ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 255/2023 (i-Justice)

Μεταξύ:

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΥΛΑΚΤΟΥ

 

                                                                                                        Ενάγοντας

            -και-

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ (ΣΕΔΙΓΕΠ) ΛΤΔ

 

                                                                                    Εναγόμενη

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 05/05/2023 για παραμερισμό και/ή διαγραφή του κλητηρίου εντάλματος

 

Ημερομηνία08 Iανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Εναγόμενη/Αιτήτρια: κος. Ε. Νικολάου για Μάρκος Π. Σπανός & Σία

Για τον Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση: κα Ι. Χαραλάμπους για Ρίκκος Μαππουρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Εισαγωγή

 

1.    Στις 02/02/2023, ο Ενάγοντας («Καθ΄ ου η Αίτηση»), καταχώρισε  την παρούσα αγωγή με κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο. Ο Καθ’ ου η Αίτηση με το δικόγραφο του περιγράφει ότι ήταν εργοδοτούμενος της Εναγόμενης  μέχρι και την 09/11/2012  όπου και τερματίστηκε η απασχόλησή του.  Προωθείται ο ισχυρισμός ότι κατά τον τερματισμό της απασχόλησής του, δικαιούτο απολαβές για 146,90 ημέρες συσσωρευμένης ετήσιας άδειας, τις οποίες δεν έλαβε όσο εργαζόταν και ότι η Εναγόμενη («η Αιτήτρια»), αντί να του καταβάλει ποσό που αναλογούσε στον πιο πάνω αριθμό ημερών παράνομα και αυθαίρετα του κατέβαλε απολαβές μόνο για 35,90 ημέρες  με αποτέλεσμα να υπάρχουν απλήρωτες 111 ημέρες. Συνεπώς, με την αγωγή του ο Καθ’ ου η Αίτηση διεκδικεί από την Αιτήτρια, το ποσό των €30,9120.05 το οποίο περιγράφεται στο κλητήριο ως «Ποσό €30,9120.05 το οποίο αναλογεί σε 111 ημέρες αδειών».

 

Αίτηση

2.    Στις 05/05/2023 ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητείται η διαγραφή και/ή ο παραμερισμός και/ή αναστολή της αγωγής (η «Αίτηση») ως ενοχλητική, επιπόλαιη και ότι δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία αγωγής. Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.27 θθ. 1-3, Δ.48 θ.θ. 1-4, 8 και 9, στο άρθρο 7(2) του Περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/1967), στην πρακτική και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στις γενικές αρχές του Νόμου και της Νομολογίας. Την Αίτηση, υποστηρίζει ένορκη δήλωση ημερομηνίας 22/03/2023, του κου Κωνσταντίνου Καψάλη που είναι ο Πρόεδρος της Επιτροπείας της Αιτήτριας (η «Ε/Δ ΚΚ»).

 

3.    Στην Ε/Δ ΚΚ, ουσιαστικά προωθείται η θέση ότι σύμφωνα με το άρθρο 7(2) του Περί Ετησίων Αδειών μετ’ απολαβών Νόμου του 1967, ο ανώτατος αριθμός  ετησίων αδειών που μπορεί να συσσωρευθούν είναι ίσος με τις ετήσιες άδειες 2 ετών. Συνεχίζει και εξηγεί ότι εφόσον η συμφωνία εργοδότησης προνοούσε για 25 ημέρες ετήσια άδεια, τότε ο ανώτατος αριθμός που μπορούσε να συσσωρευθεί ήταν 50 ημέρες.

 

4.    Προβαίνει σε μαθηματικούς υπολογισμούς και επεξηγεί ότι κατά τον τερματισμό της απασχόλησής του, ο Καθ΄ ου η Αίτηση δικαιούτο να πληρωθεί ποσό που αντιστοιχούσε σε 35,90 ημέρες ετήσιας άδειας, που είναι και οι μόνες που οφείλονταν από την Αιτήτρια και άρα κατά τον ίδιο, εφόσον αυτό το ποσό καταβλήθηκε δεν οφείλεται σήμερα κανένα ποσό στον Καθ’ ου η Αίτηση. Έπειτα προβάλει τη νομική θέση ότι δεν δύναται με οποιοδήποτε τρόπο να υπάρξει συσσώρευση άδειας για πέραν των 2 ετών και άρα η όποια αναγνώριση αδειών του Καθ’ ου η Αίτηση παραβαίνει τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας. Εξ ου και προσθέτει ότι, ο Καθ’ ου η Αίτηση απέσυρε σχετική αξίωση για να του καταβληθούν οι ετήσιες άδειες, την οποία προωθούσε εναντίον της Αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στα πλαίσια της Αίτησης 882/2013.

Ένσταση

5.    Ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρισε την ένσταση του στις 15/05/2023, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ιδίου, ίδιας ημερομηνίας (η «Ε/Δ ΚΦ») και με την οποία προβάλλονται συνολικά 7 λόγοι ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Η ένσταση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, θ.θ.1,2 ,3 ,4, 8 και 9, Δ.27, Δ.39 θ.θ 2-10, Δ.64, στα άρθρα 31 και 41 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο άρθρο 7(2) του Περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/1967), στις συμφυείς εξουσίες και τη συνήθη πρακτική του Δικαστηρίου και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

6.    Με τους λόγους ένστασης κατά κύριο λόγο, προωθείται η θέση ότι η αγωγή αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα καθότι με τις παραστάσεις μεταξύ των μερών δημιουργήθηκε ιδιωτική σύμβαση δυνάμει της οποίας οφείλονται οι εν λόγω άδειες και ότι γι’ αυτό τον λόγο δεν διεκδικήθηκαν τα ποσά από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών που δεν είχε εξουσία να τα επιδικάσει. Επιπλέον, με τους λόγους ένστασης, καταγράφεται ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το εξαιρετικό μέτρο της διαγραφή της αγωγής διότι δεν αποκαλύφθηκαν όλα τα αναγκαία γεγονότα με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση και δεν έχει καταδειχθεί ότι το δικόγραφο στερείται νομικού η πραγματικού ερείσματος.

 

7.    Με την Ε/Δ ΚΦ, ουσιαστικά εγείρεται η θέση ότι η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση σε γεγονότα τα οποία είναι αναγκαία για να αποφασιστεί κατά πόσο αποκαλύπτεται αιτία αγωγής και άρα είναι η θέση του ότι πρέπει να ακουστεί μαρτυρία. Ειδικότερα, περιγράφει ότι με σημείωμα του προς την Επιτροπεία της Αιτήτριας ημερομηνίας 16/09/2012, ενημέρωσε την Αιτήτρια για τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν για να λάβει την ετήσια άδεια του. Έπειτα, αναφέρει ότι ζητήθηκαν κάποιες διευκρινήσεις από τον ίδιο τις οποίες παρέθεσε και στη συνέχεια η Επιτροπεία της Αιτήτριας κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 21/09/2009, της οποίας τα πρακτικά επισυνάπτει ως Τεκμήριο 4, αποφάσισε τα εξής:

 

«Η Επιτροπή συζήτησε το θέμα που υπέβαλε ο Γραμματέας μέσω Σημειώματος του με αναφορά ΤΘ/122/09 ημερομηνίας 16/09/2009, όσον αφορά τη συσσωρευμένη άδεια του, η οποία ανέρχεται σε 139 μέρες κατά την 31/12/2008 κα αποφάσισε όπως αναγνωρίσει το δικαίωμα του Γραμματέα για αυτή. Παράλληλα παρότρυνε τον Γραμματέα να προσπαθήσει να παίρνει σιγά -σιγά μέρος της συσσωρευμένης άδειας του, χωρίς να επηρεάζονται οι εργασίες της Εταιρείας. Εάν παραμείνει υπόλοιπο κατά την ημερομηνία κατά την οποία θα παύσει να εργοδοτείται από την Εταιρεία, η άδεια του θα πληρωθεί».

 

Ακρόαση της Αίτησης

8.    Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και αγόρευσαν προφορικά. Επισημαίνω ότι τα επιχειρήματα αμφότερων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A113, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

9.    Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο έθεσε αυτεπάγγελτα στους συνήγορους τον προβληματισμό του κατά πόσο το παρόν Δικαστήριο κέκτειται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση ή κατά πόσο η αξίωση εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εφόσον το ποσό που αξιώνεται με την παρούσα αγωγή σύμφωνα και με τις δικογραφημένες θέσεις που προβάλλει ο Καθ’ ου η Αίτηση, αντιστοιχεί σε αναλογία ετήσιας άδειας την οποία δεν πληρώθηκε μετά τον τερματισμό της απασχόλησης του. Δόθηκε συνεπώς το δικαίωμα στους συνηγόρους των μερών να αγορεύσουν επί του σημείου σε μεταγενέστερη ημερομηνία, πράγμα το οποίο έπραξαν.

 

Νομική Πτυχή

 

Δικαιοδοσία

 

10. Όπως έχει νομολογηθεί σε πλειάδα αποφάσεων, αποτελεί καθήκον του εκάστοτε Δικαστηρίου να εξετάζει τη δικαιοδοσία του προτού προβεί στην εκδίκαση οποιασδήποτε υπόθεσης τίθεται ενώπιον του, καθότι η ύπαρξη ή μη  δικαιοδοσίας, αποτελεί ζήτημα πρωτίστως δημόσιας τάξης, αλλά και ζήτημα δικονομικής τάξης. Λόγω της φύσης και της σοβαρότητας του, το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο σε οποιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, καθότι ελλείψει δικαιοδοσίας κάθε απόφαση είναι εξ υπαρχής άκυρη.

 

11.  Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΦΟΙΒΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Ν. ΠΙΡΙΛΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ κ.α. v. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E37/2021, 22/6/2021, επαναλήφθηκαν οι ως άνω αρχές:

 

«Το θέμα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου τίθεται μια υπόθεση προς εκδίκαση, είναι πρωταρχικής σημασίας.  Η ύπαρξή της αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου αυτό να επιληφθεί της υπόθεσης.  Η απουσία δικαιοδοσίας επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Έχει, συνεπώς, χαρακτηριστεί θέμα δημοσίας τάξεως.  Μπορεί δε να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πρωτόδικα και κατ' έφεση, καθώς και από το ίδιο το δικαστήριο, (βλ. Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435, Παναγιώτου ν. Χ"Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240 και Λάντου κ.ά. ν. Συμεού κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 572, ECLI:CY:AD:2014:A171). 

[...]

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κούρου ν. Κόνου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764, στη σελίδα 2202, «... ενδείκνυται το ζήτημα της έλλειψης κατά τόπο ή καθ' ύλην δικαιοδοσίας να εγείρεται και να εξετάζεται το συντομότερο δυνατόν ώστε να μην προχωρά η διαδικασία χωρίς αρμοδιότητα.»

 

12. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας, δεν επαφίεται ούτε και εξαρτάται από τη συναίνεση των διαδίκων, ούτε στην συμπεριφορά τους και συνεπώς δεν μπορούν οι ίδιοι να προσδώσουν δικαιοδοσία σε Δικαστήριο εκεί όπου δεν υπάρχει (Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Σοφοκλέους, Π.Ε. 513/12, ημ. 18.1.16, Κούρου ν. Κόνου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764). 

 

13. Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση δηλαδή τα γεγονότα που προσδιορίζονται στο κλητήριο ένταλμα και την έκθεση απαίτησης που είναι και η αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους (βλ. Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240, Sevegep Ltd v. United Sea Transport Ltd and others (1989) 1 B A.A.Δ. 729, Sartas Importers Distributors Ltd v. Mαρούλλη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1446). Εξαίρεση στα πιο πάνω, αποτελεί η περίπτωση όπου δεν έχει καταχωρηθεί η έκθεση απαίτησης, εντούτοις βρίσκεται κατατεθειμένο ενώπιον του δικαστηρίου επαρκές υλικό για στοιχειοθέτηση των γεγονότων που συνθέτουν την δικαιοδοσία του,είτε από τη γενική  οπισθογράφηση του κλητηρίου είτε από ένορκες δηλώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων (Powertools Electro Srl ν. Black & Decker (ΕΛΛΑΣ) Α.Ε. (2013) 1 ΑΑΔ 2182).

 

14. Όταν εξετάζονται ζητήματα καθ’ ύλην δικαιοδοσίας, ο προσδιορισμός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, εδράζεται στα δικόγραφα και ιδιαιτέρως στην Έκθεση Απαίτησης, αντιπαραβαλλόμενος προς τις ισχύουσες νομοθετικές πρόνοιες (GURKINA ν. GURKIN, Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2017, 03/07/2018 και Κυθραιώτης ν. Ward (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1480). Σε αυτό το σημείο επιθυμώ να αναφέρω ότι αν και με την ένσταση προωθείται η θέση ότι δεν υπάρχει ενώπιον του δικαστηρίου το πλήρες φάσμα γεγονότων ή έστω αποκρυσταλλωμένο το σύνολο της σχετικής μαρτυρίας για να μπορέσει να αποφασιστεί η ουσία της αίτησης παραμερισμού, από την πιο πάνω νομολογία προκύπτει ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας εξετάζεται με βάση τους δικογραφημένους ισχυρισμούς και συνεπώς το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει να εξετάσει το ζήτημα (ΦΙΛΙΠΠΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ECLI:CY:AD:2020:A386, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 280/2013, 16/11/2020), ECLI:CY:AD:2020:A386.

 

15. Ο περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμος (Ν. 8/1967) (εφεξής «ο Νόμος 8/1967»), καθίδρυσε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (εφεξής «Δ.Ε.Δ»), στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτουν, κατά το άρθρο 12, μεταξύ άλλων, όλες οι διαφορές που αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του Νόμου 8/1967 ή και του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν. 24/1967) ή του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου 35(Ι)/2007 και άλλων νόμων που διέπουν τα εργασιακά θέματα, όπως και όλες οι «εργατικές διαφορές», περιλαμβανομένων παρεμπιπτόντων ή συμπληρωματικών ζητημάτων. Επιπλέον, εντός της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Δ.Ε.Δ, εμπίπτουν σύμφωνα με το άρθρο 12(1)(ε) του Νόμου 8/1967 και «αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση».

 

16. Η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ, πριν την τροποποίηση του άρθρου 12 του Νόμου 8/1967, περιοριζόταν στις διαφορές που σχετίζονται με τον τερματισμό απασχόλησης. Άλλες διαφορές, αποσυναρτημένες από το συνδετικό αυτό στοιχείο, που αφορούσαν ζητήματα σχετιζόμενα με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν διαρκούσης της απασχόλησης, όπως για παράδειγμα οι δεδουλευμένοι μισθοί, ήταν εκτός της καθ' ύλην αρμοδιότητας του (Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκουλουροποιείον Λτδ (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1381). Συνεπώς κατόπιν δικαστικών αποφάσεων, (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1ΑΑΔ, 447, Χριστόδουλος Κυριάκου ν. Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό (1993) 1 ΑΑΔ, 1020 και Ηλίας Ηλία ν. Αλωνεύτη (1995) 1 C.L.R, 938) στις οποίες αποφασίστηκε ότι τέτοιες αξιώσεις δεν ενέπιπταν στα πλαίσια εργατικής διαφοράς και ότι στην απουσία νομοθετικής πρόνοιας υπάγονταν στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι υπήρχε ανάγκη τροποποίησης του άρθρου 12 με αποτέλεσμα να προστεθεί η υποπαράγραφος 12(1)(ε).

 

17. Συνεπεία της τροποποίησης του Νόμου 8/1967, δυνάμει του άρθρου 2 του τροποποιητικού Ν.79(Ι)/1996, η επίλυση αυτοτελών αξιώσεων που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης και εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας, εντάχθηκαν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δ.Ε.Δ. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση Elbee Ltd, Αίτηση για άδεια καταχώρισης Certiorari και Prohibition, (1999) 1A A.A.Δ. 149, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι το Δ.Ε.Δ., έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για εκδίκαση των εν λόγω αυτοτελών αξιώσεων, που συμπεριλάμβαναν στην εν λόγω υπόθεση αξιώσεις για μισθούς, αναλογία ετήσιας άδειας και πληρωμή για αργίες.

 

18. Η έννοια της «αυτοτελούς αξίωσης» και πότε μια τέτοια αξίωση εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 12(1)(ε) του Νόμου 8/1967, εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Toni & Guy Limassol Ltd (2008) 1ΑΑΔ 496.  Στην εν λόγω υπόθεση, ο εφεσίβλητος, ήταν μαθητευόμενος κομμωτής στο κομμωτήριο των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας που υπογράφηκε μεταξύ τους, οι εφεσείοντες θα επωμίζονταν τα δίδακτρα για την εκπαίδευση του εφεσίβλητου, νοουμένου ότι αυτός θα παρέμενε στην υπηρεσία τους, για ένα τουλάχιστο χρόνο. Σε περίπτωση που ο εφεσίβλητος παραιτείτο από την εργασία του πριν τη λήξη του ενός έτους, θα έπρεπε να πληρώσει τα δίδακτρα στους εφεσείοντες. Ο εφεσίβλητος παραιτήθηκε από την εργασία του πριν τη λήξη του ενός έτους και οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο διεκδικώντας το ποσό που κατέβαλαν ως δίδακτρα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω αξίωση, ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, αποφάσισε ότι:

 

«Για να εμπίπτει μια αυτοτελής αξίωση, όπως αυτή που περιλαμβάνεται στην έκθεση απαίτησης, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών θα πρέπει αυτή η αυτοτελής αξίωση να εγείρεται «από τη σύμβαση εργασίας». Κατά την κρίση μας ο όρος αυτοτελής αξίωση που εγείρεται από τη σύμβαση εργασίας, εξυπακούει αξίωση που αφορά στην εργασιακή σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και βασίζεται στη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας. Αυτό άλλωστε δείχνουν και οι υπόλοιπες πρόνοιες της παραγράφου 12(1)(ε) οι οποίες αναφέρονται στο τι μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τέτοιες αξιώσεις και αναφέρουν συγκεκριμένα απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο και ατομική ή συλλογική σύμβαση. Κατά την εκτίμηση μας η φράση «και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα.» θα πρέπει να ερμηνευτεί ejusdem generis, δηλαδή σε συνάρτηση και κατ' αναλογία προς ότι προηγείται της φράσης αυτής, που είναι διάφορα δικαιώματα που αφορούν  στην εργασιακή σχέση. Στην προκείμενη περίπτωση το κατ' ισχυρισμό αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων πηγάζει από την κατ' ισχυρισμό συμφωνία των μερών στην περίπτωση τερματισμού της σύμβασης εργασίας από τον εφεσίβλητο και δεν βασίζεται ούτε και εγείρεται από την ίδια τη σύμβαση εργασίας»

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

19. Για σκοπούς της παρούσας, κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ και στα εξής βοηθητικά αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Π. Πολυβίου, «Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη», 2018, σελ.734, όπου αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

«[…]

Από τότε και συγκεκριμένα το 1996, προστέθηκε στον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμο πρόνοια που διαλαμβάνει ότι «αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας» εμπίπτουν εντός της εμβέλειας του νόμου, χωρίς να διασαφηνίζεται πλήρως εάν η νέα πρόνοια καλύπτει όχι μόνο αξιώσεις του εργοδοτούμενου αλλά και του εργοδότη. Ούτε είναι απόλυτα σαφές ποια είναι η έννοια της φράσης «αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας». Φαίνεται να υπάρχει διάκριση στη νομολογία μεταξύ αξιώσεων που εγείρονται αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας και αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης (που εμπίπτουν στον όρο «αυτοτελής αξίωση»), από τη μια, και αξιώσεων που προκύπτουν από τον τερματισμό της σύμβασης έστω και αν προβλέπονται από αυτήν (και οι οποίες δεν θεωρούνται ότι εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, από την άλλη (Toni & Guy Limassol Ltd v. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 ΑΑΔ 496).»

 

20. Στο ίδιο σύγγραμμα, στη σελ.75,  αναφέρονται τ' ακόλουθα:

 

 «[….]

Φαίνεται ότι στην υπόθεση Toni & Guy Limassol Ltd v. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 ΑΑΔ 496 το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρεί ότι μια απαίτηση η οποία προβλέπεται από τη συμφωνία μεταξύ των μερών αλλά ενεργοποιείται μόνο «στην περίπτωση τερματισμού της σύμβασης εργασίας» δεν βασίζεται ούτε και εγείρεται από την ίδια τη σύμβαση εργασίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι μια τέτοια απαίτηση δεν αφορά «στην εργασιακή σχέση των διαδίκων αλλά είναι καθαρά θέμα αθέτησης συμφωνίας».        

 

21. Για σκοπούς πληρότητας της ανάλυσης του ζητήματος της δικαιοδοσίας μεταξύ Επαρχιακού Δικαστηρίου και Δ.Ε.Δ, επισημαίνω και την ύπαρξη της νομολογιακής αρχής όπου όταν μια εργατική διαφορά που υφίσταται μεταξύ των μερών, για την οποία αρμόδιο είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, μετατρέπεται σε αξίωση που βασίζεται σε συμφωνία πληρωμής συγκεκριμένου ποσού, αρμόδιο για να αποφασίσει την ως άνω διαφορά είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση των όσων αποφασίστηκαν στις αποφάσεις E.R.E. Electrical & Refrigeration Engineering Co Ltd (2007) 1 A.A.Δ. 1391 και Κοζάκη ν. Κοζάκη (2003) 1 Α.Α.Δ 1047. Συνεπώς, είναι μόνο σε πολύ συγκεκριμένες και περιορισμένες περιπτώσεις που δύναται να αναλάβει δικαιοδοσία το Επαρχιακό Δικαστήριο για τέτοιου είδους διαφορές.

 

22. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση υποστήριξε με τις προφορικές αγορεύσεις της, τη θέση ότι το παρόν δικαστήριο κέκτειται δικαιοδοσίας παραπέμποντας σχετικά το Δικαστήριο στην απόφαση Toni & Guy Limassol (ανωτέρω). Εισηγήθηκε ότι η εν λόγω απόφαση τυγχάνει εφαρμογής και το σκεπτικό της θα πρέπει να υιοθετηθεί από το παρόν Δικαστήριο καθότι σύμφωνα και με την γραπτή της αγόρευση το αγώγιμο δικαίωμα του Καθ΄ ου η Αίτηση, δεν βασίζεται αλλά ούτε και εγείρεται από την σύμβαση εργασίας, αλλά «είναι καθαρά θέμα αθέτησης συμφωνίας και κατ’ επέκταση αδικαιολόγητου πλουτισμού…». Αυτό που ουσιαστικά προωθεί η συνήγορος και σε άλλο σημείο της αγόρευσης της, είναι ότι συνεπεία των πρακτικών ημερομηνίας 21/09/2009, σε συνάρτηση και με τα όσα δικογραφούνται στις παραγράφους 7-10 της Έκθεσης Απαίτησης, προκύπτει ότι συνήφθη μια κατ’ ισχυρισμό ιδιωτική συμφωνία. Ο συνήγορος της Αιτήτριας επικεντρώθηκε εκ νέου στα ζητήματα παρανομίας που προωθεί με την αίτηση παραμερισμού, χωρίς να προωθεί ξεκάθαρη θέση επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας.

 

23. Έχω διεξέλθει του φακέλου της υπόθεσης δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην Έκθεση Απαίτησης, το οποίο είναι και το δικόγραφο που αποτελεί τη βάση για την εξακρίβωση της δικαιοδοσίας ενός Δικαστηρίου, έχοντας κατά νου και το άρθρο 12(ε) του Νόμου 8/1967, που αφορά στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δ.Ε.Δ, αλλά και γενικότερα νομολογία που διέπει το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

24. Κατόπιν προσεκτικής μελέτης της Έκθεσης Απαίτησης, την οποία έχει καταχωρήσει ο Καθ΄ ου η Αίτηση, παρατηρώ ότι απουσιάζει εξ ολοκλήρου η οποιαδήποτε δικογράφηση περί οφειλής της αναλογίας αδειών για το ποσό των €30,9120.05 που αξιώνει, είτε ως χρέος, είτε δυνάμει συμφωνίας που αθετήθηκε ή παραβιάστηκε, είτε ως ζήτημα αδικαιολόγητου πλουτισμού και αφήνω επί μέρους την όποια επιχειρηματολογία προωθήθηκε και που άπτεται του κατά πόσο ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δύναται να αποτελέσει μια αυτοτελή αιτία αγωγής.

 

25. Αυτό που δικογραφείται με την Έκθεση Απαίτησης, πέραν της ταυτότητας των μερών, είναι η επίκληση στην σύμβαση εργοδότησης, από την οποία πηγάζει το δικαίωμα για λήψη 25 ημερών ετήσιας άδειας. Περαιτέρω, στην Έκθεση Απαίτησης, περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο συσσωρεύτηκε η ετήσια άδεια, χωρίς να αποφαίνομαι αν αυτό ήταν νόμιμο ή μη, η ύπαρξη εσωτερικών κανονισμών της Αιτήτριας οι οποίοι επέτρεπαν, είτε την παραχώρηση άδειας ή την καταβολή αποζημίωσης για μη ληφθείσα άδεια αν καταδειχθεί υπαιτιότητα της Αιτήτριας και η ύπαρξη των πρακτικών ημερομηνίας 21/09/2009 και τα όσα αποφασίστηκαν κατά την εν λόγω συνεδρία. Επιπρόσθετα, δικογραφείται η μη πληρωμή των ετήσιων αδειών, τις οποίες κατ’ ισχυρισμό δικαιούται ο Καθ΄ ου η Αίτηση, ενώ περιέχονται ισχυρισμοί για τους οποίους δεν δύναται η Αιτήτρια να αρνείται το δικαίωμα του Καθ’ ου η Αίτηση να πληρωθεί την ετήσια άδεια του και τέλος δικογραφούνται ζητήματα που άπτονται αξίωσης επί άλλου αριθμού ετήσιων αδειών που εκκρεμούν ενώπιον του Δ.Ε.Δ.

 

26. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης, αναφορικά με την σημασία των πρακτικών ημερομηνίας 21/09/2009, από τα οποία η συνήγορος ισχυρίστηκε κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, ότι προέκυψε μια ιδιωτική συμφωνία, καταγράφεται ρητά το εξής: «Στις λεπτομέρειες και τη νομική σημασία της Απόφασης, όπως αυτή περιέχεται στα Πρακτικά της συνεδρίας (PR22.09) ημερομηνίας 21/09/2009, ο Ενάγοντας θα αναφερθεί κατά την Ακρόαση». Ως εκ τούτου, παρά τη δικογράφηση του τρόπου που προέκυψαν τα εν λόγω πρακτικά, απουσιάζει η οποιαδήποτε εξειδίκευση, ανάλυση και συσχετισμός του εν λόγω ζητήματος με αιτία αγωγής, η οποία να μην διασυνδέεται με την αναλογία άδειας που αξιώνεται με το παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης, ούτε και είναι ορθό να πιθανολογήσει το Δικαστήριο για την «νομική σημασία» που επιθυμεί να αποδώσει ο Καθ΄ ου η Αίτηση στα πρακτικά.

 

27. Επιπρόσθετα, ως είναι νομολογημένο το παρακλητικό (prayer) της Έκθεσης Απαίτησης, αποτελεί τον πυρήνα της αξίωσης (βλ. Vasilico Cement Works Limited and Others ν. World Tide Shipping Corporation and Others (1996) 1 ΑΑΔ 389, αν και η απόφαση αφορούσε Γενικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, είναι αντιληπτό ότι ο πυρήνας μιας αξίωσης βρίσκεται στο παρακλητικό αυτής είτε αφορά γενικώς είτε Ειδικώς Οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Στην προκειμένη περίπτωση, στο παρακλητικό (prayer) της Έκθεσης Απαίτησης του Καθ’ ου η Αίτηση, καταγράφεται απλά ότι αξιώνεται «Ποσό €30,9120.05 το οποίο αναλογεί σε 111 ημέρες αδειών». Τα όσα καταγράφονται στο σώμα μιας έκθεσης απαίτησης συνιστούν απλά τους δικογραφημένους ισχυρισμούς γεγονότων επί των οποίων ο ενάγοντας προτίθεται, αλλά και δεσμεύεται, να αποδείξει κατά τη δίκη ώστε να δικαιολογήσει το βάσιμο του «πυρήνα» της απαίτησης του και να πετύχει έτσι τη θεραπεία που αξιώνει. Το αν οι συγκεκριμένοι δικογραφημένοι ισχυρισμοί μπορούν ή όχι να στοιχειοθετήσουν ή να καταδείξουν ως βάσιμο τον «πυρήνα» της αγωγής, αυτό είναι θέμα αποκλειστικά της ουσίας της υπόθεσης και δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση αγωγής σε κάτι εντελώς διαφορετικό από τον «πυρήνα» της.

 

28. Με βάση τα όσα εξηγούνται ανωτέρω, όπως καθίσταται αντιληπτό, ο Καθ’ ου η Αίτηση, επέλεξε να αξιώσει με την παρούσα αγωγή ποσό το οποίο, κατά τον ίδιο, συνιστά αξίωση για ετήσια άδεια (βλ. απόφαση Elbee Ltd ανωτέρω), που αποτελεί τον πυρήνα της αξίωσής του, με αποτέλεσμα η απαίτηση να εντάσσεται στο είδος των αξιώσεων για τα οποία αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Δ.Ε.Δ δυνάμει του άρθρου 12(1)(ε) του Νόμου 8/1967, ως έχει τροποποιηθεί. Περαιτέρω, ενόψει των πιο πάνω, στην προκειμένη περίπτωση κρίνω ότι απουσιάζουν τα αναγκαία γεγονότα και ισχυρισμοί που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τυχόν επιχειρηματολογία περί σύναψης και παραβίασης συμφωνίας μεταξύ των μερών, στην οποία καθορίζεται η πληρωμή συγκεκριμένου ποσού η οποία, που παρενθετικά σημειώνω, δεν φαίνεται να προκύπτει από το περιεχόμενο των πρακτικών ημερομηνίας 21/09/2009, ούτως ώστε να δύναται να εξεταστεί η τυχόν εφαρμογή του σκεπτικού στην E.R.E. Electrical ανωτέρω.

 

29. Το γεγονός ότι στην ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση στην υπό εξέταση αίτηση, αλλά και ότι μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου του προωθούνται για πρώτη φορά ισχυρισμοί περί ύπαρξης Ιδιωτικής Συμφωνίας, (με αναφορά στα πρακτικά ημερομηνίας 21/09/2009), δεν δύνανται να προσμετρήσουν για σκοπούς εξέτασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (δέστε το σκεπτικό των αποφάσεων στις παραγράφους 13 και 14 πιο πάνω ως προς τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της δικαιοδοσίας), ούτε και να αλλοιώσουν τον ως άνω πυρήνα της αγωγής όπως αυτός καταγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης και που διασυνδέεται και περιγράφεται ρητά και ξεκάθαρα ως αναλογία ετήσιας άδειας.

 

30. Περαιτέρω, είναι αξιοσημείωτο ότι στην παράγραφο 19 της Έκθεσης Απαίτησης του Καθ΄ ου η Αίτηση, γίνεται σαφής αναφορά στα όσα προνοούνται στο άρθρο 7(2) του Νόμου 8/1967 και στο άρθρο 12(1)(ε) αυτού και έπειτα στην παράγραφο 20 δικογραφείται ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση επιφύλαξε το δικαίωμα του αναφορικά με συγκεκριμένο αριθμό ετησίων άδειων (14,1) στο Δ.Ε.Δ («παρά την αξίωση που παρέμεινε ενώπιον του Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών») και εντούτοις όπως δικογραφείται «ο Ενάγοντας αξιώνει με την παρούσα αγωγή, ολόκληρο τον αριθμό των αδειών που παραμένουν απλήρωτες, δηλαδή 111 ημέρες». Αν και οι εν λόγω ισχυρισμοί προβάλλονται συγκεχυμένα, κρίνω ότι αποτελούν επιπλέον στοιχεία που καταδεικνύουν ότι καθ’ ύλην αρμόδιο για εκδίκαση της παρούσας διαφοράς είναι το Δ.Ε.Δ, καθότι δεν υπάρχει συντρέχουσα δικαιοδοσία μεταξύ του Δ.Ε.Δ και του Επαρχιακού Δικαστηρίου για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12(1)(ε) του Νόμου 8/1967, ήτοι απαίτηση για ετήσια άδεια.

 

31. Έχω την άποψη, ότι η πραγματική διάσταση και ουσία των παραπόνων του Καθ΄ ου η Αίτηση, δεν τέθηκε με την υφιστάμενη δικογράφηση εκτός των θεμάτων για τα οποία αποκλειστικά αρμόδιο να τα εξετάσει είναι το Δ.Ε.Δ και συνεπώς κρίνω ότι δεν δύναται να προσεγγιστεί η υπόθεση ως αφορώσα σε μια κατ' ισχυρισμό παράβαση ή αθέτηση συμφωνίας, αντί ως μια αυτοτελής αξίωση που αφορά απαίτηση για πληρωμή αναλογίας ετήσιας άδειας και που κατά συνέπεια εκφεύγει της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Στη βάση των πιο πάνω, κρίνω ότι το  Επαρχιακό Δικαστήριο δεν κέκτηται καθ΄ ύλην δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα και ότι το καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο για να εκδικάσει τις αξιώσεις του Αιτητή είναι το Δ.Ε.Δ δυνάμει του άρθρου 12(1)(ε) του Νόμου 8/1967, ως έχει τροποποιηθεί.

 

32. Αν και η κατάληξη μου αναφορικά με τα πιο πάνω έχει ήδη σφραγίσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας, επιθυμώ να προβώ για σκοπούς πληρότητας σε σχολιασμό επί αριθμού άλλων ζητημάτων που εγέρθηκαν και για τα οποία και πάλι θα κατέληγα ότι το παρόν Δικαστήριο δεν κέκτειται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα. Αρχικά, δεν με βρίσκει σύμφωνο και συνεπώς απορρίπτω, την εισήγηση που προωθήθηκε από την συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση, περί εφαρμογής της απόφασης Toni & Guy (ανωτέρω), καθότι θεωρώ ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διακρίνονται από τα γεγονότα της εν λόγω απόφασης. Η αξίωση στην παρούσα, ανεξαρτήτως της περιγραφής που ο Καθ’ ου η Αίτηση επιθυμεί να της προσδώσει, δεν σχετίζεται με δικαίωμα που απέκτησε με τη λήξη της εργασιακής σχέσης των μερών αλλά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του Καθ΄ ου η Αίτηση,  που κατ΄ ισχυρισμό οφείλονταν συνεπεία της εργοδότησης του και που δυνητικά αναγνωρίστηκαν με τα σχετικά πρακτικά το 2009, ενώ η εργοδότηση του τερματίστηκε το 2012, χωρίς ωστόσο να αποφαίνομαι για τη νομιμότητα ή μη των εν λόγω ενεργειών ή την έκταση των εν λόγω δικαιωμάτων.

 

33. Ειδικότερα, τα όποια δικαιώματα απέκτησε ο Καθ’ ου η Αίτηση, αν όντως αποκτήθηκαν, αναμφίβολα αφορούσαν την εργασιακή σχέση των μερών ως εργοδότη και εργοδοτούμενου, έχουν ως βάση τη σύμβαση εργοδότησης που προνοούσε την ετήσια άδεια και αποκτήθηκαν στα πλαίσια της εργοδότησης του Καθ’ ου η Αίτηση ενώ η όποια πληρωμή αδειών κατόπιν του τερματισμού της απασχόλησης του τελούσε πάντοτε υπό την αίρεση της ύπαρξης υπόλοιπου άδειας.

 

34. Δηλαδή, δεν είναι δυνατό να υπάρξει μια τεχνητή αποσύνδεση του δικαιώματος σε ετήσια άδεια που προωθεί ο Καθ΄ ου η Αίτηση και που ο αριθμός τους προνοείτο και πηγάζει από τη σύμβαση εργοδότησης, την οποία ρητά επικαλείται στο δικόγραφο του, για να προωθήσει τις θέσεις του, από το όποιο τυχόν δικαίωμα αναγνώρισης και πληρωμής αυτών ισχυρίζεται ότι απέκτησε, αφού κάλλιστα υπό διαφορετικές περιστάσεις, ο Καθ’ ου η Αίτηση θα μπορούσε να λάβει την ετήσια άδεια του, πριν τον τερματισμό της εργοδότησης του, κάτι που άλλωστε αναγνωρίζεται από το ίδιο το λεκτικό των πρακτικών ημερομηνίας  21/09/2009. Σε μια τέτοια περίπτωση, η όποια υποχρέωση της Αιτήτριας να καταβάλει στον Καθ’ ου η Αίτηση οτιδήποτε μετά τον τερματισμό της απασχόλησης του, ουδέποτε θα υφίστατο. Σε αντιδιαστολή με τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, στην Toni & Guy (ανωτέρω), δεν παρείχετο οποιοδήποτε απτό δικαίωμα ή υποχρέωση πριν τον τερματισμό της απασχόλησης, ως υφίσταται στην παρούσα και μόνο κατόπιν του τερματισμού της εργοδότησης ενεργοποιήθηκε το δικαίωμα του εργοδότη. Είμαι της άποψης, ότι τυχόν υιοθέτηση αντίθετου με τον ως άνω συλλογισμό, ο οποίος ενδεχομένως να είχε ως συνέπεια να εκφεύγει η παρούσα αγωγή από το πεδίο αποκλειστικής δικαιοδοσίας που προσδίδεται στο Δ.Ε.Δ με το άρθρο 12(1)(ε) του Νόμου 8/1967, θα ήταν λανθασμένη.

 

35. Γενικότερα, θεωρώ ότι όπως και αν εξεταστεί το ζήτημα βάσει της υφιστάμενης δικογράφησης, κρίνω ότι η έγγραφη αναγνώριση της οφειλής των αδειών, χωρίς να προβαίνω σε χαρακτηρισμό ή να διαμορφώνω κρίση επί της όποιας νομικής κατάστασης επήλθε, καθότι το νομότυπο και έγκυρο ή μη αυτής της κατάστασης θα αποφασιστεί από το Δ.Ε.Δ, δεν είναι επαρκές για να θεωρηθεί ότι η απαίτηση του Καθ΄ ου η Αίτηση για αναλογία ετήσιας άδειας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν αποτελεί αυτοτελής αξιώση που πηγάζει από τη σύμβαση εργασίας.

 

36. Αντίθετη προσέγγιση του όλου ζητήματος, θα είχε πιστεύω ως αποτέλεσμα να πληγεί ο σημαντικός ρόλος που επιτελεί το Δ.Ε.Δ, περιορίζοντας ανεπίτρεπτα τη δικαιοδοσία του, την οποία ο νομοθέτης επιθυμούσε να διευρύνει με την εισαγωγή του άρθρου 12(1)(ε) του Νόμου 8/1967 (βλ. Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκουλουποιείον Λτδ (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1381) αναγνωρίζοντας το εξειδικευμένο ρυθμιστικό πλαίσιο των ζητημάτων που αναφύονται από σχέσεις εργασίας, είτε αυτές είναι ενεργές είτε έχουν τερματισθεί και που αποσκοπούν στην ευρύτερη κοινωνική προστασία του εργαζόμενου σε συνάρτηση με τα δικαιώματα του εργοδότη. Έχει ευρέως νομολογηθεί ότι, το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του Νόμου, ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμη πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη (Νικολάου ν. Total Properties (2011) 1 Α.Α.Δ. 1358).

 

37. Περαιτέρω, σημειώνω ότι κατά την ακρόαση της αίτησης, μέσω των γραπτών αγορεύσεων της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση, εκφράσθηκε η θέση ότι η αξίωση του Καθ’ ου η Αίτηση για άδειες αποσύρθηκε κατά την εκδίκαση της Εργατικής Διαφοράς με αριθμό 882/2013, διότι το Δ.Ε.Δ δεν είχε εξουσία επιδικάσει τα ποσά που αξιώνονται με την παρούσα. Αποφαίνομαι ότι η επιλογή να αποσυρθεί η όποια αξίωση αφορούσε τις άδειες, δεν δύναται να επενεργήσει με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να προσδίδεται δικαιοδοσία στο παρόν Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

Κατάληξη

 

38. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Με βάση το άρθρο 64Α του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ως έχει τροποποιηθεί, η παρούσα διαδικασία διακόπτεται και η αγωγή καθώς και η αίτηση παραμερισμού που θα εξεταστεί πλέον από το αρμόδιο Δικαστήριο παραπέμπονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 

39. Δεδομένου ότι είναι το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα που ήγειρε το ζήτημα της δικαιοδοσίας θεωρώ ορθό και δίκαιο τη μη επιδίκαση οποιωνδήποτε εξόδων, σε σχέση με την παρούσα διαδικασία.

 

 

 

 

(Υπ.) ……………………………….

           Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο