ.) ....…………...………………
Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής