ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 779/2023 (i-Justice)

 

Μεταξύ:

 

Michala Roepstorff, υπό την ιδιότητα της ως διαχείριστρια της πτώχευσης του Lars Philip Comerford (σε πτώχευση) εκ Δανίας

 

                                                                                                        Ενάγουσα

            -και-

 

Bank of Cyprus Public Company Ltd

                                                                                    Εναγόμενη

 

Αίτηση ημερομηνίας 03/05/2023 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal

 

Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Η. Κωνσταντίνου για Σ. Βασιλείου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Για την Εναγόμενη/Καθ’ ης η  Αίτηση : κα Χρ. Αυγουστή για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή

1.    Η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, η οποία ηγέρθη από την Michala Roepstorff, υπό την ιδιότητα της ως διαχείριστρια της πτώχευσης του Lars Philip Comerford (σε πτώχευση) από την Δανία («η Αιτήτρια») την 02/05/2023 με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρισε εναντίον της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (η «Καθ΄ ης η Αίτηση»). Όπως προκύπτει από το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα η παρούσα υπόθεση αφορά αυτοτελή αγωγή αποκάλυψης καθότι αξιώνονται διατάγματα αποκάλυψης για λήψη πληθώρα στοιχείων και πληροφοριών από την Καθ’ ης η Αίτηση.

 

2.    Την επόμενη ημέρα, η Αιτήτρια καταχώρισε μονομερώς αίτηση, μέσω της οποίας αξίωσε την έκδοση ουσιαστικά πανομοιότυπων προσωρινών διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal με τα διατάγματα που αξιώνει μέσω της αγωγής της και επιπλέον διατάγματα με τα οποία να επιτρέπεται η χρήση των αιτούμενων εγγράφων και πληροφοριών σε μελλοντικές διαδικασίες τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και διάταγμα φίμωσης της Καθ΄ ης η Αίτηση (Gagging order) μέχρι εκδίκασης της παρούσας αγωγής. Δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα αιτούμενα διατάγματα στην ολότητα τους αρκεί να λεχθεί ότι ουσιαστικά η Αιτήτρια επιθυμεί να λάβει τις καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών και υποστηρικτικά έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στην Καθ΄ ης η Αίτηση και που αφορούν την κίνηση συγκεκριμένων λογαριασμών.

 

3.    Η μονομερής αίτηση εξετάστηκε την 05/05/2023 όπου κατά την εν λόγω ημερομηνία το Δικαστήριο, με διαφορετική σύνθεση, επιλήφθηκε της αίτησης η οποία κατέστη δια κλήσεως και διατάχθηκε η επίδοση της στην Καθ' ης η Αίτηση.

Αίτηση

4.    Η υπό κρίση αίτηση («η Αίτηση») βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.39, Δ.48 θ.1,2,3, 8 και 9 στα άρθρα 4, και 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, στα άρθρα 29, 31 και 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, στο Κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας, στις νομικές αρχές που διέπουν τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal καθώς και στην διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου. Την Αίτηση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση της κας Ανδριανής Αντωνίου  (η «Ε/Δ ΑΑ»), το περιεχόμενο της οποίας θα συνοψίσω, καθότι παρέλκει η αυτούσια μεταφορά και επανάληψη των όσων αναφέρει.

 

5.    Στην Ε/Δ ΑΑ αναφέρεται ότι η ομνύουσα είναι δικηγόρος που εργάζεται στην εταιρεία Corporate Recovery & Insolvency LD (CRI Group) που έχει εξουσιοδοτηθεί από την Αιτήτρια η οποία είναι δικηγόρος και η διορισμένη διαχειρίστρια πτώχευσης της περιουσίας του κου Lars Philip Comerford (εφεξής ο «Lars»). Είναι εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια η οποία διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και που δεν κατέστη δυνατό να ταξιδέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία να προβεί στην παρούσα. Επισυνάπτει σχετική εξουσιοδότηση τόσο προς την CRI από την Αιτήτρια όσο και σχετική βεβαίωση από το Δικαστήριο της Κοπεγχάγης στην Δανία (Τεκμήριο 1 Ε/Δ ΑΑ) που επιβεβαιώνει τον διορισμό της Αιτήτριας.

 

6.    Επεξηγεί ότι από την 04/08/2022 μέχρι και την 28/11/2022 απέστειλε αριθμό επιστολών εκ μέρους της Αιτήτριας προς την Καθ’ ης η Αίτηση, αναζητώντας αρχικά πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσο ο Lars διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό με την Καθ’ ης η Αίτηση. Στη συνεχεία αυτό επιβεβαιώθηκε, μέσω φορολογικής δήλωσης που επισυνάπτει ως Τεκμήριο 7 και που υπέβαλε ο Lars στο τμήμα φορολογίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και συνεπώς η ΑΑ αποτάθηκε εκ νέου και ζήτησε να λάβει καταστάσεις του εν λόγω λογαριασμού αλλά ως αναφέρει στη συνέχεια ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε απάντηση από την Καθ’ ης η Αίτηση. Περιγράφει ότι αποστάλθηκε νέα επιστολή στις 22/12/2022 με την οποία οι  δικηγόροι της Αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία ζητούσαν να λάβουν εκ νέου τις αιτούμενες πληροφορίες και όμως και πάλι δεν υπήρξε θετική αντιμετώπιση του αιτήματος  από την Καθ’ ης η Αίτηση παρά την αναφορά ότι η Αιτήτρια θα προέβαινε στην καταχώριση σχετικής αίτησης στο Δικαστήριο.

 

7.    Υπήρξε απάντηση στην τελευταία επιστολή όπου η Καθ’ ης η Αίτηση έθεσε αριθμό προϋποθέσεων προτού προσκομίσει τις όποιες πληροφορίες, τις οποίες η Αιτήτρια θεώρησε υπερβολικές και αδικαιολόγητες. Ειδική αναφορά γίνεται στην προϋπόθεση που έθεσε η Καθ΄ ης η Αίτηση περί προσκόμισης υπογεγραμμένης βεβαίωσης τόσο από τον Lars όσο και από την Αιτήτρια με την οποία o Lars να συγκατατίθεται να δοθούν οι αιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία. Όπως επισημαίνεται στην Ε/Δ ΑΑ, ο Lars δεν συνεργάζεται με την Αιτήτρια, εξ ου και η Αιτήτρια αποτάθηκε στην Καθ΄ ης η Αίτηση για να λάβει τις πληροφορίες που αξιώνει με την παρούσα Αίτηση. Επιπλέον, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ζητήθηκε πιστοποίηση του διορισμού της Αιτήτριας από την Καθ’ ης η Αίτηση ενώ αυτό είχε ήδη σταλθεί με προηγούμενη επικοινωνία. Με τα όσα περιγράφει θεωρεί ότι καταδεικνύεται ξεκάθαρα η απροθυμία και έλλειψη πρόθεσης για συνεργασία από την Καθ’ ης η Αίτηση.

 

8.    Πέραν των πιο πάνω, στην Ε/Δ ΑΑ αναφέρεται στο ιστορικό με το οποίο διορίστηκε η Αιτήτρια ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Lars (στις 19/04/2022 σύμφωνα με το Τεκμήριο 2 Ε/Δ ΑΑ), κατόπιν αιτήσεως του Φόρου Εισοδήματος της Σουηδίας (Skaterverket) και ότι η ίδια παρά τις προσπάθειες της, δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσει και να ανακτήσει τα περιουσιακά στοιχεία και να εξακριβώσει τις υποχρεώσεις του Lars. Αναφέρεται επιπλέον σε επιστολή που επέδωσε σε λογιστικό γραφείο που παραλήφθηκε εκ μέρους του Lars και στην οποία επισυνάπτεται συνοδευτική ατζέντα με θέματα συζήτησης που συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, συνδεδεμένες εταιρείες και πρόσφατες αποξενώσεις περιουσιακών στοιχείων (Τεκμήριο 13 Ε/Δ ΑΑ) στις οποίες προέβη ο Lars πολύ σύντομα πριν τον διορισμό της Αιτήτριας. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση από τον ίδιο. Με την Ε/Δ ΑΑ επισυνάπτεται σχετική γνωμάτευση (Τεκμήριο 12 Ε/Δ ΑΑ) από Δανό δικηγόρο ο οποίος επεξηγεί ότι σύμφωνα με το Δανέζικο δίκαιο και ειδικότερα το άρθρο 100 του Danish Bankruptcy Act η μη συμμόρφωση και συνεργασία του προσώπου που τελεί υπό καθεστώς πτώχευσης με τον εκάστοτε διαχειριστή της περιουσίας του, κατά τρόπο ώστε να μην αποκαλύπτει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία αποτελεί αδικοπραξία πτώχευσης. Ως αποτέλεσμα της μη συνεργασίας του Lars με την Αιτήτρια δεν έχει λάβει στην κατοχή της και ούτε είναι σε θέση να εξακριβώσει τα περιουσιακά του στοιχεία από τότε που διορίστηκε.

 

9.    Σύμφωνα με την εκδοχή της Αιτήτριας, είναι αναγκαίο να λάβει στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα για να είναι σε θέση να αποδείξει την απαίτηση της εναντίον του Lars και πιθανός εναντίον άλλων τρίτων προσώπων τα οποία θεωρεί ότι μαζί με τον Lars έχουν εμπλακεί σε αδικοπραξίες. Αναφέρει ότι οι ενέργειες του Lars εμποδίζουν την απονομή της δικαιοσύνης εις βάρος του  συνόλου των πιστωτών του καθότι δεν έχουν περιέλθει τα περιουσιακά στοιχεία στα χέρια της Αιτήτριας ώστε να μην είναι σε θέση να επιτελέσει το έργο της. Θεωρεί ότι τα ως άνω καταδεικνύουν μια περίπλοκη απάτη και ότι η βοήθεια του Δικαστηρίου είναι αναγκαία για να εντοπίσει και να ανακτήσει περιουσιακά στοιχεία του Lars και να ταυτοποιήσει τρίτα πρόσωπα προς τα οποία ενδεχομένως να έχουν μεταφερθεί περιουσιακά στοιχεία. Αναφέρει ότι υπάρχει κίνδυνος να αποξενωθεί περιουσία και να αποκρυφθούν στοιχεία που θα επιτρέψουν στην Αιτήτρια να εξεύρει την περιουσία του Lars και να εγείρει σχετικές δικαστικές διαδικασίες εναντίον του.

 

10. Αναφορικά με την Καθ’ ης η Αίτηση, θεωρεί ότι υπάρχει αδικαιολόγητη άρνηση στην παροχή των πληροφοριών που δικαιωματικά δικαιούται να λάβει η Αιτήτρια, ως εκ της ιδιότητας της και ότι αυτή η άρνηση της Καθ’ ης η Αίτηση διευκολύνει τις αδικοπραξίες του Lars κάτι που σύμφωνα με την ίδια συνιστά  εμπλοκή της Καθ’ ης η Αίτηση στις αδικοπραξίες. Θεωρεί ότι η Καθ΄ ης η Αίτηση σύμφωνα με τις αρχές τις επιείκειας έχει υποχρέωση να βοηθήσει την Αιτήτρια που αντιπροσωπεύει τους πιστωτές του Lars ώστε να διερευνηθούν οι αδικοπραξίες του και να ανακτηθούν περιουσιακά στοιχεία τα οποία θεωρεί ότι έχουν αποξενωθεί δόλια ή παράνομα.

 

11. Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρησε την ένσταση της την 01/11/2023 και με αυτή προβάλλονται 21 συνολικά λόγοι ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Συνοπτικά αποδιδόμενοι, οι λόγοι ένστασης επικεντρώνονται κυρίως στο α) ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου και γενικότερα των διαταγμάτων τύπου Norwih Pharmacal, β) ότι δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος γ) ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από τους Αιτητές δ) ότι η αίτηση είναι καταχρηστική και προωθείται για αλλότριους λόγους, ε) ότι η αίτηση αποτελεί προσπάθεια ψαρέματος καθότι έχει ήδη πληροφορίες για να κινηθεί εναντίον του  στ) ότι ο Lars δεν δύναται να θεωρηθεί πτωχεύσας σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και άρα η ισχυριζόμενη μη συνεργασία του δεν θεωρείται ως αδικοπραξία πτώχευσης στην Κυπριακή Δημοκρατία ζ) ότι το εύρος των πληροφοριών και η κίνηση του λογαριασμού γίνεται για ακαθόριστη περίοδο καθιστώντας τη συμμόρφωση της Καθ’ ης η Αίτηση αδύνατη.

 

12. Επιπλέον εγείρονται και οι ακόλουθοι λόγοι ένστασης και ειδικότερα  η) ότι  δεν εξαντλήθηκαν άλλοι τρόποι λήψης των αναγκαίων πληροφοριών πριν αποταθεί στο Δικαστήριο και παραπέμπει ειδικά στον Περί Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Μαρτυρία) Νόμο Κεφ. 12, θ) ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεσμεύεται από συμβατική σχέση εμπιστοσύνης με τον Lars, ι) ότι οι πληροφορίες αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον Νόμο 125(1)/2018 και ια) ότι έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα παραβίαζε αδικαιολόγητα τα συνταγματικά δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, ιβ) ότι δεν έχει καταδειχθεί η ανάμειξη της Καθ΄ ης η Αίτηση είτε αθώα είτε εσκεμμένη, ιγ) ότι τυχόν έκδοση των διαταγμάτων προσκρούει στην αρχή εμπιστευτικότητας και το τραπεζικό απόρρητο και δεν έχει καταδειχθεί η εφαρμογή οποιασδήποτε εξαίρεσης και ιδ) ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι με την έκδοση των διαταγμάτων ικανοποιείται το δημόσιο συμφέρον.

 

13. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κου Κυριάκου Δρουσιώτη (η «Ε/Δ ΚΚ»)  δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Καθ’ ης η Αίτηση καθότι αναφέρει ότι η αίτηση αφορά διαδικαστικά ζητήματα και ότι τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση έτυχαν χειρισμού από το γραφείο στο οποίο εργοδοτείται. Η ένσταση βασίζεται στα άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος, στα άρθρα 29, 30, 31, 32, 34Α, 40, 41 και 43 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως έχει τροποποιηθεί, στα άρθρα  2, 4, 5, 9 και 12 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, στα άρθρα 124-126, 135, 136, 139-143, 159-171, 178, 180-197, 202 και 384 και στον πρώτο Πίνακα του πρώτου Κεφαλαίου, στον Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο 36, 45 και 46 στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ.θ. 1, 2, 3, 4, 8 και 9, Δ.39, θ.1 έως 15, Δ.64  στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κοινοδίκαιο ως και στις αρχές της Επιείκειας, στη κείμενη Νομολογία, στις Γενικές και Συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

14. Στην Ε/Δ ΚΔ ουσιαστικά υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης σε συνάρτηση με κάποιες επί μέρους αναφορές ότι τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα επιφέρει ζημιογόνες συνέπειες στην Καθ’ ης η Αίτηση καθότι πιθανολογεί ότι θα της αποδοθούν ευθύνες από τους πελάτες της και ότι θα κινηθούν εναντίον της με δικαστικά μέτρα. Επιπλέον, στην Ε/Δ ΚΚ αναφέρεται ότι πριν την τυχόν έγκριση των αιτούμενων διαταγμάτων πρέπει να τεθεί όρος ότι η Αιτήτρια θα αναλάβει να αποζημιώσει την Καθ’ ης η Αίτηση για τυχόν ζημιά από πιθανή συμμόρφωση με το Διάταγμα, ότι θα της καταβληθούν όλα τα έξοδα που συνδέονται με τη συμμόρφωση και ότι τα όποια έγγραφα λάβει δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της ίδιας της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Ακρόαση της Αίτησης

 

15. Η ακρόαση της Αίτησης στις 23/11/2023 διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και αγόρευσαν προφορικά.

 

16. Επισημαίνω, ότι τα επιχειρήματα και όλη η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, αμφότερων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

17. Σημειώνεται ότι κατά την ακρόαση της αίτησης η συνήγορος της Αιτήτριας με δήλωση της απέσυρε την προώθηση του αιτητικού για έκδοση διατάγματος φίμωσης (Gagging Order) και συνεπώς η έκδοση του εν λόγω διατάγματος δεν θα με απασχολήσει άλλο. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι εκ παραδρομής στο αιτητικό Β της αίτησης συμπεριλήφθηκε λεκτικό αναφορικά με χρήση των εγγράφων που θα λάβει η Αιτήτρια σε δικαστική διαδικασία «που εκκρεμεί» ενώ δεν έχει προωθηθεί η θέση ούτε και προσκομίσθηκε μαρτυρία ότι όντως εκκρεμεί δικαστική διαδικασία στο εξωτερικό.

 

18. Περαιτέρω, το Δικαστήριο υπέβαλε διευκρινιστική ερώτηση προς την συνήγορο της Καθ’ ης η Αίτηση ως προς το κατά πόσο θα προωθηθούν όλοι οι λόγοι ένστασης ενόψει του ότι πλείστοι από αυτούς δεν αναπτύχθηκαν με την γραπτή της αγόρευση. Η συνήγορος με ρητή δήλωση περιόρισε τους λόγους ένστασης σε όσους ανέπτυξε με την αγόρευση της και στους οποίους το Δικαστήριο θα αναφερθεί στη συνέχεια.

 

19. Παρά το φαινομενικά απλό πλαίσιο γεγονότων που συνθέτουν την παρούσα Αίτηση και την εφαρμογή των καλά εδραιωμένων αρχών έκδοσης διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει αριθμό νομικών επιχειρημάτων.

 

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

 

Προϋποθέσεις έκδοσης ενδιάμεσων Διαταγμάτων

 

20. Το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) αποτελεί το δικαιοδοτικό άρθρο, σύμφωνα με το οποίο ενδιάμεσα απαγορευτικά (παρεμπίπτοντα, διηνεκή ή προστακτικά) διατάγματα, δύνανται να εκδοθούν όταν καταδεικνύεται ότι συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

I.  Υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.

ii.  Υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία.

iii. Εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

21.  Οι πιο πάνω προϋποθέσεις έχουν τύχει εκτενούς ανάλυσης και ερμηνείας στη νομολογία  (βλ. ενδεικτικά Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, Ιερά Μονή Κύκκου vWhite Moon Services Ltd (2013) 1(Α) Α.Α.Δ.354). Επίσης έχει λεχθεί ότι, η ενδιάμεση διαδικασία δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πρόωρη δίκη επί της ουσίας (βλ. Νικόλα v. Κεφάλα  κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ.1400 και Goody's Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ.1572). Είναι αντιληπτό ότι κάποια αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας, είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί κατά πόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32, χωρίς αυτό να ισοδυναμεί με τελεσίδικη κρίση επί των δικαιωμάτων των διαδίκων.

Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση

22.  Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, εκείνο που εξετάζεται είναι κατά πόσον αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση και κάποια γνωστή στο νόμο αιτία αγωγής, η οποία, εάν επιτύχει, θα έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598). Δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί η καταχώριση έκθεσης απαίτησης, αφού και οι ένορκες δηλώσεις μπορούν να αποτελέσουν το βάθρο για τη χορήγηση προσωρινής θεραπείας (American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R.504). Το επίπεδο απόδειξης για αυτή την προϋπόθεση δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό (Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Λοϊζίδου, Πολ. Έφ.Ε7/18, ημερ.21.3.19).

 

Ορατή πιθανότητα επιτυχίας

 

23.  Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτό το οποίο απαιτείται, είναι να ικανοποιηθεί το δικαστήριο ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η δεύτερη προϋπόθεση, αφορά την εκτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του αιτητή, με βάση το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου (Κωνσταντίνου ν. Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Πολ. Έφ.10/20, ημερομηνίας 15/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:D38). Η έννοια αυτή απαιτεί κάτι περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Odysseos ανωτέρω).

 

24. Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του (βλ. T.AMicrologic Computer Consultants Ltd ν Microsoft Corporation   (2002) 1Γ ΑΑΔ 1802, 1809Όπως έχει αναφερθεί στην Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ.253, η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία και πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια και όχι με γενικότητα σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα υπό την πιο πάνω έννοια. Η εν λόγω μαρτυρία εξάγεται από τις ένορκες δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων. Ο αιτητής σε τέτοιου είδους αιτήσεις έχει το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση με πιθανότητες επιτυχίας (βλ. Trafalgar Developments Ltd κ.ά. ν. Uralchem Holdings P.L.G., Πολ. Έφ.331/17, ημερομηνίας 21/02/2019).

 

25. Το Δικαστήριο δεν απαιτείται, αλλά ούτε και πρέπει, να εξετάζει την ενώπιον του μαρτυρία και να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με συγκρουόμενα γεγονότα, που ενδεχομένως να αποβούν βλαπτικά για τα δικαιώματα των διαδίκων. Αυτό είναι που φυσικά θα πράξει στο τελικό στάδιο της υπόθεσης κατά την εκδίκαση της ουσίας. Στο αρχικό αυτό στάδιο πρέπει να περιοριστεί στη διαπίστωση ύπαρξης ή μη κάποιας προοπτικής επιτυχίας (Recnex Trading Ltd ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Α) Α.Α.Δ.866.

 

26. Στην απόφαση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» (ανωτέρω) το κριτήριο αυτό επεξηγήθηκε ως εξής: 

 

 «Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια».

Δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

27. Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, γενικά απαιτείται να διαφανεί ότι χωρίς την έκδοση διατάγματος, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον, υπό την έννοια ότι τυχόν αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία στην ίδια την αγωγή και επιβάλλεται μια σφαιρική αξιολόγηση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν τα δικαιώματα του αιτούντος (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ.2015). Η προϋπόθεση αυτή, έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία ως διαλαμβάνουσα μια ευρύτερη διάσταση, που αφορά στην «ευρύτερη προστασία των συμφερόντων του αιτούντος τη θεραπεία» και προς τούτο λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των σχετικών στοιχείων και μεταβλητών. Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας (βλ. M. & ChMitsingas Trading Ltd v Timberland Co. (1997) 1Γ AΑΔ 1791, 1799)Οι σχετικές αρχές έχουν συνοψιστεί πρόσφατα στην υπόθεση Αρκτίνος Εκδόσεις Λτδ (ανωτέρω):

 

«Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.

 

Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις».

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Ισοζύγιο της ευχέρειας

28. Το Δικαστήριο, αφού ελέγξει και καταλήξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, θα πρέπει ακολούθως να σταθμίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και πρόσφορο, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του ή της οριστικοποίησης του, αναλόγως της περίπτωσης.

 

29. Με άλλα λόγια, έστω και εάν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον είναι ορθό, δίκαιο και πρέπον να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα και υπάρχει η δυνατότητα αλλά και η ευχέρεια να μην εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα εάν θεωρεί ότι η έκδοση του δεν θα είναι δίκαιη και πρόσφορη υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ. Αβερκίου ν. Θεο Κτηματική Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 222, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» ανωτέρω).

 

30. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι, οι παράγοντες που θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, κατά πόσον θα εκδώσει ή όχι τα αιτούμενα διατάγματα, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τις επιπτώσεις από την έκδοση ή μη των διαταγμάτων, τη συμπεριφορά των διαδίκων, τις τυχόν επιπτώσεις σε τρίτα πρόσωπα, το κατά πόσον με την έκδοση τους αποπερατώνεται ουσιαστικά και η ουσία της αγωγής (παράγοντας που έστω και εάν ισχύει δεν είναι απαγορευτικός για την έκδοση του διατάγματος), τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων (status quo) και το ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω.

 

31. Όπως υποδεικνύεται συναφώς με τα παραπάνω, προκύπτει ότι το Δικαστήριο οφείλει στο πλαίσιο εφαρμογής της εν λόγω αρχής «να ισοζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση του που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο ήταν εσφαλμένη»

 

Διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal

32. Τα διατάγματα αποκάλυψης πληροφοριών και εγγράφων, έλαβαν το όνομα τους από την ομώνυμη υπόθεση στην Norwich Pharmacal Co & Others v. Commisioners & Custom Exice (1973) 2 All E.R.943 και αποτελούν  δημιούργημα του δικαίου της επιείκειας. Τα διατάγματα αποκάλυψης, στοχεύουν συνήθως στην αναζήτηση πληροφοριών με σκοπό την έγερση αγωγής από μέρους του προτιθέμενου ενάγοντα είτε με σκοπό να εξακριβωθεί η ταυτότητα του αδικοπραγούντα ή να συλλεχθούν αναγκαία στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να προωθηθεί απαίτηση εναντίον του.

 

33. Περαιτέρω, συναφή με τα διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal είναι και τα διατάγματα που εκδίδονται στη βάση των όσων αποφασίστηκαν στην απόφαση Bankers Trust Co. v. Shapira and Others [1980] 1 W.L.R. 1274 τα οποία νομολογιακά έχουν χαρακτηρισθεί τόσο ως αυτοτελείς θεραπείες όσο και μια προέκταση και υποκατηγορία των διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal. Όπως και να εξεταστεί το ζήτημα η ουσία παραμένει ότι μπορούν να εκδοθούν διατάγματα αποκάλυψης πληροφοριών και εγγράφων, μεταξύ άλλων, εναντίον τραπεζών που ενεπλάκησαν σε αδικοπραξίες είτε αθώα είτε ηθελημένα ώστε να είναι εφικτό να ιχνηλατηθούν και να εντοπιστούν περιουσιακά στοιχεία. Η νομολογία υποδεικνύει ότι η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων διέπεται από το Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, και του νομικού πλαισίου και των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών που περιβάλλουν την έκδοση ενδιαμέσων διαταγμάτων, δυνάμει του Αρ.32.

 

34. Στην απόφαση Avila Management Services v Frantisek Stepanek κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403 γίνεται λεπτομερής αναφορά στην εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal και στην φιλοσοφία πίσω από την αναγκαιότητα διάπλασης και συνεχούς εξέλιξης του δικαίου, μέσα από τις αρχές της επιείκειας, για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων της ραγδαία αναπτυσσόμενης επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας, τόσον τοπικώς αλλά και διεθνώς. Ως υποδείχθηκε άλλωστε στην Avila (ανωτέρω):

 

«Το κοινοδίκαιο, εύπλαστο και εύκαμπτο, βοηθούμενο πάντοτε από τις αρχές της επιείκειας, δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, να αναδιπλώνεται και να προσαρμόζεται στις εκάστοτε απαιτήσεις του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της Αγγλικής κοινωνίας.  Μέσα από αποφάσεις εξέχοντων νομικών, διαμορφωνόταν πάντοτε, αργά, προσεκτικά και σταθερά, το υπόβαθρο εκείνο που παρείχε ανάλογα το οπλοστάσιο ή την ασπίδα στην αντιμετώπιση των ραγδαία εξελισσομένων καταστάσεων, τοπικών και παγκόσμιων.  Τα διατάγματα τύπου Nowrich Pharmacal εμπίπτουν σε αυτή τη διάπλαση του δικαίου, επηρεάζοντας όσες χώρες που εφαρμόζουν τη φιλοσοφία του Αγγλοσαξωνικού δικαίου». 

 

35. Στην Αγγλική υπόθεση Asworth Hospital Authority v. MGN Ltd (2002) 4 All E.R. 193 αναλύθηκε ότι η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων αποτελεί μια εύκαμπτη θεραπεία η οποία, λαμβανομένων υπόψη των μεταβαλλόμενων καταστάσεων, θα πρέπει να ασκείται και σε περιπτώσεις που προηγουμένως δεν ασκείτο. Έτσι, η εφαρμογή της επεκτάθηκε σε υποθέσεις όπου ναι μεν η ταυτότητα του αδικοπραγήσαντος ήταν γνωστή, αλλά η αποκάλυψη σημαντικών πληροφοριών ήταν αναγκαία για την ετοιμασία και καταχώρηση της απαίτησης (βλ. ΑΧΑ Equity & Law Life Assurance Society PLC v. National Westminster Bank PLC (1998) C.L.C).

 

36. Τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα και έχουν αποφανθεί ουκ ολίγες φορές αναφορικά με τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια για την έκδοση Διαταγμάτων Αποκάλυψης και Φίμωσης, εκεί που απαιτείται, υιοθετώντας συνεπώς τις αντίστοιχες Αγγλικές αρχές επί του θέματος. (βλ. PENDERHILL HOLDINGS LIMITED κ.α. ν. ΙΩΑΝΝΗ ΚΛΟΥΚΙΝΑ, (2014) 1 (Α) ΑΑΔ σελ. 118 και Avila Management Services Limited κ.ά. ν. Frantisek Stepanek και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1403  Έφεση Αρ Ε324/2016, METAQUOTES SOFTWARE LTD κ.α.ν. DABABOU)

 

37. Στην πιο πρόσφατη Abyzov Πολ. Αίτηση 217/2019 ημ. 20/01/2020, ECLI:CY:AD:2020:D19, λέχθηκαν τα πιο κάτω, αναφορικά με την φύση των διαταγμάτων τύπου Norwich σε συνδυασμό με τα διατάγματα φίμωσης.  

«Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι διαδικασίες τύπου Norwich Pharmacal δεν είναι συνηθισμένη διαδικασία αντιπαλότητας αλλά διαδικασία που έχει ως σκοπό την αποκάλυψη σχετικών στοιχείων, με το ποιος θα εναχθεί, την αιτία αγωγής, την διαμόρφωση της τελικής θεραπείας εναντίον του αδικοπραγούντος, την τυχόν έκδοση προσωρινών θεραπειών (ενδιάμεσο διάταγμα) και ακόμη σε σχέση με την εφαρμογή/εκτέλεση τυχόν μελλοντικής απόφασης.

38. Στην Αγγλική υπόθεση Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625, (2005 3 All ER 511), που υιοθετήθηκε από την Κυπριακή νομολογία συνοψίστηκαν οι προϋποθέσεις εξέτασης και έκδοσης διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal ως ακολούθως:

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.» 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«(i) πρέπει  να έχει  λάβει  χώραν ή  κατ΄ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν   μια   αδικοπραξία  από  ένα  τελικό  αδικοπραγούντα,    (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

39. Βεβαίως, η δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο ακόμη και όταν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις, πρέπει στη συνέχεια να εξισορροπήσει αριθμό παραγόντων προτού διαταχθεί η αιτούμενη αποκάλυψη (Avila ανωτέρω). Στις παραγράφους 17 και 25 της απόφασης του Αγγλικού Ανωτάτου Δικαστηρίου Rugby Football Union v Consolidated Information Services Ltd (formerly Viagogo Ltd) (in liquidation) [2012] 1 WLR 3333, αναφέρεται πληθώρα παραγόντων που δύναται να επηρεάσουν την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι πέραν από την εξέταση του κατά πόσο η έκδοση των διαταγμάτων αποτελεί μια αναγκαία και αναλογική απάντηση υπό τις περιστάσεις, αυτοί συμπεριλαμβάνουν την σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ' ισχυρισμό αδικοπραγούντος, κατά πόσο η έκδοση των διαταγμάτων θα αποθαρρύνει παρόμοια αδικοπραξία στο μέλλον, κατά πόσο εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, το βαθμό εμπιστευτικότητας των πληροφορίων, το κατά πόσο ο καθ’ ου η αίτηση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι συμμετείχε σε αδικοπραξία, χωρίς τα πιο πάνω να είναι εξαντλητικά

 

40. Οι ως άνω προϋποθέσεις έχουν τύχει εκτενούς ανάλυσης, επεξήγησης και αναδιαμόρφωσης από τα Δικαστήρια του Κοινοδικαίου στην προσπάθεια τους να διαπλάσουν το νομικό πλαίσιο που διέπει την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων και συνεπώς θα παραθέσω νομολογία που εμβαθύνει και παρουσιάζει την υφιστάμενη νομολογιακή προσέγγιση και εφαρμογή των πιο πάνω «βασικών προϋποθέσεων».

(i) Αδικοπραξία

41. Η κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξία στη βάση της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Norwich ανωτέρω ήταν ένα αστικό αδίκημα, αλλά έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι οποιοδήποτε είδος αδικοπραξίας μπορεί να είναι επαρκές, είτε ποινικό είτε αστικό είτε άλλως πως. Διευκρινίζεται ότι, η έννοια της «αδικοπραξίας» δεν προσδιορίζεται νομολογιακά αρκεί να μπορεί να τύχει περιγραφής με γενικούς όρους (βλ. παράγραφο 60 Ashworth ανωτέρω) και δεν απαιτείται η απόδειξη αδικοπραξίας αλλά είναι αρκετό να προσκομισθεί μαρτυρία από την οποία να καθίσταται συζητήσιμο ότι έχει διαπραχθεί μία αδικοπραξία. Το πρόσωπο που αιτείται τα διατάγματα αποκάλυψης πρέπει να είναι το θύμα της αδικοπραξίας και συνεπώς ένας τρίτος δεν μπορεί να αξιώσει τέτοια διατάγματα (βλ. παράγραφο 54 Ashworth ανωτέρω).

 

42. Στην Αγγλική απόφαση Orb ARL and others v Fiddler and another [2016] EWHC 361 (Comm), λέχθηκαν τα εξής: “…The ‘wrong’ may be a crime, tort, breach of contract, equitable wrong or contempt of court. It is not necessary to establish conclusively that a wrong has been carried out; it will be sufficient if it is arguable that a wrong has been carried out. The strength of the argument will be a factor in the exercise of the discretion, but an arguable case is sufficient to meet the threshold condition. The wrongdoing must be identified by the applicant at least in general terms: see Ashworth Hospital Authority v MGN Limited [2002] 1 WLR 2033 per Lord Woolf CJ at paragraph [60].”

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

(ii)Η αναγκαιότητα έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων

43. Στα αρχικά στάδια της νομολογιακής ανάπτυξης των αρχών της δικαιοδοσίας Norwich Pharmacal υπήρχε η αντίληψη ότι ήταν αναγκαίο να καταδεικνύεται από τον εκάστοτε Αιτητή ότι υπάρχει πρόθεση έγερσης μια δικαστικής διαδικασίας, πριν να προχωρήσει το Δικαστήριο στην έκδοση τέτοιων διαταγμάτων και ότι ήταν αναγκαίο για να συμπληρωθεί το “missing piece of the jigsaw” που θα επέτρεπε σε ένα ενάγοντα να προωθήσει την απαίτηση του ολοκληρωμένα. Επιπλέον είχε λεχθεί και ότι θα έπρεπε να καταδειχθεί η απουσία άλλου διαθέσιμου πρακτικού τρόπου απόκτησης των αιτούμενων πληροφοριών πριν να προωθηθεί τέτοια αίτηση και ότι η εν λόγω θεραπεία αποτελεί η έσχατη λύση (“last restort” – δέστε παρ. 24 Mitsui ανωτέρω).

 

44. Αρχίζοντας από το τελευταίο αυτό σημείο επισημαίνω ότι σε αντιδιαστολή με το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κυπριακή Δημοκρατία, πριν την θέσπιση των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν υπήρχε θεσμικό πλαίσιο για αποκάλυψη πριν την αγωγή η οποία να αντικαθιστά εν μέρη την αποκάλυψη η οποία επιδιώκεται με Διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal και έτσι είναι αμφίβολο αν η ως άνω συλλογιστική περί έσχατης λύσης  τυγχάνει εφαρμογής. 

 

45. Επιπλέον, θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ στην μεταγενέστερη Αγγλική απόφαση R (on the application of Mohamed) v Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs [2008] EWHC 2048 από την οποία φαίνεται η προθυμία και ευελιξία των Δικαστηρίων να επεκτείνουν τις περιπτώσεις που δικαιολογούν την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων. Στην εν λόγω υπόθεση σε αντιδιαστολή από τον τρόπο που αυτή η προϋπόθεση διατυπώθηκε στην Mitsui ανωτέρω, υιοθετήθηκε μια διαφορετική προσέγγιση όπου δεν είναι απαραίτητο να καταδειχθεί ότι η έκδοση των διαταγμάτων αποτελεί την «έσχατη λύση» (last resort) για λήψη των πληροφοριών, προσέγγιση η οποία κρίνω ότι συνάδει με τους στόχους που αποσκοπούν να εξυπηρετηθούν από την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων:

 

[93]…The requirement of necessity was also considered by King J in Campaign Against Arms Trade v BAE Systems plc [2007] EWHC 330 (QB), paras 15–20; it was argued on behalf of the defendant in that case that this test was not met where the claimant had failed to exhaust other available avenues through which the information might be obtained. King J observed that that was to put the matter ‘too high’ and to put the discretion of the court into too much of a straitjacket. He considered that the court was entitled to have regard to all the circumstances prevailing in the particular case including the size and resources of the applicant, the urgency of its need to obtain the information it requires and any public interest in its having its needs satisfied.

 

[94]…But in our view, there is nothing in any authority which justifies a more stringent requirement than necessity by elevating the test to the information being a missing piece of the jigsaw or to it being a remedy of last resort. We agree in this respect with the views expressed in Hollander, Documentary Evidence, 9th ed (2006), para 5-26. Moreover, it would be inconsistent with the flexible nature of this remedy to erect artificial barriers of this kind. In our view the approach of King J in the Campaign Against Arms Trade case is to be preferred.”

 

[133] It seems to us, therefore, that although the action cannot be one used for wide-ranging discovery or the gathering of evidence and is strictly confined to necessary information, and the court must always consider what is proportionate and the expense involved, the scope of what can be ordered must depend on the factual circumstances of each case. In our view the scope of the information which the court may order be provided is not confined to the identity of the wrongdoer nor to what was described by Lightman J in Mitsui & Co Ltd v Nexen Petroleum UK Ltd [2005] 3 All ER 511, para 19 as ‘a missing piece of the jigsaw’. It is clear from the development of the jurisdiction in relation to the tracing of assets that the courts will make orders specific to the facts of the case within the constraints made clear in Norwich Pharmacal and the cases to which we have referred.”

 

(Η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

46. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι η προσέγγιση στην Omar ανωτέρω υιοθετήθηκε ρητά με την απόφαση Rugby Football ανωτέρω όπου, μεταξύ άλλων, ειπώθηκε ότι:

 

«[16] The need to order disclosure will be found to exist only if it is a "necessary and proportionate response in all the circumstances": Ashworth at paras 36, 57 per Lord Woolf CJ. The test of necessity does not require the remedy to be one of last resort: R (Mohamed) v Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs (No 1) [2008] EWHC 2048 (Admin), [2009] 1 WLR 2579, para 94.

 

 

47. Αναφορικά με τον σκοπό για τον οποίο ο Αιτητής αιτείται την λήψη των πληροφοριών με την Αγγλική απόφαση Ramilos Trading Limited v. Valentin Mikhaylovich Buyanovsky [2016] EWHC 3175 (Comm), με αναφορά στην Ashworth Hospital Authority (ανωτέρω), η εν λόγω προϋπόθεση έχει πλέον τεθεί σε μία πιο ευρεία διάσταση ώστε να περικλείει γενικότερα και άλλους νόμιμους λόγους, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πρόθεσης έγερσης δικαστικής διαδικασίας:

«The second condition: necessity

24.The second condition for relief is that the disclosure sought must be necessary in order to enable the applicant to bring legal proceedings or seek other legitimate redress for the wrongdoing and in considering the question of necessity, the cases emphasise the need for flexibility and discretion. This is clear from [57] of the speech of Lord Woolf CJ in Ashworth:

“The Norwich Pharmacal jurisdiction is an exceptional one and one that is only exercised by the courts when they are satisfied it is necessary that it should be exercised. New situations are inevitably going to arise where it would be appropriate for the jurisdiction to be exercised where it has not been exercised previously. The limits which apply to its use in its infancy should not be allowed to stultify its use now that it has become a valuable and mature remedy. That new circumstances for its appropriate use will continue to arise as illustrated by the decision of Sir Richard Scott V-C in P v T Ltd (1997) 1 WLR 1309 where relief was granted because it was necessary in the interests of justice, albeit that the claimant was not able to identify without discovery what would be the appropriate cause of action."

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

(iii) Ανάμειξη στην αδικοπραξία

48. Είναι απαραίτητο για ένα Αιτητή να καταδείξει ότι ο Καθ΄ ου η Αίτηση  σε μια αίτηση Norwich Pharmacal έχει αναμειχθεί, με κάποιον τρόπο, στην κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξία είτε αθώα είτε ηθελημένα. Στην αρχική απόφαση Norwich Pharmacal, επεξηγήθηκε ότι αν ο Καθ΄ ου η Αίτηση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας «απλός μάρτυρας», ή «απλός θεατής» ή «παρατηρητής» (mere witness) και άρα πρόσωπο που δεν έχει αναμειχθεί στην αδικοπραξία, τότε δεν δύναται να εκδοθούν διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal εναντίον του. Παρομοίως και εφαρμόζοντας αυτές τις αρχές, στην απόφαση Ashworth ανωτέρω στην παράγραφο 35, υπήρξε διάκριση μεταξύ ενός ατόμου που ήταν "εμπλεκόμενο" στην αδικοπραξία και κάποιου που ήταν απλώς "απλός θεατής ή μάρτυρας". Παρεμβάλλω εδώ ότι η διευκόλυνση (αντί της συμμετοχής) στην αδικοπραξία έχει θεωρηθεί ως ικανοποιητική για τη χορήγηση της θεραπείας (R (Mohammed) ανωτέρω).

 

49. Γενικότερα η προϋπόθεση να καταδεικνύεται η εμπλοκή ή συμμετοχή του καθ΄ ου η Αίτηση από τον εκάστοτε αιτητή είναι αυτό που συνήθως εμποδίζει ένα πρόσωπο από του να χαρακτηρισθεί ως ένας απλός θεατής ή παρατηρητής (mere witnesss). Κρίνω χρήσιμο να αναπτύξω περαιτέρω την παρούσα προϋπόθεση καθότι είναι κάτι το οποίο θα με απασχολήσει ιδιαίτερα στη συνέχεια της παρούσας απόφασης. Aν και δεν είναι μια ιδιαίτερα αυστηρή προϋπόθεση δεν παύει από το να είναι μια προϋπόθεση που πρέπει να εξετάζεται πριν να προχωρήσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια. Η απόφαση KOO Golden East Mongolia v Bank of Nova Scotia [2007] EWCA Civ 1443 του Αγγλικού Εφετείου, παρέχει επίσης μια χρήσιμη προσέγγιση για αυτό το θέμα. Σε σχέση με το ζήτημα της ανάμειξης κάποια από τα μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου έθεσαν το ζήτημα σε πιο διευρυμένους όρους ως εξής

“It is not suggested that in ordinary circumstances a court would require someone to impart to another some information which he may happen to have and which the latter would wish to have for the purpose of bringing some proceedings. At the very least the person possessing the information would have to have become actually involved (or actively concerned) in some transactions or arrangements as a result of which he has acquired the information. In all ordinary circumstances there would then be some proceedings in the course of which the machinery of the court would enable all relevant and admissible evidence to be obtained.”

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

50. Κατά την άποψη μου η πιο λεπτομερής ανάλυση της υπό εξέταση προϋπόθεσης παρατίθεται στην απόφαση Various Claimants v News Group Newspapers Ltd [2014] Ch 400 στα πλαίσια της οποία εκδόθηκαν διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal για να ληφθούν πληροφορίες από την αστυνομία, που συλλέχθηκαν στα πλαίσια διερεύνησης αδικημάτων και βάσει των οποίων προέκυπτε ότι ο ιδιοκτήτης μιας εφημερίδας είχε υποκλέψει και ακούσει τα μηνύματα των κινητών τηλεφώνων των εκεί αιτητών.

 

51. Ειδικότερα, το Δικαστήριο εγκρίνοντας την αίτηση ανέφερε τα εξής κατατοπιστικά παραπέμποντας και σε αποσπάσματα από την απόφαση Ashworth ανωτέρω:

 

[38] Mr Tomlinson’s reliance on the case when one reaches para 57 of the speech of Lord Woolf CJ. In that paragraph Lord Woolf CJ seemed, at p 2049, to leave open the possibility of further developments in jurisdiction:

‘The Norwich Pharmacal jurisdiction is an exceptional one and one which is only exercised by the courts when they are satisfied that it is necessary that it should be exercised. New situations are inevitably going to arise where it will be appropriate for the jurisdiction to be exercised when it has not been exercised previously. The limits which applied to its use in its infancy should not be allowed to stultify its use now that it has become a valuable and mature remedy.’

[39] I agree that that paragraph allows for the possibility of some development, but it does not allow for the possibility of a development which allows the jurisdiction to be invoked against a mere witness. That much appears from the following paragraph in Lord Woolf's speech in which he comes back to the point that the respondent must have been ‘involved, whether innocently or otherwise, in the wrongdoing’. What it does, however, in my view, is to allow the court to consider what ‘involvement’ is sufficient, without being trammelled by rigid concepts of participation or facilitation.”

[52] "It is true that the traditional formulation of the test is in such terms, but that is because those are the usual circumstances in which someone becomes something beyond a mere witness. On the facts of the cases where orders were made, the respondent was usually in that position. In my view the answer to the question lies in recognising that what the cases are doing is contrasting two things – the mere witness on the one hand, and the person who is not a mere witness on the other. On the cases the latter class is generally described in terms of participation/facilitation, as though that were the opposite of being a mere witness. But the real analysis lies in appreciating that the courts are holding not that those factors are indeed the other side of a dichotomy, but that those factors prevent the respondent from being a mere witness. Once that is recognised then it becomes relevant to consider whether there are other facts, short of participation/facilitation, which could prevent a person from being a mere witness."

[54].  I therefore turn to consider the relevant question which is not whether the MPS have participated in, or facilitated, or been involved in the actual wrongdoing in this case. It is whether the MPS is a mere witness (or metaphorical bystander) or whether its engagement with the wrong is such *422 as to make it more than a mere witness and therefore susceptible to the court's jurisdiction to order Norwich Pharmacal disclosure”.

 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

52. Επισημαίνω ότι η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου EUI Limited v UK Vodaphone Limited [2021] EWCA Civ 1771.

 

53. Το απαύγασμα των πιο πάνω αυθεντιών καθιστά σαφές ότι η προϋπόθεση ότι το πρόσωπο από το οποίο ζητούνται οι πληροφορίες έχει αναμειχθεί ή έχει διευκολύνει την αδικοπραξία, έχει πλέον διαμορφωθεί ώστε η εν λόγω προϋπόθεση να ικανοποιείται όταν καταδεικνύεται ένας πολύ χαμηλός βαθμός «ανάμειξης». Ως εκ τούτου, η εν λόγω προϋπόθεση δεν πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά με αναφορά σε άτεγκτες έννοιες «ανάμειξης, εμπλοκής ή διευκόλυνσης» όπως αυτές εξετάζονταν και ερμηνεύονταν στα αρχικά στάδια εξέλιξης της νομολογίας που αφορά τα διατάγματα Norwivh Pharmacal αλλά υιοθετώντας μια διασταλτική προσέγγιση. Ειδικότερα, αποδέχομαι για σκοπούς της παρούσας αίτησης, σύμφωνα και με την νομολογία που έχω παραθέσει, ότι όταν προσκομίζονται γεγονότα και μαρτυρία βάσει των οποίων φαίνεται ότι ο Καθ΄ ου η Αίτηση είχε κάποια «αλληλεπίδραση με την αδικοπραξία» (“engagement with the wrongdoing” - δέστε παρ. 54 της απόφασης Various Claimants ανωτέρω) αντί εμπλοκή ή ανάμειξη, ώστε να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας απλός θεατής/παρατηρητής (mere witness), τότε είναι εφικτό να διαταχθεί η αποκάλυψη πληροφοριών εναντίον του.

 

54. Η πλειοψηφία των υποθέσεων που κλήθηκαν να εξετάσουν τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας όντως εμπίπτουν στην κλασσική διατύπωση των εννοιών «ανάμειξη» και «εμπλοκή» εντούτοις κρίνω ότι πρέπει να υιοθετηθεί και από τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας η ως άνω ευέλικτη και ευρεία προσέγγιση στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας προϋπόθεσης.  Μια τέτοια προσέγγιση συνάδει πλήρως με την γενικότερη φύση των υπό εξέταση διαταγμάτων που συνεχώς εξελίσσονται και προσαρμόζονται με τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που παρατηρούνται διεθνώς, αναγνωρίζοντας  ότι θα υπάρξουν μελλοντικά περιπτώσεις όπου αρμόζει να ασκηθεί η εν λόγω δικαιοδοσία εκεί που ενδεχομένως στο παρελθόν να μην εκδιδόταν σύμφωνα και με τον τρόπο που διατυπώνονταν οι σχετικές προϋποθέσεις.

 

Νομιμοποίηση της Αιτήτριας

55. Προτού προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων κρίνω σκόπιμο να σχολιάσω κατά προτεραιότητα τον λόγο ένστασης που προωθήθηκε αποκλειστικά κατά την ακρόαση της αίτησης και που αφορά την νομιμοποίηση της Αιτήτριας να προωθεί την παρούσα αίτηση. Σύμφωνα με την συνήγορο της Καθ’ ης η Αίητηση εφόσον η Δανία εξαιρείται από την εφαρμογή του Kανονισμού (EE) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (αναδιατύπωση) τότε η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα Αίτηση. Αρχικά επιθυμώ να αναφέρω ότι τέτοιος λόγος δεν εξειδικεύτηκε ούτε και συγκεκριμενοποιήθηκε με την ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας (Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Χαρίδη (2011) 1(B) A.A.Δ. 825).

 

56. Παρά την μη ρητή καταγραφή στο σώμα της ένστασης, καθότι το ζήτημα άπτεται της νομιμοποίησης της Αιτήτριας να προωθεί την παρούσα κάτι που αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης (βλ. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της Περιουσίας της DK Intercity Buses Λάρνακας Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 388/2011, ημερ. 7.07.2017, ECLI:CY:AD:2017:A256) και διασυνδέεται με την εφαρμογή ή μη Ευρωπαϊκού Κανονισμού που είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο, ως μέρος του Ενωσιακού Δικαίου (βλ. Directo Capital Investments Ltd και Άλλες ν. Global Finance και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 1817) κρίνω ότι το Δικαστήριο μπορεί να τον εξετάσει. Όντως από το σχετικό λεκτικό του Κανονισμού φαίνεται να αποκλείεται η εφαρμογή του αναφορικά με διαδικασίες πτώχευσης που έχουν αρχίσει στη Δανία.

 

57. Εντούτοις, όπως επισήμανε και η συνήγορος της Αιτήτριας κατά την ακρόαση, η Αιτήτρια ουδέποτε στηρίχθηκε στον εν λόγω κανονισμό για να υποστηρίξει την νομιμοποίηση της να προωθεί την παρούσα αίτηση. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κανονισμού αποφαίνομαι ότι η Αιτήτρια, σε συμφωνία με την επιχειρηματολογία της συνηγόρου της, νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα ενόψει της ιδιότητας της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του πτωχεύσαντα, χωρίς να υπάρχει η οποιαδήποτε ανάγκη για να εγγραφεί η δικαστική απόφαση του Δανέζικου Δικαστηρίου με την οποία διορίστηκε ως διαχειρίστρια, στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί ευθέως από την κυπριακή νομολογία με την απόφαση Seamark Consultancy Services Ltd V. Lasala (2007) 1 ΑΑΔ 162 κάτι το οποίο έχει πρόσφατα σχολιασθεί εκ νέου και στην απόφαση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ TMC TRADE MARK AG ΕΚ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS, Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/2020, 14/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D153, στην οποία με παρέπεμψε η συνήγορος της Αιτήτριας

 

58. Πέραν των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, κρίνω ότι είναι απαραίτητο να αναφερθώ και σε μια άλλη πτυχή που διέπει τις νομικές συνέπειες έκδοσης διατάγματος πτώχευσης από Δικαστήριο στο εξωτερικό, αναφορικά με την κινητή περιουσία του πτωχεύσαντα και που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Στην απόφαση Lasala ανωτέρω λέχθηκε το εξής:

 

«Σχετικά είναι και τα όσα αναγράφονται στο σύγγραμμα Dicey & Morris, The Conflict of Laws, 10η έκδοση, Τόμος 2, στις σελ. 715 κ.επ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η θέση ότι η εκχώρηση της περιουσίας ενός πτωχεύσαντα στους αντιπροσώπους των πιστωτών, δυνάμει της πτωχευτικής διαδικασίας μιας ξένης χώρας, θεωρείται ως εκχώρηση της κινητής περιουσίας του πτωχεύσαντα που βρίσκεται στην Αγγλία (και στη δική μας περίπτωση που βρίσκεται στην Κύπρο). Η γενική αρχή του Αγγλικού Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου είναι ότι η πτώχευση ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία πτωχευτικής φύσεως σε ξένη χώρα, τα δικαστήρια της οποίας έχουν δικαιοδοσία επί του πτωχεύσαντα, λειτουργεί ως εκχώρηση». 

 

(Η έμφαση είναι του πάροντος Δικαστηρίου)

 

59. Τα πιο πάνω προκύπτουν από το εξής απόσπασμα από το σύγγραμμα Dicey, Morris & Collins «The Conflict of Laws», 15η Έκδοση  με  παραπομπή σε σχετική νομολογία που δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω για σκοπούς της παρούσας:

 

Rule 216:

"an assignment of a bankrupt's property to the representative of his creditors under the bankruptcy law of any other foreign country whose courts have jurisdiction over him … is, or operates as, an assignment of the movables of the bankrupt situate in England".

 

60. Παρομοίως στο σύγγραμμα Fletcher, The Law of Insolvency 5th edition στην παράγραφο [29-057] αναφέρεται ότι:

 

"In the case of movables, English law has for well over two centuries maintained the principle that any of the bankrupt's movable assets which are situate within the jurisdiction of the English court automatically vest in the foreign trustee in bankruptcy (or equivalent) from the moment of adjudication."

 

61. Από τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα ότι ο τίτλος και η δυνατότητα διαχείρισης κινητών (movable) περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας εκχωρείται στον εκάστοτε διαχειριστή της περιουσίας του πτωχεύσαντα (πάντα με αναφορά σε φυσικά πρόσωπα), χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια για να αναγνωριστεί αυτή του η εξουσία. Αναφορικά με ακίνητη περιουσία ισχύουν άλλες αρχές τις οποίες δεν κρίνω σκόπιμο να αναπτύξω στην παρούσα.

Εξέταση προϋποθέσεων έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων

Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση

62. Με βάση το περιεχόμενο του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου, κρίνω ότι διαφαίνεται η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, το οποίο έγκειται ακριβώς στη φύση της αγωγής έχοντας κατά νου ότι οι αρχές που έχουν τεθεί από την απόφαση Norwich Pharmacal μπορούν να αποτελέσουν αυτοτελή αιτία αγωγής και στο κατά πόσο δικαιολογούνται τα αιτούμενα διατάγματα τα οποία αφορούν στη λήψη πληροφοριών και εγγράφων που σχετίζονται με τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε ο πτωχεύσας στην Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

 

 

Ορατή πιθανότητα επιτυχίας

63.  Το Δικαστήριο εξετάζει στο στάδιο αυτό την ισχύ της μαρτυρίας (evidential strength) της υπόθεσης της Αιτήτριας.  Το επίπεδο με το οποίο θα κριθεί η μαρτυρία δεν είναι ψηλό, απαιτώντας μόνο πιθανότητα επιτυχίας.

(i) Αδικοπραξία

64.  Λαμβάνοντας υπόψη στο βαθμό που τούτο απαιτείται τα όσα καταγράφονται με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι φανερό ότι έχει προσκομιστεί μαρτυρία από την οποία το Δικαστήριο δύναται να κρίνει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί διάπραξης της αδικοπραξίας πτώχευσης από τον Lars σύμφωνα με τη νομική γνωμάτευση (Τεκμήριο 12 Ε/Δ ΑΑ), ένεκα της μη συνεργασίας και αποκάλυψης όλων των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον Lars ως επιβάλλει το δίκαιο της Δανίας, θέση που παρεμβάλλω δεν αμφισβητήθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση. Απορρίπτω τη θέση που πρόβαλε η συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση ότι το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα δεν αποτελεί και αδικοπραξία σύμφωνα με το Κεφ.5 που διέπει τις πτωχεύσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το εν λόγω ζήτημα είναι αδιάφορο καθότι ουδέποτε τέθηκε  ούτε και αποτελεί νομολογιακή προϋπόθεση για την έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal ότι η κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί αδικοπραξία βάσει του δικαίου της χώρας από την οποία αξιώνεται η θεραπεία.

 

65.  Προσθέτω εδώ ότι εκ του συνόλου των γεγονότων που έχουν παρατεθεί, είμαι διατεθειμένος στα πλαίσια του περιορισμένου σκοπού της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας, να αναφέρω ότι προκύπτει στον απαιτούμενο βαθμό συζητήσιμη υπόθεση περί ύπαρξης και αδικοπραξίας που σχετίζεται με την παρεμπόδιση της Αιτήτριας στο να λάβει υπό τον έλεγχο της κινητή περιουσία που ανήκει στον Lars και των οποίων ο τίτλος σε αυτά έχει εκχωρηθεί στην ίδια, ενόψει της ιδιότητας της. Εντούτοις και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, απορρίπτω την επιχειρηματολογία που προωθήθηκε από την Αιτήτρια ότι ο Lars καθώς και τρίτες εταιρείες με τις οποίες η Αιτήτρια πιθανολογεί ότι συνδέεται έχουν γενικότερα εμπλακεί σε άλλες απροσδιόριστες και ασαφείς αδικοπραξίες και ότι υπάρχει μια γενικότερα «περίπλοκη απάτη». Δεν προσκομίσθηκε καμία τέτοια σχετική και επαρκής μαρτυρία για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και συνεπώς οι εν λόγω ισχυρισμοί κρίνονται ως γενικοί και αόριστοι.

 

(ii) Αναγκαιότητα Παροχής Αιτούμενων Πληροφοριών

66.  Η Αιτήτρια προώθησε αριθμό ισχυρισμών στην προσπάθεια της να πείσει το Δικαστήριο για την αναγκαιότητα έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων (βλ. παράγραφο 9 ανωτέρω). Κατά την άποψη μου η επιχειρηματολογία της Αιτήτριας ότι τα όσα αιτείται με τα αιτούμενα διατάγματα είναι αναγκαία για να εγερθεί απαίτηση εναντίον του Lars στο βαθμό που αυτό διασυνδέθηκε με τις ενέργειες του Lars να μην αποκαλύψει τα περιουσιακά του στοιχεία και την εικασία περί ύπαρξης μιας ευρύτερης απάτης, θέση που έχω ήδη απορρίψει, με πιθανή εμπλοκή τρίτων ατόμων δεν είναι πειστική. Ειδικότερα, από την προσκομισθείσα μαρτυρία προκύπτει στην έκταση που αυτό μπορεί να λεχθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ότι η Αιτήτρια γνωρίζει ότι ο Lars δεν έχει δώσει πληροφορίες για τα περιουσιακά του στοιχεία και συνεπώς δεν είναι αντιληπτό πώς η λήψη των εν λόγω πληροφορίων είναι αναγκαία για την προώθηση μιας σχετικής απαίτησης που στηρίζεται επί της εν λόγω αδικοπραξίας. Συνεπώς υπό αυτή την έννοια συγκλίνω εν μέρει με τις σχετικές επί του σημείου θέσεις της συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση ότι οι πληροφορίες δεν θα ήταν αναγκαίες.

 

67.  Ωστόσο, κρίνω ότι η διαζευκτική βάση επί της οποίας προωθήθηκε η παρούσα αίτηση ήτοι ότι οι αιτούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες για να συλλεχθούν στοιχεία και πληροφορίες που θα υποβοηθήσουν την Αιτήτρια στον εντοπισμό και ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον Lars, αποτελεί σκοπό που δύναται να ικανοποιήσει την παρούσα προϋπόθεση. Επί του παρόντος είναι σαφές ότι η Αιτήτρια υπολείπεται πληθώρα πληροφοριών και στοιχείων αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία του Lars που διατηρούνταν στην Καθ’ ης η Αίτηση.

 

68.  Το γεγονός ότι η Αιτήτρια εμποδίζεται να θέσει υπό τον έλεγχο της τα περιουσιακά στοιχεία του Lars, λόγω της μη συνεργασίας του με αυτή, όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, καθιστά συζητήσιμη την διάπραξη αδικοπραξίας εναντίον της. Επιπλέον, μπορεί να λεχθεί ότι η προσπάθεια αναζήτησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων και πληροφοριών αναφορικά με αυτά μέσω της παρούσας Αίτησης προσομοιάζει περισσότερο σε μια αίτηση που θα προωθείτο με βάση τα όσα πραγματεύεται η απόφαση Bankers Trust ανωτέρω. Από την προσκομισθείσα μαρτυρία καθίσταται αντιληπτό ότι μόνο αν ληφθούν οι αιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα θα είναι σε θέση η Αιτήτρια να εξεύρει και να ανακτήσει περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον Lars και που ενδεχομένως να έχουν διατεθεί σε τρίτα πρόσωπα μέσω των σχετικών τραπεζικών λογαριασμών. Περαιτέρω, κρίνω ότι η λήψη των αιτούμενων πληροφοριών και εγγράφων αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία του Lars και την κίνηση τους είναι αναμφίβολα αναγκαία για να μπορέσει η Αιτήτρια να εξακριβώσει τα αγώγιμα δικαιώματα που επιθυμεί να προωθήσει μέσω δικαστικών διαδικασιών ή άλλως πως και έχω ικανοποιηθεί για την ύπαρξη τέτοιας πρόθεσης από μέρους της και να υπερασπισθεί τα νόμιμα δικαιώματα της αναφορικά με την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων που εμπίπτουν στην περιουσία του πτωχεύσαντα Lars και που πρέπει να τεθούν υπό τον έλεγχο της. Τέτοιες διαδικασίες, σύμφωνα με την Αιτήτρια θα στραφούν τόσο εναντίον του Lars όσο και εναντίον τυχόν τρίτων προσώπων ή ταυτότητα των οποίων σημειώνω παραμένει άγνωστη στην Αιτήτρια, γεγονός που συντείνει περισσότερο στην αναγκαιότητα έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

69. Επιπλέον, από το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας έχω ικανοποιηθεί ότι οι αιτούμενες πληροφορίες μπορούν να προσκομισθούν μόνο από την Καθ’ ης η Αίτηση, στην οποία διατηρείται ο εν λόγω λογαριασμός, μέσω της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και όχι από άλλες πηγές, θέση η οποία σημειώνω ότι παρέμεινε αναντίλεκτη. Υπενθυμίζω, ότι δεν αποτελεί υποχρέωση να καταδειχθεί ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αποτελεί την «έσχατη λύση» αλλά αναμφίβολα η ανυπαρξία άλλων πηγών από τις οποίες μπορεί να ληφθούν οι αιτούμενες πληροφορίες είναι κάτι που συνυπολογίζεται στην ικανοποίηση της παρούσας προϋπόθεσης. Έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω στη νομολογία που προκρίνει τον ελαστικό τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξετάζεται η προϋπόθεση της αναγκαιότητας και συνεπώς αποφαίνομαι ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, βάσει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης είναι αναγκαία και αναλογική.

(iii) Ανάμειξη της Καθ’ ης η Αίτηση στις αδικοπραξίες

70. Έχω ήδη αναπτύξει σε έκταση τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εν λόγω προϋπόθεσης και συνεπώς θα εξετάσω στη συνέχεια κατά πόσο μπορεί να λεχθεί ότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχει αναμειχθεί ή διευκολύνει την αδικοπραξία, όπως αυτό έχει νομολογιακά ερμηνευθεί. Από την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν αμφισβητείται ότι η Καθ΄ ης η Αίτηση είναι τράπεζα και ότι ο εν λόγω λογαριασμός που έχει προσδιορίσει η Αιτήτρια ανήκει στον Lars και διατηρείται από την Καθ’ ης η Αίτηση. Ούτε και αμφισβητείται με την Ε/Δ  ΚΔ ότι η Καθ’ ης η Αίτηση κατέχει τις αιτούμενες πληροφορίες υπό την ιδιότητα της ως τράπεζα ως αποτέλεσμα του ανοίγματος και διατήρησης του τραπεζικού λογαριασμού που ανήκει στον Lars.

 

71. Ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω, η Αιτήτρια προτάσσει τη θέση ότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχει αναμειχθεί στην αδικοπραξία και έχει διευκολύνει τον Lars με το να μην αποκαλύπτει τα αιτούμενα στοιχεία και ότι ήγειρε, αδικαιολόγητα, εμπόδια στην λήψη των εν λόγω πληροφορίων. Σε αυτό το σημείο αναφέρω ότι έχω προβληματιστεί ιδιαίτερα κατά πόσο όντως πληρείται η υπό εξέταση προϋπόθεση αναφορικά με την αδικοπραξία της μη αποκάλυψης πληροφοριών για τα περιουσιακά στοιχεία από τον Lars, κάτι για το οποίο δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό πώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Καθ΄ ης η Αίτηση τον έχει διευκολύνει ή ότι έχει εμπλακεί σε αυτή.

 

72. Εντούτοις, από προσεκτική μελέτη και θεώρηση του συνόλου της προσκομισθείσας μαρτυρίας διαφαίνεται ότι η φύση των ενεργειών του Lars που επιθυμεί να διερευνήσει η Αιτήτρια αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στον εντοπισμό πληροφοριών και στην ανάκτηση των κινητών περιουσιακών στοιχείων που δεν περιήλθαν στην κατοχή της που για σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας, όπως έχω ήδη αναφέρει, δικαιούτο να λάβει και διαχειρίζεται. Σε κάθε περίπτωση, κρίνω ότι εκεί όπου καταδεικνύεται ότι υπάρχει αδικοπραξία που σχετίζεται με περιουσία που μπορεί να υποστηριχθεί ότι ανήκει ή την οποία δικαιούται ο αιτητής και όμως τρίτο πρόσωπο κατέχει πληροφορίες ή έγγραφα ή τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία σε τραπεζικό λογαριασμό ή άλλως πώς εκ μέρους του αδικοπραγούντα, τότε δικαιολογείται η έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal εναντίον του (κατ’ αναλογία των όσων αποφασίστηκαν στην απόφαση Koo Golden East Mongolia ανωτέρω).

 

73. Πέραν των πιο πάνω, έχω ήδη αναφερθεί ότι η Καθ΄ ης η Αίτηση αρνήθηκε να παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες που αφορούν περιουσιακά στοιχεία τα οποία δικαιούτο να λάβει ως εκ της ιδιότητας της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Lars, παρά το γεγονός ότι φαίνεται να της είχε αποσταλθεί το Δικαστικό διάταγμα διορισμού της Αιτήτριας, θέση που δεν αμφισβητήθηκε και έθεσε ως όρο για την αποκάλυψη των πληροφοριών, ότι έπρεπε να προσκομισθεί η συγκατάθεση του Lars. Δεν έχει προσκομισθεί σχετική μαρτυρία ούτε και το Δικαστήριο διαφωτίστηκε ως προς το γιατί η Καθ’ ης η Αίτηση έθεσε ως όρο τη λήψη συγκατάθεσης από τον Lars, προτού προβεί σε αποκάλυψη των αιτούμενων πληροφοριών και εγγράφων.

 

74. Ακόμη και αν θα μπορούσε να υποστηριχθεί στην παρούσα ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν έχει αναμειχθεί ή εμπλακεί υπό την αυστηρή έννοια των εν λόγω όρων στις αδικοπραξίες, αποφαίνομαι ότι σε εξαιρετικές περιστάσεις, η άρνηση παροχής πληροφοριών μετά που η Καθ΄ ης η Αίτηση είχε ικανοποιηθεί για την ιδιότητα της Αιτήτριας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έθεσε ως όρο τη λήψη συγκατάθεσης του Lars, είναι επαρκή κατά την άποψη μου για να θεωρηθεί ότι υπήρξε από την Καθ’ ης η Αίτηση μια αλληλεπίδραση (engagement) με την αδικοπραξία (κατ’ εφαρμογή των όσων αποφασιστήκαν στην απόφαση Various Claimants ανωτέρω) πόσο μάλλον όταν η Καθ’ ης η Αίτηση είναι σε θέση να παρέχει πληροφορίες για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων. Πιστεύω ότι η ως άνω προσέγγιση, συνάδει πλήρως με την εξελικτική φύση έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων όπως έχει επεξηγηθεί πιο πάνω. Ως εκ τούτου, σε περιπτώσεις όπου οι ίδιες οι αδικοπραξίες που προβάλλονται είναι η μη παροχή στοιχείων και πληροφοριών τα οποία εμποδίζουν τον εντοπισμό και ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων από δικαιούχους, είμαι της άποψης ότι το τρίτο πρόσωπο (η Καθ’ ης η Αίτηση) δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί και να αντιμετωπιστεί σε τέτοιες περιστάσεις ως ένας «απλός παρατηρητής» ώστε να παραβιάζεται η αρχή του mere witness.

 

75. Για όλους τους πιο πάνω λόγους με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, θεωρώ ότι πληρείται η παρούσα προϋπόθεση και ότι το διάταγμα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal δύναται να στραφεί εναντίον της. Επιθυμώ να ξεκαθαρίσω ότι με την ως άνω κατάληξη μου δεν επιθυμώ να επεκτείνω την δικαιοδοσία των διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal κατά τρόπο ανεπίτρεπτο ώστε τυχόν οποιαδήποτε άρνηση αιτήματος παροχής πληροφοριών από τραπεζικά ιδρύματα που υποβάλλεται από κατ’ ισχυρισμό θύματα αδικοπραξίας να δικαιολογεί δίχως άλλο, την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal εναντίον τους. Η παρούσα υπόθεση έχει εξεταστεί και προσεγγιστεί υπό το φως των ιδιαζόντων περιστατικών της. Είμαι της άποψης ότι σε αντίστοιχες μελλοντικές περιπτώσεις όπου η τράπεζα έχει επιβεβαιώσει την ιδιότητα του προσώπου που αιτείται τις πληροφορίες ως διαχειριστή περιουσίας προσώπου που τελεί υπό πτώχευση και το αδίκημα που έχει συντελεστεί είναι η μη αποκάλυψη πληροφορίων που αφορούν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία σε συνδυασμό με αναφορές ότι τα περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν περιέλθει στην κατοχή τους, η φαινομενικά αδικαιολόγητη άρνηση παροχής πληροφοριών εντάσσει τις εν λόγω περιπτώσεις στην κατηγορία υποθέσεων όπου δύνανται να στραφούν διατάγματα Norwich Pharmacal εναντίον τους.

 

76. Με δεδομένο ότι σε αυτό το στάδιο δεν απαιτείται η κατάδειξη πιθανότητας επιτυχίας στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, αποφαίνομαι ότι η Αιτήτρια φαίνεται να έχει υπερβεί το ούτως ή άλλως χαμηλό ύψος του πήχη που καλείται να υπερπηδήσει σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση και συνεπώς κρίνω ότι και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 πληρείται (βλ. Penderhill Holdings Ltd ανωτέρω).

 

Δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

77. Αν η υπόθεση εκ της φύσεως της δεν επιδέχεται τη θεραπεία των αποζημιώσεων ή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων θα είναι αδύνατος, τότε μπορεί να λεχθεί ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μελλοντικό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Όπως έχει προαναφερθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής και/ή χρηματικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.

 

78. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί πως χωρίς την παροχή των πληροφοριών σε αυτό το στάδιο θα είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη η πλήρης διερεύνηση ενεργειών του Lars αναφορικά με περιουσιακά στοιχεία που επαναλαμβάνω ότι η Αιτήτρια φαίνεται να δικαιούται να διαχειρίζεται, από τον διορισμό της ή να εντοπίσει και να ιχνηλατίσει τα περιουσιακά στοιχεία δυνάμενη έτσι να εξακριβώσει τα δικαστικά μέτρα που θα πρέπει να λάβει προς διαφύλαξη και προάσπιση των δικαιωμάτων του συνόλου των πιστωτών τους οποίους εκπροσωπεί. Υπό αυτή την έννοια, θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο καθότι ελλοχεύει αυτονόητος κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημιάς.

 

Ισοζύγιο της ευχέρειας

79. Όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience) το οποίο έχει στο επίκεντρο του τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο είναι λανθασμένη, θεωρώ ότι αυτό κλίνει σαφέστατα υπέρ της Αιτήτριας και, συνεπακόλουθα, υπέρ της έκδοσης των αιτουμένων Διαταγμάτων. Έχω ήδη αναφερθεί γιατί είναι αναγκαία η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων (παρ. 66-69 ανωτέρω) θέσεις που συνυπολογίζονται κατά την εξέταση της παρούσας προϋπόθεσης. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το Δικαστήριο έχει ενώπιον του μια Αίτηση από διαχειρίστρια περιουσίας πτωχεύσαντα η οποία προσπαθεί να λάβει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να είναι σε θέση να εντοπίσει τα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντα ώστε αυτά να μπορέσουν να τύχουν διαχείρισης από την ίδια στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας στη Δανία και να διανεμηθούν στη συνέχεια στους πιστωτές του. Ο εν λόγω στόχος αναμφίβολα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον ώστε να αποτρέπονται πρόσωπα από του να αποφεύγουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις αποκρύβοντας περιουσιακά στοιχεία όπου και αν αυτά βρίσκονται.

 

80. Αντιθέτως, αν δεν λάβει τις αιτούμενες πληροφορίες ως τα αιτούμενα αιτητικά, με κάποιες όμως διαφοροποιήσεις στο λεκτικό όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, τα ως άνω δεν φαίνεται ότι θα είναι εφικτά και συνεπώς η Αιτήτρια δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια που διορίστηκε από Δικαστήριο. Προσθέτω, ότι σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια θα κληθεί να καταβάλει στην Καθ΄ ης Αίτηση, τα έξοδα συμμόρφωσης με τα αιτούμενα Διατάγματα και η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δεν φαίνεται ότι μπορεί να έχει οποιεσδήποτε δυσανάλογες ή επαχθείς συνέπειες για την Καθ' ης η Αίτηση. Σταθμίζοντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων υπό τις περιστάσεις της παρούσας Αίτησης είναι δίκαιη και πρόσφορη, αφού ενέχει λιγότερους κινδύνους αδικίας συγκριτικά με την μη έκδοση τους και συνεπώς ασκώ την διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της έκδοσης των διαταγμάτων. Επιθυμώ να τονίσω ότι τα Δικαστήρια οφείλουν να παρέχουν την αναγκαία συνδρομή και βοήθεια στην εξυπηρέτηση του στόχου της καταστολής αδικοπραξιών που αναμφίβολα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης κάτι που άλλωστε όπως έχει πλειστάκις λεχθεί αποτελεί τον κύριο σκοπό έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων (“The essential purpose of the remedy is to do justice”).

 

Εξέταση άλλων λόγων ένστασης

Ταυτοσημία θεραπειών

81. Προβλήθηκε ως λόγος ένστασης εκ μέρους της Καθ΄ ης η Αίτηση ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι πανομοιότυπα με τις αξιώσεις της Αιτήτριας ως αυτές εμφαίνονται στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής. Συνακόλουθα, υποδεικνύει, ότι τυχόν έκδοση τους θα καταστήσει την αγωγή άνευ αντικειμένου. Το εν λόγω επιχείρημα ειδικότερα σε σχέση με διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal έχει κατ' επανάληψη εξεταστεί και απορριφθεί από τα Δικαστήρια, εντούτοις εξακολουθεί να προωθείται ως λόγος ένστασης σε αριθμό παρόμοιων διαδικασιών.

 

82. Η νομολογία γενικότερα υποδεικνύει ότι είναι ανεπιθύμητη η έκδοση διαταγμάτων με τα οποία αποφασίζονται τελεσίδικα τα όσα διεκδικούνται με την αγωγή. Ωστόσο, το ζήτημα παροχής ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή, δεν αποκλείεται (Κοσμά v Χ''Κυπρή κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 169). Εντούτοις, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού μιας θεραπείας σε ενδιάμεσο στάδιο, επειδή επιδιώκεται ουσιαστικά το ίδιο πράγμα με την αγωγή. Το ζήτημα εξετάζεται πάντα σε συνάρτηση με τα γεγονότα που περιβάλλουν μια υπόθεση, τη φύση και τις ειδικότερες  περιστάσεις  της (Penderhill Holdings Limited και Άλλοι ν. Ιωάννη Κλουκίνα (2014) 1 ΑΑΔ 118). Στην υπόθεση Avila ανωτέρω που αφορούσε ακριβώς την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal υπεδείχθησαν επί του συζητούμενου τα ακόλουθα:

 

 «Τέθηκε επίσης ζήτημα ότι δεν ήταν ορθή η χορήγηση των αιτούμενων διαταγμάτων εφόσον μ' αυτά ουσιαστικά αποφασιζόταν και η ίδια η αγωγή. Δεν χορηγείται με άλλα λόγια η ουσιαστική θεραπεία από το ενδιάμεσο στάδιο με αίτηση για προσωρινό μέτρο (Michael vBrevinos (1969) 1 C.L.R. 578). Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (δέστε και Zena Company Ltd vDemenian Catering Ltd - ανωτέρω -). Εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων(Parico Aluminium Designs Ltd vMuskita Aluminium CoLtd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).»

83. Έχει ήδη επεξηγηθεί η ιδιαιτερότητα της διαδικασίας έκδοσης διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και ότι αίτημα για έκδοση τους αποτελεί αυτοτελή αιτία αγωγής που δίνει τη δυνατότητα έγερσης αγωγής εναντίον προσώπων που αναμείχθηκαν ή συνδέθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο στην παράνομη πράξη το οποίο εξετάζεται σε συνάρτηση με το γεγονός ότι το μέχρι πρόσφατα δικονομικό και ουσιαστικό νομικό πλαίσιο έκδοσης διαταγμάτων προϋποθέτει την καταχώριση αγωγής, καθότι δεν ήταν δυνατή η εξασφάλιση διατάγματος πριν την έγερση αγωγής.

 

84. Τυχόν υιοθέτηση της θέσης ότι δεν επιτρέπεται η απόδοση ταυτόσημης με την αιτούμενη θεραπεία στην αγωγή και συνακόλουθα ότι επιβάλλεται η απόρριψη της ενδιάμεσης αίτησης, θα ακύρωνε ουσιαστικά και πρακτικά τον σκοπό και τον λόγο ύπαρξης του μηχανισμού των διαταγμάτων Norwich Pharmacal. Τα ως άνω κρίνω ότι αποτελούν ικανοποιητικό λόγο για να μετατρέψει το ανεπιθύμητο σε αναγκαίο και συνεπώς το γεγονός ότι οι αιτούμενες με την αίτηση θεραπείες είναι ταυτόσημες με τις θεραπείες που ζητούνται με την Αγωγή, δεν απαγορεύει ούτε αποκλείει αφ' εαυτού τη χορήγηση τους στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο. Συνεπώς ο σχετικός λόγος ένστασης απορρίπτεται.

         

Ψάρεμα μαρτυρίας – Εναλλακτικός μηχανισμός απόκτησης πληροφοριών

85. Η Καθ' ης η Αίτηση προβάλλει τη θέση ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι  διατυπωμένα με τρόπο ούτως ώστε να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα λογαριασμών, πράξεων και εγγράφων για ακαθόριστη χρονική περίοδο, καθιστώντας τη συμμόρφωση σχεδόν αδύνατη και συνεπώς αποτελούν κατά την ίδια ευρεία έκτασης αποκάλυψη και συλλογή μαρτυρίας που δεν περιορίζεται σε αναγκαίες πληροφορίες ώστε το όλο εγχείρημα να συνιστά ψάρεμα μαρτυρίας.

 

86. Ούτε η συγκεκριμένη εισήγηση πιστεύω ότι μπορεί να υιοθετηθεί. Έχουν ήδη εκτεθεί οι λόγοι για τους οποίους δικαιολογείται η έκδοση του σχετικού διατάγματος αποκάλυψης ώστε να παρέλκει η επανάληψη τους.  Επισημαίνω, ότι δεν επιχειρήθηκε καν να εξηγηθεί η γενική και αόριστη ως παρέμεινε θέση για τις πρακτικές δυσκολίες εντοπισμού των ζητούμενων πληροφοριών και στοιχείων από την πλευρά ενός τραπεζικού οργανισμού ως η Καθ' ης η Αίτηση και γιατί θα ήταν αδύνατη η συμμόρφωση.

 

87. Στα αιτητικά της Αίτησης καθορίζονται οι πληροφορίες, τα στοιχεία και τα έγγραφα που επιζητούνται τα οποία φαίνεται να έχουν άμεση σχέση με τις πληροφορίες επί των περιουσιακών στοιχείων του Lars.Το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην πλειοψηφία τους το εύρος των αιτούμενων διαταγμάτων κρίνεται δικαιολογημένο υπό τις περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψιν τόσο του σκοπού για τον οποίο επιζητούνται οι πληροφορίες όσο και την ιδιότητα της Αιτήτριας ως διαχειρίστριας της περιουσίας του Lars και άρα δικαιούχο πληροφοριών και εγγράφων που αφορούν κινητά περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ορθό όπως απαλειφθεί το εξής λεκτικό από την παράγραφο Α(1)(iii) «συμπεριλαμβανομένων (αλλά χωρίς περιορισμό) εγγράφων της Πολιτικής Να Γνωρίζεις τον Πελάτη σου (Know Your Client Policy) τα οποία συλλέχθηκαν από την Καθ’ ης η Αίτηση, αναφορικά με τους αποστολείς και/ή παραλήπτες των εν λόγω εμβασμάτων και/ή πληρωμών»  τα οποία κρίνω ότι εκφεύγει των ως άνω σκοπών και θα αποτελούσε ευρείας μορφή αποκάλυψη.

 

88. Όσον αφορά τον λόγο ένστασης ότι η διαδικασία που ακολουθήσε η Αιτήτρια με την υποβολή της παρούσας για να αποκτήσει τις πληροφορίες είναι λανθασμένη, εφόσον αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να τις χρησιμοποιήσει σε δικαστικές διαδικασίες στο εξωτερικό, η συνήγορος της Καθ΄ ης η Αίτηση με παρέπεμψε στην Αγγλική απόφαση Ramilos (ανωτέρω) προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι εφόσον εκκρεμεί πτωχευτική διαδικασία στη Δανία τότε τυγχάνoυν εφαρμογής τα όσα προνοεί το Κεφ.12 για υποβολή αίτησης λήψης μαρτυρίας είτε προφορικής είτε γραπτής που θα χρησιμοποιηθεί στο εξωτερικό και άρα κατ’ επέκταση η Αιτήτρια έπρεπε να ακολουθήσει εκείνη την οδό και όχι να υποβάλει την παρούσα. Ως απάντηση στην ως άνω θέση η συνήγορος της Αιτήτριας επισήμανε ότι δεν εκκρεμεί δικαστική διαδικασία στην Δανία. Πέραν των πιο πάνω εκατέρωθεν γενικών θέσεων δεν υπήρξε εκτεταμένη επιχειρηματολογία επί του σημείου από τις συνήγορους αν και τυχόν υιοθέτηση των θέσεων της Καθ’ ης η Αίτηση ενέχει καταλυτικές συνέπειες αναφορικά με τη δικαιοδοσία έκδοσης διαταγμάτων όπως τα υπό εξέταση.

 

89. Συνοπτικά αυτό που προκύπτει από την Ramilos (ανωτέρω) είναι ότι εκεί όπου δύναται να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Αγγλικού Evidence (Proceedings in Other Jurisdictions) Act 1975 τότε η εξουσία των Αγγλικών Δικαστηρίων να εκδίδουν διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal προς υποβοήθηση δικαστικών διαδικασιών που είτε εκκρεμούν είτε θα εγερθούν στο εξωτερικό έχει εξυπακουόμενα αποκλεισθεί.

 

90. Κατόπιν έρευνας έχω εντοπίσει την πρωτόδικη απόφαση του έντιμου  Π.Ε.Δ Γιαπανά KAZAKHSTAN KAGAZY JSC κ.α. ν. GEOGLOBAL LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 913/19, 16/2/2021 στην οποία προωθήθηκε παρόμοια επιχειρηματολογία. Στην εν λόγω απόφαση η αίτηση για έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal όντως απορρίφθηκε μεταξύ άλλων στην βάση των όσων αποφάσισε η Ramilos ανωτέρω. Το Δικαστήριο αντιπαρέβαλε τον Αγγλικό Νόμο και το ημεδαπό Κεφ.12 καταλήγοντας ότι οι δύο νόμοι πραγματεύονται παρόμοια ζητήματα, ανεξάρτητα από κάποιες επί μέρους διαφορετικές ρυθμίσεις και κατέληξε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal προς υποβοήθηση και χρήση των αιτούμενων πληροφοριών και εγγράφων στα πλαίσια υπό εξέλιξης Αγγλικών Διαδικασιών.

 

91. Σημειώνω ότι σε αντιδιαστολή με την απόφαση KAZAKHSTAN (ανωτέρω), στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ουδεμία μαρτυρία έχει προσκομισθεί ότι υφίσταται εν εξέλιξη δικαστική διαδικασία και συνεπώς η παρούσα διαφοροποιείται ως προς το εν λόγω ζήτημα. Απορρίπτω αβίαστα την θέση της Καθ΄ ης η Αίτηση, ότι επειδή η Αιτήτρια διορίστηκε κατόπιν δικαστικού διατάγματος τότε συνεπάγεται η ύπαρξη εν εξέλιξης δικαστικής διαδικασίας. Τέτοια προσέγγιση δεν συνάδει ούτε με το λεκτικό του ίδιου του Κεφ.12 (βλ. άρθρο 3) ούτε με το σχετικό έντυπο που παρατίθεται στον νόμο για σκοπούς υποβολής αιτήματος από το αρμόδιο Δικαστήριο. Τυχόν υιοθέτηση της εν λόγω θέσης θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί αδικαιολόγητα η εξουσία έκδοσης διαταγμάτων Norwich Pharmacal κάτι που δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε αρχή ούτε και συνάδει με τους σκοπούς που αποσκοπεί να εξυπηρετήσει η δυνατότητα έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων.

 

92. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, τονίζω ότι η Ramilos ανωτέρω έθεσε το ζήτημα περιορισμού της δικαιοδοσίας έκδοσης διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal, εξουσία που πηγάζει από το Κοινοδίκαιο, σε μια ακόμη πιο ευρεία βάση. Ειδικότερα το Αγγλικό Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει τέτοια διατάγματα προς υποβοήθηση αλλοδαπών δικαστικών διαδικασιών όχι μόνο όπου αυτές οι μελλοντικές διαδικασίες βρίσκονταν «σε εξέλιξη» αλλά και εκεί όπου πρόκειται να εγερθούν στο μέλλον. Η πιο πάνω κατάληξη στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο λεκτικό του Αγγλικού Νόμου καθότι το άρθρο 1 προνοεί ότι «that the evidence to which the application relates is to be obtained for the purposes of civil proceedings which either have been instituted before the requesting court or whose institution before that court is contemplated,

 

93. Για σκοπούς πληρότητας, αν και δεν προωθήθηκε ανάλογο επιχείρημα από την Καθ’ ης η Αίτηση, δεν θα αποδεχόμουν αντίστοιχη επιχειρηματολογία στην παρούσα Αίτηση. Αρχικά, παρατηρώ ότι το λεκτικό του Κεφ.12 δεν είναι όμοιο με αυτό του Αγγλικού Νόμου. Συγκεκριμένα, η μόνη αναφορά για λήψη μαρτυρίας σε μελλοντική διαδικασία από πρόσωπα εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας εντοπίζεται στο άρθρο 3(2) όπου αναφέρεται το εξής «(2) Διάταγμα εξέτασης δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ δύvαται vα εκδoθεί αvεξάρτητα τoυ αv η μαρτυρία τoυ πρoσώπoυ πoυ πρόκειται vα εξεταστεί απαιτείται για τo σκoπό διαδικασίας πoυ εκκρεμεί ή διαδικασίας πoυ σκoπεύεται vα εγερθεί εvαvτίov αυτoύ ή στηv oπoία αυτός είvαι διάδικoς: αναφορά». Σε αντιδιαστολή με το αγγλικό κείμενο του νόμου από το λεκτικό του άρθρου 3(2) προκύπτει μιας σαφής διασύνδεση της μελλοντικής διαδικασίας που σκοπεύεται να εγερθεί με το πρόσωπο από το οποίο θα ληφθεί η μαρτυρία και ότι αυτή πρέπει να στρέφεται εναντίον του. Τα ως άνω επαρκούν για να λεχθεί ότι η εφαρμογή του Κεφ.12 είναι πολύ πιο περιορισμένη από τον αντίστοιχο Αγγλικό και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Κεφ.12 δύναται να χρησιμοποιηθεί γενικά εναντίον τρίτων προσώπων για να ληφθεί μαρτυρία όταν δεν σκοπεύεται να εγερθεί διαδικασία εναντίον τους, κάτι που αναμφίβολα δεν εφαρμόζεται στην παρούσα. Κατ’ επέκταση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να συνηγορεί στην αποδοχή πιθανού επιχειρήματος περί αποκλεισμού της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal όταν οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για την έγερση διαδικασιών στο εξωτερικό κατ’ αναλογία των όσων λέχθηκαν στην Ramilos (ανωτέρω).

 

94. Επιπρόσθετα, είμαι της άποψης ότι υπάρχουν ισχυροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος που συνηγορούν υπέρ της υιοθέτησης μιας διαφορετικής προσέγγισης από αυτή που εισηγείται η Ramilos (ανωτέρω) όπως έπραξε και αριθμός άλλων δικαιοδοσιών που εφαρμόζουν το Κοινοδίκαιο. Τα όσα λέχθηκαν στην Avila (ανωτέρω) που είναι δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο κρίνονται σημαντικά:

«[…]Δεν υπάρχει όμως κώλυμα ως θέμα αρχής τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να είναι δυνατόν να εκδοθούν και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Με την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εμπορικών δραστηριοτήτων,  κατά τη διεξαγωγή των οποίων δυνατό να εμπλέκονται διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός και εκτός δικαιοδοσίας, θα ήταν πολύ περιοριστική η εμβέλεια του διατάγματος εάν αποφασιζόταν να ισχύει μόνο για τις εντός της δικαιοδοσίας προτιθέμενες αγωγές. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πάνω σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και λογική βάση.

 

95. Παρομοίως, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Metaquotes (ανωτέρω) ειπώθηκαν τα εξής:

 

«Είναι χρήσιµο να υποµνήσουµε την εξελικτική πορεία και την αέναη διάπλαση των διαταγµάτων αποκάλυψης, αλλά και όλων των µορφών των θεραπειών που εδράζονται στο δίκαιο της επιείκειας, ως απότοκο της ραγδαίας εξέλιξης και της συνεχώς µεταβαλλόµενης πολυπλοκότητας των συναλλαγών, αλλά και της συνακόλουθης δυσκολίας ανίχνευσης του δαιδαλώδους πλέον πλέγµατος διάπραξης και συγκάλυψης διαφόρων µορφών αδικοπραξιών. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και η ανάγκη για ανάλογη προσαρµογή της άσκησης των εξουσιών των Δικαστηρίων προκειµένου να αντιµετωπίσουν τις ραγδαία εξελισσόµενες αυτές καταστάσεις και να θωρακίσουν το δικαίωµα αποτελεσµατικής προσφυγής στη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση των συµφερόντων του κάθε διαδίκου».

 

96. Γενικότερα παρατηρώ ότι δικαστικές διαδικασίες που σχετίζονται με αναζήτηση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία συχνά αφορούν διαδικασίες που πιθανόν να προωθηθούν σε άλλες δικαιοδοσίες και για τις οποίες είναι τις πλείστες φορές ορθότερο να μην γνωρίζει το πρόσωπο που έχει διαπράξει την αδικοπραξία ότι συλλέγονται πληροφορίες με σκοπό την έγερση αγωγής εναντίον του. Κατ΄ ακολουθία σε συμφωνία με τα πιο πάνω αποσπάσματα, θεωρώ ότι η δυνατότητα παροχής βοήθειας σε θύματα αδικοπραξιών, δεδομένου του αυξημένου ρόλου της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στο νησί μας, μέσω της έκδοσης διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal πριν την έναρξη δικαστικών διαδικασιών στο εξωτερικό, είναι αναγκαία να βρίσκεται στο «οπλοστάσιο» των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Δημόσιο συμφέρον

 

97. Αποτελεί λόγο ένστασης της Καθ' ης η Αίτηση τράπεζας ότι δεσμεύεται από συμβατική σχέση εμπιστοσύνης και/ή  τραπεζικό απόρρητο, υποδεικνύοντας ουσιαστικά ότι τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα οδηγήσει σε παράβαση του τραπεζικού απορρήτου κατά παράβαση του άρθρου 29 του Περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου (Ν.66(Ι)/97). Με κάθε σεβασμό η ως άνω εισήγηση δεν μπορεί να υιοθετηθεί και απερίφραστα απορρίπτεται.

 

98. Αρχικά παρατηρώ ότι η απαγόρευση που υφίσταται στο άρθρο 29 αφορά πληροφορίες που δίδονται από λειτουργούς της Τράπεζας προς ίδιο όφελος, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση καθότι με την παρούσα Αίτηση, ζητούνται στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με τους λογαριασμούς του Lars. Πέραν του γεγονότος πως οι όποιες πληροφορίες και στοιχεία επιζητούνται, αφορούν τον πτωχεύσαντα «στα παπούτσια του οποίου» πλέον βρίσκεται η Αιτήτρια, με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του ως άνω άρθρου, η απαγόρευση του άρθρου 29 αφορά πληροφορίες που δίδονται από λειτουργούς της τράπεζας «προς ίδιον όφελος» κάτι που ξεκάθαρα δεν ισχύει στην υπό συζήτηση περίπτωση.

 

99. Περαιτέρω, ως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και των Δικαστηρίων του Κοινοδικαίου γενικότερα, το τραπεζικό απόρρητο, σύμφωνα και με το άρθρο 29 (2) του ως άνω νόμου, υποχωρεί έναντι του δημοσίου συμφέροντος όταν η σκοπούμενη αποκάλυψη πληροφοριών ή εμπιστευτικων δεδομένων αδικοπραγούντων αφορά σε δόλιες πράξεις ή εγκληματικές συμπεριφορές. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε και στην υπόθεση Penderhill Holdings (ανωτέρω) στην οποία με παρέπεμψαν και οι δύο συνήγοροι:

 

«Το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης Τράπεζας - πελάτη ή Πελάτη - παροχέα υπηρεσιών καθιερώθηκε στην Τournier ν. Νational Provincial and Union Bank of England Ltd [1923] All E.R. 550, στην οποία παραπέμπει και το Δικαστήριο. Στην τελευταία απόφαση η επιδίωξη σκοπού καταστολής δολίων πράξεων ή εγκλημάτων είναι στοιχείο που συνάδει με το δημόσιο συμφέρον και απαιτεί ή επιβάλλει αποκάλυψη. Το συμφέρον της δικαιοσύνης ως έκφανση του δημοσίου συμφέροντος υπερτερεί της προστασίας των εμπιστευτικών δεδομένων των αδικοπραγούντων. Η υπερίσχυση του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αρχής της εμπιστευτικότητας, όπως προκύπτει από την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, τονίστηκε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, και στην Ι.Β.L. v. Planet [1990] J.L.R. 294. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της αρχής του απορρήτου όταν σκοπείται η αποκάλυψη πληροφοριών ή δεδομένων που αφορά σε δόλιες πράξεις ή εγκληματικές συμπεριφορές όπως και στην υπό κρίση υπόθεση αποδίδονται στους εφεσείοντες. Σε πιο πρόσφατη υπόθεση Omar v. Omar [1995] 1 W.L.R. 1428, το Δικαστήριο επέτρεψε τη χρήση των εγγράφων όχι μόνο για τους σκοπούς της αξίωσης των εναγόντων για εντοπισμό των περιουσιακών τους στοιχείων αλλά και για άλλες απαιτήσεις με παράλληλες αγωγές σε άλλες χώρες.

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

100.  Συνεπώς αδυνατώ να αντιληφθώ πώς η παροχή των αιτούμενων πληροφοριών δεν συνάδει με την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος στην οποία αναμφίβολα εντάσσεται η καταστολή δόλιων πράξεων ή αδικοπραξιών, με σκοπό να δύναται η Αιτήτρια σε θέση να προβεί στις σχετικές ενέργειες εντοπισμού και ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων μέσω δικαστικών διαδικασιών ή άλλως πώς, προς όφελος του συνόλου των πιστωτών του Lars. Συνεπώς και αυτός ο λόγος ένστασης απορρίπτεται.

 

 

 

Κατάληξη

 

101.   Υπό το φως όλων των πιο πάνω και για τους  λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η υπό κρίση αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα ως το Αιτητικό Α της αίτησης με τη διαφοροποίηση στο λεκτικό ως η παράγραφος 87 ανωτέρω και με τη διαφοροποίηση ότι ο χρόνος συμμόρφωσης της Καθ΄ ης η Αίτηση καθορίζεται σε 30 ημέρες από την ημέρα επίδοσης του Διατάγματος.

 

102.  Περαιτέρω, εκδίδεται διάταγμα ως το Αιτητικό Β της Αιτησης με την απάλειψη των λέξεων «που εκκρεμεί». Δεδομένου του συνόλου των γεγονότων της παρούσας  βρίσκω, επί του παρόντος, εύλογο το αίτημα της Καθ’ ης η Αίτηση περί μη χρήσης των αποκαλυφθέντων στοιχείων εναντίον της και συνεπώς προστίθεται το ακόλουθο λεκτικό στην παράγραφο Β:

 

Νοείται ότι απαγορεύεται η χρήση οποιωνδήποτε πληροφοριών και/ή εγγράφων και/η στοιχείων που αποκαλυφθούν, ως αποτέλεσμα της έκδοσης της παραγράφου Α ανωτέρω, εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση και/ή των διευθυντών και/ή των υπαλλήλων και/ή των αντιπροσώπων της για καταχώριση οποιασδήποτε διαδικασίας (ποινικής, αστικής ή άλλως πως) είτε εντός είτε εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, εκτός και αν ληφθεί προηγουμένως η άδεια του Δικαστηρίου.

103.  Επιπλέον προστίθεται το εξής λεκτικό αναφορικά με τα έξοδα συμμόρφωσης με τα διατάγματα που εκδίδονται σύμφωνα με τα όσα σχετικά επί του σημείου αναφέρθηκαν στην Avila ανωτέρω):

 

Νοείται ότι η Αιτήτρια θα καλύψει οποιαδήποτε εύλογα έξοδα τα οποία η Καθ' ης η Αίτηση τράπεζα λογικώς θα επωμιστεί για σκοπούς συμμόρφωσης με το διάταγμα. Τα έξοδα αυτά, σε περίπτωση που δεν συμφωνηθούν εντός δέκα  ημερών από τα μέρη, θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στη βάση στοιχείων που θα θέσει υπόψη του η Καθ' ης η αίτηση αφού τα κοινοποιήσει στην άλλη πλευρά και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

104.  Όσον αφορά τα έξοδα της αίτησης, χωρίς επ' ουδενί να παραβλέπω τις αρχές επί του ζητήματος ως αναφέρθηκαν στην υπόθεση Avila (ανωτέρω), συνεκτιμώντας αφενός την επιτυχία της Αιτήτριας της οποίας η γενικότερη απαίτηση εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση περιορίζεται σε αποκάλυψη πληροφοριών και στοιχείων και  δεδομένου ότι η Αιτήτρια φαίνεται να δικαιούτο ούτως ή άλλως να λάβει τις αιτούμενες πληροφορίες ως εκ της ιδιότητας της και κατ’ ακολουθία η παρούσα διαδικασία μπορούσε να αποφευχθεί εξ ολοκλήρου, κρίνω ορθό όπως επιδικάσω τα έξοδα της Αίτησης υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ΄ ης η Αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……………………………….

           Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο