ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 2059/2022 (i-Justice)

Μεταξύ:-

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΛΛΑΓΙΩΤΗ

Ενάγοντος

- και -

 

ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εναγομένου

 

Αίτηση ημερομηνίας 24.02.2023 για έκδοση συνοπτικής απόφασης

 

Ημερομηνία: 23η Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα – Αιτητή: κα Μ. Ιωαννίδου για Μαρία Στ. Ιωαννίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο – Καθ’ ου η Αίτηση: κος Μ. Αποστολίδης

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η παρούσα απόφαση εκδίδεται στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης (η «Αίτηση»), με την οποία ο Ενάγων – Αιτητής (ο «Αιτητής») ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Εναγομένου – Καθ’ ου η Αίτηση (ο «Καθ’ ου η Αίτηση») για οφειλή που προκύπτει από γραμμάτιο συνήθους τύπου.

 

Η ΑΙΤΗΣΗ

 

Με την Αίτηση ζητείται η έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση, ως η Έκθεση Απαίτησης, πλέον τόκους και έξοδα. Η Αίτηση βασίζεται στις Δ.18 θ.1(α) – 2, 4-8, 9, Δ.21 θ.2, Δ.39, Δ.48 θ.1-4, 8, 9 και Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, τη γενική πρακτική και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου του Αιτητή, ο οποίος υποστηρίζει ότι περί την 12/04/2022 ο Καθ’ ου η Αίτηση υπέγραψε προς όφελός του γραμμάτιο συνήθους τύπου, έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος, με το οποίο αναγνώρισε χρέος προς εκείνον ύψους €21.600, πλέον νόμιμο τόκο. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του γραμματίου, η αποπληρωμή θα γινόταν με 27 μηνιαίες δόσεις ύψους €800 έκαστη, με τις δόσεις να αρχίζουν στις 03/05/3022 και να λήγουν στις 03/07/2024, πλέον δικαστικά έξοδα. Το επίδικο γραμμάτιο επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 1.

 

Ο Αιτητής αναφέρει ότι στις 17/01/2023 ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης και επικοινώνησε μαζί του αναφέροντάς του ότι θα καθυστερήσει όσο μπορεί την επίδικη διαδικασία για να αποφύγει την αποπληρωμή του χρέους του. Υποστηρίζει, επίσης, ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ότι δεν μπορεί να εργαστεί και ότι το αξιούμενο χρηματικό ποσό είναι απαραίτητο για την διαβίωσή του. Επίσης, ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση πλήρωσε έναντι της οφειλής του μόνο €4.200 και, ως εκ τούτου οφείλεται ποσό €17.400. Καταλήγει με την πεποίθηση ότι είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί συνοπτική απόφαση.

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ

 

Στις 28/09/2023 καταχωρίσθηκε Ένσταση, με την οποία εγείρονται 6 λόγοι ένστασης, που συνοψίζονται ως εξής: η Αίτηση υποβάλλεται για αλλότριους σκοπούς, το επίδικο χρέος προκύπτει από τοκογλυφία και/ή οικονομική εκμετάλλευση του Καθ’ ου η Αίτηση, το επίδικο γραμμάτιο είναι ανυπόστατο, παράνομο, παράτυπο και άκυρο, ο Αιτητής δεν αποκαλύπτει την αλήθεια και παραπλανεί το Δικαστήριο, η ένορκη του δήλωση είναι προϊόν ψευδορκίας και η αίτησή του δεν πληροί τις προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης.

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου του Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος αναφέρει ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα εθισμού στον τζόγο και ότι ένεκα τούτου έπεσε θύμα εκμετάλλευσης από τοκογλύφους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Αιτητής, ο οποίος του δάνεισε διάφορα ποσά, κατά περιόδους, συνολικού ύψους €15.000. Μεταξύ τους, συμφώνησαν να εξοφληθεί το ποσό αυτό με την πληρωμή από τον Καθ’ ου η Αίτηση στον Αιτητή  30 μηνιαίων δόσεων ύψους €1100 έκαστη, δηλαδή σύνολο €33.000. Προς εξασφάλιση του χρέους ο Αιτητής κρατούσε τραπεζική κάρτα του Καθ’ ου η Αίτηση και προέβαινε κάθε μήνα σε ανάληψη ποσού €1100.

 

Ένεκα και άλλων οφειλών του Καθ’ ου η Αίτηση, συμφώνησαν μεταξύ τους να μειωθεί η δόση στα €800 και έπειτα στα €500, χωρίς μεταβολή του οφειλόμενου ποσού. Προς απόδειξη τούτου επεσύναψε αντίγραφο μηνυμάτων, ως Τεκμήριο Α. Προς περαιτέρω εξασφάλιση, ο Καθ’ ου η Αίτηση μεταβίβασε στον Αιτητή το αυτοκίνητό του, διατηρώντας όμως την κατοχή του. Προς τούτο επεσύναψε αντίγραφα τίτλων ιδιοκτησίας, ως Τεκμήρια Β και Γ.

 

Περί τον Ιούλιο του 2022, ο Καθ’ ου η Αίτηση αποφάσισε να σταματήσει τον τζόγο, εξόφλησε όλους τους τοκογλύφους, με την βοήθεια φίλων και συγγενών, και αγόρασε πίσω το αυτοκίνητό του από τον Αιτητή, με δάνειο. Επεσύναψε προς τούτο επιταγή ύψους €8.000, ως Τεκμήριο Δ. Υποστηρίζει ότι κατέβαλε στον Αιτητή συνολικά €16.000 και σταμάτησε να τον πληρώνει γιατί θεώρησε ότι εξόφλησε το αρχικό χρέος. Έκτοτε, ο Αιτητής  συνέχισε να τον πιέζει για τις επιπλέον €17.000 και, όταν κατάλαβε ότι δεν θα έπαιρνε άλλα χρήματα από τον Καθ’ ου η Αίτηση, καταχώρισε την παρούσα αγωγή, επικαλούμενος ένα γραμμάτιο που ο ίδιος ουδέποτε θυμάται να είχε υπογράψει και που δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψη αφού δεν είναι χαρτοσημασμένο.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η συμπεριφορά του Αιτητή αποτελεί παραβίαση του άρθρου 314Α του Κεφ. 154 και ότι θα προχωρήσει σε γραπτή κατάθεση στο ΤΑΕ Λεμεσού. Υποστηρίζει επίσης, ότι ο Αιτητής δεν αποκάλυψε την πηγή προέλευσης των χρημάτων που του δάνεισε, ότι ο Αιτητής κηρύχθηκε σε πτώχευση και είναι αδύνατο να είχε το ποσό που του δάνεισε. Καταλήγει ότι ουδέποτε αναγνώρισε την νομιμότητα της οφειλής του και ότι πιστεύει ότι έχει γνήσια και καλή υπεράσπιση στην Αγωγή.

 

ΑΚΡΟΑΣΗ

 

Η Ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων και με την προσκόμιση στο Δικαστήριο, γραπτώς, των αγορεύσεων των μερών.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Οι προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης καθορίζονται στη Δ.18, θ.1. του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Στην Ετήσια Πρακτική του 1958, (Annual Practice 1958) Τόμος 1, στη σελίδα 243, αναφέρονται τα πιο κάτω, σε σχέση με την αντίστοιχη διαταγή των Αγγλικών Θεσμών (Δ.14):

 

«The purpose of O.14 is to enable a plaintiff to obtain a summary judgment without trial, if he can prove his claim clearly; and if the defendant is unable to set up a bona fide defence, or raise an issue against the claim which ought to be tried (Roberts v. Plant [1985] 1 Q.B.597).»

 

Οι νομικές αρχές που εφαρμόζονται σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18, θ.1. έχουν συνοψισθεί στην απόφαση Sensus Gymnasium Ltd, κ.α. ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 1795, από την οποία παρατίθεται το σχετικό απόσπασμαː

 

«Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η έκδοση γρήγορα απόφασης, εκεί όπου τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του ενάγοντα είναι καθαρή και δεν χρειάζεται η διεξαγωγή κανονικής δίκης και παράλληλα δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή, όμως, η διαδικασία αυτή αποστερεί, ουσιαστικά, από τον Εναγόμενο το δικαίωμα να υπερασπίσει την υπόθεσή του σε κανονική δίκη, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται πολύ προσεκτικά, αραιά, και με βάση ορισμένα κριτήρια (βλ. Robert v Plant [1895] 1 Q.B. 597, The Annual Practice 1970 σελ. 126, Κυπριανίδης ν Ιωάννου (1966) 1 ΑΑΔ 265, Spyros Stavrinides v Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 CLR 130, Hermes Insurance Co. Ltd v Joulios Theodorides (1983) 1 CLR 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v Abdul Aziz Tlais (1991) 1 AAD 239, Αθηνούλλα Δημητρίου ν Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) ΑΑΔ 782, Rck Sports v Persona Advertising Ltd (1996) 1 AAD 1074, Subotic v Στυλιανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 22, Ευάγγελος Λαζάρου και άλλος ν Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817 και πιο πρόσφατα Παναγιώτης Ζερβός ν Environvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1968, Sigma Radio TV Ltd v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 408, Νεάρχου κ.α. ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 818).

 

Τα κριτήρια που θα πρέπει, σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1(α), να πληρούνται είναι τα ακόλουθαː

 

1.   Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο

2.   Ο Εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση, και

3.   Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα ως και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνεται ότι απ' ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο, τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο πρόσωπο που εργοδοτεί, το οποίο όμως, να μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει τη βάση της αγωγής και το αξιούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι από πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει (βλ. Spyros Stavrinides, σελ. 136 - 138 και Αθηνούλλας Δημητρίου σελ. 790 - 794, ανωτέρω).

 

Με την ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο που πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή ώστε να του δοθεί δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης (βλ. CYEMS CO. LTD v Central Co-Operative Industries Co. Ltd (1982) 1 CLR 897 και Hermes Insurance Co. Ltd, ανωτέρω). Ο εναγόμενος μπορεί να πράξει τούτο είτε με ένορκη δήλωση είτε, με άδεια του Δικαστηρίου, με προφορική μαρτυρία (βλ. Δ.18, θ.3(α)).».

 

Όσον αφορά την 3η προϋπόθεση, εκείνο που απαιτείται να αποδειχθεί είναι ότι ο ενόρκως δηλών έχει «θετική» και όχι απαραιτήτως «προσωπική» γνώση των γεγονότων. Για το τί η νομολογία αναγνωρίζει ως «θετική γνώση» σχετική είναι η απόφαση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1Β Α.Α.Δ 782, στην οποία παρατίθενται και σχετικά παραδείγματα.

 

Οι προϋποθέσεις της Δ.18, που απαριθμούνται στο πιο πάνω απόσπασμα, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά. Η τήρησή τους σχετίζεται με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και η μη ικανοποίησή τους στερεί από το δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 135, R.C.K. Sports v. Person Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου (ανωτέρω), Μεττή κ.α v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417, Νεάρχου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1Β ΑΑΔ 818).

 

Με την μετάθεση του βάρους στον Εναγόμενο, εκείνος οφείλει να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να είναι επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να καταχωρίσει υπεράσπιση στην αγωγή (βλ.Kypros S Kyprianides ν. Symeon Ioannou (1966) 1 CLR 265, CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 CLR 897, Hermes Insurance Co. Ltd v Joulios Theodorides (1983) 1 CLR 333, Αυγουστή κ.α ν. Πίριλλου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 5, Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ.22 και Μεττή κ.α [πιο πάνω]).

 

Στην πράξη, είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αποκαλύψει γεγονότα ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος. Άδεια για καταχώριση υπεράσπισης θα πρέπει να του παρέχεται, ακόμα κι όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας, εκτός εάν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα, τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση [βλ. Μεττή (ανωτέρω) Ιωάννης Ανδρονίκου (ανωτέρω), Rck Sports (ανωτέρω)]. Στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά ν. Μακεδόνας (1999) 1Β Α.Α.Δ. 817 αναφέρθηκαν στη σελίδα 822 τα εξής: «Έχει λεχθεί δικαστικά ότι όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».

 

Όσον αφορά το βάρος που έχει να ικανοποιήσει ο Εναγόμενος για να αποκτήσει το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους, όπως έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408 και στην υπόθεση J & M Loizides Agencies Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Π.Ε. 322/2008, ημερ. 14.11.2011, αυτό δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση, διαφορετικά θα ήταν εύκολο σχεδόν σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του.

 

Από την πιο πάνω νομολογία προκύπτει επίσης ότι η δικαιοδοσία δυνάμει της Δ.18 θα πρέπει να ασκείται με φειδώ, ούτως ώστε διάδικος να μην αποκλείεται από την έγερση οποιασδήποτε υπεράσπισης την οποία μπορεί πράγματι να διαθέτει.

 

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΑ ΕΠΙΔΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Υπό το φως των πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται, στην υπό εξέταση Αίτηση, οι προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης.

 

Σε σχέση με τις πρώτες δύο προϋποθέσεις, διαπιστώνω από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης ότι το κλητήριο ένταλμα είναι ειδικώς οπισθογραφημένο και ότι ο Εναγόμενος – Καθ’ ου η Αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης. Συνεπώς αμφότερες οι προϋποθέσεις πληρούνται.

 

Προχωρώ στην η τρίτη προϋπόθεση, που αφορά την θετική γνώση του προσώπου που ορκίζεται και κατά πόσο επαληθεύεται το αγώγιμο δικαίωμα και το απαιτούμενο ποσό. Εφόσον ενόρκως δηλών είναι ο ίδιος ο Ενάγων, ως απαιτεί η Δ.18, απομένει μόνο να εξεταστεί κατά πόσο έχει επιτύχει να επιβεβαιώσει θετικά την απαίτησή του. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τη φύση της απαίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, η βάση της αξίωσής του Αιτητή συνίσταται σε γραμμάτιο συνήθους τύπου ημερομηνίας 12/04/2022.   

 

Το τι συνιστά γραμμάτιο συνήθους τύπου ορίζεται στο άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (ο «Νόμος»), ως εξής:

 

«Γραμμάτιο συνήθους τύπου» είναι γραπτή υπόσχεση, που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για πληρωμή, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο προς πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο γραμμάτιο, ποσού χρημάτων, πλέον τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς εννέα τοις εκατό κατ΄ έτος, και σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων επ΄αυτού, τα συναφή έξοδα και αναφέρει την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.»

 

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου.)

 

Στο άρθρο 80 του Κεφ. 149 καθορίζεται η αποδεικτική αξία ενός τέτοιου εγγράφου:

 

«Σε κάθε δικαστικό μέτρο που λήφθηκε βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό:

Νοείται ότι σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπόγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.»

 

Το γραμμάτιο συνήθους τύπου περιλαμβάνεται στα αμάχητα τεκμήρια που αναγνωρίζει το δικαιικό μας σύστημα, δηλαδή το περιεχόμενό του συνιστά αμάχητη απόδειξη όσων αναφέρονται σε αυτό. Όπου αποδεικνύεται ο καταρτισμός ενός τέτοιου γραμματίου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή του γραμματίου (βλ. Σαλαχώρη ν. Παναγιωτίδου, Π.Ε. 257/2010, ημερ. 1.3.2016, Κώστας Κυριάκου ν. Θεράποντα Αναστασίου (2013) 1Α ΑΑΔ 148, Λεωνίδου κ.ά. ν. Σπυριδάκη (2012) 1Β ΑΑΔ 1694, Δημητρίου ν. Δημητρίου, Π.Ε. Αρ. 181/2012, 21/12/2018). Συνακόλουθα, ένα τέτοιο γραμμάτιο θεωρείται ως μια ισχυρή μορφή εξασφάλισης και οι μόνες υπερασπίσεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτές είναι αυτές που περιοριστικά αναφέρει το άρθρο 80, καθώς και η υπεράσπιση της εξόφλησης του χρέους (Κώστας Κυριάκου ν. Θεράποντα Αναστασίου (ανωτέρω) και Κανναουρίδης ν. Οικοδομικής Εταιρείας Τακτικών Κυβερνητικών Εργατών Κύπρου «Η Μέριμνα» Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1390).

 

Τα πλεονεκτήματα που έχει ένα γραμμάτιο συνήθους τύπου δημιουργούν και την ανάγκη να τηρούνται ευλαβικά οι τυπικές προϋποθέσεις καταρτισμού του (βλ. Θεόδουλος Φουλή ν. Ανδρέα Μιχαήλ (2005) 1Β Α.Α.Δ. 1144, Papastratis v. Economou (1970) 1 C.L.R. 11, Βαρνάβας Παύλου κ.ά. ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483). Επομένως, για να μπορεί ένας ενάγων να επικαλείται τα πλεονεκτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 80, θα πρέπει πρώτα να αποδείξει στο Δικαστήριο ότι το έγγραφο στο οποίο στηρίζεται πληροί όλες τις τυπικές προϋποθέσεις καταρτισμού ενός γραμματίου συνήθους τύπου, ως καταγράφονται στο άρθρο 78 του Νόμου [βλ. μεταξύ άλλων Βαρνάβας Παύλου (ανωτέρω)].

 

Κατ’ επέκταση, η μετάθεση του βάρους απόδειξης από τον διάδικο που επικαλείται το γραμμάτιο συνήθους τύπου στον διάδικο που προβάλλει ως υπεράσπιση ένα ή περισσότερους από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 80 του Νόμου, γίνεται αφότου πρώτα αποδειχθεί ότι το λεκτικό και η κατάρτιση του επίδικου εγγράφου συνάδουν με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 78 του Κεφ. 149.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, ο Αιτητής δεν προσφέρει καμία μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής του επίδικου εγγράφου, ούτε εξηγεί κατά πόσο τηρήθηκαν και εκπληρώθηκαν τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 78. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν βεβαιώνει θετικά ότι το επίδικο έγγραφο υπογράφηκε από τον Καθ’ ου η Αίτηση στην παρουσία δύο μαρτύρων, οι οποίοι ήταν ικανοί προς το συμβάλλεσθαι.

 

Η παράλειψη κρίνεται ως ουσιαστική και όχι τυπική και δεν θεωρώ ότι συμπληρώνεται από την παρουσίαση του ίδιου του εγγράφου (Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του Αιτητή), αφού, αφενός, η αναφορά επί του Τεκμηρίου 1 ότι αυτό «…έγινε και υπογράφηκε…στην παρουσία των υπογεγραμμένων μαρτύρων…» δεν επιβεβαιώθηκε θετικά από τον Αιτητή και, επιπλέον, δεν δόθηκε καμία μαρτυρία κατά πόσο οι φερόμενοι ως μάρτυρες επί του εγγράφου ήταν πρόσωπα ικανά να συμβάλλονται, όπως απαιτεί το άρθρο 78. Η σημασία της δεύτερης πληροφορίας τονίστηκε και στην απόφαση Λοϊζίδης Λοΐζος Kώστα ν. Aνδρέα Mιχαήλ Tσιακλή και Άλλης (1997) 1 ΑΑΔ 1418, όπου αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι «το "γραμμάτιο συνήθους τύπου" είναι εκ του νόμου έγγραφο τυπικό. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται αυστηρή εφαρμογή των προνοιών του νόμου καθόσον αφορά το λεκτικό του κειμένου και την κατάρτιση (execution) του εγγράφου.»

 

Επιπλέον, είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Αιτητής ήταν σε θέση βεβαιώσει θετικά τη βάση αγωγής του γραμματίου συνήθους τύπου, δηλαδή το κατά πόσο το Τεκμήριο 1 συμμορφώνεται με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 78 του Νόμου, αφού δεν είναι σαφές αν γνωρίζει πώς καταρτίστηκε. Επί τούτου, αναφέρει τα ακόλουθα στην παράγραφο 2 της ένορκης του δήλωσης:

 

«Κατά ή περί την 12/04/2022, ο Εναγόμενος υπέγραψε προς όφελός μου και μου παρέδωσε γραμμάτιο συνήθους τύπου, έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος, με το οποίο αναγνώρισε χρέος προς εμένα ύψους €21,600.00 (είκοσι μία χιλιάδες και εξακόσια ευρώ).»

 

Η πιο πάνω αναφορά δεν καθιστά σαφές κατά πόσο το Τεκμήριο 1 υπογράφηκε στην παρουσία του, ώστε να θεωρηθεί ότι γνωρίζει τον τρόπο καταρτισμού του ή κατά πόσο υπογράφηκε προς όφελός του (όχι στην παρουσία του) και απλώς ο Καθ’ ου η Αίτηση του το παρέδωσε σε μεταγενέστερο χρόνο, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει πώς καταρτίστηκε.

 

Η ευλάβεια με την οποία πρέπει να αποδεικνύονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί στη νομολογία που αναφέρεται ανωτέρω. Ο Καθ’ ου η Αίτηση αμφισβητεί με τον 3ο λόγο ένστασής του τη νομιμότητα και εγκυρότητα του επίδικου εγγράφου, ενώ στην ένορκη του δήλωση υποστηρίζει ότι δεν θυμάται να είχε υπογράψει το Τεκμήριο 1. 

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω επισημάνσεων, κρίνεται ότι δεν ενεργοποιήθηκε η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης, καθότι ο Ενάγων/Αιτητής απέτυχε να ικανοποιήσει με την μαρτυρία του την 3η προϋπόθεση της Δ.18, δηλαδή να βεβαιώσει θετικά τη βάση αγωγής, και δεν απέσεισε το βάρος που του αναλογούσε προκειμένου αυτό να μετατεθεί στους ώμους του Εναγομένου/Καθ’ ου η Αίτηση για να κληθεί να καταδείξει την ύπαρξη καλής υπεράσπισης.

 

Παρενθετικά σημειώνεται ότι ξενίζει η μη ιδιαίτερη ενασχόληση των δικηγόρων των μερών με τις πρώτες 3 προϋποθέσεις της Δ.18 και η απόδοση έμφασης μόνο στο κατά πόσο ο Καθ’ ου η Αίτηση έχει αποσείσει το δικό του βάρος να αποδείξει την ύπαρξη υπεράσπισης. Ακροθιγώς, προβάλλεται στο τέλος της Αγόρευσης της δικηγόρου του Αιτητή η θέση ότι το γραμμάτιο έχει υπογραφεί δεόντως ενώπιον 2 μαρτύρων, ότι αναγράφεται ξεκάθαρα το ονοματεπώνυμο και η ταυτότητα των μαρτύρων, ότι έχει επίσης χαρτοσημανθεί δεόντως μεταγενέστερα και ότι είναι στη διάθεση του Δικαστηρίου προς επιθεώρηση. Ως προς την ικανότητα των μαρτύρων ουδέν αναφέρεται. Οι θέσεις αυτές, βεβαίως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές, αφού οι αγορεύσεις των δικηγόρων δεν συνιστούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και δεν δύνανται να συμπληρώσουν κενά στην προσκομισθείσα μαρτυρία (βλ. Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου κ.ά. (1995) 4 ΑΑΔ 1275, Αναφορικά με την Αίτηση του Sergueyevich, Π.Ε. 55/20, ημ. 5.4.21, Melisanidis κ.α. v. Kravitz (Υπό την ιδιότητά του ως εμπιστευματοδόχος του Aegean Litigation Trust), Π.Ε. Αρ. Ε110/20, Ε111/20, Ε112/20, Ε113/20, 6/7/2021, Αναφορικά με την Αίτηση της Koretska, Π.Ε. Αρ. 231/2020, 1/2/2022).

 

Η πιο πάνω κατάληξη σφραγίζει και την τύχη της Αίτησης και, συνεπώς, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται. Κατ’ εφαρμογή του γενικού κανόνα, τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται προς όφελος του Καθ’ ου η Αίτηση και σε βάρος του Αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(υπ.)……………………………….

Δ-Μ Γεωργιάδου Προσ. Ε.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο