ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  2933/2014

 

Μεταξύ:-

1.    Γιώργος Ρούσος

2.    Χρυστάλλα Ρούσου

Εναγόντων

- και -

1.    Γιώργος Γεωργίου

2.    CNP ASFALISTIKI LTD

Εναγομένων

 

Ημερομηνία: 15/01/2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες:       κος Ευ. Κλεάνθους

Για τους Εναγόμενους: κος Κ. Στυλιανού για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα Αγωγή, οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον των Εναγομένων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, σε σχέση με τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβη, όταν το αυτοκίνητο του Εναγόμενου 1 προσέκρουσε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Ενάγων 1, το οποίο είχε προηγουμένως βγει από πάροδο. Μετά το κτύπημα, το όχημα του Ενάγοντος παρεξέκλινε της πορείας του και κτύπησε πεζό που στεκόταν στο πεζοδρόμιο.

 

ΤΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Ενάγων 1 («ο Ενάγων») ήταν οδηγός αυτοκινήτου τύπου Mitsubishi με αριθμό εγγραφής […] και η Ενάγουσα 2 ήταν η ιδιοκτήτριά του. Ο Εναγόμενος 1 ήταν οδηγός αυτοκινήτου τύπου Mercedez με αριθμό εγγραφής […], ιδιοκτησίας άλλου προσώπου και η Εναγόμενη 2 παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο εν λόγω αυτοκίνητο.

 

Την 22/04/2013, περί τις 08:45, ο Ενάγων, εξήλθε από την οδό Μαρίου, έστριψε δεξιά σύμφωνα με την πορεία του και οδηγούσε το όχημά του κατά μήκος της οδού Μαρκόνη με βόρεια κατεύθυνση. Ο Εναγόμενος 1 οδηγούσε κι αυτός το όχημά του στην οδό Μαρκόνη με βόρεια κατεύθυνση, ακολουθώντας το όχημα του Ενάγοντος που προπορευόταν, και σε κάποιο σημείο του δρόμου προσέκρουσε με δύναμη με το μπροστινό μέρος του οχήματός του στο πίσω μέρος του οχήματος του Ενάγοντος. Ένεκα της σύγκρουσης, το όχημα του Ενάγοντος σπρώχθηκε αρκετά μέτρα προς τα μπροστά, με αποτέλεσμα ο Ενάγων να χάσει τον έλεγχο του οχήματός του, το όχημα να παρεκκλίνει της πορείας του προς τα αριστερά και να κτυπήσει αρχικώς στο πεζοδρόμιο και ακολούθως πεζό που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα φέρει ο Εναγόμενος 1, ο οποίος οδηγούσε το όχημά του αμελώς, με υπερβολική ταχύτητα, χωρίς δέουσα προσοχή και επιμέλεια. Ο Εναγόμενος 1 μετακίνησε το όχημά του και εγκατέλειψε τη σκηνή, χωρίς να αναμένει την έλευση της αστυνομίας. Ένεκα της σύγκρουσης, ο Ενάγων υπέστη σωματικές βλάβες και ζημιές που του άφησαν κατάλοιπα. Ζημιές υπέστη επίσης και το όχημα των Εναγόντων. Με την Αγωγή ο Ενάγων αξιώνει €25.117 ως ειδικές αποζημιώσεις, γενικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες πόνο, ταλαιπωρία και μελλοντικές δαπάνες, ενώ η Ενάγουσα 2 αξιώνει €25.117, πλέον τόκο και έξοδα.

 

Με την Υπεράσπισή του ο Εναγόμενος 1 παραδέχεται τη σύγκρουση, αλλά υποστηρίζει ότι ο Ενάγων οδηγούσε το όχημά του επί της οδού Σόλωνος (και όχι Μαρίου) με δυτική κατεύθυνση και φτάνοντας στην συμβολή της με την οδό Μαρκόνι που ελέγχεται με σήμα «ΑΛΤ», έστριψε δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του, με πρόθεση να κατευθυνθεί βόρεια επί της οδού Μαρκόνι και ανέκοψε την ελεύθερη πορεία του δικού του οχήματος, το οποίο οδηγούσε επί της οδού Μαρκόνι με βόρεια κατεύθυνση. Ακολούθως, το όχημα του Ενάγοντος παρεξέκλινε της πορείας του προς τα αριστερά και κτύπησε πεζό που στεκόταν στο δυτικό πεζοδρόμιο. Αρνείται τις λεπτομέρειες σωματικών βλαβών και ζημιών των Εναγόντων, τις λεπτομέρειες αμέλειας που του καταλογίζονται και υποστηρίζει ότι το δυστύχημα επεσυνέβη εξ αιτίας της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντος, ο οποίος απέκοψε την ελεύθερη πορεία του οχήματός του.

 

Με την Υπεράσπισή της η Εναγόμενη 2 υποστηρίζει ότι ο Εναγόμενος 1 και ο ιδιοκτήτης του οχήματος παρέλειψαν να ενημερώσουν εγκαίρως για την αλλαγή ιδιοκτησίας του οχήματος, ότι το σχετικό ασφαλιστήριο έγγραφο είχε ακυρωθεί και ότι η απαίτηση δεν την αφορά. Η θέση αυτή δεν προωθήθηκε εντέλει. Κατά τα άλλα, αρνείται όλους τους ισχυρισμούς των Εναγόντων.

 

Με τις Απαντήσεις τους οι Ενάγοντες αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς των Εναγομένων και εμμένουν στους δικούς τους.

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

 

Στα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας, η παρούσα Αγωγή συνενώθηκε με την Αγωγή αρ. 1845/2015, την οποία είχε καταχωρίσει η διαχειρίστρια της περιουσίας του πεζού, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά από το επίδικο δυστύχημα, και εντέλει απεβίωσε. Στην πορεία της ακροαματικής διαδικασίας, η Αγωγή εκείνη συμβιβάστηκε. Συνεπώς, δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στο κομμάτι που αφορά τον πεζό.

 

Εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας (στις 16/01/2023) δηλώθηκαν ως παραδεκτές οι αποζημιώσεις των Εναγόντων, επί πλήρους ευθύνης, ως εξής:

(α)     Σε σχέση με τον Ενάγοντα 1, έγινε αποδεκτό το ποσό των €15.000 ως γενικές αποζημιώσεις και το ποσό των €3.000 ως ειδικές αποζημιώσεις.

(β)     Σε σχέση με την Ενάγουσα 2, έγινε αποδεκτό το ποσό των €2.000 ως ειδικές αποζημιώσεις.

(γ)     Συμφωνήθηκε επίσης, όπως όλα τα ποσά φέρουν τόκο από τις 16/01/2023 μέχρι πλήρους εξόφλησης.

 

Επομένως, σε σχέση με το δυστύχημα παρέμεινε εντέλει ως επίδικο μόνο το ζήτημα της ευθύνης.

 

Η ΑΚΡΟΑΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Στο πλαίσιο της Ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν συνολικά 7 μάρτυρες. Προς υποστήριξη της αξίωσης των Εναγόντων κατέθεσαν οι ακόλουθοι μάρτυρες:

 

(1)      η Άννα Στυλιανού, Πρωτοκολλητής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στο τμήμα ποινικών υποθέσεων (ΜΕ1),

(2)      ο Γιώργος Χαραλάμπους (ΜΕ2) και η Μαρία Χαραλαμπίδου (ΜΕ3) αμφότεροι εσωτερικοί νομικοί σύμβουλοι στην ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν ασφαλισμένο το όχημα των Εναγόντων,

(3)      ο αστ. 4853 Γιώργος Χατζηναθαναήλ, εξεταστής του ατυχήματος (ΜΕ4),

(4)      ο Γεώργιος Τζιηρκαλλής, εμπειρογνώμονας αναλυτής τροχαίων ατυχημάτων (ΜΕ5) και

(5)      ο Ενάγων 1 (ΜΕ6)

 

Προς υποστήριξη της υπεράσπισης των Εναγομένων 1 και 2 κατέθεσε ο Ανδρέας Λοΐζου, εμπειρογνώμονας αναλυτής τροχαίων ατυχημάτων (ΜΥ1).

 

Άννα Στυλιανού (ΜΕ1)

 

Η μαρτυρία της ΜΕ1 ήταν τυπική. Ανέφερε ότι εναντίον του Ενάγοντος 1 είχε καταχωρισθεί ποινική υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε σχετική δικαστική απόφαση. Παρά τις προσπάθειές της ο φάκελος της εν λόγω υπόθεσης δεν εντοπίστηκε, παρά μόνο η εκδοθείσα Δικαστική απόφαση, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο, αρχικώς ως Τεκμήριο Α προς αναγνώριση και έπειτα ως Τεκμήριο 6 (ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 13127/14, 21/2/2017, ECLI:CY:EDLEM:2017:B33).

 

Γιώργος Χαραλάμπους (ΜΕ2)

 

Ο ΜΕ2 κατέθεσε Γραπτή Κατάθεση (Έγγραφο Α) και αντεξετάστηκε. Ήταν εσωτερικός νομικός σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο όχημα των Εναγόντων (η «Ασφαλιστική»). Δεν εργαζόταν στην Ασφαλιστική κατά τον ουσιώδη χρόνο, έτσι, άντλησε πληροφορίες και κατέθεσε έγγραφα από τον σχετικό φάκελο της Ασφαλιστικής. Κατέθεσε συμφωνία της Ασφαλιστικής με την εταιρεία Rescue Line (Τεκμήριο 1) για παροχή υπηρεσιών οδικής βοήθειας και φροντίδας ατυχημάτων, φωτογραφικό υλικό από τον τόπο του ατυχήματος (Τεκμήριο 2), το οποίο λήφθηκε από τον λειτουργό της Rescue Line που μετέβη στη σκηνή και αντίγραφο «Δήλωσης Τροχαίου Ατυχήματος» (Τεκμήριο 3), το οποίο συμπλήρωσε ο λειτουργός της Rescue Line με τη βοήθεια του Ενάγοντος. Ανέφερε ότι η Ασφαλιστική διόρισε αυθημερόν την εταιρεία George Tjirkallis & Sons Ltd, για να διερευνήσει τις συνθήκες και τις ζημιές του δυστυχήματος (Τεκμήρια 4, 5).

 

Μαρία Χαραλαμπίδου (ΜΕ3)

 

Η ΜΕ3 κατέθεσε Γραπτή Κατάθεση (Έγγραφο Β) και αντεξετάστηκε. Ήταν εσωτερική νομική σύμβουλος της Ασφαλιστικής. Ήταν εκείνη που ανέλαβε τον χειρισμό του δυστυχήματος από την ημέρα που επεσυνέβη και αναφέρθηκε στην πληροφόρηση που ήρθε εις γνώση της Ασφαλιστικής αναφορικά με το δυστύχημα. Κατέθεσε αποδεικτικό ότι η Ασφαλιστική δεν έχει πλέον πρόσβαση στην πλατφόρμα της Rescue Line, λόγω τερματισμού της συνεργασίας τους (Τεκμήριο 7). Επιχείρησε να καταθέσει έγγραφο του λειτουργού της Rescue Line και πρόχειρο σχεδιάγραμμα, ενόψει όμως του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό, που ήταν εξ αρχής στην κατοχή της Ασφαλιστικής, δεν είχε αποκαλυφθεί εγκαίρως (παρά τις 3 ένορκες δηλώσεις αποκάλυψης των Εναγόντων), δεν επετράπη η κατάθεσή του.  

 

Αστ. 4853 Γιώργος Χατζηναθαναήλ (ΜΕ4)

 

Ο ΜΕ4, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στην Τροχαία Λεμεσού στον Κλάδο Διερεύνησης Δυστυχημάτων, ήταν ο εξεταστής του δυστυχήματος και αναφέρθηκε στις ενέργειες που έκανε σε σχέση με αυτό. Μετέβη στη σκηνή, προέβη σε μετρήσεις, ετοίμασε πρόχειρο σχέδιο δυστυχήματος, που αργότερα μετέτρεψε σε συμμετρικό και έλαβε καταθέσεις. Κατέθεσε αντίγραφο του συμμετρικού σχεδίου (Τεκμήριο 8 «το Σχεδιάγραμμα») και αντίγραφα δικών του καταθέσεων ημερ. 30/9/2013 (Τεκμήριο 9) και 4/11/2013 (Τεκμήριο 10) με τις ενέργειές του. Εξήγησε ότι δεν είχε τα πρωτότυπα έγγραφα και το πρόχειρο σχέδιο, καθότι κατατέθηκαν στον φάκελο της ποινικής υπόθεσης. Κατέθεσε επίσης την σχετική Αστυνομική Έκθεση (Τεκμήριο 11). Κατά την αντεξέτασή του κατέθεσε αντίγραφο της κατάθεσης που έλαβε από τον Ενάγοντα (Τεκμήριο 12) και αντίγραφο της συμπληρωματικής κατάθεσης που έλαβε από ανεξάρτητο μάρτυρα (Τεκμήριο 13).

 

Ανέφερε ότι μετέβη στη σκηνή του δυστυχήματος περί τις 09:10, μετά από πληροφορία που λήφθηκε, η οποία έκανε αναφορά σε σοβαρά τραυματία πεζό. Στη σκηνή βρήκε μόνο το όχημα του Ενάγοντος. Με τον Εναγόμενο 1 είχε τηλεφωνική επικοινωνία, στο τηλέφωνο που του είχε δώσει ο Ενάγων.  

 

Σε σχέση με το Σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 8), εξήγησε ότι το ετοίμασε βάσει του πρόχειρου σχεδιαγραφήματος, το οποίο είχε ετοιμάσει στη σκηνή, στη βάση των μετρήσεων που έκανε, των ευρημάτων του και των αναφορών των ενεχόμενων οδηγών. Το υπέδειξε στους ενεχόμενους οδηγούς, τους το εξήγησε και αμφότεροι το υπέγραψαν ως ορθό. Επεξήγησε το περιεχόμενο, τις απεικονίσεις και τον τρόπο που αποτύπωσε τις δύο εκδοχές των ενεχόμενων οδηγών. Σημείωσε με Χ το σημείο σύγκρουσης που του υπέδειξε ο Ενάγων, το οποίο είναι στα 55 μέτρα από το σημείο αναφοράς «0» που όρισε επί του Τεκμηρίου 8. Σημείωσε με Χ1 το σημείο σύγκρουσης που του υπέδειξε ο Εναγόμενος 1 (68 μέτρα από το σημείο αναφοράς), με Χ2 το σημείο όπου εντόπισε μαύρισμα από την πρόσκρουση του αριστερού μπροστινού τροχού του οχήματος του Ενάγοντος στην λίνια του πεζοδρομίου (70 μέτρα από το σημείο αναφοράς) και με ΔΧ3 το σημείο όπου κτυπήθηκε ο πεζός (73,5 μέτρα από το σημείο αναφοράς). Δεν εντόπισε ίχνη τροχοπέδησης, ούτε θραύσματα γυαλιού στον δρόμο. Καταθέτοντας στο Δικαστήριο ανέφερε, επίσης, ότι η συμβολή της οδού Μαρκόνι με τη Μισιαούλη και Καβάζογλου απέχει περίπου 10 μέτρα νοτίως από το σημείο αναφοράς «0» που έθεσε επί του Τεκμηρίου 8.

 

Έλαβε καταθέσεις από τους δύο ενεχόμενους οδηγούς και από ένα ανεξάρτητο μάρτυρα που βρήκε στη σκηνή. Από τον πεζό δεν κατάφερε να λάβει κατάθεση, λόγω της κατάστασής του. Αναφέρθηκε στις δύο εκδοχές των οδηγών των ενεχόμενων οχημάτων, αναφορικά με την πάροδο από την οποία εξήλθε ο Ενάγων 1 και το σημείο σύγκρουσης. Από τον ανεξάρτητο μάρτυρα έλαβε 2 καταθέσεις. Στην αρχική, η οποία λήφθηκε λίγες μέρες μετά το δυστύχημα, ο μάρτυρας αυτός δεν ήταν σε θέση να καθορίσει από ποια πάροδο εισήλθε το όχημα του Ενάγοντος στην οδό Μαρκόνι, ενώ στη 2η κατάθεση, η οποία δόθηκε 6 μήνες μετά το δυστύχημα, ο μάρτυρας τού υπέδειξε ότι το όχημα του Ενάγοντος εξήλθε από την οδό Σόλωνος.

 

Αναφέρθηκε επίσης στις ζημιές των οχημάτων. Στο όχημα του Ενάγοντος υπήρχαν ζημιές στο πισινό μέρος (καπό, προφυλακτήρα και γυαλί), που προκλήθηκαν από το χτύπημα που δέχθηκε από το όχημα του Εναγόμενου 1, και στο μπροστινό μέρος (προφυλακτήρα προς τα αριστερά, βούλωμα στο καπό και στην αριστερή γωνιά του ανεμοθώρακα) από το χτύπημα στον πεζό. Έλεγξε και δεν εντόπισε ένδειξη σύγκρουσης στο πλαϊνό μέρος. Μετέβη την ίδια ημέρα στην οικία του Εναγόμενου 1, έλεγξε τις ζημιές του οχήματός τους και εντόπισε ζημιά στο μπροστινό αριστερό μέρος. Από την έκταση των ζημιών, χαρακτήρισε τη σύγκρουση ως δυνατή.

 

Σε σχέση με τις προβληθείσες εκδοχές ανέφερε ότι δεν εντόπισε ευρήματα στη σκηνή για να καταφέρει να υποστηρίξει μια από αυτές, ενώ δεν υπήρχαν ούτε ίχνη τροχοπέδησης. Το μοναδικό εύρημα ήταν το σημάδι στον αριστερό μπροστινό τροχό του οχήματος του Ενάγοντος στο σημείο που κτύπησε στη λίνια του πεζοδρομίου, πριν χτυπήσει τον πεζό.

 

Με αναφορά, όμως, στις διάφορες μετρήσεις που καταγράφει στο Σχεδιάγραμμα, υποστήριξε ότι δυνατότητα ευθυγράμμισης του οχήματος του Ενάγοντος παρέχετο μόνο εάν εξέρχετο από την οδό Μαρίου, ως ο ίδιος ο Ενάγων ισχυρίστηκε. Ομοίως, η σύγκρουση του αριστερού μπροστινού τροχού του οχήματος του Ενάγοντος στη λίνια του πεζοδρομίου, στο σημείο όπου εντόπισε εύρημα (Χ2), ήταν πιο πιθανό να γίνει εάν το όχημα του Ενάγοντος εξερχόταν από την οδό Μαρίου και όχι Σόλωνος. Υποστήριξε, επίσης, ότι ήταν πιθανό το όχημα του Ενάγοντος να είχε ακόμα κλίση μέχρι το σημείου σύγκρουσης εάν εξέρχετο από την οδό Σόλωνος και ότι θα ήταν διαφορετικές και οι ζημιές του και η τελική του θέση.

 

Γεώργιος Τζιηρκαλλής (ΜΕ5)

 

Ο ΜΕ5 κατέθεσε Γραπτή Κατάθεση (Έγγραφο Γ) ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, εξετάστηκε και αντεξετάστηκε προφορικά. Κατέθεσε κατάλογο με τα προσόντα και την εμπειρία του (Τεκμήριο 14). Είναι διευθυντής της εταιρείας George Tjirkallis & Sons Ltd και στις 22/04/2013 έλαβε οδηγίες από την Ασφαλιστική να ετοιμάσει, για λογαριασμό της, έκθεση αναπαράστασης του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος.

 

Τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του για την ετοιμασία της έκθεσης του ήταν εκείνα που του δόθηκαν από την Ασφαλιστική, η Αστυνομική Έκθεση, το Σχεδιάγραμμα, φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος που λήφθηκαν από την Rescue Line, όπως και έκθεση, σχεδιάγραμμα και δέσμη από φωτογραφίες που δείχνουν την ζημιά στο όχημα του Ενάγοντος. Επισκέφθηκε και ο ίδιος προσωπικά την σκηνή του επίδικου δυστυχήματος στις 23/04/2013, όπου έβγαλε φωτογραφίες και παρατήρησε τον χώρο. Περαιτέρω, επισκέφθηκε, φωτογράφησε και επέβλεψε τις ζημιές του οχήματος του Ενάγοντος, τις οποίες εξήγησε.

 

Κατέθεσε ως Τεκμήρια 15 & 16 φωτογραφίες του οχήματος του Ενάγοντος και του Εναγόμενου 1, επί των οποίων έκανε σημειώσεις για να εξηγήσει τις ζημιές, την κατεύθυνση ώθησης και εντέλει τα δικά του ευρήματα για τον τρόπο σύγκρουσης. Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήρια 17Α & 17Β, διαγράμματα που ετοίμασε βασιζόμενος στους ισχυρισμούς του Ενάγοντος, αλλά και του Εναγόμενου 1 και του ανεξάρτητου μάρτυρα.  

 

Με αναφορά στο Τεκμήριο 15, εξήγησε ότι το όχημα τού Ενάγοντος δέχθηκε ένα κτύπημα στο πίσω μέρος του. Σημείωσε με κόκκινο τόξο την ζημιά άμεσης επαφής (CD = Contact Damage) και με μαύρο βέλος την κατεύθυνση ώθησης (PDOF = Principal Direction of Fault), η οποία, ως εξήγησε, περνά από την δεξιά μεριά τού κέντρου μάζας του οχήματος, με κατεύθυνση από πίσω προς τα μπροστά και αριστερά προς δεξιά, ωσάν το ρολόι να δείχνει την ώρα 12:30. Επομένως, το όχημα κινήθηκε αριστερόστροφα (anticlockwise) μετά τη σύγκρουση. Όταν τα αυτοκίνητα χτυπήσουν, εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη ενέργεια – ταχύτητα σπρώχνει το άλλο και στην μεγίστη εμπλοκή, θα χωρίσουν και το κάθε αυτοκίνητο θα πάρει την πορεία του μέχρι την τελική του θέση. Στην προκειμένη, το όχημα τού Ενάγοντος κινήθηκε προς τα αριστερά και ο αριστερός μπροστινός τροχός του χτύπησε στη λίνια του πεζοδρομίου.

 

Με αναφορά στο Τεκμήριο 16 εξήγησε τις ζημιές που υπέστη το μπροστινό μέρος του οχήματος του Εναγομένου 1 από την πρόσκρουσή του στο πισινό μέρος του οχήματος του Ενάγοντος. Σημείωσε με κόκκινο βέλος την ζημιά άμεσης επαφής (CD) και με μαύρο βέλος την κατεύθυνση ώθησης (PDOF), αναφέροντας ότι αυτή ασκείται διαγωνίως στο αριστερό μπροστινό μέρος του οχήματος με κατεύθυνση από εμπρός προς τα πίσω, δεξιά προς τα αριστερά. Υποστήριξε, επίσης, ότι επειδή η ορμή (μάζα x ταχύτητα) του οχήματος τού Εναγομένου 1 ήταν μεγάλη, το όχημα κινήθηκε σε ευθεία γραμμή, χωρίς να αλλοιωθεί η πορεία του μετά την κατεύθυνση της ώθησης (PDOF) στην μεγίστη εμπλοκή.

 

Στα Τεκμήρια 17Α και 17Β τοποθέτησε τις δύο εκδοχές και κατέληξε ότι η εκδοχή του Ενάγοντος, ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στο σημείο Χ, είναι πιθανή και υποστηρίζεται από τα επί σκηνής ευρήματα, ως καταγράφονται στο Σχεδιάγραμμα. Υποστήριξε, επίσης, ότι κατά την επίσκεψή του στη σκηνή εντόπισε στο σημείο Χ και σε μικρή απόσταση από αυτό ποσότητα σπασμένων γυαλιών.

 

Αντιθέτως, υποστήριξε ότι η εκδοχή του Εναγόμενου 1 δεν μπορεί να ευσταθεί, επειδή το σημείο Χ1 (που υπέδειξε ο Εναγόμενος 1 ως το σημείο σύγκρουσης, το οποίο στο Τεκμήριο 8 τοποθετήθηκε στα 68 μέτρα από σημείο αναφοράς «0» που καθόρισε ο ΜΕ4), απέχει μόνο 2 μέτρα από το Χ2 (σημάδι στη λίνια του πεζοδρομίου που τοποθετήθηκε στα 70 μέτρα), επομένως οποιοδήποτε μήκος του οχήματος του Ενάγοντος μεγαλύτερο των 2 μέτρων αποκλείει το Χ1 ως σημείο σύγκρουσης. Με βάση έρευνα που έκανε στις εργοστασιακές προδιαγραφές και χαρακτηριστικά του οχήματος του Ενάγοντος, βρήκε ότι οι διαστάσεις του είναι 4,27 μέτρα μήκος και 1,69 μέτρα πλάτος.  Συνεπώς, εάν η σύγκρουση γινόταν στο Χ1, η πορεία του οχήματος του Ενάγοντος και η τελική του θέση θα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που σημειώνεται στο Τεκμήριο 8.

 

Σε σχέση με τις εκδοχές ως προς την πάροδο από την οποία εξήλθε το όχημα του Ενάγοντος, υποστήριξε ότι δεν υπήρχε επαρκής απόσταση από την οδό Σόλωνος για να να κτυπηθεί το όχημα του Ενάγοντος στο πίσω μέρος του από το όχημα του Εναγόμενου 1, να υπάρξει μέγιστη εμπλοκή και εφόσον διανύσει κάποια μέτρα να χτυπήσει το σημείο Χ2 και να διαγράψει την πορεία που φαίνεται στο Σχεδιάγραμμα. Αντιθέτως, από την οδό Μάριου μέχρι το σημείο Χ υπήρχε επαρκής απόσταση.

 

Ενάγων (ΜΕ6)

 

Ο Ενάγων ανέφερε ότι κατά τον χρόνο του δυστυχήματος ήταν 50 ετών (κατέθεσε αντίγραφο της ταυτότητάς ως Τεκμήριο 18). Περιέγραψε τις συνθήκες του επίδικου δυστυχήματος ως ακολούθως: Στις 22/04/2013 περί την 8:45, οδηγούσε το όχημα της Ενάγουσας 2 που είναι η θυγατέρα του, κατά μήκος της οδού Μαρκόνι με βόρεια κατεύθυνση. Η κατοικία του βρίσκεται πλησίον της οδού Μαρίου και κατά τις 8:40 π.μ. οδήγησε το όχημα από το σπίτι του και κατευθύνθηκε μέσω διαφόρων οδών προς την οδό Μαρίου με πρόθεση να εισέλθει στην οδό Μαρκόνι για να κατευθυνθεί βόρεια προς το Γενικό Νοσοκομείο. Κατέθεσε χάρτη στον οποίο σημείωσε την πορεία του (Τεκμήριο 19).

 

Στη συμβολή της οδού Μαρίου με την οδό Μαρκόνι σταμάτησε στο «Αλτ». Η λωρίδα οδήγησης της οδού Μαρκόνι με νότια κατεύθυνση είχε τροχαία κίνηση και οχήματα βρίσκονταν εν αναμονή στο κόκκινο φως που ήλεγχε την συμβολή των οδών Μαρκόνι και Μισιαούλη με Καβάζογλου. Ένα όχημα που κατευθυνόταν νότια του έδωσε προτεραιότητα, έτσι εξήλθε από την πάροδο διασταύρωσε τη νότια λωρίδα της οδού Μαρκόνι, έλεγξε την τροχαία κίνηση της λωρίδας με βόρεια κατεύθυνση οδήγησης κοιτάζοντας αριστερά, δεξιά και πάλι αριστερά και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ασφαλές να εισέλθει, εισήλθε δεξιόστροφα, ευθυγράμμισε το όχημά του, διένυσε απόσταση περίπου 30 μέτρων και ξαφνικά δέκτηκε δυνατό κτύπημα στο πίσω μέρος του οχήματός του. Από το κτύπημα έχασε τον έλεγχο του οχήματός του, σπρώχθηκε κάποια μέτρα προς τα μπρος και ακολούθως παρεξέκλινε αριστερότερα της πορείας του, κτύπησε ο μπροστινός αριστερός τροχός στην λίνια του δυτικού πεζοδρομίου, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο συνέχισε την πορεία του κτυπώντας με το μπροστινό μέρος τον πεζό, συνέχισε να κινείται και σταμάτησε στην τελική θέση ως φαίνεται στο Σχεδιάγραμμα. Ως ανέφερε, όλα έγιναν σε λίγα δευτερόλεπτα.

 

Η ταχύτητα του οχήματός του κατά τον χρόνο σύγκρουσης ήταν 20-30 χιλιόμετρα. Υποστήριξε ότι όταν εισήλθε στην οδό Μαρκόνι και ήλεγξε δεν βρισκόταν στην εν λόγω οδό το όχημα του Εναγόμενου 1. Ενόσω βρισκόταν στο σημείο του πεζού, ήρθε δίπλα του ο Εναγόμενος 1 με το όχημά του φωνάζοντας και βρίζοντας. Ο Ενάγων τού ζήτησε να περιμένει, αντάλλαξαν στοιχεία και ο Εναγόμενος 1 εγκατέλειψε τη σκηνή.

 

Στην σκηνή έφτασε ασθενοφόρο εντός 10-15 λεπτών και ο εξεταστής (ΜΕ4) εντός 25-30 λεπτών μετά το δυστύχημα. Ο ΜΕ4 συνομίλησε με τον ίδιο επί τόπου και τηλεφωνικώς με τον Εναγόμενο 1. Σε περίπου 50-60 λεπτά ξεκίνησε να βρέχει. Ο ΜΕ4 ετοίμασε στη σκηνή πρόχειρο σχέδιο, του το υπέδειξε και εκείνος το υπέγραψε.

 

Σημείωσε, τέλος, ότι δεν μπορούσε να είχε προβλέψει την σύγκρουση, αφού όταν ήλεγξε την τροχαία κίνηση προτού εισέλθει στην οδό Μαρκόνι δεν ήταν εκεί το όχημα του Εναγόμενου 1.

 

Ανδρέας Λοΐζου (ΜΥ1)

 

Ο ΜΥ1 είναι πραγματογνώμονας, αναλυτής ατυχημάτων αναφέρθηκε στα προσόντα του και εξήγησε ότι του ανατέθηκε από την Εναγόμενη 2 να μελετήσει τα δεδομένα του ατυχήματος και να ετοιμάσει σχετική έκθεση ανάλυσης τροχαίου ατυχήματος. Η έκθεσή του ολοκληρώθηκε στις 18/11/2022 και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 20 («η Έκθεση»). Για την ετοιμασία της χρησιμοποίησε το λογισμικό «PC Crash», ένα επαγγελματικό εργαλείο προσομοιωτή, που διαθέτει δική του βάση δεδομένων, χρησιμοποιείται μόνο από εμπειρογνώμονες και για τη χρήση του απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις. Κατέθεσε, επίσης, και παρουσίασε στο Δικαστήριο βίντεο με αναπαράσταση του ατυχήματος, που ετοίμασε με τη βοήθεια του προαναφερόμενου λογισμικού (Τεκμήριο 21). 

 

Αναφέρθηκε στα δεδομένα που του δόθηκαν και σε εκείνα που έλαβε υπόψη, όπως τις διαστάσεις του οχήματος του Ενάγοντος, που τις παρέχει το πρόγραμμα (Τεκμήριο 23), την κατάθεση του Εναγομένου 1 στην αστυνομία στις 22/04/2013 (Τεκμήριο 24) και Τεχνική Έκθεση Ανάλυσης Τροχαίου Δυστυχήματος ημερομηνίας 20/08/2013 (Τεκμήριο 27), την οποία είχε ετοιμάσει άλλος πραγματογνώμονας που, για λόγους υγείας, δεν κατέστη δυνατό να μαρτυρήσει. Κατατέθηκαν, επίσης, αποσπάσματα από το εγχειρίδιο του PC Crash (Τεκμήρια 25, 26).

 

Αναφέρθηκε, επίσης, στα δεδομένα που εισήγαγε στο πρόγραμμα και επεξήγησε την Έκθεσή του και τα τελικά του συμπεράσματα. Εξήγησε ότι επισκέφθηκε τη σκηνή, με τη βοήθεια drone έλαβε κατόψεις του δρόμου και τις εισήγαγε στο λογισμικό με τις ακριβείς διαστάσεις, φόρτωσε τα οχήματα από τη βάση δεδομένων του συστήματος, τις ζημιές των οχημάτων, τις τελικές θέσεις, το χτύπημα στη λίνια του πεζοδρομίου και στον πεζό, τον τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν επί του πεζοδρομίου και δεν χτυπήθηκε. Στη βάση των δεδομένων που εισήγαγε, προχώρησε μέσω του προγράμματος στη μέθοδο του αναδρομικού υπολογισμού, δηλαδή, ξεκινώντας από την τελική θέση του οχήματος του Ενάγοντος και πηγαίνοντας πίσω-πίσω, περνώντας από το σημείο που το όχημα του Ενάγοντος χτύπησε τον πεζό, την λίνια του πεζοδρομίου, κατέληξε στο σημείο που ήρθαν σε επαφή τα οχήματα (σημείο σύγκρουσης) και στις ταχύτητες των οχημάτων. Εξήγησε, περαιτέρω, ότι μεγάλο μέρος της κινητικής ενέργειας που έχουν τα οχήματα όταν κινούνται καταλήγει σε παραμορφωτική (οι ζημιές των οχημάτων) και το πρόγραμμα αναλύει τις ζημιές αυτές λαμβάνοντας υπ’ όψη τα χαρακτηριστικά κάθε οχήματος. Λαμβάνεται, επίσης, υπ’ όψη το γεγονός ότι το όχημα του Εναγόμενου 1, μετά το χτύπημα, έχασε ταχύτητα, ενώ του Ενάγοντος απέκτησε (επειδή σπρώχθηκε).

 

Το συμπέρασμά του από την προσομοίωση που διενήργησε μέσω του συστήματος, ήταν ότι ο Ενάγων εισήλθε στην οδό Μαρκόνη από την οδό Σόλωνος και όχι από την οδό Μαρίου και ότι η σύγκρουση των οχημάτων του Ενάγοντος και του Εναγομένου 1 επεσυνέβη σε κάποιο σημείο που το τοποθέτησε στα 62 μέτρα από το σημείο αναφοράς «0» που τοποθέτησε ο ΜΕ4 επί του Τεκμηρίου 8. Το σημείο αυτό απέχει 7 μέτρα βορειότερα του σημείου Χ, το οποίο υπέδειξε ο Ενάγων (55 μέτρα από το σημείο αναφοράς «0») και 6 μέτρα νοτιότερα του Χ1, το οποίο υπέδειξε ο Εναγόμενος 1 (68 μέτρα).

 

Συμπέρανε επίσης, ότι κατά τη στιγμή της σύγκρουσης, το όχημα του Ενάγοντος είχε «σχεδόν» ολοκληρώσει την έξοδο του στην οδό Μαρκόνι, έχοντας μια μικρή γωνιά 5ο-7ο, την οποία χαρακτήρισε ως καθοριστική για την πορεία του οχήματος πάνω στο πεζοδρόμιο. Συμπέρανε, επίσης, ότι το όχημα του Ενάγοντος είχε διανύσει μια απόσταση 7 μέτρων πριν δεχθεί την οπίσθια σύγκρουση. Προσδιόρισε την ταχύτητα σύγκρουσης στα 48-52 Χ.Α.Ω., την ταχύτητα του οχήματος του Εναγόμενου 1 πριν την σύγκρουση στα 64-68 Χ.Α.Ω. και την ταχύτητα του οχήματος του Ενάγοντος στα 18-22 Χ.Α.Ω. Θεώρησε ότι υπήρχε απόσταση 33,7 μέτρων μεταξύ των οχημάτων από τη στιγμή που κατέστη εμφανές ότι το όχημα του Ενάγοντος θα εισερχόταν στην οδό Μαρκόνι, ότι από τη στιγμή εκείνη μεσολάβησε χρόνος 2,3 δευτερολέπτων πριν την σύγκρουση και ότι ο Εναγόμενος έκανε χρήση φρένων 0,8 δευτερόλεπτα πριν την σύγκρουση, όταν, ο γενικά αποδεκτός χρόνος σύμφωνα με την βιβλιογραφία (στην οποία παραπέμπει) είναι 1,5 δευτερόλεπτα.

 

ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ, ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Από το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας τα ακόλουθα γεγονότα προκύπτουν ως παραδεκτά ή ως μη αμφισβητούμενα:

 

Στις 22/4/2013 περί ώρα 08:45, ο Ενάγων  οδηγούσε το όχημα […], ιδιοκτησίας της Ενάγουσας 2, με βόρεια κατεύθυνση στην οδό Μαρκόνι στη Λεμεσό και το όχημα

με αρ. εγγραφής […], που οδηγούσε ο Εναγόμενος 1, επίσης με βόρεια κατεύθυνση προσέκρουσε στο πίσω μέρος του.

 

Το όχημα του Ενάγοντος είχε προηγουμένως εξέλθει από πάροδο δυτικά της οδού Μαρκόνι, ενώ το όχημα του Εναγομένου 1 εισήλθε στην οδό Μαρκόνι στρίβοντας αριστερά στη συμβολή της με την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου.

 

Μετά τη σύγκρουση, το όχημα που οδηγούσε ο Ενάγων κινήθηκε προς τα μπρος, προσέκρουσε στην λίνια του δυτικού πεζοδρομίου (Χ2 επί του Τεκμηρίου 8), ανέβηκε στο δυτικό πεζοδρόμιο και χτύπησε πεζό που βρισκόταν επί του πεζοδρομίου (ΔΧ3 επί του Τεκμηρίου 8) και κατέληξε στην τελική του θέση (Β2 επί του Τεκμηρίου 8). Στο σημείο Κ επί του Τεκμηρίου 8 βρέθηκε κηλίδα αίματος του πεζού.  

 

Ο Εναγόμενος 1 άφησε τα στοιχεία του στον Ενάγοντα και εγκατέλειψε τη σκηνή. Υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας στη σκηνή, ο οποίος έδωσε δύο καταθέσεις στον ΜΕ5 σε σχέση με το επίδικο δυστύχημα.

 

Η οδός  Μαρκόνι έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια με βόρεια και μια με νότια κατεύθυνση. Συμβάλλεται νότια με την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου και η συμβολή ελέγχεται με φώτα τροχαίας. Μετά τη συμβολή αυτή, με την οδό Μαρκόνι ενώνονται με κατεύθυνση δυτική, πρώτα η οδός «Μάριον» και βορειότερα η οδός «Σόλων»Το όριο ταχύτητας στην οδό Μαρκόνι είναι 50 Χ.Α.Ω.

 

Τα κύρια επίδικα ζητήματα είναι (α) το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων και (β) η πάροδος από την οποία εισήλθε ο Ενάγων στην οδό Μαρκόνι, δηλαδή από την οδό Μάριου, ως ισχυρίζεται ο ίδιος ή από την οδό Σόλωνος, ως ισχυρίζεται η πλευρά των Εναγομένων 1 και 2, αποκόπτοντας την ευθεία πορεία του οχήματος του Εναγομένου 1 και μη αφήνοντάς του επαρκές περιθώριο αντίδρασης.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Η παρούσα υπόθεση, ως πολιτική, κρίνεται επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 ΑΑΔ 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν (Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530). Η δε επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (Βλ. Χάρης Χρίστου νΕυγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454, Mossa Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 165). Αυτή όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες (Mohamed Shahin Haisan Fawzy ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266)  και εφόσον η επιλογή αυτή αιτιολογείται σαφώς (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506).

 

Η αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας γίνεται προκειμένου να προβεί το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως βάση να εξετάσει, στη συνέχεια, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται (Barry Wynne ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138). Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.  Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, 1084, Barry Wynne v Mavronicola (ανωτέρω)). 

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση την σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, με αντιπαραβολή των θέσεων κάθε πλευράς και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία (Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), πάντοτε υπό το πρίσμα και το αυστηρό πλαίσιο των δικογραφημένων ισχυρισμών, ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (βλ. Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Π.Ε. 328/11, ημερ. 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:C35). Λαμβάνεται επίσης υπόψη η συνολική εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο ένας μάρτυρας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, στη βάση των αντιδράσεων, του τρόπου που απαντά και συμπεριφέρεται (& A  Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273), χωρίς η εντύπωση αυτή να μπορεί να αποτελέσει όμως τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή μιας μαρτυρίας (Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797).

 

ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ3

 

Οι μάρτυρες ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ3 δεν προσέφεραν μαρτυρία σε σχέση με τα κατ’ εξοχήν επίδικα και ουσιώδη γεγονότα. Έδωσαν μαρτυρία επί παρεμφερών ζητημάτων και κατέθεσαν τα έγγραφα που κατείχε ο καθένας σχετικά με το επίδικο δυστύχημα. Η μαρτυρία τους επι των ζητημάτων που κατέθεσαν γίνεται αποδεκτή.

 

ΜΕ4

 

Τα προσόντα του MK 4 ως εξεταστή δεν αμφισβητήθηκαν και γίνονται αποδεκτά. Δεν αμφισβητήθηκαν, επίσης, οι μετρήσεις και τα ευρήματα του στη σκηνή, με εξαίρεση την τοποθέτηση των σημείων σύγκρουσης Χ και Χ1, σε σχέση με τα οποία εξήγησε ότι τα τοποθέτησε με βάση τις υποδείξεις του Ενάγοντος και του Εναγομένου 1 και δεν αποτελούν δικά του ευρήματα.

 

Πρόκειται για ανεξάρτητο μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε τις ενέργειες που έκανε στο πλαίσιο των καθηκόντων για διερεύνηση του επίδικου δυστυχήματος. Μου έκανε καλή εντύπωση, δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις και τον αποδέχομαι ως μάρτυρα αξιόπιστο. Αποδέχομαι, επίσης, τις μετρήσεις και καταγραφές επί του Τεκμηρίου 8, οι οποίες δεν αντικρούστηκαν και δεν καταδείχθηκαν εσφαλμένες. Αποδέχομαι επίσης την μαρτυρία του ως προς τις ζημιές των οχημάτων και ότι δεν εντόπισε οποιαδήποτε ζημιά στο πλάι το οχήματος του Ενάγοντος.

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια την μαρτυρία των δύο εμπειρογνωμόνων των μερών, αφήνοντας τελευταίο τον Ενάγοντα, η μαρτυρία του οποίου ήταν, εντέλει, και η μόνη επί των γεγονότων που επεσυνέβησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο του δυστυχήματος.

 

Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων ΜΕ5 και ΜΥ1

 

Το κατά πόσο ένας μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας ή όχι είναι ζήτημα που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αφού λάβει υπόψη τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα πάνω στο θέμα που καλείται να καταθέσει. Για να θεωρηθεί κάποιος ως πραγματογνώμονας, θα πρέπει να διαθέτει όλα τα σχετικά προσόντα, ούτως ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του (Evangelou v. Ambizas (1982) 1 CLR 41). Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δε βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984). Σε σχέση με το καθήκον που έχουν να επιτελέσουν οι εμπειρογνώμονες έναντι του Δικαστηρίου, παραπέμπω στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Ευριπίδου και Άλλων (2015) 2 ΑΑΔ 140, όπου οι σχετικές αρχές συνοψίστηκαν ως εξής:

 

«Υπενθυμίζουμε ότι με βάση καλά εδραιωμένες νομολογιακές αρχές, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη [βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298]. Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του [βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 ΑΑΔ 1020].»

 

Παρόλο που αμφότεροι οι μάρτυρες (ΜΕ5 και ΜΥ1) υποβλήθηκαν σε αντεξέταση επί των προσόντων τους (ο μεν ΜΕ5 ερωτήθηκε αναφορικά με το ότι δεν είναι μέλος συγκεκριμένων επαγγελματικών συνδέσμων συναφών με το αντικείμενό του, ο δε ΜΥ1 ερωτήθηκε εκτενώς για το ακριβές αντικείμενο και τη θεματική των ακαδημαϊκών του σπουδών). Η κατοχή των προσόντων και της εμπειρίας που παρουσίασαν στο Δικαστήριο δεν αμφισβητήθηκαν και δεν αντικρούστηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποτελεσματικά. Το Δικαστήριο αποδέχεται τα προσόντα αυτά και ικανοποιείται ότι αμφότεροι είναι εμπειρογνώμονες με πολυετή εμπειρία στον τομέα της ανάλυσης τροχαίων ατυχημάτων. Προχωρώ, συνεπώς, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους.

 

ΜΕ5

 

Ο ΜΕ5 εξέτασε τα δεδομένα που είχε ενώπιον του, μετέβη επί τόπου στη σκηνή του δυστυχήματος και επιθεώρησε τις ζημιές του οχήματος του Εναγομένου 1. Εξέτασε και αξιολόγησε τις δύο αντικρουόμενες εκδοχές των ενεχόμενων οδηγών, σε συνάρτηση με τα ευρήματα του ΜΕ4 επί της σκηνής και τις ζημιές των οχημάτων και εξήγαγε τα συμπεράσματά του. Αιτιολόγησε στο Δικαστήριο γιατί απέκλεισε την εκδοχή του Εναγόμενου 1 και, μεταξύ των δύο, θεώρησε ως πιθανή την εκδοχή του Ενάγοντος. Κρίνω, μεν, ως αξιόπιστο τον ΜΕ5, δέχομαι όμως την μαρτυρία του εν μέρει και στον βαθμό που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως.

 

Αποδέχομαι, τη θέση του ΜΕ5 ότι το σημείο Χ1 (που υπέδειξε στον ΜΕ4 ο Εναγόμενος 1) δεν μπορεί να ήταν το σημείο σύγκρουσης, για τους λόγους που εξήγησε ο ΜΕ5, οι οποίοι κρίνονται λογικοί και ικανοποιητικοί. Άλλωστε, η θέση αυτή υποστηρίχθηκε εντέλει και από τον ΜΕ4 κατά την ενώπιον μου μαρτυρία, αλλά και από τον ΜΥ1 με την δική του Έκθεση. Συνεπώς, εντέλει, καμία πλευρά δεν υποστήριξε τη θέση ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στο σημείο Χ1 του Τεκμηρίου 8.  

 

Αποδέχομαι, επίσης, την μαρτυρία του, η οποία παρατέθηκε συνοπτικά ανωτέρω, σε σχέση με τον τρόπο σύγκρουσης και τον τρόπο που ήρθαν σε επαφή τα δύο οχήματα, αποδέχομαι την ανάλυση στην οποία προέβη σε σχέση με τις ζημιές που προκλήθηκαν στα δύο οχήματα (Τεκμήριο 15, 16, 17Α και 17Β), την συμπεριφορά των οχημάτων μετά τη σύγκρουση, καθώς και την γνώμη του ότι είναι πιθανό, με βάση τα ευρήματα επί σκηνής, το σημείο Χ να συνιστά το σημείο σύγκρουσης των οχημάτων του Ενάγοντος και του Εναγομένου 1. Κρίνω ότι επί των σημείων αυτών έχει δώσει ικανοποιητικές και λογικές εξηγήσεις και ανέλυσε επαρκώς τις θέσεις του με αναφορά και στην πραγματική μαρτυρία.

 

Δεν μπορώ να στηριχθώ, προκειμένου να εξαγάγω με ασφάλεια συμπεράσματα επί δύο σημείων της μαρτυρίας του. Εν πρώτοις, με προβλημάτισε η θέση του ότι την

επόμενη ημέρα που επισκέφθηκε την σκηνή βρήκε θραύσματα γυαλιού κοντά στο σημείο Χ. Καταρχάς, ο ΜΕ4 που μετέβη στην σκηνή λίγο μετά το δυστύχημα δεν εντόπισε τέτοια θραύσματα. Όσο και να ξενίζει η απουσία θραυσμάτων, ενώ είχε σπάσει το πισινό γυαλί του οχήματος του Ενάγοντος, εντούτοις, ο ΜΕ5 επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να ήταν σε καλύτερη θέση από τον ΜΕ4 να εντοπίσει θραύσματα προερχόμενα από το επίδικο δυστύχημα, αφού επισκέφθηκε την σκηνή του δυστυχήματος την επόμενη ημέρα και ενώ είχε μεσολαβήσει βροχή και διέλευση άγνωστου αριθμού οχημάτων. Περαιτέρω, δεν εντοπίζονται θραύσματα στο φωτογραφικό υλικό που τέθηκε ως Τεκμήριο 2. Ακόμα και να ο ΜΕ5 βρήκε θραύσματα γυαλιού, αυτά δεν μπορούν να συσχετιστούν με το επίδικο δυστύχημα. Σε κάθε περίπτωση, η φράση «πλησίον του σημείου Χ» είναι αόριστη και δεν συσχετίζεται επαρκώς ακόμα και με αυτό το ίδιο το σημείο Χ.

 

Το δεύτερο σημείο είναι η αναφορά του ΜΕ5 ότι το όχημα του Εναγόμενου 1 κινείτο με μεγάλη ταχύτητα. Αποδέχομαι μεν ότι η σύγκρουση ήταν δυνατή, γεγονός, που ως εξήγησε φαίνεται και από τις ζημιές, αυτό όμως από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα ως προς το ύψος της ταχύτητας. Εφόσον δεν έγινε συγκεκριμένη μελέτη υπολογισμού ταχύτητας, ούτε δόθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία για την ταχύτητα του Εναγομένου 1, η αναφορά αυτή παρέμεινε γενική και αόριστη. Άλλωστε, σύμφωνα με τη νομολογία, οποτεδήποτε τίθεται θέμα υπολογισμού της ταχύτητας, χρειάζεται μαρτυρία εμπειρογνώμονα και δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήγει σε συμπεράσματα στην απουσία μαρτυρίας ειδικού (δέστε Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1193, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΟΥΛΛΑ v. ΙΩΑΝΝΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 358/2013, 17/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:A45, ECLI:CY:AD:2021:A45.

 

ΜΥ1

 

Εκείνο που αμφισβητήθηκε έντονα από την πλευρά των Εναγόντων σε σχέση με την μαρτυρία του ΜΥ1 ήταν η επάρκεια της μεθόδου που χρησιμοποίησε για να καταλήξει στα τελικά του συμπεράσματα. Υπενθυμίζω ότι το καθήκον ενός εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να αξιολογήσει την ορθότητα των συμπερασμάτων του και να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη. Θεωρώ ότι ο μάρτυρας αυτός δεν έχει εκπληρώσει στον βαθμό που θα αναμενόταν αυτό το καθήκον.

 

Σε σχέση με το αποτέλεσμα της πραγματογνωμοσύνης του, με προβλημάτισε ιδιαίτερα το υπόβαθρο του συλλογισμού που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει η δυνατότητα τοποθέτησης του σημείου σύγκρουσης στο μέρος που ο ΜΥ1 το τοποθέτησε (Τεκμήρια 20 και 21), δηλαδή στα 62 μέτρα από το σημείο αναφοράς «0» του Τεκμηρίου 8 (σε απόσταση 7 μέτρων από το σημείο Χ που τοποθέτησε ο Ενάγων). Εκείνο δε που έπεισε καθόλου το Δικαστήριο ήταν η θέση του ότι αυτό ήταν το μόνο σημείο το οποίο δικαιολογούσε την μετέπειτα πορεία του οχήματος του Ενάγοντος, καθώς και η θέση ότι μόνο με την έξοδο του Ενάγοντος από την οδό Σόλωνος θα δικαιολογούνταν οι ζημιές που παρουσιάζουν τα δύο εμπλεκόμενα οχήματα και η πορεία του οχήματος του Ενάγοντος από τα σημεία Χ2 και ΔΧ3 στην τελική του θέση. Η εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο, από το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΥ1 ήταν ότι παρουσίασε μόνο την εκδοχή που ανταποκρίνεται στη θέση του Εναγόμενου 1, ότι ο Ενάγων εξήλθε από την οδό Σόλωνος. Θα εξηγήσω αμέσως τις πιο πάνω θέσεις του Δικαστηρίου.  

 

Καταρχάς, παρατηρώ ότι στην Έκθεσή του (Τεκμήριο 20), μεταχειρίζεται ωσάν δεδομένη και όχι ως αμφισβητούμενη την θέση της πλευράς των Εναγομένων ότι ο Ενάγων εξήλθε από την οδό Σόλωνος και ότι όλη η Έκθεση του αλλά και η αναπαράσταση στην οποία προέβη γίνεται μόνο στη βάση της εκδοχής αυτής[1]. Την εκδοχή του Ενάγοντος ότι εξήλθε από την οδό Μαρίου, την αναφέρει ως τέτοια, δηλαδή ως την εκδοχή του Ενάγοντος (σελ. 3 του Τεκμηρίου 20), πλην όμως την απορρίπτει επειδή ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να ευσταθεί σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής (σελ. 13 του Τεκμηρίου 20). Το πλήρες αιτιολογικό απόρριψης της θέσης του Ενάγοντος εντοπίζεται στο κεφάλαιο 5 (σελ. 25 του Τεκμηρίου 20) και παρατίθεται αυτούσιο:

 

«5. Περίπτωση που το όχημα Mitsubishi εξήλθε από την Οδό Μάριου

 

Εάν το Όχημα Mitsubishi είχε εξέλθει από την Οδό Μάριου και προχωρούσε σε ευθεία πορεία στο σημείο σύγκρουσης, την στιγμή που θα δεχότανε την σύγκρουση από το Όχημα Mercedes θα ήταν ευθυγραμμισμένο στον δρόμο και έτσι η σύγκρουση δεν θα ήταν υπό γωνιά. Επίσης σε αυτή την περίπτωση η σύγκρουση στο πίσω μέρος το Οχήματος Mitsubishi δεν θα ήταν προς τα δεξιά αλλά στο κέντρο, και η ζημιά δεν θα ήταν αυτή που παρουσιάζεται στην Ενότητα 3 και την Εικόνα 20.

 

Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα το Όχημα Mitsubishi να μην ανέβαινε στο πεζοδρόμιο όπου συγκρούστηκε με τον πεζό. Η πορεία κι οι τελικές θέσεις των δύο οχημάτων σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζονται στην Εικόνα 34.»

 

Το πιο πάνω αιτιολογικό συνίσταται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε υποθέσεις του μάρτυρα, αόριστες αναφορές και γενικότητες, χωρίς να δίδονται επαρκείς εξηγήσεις προκειμένου να μπορεί το Δικαστήριο να αντιληφθεί το υπόβαθρό του. Σε σχέση με την απόρριψη του Χ1, ως σημείου σύγκρουσης, έδωσε σαφέστερη εξήγηση, η οποία βρίσκεται σε σύμπνοια και με εκείνη που έδωσε ο ΜΕ5, που επίσης απέρριψε το Χ1 ως πιθανό σημείο σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την Έκθεση του ΜΥ1, ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν το συμπέρασμά του ότι ο Ενάγων εξήλθε από την οδό Σόλωνος και όχι από την οδό Μαρίου, ήταν η θέση του ότι το όχημα του Ενάγοντος κτυπήθηκε όντας σε κλίση 5ο – 7ο και όχι πλήρως ευθυγραμμισμένο, όπως υποστήριξε ο Ενάγων και ο ΜΕ5. Απέδωσε την κλίση αυτή στο ότι δεν είχε προλάβει ο Ενάγων να ευθυγραμμιστεί πλήρως στην Μαρκόνι, έχοντας εξέλθει από την οδό Σόλωνος. Λαμβάνοντας ως δεδομένο τούτο τον συλλογισμό, κατέληξε ότι, εφόσον ο Ενάγων δεν πρόλαβε να ευθυγραμμίσει το όχημα του, δεν θα μπορούσε να είχε εξέλθει από την οδό Μαρίου που είναι νοτιότερα της οδού Σόλωνος και υπήρχε ευχέρεια ευθυγράμμισης. Η υπόθεση αυτή παρουσιάζει κενά, τα πλείστα εκ των οποίων έτυχαν επισήμανσης και κατά την αντεξέταση του ΜΥ1, χωρίς να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις.

 

Πρόκειται για πολύ μικρή κλίση. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ανεπαίσθητη σε σχέση με την κίνηση ενός οχήματος στον δρόμο. Η κοινή λογική και καθημερινή οδηγική εμπειρία (Σωκράτους ν. Λοΐζου κ.ά. (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 905) υπαγορεύει ότι τα οχήματα στον δρόμο δεν κινούνται σε απόλυτη ευθεία μηδενικής κλίσης επί του δρόμου και εντός της πορείας τους. Μικροί, ανεπαίσθητοι ελιγμοί κατά την οδήγηση εντός της πορείας καθενός μπορεί να γίνονται. Δεν έχει εξηγηθεί γιατί το όχημα του Ενάγοντος δεν θα μπορούσε να είχε την μικρή αυτή κλίση σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του δρόμου (παρά μόνο στο σημείο που υπέδειξε ο ΜΥ1) και να είχε την ίδια πορεία από τη λίνια προς την τελική θέση, μετά από σύγκρουση, με ανάλογες αναπροσαρμογές στις υπόλοιπες μεταβλητές που είναι άγνωστες στην παρούσα περίπτωση, όπως για παράδειγμα την ταχύτητα του οχήματος του Εναγόμενου 1.

 

Περαιτέρω, ο ΜΥ1 δεν εξήγησε επαρκώς ούτε γιατί απέκλεισε το ενδεχόμενο κατά τη στιγμή της σύγκρουσης να ήταν το όχημα του Ενάγοντος ευθυγραμμισμένο και να είχε το όχημα του Εναγομένου 1 μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά, ειδικότερα εάν συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι οι ζημιές που εντοπίστηκαν στο όχημα του Εναγόμενου 1 ήταν στο μπροστινό μέρος του και ελαφρώς προς τα αριστερά (όπως φαίνεται στο Τεκμήριο 16 και όπως καταγράφει και ο ίδιος στις σελίδες 8 και 9 της Έκθεσής του). Το σενάριο αυτό, άλλωστε, υποστήριξε ο ΜΕ5 αλλά και η έκθεση του 1ου πραγματογνώμονα των Εναγομένων (Τεκμήριο 27) την οποία έλαβε υπ’ όψη του ο ΜΥ1 κατά την ετοιμασία της δικής του Έκθεσης. Στις φωτογραφίες των σελίδων 3 και 4 του Τεκμηρίου 27 είναι εμφανείς ζημιές και στρεβλώσεις στα αριστερά του οχήματος του Εναγομένου 1 και στη σελίδα 5 το χτύπημα υπό κλίση. Ο ΜΥ1 αντεξετάστηκε επί του ενδεχομένου αυτού και οι απαντήσεις που έδωσε ήταν γενικές, αόριστες και δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να ελέγξει τον συλλογισμό του.  Εν πάση περιπτώσει, βρίσκω μη πειστική την εκδοχή του ότι η σύγκρουση έγινε ενόσω το όχημα του Ενάγοντος ήταν σε κλίση, καθότι αυτή η εκδοχή δεν φαίνεται να συνάδει με την πραγματική μαρτυρία[2] (ζημιές στην μπροστινή αριστερή πλευρά), η οποία μάλλον υποστηρίζει τη θέση του ΜΕ5 (και του συντάκτη του Τεκμηρίου 27) ότι ήταν το όχημα του Εναγομένου 1 που βρισκόταν σε κάποια κλίση τη στιγμή που προσέκρουσε στο πίσω μέρος του οχήματος του Ενάγοντος.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΥ1 παραδέχθηκε ότι δεν προέβη σε προσομοίωση στη βάση της εκδοχής του Ενάγοντος, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει αναπαράσταση για κάθε πιθανό σενάριο. Ο ΜΥ1 προσήλθε στο Δικαστήριο έχοντας να αντιμετωπίσει δύο βασικές εκδοχές, με πρώτη, εκείνη του Ενάγοντος ότι εξήλθε από την οδό Μαρίου, ευθυγράμμισε το όχημά του, κινήθηκε περί τα 30 μέτρα και περί το σημείο Χ επήλθε η σύγκρουση. Ο Ενάγων ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας γεγονότων στην παρούσα υπόθεση. Είναι αυτή την εκδοχή που κλήθηκε να αντικρούσει, όντας, μάλιστα, ο μοναδικός μάρτυρας της πλευράς των Εναγομένων, η οποία αμφισβητεί αυτή τη θέση του Ενάγοντος. Δεν προέβη όμως σε αναπαράσταση αυτής της εκδοχής προκειμένου να εξηγήσει στο Δικαστήριο γιατί η εκδοχή αυτή δεν ευσταθεί, γιατί δεν συνάδει με τους κανόνες φυσικής, γιατί και πώς η πορεία των οχημάτων θα ήταν διαφορετική, παρά το ότι αντεξετάστηκε εκτενώς επί του ζητήματος αυτού.

 

Το γεγονός ότι δεν προέβη σε αναπαράσταση στη βάση της εκδοχής του Ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις γενικόλογες απαντήσεις που έδωσε αντεξεταζόμενος για τους λόγους που απέκλεισε την εκδοχή της πλευράς του Ενάγοντος, θεωρώ ότι αφήνει ανυπέρβλητο κενό στην μαρτυρία του, ειδικότερα εν όψει και των πολλών μεταβλητών που δεν είναι γνωστές και δύνανται να αλλάξουν και το τελικό αποτέλεσμα. Ως δέχτηκε και ο ίδιος αντεξεταζόμενος, διαφορετικά δεδομένα μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσματα (αν και, ως εξήγησε, μικρές παραλλαγές δεν θα επιφέρουν δραματικές αλλαγές). Στην προκειμένη περίπτωση όμως, οι μεταβλητές είναι πολλές.

 

Κατ’ ακρίβεια, τα μόνα μη αμφισβητούμενα δεδομένα ήταν οι ζημιές των οχημάτων, το σημάδι στη λίνια του πεζοδρομίου (Χ2), το σημείο όπου κτυπήθηκε ο πεζός (ΔΧ3), το σημείο που βρέθηκε κηλίδα αίματος του πεζού που κτυπήθηκε (Κ), η τελική θέση του οχήματος του Ενάγοντος (Β2), αλλά και το γεγονός ότι το όχημα του Εναγόμενου 1 κινείτο με μεγαλύτερη ταχύτητα από εκείνο του Ενάγοντος, εφόσον προσέκρουσε από πίσω του και το έσπρωξε προς τα εμπρός. Κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα στοιχεία και μεταβλητές είναι άγνωστες ή αμφισβητούμενες, όπως:

 

(1)      το σημείο σύγκρουσης,

(2)      η απόσταση που διένυσαν τα οχήματα από το σημείο σύγκρουσης μέχρι την πρόσκρουση του οχήματος του Ενάγοντος στη λίνια του πεζοδρομίου (Χ2).

(3)      η ταχύτητα των δύο οχημάτων και/ή ο χρόνος που μεσολάβησε από τη σύγκρουση μέχρι να περάσει το όχημα του Ενάγοντος από τα σημεία Χ2 και ΔΧ3 και να φτάσει στην τελική του θέση,

(4)      το ακριβές βάρος των οχημάτων,

(5)      το ακριβές μήκος των οχημάτων (ουδείς μέτρησε το όχημα του Ενάγοντος∙ ο μεν ΜΕ5 υποστήριξε ότι είναι 4,27 μέτρα, σύμφωνα με εργοστασιακές προδιαγραφές που εντόπισε κατόπιν έρευνας, ο δε ΜΥ1 ότι είναι 3,88 μέτρα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του PC Crash).

(6)      Επίσης, δεν είναι γνωστό εάν προσπάθησε να εφαρμόσει φρένα ο Εναγόμενος 1 και αν ναι για πόση απόσταση, αφού δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης.  Ο ΜΥ1, χωρίς να έχει δοθεί τέτοια μαρτυρία, εξέλαβε ότι εφήρμοσε και ελάττωσε σταδιακά (όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 21).  

 

Όλα αυτά δυνατό να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της αναπαράστασης, σε μικρό ή μεγάλο και, εν πάση περιπτώσει, σε άγνωστο βαθμό. Ο ΜΥ1, ήταν ο μοναδικός μάρτυρας της πλευράς των Εναγομένων, οι οποίοι από την πλευρά τους δεν προσκόμισαν μαρτυρία επί των γεγονότων κι απλώς επιχείρησαν με την μαρτυρία του ΜΥ1 να αντικρούσουν εκείνη του Ενάγοντος.

 

Έχει επανειλημμένως τονιστεί στη νομολογία ότι δεν είναι ικανοποιητικό για ένα εμπειρογνώμονα να παρουσιάζει απλώς στο Δικαστήριο τα τελικά του συμπεράσματα, αλλά οφείλουν να τεκμηριώσουν επιστημονικά τη γνώμη και τα συμπεράσματά τους και να δώσουν στο Δικαστήριο όλα τα απαραίτητα στοιχεία με βάση τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει την ορθότητα και τη βαρύτητα των συμπερασμάτων τους (βλ. ΡΕΟΥΛΛΑ v. ΙΩΑΝΝΟΥ (ανωτέρω)). Δεν θεωρώ ότι έγινε κάτι τέτοιο από τον ΜΥ1, σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την εκδοχή του Ενάγοντος, ως προς το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε και ως την οδό από την οποία υποστήριξε ότι εξήλθε.

 

Κατά την κρίση μου από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία ενός ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα αλλά ως εμπειρογνώμονα, ο οποίος προσπάθησε να βοηθήσει την πλευρά των Εναγομένων παρουσιάζοντας μία ευνοϊκή εκδοχή για την πλευρά τους.

 

ΜΕ6

 

Στρέφομαι, τέλος, στην μαρτυρία του ίδιου του Ενάγοντος. Ο εν λόγω μάρτυρας μου έκανε γενικά καλή εντύπωση καταθέτοντας από το εδώλιο του μάρτυρος. Τα όσα ανέφερε σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος παρουσιάζουν συνοχή, συνάδουν με τα δικόγραφα και την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία (Τεκμήριο 12), με τις ζημιές των ενεχόμενων οχημάτων, καθώς και με τα δεδομένα που καταγράφονται στο Τεκμήριο 8. Κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο ήταν σταθερός, δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις. Επίσης, δεν έχω εντοπίσει ιδιαίτερες ασυμφωνίες μεταξύ των όσων κατέθεσε κατά την ακρόαση και του περιεχομένου της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία, αλλά και των αναφορών του στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης, στο βαθμό που αυτές παρατίθενται αυτούσιες στο κείμενο της Απόφασης (Τεκμήριο 6).

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εναγομένων με την Τελική του Αγόρευση εισηγήθηκε ότι υπήρξαν αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του Ενάγοντος και προηγούμενων δηλώσεών του. Έχω εξετάσει τις θέσεις αυτές με προσοχή και δεν θεωρώ ότι οι όποιες μικροδιαφορές είναι ικανές να πλήξουν τη γενικότερη θετική εικόνα του στο Δικαστήριο και την αξιοπιστία του (RKB Leathergoods Limited ν. Βιργινίας Ευαγγέλου Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071) και θα εξηγήσω.

 

Το πρώτο, είναι η αναφορά του Ενάγοντος, στη Γραπτή του Κατάθεση ότι εντόπισε θραύσματα γυαλιού στον δρόμο. Πράγματι, η πληροφορία αυτή παρουσιάστηκε από τον Ενάγοντα για πρώτη φορά στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας και δεν εντοπίζεται στην κατάθεσή του (Τεκμήριο 12), δεν την ανέφερε ο ΜΕ4 στην δική του κατάθεση και ούτε σημειώθηκε οτιδήποτε σχετικό στο σχεδιάγραμμα του ΜΕ4 (Τεκμήριο 8), το οποίο ο Ενάγων αποδέκτηκε. Ούτε από την Απόφαση του Δικαστηρίου στην Ποινική υπόθεση (Τεκμήριο 6) προκύπτει τέτοια αναφορά. Στην Απόφαση αποδίδεται τέτοια αναφορά μόνο στον εδώ ΜΕ5 (ο οποίος κατέθεσε και στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης) και σε σχεδιάγραμμα της εταιρείας Rescue Line, που δεν είναι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επομένως, η αναφορά αυτή του Ενάγοντος δεν γίνεται μεν αποδεκτή από το Δικαστήριο, δεν θεωρώ όμως ότι είναι ικανή από μόνη της για να πλήξη τη γενικότερη αξιοπιστία του.

 

Το δεύτερο σημείο έγκειται στην αναφορά του στην Γραπτή του Κατάθεση, ότι εξερχόμενος από την οδό Μάριου και πριν εισέλθει στην οδό Μαρκόνι, όταν του δόθηκε προτεραιότητα από άλλο όχημα, κοίταξε «αριστερά, δεξιά και πάλι αριστερά» πριν εισέλθει στην Μαρκόνι. Του τέθηκε ότι στην κατάθεσή του στην αστυνομία (Τεκμήριο 12) όσο και στην μαρτυρία του στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης (όπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου), ανέφερε μόνο ότι κοίταξε «αριστερά και δεξιά». Η διάσταση αυτή δεν θεωρώ ότι διαφοροποιεί ουσιαστικά τη θέση του Ενάγοντος, καθότι, τόσο στο στην κατάθεσή του (Τεκμήριο 12) όσο και στις αναφορές του στην ποινική υπόθεση, ως προκύπτουν από το κείμενο της σχετικής Απόφασης (Τεκμήριο 6) πέραν της αναφορά του ότι κοίταξε «αριστερά και δεξιά» η θέση που προέβαλλε ήταν ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος από τα αριστερά της πορείας του εισήλθε σιγά σιγά στην οδό Μαρκόνι και κατευθύνθηκε βόρεια, με χαμηλή ταχύτητα περί τα 20-30 Χ.Α.Ω. και ότι η σύγκρουση επήλθε αφού ευθυγραμμίστηκε κι αφού διένυσε ήδη περί τα 30 μέτρα επί της οδού Μαρκόνι. Επομένως, η ουσία των θέσεών του δεν αλλάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο και ήταν εξ αρχής η ίδια.

 

Ως προς την άλλη αντίφαση που επικαλείται η πλευρά των Εναγομένων, ότι δηλαδή ο Ενάγων ανέφερε στην Γραπτή του Κατάθεση ότι οδηγώντας από το σπίτι του κατευθύνθηκε «μέσω διαφόρων οδών προς την οδό Μάριον με πρόθεση να εισέλθει στην Μαρκόνι», δεν εντοπίζω οποιαδήποτε αντίφαση. Από το Τεκμήριο 19 (εκτύπωση της περιοχής από το google maps) φαίνεται ότι η οδός Μάριον συμβάλλεται με άλλες οδούς κατά μήκος της, μέχρι την συμβολή της με την οδό Μαρκόνι και ο ίδιος ο Ενάγων ανέφερε καταθέτοντας ότι περνά 4 σταυροδρόμια.

 

Ο Ενάγων κατέθεσε ότι σταμάτησε στο ΑΛΤ στην συμβολή της οδού Μαρίου με την οδό Μαρκόνι και όταν του δόθηκε προτεραιότητα από όχημα που κινείτο νότια, κοίταξε στην οδό Μαρκόνι, δεν είδε το όχημα του Εναγομένου 1 όταν εισήλθε ο ίδιος και ότι κτυπήθηκε από αυτό αφού είχε ήδη διανύσει απόσταση περί τα 30 μέτρα επί της εν λόγω οδού. Το κτύπημα ήταν δυνατό εξ ου και ο όχημά του σύρθηκε αρχικώς προς τα μπροστά, χτύπησε στη λίνια του πεζοδρομίου, ανέβηκε σε αυτό και χτύπησε τον πεζό που στεκόταν στο πεζοδρόμιο. Η εκδοχή του επιβεβαιώθηκε ως πιθανή από τους ΜΕ4 και ΜΕ5 ενώ, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, δεν αποκλείστηκε από τον ΜΥ1, ο οποίος απλώς παρουσίασε και υποστήριξε μια διαφορετική εκδοχή, η οποία δεν υποστηρίχθηκε με θετική και αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Επίσης, η εκδοχή του Ενάγοντος ότι είχε ευθυγραμμίσει το όχημά του στην οδό Μαρκόνι συνάδει και με τις ζημιές στα ενεχόμενα οχήματα, οι οποίες ήταν στο πίσω μέρος του δικού του οχήματος και στο μπροστινό και ελαφρώς αριστερό μέρος του οχήματος του Εναγομένου 1. Στο πλάι του οχήματος του Ενάγοντος δεν εντοπίστηκαν ζημιές. Η εκδοχή του συνάδει, επίσης και με το Τεκμήριο 8. Το μέσο της εξόδου της συμβολής της οδού Μαρίου με την Μαρκόνι τοποθετήθηκε από τον ΜΕ4 στο Τεκμήριο 8 στα 12 μέτρα από το σημείο αναφοράς «0» και το σημείο σύγκρουσης «Χ» στα 55 μέτρα από το σημείο αναφοράς «0». 

 

Συνεπώς, η μαρτυρία του κρίνεται ως αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή.

 

Έγγραφη μαρτυρία από πρόσωπα που δεν προσήλθαν να καταθέσουν

 

Η πλευρά των Εναγομένων για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Ενάγοντος, ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος, αντέτεινε ότι ο Ενάγων εισήλθε στην οδό Μαρκόνι εξερχόμενος από την οδό Σόλωνος και όχι από την οδό Μαρίου. Η οδός Σόλων βρίσκεται νοτιότερα της οδού Μαρίου. Στη βάση της θέσης αυτής, η πλευρά των Εναγομένων επιχειρηματολόγησε ότι ο Ενάγων απέκοψε τον δρόμο του Εναγόμενου 1, μη αφήνοντάς του οποιοδήποτε περιθώριο αντίδρασης.

 

Η θέση ότι ο Ενάγων εξήλθε από την οδό «Σόλων», πέρα από τη μαρτυρία του ΜΥ1,  υποστηρίζεται (α) από την κατάθεση του Εναγόμενου 1 στην αστυνομία ημερομηνίας 22/04/2013 (Τεκμήριο 24), (β) από την συμπληρωματική κατάθεση του ανεξάρτητου αυτόπτη μάρτυρα, Θεόδωρου Παναγή, στην αστυνομία, ημερομηνίας 31/10/2013 (Τεκμήριο 13) και (γ) από την Έκθεσης του πραγματογνώμονα των Εναγομένων που δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει (Τεκμήριο 27). Οι μάρτυρες αυτοί δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο να καταθέσουν και συνεπώς τα Τεκμήρια 13, 24 και 27, κατατέθηκαν ως εξ ακοής μαρτυρία.

 

Για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι, σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο Εναγόμενος 1 αγόρασε το όχημα που οδηγούσε 20 ημέρες πριν το δυστύχημα, από άλλο πρόσωπο, για €170.000, εκείνη την ημέρα μπήκε στην οδό Μαρκόνι στρίβοντας αριστερά στη συμβολή με τη Μισιαούλη και Καβάζογλου και, καθώς οδηγούσε βόρεια με ταχύτητα 30-40 Χ.Α.Ω., ξαφνικά το όχημα του Ενάγοντος εισήλθε μπροστά του από μια πάροδο στα δεξιά του (που ήταν βόρεια του κέντρου Αβενίτα), δεν πρόλαβε να σταματήσει και το χτύπησε στο πίσω μέρος. Σταμάτησε το όχημά του στην αριστερή πλευρά του δρόμου, είδε ότι τραυματίστηκε άντρας 70 ετών, αντάλλαξε στοιχεία με τον Ενάγοντα και έφυγε για να τα κανονίσουν οι ασφάλειες.

 

Σε σχέση με την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα (Τεκμήριο 13), επισημαίνεται ότι πρόκειται για συμπληρωματική κατάθεση που έδωσε στις 31/10/2013, δηλαδή 6 μήνες μετά το επίδικο δυστύχημα, ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο που επεσυνέβη το δυστύχημα, όταν ερωτήθηκε επί τόπου στην σκηνή από τον ΜΕ4 (Τεκμήριο 9), δεν ήταν σε θέση να καθορίσει από ποια πάροδο εξήλθε το όχημα του Ενάγοντος.

 

Για την μη προσέλευση του Εναγόμενου 1 και του αυτόπτη μάρτυρα δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελέσει από μόνο του λόγο για να μην αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους (Τεκμήρια 24 και 13) (βλ. Genemp Trading Ltd ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ex Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 2059, Pakistan Cables Limited v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά(2012) 1 Α.Α.Δ. 1711, Δημητρίου κ.ά. ν. Ξανδρή (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 2184. Πέραν τούτου, η μη κλήση και προσέλευσή τους στο Δικαστήριο για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, αφενός αποστέρησε την πλευρά του Ενάγοντος από τη δυνατότητα να τους αντεξετάσει και να πλήξει τις θέσεις τους και αφετέρου στέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να τους κρίνει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, όπου θα δοκιμαζόταν η αξιοπιστία των ιδίων και η αλήθεια των θέσεών τους.

 

Έχοντας, συνεπώς, υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9 και το σύνολο των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι τα Τεκμήρια 13 και 24 δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστη βάση για εκφορά κρίσης επί των ουσιωδών και επίδικων ζητημάτων, ειδικότερα όπου διατυπώνονται θέσεις αντίθετες με τη δια ζώσης μαρτυρία που δόθηκε στο Δικαστήριο.

 

Όσον αφορά το Τεκμήριο 27, την έκθεση εμπειρογνώμονα που δεν μαρτύρησε στο Δικαστήριο, δόθηκε εξήγηση, που άπτεται σοβαρών προβλημάτων υγείας. Με δεδομένο, αφενός, ότι η πλευρά των Εναγομένων επέλεξε να αναθέσει σε άλλο εμπειρογνώμονα την ετοιμασία νέας Έκθεσης, ο οποίος προσήλθε στο Δικαστήριο και έδωσε μαρτυρία (ΜΥ1) αλλά και του γεγονότος ότι το Τεκμήριο 27 κατατέθηκε μόνο, προς το σκοπό παρουσίασης των δεδομένων που τέθηκαν υπ’ όψη του ΜΥ1 προκειμένου να συντάξει τη δική του Έκθεση, κρίνω ότι δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στο Τεκμήριο 27.

 

Δεν θα λάβω, επίσης, υπ’ όψη του το περιεχόμενο της αστυνομικής έκθεσης (Τεκμήριο 11), καθότι, ως εξήγησε ο ΜΕ4, αυτή ετοιμάστηκε στη βάση και της μαρτυρίας του ανεξάρτητου μάρτυρα που δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο.

 

Επομένως, η μόνη μαρτυρία που μπορεί να αξιολογηθεί και να της δοθεί βαρύτητα, από την πλευρά της Υπεράσπισης, είναι εκείνη του ΜΥ1, η οποία έτυχε αξιολόγησης ανωτέρω. Σύμφωνα με την νομολογία  (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Ευριπίδου και Άλλων (2015) 2 ΑΑΔ 140, Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682), η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, από όπου και αν προέρχεται, δεν υποκαθιστά την πρωτογενή μαρτυρία των ιδίων των πρωταγωνιστών μιας διαφοράς. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων θεμελιώνει επιστημονικώς τη μια ή την άλλη εκδοχή των διαδίκων, αλλά το πράττει συμπληρωματικώς και προς επίρρωση ή αναίρεση, αναλόγως, της πρωταρχικής και ουσιαστικής μαρτυρίας των ιδίων των μερών. Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία του ΜΥ1 ήταν η μόνη που παρουσιάστηκε προς υποστήριξη της υπεράσπισης των Εναγομένων και ήδη κρίθηκε ότι δεν επαρκεί για να εκθεμελιώσει εκείνη του μοναδικού εκ των πρωταγωνιστών που εντέλει παρουσιάστηκε και κατέθεσε στο Δικαστήριο, ήτοι του Ενάγοντος.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Πέρα από τα παραδεκτά γεγονότα που αναφέρθησαν ανωτέρω, τα οποία έχουν καταστεί και ευρήματα του Δικαστηρίου, προβαίνω επίσης στα ακόλουθα ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα, με βάση τη μαρτυρία που έχω κάνει αποδεκτή: 

 

Στις 22/4/2013 περί ώρα 08:45, ο Ενάγων οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής […] επί της οδού Μαρίου. Στη συμβολή της οδού αυτής με την οδό Μαρκόνι, που συνιστά κύρια οδό, σταμάτησε στο «Αλτ». Του δόθηκε προτεραιότητα από όχημα που είχε νότια κατεύθυνση επί της οδού Μαρκόνι εισήλθε εντός της λωρίδας με νότια κατεύθυνση, κοίταξε αριστερά και δεξιά, είδε ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος από τα αριστερά της πορείας του, το όχημα του Εναγομένου 1 δεν ήταν επί της οδού Μαρκόνι και κατευθύνθηκε βόρεια στην οδό Μαρκόνι.

 

Αφού διένυσε περί τα 30 μέτρα απόσταση επί της οδού Μαρκόνι, ταξιδεύοντας με ταχύτητα περί τα 20-30 Χ.Α.Ω., δέχτηκε δυνατό χτύπημα από πίσω, από το όχημα […] που οδηγούσε ο Εναγόμενος 1, επίσης με βόρεια κατεύθυνση. Ο Εναγόμενος 1 εισήλθε στην οδό Μαρκόνι ερχόμενος από την συμβολή της με την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου και διένυσε απόσταση περί τα 65 μέτρα.  Η οδός Μαρκόνι είναι ευθεία, με καλή ορατότητα.

 

Από τη σύγκρουση, ο Ενάγων απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός του, το όχημά του κινήθηκε προς τα μπροστά και ελαφρώς αριστερά, προσέκρουσε στην λίνια του δυτικού πεζοδρομίου (στο σημείο Χ2 του Τεκμηρίου 8), ανέβηκε στο δυτικό πεζοδρόμιο και χτύπησε πεζό, ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν επί του πεζοδρομίου (σημείο ΔΧ3 του Τεκμηρίου 8) και σταμάτησε στην τελική του θέση (σημείο Β2 του Τεκμηρίου 8).

 

Ο Εναγόμενος 1 σταμάτησε το όχημά του δίπλα στο όχημα του Ενάγοντος που ήταν στην τελική του θέση, κατέβηκε, αντάλλαξαν στοιχεία με τον Ενάγοντα και μετά εγκατέλειψε τη σκηνή.

 

Δεν μπορώ να προβώ σε οποιοδήποτε εύρημα ως προς την ταχύτητα του οχήματος του Εναγόμενου 1 καθότι δεν υπάρχει προς τούτο ενώπιον του Δικαστηρίου σαφής και συγκεκριμένη μαρτυρία από εμπειρογνώμονα (Σπύρου ν. Χριστοδούλου (ανωτέρω), ΡΕΟΥΛΛΑ v. ΙΩΑΝΝΟΥ (ανωτέρω)).

 

Από την σύγκρουση των δύο οχημάτων τραυματίστηκε σοβαρά ο πεζός, ο οποίος εντέλει απεβίωσε, τραυματίστηκε ο Ενάγων και προκλήθηκαν ζημιές στα ενεχόμενα οχήματα.

 

Στο όχημα του Ενάγοντος προκλήθηκαν ζημιές στο πίσω μέρος του, στο καπό, στον προφυλακτήρα και έσπασε ο πισινός ανεμοθώρακας, ως αυτές φαίνονται στα Τεκμήρια 2 (σελ. 1, 2, 5), 15 και 20 (σελ. 10-11), αλλά και στο μπροστινό μέρος του (από την πρόσκρουση στον πεζό), στον προφυλακτήρα προς τα αριστερά, βαθούλωμα στο καπό και σπάσιμο στην αριστερή γωνιά του ανεμοθώρακα, ως φαίνονται στο Τεκμήριο 2 (σελ. 21 – 25) και 20 (σελ. 12). Στο όχημα του Εναγόμενου 1 προκλήθηκαν ζημιές στο μπροστινό μέρος του και στην μπροστινή αριστερή πλευρά, ως φαίνονται στο Τεκμήριο 16 και 20 (σελ. 8, 9).

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Το αστικό αδίκημα της αμέλειας αποτυπώνεται στο άρθρο 51(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Αμέλεια συνίσταται:

(α) στην τέλεση πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο ή στην παράλειψη τέλεσης πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε ή

(β) στην παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο, που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος αυτού ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις, και στην πρόκληση ζημιάς εξαιτίας αυτής:

Νοείται ότι για αυτή δύναται να τύχει αποζημίωσης μόνο το πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπαίτιος της αμέλειας υπέχει υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να μην επιδείξει αμέλεια.»

 

Τα στοιχεία που συνθέτουν το αστικό αδίκημα της αμέλειας έχουν τύχει ανάλυσης από τη νομολογία (Φοινικαρίδης ν Γεωργίου κ.α. (1991)1 Α.Α.Δ. 475, Elpiniki Panayiotouv Georghios Kyriakou Mavrou (1979)1 C.L.R. 215 και παραπέμπω ενδεικτικά στην ακόλουθη ανάλυση από την υπόθεση Στρατμάρκο Λτδ ν Πέτρου Μιχαήλ (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 453:

 

«Αμέλεια είναι, κατά το άρθρο 51 του Νόμου Περί Αστικών Αδικημάτων, που στην ουσία κωδικοποιεί τις αρχές του Κοινού Δικαίου στον κλάδο αυτό, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας. Το καθήκον τούτο περιλαμβάνει την επιμέλεια που υποθετικά καταβάλλει ο μέσος λογικός άνθρωπος κάτω από τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις που ενήργησε ο εναγόμενος.

 

Βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι, καταρχήν, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία ο δράστης όφειλε και μπορούσε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβάλει για να μην προκαλέσει ζημιά στον πλησίον του. Τα στοιχεία του «μέσου συνετού ανθρώπου» και του «πλησίον» διαγράφουν τα όρια της επιμέλειας την οποία όφειλε να καταβάλει ο εναγόμενος. Η έννοια του καθήκοντος επιμέλειας ολοκληρώνεται με το στοιχείο της δυνατότητας πρόβλεψης, ότι, δηλαδή, η ενεργούμενη παρά το καθήκον επιμέλειας πράξη μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα».

 

Σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, η συμπεριφορά των εμπλεκομένων εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού και ο προσδιορισμός του καθήκοντος επιμέλειας εξαρτάται από τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούσαν στην σκηνή του ατυχήματος κατά τον επίδικο χρόνο (Μαρκαντώνης ν Δημάκη (1989)1 C.L.R. 387). Κάθε πρόσωπο έχει καθήκον να λάβει προστατευτικά μέτρα για αποφυγή ατυχημάτων και το καθήκον αυτό εξετάζεται και κρίνεται με γνώμονα την δυνατότητα λογικής πρόβλεψης (Βίκης ν Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ. 345Αλεξάνδρου ν Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ. 420). Κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κυριάκος Αργυρού ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 378, σε σχέση με το καθήκον επιμέλειας του οδηγού:

 

«Η αμέλεια ενός οδηγού βασίζεται στην παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος εκδήλωσης μέριμνας και φροντίδας για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Η υποχρέωση αυτή εξετάζεται μέσα στα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο οδηγός τα έχει εκπληρώσει.»

 

Σε σχέση με την έξοδο οχημάτων από πάροδο σε κύριο δρόμο, η γενική αρχή, που προκύπτει από την νομολογία, είναι ότι οι οδηγοί επί της κυρίας οδού έχουν προτεραιότητα στη χρήση του δρόμου. Κατ’ επέκταση εύλογα μπορεί να αναμένουν ότι οι οδηγοί που προσεγγίζουν την κύρια οδό δεν θα παρεμβάλουν εμπόδια στην πορεία τους (βλ. Μαρία Ιωαννίδου ν. Ηλία Αγαθοκλέους Γιάννη (1990) 1 Α.Α.Δ. 213). Η προτεραιότητα αυτή  πρέπει να είναι σεβαστή από τους οδηγούς, που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο, οι οποίοι οφείλουν να εντείνουν την προσοχή τους και να αναμένουν την διέλευση της τροχαίας στον κύριο δρόμο και να επιχειρήσουν είσοδο μόνο εφόσον είναι ασφαλές να το πράξει χωρίς τον κίνδυνο της ανακοπής άλλων οχημάτων που κινούνται νόμιμα και κανονικά (βλ. ενδεικτικά Μακρίδης Ανδρέας ν. Χρίστου Χαρίτωνος (2001) 1 ΑΑΔ 1330).

 

Ταυτόχρονα όμως, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815, ένας που οδηγά στον κύριο δρόμο δεν δικαιούται να το πάρει ως δεδομένο ότι εφόσον και έχει προτεραιότητα πρέπει να αγνοήσει κάθε άλλο κίνδυνο που μπορεί να προέλθει από μια πάροδο όταν ο κίνδυνος είναι εύλογα φανερός και μπορεί να προβλεφθεί.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Ενάγων εισήλθε στην οδό Μαρκόνι αφού πρώτα ήλεγξε προς τα αριστερά και δεξιά, δεν είδε οποιοδήποτε όχημα, το όχημα του Εναγομένου δεν είχε ακόμα εισέλθει, προχώρησε εντός της οδού Μαρκόνι ευθυγραμμίστηκε, διένυσε περί τα 30 μέτρα και έπειτα κτυπήθηκε δυνατά από πίσω από το όχημα του Εναγομένου 1. Ο Εναγόμενος είχε εισέλθει στην οδό Μαρκόνι από την συμβολή της με την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου και, λογικά, από την συμβολή μέχρι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν πίσω από το όχημα του Ενάγοντος και το ακολουθούσε για μια απόσταση περί τα 65 μέτρα από την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου μέχρι το σημείο σύγκρουσης (Χ επί του Τεκμηρίου 8), σε ευθεία με καλή ορατότητα για μεγαλύτερη απόσταση.

 

Η αδυναμία του Εναγομένου 1 να αντιληφθεί εγκαίρως το προπορευόμενο όχημα του Ενάγοντος, να προσαρμόσει την ταχύτητά του με τρόπο ώστε να το ακολουθεί από ασφαλή απόσταση χρησιμοποιώντας επαρκώς και εγκαίρως τα φρένα του και, εντέλει, η αδυναμία του να αποφύγει να συγκρουστεί επ’ αυτού, συνιστούν αμέλεια, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να συγκρουστεί στο πίσω μέρος του προπορευόμενου οχήματος του Ενάγοντος. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε στην απώλεια του ελέγχου του οχήματος του Ενάγοντος με αποτέλεσμα το όχημα να παρεκκλίνει της πορείας του, να χτυπήσει στο πεζοδρόμιο και έπειτα τον πεζό.

 

Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο τίθεται ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντος. Σύμφωνα με τη νομολογία για να καταδειχθεί συντρέχουσα αμέλεια θα πρέπει να αποδειχθεί σφάλμα και υπαιτιότητα λόγω της μη λήψης κατάλληλης προφύλαξης (ενδεικτικά Kykon Limited v. Demetriou and Another (1982) 1 C.L.R. 32, Μακρίδης Ανδρέας ν. Χρίστου Χαρίτωνος (2001) 1 ΑΑΔ 1330). Η απόδοση ευθύνης στον οδηγό που εισέρχεται στον κύριο δρόμο από πάροδο συνδέεται στη νομολογία με την επίδειξη από μέρους του οδηγού αυτού κάποιας παράβασης ή αμελούς πράξης, όπως η έλλειψη προσοχής ή μη δέουσα στάση σε σήμα «αλτ» (βλ. Karikatou v. Soteriou, Soteriou v. Apseros (1979) 1 C.LR. 150, Κυριάκος Χριστοδούλου ν. Γρηγόρη Γρηγορίου (1989) 1E ΑΑΔ 178, Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 ΑΑΔ 980).

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Ενάγων υποστήριξε και η θέση του έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, ότι σταμάτησε στο σήμα «αλτ» προχώρησε μόνο όταν του δόθηκε προτεραιότητα από όχημα που κινείτο νότια επί της οδού Μαρκόνι, φτάνοντας στο μέσο της οδού Μαρκόνι κοίταξε αριστερά, δεν είδε να ήταν στο δρόμο το όχημα του Εναγόμενου 1 και μετά εισήλθε στην λωρίδα όπου τα οχήματα κινούντο με βόρεια κατεύθυνση επί της εν λόγω οδού. Κτυπήθηκε από το όχημα του Εναγομένου  1 όταν πλέον διένυσε απόσταση περί τα 30 μέτρα επί της οδού Μαρκόνι και είχε ευθυγραμμίσει το όχημά του επί της εν λόγω οδού.

 

Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν εντοπίζω αμέλεια από μέρους του Ενάγοντος και, συνεπώς, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα καταλογισμού συντρέχουσας αμέλειας σε εκείνον.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Η Αγωγή των Εναγόντων 1 και 2 εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος 1 και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 για το συμφωνηθέν ποσό των €15.000 ως γενικές αποζημιώσεις και για το συμφωνηθέν ποσό των €3.000 ως ειδικές αποζημιώσεις.

 

Εκδίδεται, επίσης απόφαση υπέρ της Ενάγουσας 2 και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 για το συμφωνηθέν ποσό των €2.000 ως ειδικές αποζημιώσεις.

 

Αμφότερα τα πιο πάνω ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από τις 16/01/2023 μέχρι πλήρους εξόφλησης, ως η συμφωνία των μερών.

 

Επιδικάζονται, επιπλέον προς όφελος των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων τα έξοδα της παρούσας αγωγής, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.).……………………………….

Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Σχετικές αναφορές γίνονται στις σελίδες 3, 13 και 23 του Τεκμηρίου 20. Ενδεικτικά, στην σελ. 3 του Τεκμηρίου 20, στο κεφάλαιο «Περιγραφή του συμβάντος», αναφέρει ότι «το Όχημα Mitsubishi κινείτο στην οδό Σόλων, και έστριψε δεξιά στην συμβολή με την οδό Μαρόνι…». 

[2] Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 200


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο