ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:   Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 1132/2023

                                                                                                             iJustice

Μεταξύ:

                                               1.  Sergey Seklyutskiy

2.  Svetlana Seklyutskaya

Εναγόντων

Και

 

                                          1.  Έλενα Μυλωνά

                                          2.  Φίλιππου Μυλωνά

                                          3.  Κλειώ Μυλωνά

4.  Elmyconcept Investments Ltd

Εναγομένων

-------------------------------

 

Αίτηση ημερ. 22.6.2023 για Προσωρινά Διατάγματα

 

12 Ιανουαρίου 2024

Για Ενάγοντες – Αιτητές:  κ. Χρ. Φλώρου για Λυσάνδρου Φλώρου ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους 1, 2, 3 και 4:  κα Μ. Τσαγγαρίδη για PH Tsangarides LLC

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Οι Ενάγοντες 1 και 2 (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως οι Αιτητές) εξασφάλισαν μονομερώς διάταγμα το οποίο απαγορεύει στην Εναγόμενη 4 (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Καθ’  ης η Αίτηση) από του να μεταβιβάσει, επιβαρύνει, διαθέσει ή καθ’  οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει το περιγραφόμενο στην παράγραφο Α της Αίτησης ακίνητο (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως το επίδικο ακίνητο), ως επίσης και διάταγμα το οποίο απαγορεύει στους διευθυντές ή και αξιωματούχους ή και γραμματείς της να πωλήσουν, μεταβιβάσουν, επιβαρύνουν ή καθ’  οιονδήποτε τρόπο αποξενώσουν οποιεσδήποτε εκ των μετοχών της Καθ’  ης η Αίτηση. 

           

Η Αίτηση περιλαμβάνει και αίτημα για έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Καθ’  ης η Αίτηση όπως αποκαλύψει ενόρκως όλα τα περιουσιακά της στοιχεία, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε μονομερώς και δόθηκαν οδηγίες για επίδοση.

 

            Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Νικολάου, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τους Αιτητές.  Σ’  αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Περί τον Δεκέμβριο του έτους 2016 η Εναγόμενη 1 παρουσιάστηκε στους Αιτητές ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος των Εναγομένων 2 και 3 οι οποίοι είναι οι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου κατά το ½ μερίδιο έκαστος.   Κατά τον ίδιο χρόνο υπεγράφη μεταξύ Εναγομένων 2 και 3, οι οποίοι ενεργούσαν μέσω της Εναγόμενης 1, από τη μια πλευρά, και των Αιτητών από την άλλη, συμφωνία η οποία περιγράφεται ως «contract/sale agreement», δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε όπως οι Εναγόμενοι 2 και 3 πωλήσουν στους Αιτητές 815 τ.μ. από το επίδικο ακίνητο, τα οποία αντιστοιχούν σε μερίδιο 778/826, έναντι του ποσού των €600.000, με σκοπό την ανέγερση διαμερισμάτων/κτιριακών μονάδων, σύμφωνα με τα σχέδια και τις άδειες που θα εξασφάλιζαν οι Αιτητές.  Οι Αιτητές, βάσει των όρων της ρηθείσας συμφωνίας θα προέβαιναν άμεσα στην πληρωμή του ποσού των €300.000 έναντι του τιμήματος πώλησης και για το υπόλοιπο του τιμήματος οι Εναγόμενοι 2 και 3 θα λάμβαναν διαμερίσματα τα οποία θα ανεγείρονταν από τους Αιτητές στο  επίδικο ακίνητο, αντίστοιχης αξίας.  Πράγματι οι Αιτητές κατέβαλαν σε διάφορες ημερομηνίες το συνολικό ποσό των €300.000, ως διαλάμβανε η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία.  Περαιτέρω, οι Αιτητές ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν όλα τα έξοδα για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων με σκοπό να καταστεί εφικτή η ανάπτυξη του επίδικου ακινήτου, ως επίσης και όλα τα έξοδα τα οποία σχετίζονταν με την έκδοση αδείας οικοδομής κ.λ.π.  Με βάση τους όρους της ρηθείσας συμφωνίας, η Εναγόμενη 1 ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την έκδοση των αρχιτεκτονικών σχεδίων, ως επίσης και όλων των απαιτούμενων για την προτιθέμενη ανάπτυξη αδειών.  Στη βάση των ανωτέρω, οι Αιτητές κατέβαλαν σε διάφορες ημερομηνίες στην Εναγόμενη 1 το συνολικό ποσό των €28.500 για την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και για διάφορα άλλα έξοδα τα οποία σχετίζονταν με την ανάπτυξη του επίδικου ακινήτου.

 

            Περί το έτος 2020, κατόπιν εισήγησης της Εναγόμενης 1, συμφωνήθηκε όπως οι διάδικοι προχωρήσουν στην σύσταση εταιρείας, επ’  ονόματι της οποίας θα μεταβιβάζετο το επίδικο ακίνητο και η οποία θα αναλάμβανε την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του.   Λόγω του ότι οι Αιτητές είχαν ήδη καταβάλει το ποσό των €300.000, το οποίο αντιστοιχούσε στη συμφωνηθείσα αγοραία αξία του ½ του επίδικου ακινήτου, συμφωνήθηκε όπως λάβουν ποσοστό 50% των μετοχών της υπό σύσταση εταιρείας και οι Εναγόμενοι 2 και 3 λάβουν το υπόλοιπο 50% του μετοχικού της κεφαλαίου.  Αναφορικά με το κόστος ανάπτυξης, συμφωνήθηκε όπως αυτό αναληφθεί από κοινού.  Κατά την 6.3.2020 η Εναγόμενη 1 προχώρησε στην εγγραφή της εταιρείας Elmyconcept Investments Ltd (Καθ’  ης η Αίτηση).  Αποκλειστικοί μέτοχοι της κατά το χρόνο σύστασης της ήταν οι Εναγόμενοι 2 και 3.  Κατά την 17.7.2020 το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε επ’  ονόματι της Καθ’  ης η Αίτηση.  Μετά την ως άνω μεταβίβαση, οι Αιτητές κάλεσαν την Εναγόμενη 1 όπως προχωρήσουν στην σύναψη συμφωνίας για την επ’ ονόματι τους μεταβίβαση του 50% των μετοχών της Καθ’  ης η Αίτηση, ως είχε συμφωνηθεί αρχικά μεταξύ τους.  Στα πλαίσια των ανωτέρω, ετοιμάστηκε προσχέδιο της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους Εναγόμενους, η οποία στάληκε στους Αιτητές για έγκριση και υπογραφή.  Οι Αιτητές προχώρησαν στην υπογραφή του ρηθέντος συμφωνητικού εγγράφου και το απέστειλαν στους δικηγόρους των Εναγομένων, αναμένοντας όπως υπογραφεί από τους Εναγόμενους.  Όμως, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των Αιτητών, οι Εναγόμενοι ουδέποτε υπέγραψαν το ανωτέρω συμφωνητικό έγγραφο. 

 

            Λόγω της άρνησης των Εναγομένων να προχωρήσουν στην υπογραφή της συμφωνίας για τη μεταβίβαση του 50% των μετοχών της Καθ’  ης η Αίτηση επ’  ονόματι των Αιτητών, οι τελευταίοι συμφώνησαν με τους Εναγόμενους όπως εξεύρουν διευθέτηση της μεταξύ τους διαφοράς.  Συγκεκριμένα, κατά τον Σεπτέμβριο του 2021 οι Αιτητές συμφώνησαν με τους Εναγόμενους 2 και 3, μέσω της Εναγόμενης 1, η οποία καθ’  όλο τον ουσιώδη χρόνο ήταν η διευθύντρια και γραμματέας της Καθ’  ης η Αίτηση, όπως αναθέσουν σε εκτιμητή τη διενέργεια εκτίμησης της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου με σκοπό, να καταβληθεί στους Αιτητές το ½ της αξίας στην οποία αυτό θα εκτιμείτο, προς διευθέτηση οποιασδήποτε απαίτησης των Αιτητών εναντίον των Εναγομένων.  Τα μέρη συμφώνησαν ότι θα δεσμεύονται από το ποσό στο οποίο θα καθορίζετο η αξία του επίδικου ακινήτου.  Προς τούτο κατά την 27.9.2021 υπεγράφη σχετική συμφωνία ανάληψης υποχρέωσης, η οποία ετοιμάστηκε από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους Εναγόμενους. 

 

            Στη βάση των ανωτέρω τα μέρη ανέθεσαν την εκτίμηση του επίδικου ακινήτου στους εκτιμητές GPLC Charter Surveyor, οι οποίοι, με βάση την έκθεση εκτίμησης τους ημερομηνίας 8.10.2021 υπολόγισαν την αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου στο ποσό των €1.050.000.  Μετά τη διενέργεια της ως άνω εκτίμησης, οι δικηγόροι των Εναγομένων εξέφρασαν τη διαφωνία τους στο ποσό το οποίο κατέληξαν οι εκτιμητές, για το λόγο ότι απαιτείτο η αγορά συντελεστή δόμησης, η αγορά του οποίου δεν είχε λάβει χώρα μέχρι το χρόνο της διενέργειας της ρηθείσας εκτίμησης.  Λόγω της ως άνω διαφωνίας, οι εκτιμητές προέβηκαν σε επαναξιολόγηση των δεδομένων της εκτίμησης τους και κατέληξαν ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου κατά το έτος 2021 ανέρχεται στο ποσό των €1.000.000, η οποία έγινε αποδεκτή από τους Εναγόμενους.

 

            Παρά την αποδοχή από τους Εναγόμενους του ποσού των €1.000.000, εντούτοις δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση τους να καταβάλουν το ½ αυτού, ήτοι ποσό €500.000, το οποίο αντιστοιχεί στο ½ της εκτιμηθείσας αξίας του επίδικου ακινήτου.  Οι Αιτητές κάλεσαν επανειλημμένα την Εναγόμενη 1 να τους καταβάλει το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό, ως επίσης και το ποσό των εξόδων που κατέβαλαν για τις διάφορες εργασίες της προτιθέμενης ανάπτυξης του επίδικου ακινήτου, όμως η Εναγόμενη 1 ουδέποτε προχώρησε στην πληρωμή των ως άνω ποσών στους Αιτητές, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις της.  Συνεπεία των ανωτέρω, οι Αιτητές απέστειλαν στους Εναγόμενους μέσω των δικηγόρων τους επιστολή ημερομηνίας 18.5.2023, η οποία τους επιδόθηκε κατά την 24.5.2023, μέσω της οποίας καλούσαν τους Εναγόμενους όπως προχωρήσουν στην καταβολή του  ανωτέρου ποσού εντός 7 ημερών από τη λήψη της ρηθείσας επιστολής.  Οι Εναγόμενοι ουδέποτε ανταποκρίθηκαν στην ως άνω επιστολή των Αιτητών.

 

            Το επίδικο ακίνητο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της Καθ’  ης η Αίτηση.   Περαιτέρω, όπως έχει πληροφορηθεί από τους Αιτητές, η Καθ’  ης η Αίτηση κατά την 15.3.2023 προέβηκε στη μεταβίβαση 83 μετοχών της προς την εταιρεία E.A. Home Chic Offices Ltd, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της ανάπτυξης γης και αγοραπωλησίας ακινήτων. 

 

            Όπως έχει πληροφορηθεί από τους Αιτητές, η Εναγόμενη 1 ανέφερε επανειλημμένα σ’  αυτούς ότι πρόθεση των Εναγομένων είναι η άμεση αξιοποίηση του επίδικου ακινήτου και η πώληση αυτού σε τρίτα πρόσωπα με σκοπό την ανάπτυξη του.   Σε περίπτωση δε που η Καθ’  ης η Αίτηση προβεί στην πώληση μέρους ή όλου του μεριδίου επί του επίδικου ακινήτου, είναι ορατός ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί τυχόν απόφαση που θα εκδοθεί εναντίον της ή να καταστεί εξαιρετικά δύσκολο για την ίδια να ικανοποιήσει την ως άνω απόφαση.

 

 

H ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

 

            Οι Εναγόμενοι εναντιώθηκαν στην αιτούμενη θεραπεία.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης την οποία καταχώρισαν, προβάλλουν σειρά λόγων ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

 

            1.   Η Αίτηση είναι καταχρηστική, παραπλανητική, κακόπιστη και στερείται πραγματικού και νομικού ερείσματος.

 

            2.  Οι Αιτητές δεν έχουν αποκαλύψει ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα, αντίθετα έχουν παρουσιάσει τα γεγονότα αποσπασματικά με τρόπο παραπλανητικό προς το Δικαστήριο.

 

            3.  Το σύνολο των στοιχείων που παραθέτουν οι Αιτητές δεν δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή την παραμονή σε ισχύ των ήδη εκδοθέντων.

 

            4.  Οι Αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

 

            5.  Οι Αιτητές δεν απέδειξαν το επείγον των αιτούμενων διαταγμάτων και δεν αποδεικνύουν ότι θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής τους εάν δεν εκδοθούν ή και οριστικοποιηθούν τα αιτούμενα διατάγματα. 

 

            6.  Οι Αιτητές δεν έχουν παρουσιάσει μαρτυρία ότι η Καθ’  ης η Αίτηση προτίθεται και ή σκοπεύει να αποξενώσει περιουσιακά της στοιχεία.

            Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την Ένορκη Δήλωση της Εναγόμενης 1, στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

 

            Περί τον Δεκέμβριο του 2016, ενεργώντας εκ μέρους των γονέων της, Εναγομένων 2 και 3, έθεσε το επίδικο ακίνητο προς πώληση για το ποσό των €600.000.  Ο Αιτητής 1 της παρουσιάστηκε, μέσω τρίτου προσώπου, ως ενδιαφερόμενος αγοραστής.  Αντί να αγοράσει όμως το επίδικο ακίνητο, της πρότεινε να το αναπτύξουν από κοινού.  Συγκεκριμένα, ο Αιτητής 1 ήθελε να διαθέσει η ίδια το επίδικο ακίνητο και να αναλάβει την έκδοση των διαφόρων αδειών για την οικοδομική ανάπτυξη του, μέχρι και την έκδοση ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας για τα διαμερίσματα που θα ανεγείρονταν.  Εκείνος θα πλήρωνε τα έξοδα εκπόνησης αρχιτεκτονικών σχεδίων, τα τέλη όλων των αρμόδιων αρχών για την έκδοση των απαιτούμενων αδειών και γενικά όλα τα έξοδα που θα αφορούσαν την κατασκευή του έργου.  Είχαν συμφωνήσει ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ήταν €600.000, ποσό το οποίο θα αντιστοιχούσε στη δική της συνεισφορά.  Για να ήταν λοιπόν ίσοι συνεταίροι και να κατέχει ο καθένας τους ποσοστό 50% του έργου, ο Αιτητής 1 θα έπρεπε να επενδύσει αντίστοιχο  ποσό για την κατασκευή του έργου.  Ανάλογα με τα χρήματα που θα πλήρωνε ο Αιτητής 1 θα αυξανόταν και το ποσοστό συμμετοχής του αναλογικά.  Με την ολοκλήρωση του έργου, θα μοιράζονταν το καθαρό κέρδος ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του καθενός. 

 

            Η ίδια απάντησε θετικά στην πρόταση του Αιτητή 1 για από κοινού ανάπτυξη του επίδικου ακινήτου, όμως χρειαζόταν χρήματα καθώς είχε θέσει προς πώληση το επίδικο ακίνητο.  Τότε ο Αιτητής 1 της πρότεινε να της δώσει το ποσό των €300.000, ζήτησε όμως να υπογράψουν τη συμφωνία πώλησης, η οποία αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της κας Νικολάου, ώστε να της δώσει το ως άνω ποσό.  Η πρόθεση τους δεν ήταν να αγοράσει το επίδικο ακίνητο ο Αιτητής 1 αλλά να επενδύσει σ’  αυτό.  Στην πραγματικότητα το ποσό των €300.000 το οποίο της έδωσε ο Αιτητής 1 προσωπικά ήταν δάνειο, το οποίο θα υπολόγιζαν είτε έναντι της συνεισφορά του στο έργο, είτε θα του το επέστρεφε από το δικό της ποσοστό συμμετοχής στο έργο, όταν αυτό θα ολοκληρωνόταν.  Πρόθεση της ήταν πάντα να του επιστρέψει το συγκεκριμένο ποσό. Εξάλλου ο ίδιος ο Αιτητής 1 της πρότεινε να της δώσει το ως άνω ποσό ώστε να την αποτρέψει από του να πωλήσει το επίδικο ακίνητο. 

 

            Περί το έτος 2020 ο Αιτητής 1 πρότεινε να συσταθεί εταιρεία, στο όνομα της οποίας θα μεταβιβαζόταν το σχετικό μερίδιο του επί του επίδικου ακινήτου, ώστε να αναλάβει η εταιρεία την ανοικοδόμηση και ανάπτυξη του έργου.  Περί τον Φεβρουάριο του 2020 επισκέφθηκαν τους δικηγόρους της, στους οποίους έδωσε οδηγίες να ετοιμάσουν τα έγγραφα για τη σύσταση της Καθ’  ης η Αίτηση, όπως και συμφωνία μετόχων για να την υπογράψουν με τον Αιτητή 1, όταν θα ολοκληρωνόταν η διαδικασία σύστασης της Καθ’  ης η Αίτηση και μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου επ’  ονόματι της.  Οι δικηγόροι της έστειλαν στον Αιτητή 1 ένα πρότυπο της συμφωνίας μετόχων, η οποία είχε κενά, ώστε να τα συμπλήρωναν αργότερα όταν θα γνώριζαν τις ακριβείς λεπτομέρειες της πράξης.  Περί τον Ιούλιο του 2020 ολοκληρώθηκε η διαδικασία εγγραφής της Καθ’  ης η Αίτηση και κατέστη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των 389/413 μεριδίων επί του επίδικου ακινήτου, κάτι για το οποίο ενημέρωσε τον Αιτητή 1.   Όταν ενημέρωσε τον Αιτητή 1 ότι η διαδικασία μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου επ’  ονόματι της Καθ’  ης η Αίτηση ολοκληρώθηκε, εκείνος της ανέφερε ότι ο χρόνος ήταν αρκετά δύσκολος και δεν επικοινώνησε ξανά μαζί της.  Αφού περνούσαν οι μήνες χωρίς να έχει νέα του Αιτητή 1, επικοινώνησε μαζί του τον Δεκέμβριο του 2020 και του ανέφερε ότι εάν ο ίδιος δεν είχε το ποσό για το κόστος κατασκευής του έργου, μπορούσαν να βρουν και άλλον επενδυτή για να συνεχίσουν μαζί την κατασκευή του έργου.  Του ανέφερε ότι ήθελε να ξεκινήσουν την ανάπτυξη του επίδικου ακινήτου τον Ιανουάριο του 2021, κάτι με το οποίο συμφώνησε ο Αιτητής 1.  Μάλιστα της είπε ότι ανέμενε να του στείλει στη διεύθυνση του στη Ρωσία τις τελικές συμφωνίες για υπογραφή.  Περί τον Ιανουάριο του 2021 ο Αιτητής 1 έστειλε στους δικηγόρους της υπογεγραμμένα αντίγραφα της μη συμπληρωμένης συμφωνίας μετόχων. 

 

Κύρια διαφωνία τους ήταν το ότι ο Αιτητής 1 επέμενε πως θα έπρεπε να πάρει το 50% των μετοχών της Καθ’  ης η Αίτηση, ενώ στην πραγματικότητα μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε πληρώσει €328.000 μόνο αντί για €600.000 που αντιστοιχούσε στο 50% των μετοχών της Καθ’  ης η Αίτηση, ως η αρχική τους συμφωνία.   Του ζήτησε να καταβάλει ολόκληρο το ποσό των €600.000, όμως εκείνος επέμενε πως δεν ήταν αυτή η μεταξύ τους συμφωνία.  Γενικά η συνεννόηση και η επικοινωνία με τον Αιτητή 1 ήταν αρκετά δύσκολη και έβλεπε πως αν συνέχιζαν τη συνεργασία τους θα είχαν πιο σοβαρά προβλήματα στο μέλλον. 

 

            Όταν αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, αποφάσισαν μαζί με τον Αιτητή 1 να βρουν λύση ώστε να του επιστρέψει τα χρήματα που είχε δώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, δηλαδή το συνολικό ποσό των €328.000.  Πράγματι στις 27.9.2021 υπέγραψαν από κοινού με τον Αιτητή 1 συμφωνία ανάληψης υποχρέωσης, με βάση την οποία ο Αιτητής 1 θα διόριζε εκτιμητή ακινήτων ο οποίος θα εκτιμούσε την αξία του ακινήτου και η ίδια προσωπικά ανέλαβε να του πληρώσει το ½ της αξίας στην οποία αυτό θα εκτιμείτο.  Όταν ο Αιτητής 1 έστειλε την εκτίμηση ημερομηνίας 5.10.2021, αντιλήφθηκε ότι ο εκτιμητής τον οποίο διόρισε ο Αιτητής 1 δεν εκτίμησε το επίδικο ακίνητο ως διαλάμβανε η μεταξύ τους συμφωνία, αλλά ως ένα φανταστικό έργο το οποίο μάλιστα όχι απλά ανοικοδομήθηκε αλλά υπολογίστηκε και το κέρδος που θα είχαν από αυτό.   Από νομική συμβουλή που λαμβάνει, από τη στιγμή που δεν έγινε εκτίμηση του επίδικου ακινήτου ως διαλάμβανε και η μεταξύ τους συμφωνία, η παρούσα αγωγή είναι πρόωρη καθώς δεν έχουν τηρηθεί οι όροι της.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 21, 29, 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στα άρθρα 4 – 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 και στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ.θ.1 – 13, Δ.55 θ.θ. 1- 4 και Δ.64.

 

Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται.  Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:

 

α)  Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο

 

Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.

 

β)  Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία

 

Επιβάλλεται στον Αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).

 

γ)  Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή   αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας  (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).

 

Οι Εναγόμενοι στους λόγους ένστασης τους προβάλλουν την,  κατά τη θέση τους, αποτυχία των Αιτητών να ικανοποιήσουν το στοιχείο του κατεπείγοντος.   Έχοντας κατά νουν τη νομολογιακή αρχή ότι το επείγον για την παροχή θεραπείας μονομερώς αποτελεί δικαιοδοτικό όρο, θεωρώ επιβεβλημένο όπως το στοιχείο αυτό εξεταστεί πρωτίστως, πριν την εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 32 (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, 604). 

 

Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited, Πολ. Έφεση αρ. Ε6/2014, ημερομηνίας 27.2.2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10, ημερ. 17.7.2014, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1Β ΑΑΔ 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1Α ΑΑΔ 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος.»

 

            Στην προκείμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς τα αιτούμενα στις παραγράφους Α και Β της Αίτησης διατάγματα, αφού ικανοποιήθηκε για τη συνδρομή του στοιχείου του κατεπείγοντος.  Δεν έχει καταδειχθεί, κατά την άποψη μου, οποιοσδήποτε λόγος ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ανατροπή της ως άνω κατάληξης του Δικαστηρίου.  Ειδικότερα, δεν έχει διαφανεί ότι οι Αιτητές απέκρυψαν οποιαδήποτε γεγονότα με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο.  Δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση των Εναγομένων ότι οι Αιτητές δεν έχουν αποκαλύψει ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα, αλλά αντίθετα έχουν παρουσιάσει τα γεγονότα αποσπασματικά με τρόπο παραπλανητικό προς το Δικαστήριο.  Δεν καθορίζουν ούτε διευκρινίζουν ποια γεγονότα δεν έχουν αποκαλύψει.  Το ότι οι Αιτητές προβάλλουν μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων από αυτή που προβάλλουν οι Εναγόμενοι δεν εξυπακούει ότι έχουν αποκρύψει γεγονότα με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου. 

 

Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καταλήγω ότι ο σχετικός λόγος ένστασης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Ενόψει του ότι μέρος των λόγων ένστασης εστιάζεται στην μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο οι Αιτητές ικανοποίησαν τις ως άνω προϋποθέσεις.  Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το κλητήριο ένταλμα.  Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd v.  Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162).

 

            Όπως διαφαίνεται από το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, καθώς και την Έκθεση Απαίτησης, η αξίωση των Αιτητών στηρίζεται στις δύο συμφωνίες τις οποίες υπέγραψαν με τους Εναγόμενους,  στη βάση  των οποίων αξιώνουν τις περιγραφόμενες στο αιτητικό της Έκθεσης Απαίτησης τους θεραπείες.  Αποτελεί δε ισχυρισμό τους ότι οι Εναγόμενοι παρέβηκαν τη συμφωνία ημερομηνίας 27.9.2021.

 

            Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι η αξίωση των Αιτητών στηρίζεται σε αναγνωρισμένη αιτία αγωγής, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτεται μια συζητήσιμη υπόθεση (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολ. Έφεση αρ. Ε143/2015 ημερ. 23.03.2017).

 

            Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης.

            Από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν εκδοχών διαφαίνεται ως κοινός τόπος η υπογραφή μεταξύ Αιτήτριας 2 και Εναγόμενης 1, η οποία ενεργούσε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος των Εναγομένων 2 και 3, της συμφωνίας η οποία περιγράφεται ως “contract/sale agreement” δυνάμει της οποίας η Εναγόμενη 1 πώλησε στην Αιτήτρια 2 το επίδικο ακίνητο, ιδιοκτησίας των Εναγομένων 2 και 3, έναντι του ποσού των €600.000.  Φυσικά η Εναγόμενη 1 στην ένορκη δήλωση της ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο της ρηθείσας συμφωνίας δεν είναι απόλυτα ορθό και ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για συμφωνία δανείου, δυνάμει της οποίας ο Αιτητής 1 της δάνεισε το ποσό των €300.000.  Θα πρέπει όμως να αναφερθεί ότι, πέραν του ότι, σύμφωνα με τη νομολογία μας, η εξωγενής μαρτυρία δεν είναι επιτρεπτή, κατά κανόνα, προκειμένου να προσθέσει, να αφαιρέσει, τροποποιήσει ή να αντικρούσει το περιεχόμενο γραπτής συμφωνίας (Πίγκος Εστέϊτς Λτδ ν. Καλογήρου κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 1953) το ζήτημα της πραγματικής φύσης της ρηθείσας συμφωνίας, όπως και  της πρόθεσης των συμβαλλομένων, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.   Αυτό θα εξεταστεί και αποφασιστεί σε τελικό στάδιο, μετά την παρουσίαση της μαρτυρίας των δύο πλευρών.

Πέραν των πιο πάνω, αποτελεί επίσης γεγονός αδιαμφισβήτητο το ότι το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο της υπογραφής της ρηθείσας συμφωνίας, επ’  ονόματι της Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία είχε συσταθεί στο μεταξύ.  Σύμφωνα δε με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της κας Νικολάου, ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου επ’ ονόματι της Καθ’ ης η Αίτηση, είχε συμφωνηθεί ότι οι Αιτητές θα λάμβαναν το 50% του μετοχικού της κεφαλαίου, η Αίτηση, η αξία του οποίου αντιστοιχούσε στο ποσό των €300.000, που είχε ήδη καταβληθεί έναντι του τιμήματος αγοράς του επίδικου ακινήτου.  Περαιτέρω, όπως έχει διαφανεί, λόγω διαφωνίας μεταξύ των μερών, δεν υλοποιήθηκε η μεταβίβαση του 50% ή οποιουδήποτε άλλου ποσοστού των μετοχών της Καθ’ ης η Αίτηση στους Αιτητές από τους Εναγόμενους 2 και 3, οι οποίοι ήταν οι αποκλειστικοί αρχικοί μέτοχοι των μετοχών της Καθ’ ης η Αίτηση, ως επιμαρτυρεί και το σχετικό έγγραφο του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 10 της ένορκης δήλωσης της κας Νικολάου).  Όπως αναφέρεται από την κα Νικολάου στην ένορκη δήλωση της, υπήρξε άρνηση των Εναγομένων 1 – 3 να προχωρήσουν στη σύναψη της συμφωνίας μεταβίβασης των μετοχών επ’ ονόματι των Αιτητών.  Από πλευράς της η Εναγόμενη 1 στην ένορκη δήλωση της ισχυρίζεται ότι η βασική διαφωνία τους ήταν το γεγονός ότι ο Αιτητής 1 επέμενε ότι θα έπρεπε να λάβουν το 50% των μετοχών της Καθ’ ης η Αίτηση, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε πληρώσει το ποσό των €600.000, ως ήταν η αρχική τους συμφωνία, ώστε να λάβει το ως άνω ποσοστό.  Ανεξάρτητα όμως του λόγου της διαφωνίας, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, προς επίλυση της οποιασδήποτε μεταξύ τους διαφοράς, υπεγράφη μεταξύ Εναγόμενης 1 και Αιτητή 1 η συμφωνία ημερομηνίας 27.09.2021, η οποία περιγράφεται ως «undertaking» της οποίας θεωρώ χρήσιμο όπως παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο:

 

«We the undersigned Elena MyIona holder of Cypriot ID. no 682685 and Sergey Seklyutskiy holder of Russian passport with no 755734124 hereby declare  undertake and agree to appoint a registered property valuer who shall value the 389/413 shares of the immovable property with registration no 0/32434, Sheet/Plan 0/2-207-340, Part 5, Plot ΕΠΙ 205 which is situated at Zagreos, location Karakaslis, Germasogeia Municipality, Limassol ("the Property”), the registered owner of which is Elmyconcept Investments Ltd.

 

The registered property valuer must be selected and appointed by Sergey Seklyutskiy and his choice must be communicated by email to Elena Mylona by the 04/10/2021. If Sergey Seklyutskiy does not communicate his choice of a registered property valuer by the 04/10/2021, Elena Mylona shall be entitled to appoint herself a registered property valuer and inform Sergey Seklyutskiy accordingly. The costs of the registered property valuer shall be paid by Elena Mylona.

Elena Mylona and Sergey Seklyutskiy hereby declare that they irrevocably accept the value of the Property that the registered property valuer will declare.

Elena Mylona declares and undertakes to pay 1/2 of the value of the Property to Sergey Seklyutskiy and Sergey Seidyutskiy declares and undertakes that when he receives ½ of the value of the Property, as that is determined by the registered property valuer, he shall have no further claims against Elena Mylona and/or Elmyconcept Investments Ltd.»

            Όπως έχει διαφανεί μέσα από το παρουσιασθέν μαρτυρικό υλικό, ο Αιτητής 1 προχώρησε, δυνάμει των όρων της αμέσως πιο πάνω συμφωνίας, στο διορισμό εκτιμητών, οι οποίοι αρχικά είχαν εκτιμήσει την αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου στο ποσό των €1.050.000, ενώ σε κατοπινό στάδιο, λόγω διαφωνίας της πλευράς των Εναγομένων, το επανεκτίμησαν σε €1.000.000.  Με βάση δε την ανωτέρω συμφωνία, θα έπρεπε να καταβληθεί στους Αιτητές το ποσό των €500.000, το οποίο αντιστοιχεί στο ½ της εκτιμηθείσας αξίας του επίδικου ακινήτου. 

            Πρωτίστως θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Εναγόμενη 1 στην ένορκη δήλωση της παραδέχεται ότι δεν κατεβλήθη το ως  άνω ποσό στους Αιτητές.   Προβάλλει δε ως δικαιολογία για τη μη καταβολή του το ότι η εκτίμηση του επίδικου ακινήτου από τους εκτιμητές που διόρισε ο Αιτητής 1 δεν ήταν ορθή καθότι δεν εκτιμήθηκε στη βάση της μεταξύ τους συμφωνίας, αλλά εκτιμήθηκε ως ένα φανταστικό έργο το οποίο όχι απλά ανοικοδομήθηκε αλλά υπολογίστηκε και το κέρδος που θα είχαν από αυτό.  Όμως, πέραν του ότι η Εναγόμενη 1 καμιά δική της εκτίμηση παρουσιάζει προς αντίκρουση της εκτίμησης στην οποία κατέληξαν οι εκτιμητές τους οποίους διόρισε ο Αιτητής 1, το κατά πόσο είναι ορθή ή λανθασμένη η εκτίμηση των ως άνω εκτιμητών δεν είναι ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί και αποφασιστεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.  Θα πρέπει δε να υπενθυμίσω ότι, όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, έργο του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό δεν είναι να προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, ώστε να αποφασίσει ποιά από τις διιστάμενες εκδοχές θα γίνει αποδεκτή.  Το έργο αυτό ανάγεται σε τελικό στάδιο (Κουππά ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665).

            Ένας άλλος επίσης ισχυρισμός της ενόρκου δηλώσεως της Εναγόμενης 1 είναι ότι η ρηθείσα συμφωνία ημερομηνίας 27.9.2021 υπεγράφη από την ίδια προσωπικά και τον Αιτητή 1, χωρίς να εμπλέκονται σ’ αυτήν οι Εναγόμενοι 2 και 3 και η Καθ’ ης η Αίτηση, γι’ αυτό και η αγωγή, κατά τη θέση της, ηγέρθη εναντίον τους καταχρηστικά με σκοπό την άσκηση πίεσης.  Συναφής είναι και ο λόγος ένστασης ότι οι Αιτητές δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Καθ’  ης η Αίτηση καθότι η συμφωνία ημερομηνίας 27.9.2021 υπεγράφη μεταξύ Αιτητή 1 και Εναγομένης 1 υπό την προσωπική της ιδιότητα και όχι ως αντιπρόσωπος είτε της Καθ’  ης η Αίτηση είτε των Εναγομένων 2 και 3.

            Είναι γεγονός ότι η επίδικη συμφωνία ημερομηνίας 27.09.2021 δεν διευκρινίζει κατά πόσο υπογράφεται από την Εναγόμενη 1 υπό την προσωπική της ή υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα.  Όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το επίδικο ακίνητο είχε πωληθεί από την Εναγόμενη 1, η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των Εναγομένων 2 και 3, στην Αιτήτρια 2 και σε κάποιο στάδιο αυτό μεταβιβάστηκε επ’ ονόματι της Καθ’ ης η Αίτηση με τη συμφωνία ότι οι Αιτητές θα λάμβαναν ως αντάλλαγμα το 50% των μετοχών της Καθ’ ης η Αίτηση, οι οποίες, σύμφωνα με την ένορκο δήλωση της κας Νικολάου, αντιστοιχούσαν στο ποσό το οποίο είχε ήδη καταβληθεί για την αγορά του επίδικου ακινήτου από την Αιτήτρια 2.  Επιπρόσθετα, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, η Εναγόμενη 1 ενεργούσε, εκτός από αντιπρόσωπος των Εναγομένων 2 και 3, ως αντιπρόσωπος και της Καθ’ ης η Αίτηση, αφού, όπως υπήρξε αδιαμφισβήτητο, ήταν και εξακολουθεί να είναι μία εκ των διευθυντών της Καθ’ ης η Αίτηση.  Η επίδικη συμφωνία ημερομηνίας 27.09.2021 ομιλεί ξεκάθαρα ότι εφόσον η Εναγόμενη 1 πληρώσει το ½ της εκτιμηθείσας αξίας του επίδικου ακινήτου στον Αιτητή 1, αυτός καμιά περαιτέρω αξίωση θα έχει είτε εναντίον της Εναγόμενης 1 είτε εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση.  Με δεδομένο δε το ότι δεν καταβλήθηκε στον Αιτητή 1 το συμφωνηθέν ποσό, αυτός έχει κάθε δικαίωμα να προβάλει τις αξιώσεις του εναντίον και της Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατέστη η ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, το οποίο αρχικά είχε αγοραστεί από την Αιτήτρια 2 και ακολούθως μεταβιβάστηκε  στο  όνομα της Καθ’  ης η Αίτηση.  Αξίζει ακόμα να επισημανθεί ότι, όπως αποκάλυψε η παρουσιασθείσα μαρτυρία, η Εναγόμενη 1 δεν ήταν η ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, καθ’ όλο δε τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα.

 

            Η Εναγόμενη 1 στην Ένορκη Δήλωση της προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο λόγος για τον οποίο στη συμφωνία ημερομηνίας 27.9.2021 γίνεται αναφορά στην Καθ’  ης η Αίτηση, είναι απλά το ότι εκείνη είναι πλέον η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου και όχι επειδή είναι συμβαλλόμενη ή ανέλαβε κάποια υποχρέωση.  Όπως όμως έχει ήδη λεχθεί, η μαρτυρία την οποία παρουσίασε η πλευρά των Αιτητών είναι επαρκής για το στάδιο αυτό ώστε να καταδείξει ότι εκ πρώτης όψεως η Εναγόμενη 1 υπέγραψε την επίδικη συμφωνία ως αντιπρόσωπος της Καθ’  ης η Αίτηση.  Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι καμιά επεξήγηση δίνεται από την Εναγόμενη 1 ως προς το γιατί να αναλάβει την υποχρέωση προσωπικά να επιστρέψει στον Αιτητή 1 το ποσό των €500.000 από τη στιγμή που η ίδια δεν ήταν η ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου.

 

Στην Molvi Estates Ltd v. Κίμωνος Πολ Έφεση αρ. Ε193/2016 ημερ. 9.5.2023, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

 «Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 αναφέρεται στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, 2041, ότι αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.  Στην Πουργουρίδη κ.α. ν. Μέζου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, 207 αναφέρθηκε ότι η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις.  Αυτό που απαιτείται από τον αιτητή είναι να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.  Στην Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, 257-8, εξηγήθηκε, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας.  Επισημάνθηκε, ακόμα, ότι η προοπτική επιτυχίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας.»

            Στην προκείμενη περίπτωση είμαι της άποψης ότι η μαρτυρία την οποία παρουσίασαν οι Αιτητές καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως το αγώγιμο δικαίωμα τους εναντίον της Καθ’  ης η Αίτηση, με αποτέλεσμα να ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση της συνδρομής της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32. 

 

Στην Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε203/2013 ημερ. 11.09.2019 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη, στον αιτητή, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση όπου αυτή, επιτύχει στις αξιώσεις του.

 

Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (Βλ. επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Zena Company Ltd vDemenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848.

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317,  «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και  σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».»

 

            Όπως προβάλλεται από την κα Νικολάου στην Ένορκη Δήλωση της, το επίδικο ακίνητο είναι ο μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της Καθ’  ης η Αίτηση η οποία δεν κατέχει οποιαδήποτε άλλη περιουσία με βάση την οποία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η εκτέλεση της απόφασης που τυχόν εκδοθεί υπέρ των Αιτητών.  Περαιτέρω, η Καθ’  ης η Αίτηση έχει προβεί σε αποξένωση αριθμού μετοχών της.  Ειδικότερα κατά την 15.3.2023 προχώρησε στη μεταβίβαση 83 μετοχών της προς την εταιρεία E.A. Home Chic Offices Ltd, η οποία δραστηριοποιείται ενεργά στον τομέα της ανάπτυξης γης.  Περαιτέρω προβάλλεται από την ενόρκως δηλούσα ότι η Εναγόμενη 1 ανέφερε επανειλημμένα στους Αιτητές ότι πρόθεση των Εναγομένων είναι η άμεση αξιοποίηση του επίδικου ακινήτου και η πώληση του σε τρίτα πρόσωπα με σκοπό την ανάπτυξη του. 

            Αξίζει να αναφερθεί ότι ουδόλως αμφισβητείται από την Εναγόμενη 1 στην ένορκη δήλωση της ότι πρόθεση της Καθ’  ης η Αίτηση είναι  η αξιοποίηση του επίδικου ακινήτου.  Ούτε το ότι έχουν μεταβιβαστεί  μετοχές της Καθ’  ης η Αίτηση στην ανωτέρω αναφερόμενη εταιρεία αμφισβητείται.  Απλά η Εναγόμενη 1 προβάλλει στην ένορκη δήλωση της ότι το γεγονός ότι η Καθ’  ης η Αίτηση ασχολείται με την ανάπτυξη ακινήτων δεν σημαίνει ότι θα πωλήσει άμεσα τα περιουσιακά της στοιχεία ή ότι δεν διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς ή άλλη περιουσία.  Συναφής είναι και ο λόγος  ένστασης ότι δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία ότι η Καθ’  ης η Αίτηση προτίθεται να αποξενώσει τα περιουσιακά της στοιχεία.

 Όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η όποια επιβάρυνση, εφόσον συντελεστούν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως να εκδοθεί, χωρίς να αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση αποξένωσης ή επιβάρυνσης.  Καθοριστικός παράγοντας είναι ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.  (Rapp v. Sinden κ.ά., Πολ. Έφ. Ε191/2014, ημερ. 20.3.2020, Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Mannuel κ.ά, Πολ. Έφ. Ε14/2017 και Ε209/2017 ημερ. 16.7.2019, Heinrich v. Banc De Binary Limited, Πολ. Έφ. Ε148/2016, ημερ. 26.11.2021.    Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι δεν απαιτείτo να παρουσιαστεί μαρτυρία από πλευράς Αιτητών προς απόδειξη της πρόθεσης αποξένωσης ή επιβάρυνσης της Καθ’  ης η Αίτηση.

            Τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω καθιστούν ορατό τον κίνδυνο μη ικανοποίησης της απόφασης που τυχόν εκδοθεί προς όφελος των Αιτητών, εφόσον επισυμβεί οποιαδήποτε αποξένωση ή επιβάρυνση είτε του επίδικου ακινήτου, είτε των μετοχών της Καθ’  ης η Αίτηση.

            Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι έχει ικανοποιηθεί και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.

            Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας.  Στην υπόθεση  Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. Λοιζίδου, Πολ. Έφεση αρ. 7/2018 ημερ. 21.3.2019 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση.  Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.

 

Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο (Καλογήρου ανωτέρω), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, εκτός εάν διαπιστώσει ότι  ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει, υπό το φως πάντα των ιδιαίτερων γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.»

 

            Στην προκείμενη περίπτωση αφού στάθμισα τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου κατέληξα ότι η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά των Αιτητών.  Η βλάβη την οποία ήθελε υποστεί η πλευρά τους, από την τυχόν ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, κατά την άποψη μου, από οποιαδήποτε τυχόν βλάβη την οποία ήθελε υποστεί η Καθ’  ης η Αίτηση από την οριστικοποίηση τους.  Επισημαίνεται ότι η Εναγόμενη 1 ουδόλως προβάλλει στην Ένορκη Δήλωση της ότι η Καθ’  ης η Αίτηση υπέστη ή δυνατό να υποστεί οποιαδήποτε βλάβη από  τη συνέχιση της ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων.  Αξίζει ακόμα να αναφερθεί ότι με την οριστικοποίηση των εκδοθέντων διαταγμάτων διατηρείται το status quo ante.

 

            ΄Όπως έχει ήδη αναφερθεί, με το αιτητικό της παραγράφου Γ της υπό εξέταση Αίτησης, οι Αιτητές αξιώνουν την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Καθ’  ης η Αίτηση όπως αποκαλύψει ενόρκως όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της εντός και εκτός της Δημοκρατίας, της οποίας η αξία υπερβαίνει το ποσό των €2.000, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε τραπεζικών λογαριασμών της.  Είμαι της άποψης ότι η έκδοση καθώς και η οριστικοποίηση του διατάγματος απαγόρευσης επιβάρυνσης και γενικά αποξένωσης του επίδικου ακινήτου καθώς και των μετοχών της Καθ’  ης η Αίτηση αποτελεί επαρκή εξασφάλιση για τους Αιτητές, με αποτέλεσμα η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος για ένορκη αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων της Καθ’  ης η Αίτηση να καθίσταται αχρείαστη.  Κατά συνέπεια το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

            Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να πετύχει εν μέρει και τα εκδοθέντα διατάγματα να οριστικοποιηθούν.  Το αιτούμενο στην παράγραφο Γ της Αίτησης διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω.

            Όσον αφορά τα έξοδα,  δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι Αιτητές.             

Τα εκδοθέντα διατάγματα ημερομηνίας 27.6.2023 οριστικοποιούνται.

 

            Τα έξοδα της Αίτησης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων-Αιτητών και εναντίον των Εναγομένων 1, 2, 3 και 4 – Καθ’  ων η Αίτηση. 

 

 

 

(Υπ.) .......................................

                                                                                                      Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο,

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΘΘ/ΞΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο